ὑπακούω
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
English (LSJ)
A fut. ὑπακούσομαι LXX Ge.41.40 (v. sub fin.); later -ακούσω Mim.Oxy.413.222:
I hearken, give ear, θεοὶ δ' ὑπὸ πάντες ἄκουον Il.8.4; ὁ δ' ἄρ' ἐμμαπέως ὑπάκουσε Od.14.485, cf. h.Ven.180: c. gen., ὄττις.. πλάσιον ἆδυ φωνείσας ὐπακούει Sapph.2.4; ὑμῶν Ar.V.318 (lyr.); τῆς κρίσεως Aeschin.3.56 (s.v.l.).
2 answer (by voice or act) when called, ἢ ἐξελθέμεναι ἢ ἔνδοθεν αἶψ' ὑπακοῦσαι Od.4.283, cf. 10.83, E.Alc.400 (lyr.), Ar.V. 273 (lyr.), Theoc.13.59: in Prose, ὁ κῆρυξ ἐκήρυττε τίς τὴν ἱκετηρίαν καταθείη, καὶ οὐδεὶς ὑπήκουεν And.1.112; τῷ παιδίῳ Ar.Lys.878, cf. Nu.360 (anap.), X.Ages.3.4, Aeschin.1.49, D.19.266.
b in a dialogue, answer when questioned, σοι Pl.Sph.217d; τοῖς λόγοις Id.Lg.898c.
3 listen to, heed, regard, c. gen. rei, Id.Tht.162d, X.Cyr.8.1.20; ὑ. νόμων Pl.Lg.708d; ὑ. διαίτῃ submit to a regimen, Id.R.459c; λόγῳ Arist.Pol.1333a18; ὑ. τῷ ξυμφόρῳ τινός comply with his interest, Th.5.98; δείπνῳ ὑ. accept an invitation to dinner, Ath. 6.247d: abs., give way, submit, comply, Hdt.3.148, 4.119, Pl.Prt. 325a, PCair.Zen.367.15 (iii B.C.): with a neut. Pron., μάλα γε τοῦτο ὑπήκουσεν in this matter he obeyed, X.Cyr.2.2.3; οὐδὲν τούτων ὑπήκουον Th.1.29, cf. 139, 140, etc.; ὑ. τινός τι or τινί τι, obey one in a thing, ib.26, Pl.Lg.774b.
II Special senses:
1 of porters, answer a knock at the door, ὑ. τινί Id.Cri.43a: abs., Id.Phd.59e, Act.Ap.12.13; τὴν θύραν Thphr. Char.4.9, 28.3; ὁ ὑπακούσας the porter, X.Smp.1.11, cf. D.47.35.
2 of a judge, listen to a complainant, τινι X.Cyr.8.1.18; also of the parties in legal proceedings, appear before the court, Is.4.28, D.19.257,290; ὑ. εἰς τὸ δικαστήριον Hyp.Eux.2, cf. PSI10.1100.10 (ii A.D.), Sammelb.7369.10 (ii/iii A.D.).
3 of dependants, subjects, etc., obey, submit to, Δαρείου οὐδαμὰ ὑ. Hdt. 3.101; Ἀθηναίων Th.4.56, cf. 6.82; τοῖς πέλας Id.2.61.
b Astrol., to aspect from South to North, of the southernmost of two zodiacal signs equidistant from an equinoctial point, opp. προστάσσειν, Ptol. Tetr.35; = ἀκούω v, Paul.Al.E.2.
4 answer one's expectations, succeed, ὑπήκουέ μοι τὸ πρᾶγμα Luc.Icar.10; τῆς μεταλλείας ἀσθενῶς ὑπακουούσης Str.9.1.23.
5 ὑ. αὐγαῖς ἁλίου to be subject to the sun's rays, Pi.O.3.24; ταῖς ὥραις Thphr. CP 1.15.1; τοῦ ψύχους ib. 5.4.2; ὑπακούουσι τῶν τῆς ἀρχῆς παθημάτων οἱ κατὰ τοὺς ὀφθαλμοὺς μύες feel the effects of... Gal.18(2).68.
6 of ailments, yield, give way to a remedy, τινι Hp.Epid.3.8, Gal.6.354: abs., Hp.Prorrh. 2.39, Sor.1.122, Gal.6.439: metaph., τὸ μυθῶδες ὑ. λόγῳ Plu.Thes. 1; τοῖς ἰσχυρῶς φερομένοις ὑ. ὁ ἀήρ Archyt.1; πληγαῖς ὑ., of metal, Plu.2.802b; ὑποχόνδριον ὑπακοῦον yielding to pressure, Hp.Epid.4.45; μὴ εὐθέως ὑπακούοντος εἰς ἐξολκὴν τοῦ ἐμβρύου Sor.2.62, cf. 86.
7 concede a point in dispute, Arist.Top.161b15.
8 correspond, πᾶσα παραγωγὴ ἐπιρρηματικὴ.. μιᾷ ὑπακούει πτώσει κατὰ τὴν διάλυσιν every adverbial derivative corresponds to a case, e.g. οἴκοθι to ἐν οἴκῳ, A.D.Adv.206.21; conform to a theory, Id.Synt.236.14.
III κοινὸν ὑ. understand under the term κοινόν... Pl.Phlb. 31c, cf. Plu.2.23c:—Pass., κοινῶς ὑ. to be understood in a general sense, Phld.Po. 5.35.
2 in Gramm., understand a word omitted, A.D.Synt.22.21 (Pass.): τὸ ὑπακουόμενον what one has in mind, the subject, Id.Pron. 68.15, al.
3 understand, c. acc. et inf., Phld.Mus.p.72 K., Po. 5.9.
IV fut. ὑπακούσεται in Th.6.69, if correct, must be Pass., if their service shall be lighter; but Sch. gives ὑπακούσονται, whence ξυγκαταστρεψάμενοι (for -οις) is conjectured.
German (Pape)
[Seite 1181] (s. ἀκούω), darauf hören, hinhören, ὁ δ' ἐμμαπέως ὑπάκουεν Od. 14, 485; h. Ven. 181; Gehör geben, antworten, Od. 10, 83, vgl. 4, 283; Theocr. 13, 59; einzeln auch in Prosa, Xen. Cyr. 8, 1, 18; – gew. gehorchen, Folge leisten, folgen; Her. 3, 148. 4, 119. 201; τινόξ, 3, 101; Thuc. 4, 56; Xen. Cyr. 8, 1, 20 An. 4, 1, 9; aufmerken auf Etwas, Plat. Theaet. 162 d; in der Bdtg des eigentlichen Gehorchens häufiger c. dat., Ar. Lys. 878; Thuc. oft, vgl. 6, 82; Xen. An. 7, 3, 7. – Bes. von den Thürstehern, welche anpochen hören und die Thür öffnen, Plat. Phaed. 59 e ὁ θυρωρός, ὅςπερ εἰώθει ὑπακούειν, vgl. Crit. 43 a; u. absol., ἡ ἄνθρωπος ἡ ὑπακούσασα, Dem. 47, 35; Xen. Conv. 1, 11; von Soldaten, die aufgerufen antworten, u. übh. von Solchen, die einem Rufe, einer Aufforderung Folge leisten, dah. δείπνῳ ὑπακούειν, der Aufforderung zu einem Schmause Folge leisten, d. i. zum Schmause kommen, Ath. VI, 247 d; ὑπακούειν αὐγαῖς ἁλίου Pind. Ol. 3, 24, den Sonnenstrahlen ausgesetzt sein, von ihnen beherrscht werden; τοῖς λόγοις, die Worte verstehen und darauf antworten, Plat. Legg. X, 898 c; selten c. acc. der Sache, τοῦτό γε ὑπήκουσε, Xen. Cyr. 2, 2, 3; – darunter verstehen, Plat. Phil. 31 c; – τὰ πράγματα ὑπακούει μοι, die Sachen fügen sich mir, gehen nach meinen Wünschen von Statten, Hdn. 2, 7, 6. – Bei Thuc. 6, 69 erklären Einige das fut. ὑπακούσομαι für ein pass.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπακούσομαι;
I. écouter en baissant la tête, prêter l'oreille;
II. 1 répondre à une invitation, obéir à une sommation de comparaître devant un tribunal, se présenter en justice;
2 écouter, obéir : τινος, τινι à qqn, être soumis à qqn ; fig. ὑπ. τῷ ξυμφόρῳ τινός THC se conformer à l'intérêt de qqn ; p. anal. céder à une impression : τὰ ἀγγεῖον ὑπ. πληγαῖς PLUT le vase résonne sous les coups;
3 condescendre à, se prêter à, se montrer favorable à : τοῦτο XÉN condescendre à cela ; οὐδέν THC ne consentir à rien ; τί τινος se montrer favorable à qqn pour qch ; s'adapter à, s'arranger favorablement : τὸ πρᾶγμα ὑπ. τινί LUC l'affaire marche convenablement;
III. comprendre à demi-mot, càd entendre (ceci et cela).
Étymologie: ὑπό, ἀκούω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπᾰκούω:
1 прислушиваться, вслушиваться, внимать, Hom.: ὑπάκουσον! Eur., (дор. v.l. ὑπάκοισον) Theocr. послушай!, выслушай!; ἐγὼν προσηύδων … ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἐμμαπέως ὑπάκουσεν Hom. я заговорил …, а он тотчас же стал слушать; ὑ. τινός Arph., Aeschin. и ὑ. τινί Arph., Thuc., Plat., Arst. слушать кого(что)-л., внимать кому(чему)-л.;
2 откликаться, отвечать: ὁ φύλαξ ἠθέλησε ὑπακοῦσαί τινι Plat. привратник согласился отворить (досл. ответить) кому-л.; ὁ ὑπακούσας Xen., Dem. привратник; ὑπακοῦσαι καλούμενος Dem. явиться на зов (по вызову);
3 слушаться, подчиняться (ὑ. τῶν νόμων Plat. и τοῖς νόμοις Aeschin.): ὑ. τινός τι и τινί τι Thuc., Plat. повиноваться кому-л. в чем-л.; τῷ ξυμφόρῳ τινος ὑ. Thuc. подчиняться чьей-л. выгоде, т. е. сообразовываться с чьими-л. интересами; τυπάδι καὶ πληγαῖς ὑπακούουσα ὕλη Plut. материал, послушный ударам молота;
4 поддаваться, уступать: ὑπακούσαντες τωὐτὸ ἂν ὑμῖν ἐπρήσσομεν Her. согласившись (с вами), мы исполнили бы вашу просьбу; τὸ πρᾶγμα ὑπήκουέ μοι Luc. это мне удалось; ὑ. αὐγαῖς ἀελίου Pind. подвергаться действию солнечных лучей;
5 воспринимать, понимать, усваивать (κάλλιοτα ὑπήκουσας τοῖς λόγοις Plat.);
6 подразумевать Plat.: τοῦ Σοφοκλέους λέγοντος «τυφλὸς Ἄρης» τὸν πόλεμόν ἐστιν ὑπακοῦσαι Plut. под словами Софокла «слепой Арей» нужно разуметь войну.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπᾰκούω: μέλλ. -ακούσομαι (ἴδε ἐν τέλ.)· Ι. ἀπολ., προσέχω, δίδω προσοχήν, ἀκούω μετὰ προσοχῆς, θεοὶ δ’ ὑπὸ πάντες ἄκουον Ἰλ. Θ. 4· ὁ δ’ ἄρ’ ἐμμαπέως ὑπάκουσεν Ὀδ. Ξ. 485· πρβλ. Ὕμν. Ἀφρ. 181, Εὐρ. Ἄλκ. 400, Ἀριστοφ. Σφ. 273. 2) ἀποκρίνομαι καλούμενος, δίδω ἀπάντησιν, ἢ ἐξελθέμεναι ἢ ἔνδοθεν αἶψ’ ὑπακοῦσαι Ὀδ. Δ. 283, πρβλ. Κ. 83, Θεόκρ. 13. 59 οὕτω παρὰ τοῖς πεζολόγοις, κᾆθ’ ὁ κῆρυξ ἐκήρυττε τίς τὴν ἱκετηρίαν καταθείη, καὶ οὐδεὶς ὑπήκουεν Ἀνδοκ. περὶ Μυστηρ. 112 ἐρωτώμενοι τἀναντία... πολλάκις ὑπ. Ἀριστ. Τοπικ 8., 1, 6· ἴδε κατωτ. 11. 2. 3) μετά τινος πτώσεως, προσέχω, δίδω προσοχήν, τινος Ἀριστοφ. Σφ. 319· τῆς εὐχῆς, τῆς κρίσεως ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 263, Αἰσχίνης 61. 33· ὡσαύτως, ὑπ. τινὶ Ἀριστοφ. Λυσ. 878, Θουκ. 5. 98, κτλ.· ὑπ. τοῖς λόγοις Πλάτ. Νόμ. 898C· τῷ λόγῳ Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 14, 9. ΙΙ. Ἰδιαίτεραι σημασίαι: 1) ἐπὶ θυρωροῦ, ἀποκρίνομαι εἰς τὸ κτύπημα καὶ ἀνοίγω τὴν θύραν, θαυμάζω, ὅπως ἠθέλησέ σοι ὁ τοῦ δεσμωτηρίου φύλαξ ὑπακοῦσαι Πλάτ. Κρίτων 43Α· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 59Ε, Θεοφρ Χαρακτ. 4, Πράξ. Ἀποστ. ιβ΄, 13· ὁ ὑπακούσας, ὁ θυρωρός, Ξεν. Συμπ. 1, 11, Δημ 1149. 27. 2) ἐπὶ δικαστοῦ, δίδω ἀκρόασιν εἰς παράπονα, τινὶ Ξεν. Κύρ. 8. 1. 18· - ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῶν κατηγορουμένων ἢ τῶν συνηγόρων αὐτῶν, ὑπακούω εἰς κλῆσιν δικαστικήν, ἐμφανίζομαι εἰς τὸ δικαστήριον, Ἰσαῖος 49. 25, Δημ. 423. 17., 434. 15· ὑπ. εἰς τὸ δικαστήριον Ὑπερείδ. ὑπέρ Εὐξενίππ. 19. 3) ἐπὶ ὑπηκόων, κτλ., ὑπακούω, ὑποτάσσομαι εἴς τινα, τινὸς Ἡρόδ. 3. 101., 4. 56., 6. 82, Ξεν., κλπ· τινὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 360, Θουκ. 2. 61, κλπ.· ὡσαύτως, ὑποχωρῶ εἴς τινα, συναινῶ, συγκατανεύω, τινὶ Πλάτ. Πολ. 459C, Δημ. 426. 15· ― μετὰ γεν. πράγματ., δίδω προσοχὴν εἴς τινα, Πλάτ. Θεαίτ. 162C, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 20· ὑπ. νόμων ἢ νόμοις Πλάτ. Νόμ. 708D, Αἰσχίν. 7. 33· ὑπ. τῷ ξυμφόρῳ τινός, συναινῶ, συμφωνῶ πρὸς τὸ συμφέρον τινός, Θουκ. 5. 98· δείπνῳ ὑπ., δέχομαι πρόσκλησιν εἰς δεῖπνον, Ἀθήν. 247D· ― ἀπολ., ὡς καὶ νῦν, ὑποχωρῶ, ὑποτάσσομαι, ὑπακούω, Ἡρόδ. 3. 148., 4. 119· ― μετ’ οὐδ. ἐπιθ., τοῦτό γε ὑπήκουσεν, εἰς τοῦτο ὑπήκουσεν, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 3· οὐδὲν τούτων ὑπήκουον Θουκ. 1. 29, πρβλ. 139, 140, Ξεν., κλπ.· ὑπ. τινός τι ἢ τινί τι, ὑποτάσσομαι εἴς τινα ὡς πρός τι πρᾶγμα, Θουκ. 1. 26, Πλάτ. Νόμ. 774B. 4) ἀνταποκρίνομαι πρὸς τὰς προσδοκίας τινός, ἐπιτυγχάνω, ὑπήκουέ μοι τὸ πρᾶγμα Λουκ. Ἰκαρομέν. 10· τῆς μεταλλείας ἀσθενῶς ὑπακουούσης Στράβ. 399. 5) μεταφορ., ὑπόκειμαι, τούτων ἔδοξεν γυμνὸς αὐτῷ κᾶπος ὀξείαις ὑπακουέμεν αὐγαῖς ἀελίου, τούτων, δηλ. τῶν δένδρων, γυμνὸς ἐφάνη εἰς αὐτὸν ὁ κῆπος, δηλ. ὁ χῶρος ὁ ὑποκείμενος ἀεὶ εἰς τὰς φλογερὰς ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου, Πινδ. Ο. 3. 44· ταῖς ὥραις Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 15, 1· τοῦ ψύχους αὐτόθι 5. 4, 2. 6) ἐπὶ νόσων, ὑποχωρῶ εἰς τὴν ἰαματικὴν ἐνέργειαν φαρμάκου, τινὶ Ἱππ. 1086B· ἀπολ., ὁ αὐτ. 112A· οὕτω, μεταφορ., τὸ μυθῶδες ὑπ. λόγῳ Πλουτ. Θησ. 1· πληγαῖς ὑπ., ἐπὶ μετάλλου, ὁ αὐτ. 2. 802Β. 7) ὑποχωρῶ εἰς συζήτησιν, παραχωρῶ τι ἀμφισβητούμενον, Ἀριστ. Τοπ. 8. 11, 15. ΙΙΙ. κοινὸν ὑπ., ἐννοῶ ὑπὸ τὸν ὅρον, κοινόν...; Πλάτ. Φίληβ. 31C· πρβλ. ὑπακουστέον καὶ ἴδε Πλούτ. 2. 23C. 2) παρὰ τοῖς γραμμ., νοῶ ἔξωθεν λέξιν παραλειπομένην, Λατ. sub uarre, Ἀπολλών. π. Συντάξ. 27, κ. ἀλλ. IV. ὁ μέλλ. ὑπακούσεται ἐν Θουκ. 6. 69, ἐνίοτε λαμβάνεται ἐπὶ παθ. σημασίας, εἰ... ῥᾶον αὐτοῖς ὑπακούσεται, ἐὰν ἡ εἰς αὐτοὺς ὑπακοὴ ᾖ εὐχερεστέρα ἀλλ’ εἶναι ἀμφίβολον ἂν δύναται νὰ ἔχῃ οὕτω τὸ χωρίον· οἱ δοκιμώτεροι ἑρμηνευταὶ λαμβάνουσι τὸ ὑπήκοον ὡς ὑποκείμ. τοῦ ὑπακούσεται, ἀναφέροντες τὸ ξυγκαταστρεψαμένοις... αὐτοῖς εἰς τὸ Ἀθηναίοις. V. ἐν τῇ Ἐκκλ. γλώσσῃ = ὑποφωνέω, Μεθόδ. 208C, Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 73B, Ἀθαν. Ι, 676. Ἰωαν. Μόσχ. 3045.
English (Autenrieth)
aor. ὑπάκουσε, inf. ὑπακοῦσαι: hearken or give ear to, hence reply, Od. 4.283, Od. 10.83.
English (Slater)
ὑπᾰκούω be subject to c. dat. ἔδοξεν αὐτῷ κᾶπος ὀξείαις ὑπακουέμεν αὐγαῖς ἀελίου (O. 3.24)
English (Strong)
from ὑπό and ἀκούω; to hear under (as a subordinate), i.e. to listen attentively; by implication, to heed or conform to a command or authority: hearken, be obedient to, obey.
English (Thayer)
imperfect ὑπήκουον; 1st aorist ὑπήκουσα; from Homer down; to listen, hearken;
1. properly, of one who on a knock at the door comes to listen who it is (the duty of the porter), A. V. hearken, R. V. answer) (Xenophon, symp. 1,11; Plato, Crito, p. 43a.; Phaedo, p. 59e.; Demosthenes, Lucian, Plutarch, others).
2. to hearken to a command, i. e. to obey, be obedient unto, submit to, (so in Greek writings from Herodotus down): absolutely, Winer's Grammar, 594 (552)); ὑπήκουσεν ἐξελθεῖν (R. V. obeyed to go out i. e.) went out obediently, τῇ πίστει (see πίστις, 1b. α., p. 513 b near top), ὑπηκούσατε εἰς ὅν παρεδόθητε τύπον διδαχῆς, by attraction for τῷ τύπω τῆς διδαχῆς εἰς ὅν κτλ. (Winer's Grammar, § 24,2b.; cf. τύπος, 3), τῷ εὐαγγελίῳ, τῷ λόγῳ, τῇ ἁμαρτία ( ), ταῖς ἐιθυμιαις (L T Tr WH), i. e. to allow oneself to be captivated by, governed by, etc., Romans 6:12.
Greek Monolingual
ὑπακούω ΝΜΑ ακούω
ακούω με σεβασμό μία επιταγή και συμμορφώνομαι προς αυτήν
νεοελλ.
1. είμαι υπάκουος, ευπειθής
2. (κατ' επέκτ.) διέπομαι («το φαινόμενο υπακούει στον νόμο της βαρύτητας»)
μσν.-αρχ.
1. υποτάσσομαι σε κάποιον
2. εκκλ. ψάλλω σε απάντηση κάποιου, ὑποφωνῶ
αρχ.
ακούω κάτι προσεκτικά («ὑπάκουσον, ἄκουσον, ὦ μᾱτερ, ἀντιάζω σ' ἐγώ», Ευρ.)
2. δίνω προσοχή, προσέχω
3. δίνω απάντηση, αποκρίνομαι
4. (για θυρωρό) ανοίγω την θύρα που κρούεται («θαυμάζω, ὅπως ἠθέλησέ σοι ὁ τοῦ δεσμωτηρίου φύλαξ υπακοῦσαι», Πλάτ.)
5. (για δικαστή) δίνω ακρόαση σε παράπονα
6. (για κρινόμενο, κατηγορούμενο ή συνήγορο) εμφανίζομαι στο δικαστήριο
7. συναινώ, συγκατανεύω
8. ανταποκρίνομαι στις προσδοκίες κάποιου
9. μτφ. υπόκειμαι («τούτων ἔδοξεν γυμνὸς αὐτῷ κᾱπος ὀξείαις ὑπακουέμεν αὐγαῖς ἀελίου», Πίνδ.)
10. υποχωρώ σε συζήτηση, ενδίδω
11. (για νόσο) υποχωρώ στην ιαματική ενέργεια ενός φαρμάκου
12. αντιστοιχώ, αναλογώ («πᾶσα παραγωγὴ ἐπιρρηματική... μιᾷ ὑπακούει πτώσει κατὰ τὴν διάλυσιν», Απολλ. Δύσκ.)
13. εννοώ λέξη που έχει παραλειφθεί
14. συμφωνώ με μια θεωρία
15. αστρολ. α) (για το νοτιότερο από δύο σημεία που απέχουν εξίσου από τον Ισημερινό) προσανατολίζομαι από τον Νότο προς τον Βορρά
β) προστάσσω
16. (το αρσ. μτχ. αορ. ως ουσ.) ὁ ὑπακούσας·ο θυρωρός
17. φρ. α) «δείπνῳ ὑπακούω» — δέχομαι πρόσκληση για δείπνο Αθήν.
β) «κοινῶς ὑπακούω» — γίνομαι αντιληπτός υπό μία γενική έννοια (Φιλόδ.).
Greek Monotonic
ὑπᾰκούω: μέλ. -ακούσομαι·
I. 1. απόλ., προσέχω, ακούω με προσοχή, δίνω προσοχή σε, σε Όμηρ., Ευρ.
2. απαντώ, αποκρίνομαι όταν καλούμαι, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.
3. ακολουθ. από μία πτώση, προσέχω ή ακούω με προσοχή, δίνω προσοχή σε, παρακολουθώ, τινός, σε Αριστοφ. κ.λπ.· επίσης, ὑπακούω τινί, σε Θουκ. κ.λπ.
II. Ειδικότερες χρήσεις:
1. λέγεται για θυρωρούς, απαντώ στο χτύπημα της πόρτας (δηλ. την ανοίγω), ὑπάγωτινί, σε Πλάτ., Θεόφρ.· ὁ ὑπακούσας, ο θυρωρός, σε Ξεν.
2. λέγεται για δικαστή, παρέχω ακρόαση σε μηνυτή, τινί, στον ίδ.· λέγεται για κατηγορουμένους, υπακούω σε δικαστική κλήση, εμφανίζομαι στο δικαστήριο, σε Δημ.
3. χρησιμ. για υπηκόους και υποτελείς, υποτάσσομαι, υπακούω σε, τινός, σε Ηρόδ., Ξεν.· τινί, σε Αριστοφ., Θουκ.· επίσης, υποχωρώ, υποκύπτω σε, συμμορφώνομαι προς, τινί, σε Πλάτ.· με γεν. πράγμ., δίνω προσοχή σε, σε Ξεν.· ὑπακούω τῷ ξυμφόρῳ τινός, συντάσσομαι με το συμφέρον του, σε Θουκ.· απόλ., υποχωρώ, υποτάσσομαι, συμμορφώνομαι, συντάσσομαι, σε Ηρόδ.
4. ανταποκρίνομαι στις προσδοκίες κάποιου, πετυχαίνω, σε Λουκ.
5. μεταφ., αὐγαῖς ἡλίου ὑπακούω, εκτεθειμένος στις ηλιακές ακτίνες, σε Πίνδ.
Middle Liddell
fut. -ακούσομαι
I. absol. to listen, hearken, give ear, Hom., Eur.
2. to make answer when called, Od., Theocr.
3. foll. by a case, to listen or hearken to, give ear to, attend to, τινός Ar., etc.; also, ὑπ. τινί Thuc., etc.
II. Special senses:
1. of porters, to answer a knock at the door, ὑπ. τινί Plat., Theophr.; ὁ ὑπακούσας the porter, Xen.
2. of a judge, to listen to a complainant, τινί Xen.:—but of accused persons, to answer to a charge, Dem.
3. of dependents and subjects, to submit to, τινός Hdt., Xen.; τινί Ar., Thuc.: also to yield to, comply with, τινί Plat.:—c. gen. rei, to give ear to, Xen.; ὑπ. τῷ ξυμφόρῳ τινός to comply with his interest, Thuc.:—absol. to give way, submit, comply, Hdt.
4. to answer one's expectations, to succeed, Luc.
5. metaph., αὐγαῖς ἡλίου ὑπ. to be subject to the sun's rays, Pind.
Chinese
原文音譯:ØpakoÚw 虛普阿枯哦
詞類次數:動詞(21)
原文字根:在下-聽見 相當於: (שָׁמַע / שֶׁמַע)
字義溯源:聽從,順從,順服,順,回應,回答,跟隨,服從,探聽,遵命;由(ὑπό)*=被)與(ἀκουστός / ἀκούω)*=聽見)組成。參讀 (ἀκουστός / ἀκούω)同源字,同義字參讀 (ἀκολουθέω) (ἀναπείθω) (ἐπακούω)同義字
出現次數:總共(20);太(1);可(2);路(2);徒(2);羅(3);弗(2);腓(1);西(2);帖後(2);來(2);彼前(1)
譯字彙編:
1) 聽從(9) 羅6:12; 羅6:17; 羅10:16; 西3:20; 西3:22; 帖後1:8; 帖後3:14; 來5:9; 彼前3:6;
2) 聽從了(2) 太8:27; 徒6:7;
3) 它⋯聽從(1) 路17:6;
4) 你們⋯聽從(1) 弗6:1;
5) 你們⋯聽服的(1) 腓2:12;
6) 它們⋯聽從了(1) 路8:25;
7) 遵命(1) 來11:8;
8) 也聽從了(1) 可4:41;
9) 探聽(1) 徒12:13;
10) 聽(1) 弗6:5;
11) 牠們⋯聽從了(1) 可1:27