ἐπιλαμβάνω
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
A take or get besides, ἐπὶ τοῖς πεντήκοντα ταλάντοις ἑκατόν Arist.Pol.1259a28: c. gen. partit., ἐ. τοῦ χρόνου take a little more time, M.Ant.1.17; τῆς ἀρχῆς Paus.9.14.5. 2. simply, take, receive, PEleph.10.1 (iii B.C.), OGI179.18 (Egypt, i B.C.), etc. II. lay hold of, seize, attack, as a disease, Hdt.8.115, Hp.Aph.6.51, Th.2.51; of an enemy, Luc.Nav.36:—Pass., ἐπείληπται νόσῳ S.Ant.732; τὴν αἴσθησιν ἐπιληφθείς becoming unconscious, Plu.Flam.6; ἐπελήφθη had an epileptic fit, Gal.11.859. b. of events, overtake, surprise, μὴ . . χειμὼν τὴν φυλακὴν ἐπιλάβοι Th.4.27; νυκτὸς ἐπιλαβούσης τὸ ἔργον ib. 96; ταχὺ ἐπιλαβὸν γῆρας Pl.Epin.974a: impers., ἐπιλαμβάνει, c. acc. et inf., it befalls one that . ., Paus.6.22.4, 7.21.1. 2. attain to, come within reach of, reach, X.An.6.5.6; ἔτη ὀκτὼ ἐ. πολέμου live over eight years, Th.4.133; ἡμέρας ἑπτακαίδεκα τῆς ἑβδόμης ὑπατείας Plu.Mar. 46: c. gen. partit., ἐ. τετάρτου μηνός arrive at, of the foetus, Arist.HA 583b22 (but ἐ. τοῦ ἑνδεκάτου μηνός, of the mother, ib.584a37); ὥστε καὶ τοῦ χειμῶνος ἐ. Thphr.HP1.9.6. 3. seize, stop, esp. by pressure, τὴν ῥῖνα Ar.Pl.703; ἐ. τὸ κλύσμα τῆς ὀπίσω ὁδοῦ Hdt.2.87; ἐ. τὸ ὕδωρ stop the water-clock in court, Lys.23.4, Is.3.76; τὸν αὐλίσκον Arist.Ath.67.3, cf. Pr.866b13, Plb.10.44.12; τὸ στόμα τοῖς ἐπικαλύμμασιν Arist.HA527b21. 4. occupy space, μηδὲν τῶν τῆς πόλεως . . οἰκοδομήμασι ἐ. Pl.Lg.779c (Med.); πλείω τόπον Arist. Cael.305b19; πλατύτερον τόπον Plu.Cat.Ma.5: metaph., πολὺν χῶρον ἐ. get over much ground, traverse it rapidly, Theoc.13.65. 5. c. gen., undertake, τῆς κινήσεως, τῆς νήξεως, Ael.NA5.18, 13.19. 6. c. dat., assist, App.BC4.96 (nisi leg. <συν>επιλ.). 7. intr., succeed, follow, Arist.Pr.860a7. 8. of food or drink, take extra, οἰνάριον Plu.Cat.Ma.1; take after other food, Dsc.2.112. III. Med. (with pf. ἐπείλημμαι Pl.Cra.396d, D.3.27), hold oneself on by, lay hold of, c. gen., τῶν νεῶν Hdt.6.113, Th.4.14, etc.; τῶν ἀφλάστων νεός Hdt. 6.114; τῶν ἐπισπαστήρων ib.91; τῆς ἴτυος X.An.4.7.12; τῶν ἁμαξῶν Plu.Oth.3; ὅτου ἐπιλάβοιτο τὰ δρέπανα whomsoever the scythes caught, X.Cyr.7.1.31; ἐπιλαμβάνεταί μου τῆς χειρὸς τῇ δεξιᾷ Pl. Prt.335c; ἐπιλαβόμενός [τινος] τῇ χειρί D. 21.60; τῶν τριχῶν by the hair, Aeschin.3.150; μὴ 'πιλαμβάνου hold me not! E.Ph. 896. 2. attack. τινός X.HG4.2.22; esp. with words, Pl.Phdr. 236b; of things, τῆς θερμασίας πόρων -ομένης Epieur.Ep.2p.52U.; of diseases, Luc.Nigr.29. 3. make a seizure of, arrest, τῶν παίδων D.33.9; seize goods in default of payment, Id.21.133. b. lay hands on in assertion of a claim, Pl.Lg.954c, POxy.1707.15 (iii A.D.), etc. 4. lay hold of, get, obtain, προστάτεω a chief, Hdt.1.127; προφάσιος ἔς τινα Id.3.36, cf. 6.49; δυνάμιος Id.9.09; καιροῦ Ar.Lys. 596; ἐξουσίας, γαλήνης, Pl.R.360d, Plt.273a, cf. PTeb.48.20 (ii B.C.), etc.; ἐ. λογισμῷ, Lat. ratione assequi, Pl.Phd.79a. 5. of place, reach, δασέος Arist.HA629b15; τῶν ὀρῶν Plu.Ant.41: metaph., of a state or condition, ἐρημίας ἐπειλημμένοι having found an empty field, i.e. an absence of all competitors, D.3.27, cf. Arist.Pol.1305b16. 6. attempt, πράξεων μεγάλων Plu.Mar.7. b. c. inf., undertake, γεωργεῖν IG7.2446 (Thebes). 7. touch on, τινός Pl.R.449d. 8. take up, interrupt in speaking, Id.Grg.506b, Smp.214e; object to, τοῦ ψηφίσματος X.HG2.1.32; ἐ. ὅτι . . object that... Pl.R.490c. 9. rarely c. acc., seize, τὰς Ἀθήνας (leg. λήψονται) Lycurg.84.
German (Pape)
[Seite 955] (s. λαμβάνω), dazu nehmen, noch dazu bekommen; τὸν θεὸν ἐπηρώτων, εἰ τὰς Ἀθήνας ἐπιλήψονται Lycurg. 84, d. i. ob sie Athen noch zu ihrem Lande hinzufügen, es erobern würden; ἐπὶ τοῖς πεντήκοντα ταλάντοις ἐπέλαβεν ὀκτώ Arist. pol. 1, 11; ἔθος Ῥωμαίοις τοὺς θετοὺς τὰ τῶν θεμένων ὀνόματα ἐπιλαμβάνειν, dazu annehmen, App. B. C. 3, 14; οἰνάριον, etwas Wein zu sich nehmen, Plut. Cat. mai. 1. – Bei Paus. 9, 14, 5, τεθνάναι δ' ἐτέτακτο ἐπιλαβόντα ἄνδρα τῆς ἀρχῆς, wenn Einer von seinem Amte noch dazu nahm, d. i. es über die gesetzmäßige Zeit hinaus verwaltete. – Dah. πολὺν χῶρον, vielen Raum zusammenfassen, ihn schnell durchlaufen, Theocr. 13, 65; übertr., την χρηστότητα τῆς δικαιοσύνης πλατύτερον τόπον ὁρῶμεν ἐπιλαμβάνουσαν, eine weitere Ausdehnung haben, Plut. Cat. mai. 5. – Vgl. ἔθαπτον ὁπόσους ἐπελάμβανε τὸ κέρας, soweit die Flanke des Heeres reichte u. die Todten umfaßte, Xen. An. 6, 3, 5. – Uebh. Etwas einnehmen, von der Zeit, überfallen, überraschen, ταχὺ ἐπιλαβὸν γῆρας Plat. Epin. 974 a; μὴ σφῶν χειμὼν τὴν φυλακὴν ἐπιλάβοι Thuc. 4, 27; νυκτὸς ἐπιλαβούσης τὸ ἔργον, die Nacht unterbrach die Arbeit, 4, 96; Sp., wie D. Hal. 2, 54, εἰ μὴ νὺξ ἐπιλαμβάνοι τὴν ἔριν 7, 16; intr., unmittelbar darauf folgen, Theophr. u. a. Sp., νυκτὸς ἐπιλαβούσης, bei Einbruch der Nacht, D. Sic.; ἐπιλαβόντος τοῦ πολέμου Paus. 1, 40, 3. Von Krankheiten, befallen, Hippocr.; ἐπιλαβὼν λοιμός τε τὸν στρατὸν καὶ δυσεντερίη διέφθειρε Her. 8, 115; δὶς γὰρ τὸν αὐτὸν οὐκ ἐπελάμβανε, die Pest ergriff denselben Menschen nicht zweimal, Thuc. 2, 51; Arist. H. A. 8, 21; pass., τοιᾷδ' ἐπείληπται νόσῳ Soph. Ant. 728; absol. ἐπιλαμβάνεσθαι, von einer Kran Kheit ergriffen, gelähmt werden, Arist. H. A. 3, 3; ἐπιληφθεὶς τὴν αἴσθησιν, der Sinne beraubt, Plut. Flam. 6; – feindlich angreifen, οἱ πολέμιοι ἐπιλαμβάνουσιν Luc. Navig. 36; – err eich en, erleben, ἔτη δὲ Χρυσὶς τοῦ πολέμου ἐπέλαβεν ὀκτώ Thuc. 4, 133; φυλλοβολεῖ τὸ μὲν θᾶττον, τὸ δὲ βραδύτερον ὥστε καὶ τοῦ χειμῶνος ἐπιλαβεῖν, daß es noch bis in den Winter hineinreicht, Theophr., öfter; vgl. Plut. Mar. 46; – zurückhalten, hemmen, τὴν ῥῖνα, die Nase zuhalten, Ar. Plut. 703, wie τοὺς μυκτῆρας Galen.; vgl. ἐπιλαβόντες τὸ κλύσμα τῆς όπίσω ὁδοῦ, an dem Ausweg hindern, Her. 2, 87, wie τοὺς αὐλίσκους Pol. 10, 44, 12; so ἐπίλαβε τὸ ὕδωρ, vor Gericht, halte die Wasseruhr an, Is. 2, 34 Lys. 23, 4 u. A., denn in der Zeit, wo Zeugenaussagen u. andere Aktenstücke vorgelesen wurden, mußte die Wasseruhr angehalten werden, damit dem Redner diese Zeit nicht angerechnet wurde, vgl. Meier u. Schömann Att. Proc. S. 717. – Med. sich an Etwas festhalten, ergreifen, τῶν ἀφλάστων νηός Her. 6, 114; Thuc. 4, 14; αὐτοῦ τῆς ἴτυος Xen. An. 4, 7, 12; καί μου ἀνισταμένου ἐπιλαμβάνεται Καλλίας τῆς χειρὸς τῇ δεξιᾷ Plat. Prot. 335 c; ἐπειδάν σου ἐπιλαβόμενος ἄγῃ Gorg. 527 a, wie 519 a; τῆς ἐρημίας ἐπειλημμένοι Dem. 3, 27; ἐπειλημμένος τῆς χλανίδος Luc. Nav. 5; bes. Etwas als sein Eigenthum (durch Handanlegen) in Anspruch nehmen, ὅπως μηδεὶς ἰδιώτης μηδὲν τῶν τῆς πόλεως μήτ' οἰκοδομήμασι μήτ' ὀρύγμασιν ἐπιλήψεται Plat. Legg. VI, 779 c, sich aneignen; vgl. XII, 954 d; Lys. 3, 17, wie ἐπελάβετο τῶν παίδων ἐξαγομένων Dem. 33, 13; ἀπάξειν ἐς τὸ δεσμωτήριον ἐπιλαβόμενος τῶν τριχῶν Aesch. 3, 150; seltener mit dem acc., wie N. T. – Von Krankheiten, ἱππομανία τινός Luc. Nigr. 29; – feindlich angreifen, ἐπελάβοντο Κορινθίων ἀναχωρούντων Xen. Hell. 4, 2, 22, öfter; τῶν ὀρῶν Plut. Anton. 41; – προφάσιος, einen Vorwand ergreifen, Her. 3, 36; – λογισμῷ, begreifen, Plat. Phaed. 79 a. – Beim Disputiren, einwenden, widerlegen, ἀκούων ἐπιλαμβάνου, ἐάν τί σοι δοκῶ μὴ καλῶς λέγειν Plat. Gorg. 506 b; ἐάν τι μὴ ἀληθὲς λέγω, μεταξὺ ἐπιλαβοῦ Conv. 214 e; τοῦ ψηφίσματος Xen. Hell. 2, 1, 32 u. sonst geradezu = tadeln, schelten, Isocr. u. Folgde; αὑτοῦ, sich Vorwürfe machen, Plut. – An Etwas gehen, es unternehmen, τῇ εὐχῇ Luc. Nav. 17; gew. gen., πράξεων μεγάλων Plut. Mar. 7; bes. auch im Gespräch berühren, behandeln, ἄλλης ἐπιλαμβάνει πολι τείας, πρὶν ταῦτα ἱκανῶς διελέσθαι Plat. Rep. V, 449 d; λόγων Soph. 217 b; οὗ καὶ νῦν δὴ ἐπελαβόμεθα ἐν τῇ ἀποκρίσει Lys. 293 e. – Etwas erreichen, erlangen, meist durch Zufall, γαλήνης Plat. Polit. 273 a; ἐξουσίας Rep. II, 360 d; δόξης Epin. 978 b; ἐρημίας, ἀτελείας, Dem. 13, 17. 20, 24. – Daher auch wie oben das act., εἰ ἐπιλάβοιτο ὁ χειμών, wenn der Winter kommt, Alciphr. 1, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι: ἀόρ. -έλᾰβον. Λαμβάνω, λαμβάνω ἐπί τινι, λαμβάνω κέρδος ἐπί τινι, ἐπὶ τοῖς πεντήκοντα ταλάντοις ἔλαβεν ἑκατόν, ἔλαβε κέρδος ἑκατόν. Ἀριστ. Πολ. 1. 11, 11: - μετὰ γεν. διαιρετ., ἀλλ’ ἔτι καὶ ἐπιλαβεῖν τοῦ χρόνου, ἀλλ’ ὅτι ἔλαβεν ἀκόμη καὶ μέρος τοῦ χρόνου, δηλ. παρεξέτεινεν αὐτόν, Μ. Ἀντων. 1. 17· ὁ μὲν δὴ χρόνος βοιωταρχοῦντι Ἐπαμεινώνδᾳ διήνυστο, τεθνάναι δὲ ἐτέτακτο ἐπιλαβόντα ἄνδρα τῆς ἀρχῆς Παυσ. 9. 14, 5. ΙΙ. καταλαμβάνω, προσβάλλω, ἐπὶ νόσου, ἐπιλαβὼν δὲ λοιμός τε τὸν στρατὸν καὶ δυσεντερίη Ἡρόδ. 8. 115, Ἱππ. Ἀφ. 1258, Θουκ. 2. 51· ἐπὶ ἐχθροῦ, ἤδη γάρ που καὶ οἱ πολέμιοι ἐπιλαμβάνουσι Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχαὶ 36. - Παθ. ἐπείληπται νόσῳ Σοφ. Ἀντ. 732· οὕτω δὲ καὶ ἀπολ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, ἐν τέλει· τὴν αἴσθησιν ἐπιληφθείς, παθὼν ἀποπληξίαν, Λατ. sensibus captus, Πλουτ. Φλαμ. 6. πρβλ. ἐπίληπτος, -ληψία, -ληψις. β) ἐπὶ γεγονότων, αἰφνιδίως καταλαμβάνω τινά, μή... χειμὼν τὴν φυλακὴν ἐπιλάβοι Θουκ. 4. 27· νυκτὸς ἐπιλαβούσης τὸ ἔργον αὐτόθι 96· ταχὺ ἐπιλαβὸν γῆρας Πλάτ. Ἐπινομ. 974A: - ἀπροσ., ἐπιλαμβάνει, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., συμβαίνει ὅστε τις νά... Πισαίους μὲν δή... ἐπέλαβεν ἀναστάτους ὑπὸ Ἠλείων γενέσθαι Παυσ. 6. 22, 4., 7. 21, 1. 2) φθάνω, ἐκτείνομαι, ἔθαπτον πάντας (τοὺς νεκροὺς) ὁπόσους ἐπελάμβανε τὸ κέρας, εἰς ὅσους ἐξετείνετο τὸ κέρας, Ξεν. Ἀν. 6. 5, 6· ἔτη δὲ Χρυσὶς τοῦ πολέμου τοῦδε ἐπέλαβεν ὀκτὼ καὶ ἔνατον ἐκ μέσου, ὅτε ἐπεφεύγει, δηλ. ὀκτὼ καὶ ἥμισυ ἔτη παρῆλθον τούτου τοῦ πολέμου μέχρι τῆς εἰς Φλιοῦντα φυγῆς τῆς Χρυσίδος, Θουκ. 4. 133· μετὰ γεν. διαιρετ., ἐπ. τετάρτου μηνός, φθάνω μέχρι τοῦ τετάρτου μηνός, οὐχὶ πέραν αὐτοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 3, 9· ἔνιαι δὲ (γυναῖκες) ἐπιλαμβάνουσι καὶ τοῦ ἑνδεκάτου μηνός, φθάνουσι μέχρι τοῦ ἑνδεκάτου μηνός, δηλ. γεννῶσι τὸν ἑνδέκατον μῆνα, αὐτόθι 4. 10· οὕτω, φυλλοβολεῖ δὲ πάντα τοῦ μετοπώρου καὶ μετὰ τὸ μετόπωρον, πλὴν τὸ μὲν θᾶττον τὸ δὲ βραδύτερον ὥστε καὶ τοῦ χειμῶνος ἐπιλαμβάνειν Θεοφρ. Ι. Φ. 1. 9, 6, πρβλ. Πλουτ. Μάρ. 46. 3) πιάνω, κρατῶ, βουλλώνω, κάμνω τι νὰ σταματήσῃ, σταματῶ, ἰδίως διὰ τῆς πιέσεως, τὴν ῥῖν’ ἐπιλαβοῦσα Ἀριστοφ. Πλ. 703· ἐπιλαμβάνω τινὰ τῆς ὀπίσω ὁδοῦ, ἐμποδίζω αὐτὸν νὰ ἐπανέλθῃ, Ἡρόδ. 2. 87· καὶ μοι ἐπίλαβε τὸ ὕδωρ, κάμε νὰ σταματήσῃ τὸ ὕδωρ τῆς κλεψύδρας (ὅπερ ἐγίνετο ὅτε ὁ ῥήτωρ διέκοπτε τὸν λόγον του ἵνα ἐξετασθῶσι μάρτυρες ἢ ν’ ἀναγνωσθῶσιν ἔγγραφα, ἴδε ἐν λ. κλεψύδρα), Λυσ. 23. 1, 5, Ἰσαῖος κλ., πρβλ. Att Process. σελ. 713 κἑξ.· τοὺς πόρους τοῦ στόματος ἐπ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 3, 5, κτλ. 4) καταλαμβάνω χῶρον, μηδὲν τῶν τῆς πόλεως... οἰκοδομήμασιν ἐπ. Πλάτ. Νόμ. 799C· πλείω τόπον Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 7, 3: - μεταφ., πολὺν δ’ ἐπελάμβανε χῶρον, «ἐπῆλθε δὲ πολύν τινα χῶρον» (Σχόλ.), Θεόκρ. 13. 65, πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλ. corripere campum. 5) μετὰ γεν., ἐπιχειρῶ, ἐξακολουθῶ, ἐπιλαμβάνω τῆς κινήσεως Αἰλ. π. Ζ. 5. 18· τῆς ἐς τὸ ἄνω νήξεως ἐπιλαμβάνουσι αὐτόθι 13. 19. 6) μετὰ δοτ., βοηθῶ, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 96. 7) ἀμεταβ., ἐπακολουθῶ, Ἀριστ. προβλ. 1. 8, 3. ΙΙΙ. Μέσ., μετὰ παθ. πρκμ. (Πλάτ. Κρατ. 396D) κρατοῦμαι ἔκ τινος, «πιάνομαι ἀπό τι», ἐπιλαμβάνομαί τινος, μετὰ γεν., τῶν νεῶν Ἡρόδ. 6. 113, Θουκ. 4. 14, κτλ.· τῶν ἀφλάστων νηὸς Ἡρόδ. 6. 114· τῶν ἐπισπαστήρων αὐτόθι 91· ὅτου ἐπιλάβοιτο τὰ δρέπανα Ξεν. Κύρ. 7. 1, 31· καί μου ἀνισταμένου ἐπιλαμβάνεται ὁ Καλλίας τῆς χειρὸς τῇ δεξιᾷ Πλάτ. Πρωτ. 335C. ἐπιλαβόμενος τινος τῇ χειρὶ Δημ. 534. 1· τινος τῶν τριχῶν Αἰσχίν. 75. 3· μὴ ᾽πιλαμβάνου Εὐρ. Φοίν. 896. 2) προσβάλλω, ἐπιτίθεμαι, τινος Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 22, Ἀριστ. Πολ. 5. 6, 4· ἰδίως διὰ λόγων, Πλάτ. Φαῖδρ. 236B. ἐπὶ νόσων, Λουκ. Νιγρ. 29. 3) καταλαμβάνω, συλλαμβάνω, πιάνω, τῶν παίδων Δημ. 895. 10· καταλαμβάνω τὰ ὑπάρχοντά τινος ἀπέναντι ὀφειλῆς, ὁ αὐτ. 558. 18· ἐγείρω ἀξιώσεις ἐπί τινος κτήματος, Πλάτ. Νόμοι 954C. 4) πιάνω, λαμβάνω, προστάτεω ἐπιλαβόμενοι, κτησάμενοι ἡγεμόνα, Ἡρόδ. 1. 127· δράττομαι, προφάσιος 3. 36., 6. 49· δυνάμιος 9. 99· καιροῦ Ἀριστοφ. Λυσ. 696· ἐξουσίας, γαλήνης Πλάτ. Πολ. 360D, Πολιτ. 273A· τῶν ἁμαξῶν Πλουτ. Ὄθ. 3· ἐπ. λογισμῷ Λατ. ratione assequi, Πλάτ. Φαίδων 79A. 5) ἐπὶ τόπου, φθάνω, ἐὰν ὁ λέων ἐπιλάβηται δασέος φεύγει, ἐὰν κατορθώσῃ νὰ εἰσέλθῃ εἰς δάσος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 3· τῶν ὁρῶν Πλουτ. Ἀντών. 41· τὸ ἐν Λουκ. Χάρ. ἢ Ἐπισκ. μίαν ἑκάτερος ἄκραν ἐπιλαμβόμενοι ἐν τῷ δοκίμῳ λόγῳ θὰ ἦτο μιᾶς ἄκρας (διάφ. γραφ. ἀπολαβόμενος AC, καὶ ἀπολαβόμενοι L)· - ἐπὶ καταστάσεως, μετὰ μεταφ. ἐννοίας, ἐρημίας ἐπειλημμένοι Δημ. 36. 2. 6) ἐπιχειρῶ, ἐπιλαμβάνομαι, πράξεων μεγάλων Πλουτ. Μάρ. 7. 7) ἐγγίζω τι, Λατ. strictim attingere, τινος Πλάτ. Πολ. 449D. 8) διακόπτω τινὰ ὁμιλοῦντα, λαμβάνω τὸν λόγον (πρβλ. ὑπολαμβάνω), ὁ αὐτ. Γοργ. 506B, Συμπ. 814E· ἀντιλέγω, ἐναντιοῦμαι, τοῦ ψηφίσματος Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 32· καὶ σοῦ ἐπιλαβομένου ὅτι..., Πλάτ. Πολ. 490C. 9) σπαν. μετ’ αἰτ., καταλαμβάνω, τὰς Ἀθήνας Λυκοῦργ. 158. 23. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 462, § 176.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπιλήψομαι, ao.2 ἐπέλαβον;
I. saisir :
1 saisir pour comprimer, intercepter : τὴν ῥῖνα boucher le nez ; τὸ ὕδωρ LYS arrêter l’eau (de la clepsydre), l’empêcher de couler ; τῆς ὁδοῦ HDT détourner de la route;
2 mettre la main à, entreprendre, se mettre à, gén.;
3 avec idée d’hostilité attaquer ; Pass. νόσῳ ἐπείληπται SOPH elle est atteinte de cette maladie ; αἴσθησιν ἐπιληφθείς PLUT ayant perdu l’usage d’un sens litt. ayant un sens attaqué;
4 surprendre : μὴ χειμὼν τὴν φυλακὴν ἐπιλάβοι THC de peur que l’hiver ne surprît la garnison;
5 interrompre : νυκτὸς ἐπιλαβούσης τὸ ἔργον THC la nuit ayant interrompu l’entreprise;
II. prendre en outre :
1 prendre de nouveau : τι οἰνάριον PLUT un peu de vin;
2 prendre en sus, ajouter ; avec un gén. : ἐπ. τοῦ χρόνου M.ANT dépasser le temps;
3 prendre de plus en plus : πλατύτερον τόπον PLUT occuper une plus grande place ; avec idée de temps prolonger : τοῦ πολέμου THC faire traîner la guerre en longueur;
Moy. ἐπιλαμβάνομαι mettre la main sur :
1 se saisir de, s'emparer de : τινος de qch ; fig. προφάσιος HDT saisir un prétexte ; avec idée de violence ou d’hostilité τινος τῶν τριχῶν ESCHN saisir qqn par les cheveux ; fig. attaquer en paroles, s'attaquer à, gén.;
2 en b. part acquérir, obtenir, jouir de : ἐρημίας DÉM jouir de la tranquillité;
3 mettre la main sur, se mettre à, entreprendre;
4 interrompre un interlocuteur.
Étymologie: ἐπί, λαμβάνω.
Spanish
English (Thayer)
2nd aorist middle ἐπελαβόμην; to take in addition (cf. ἐπί, D. 4), to take, lay hold of, take possession of, overtake, attain to. In the Bible only in the middle; the Sept. for אָחַז and הֶחֱזִיק;
a. properly, to lay hold of or to seize upon anything with the hands (German sich an etwas anhalten): τῶν ἀφλαστων νηός, Herodotus 6,114; hence, universally, to take hold of, lag hold of: with the genitive of person, Tr WH accusative); (R G); L T Tr WH, but in opposition see Meyer; for where the participle ἐπιλαβόμενος is in this sense joined with an accusative, the accusative, by the σχῆμα ἀπό κοίνου, depends also upon the accompanying finite verb (cf. Buttmann, § 132,9; (so Winer's Grammar, (edited by Lünem.) 202 (190))): τῆς χειρός τίνος, Winer's Grammar, 571 (531); Buttmann, 316 (271)); with the genitive of a person and of a thing: ἐπιλαμβάνειν τίνος λόγου, ῤήματος, to take anyone in his speech, i. e. to lay hold of something said by him which can be turned against him, Tr λόγον), 26 (WH Tr marginal reading τοῦ for αὐτοῦ); ἐπιλαμβάνειν τῆς αἰωνίου (others, ὄντως) ζωῆς, to seize upon, lay hold of, i. e. to struggle to obtain eternal life, Winer's Grammar, 312 (293)).
b. by a metaphor drawn from laying hold of another to rescue him from peril, to help, to succor (cf. German sich eines annehmen): τίνος, Aeschylus Pers. 739. In Appian. bel. civ. 4,96 the active is thus used with the dative: ἡμῖν τό δαιμόνιον ἐπιλαμβανει.
Greek Monotonic
ἐπιλαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, αόρ. βʹ -έλᾰβον, παρακ. -είληφα, Παθ. -είλημμαι· I. 1. α) καταλαμβάνω, κυριεύω, προσβάλλω, λέγεται για ασθένεια, σε Ηρόδ., Θουκ. — Παθ., τὴν αἴσθησιν ἐπιληφθείς, Λατ. sensibus captus, σε Πλούτ. β) λέγεται για γεγονότα, καταλαμβάνω ξαφνικά, αιφνιδιάζω, σταματώ, εμποδίζω, σε Θουκ.
2. εκτείνομαι, φθάνω, σε Ξεν.· ἔτη ὀκτὼ ἐπ., ξεπερνώ τα οχτώ χρόνια, σε Θουκ.
3. πιάνω, κρατώ, σταματώ, ιδίως μέσω πίεσης, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ἐπ. τινὰ τῆς ὀπίσω ὁδοῦ, τον εμποδίζω απ' το να επιστρέψει, σε Ηρόδ.
4. μεταφ., πολὺν χῶρον ἐπ., καταλαμβάνω πολύ χώρο, τον διαβαίνω γρήγορα, ορμητικά, όπως το corripere campum του Βιργ., σε Θεόκρ.
II. 1. Μέσ. με Παθ. παρακ., κρατιέμαι πάνω σε, πιάνομαι από, πιάνω, με γεν., σε Ηρόδ., Θουκ.
2. επιτίθεμαι, τινος, σε Ξεν.
3. κατάσχω, συλλαμβάνω, τινος, σε Δημ.
4. καταλαμβάνω, παίρνω, αποκτώ, προστάτεω ηγεμόνα, προφάσιος πρόσχημα, πρόφαση, σε Ηρόδ.
5. λέγεται για τόπο, φθάνω, προσεγγίζω, τῶν ὀρῶν, σε Πλούτ.
6. επιχειρώ κάτι, με γεν., στον ίδ.
7. παίρνω τον λόγο, διακόπτω κάποιον που μιλά (πρβλ. ὑπολαμβάνω), σε Πλάτ.· εναντιώνομαι, φέρνω αντίρρηση σε, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιλαμβάνω: (fut. ἐπιλήψομαι, aor. 2 ἐπέλαβον)
1) (сверх чего-л.) брать, получать: ἐπὶ τοῖς πεντήκοντα ταλάντοις ἑκατὸν ἐπιλαβεῖν Arst. сверх пятидесяти талантов получить (еще) сто;
2) (после чего-л.) брать, пробовать (μικρὸν οἰνάριον Plut.);
3) med. хватать(ся), схватывать(ся), ухватывать(ся) (τῶν ἀφλάστων νηός Her.; τὼν νεῶν Thuc.; τῆς ἴτυός τινος Xen.; τῆς χειρός τινος τῇ δεξιᾶ Plat.; τῶν τριχῶν Aeschin.; ἀλλήλων ταῖς χερσί Plut.): ἐπιλαβόμενος τῶν ἐπισπαστήρων Her. ухватившись за дверные кольца; προφάσιός τινος Her. и προφάσεώς τινος ἐ. Plut. ухватиться за какой-л. предлог; ἐπιλαβέσθαι τινὸς λόγου NT поймать кого-л. на слове;
4) тж. med. захватывать, занимать (τόπον τινά Arst., Plut.; med. τῶν ὀρῶν Plut.): ἐπιλαβέσθαι τι τῶν τῆς πόλεως Plat. присвоить себе что-л. из государственного имущества; ἐπιλαβέσθαι δασέος Arst. войти в густые заросли;
5) (быстро), проходить (πολὺν χῶρον Theocr.);
6) зажимать, затыкать, закрывать (τὴν ῥῖνα Arph.; τοῖς ἐπικαλύμμασιν, sc. τοὺς πόρους Arst.; τὸν αὐλίσκον Polyb.): ἐπιλαμβάνεσθαι τῶν ὀφθαλμῶν Arst. закрывать себе глаза;
7) тж. med. удерживать, задерживать: ἐ. τὸ ὕδωρ Lys., Isae.; остановить воду (в водяных часах на время, свидетельских показаний или чтения документов, что не входило в регламент судебного оратора): νυκτὸς ἐπιλαβούσης τὸ ἔργον Thuc. когда ночь приостановила битву (ср. 8); ἐ. τι τῆς ὀπίσω ὁδοῦ Her. преграждать чему-л. движение назад; μὴ ἐπιλαμβάνου Eur. не удерживай (меня); ὀργῆς ἐπιλαβέσθαι Plut. подавить (свой) гнев; τῆς τύχης ἄνω φερομένης ἐπιλαβέσθαι Plut. помешать росту своего собственного благополучия;
8) (во времени), надвигаться, наступать, (ταχὺ ἐπιλαβὸν γῆρας Plat.; νυκτὸς ἐπιλαβούσης Diod.; ὅταν ἐπιλαμβάνῃ τὸ θέρος Arst.);
9) тж. med. совершать нападение или набег, нападать (οἱ πολέμιοι ἐπιλαμβάνουσιν Luc.): ἐπελάβοντο Κορινθίων ἀναχωρούντων Xen. (лакедемоняне) атаковали возвращавшихся коринфян; οὐκ ἔχων ὅπῃ ἐπιλάβοιτο Xen. не имея, к чему придраться;
10) редко med. охватывать, настигать, овладевать, поражать (ἐπιλαβὼν λοιμὸς τὸν στρατόν Her.): δὶς τὸν αὐτὸν οὐκ ἐπελάμβανεν Thuc. (эта болезнь) не поражала дважды одного и того же (человека); οὐχ ἥδε γὰρ τοιᾷδ᾽ ἐπείληπται νόσῳ; Soph. да разве она не страдает подобным же недугом?; τὴν αἴσθησιν ἐπιληφθείς Plut. лишившийся чувств; ἡ ἱππομανία πολλῶν ἐπείληπται Luc. многих охватила страсть к конному спорту;
11) захватывать врасплох, застигать: ἐδεδοίκεσαν μὴ σφῶν χειμὼν τὴν φυλακὴν ἐπιλάβοι Thuc. (в Афинах) боялись, как бы зима не застигла их гарнизон;
12) med. (в речи) перебивать, прерывать: ἐπιλαμβάνου ἐμοῦ, ἐάν τί σοι δοκῶ μὴ καλῶς λέγειν Plat. перебивай меня, если тебе покажется, что я говорю что-л. неправильно;
13) med. захватывать, арестовывать (τινος Dem.);
14) med., юр. требовать, оспаривать, заявлять претензию (κτήματος Plat.);
15) med. возражать, протестовать (τοῦ ψηφίσματος Xen.; τῶν εἰρημένων Plut.);
16) med. достигать, обретать, получать (γαλήνης Plat.; ζωῆς αἰωνίου NT): νεοχμόν τι ποιέειν δυνάμιος ἐ. Her. получить возможность совершить какой-л. переворот; ἐ. τινος τῷ τῆς διανοίας λογισμῷ Plat. постигать что-л. силой размышления; τῆς ἐρημίας ἐπειλημμένοι Dem. достигшие одиночества, т. е. освободившиеся от соперников;
17) med. достигать, доживать: ἔτη τοῦ πολέμου ἐπέλαβεν ὀκτὼ καὶ ἔνατον ἐκ μέσου, ὅτε ἐπεφεύγει Thuc. (Хрисид) бежал в середине девятого года войны; ἀποθνῄσκει ἡμέρας ἑπτακαίδεκα τῆς ἑβδόμης ὑπατείας ἐπιλαβών Plut. (Марий) умер на семнадцатый день (своего) седьмого консульства;
18) med. брать на себя, предпринимать, приниматься (за что-л.) (πράξεων μεγάλων καὶ λαμπρῶν ἀγώνων Plut.): ἄλλης πολιτείας ἐ. Plat. заняться рассмотрением другого государственного строя.
Middle Liddell
fut. -λήψομαι aor2 -έλᾰβον perf. -είληφα pass. -είλημμαι
I. to lay hold of, seize, attack, as a disease, Hdt., Thuc.:—Pass., τὴν αἴσθησιν ἐπιληφθείς Lat. sensibus captus, Plut.
b. of events, to overtake, surprise, interrupt, Thuc.
2. to attain to, reach, Xen.; ἔτη ὀκτὼ ἐπ. to live over eight years, Thuc.
3. to seize, stop, esp. by pressure, Ar., etc.; ἐπ. τινὰ τῆς ὀπίσω ὁδοῦ to stop him from getting back, Hdt.
4. metaph., πολὺν χῶρον ἐπ. to get over much ground, traverse it rapidly, as in Virgil corripere campum, Theocr.
II. Mid., with perf. pass., to hold oneself on by, lay hold of, catch, c. gen., Hdt., Thuc.
2. to attack, τινος Xen.
3. to make a seizure of, τινος Dem.
4. to lay hold of, get, obtain, προστάτεω a chief, προφάσιος a pretext, Hdt.
5. of place, to gain, reach, τῶν ὀρῶν Plut.
6. to attempt a thing, c. gen., Plut.
7. to take up, interrupt in speaking (cf. ὑπολαμβάνὠ, Plat.: to object to, Xen.