ἑστία

From LSJ

ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑστία Medium diacritics: ἑστία Low diacritics: εστία Capitals: ΕΣΤΙΑ
Transliteration A: hestía Transliteration B: hestia Transliteration C: estia Beta Code: e(sti/a

English (LSJ)

ἡ, Ion. ἱστίη (as always in Hom. (exc. in ἀνέστιος, ἐφέστιος) and Hdt., cf. Schwyzer687.1 (Chios, vii/vi B. C.), IG12(5).554 (Ceos), and
A v. ἐφέστιος; ἑστίῃ is f.l. in Hes.Op.734); Boeot. ἱστία (Ἱ.) IG7.556 (Tanagra); also Coan, SIG1025.29, and Arc., ib.559.55; Locr. ἰστία IG9(1).334.7; both forms in Cretan, Ἑστία SIG527.15 (iii B. C.), Ἱστία GDI5079.7, al.:—hearth of a house, in Hom. only in solemn appeals, ἴστω νῦν Ζεὺς πρῶτα θεῶν..ἱστίη τ' Ὀδυσῆος Od.14.159, al., cf. Hdt.4.68, S.El.881; καθῆσθαι παρ' ἑστίᾳ, of suppliants, Pi.Fr.81; ἐπὶ τὴν ἑστίαν καθίζεσθαι Th.1.136; ἡ δορύξενος ἑστία S.OC 633; ἑστία μεσόμφαλος A.Ag.1056; ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ' ἑστίᾳ Id.Fr. 362.3.
2 the house itself, home, Pi.O.1.11,P.11.13: freq. in Trag., as A.Ch.264, etc.; διξὰς ἱστίας οἴκεε Hdt.5.40; καταλείποντα ἐν τᾷ ἰστίᾳ παῖδα ἡβάταν, of a colonist, IG9(1).334 (Locr., v B. C.): metaph., of the last home, the grave, τὰν χθόνιον ἑστίαν ἰδεῖν = see the subterranean residence (tomb) S.OC1726 (lyr.).
3 household, family, οἱ πολλοί, πλὴν ὀγδώκοντα ἱστιέων κτλ., Hdt.1.176; ἱστίη οὐδεμία νομιζομένη εἶναι Γλαύκου Id.6.86.δ'.
4 altar, like ἐσχάρα, A.Th.275, Eu.282; βούθυτος ἑστία S.OC1495 (lyr.); γᾶς μεσσόμφαλος ἑ., of the Delphic shrine, E.Ion462 (lyr.); Πυθόμαντις ἑστία S. OT965; βωμός, ἑστίας χθονός (as a sanctuary) A.Supp.372 (lyr.); ἡ κοινὴ ἑστία the public altar, serving as a sanctuary to refugees, IG22.1029, Arist.Pol.1322b28; πολιτικὴ ἑ. App.Pun.84:—ἡ κοινὴ ἑστία also of the public table, ἐδέξαντο τοὺς πρεσβευτὰς ἐπὶ τὴν κοινὴν ἑστίαν Plb.29.5.6, cf. IG5(1).961 (Cotyrta), 7.21 (Orchomenus in Boeotia), Poll.9.40; μυηθεὶς ἀφ' ἑστίας, of a class of public initiates at Eleusis, Is.Fr.84, cf.IG 2.1355, al.; so ὁ ἀφ' ἑστίας παῖς Porph.Abst.4.5; simply ὁ ἀφ' ἑστίας, ἡ ἀφ' ἑστίας, Ἐφ. Ἀρχ. 1894.176,1885.146.
5 metaph., of places which are to a country as the hearth to a house, as a metropolis, Plb.5.58.4; ἑ. καὶ μητρόπολις D.S.4.19; of Delos, ἱστίη ὦ νήσων Call.Del.325:—Pythag., of the central fire of the universe, Philol.7, etc., cf. Alex.Aphr. in Metaph.38.23; of the earth, E.Fr.944; of the heart in the body, Arist.PA70a25; μίαν, ἰδίαν ἑστίαν ἤθους οὐκ ἔχειν, Plu.2.52a,97a; of the liver as focus of a fever, Gal.15.742.
II as pr. n. Ἑστία, Ion. Ἱστίη, Ἑστίη, h.Hom.24.1, v.l. in Hes.Th.454the:—hearth goddess, h.Ven.22, Hes.Th.l.c., Pi.N.11.1, etc., cf. h.Hom.24,29, Orph.H.84, D.S.5.68; Ἑ. βουλαία IG12(5).732 (Andros), Aeschin. 2.45, App.Mith.23; Ἑ. πρυτανεία IG12(5).659 (Syros); worshipped as ἡ κοινὴ Ἑστία by the Getae, D.S.1.94, cf. Hdt.4.127: prov., ἀφ' Ἑστίας ἄρχεσθαι = to begin from the beginning, Ar.V.846, Pl.Euthphr.3a; ἀπ' ἄλλης Ἑ. καὶ ἀρχῆς τὰς πράξεις προχειρίζεσθαι Str.1.1.16 (also ἐξ ἑ. ἄρχεσθαι Hsch.); ἡ Ἑστία γελᾷ, of the fire crackling, Arist.Mete.369a32.
2 = Lat. Vesta, Str.5.2.3, Plu.Rom.2, etc.
3 title of a priestess, IG9(1).486 (Acarnania); ἑστία πόλεως, as an honorary title, ib.5(1).583 (Sparta). [ῑ in Od. in the appellat. 14.159, ῐ in h.Hom. in pr.n.; in Hes. the reverse: ῐ always in Com.and Trag.] (Etymological connection with Vesta is doubtful; the dialects never have ϝ-, exc. in the pr. n. ϝιστίαυ (gen.sg.masc.)IG5(2).271.18 (Mantinea); cf. γιστία.)

German (Pape)

[Seite 1044] ἡ, ion. u. ep. ἱστίη, auch ἑστίη, Hes. O. 732, l. d., der Heerd des Hauses, der zugleich der Hausaltar ist, auf dem die Hausgötter standen, u. der insofern als heilig galt u. als unverletzlicher Zufluchtsort der Hülfeflehenden, vgl. Thuc. 1, 136; bei Hom. nur in der Od. in Schwurformeln, ἴστω νῦν Ζεὺς – ξενίη τε τράπεζα, ἱστίη τ' Ὀδυσῆος, ἣν ἀφικάνω, 14. 159. 17, 156. 10, 304. – Tragg., ἕως ἂν αἴθῃ πῦρ ἐφ' ἑστίας ἐμῆς Αἴγισθος Aesch. Ag. 1410; τίω δ' ἀθέρμαντον ἑστίαν δόμων Ch. 620; Altar, μήλοισιν αἱμάσσοντες ἑστίας θεῶν Spt. 257, vgl. Eum. 272 Suppl. 367; μὰ τὴν πατρῴαν ἑστίαν Soph. El. 869; βούθυτος O. C. 1491; Eur.; vgl. τὰς βασιληΐας ἱστίας ὀμνύναι Her. 4, 68; γᾶ ἑστία θεῶν Plat. Tim. Locr. 97 d, vgl. Legg. XII, 955 e; ἡ κοινὴ ἑστία, der Heerd des Staates, Versammlungshaus der Prytanen, Arist. pol. 6 eztr.; vgl. Pol. 29, 5, 6. 31, 9, 4; Inscr. 1193, das Prytaneum ἑστία τῆς πόλεως, Poll. 9, 40. – Übh. das Haus, Wohnung, ἐς ἀφνεὰν μάκαιραν Ίέρωνος ἑστίαν Pind. Ol. 1, 11; ἑστίαν πατρῴαν P. 11, 13; τὰ μὲν κατ' οἴκους ἐφ' ἑστίας ἄχη Aesch. Ag. 415; ὦ σωτῆρες ἑστίας πατρός Ch. 262; οὐδ' ἀφ' ἑστίας συθείς Pers. 849; ὦ πατρῷον ἑστίας βάθρον Soph. Ai. 847, vgl. O. C. 639; ὅτου δῶμ' ἑστίαν τ' ἀφίξομαι Eur. Hec. 353; μυχοῖς ναίουσαν ἑστίας ἐμῆς Med. 397; διξὰς ἱστίας οἴκεε Her. 5, 40, der es auch für alle zum Hause Gehörenden gebraucht, die Familie, ὀγδώκοντα ἱστίαι ἐκδημέουσαι ἔτυχον 1, 177; ἄμοιρος ἑστίας Xen. Cyr. 7, 5, 56; Sp., wie Plut. Rom. 9; D. Sic. 20, 15. – Übertr., Σελεύκειαν ἑστίαν ὑπάρχουσαν τῆς αὐτῶν δυναστείας, der Heerd, Mittelpunkt, Pol. 5, 58, 4; ἑστ. καὶ μητρόπολις D. Sic. 15, 90. – Nach E. M. auch das Mahl. – Sprichwörtl. ἀφ' ἑστίας ἄρχεσθαι, vom eigenen Heerde, mit sich, mit der Hauptperson anfangen, Schol. Ar. Vesp. 842; Paroem. – Vgl. auch nom. pr. [ι ist bei Hom. lang, bei den Übrigen kurz].

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. foyer, au sens religieux, càd :
1 foyer, partie intime de la maison où se trouvaient l'autel des dieux domestiques et le sanctuaire pour les suppliants;
2 p. ext. la maison elle-même, maison, demeure, foyer ; fig. dernière demeure, tombeau;
II. p. ext. autel.
Étymologie: cf. lat. Vesta.

Russian (Dvoretsky)

ἑστία: ион. ἱστίη, дор. ἑστίη
1 домашний очаг (где находились домашний жертвенник и изображения семейных богов): ἡ δορύξενος ἑ. Soph. гостеприимный очаг; ἐπὶ τὴν ἑστίαν καθίζεσθαι Thuc. сесть у домашнего очага; ἱστίας (ион. = ἑστίας) ἐπιορκεῖν Her. ложно клясться домашними богами; μὰ τὴν πατρῴαν ἐστίαν! Soph. клянусь очагом отчего дома!;
2 семейный очаг, родной дом: γυναῖκας ἔχων δύο, διξὰς ἱοτίας οἴκεε Her. (Александрия), имея двух жен, жил на два дома;
3 перен. обиталище (παντοδαπῶν ζῴων Arst.): χθόνιος ἑ. πατρός Soph. подземное жилище, т. е. могила отца;
4 семья, семейство (αἱ ὀγδώκοντα ἱστίαι Her.; ἑστίας ἄμοιρος Xen.);
5 род, потомство (Γλαύκου Her.);
6 жертвенник, алтарь, святилище (βούθυτος Soph.): ἑ. βουλαία Aeschin. алтарь в βουλή; γᾶς μεσόμφαλος ἑ. Eur. срединное святилище земли, т. е. алтарь Аполлона в Дельфах; ἡ κοιντὴ ἑ. Arst., Polyb., Plut.; общий алтарь (служивший местом собраний пританеев, убежищем для искавших защиты и пр.);
7 центр, средоточие (ἑ. καὶ μητρόπολις Diod.; перен. ἑ. ἤθους Plut.): ἀφ᾽ ἑστίας ἄρχεσθαι погов. Arph., Plat.; начинать с середины, т. е. с главного.

Greek (Liddell-Scott)

ἑστία: ἡ, Ἰων. ἱστίη (ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. καί Ἡροδ., οὕτω καί τό ἄριστον Ἀντίγραφον τῶν Ἔργ. κ. Ἡμ. τοῦ Ἡσιόδου 732 ἀντί ἑστίη). Ἡ ἑστία τῆς οἰκίας, τό μέρος ἔνθα ἀνήπτετο τό πῦρ ἐν τῷ ἐσωτερικῷ τῆς οἰκίας, ὅθεν ἐλέγετο μεσόμφαλος, κοινῶς «γωνιά», Τουρκ. «ὀτζάκι», Αἰσχύλ. Ἀγ. 1056 (ἀλλ· ἴδε κατωτ. 4) ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ, καθήμενος ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ πλησίον τῆς ἑστίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 299· ἦτο δέ αὕτη τὸ ἱερόν ἕδος τῶν οἰκογενειακῶν θεοτήτων, Εὐρ. Μήδ. 396, κτλ.· καί ἄσυλον τοῖς ἱκέταις (ἴδε ἐφέστιοι), καθῆσθαι παρ’ ἑστίᾳ Πινδ. Ἀποσπ. 49· ἐπί τήν ἑστίαν καθίζεσθαι Θουκ. 1. 136· ἡ δορύξενος ἑστ. Σοφ. Ο.Κ. 633: ἐντεῦθεν ὅρκος ἐπ’ αὐτῇ ἦτο ἰδιαζόντως ἱερός, καί ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τήν λέξιν μόνον ἐπί σοβαρῶν διαβεβαιώσεων, ἴστω νῦν Ζεύς πρῶτα θεῶν... ἱστίη τ’ Ὀδυσῆος Ὁδ. Ξ. 159, Ρ. 156, Τ.304· οὕτως ἐν Ἡροδότ. 4. 68, Σοφ. Ἠλ. 881. 2) αὐτόςοἶκος, ἡ κατοικία, ὁ οἰκογενειακός κύκλος, ἡ οἰκογένεια, Πινδ. Ο. 1. 17, Π. 11. 21, καί συχν. παρά Τραγ., ὡς παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Χο. 264 κλ.· διξάς ἱστίας οἴκεε Ἡρόδ. 5. 40. μεταφορ., ἐπί τῆς ὑστάτης κατοικίας, ἤτοι τοῦ τάφου, Σοφ. Ο.Κ. 1728. 3) οἰκογένεια, οἱ πολλοί, πλήν ὀγδώκοντα ἱστιέων κτλ. Ἡροδ. 1. 176· ἱστίη οὐδεμία νομιζομένη εἶναι Γλαύκου 6. 86. 4) παρά Τραγ. ὡσαύτως, θυσιαστήριον, βωμός, ὡς τό ἐσχάρα, Αἰσχύλ. Θήβ. 275, Εὐμ. 282· βούθυτος ἑστ. Σοφ. Ο.Κ. 1495· γᾶς μεσόμφαλος ἑστ., ἐπί τοῦ ἐν Δελφοῖς ἱεροῦ, Εὐριπ. Ἴων 462· ὅπερ παρά Τραγ. καλεῖται ἑστία Πυθόμαντις, Δελφική, Πυθική: - ἡ κοινή ἑστία, ὁ δημόσιος βωμός χρησιμεύων ὡς ἄσυλον εἰς τους πρόσφυγας, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 20 (πρβλ. Αἰσχύλ. Ἰκ. 372, βωμόν, ἑστίαν χθονός), ἥν ὁ Ἀππ. ἐν Καρχ. 84 καλεῖ πολιτικήν ἑστίαν· ἴδε κατωτ. ΙΙ· ἀλλά κοινή ἑστ. ἐκαλεῖτο καί ἡ δημόσια τράπεζα ἐδέξαντο τούς πρεσβευτάς ἐπί τήν κοινήν ἑστ. Πολύβ. 29. 5, 6, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1193. 33, Πολυδ. Θ΄, 40· καλέσαι τινάς ἐπί ξένια εἰς πρυτανεῖον εἰς τήν κοινήν ἑστ. Ἐπιγραφ. παρά τῷ Keil. Iv. b. 16: - μυηθείς ἀφ’ ἑστίας, φράσις ἐν χρήσει ἐπί σεμνοπρεποῦς τινος μυήσεως ἐν Ἐλευσῖνι. Συλλ. Ἐπιγρ. 393 (ἔνθα ἴδε Böckh), 406, 443, κ. ἀλλ.· τόν ἀφ’ ἑστίας μύστην αὐτόθι 406 c (προσθῆκαι). 5) μεταφ., ἐπί πόλεων αἵτινες ἐθεωροῦντο, οὕτως εἰπεῖν, ἡ ἑστία τοῦ κράτους, Σελεύκειαν δέ περιορᾶν... ἀρχηγέτιν οὖσαν, καί σχεδόν ὡς εἰπεῖν ἑστίαν ὑπάρχουσαν τῆς αὐτῶν δυναστείας Πολύβ. 5. 58, 4, Διόδ. 4. 19., 15. 90· ἐπί τῆς Δήλου, ἱστίη ὦ νήσων Καλλ. εἰς Δῆλ. 325· οὕτως ο Πλούταρχ. λέγει, ἑστ. ἤθους 2. 52Β, 97Β. ΙΙ. ὡς ὄνομα κύρ. Ἑστία, Ἰων. Ἱστίη, ἀλλ’ ἐν Ἡσ. Θ. 454 Ἑστίη, Βοιωτ. Ἱστιαία Ἐπιγρα… Keil σ. 197: - ἡ παρά Ρωμ. Vesta, παρθένος θεά, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 22 κἐξ.· θυγάτηρ τοῦ Κρόνου καί τῆς Ρέας κατά τόν Ἡσίοδ. ἔνθ’ ἀνωτ:. ἀλλά ταυτιζομένη τῇ Ρέᾳ κατά τόν Ὀρφ. Ὕμν. 26. 9· προστάτις τοῦ οἴκου καί τῆς οἰκογενείας, προσέτι καί τῆς πολιτείας, δι’ ὅ καί ἐν ταῖς εὐωχίαις καί σπονδαῖς ἔθος ἦν τάς ἀπαρχάς τῇ Ἑστίᾳ ποιεῖσθαι, καί αὐτήν ἐπικαλεῖσθαι πρώτην. Ὁμ. Ὕμν. 23 καί 29, Ὀρφ. Ὕμν. 83, Διόδ. 5. 68 · Ἑστία πρυτανεία, ἡ βουλαία Ἑστ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2347k, 2349b. 13· λατρευομένη ὡς κοινή Ἑστία ὑπό τῶν Γετῶν, Διόδ. 1. 94, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 127: - παροιμ. ἀφ’ Ἑστίας ἄρχεσθαι ἐκ τῶν κρειτόνων ἤ ἐκ τῶν οἰκείων, Ἀριστοφ. Σφ. 846, Πλάτ. Εὐθύφρων 3Α, Στράβων 9, ἔνθα Casaub.· ἡ Ἑστία γελᾷ, ἐπί τοῦ ἐν τῇ ἑστίᾳ θορυβοῦντος πυρός, Ἀριστοτ. Μετεωρ. 2. 9, 5. 2) ὑπῆρχεν ἄγαλμα τῆς Ἑστίας ἐν τῷ ἐν Ἀθήναις βουλευτηρίῳ, ὅπερ ἐχρησίμευεν ὡς ἄσυλον, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 52· Ἑστία βουλαία ἐν Αἰσχίν. 34. 7, πρβλ. Ἀππ. Μιθρ. 23· ἕτεροι γράφουσιν ἑστία, βωμός τις, ἴδε ἀνωτ. 1. 4. - Ἴδε ἐν λέξει ἄστυ ῑ ἐν Ὀδ. ἐπί τοῦ προσηγορικοῦ, ῐ ἐν Ὁμ. ὕμν. ἐπί τοῦ κυρίου ὀνόματος· παρ’ Ἡσ. ἀκριβῶς τό ἐναντίον· -ῐ ἀείποτε παρ’ Ἀττ..

English (Slater)

ἑστία (-ίᾳ, -ίαν, -ία.)
   a home, hearth ἐς ἀφνεὰν ἱκομένους μάκαιραν Ἱέρωνος ἑστίαν (O. 1.11) τεά κεν ἐνδομάχας ἅτ' ἀλέκτωρ συγγόνῳ παῤ ἑστίᾳ ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν (O. 12.14) εὐδίαν ὃς τεὰν καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν (P. 5.11) ἀγῶνί τε Κίρρας ἐν τῷ Θρασυδᾷος ἔμνασεν ἑστίαν τρίτον ἔπι στέφανον πατρῴαν βαλών (P. 11.13) τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν (I. 4.17) ]νος τἶ ἑστίαν[ Παρθ. 2. 107.
   b Hestia, goddess of the hearth. παῖ Ῥέας, ἅ τε πρυτανεῖα λέλογχας, Ἑστία, Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας (N. 11.1)

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἑστία, Α ιων. τ. ἱστίη)
1. το μέρος του σπιτιού στο οποίο οι ένοικοι άναβαν τον χειμώνα φωτιά που χρησιμοποιούσαν και για μαγείρεμα (κν. γωνιά, τζάκι κ.λπ.)
2. το σπίτι ή ο τόπος διαμονής κάποιου προσώπου («εγκατέλειψε την πατρική εστία»)
3. το μέρος στο οποίο δημιουργείται κάτι που διαδίδεται και σε άλλα μέρη, η κοιτίδα, η πηγή, το κέντρο (α. «εστία του πολιτισμού» β. «εστία του κακού»)
νεοελλ.
1. στρατ. (για παλιά πυροβόλα) η σκάφη του εμπυρέα (κν. βιδόνι)
2. (πυροβ.) το σημείο στο οποίο παράγεται ο σπινθήραςεστία πυροβόλου όπλου»)
3. (για υπονομεύσεις) ο χώρος που τοποθετούνται οι εκρηκτικές ύλες
4. τεχνολ. το μέρος μιας συσκευής βιομηχανικής ή οικιακής θέρμανσης όπου γίνεται η καύση
5. φυσ. το σημείο που συγκεντρώνονται οι ακτίνες φωτεινής δέσμης αφού διέλθουν από φακό ή αφού γίνει αντανάκλαση σε κοίλα και κυρτά κάτοπτρα
6. (οπτ.) το κάθε ένα από τα δύο σημεία του οπτικού άξονα που συγκλίνουν οι παράλληλες ακτίνες οι οποίες εκπορεύονται από τον οφθαλμό ή εισέρχονται σε αυτόν
7. μαθ. ονομασία ορισμένων σημείων της ελλείψεως, της υπερβολής, της παραβολής κ.λπ. που έχουν θέση ανάλογη με τη θέση του κέντρου για τον κύκλο
μσν.
1. φωτιά
2. μτφ. οργή, πάθος
αρχ.
1. η οικογένεια, ο οικογενειακός κύκλος
2. βωμός θεών της οικογένειας και γενικά βωμός, θυσιαστήριο
3. η ιερή έδρα τών οικογενειακών θεοτήτων την οποία χρησιμοποιούσαν ως άσυλο οι ικέτες
4. η τελευταία κατοικία, ο τάφος
5. (για πόλεις που θεωρούνται η εστία του κράτους) η μητρόπολη, η πρωτεύουσα πόλη
6. το κεντρικό πυρ του σύμπαντος στους Πυθαγορείους
7. μτφ. η καρδιά ως εστία του σώματος, ως βασικό όργανο
8. (μτφ. για τη γη) «καὶ γαῖα μῆτερ, ἑστίαν δὲ σ' οἱ σοφοὶ βροτῶν καλοῦσιν ἡμένην ἐν αἰθέρι», Ευρ.
9. τίτλος ιέρειας, ιέρεια
10. ως κύρ. όν. ἡ Ἑστία
όνομα της θεάς της εστίας
11. φρ. α) «ἵστω νῦν Ζεὺς πρῶτα θεῶν... ἱστίη τ' Ὀδυσῆος ἀμύμονος»
(για όρκο) μάρτυράς μου ας είναι πρώτα πρώτα ο Ζευς από τους θεούς... και η εστία του Οδυσσέα του ασύγκριτου, Ομ. Οδ.
β) «μυηθεὶς ἀφ' ἑστίας» — για τάξη μυηθέντων στα Ελευσίνια
γ) «ἡ Ἑστία γελᾷ» — η φωτιά στην εστία κάνει θόρυβο, Αριστοτ. δ) «κοινὴ ἑστία»
(i) δημόσιος βωμός που χρησιμεύει ως άσυλο στους πρόσφυγες
(ii) δημόσια τράπεζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εστία είναι πιθ. παράγωγο ενός θ. εστο- ή εστα-, σχηματισμένη κατά τα ουσιαστικά σε -ία (πρβλ. οικία, κλισία κ.ά.). Στον παράλληλο διαλεκτ. τ. ιστίᾱ, -in το αρχικό -ι- προήλθε πιθ. με αφομοίωση, ενώ η υποτεθείσα αναλογική επίδραση του ίστημι στον τ. είναι αμφίβολη. Για την ετυμολ. της λέξης καίρια είναι η ύπαρξη ή η απουσία ενός αρχικού F στον τ., το οποίο μαρτυρείται μόνο στη γλώσσα του Ησύχ. γιστία
εσχάρη και στο αρκαδ. ανθρωπωνύμιο Fιστίας, ενώ λείπει στις διαλεκτικές επιγραφές, όπου θα αναμενόταν. Η σίγηση του F- οφείλεται ίσως σε αναλογική επίδραση του τ. εσχάρα (ή του τ. ίστημι για το ιστίᾱ). Η υποστηριχθείσα, εξάλλου, σύνδεση με λατ. Vesta δεν είναι βέβαιη.
ΠΑΡ. αρχ. εστιώ
νεοελλ.
εστιάζω, εστιακός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αφέστιος, ενέστιος, επίστιος, ευέστιος, εφέστιος, ομέστιος, ομοέστιος, πανέστιος, παρέστιος, συνέστιος, συνομέστιος, φιλοσυνέστιος].

Greek Monotonic

ἑστία: Ιων. ἱστίη, ἡ,
I. 1. εστία, παραγώνι σπιτιού, πυροστιά, τζάκι, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.· βωμός των οικιακών, οικογενειακών θεών και άσυλο για τους ικέτες (ἐφέστιοι), ἐπὶ τὴν ἑστίαν καθίζεσθαι, σε Θουκ.
2. το ίδιο το σπίτι, κατάλυμα, κατοικία, οικογένεια (όπως λέμε το «σπίτι» με την έννοια της οικογενειακής θαλπωρής), σε Ηρόδ., Τραγ.· μεταφ., λέγεται για την τελευταία κατοικία, τον τάφο, σε Σοφ.
3. φαμίλια, οικογένεια, σε Ηρόδ.
4. βωμός, θυσιαστήριο, σε Τραγ.· γᾶς μεσόμφαλος ἑστ., λέγεται για το Δελφικό ιερό, σε Ευρ.
II. ως κύριο όνομα Ἑστία, Ιων. Ἱστίη, Ρωμ. Vesta, θυγατέρα, κόρη του Κρόνου και της Ρέας, προστάτιδα του οίκου και της οικογενείας, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: hearth, fireplace, altar, metaph.. house, family etc. (Od.), also with beginning of a personification as goddess of the hearth (h. Hom., Hes. Th. 454 etc.); later identified with Lat. Vesta (Str.).
Other forms: (Att., also Pi., Delph. a. o.), Ion. ἱστίη, Aeol. Boeot. Locr. Dor. Arc. ἱστία
Compounds: As 1. member e. g. in ἑστι-οῦχος containing the hearth = domestic, protecting the hearth (trag. etc.); as 2. member in ἐφ-έστιος, Ion. ἐπ-ίστιος on the hearth, belonging to ... (Β 125), ἀν-έστιος without hearth (Ι 63), συν-, ὁμ-έστιος etc.; on Att. -έστιος in Homer Wackernagel Unt. 9ff., Chantraine Gramm. hom. 1, 15; diff. Solmsen Wortforsch. 214.
Derivatives: Ίστιήϊα n. pl. monetary means of a `I.-temple (Miletos Va); ἑστιῶτις belonging to hearth (house) (S. Tr. 954 [lyr.]; cf. Fraenkel Nom. ag. 2, 208 n. 2); Ἐστ-ιασταί m. pl. name of the der H.-adorers (Rhod.; cf. Ἀπολλων-ιασταί a. o.); ἕστιος belonging to the hearth (Hld., after ὁμέστιος a. o.). As translation of Lat. Vesta, Vestālēs Ἐστιαῖον Vesta-temple (D. C.), Ἐστιάδες pl. Vestales (D. H., Plu.). Normal denomin. ἑστιάω, ἱστιάω (augm. εἱσ- in εἱστίων [Lys.] etc.), also with prefix, e. g. συν-, receive at the hearth, feed, receive as guest (Ion.-Att. Dor.) with several derivv.: ἑστί-ασις, -αμα, -ασμός entertain, ἑστιάτωρ (ἱστ-) host, with ἑστιατόριον (ἱστια-, ἱστιη-), also ἑστιατήριον (after the nouns in -ήριον) dining-room (cf. Benveniste Noms d'agent 34 and 48); ἑστιατορία (ἱστ-) feast. - Also ἑστιόομαι (E. Ion 1464 [lyr.] δῶμα) get a hearth, be settled.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: As collective- or abstractformation in -ία (cf. esp. οἰκ-ία, κλισ-ία) ἑστία, from where secondarily ἱστία, -ίη through sound-reduction or assimilation (Schwyzer 256 and 531, Lejeune Traité de phon. 208; diff. Buck IF 25, 259 [after ἵστημι] and Solmsen l. c. [unaccented ἱ-]), presupposes a noun ἑστο-, v. t.. - For the etymology the question of the anlaut is decisive. Against the evidence for anlaut. Ϝ-, Ϝιστιαυ (PN, Mantineia IVa), γιστία ἐσχάρη (cod. -τη) H., which are doubted, there are dialect forms, where expected F fails; s. Solmsen Unt. 213ff. Therefore the old, still defended equation with Lat. Vesta is uncertain. Another explanation has not been found: to ἐσχάρα (Solmsen l.c.), Lat. sīdus (Ehrlich KZ 41, 289ff.), ἕζομαι (Bq; with ἱστία after ἵζω?), Slav. jestěja hearth (Machek Lingua posnan. 5, 59ff.). - See Bq and W.-Hofmann s. Vesta; also Schwyzer 58 and 227 w. n. 1, Scheller Oxytonierung 60, Fraenkel Gnomon 22, 237, Benveniste BSL 44, 53. On Ἐστία in gen. Nilsson Gr. Rel. 1, 337f., v. Wilamowitz Glaube 1, 156ff. - As the wau is improbable, the old etymology is prob. incorrect; also ε > ι is unusual, unexpected, whereas ε/ι in Pre-Greek is frequent; so there are two serious problems. The conclusion must be that the word is of Pre-Greek origin. Cf. Furnée, 358 A 2.

Middle Liddell


I. the hearth of a house, fireside, Hom., Aesch., etc.; the shrine of the household gods, and a sanctuary for suppliants (ἐφέστιοἰ, ἐπὶ τὴν ἑστίαν καθίζεσθαι Thuc.
2. the house itself, a dwelling, home (as we say fireside), Hdt., Trag.: metaph. of the last home, the grave, Soph.
3. a household, family, Hdt.
4. an altar, shrine, Trag.; γᾶς μεσόμφαλος ἑστ., of the Delphic shrine, Eur.
II. as nom. pr.

Frisk Etymology German

ἑστία: {hestía}
Forms: (att., auch Pi., delph. u. a.), ion. ἱστίη, äok. böot. lokr. dor. ark. ἱστία
Grammar: f.
Meaning: Herd, Feuerstätte, Altar, übertr. Haus, Familie (seit Od.), auch mit Ansätzen einer Personifikation als Göttin des Herdes aufgefaßt (h. Hom., Hes. Th. 454 usw.); später der lat. Vesta gleichgesetzt (Str. u. a.).
Composita: Als Vorderglied z. B. in ἑστιοῦχος den Herd enthaltend = heimatlich, den Herd beschützend (Trag. usw.); als Hinterglied in ἐφέστιος, ion. ἐπίστιος ‘an (auf) dem Herde befindlich, zum Herd gehörig’ (seit Β 125), ἀνέστιος ohne Herd (Ι 63 usw.), συν-, ὁμέστιος usw.; über att. -έστιος im Homertext Wackernagel Unt. 9ff., Chantraine Gramm. hom. 1, 15; anders Solmsen Wortforsch. 214.
Derivative: Ableitungen. ‘Ιστιήϊα n. pl. ‘Geldmittel eines ‘I.-tempels' (Miletos Va); ἑστιῶτις ‘zum Herd (Haus) gehörig’ (S. Tr. 954 [lyr.]; vgl. Fraenkel Nom. ag. 2, 208 A. 2); Ἑστιασταί m. pl. N. der H.-verehrer (Rhod.; vgl. Ἀπολλωνιασταί u. a.); ἕστιος zum Herd gehörig (Hld., nach ὁμέστιος u. a.). Als Übersetzung von lat. Vesta, Vestālēs Ἑστιαῖον Vestatempel (D. C.), Ἑστιάδες pl. Vestales (D. H., Plu.). Gewöhnliches Denominativum ἑστιάω, ἱστιάω (augm. εἱσ- in εἱστίων [Lys.] usw.), auch mit Präfix, z. B. συν-, am Herde aufnehmen, speisen, bewirten (ion. att. dor.) mit zahlreichen Ableitungen: ἑστίασις, -αμα, -ασμός Bewirtung, ἑστιάτωρ (ἱστ-) Gastgeber usw., mit ἑστιατόριον (ἱστια-, ἱστιη-), auch ἑστιατήριον (nach den Nomina auf -ήριον) Speisesaal (vgl. Benveniste Noms d’agent 34 und 48); ἑστιατορία (ἱστ-) Fest u. a. — Daneben ἑστιόομαι (E. Ion 1464 [lyr.] δῶμα) mit einem Herd versehen werden, befestigt werden.
Etymology: Als Kollektiv- oder Abstraktbildung auf -ία (vgl. besondere οἰκία, κλισία) setzt ἑστία, woraus sekundär ἱστία, -ίη durch Lautschwächung oder Assimilation (Schwyzer 256 und 531, Lejeune Traité de phon. 208 u. a.; anders Buck IF 25, 259 [nach ἵστημι und Solmsen a. a. O. [Unbetontheit des ἱ-]), ein Nomen ἑστο-, -α o. ä. voraus. — Für die Etymologie entscheidend ist die noch nicht gelöste Frage des Anlauts. Den in Zweifel gezogenen Zeugnissen für anlaut. ϝ-, ϝιστιαυ (PN, Mantineia IVa), γιστία· ἐσχάρη (cod. -τη) H., stehen Fälle entgegen, wo ϝ wider Erwarten fehlt; s. Solmsen Unt. 213ff. Dadurch wird auch die alte, von vielen Forschern immer noch verteidigte Zusammenstellung mit lat. Vesta gefährdet. Eine bessere Erklärung ist indessen trotz mehrfachen Versuchen nicht gefunden: zu ἐσχάρα (Solmsen a. a. O.), lat. sīdus (Ehrlich KZ 41, 289ff.), ἕζομαι (Bq; dazu ιστία nach ἵζω?), slav. jestěja Herd (Machek Lingua posnan. 5, 59ff.). — Ältere Lit. bei Bq und W.-Hofmann s. Vesta; s. noch Schwyzer 58 und 227 m. A. 1, Scheller Oxytonierung 60, Fraenkel Gnomon 22, 237, Benveniste BSL 44, 53. Über Ἑστία im allg. Nilsson Gr. Rel. 1, 337f., v. Wilamowitz Glaube 1, 156ff.
Page 1,576-577

English (Woodhouse)

fireplace

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=τζάκι, βωμός, κατοικία). Ἀπό τό ἕζομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

dwelling

Arabic: مَنْزِل‎, سَكَن‎; Moroccan Arabic: سكنة‎; Azerbaijani: mənzil, ev; Basque: bizileku, bizitoki; Belarusian: жыллё; Bengali: মকান, মঞ্জিল; Bulgarian: жилище; Catalan: habitatge, vivenda; Central Sierra Miwok: ˀu·ču-; Chinese Mandarin: 住宅, 住所; Czech: obydlí; Danish: bolig, bopæl; Dutch: woning, woonst; Esperanto: loĝejo; Finnish: asunto, asumus; French: domicile, habitation; Galician: eido, vivenda, moranza, moradía, soxorno, lar; German: Wohnsitz, Wohnung, Behausung, Wohnstätte; Gothic: 𐌱𐌰𐌿𐌰𐌹𐌽𐍃; Ancient Greek: ἀναστροφή, δίαιτα, δῶ, δῶμα, ἕδος, ἕδρα, ἕδρανον, ἐμβιωτήριον, ἐνδιαιτητήριον, ἐνοίκιον, ἑστία, ἤθη, θεράπνη, κατοικία, οἴκημα, οἴκησις, οἰκητήριον, οἰκία, οἶκος, σκήνωμα, σταθμός, στέγα, στέγη; Hebrew: דירה‎, דיור‎, מגורים‎, שכן‎; Hungarian: lakás, lakóhely, otthon, lak; Ido: lojeyo; Italian: abitazione, residenza, dimora; Japanese: 居留, 住居, 住宅; Korean: 주거, 주택, 거류; Latin: domicilium; Low German: Wahnung, Wahnen, Wahnsitt; Macedonian: живеалиште; Manchu: ᠪᠣᠣ; Maori: tuohunga; Middle English: dwellynge, herberwe; Norman: d'meuthe; Old Norse: bo, bú; Old Turkic: 𐰋‎; Orok: дуку; Pashto: کور‎, خونه‎; Plautdietsch: Wonunk; Polish: mieszkanie; Portuguese: domicílio, moradia; Romanian: locuință, domiciliu; Russian: жилище, жильё; Scottish Gaelic: còmhnaidh; Slovak: obydlie; Slovene: bivališče, domovanje; Spanish: domicilio, morada, residencia, casa; Swedish: bostad, boning; Thai: ชุมรุม, ทำเนียบ, เวสน์; Turkish: ev, konut; Ugaritic: 𐎎𐎌𐎋𐎐𐎚; Ukrainian: житло, помешкання; Vietnamese: chổ ở; Walloon: dimorance, lodjisse