λείπω
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
English (LSJ)
impf.
A ἔλειπον Il.19.288, etc.: fut. λείψω 18.11: aor. 1 ἔλειψα, part. λείψας Ar.Fr.965 (= Antiph.32), elsewh. only late, Plb.12.15.12 (παρ-), Str.6.3.10 (παρ-), Ps.-Phoc.77 (ἀπ-), etc.; uncompounded, Ptol.Alm.10.4, Luc.Par.42, Ps.-Callisth.1.44 (cod. C); also in later Poets, Man.1.153, Opp.C.2.33, and in Inscrr., Epigr.Gr.522.16 (Thessalonica), 314.27 (Smyrna), etc.: but correct writers normally use aor. 2 ἔλῐπον Il.2.35, A.Pers.984 (lyr.), etc.: pf. λέλοιπα Od.14.134: plpf. ἐλελοίπειν (Att. -η) X.Cyr.2.1.21:—Med., in prop. sense chiefly in compds.: aor. 2 ἐλιπόμην Hdt.1.186, 2.40, E.HF169, etc. (in pass. sense, Il.11.693, al.):—Pass., fut. Med. in pass. sense λείψομαι Hes.Op.200, Hdt.7.8.ά, 48; also λειφθήσομαι S.Ph.1071, λελείψομαι Il.24.742, Th.5.105, etc.: aor. ἐλείφθην, λείφθην Pi.O.2.43; Ep. 3pl. ἔλειφθεν h.Merc.195: pf. λέλειμμαι Il.13.256, Democr.228, Pl.Ti.61a, etc.: plpf. ἐλελείμμην Il.2.700; Ep. λέλειπτο 10.256: Ep. aor. also ἔλειπτο A.R.1.45, etc.: 1 leave, quit, Ἑλλάδα, δώματα, etc., Il.9.447, Od.21.116, etc.: with a neg., [σκόπελον] οὔ ποτε κύματα λείπει Il.2.396; νιν . . χιὼν οὐδαμὰ λ. S.Ant.830 (lyr.); χερσὶν ὕπο Τρώων λείψειν φάος ἠελίοιο, i.e. die, be killed, Il.18.11; λ. τὸν βίον ὑπό τινος Pl.Lg.872e; λ. βίον, βίοτον, etc., S.El.1444, E.Hel.226 (lyr.), etc.; αὐτόχειρι σφαγῇ λ. βίον Id.Or.948. b conversely, τὸν δ' ἔλιπε ψυχή Il.5.696, Od.14.426; τὸν . . λίπε θυμός Il.4.470; ἔπειτά με καὶ λίποι αἰών 5.685, cf. Od.7.224; λίπε δ' ὀστέα θυμός Il.16.743; ψυχὴ δὲ λέλοιπεν (sc. ὀστέα) Od.14.134; νῦν δ' ἤδη πάντα λέλοιπεν (sc. ἐμέ) ib.213; in these two last passages some take it intr., is gone, v. infr. 11. 2 leave behind, leave at home, παιδὶ τὸν ἐν μεγάροισιν ἔλειπες Od.13.403, cf. Il.5.480; esp. of dying men, leave (as a legacy), Ἀτρεὺς δὲ θνῄσκων ἔλιπεν πολύαρνι Θυέστῃ [τὸσκῆπτρον] 2.106; πατέρι γόον καὶ κήδεα λυγρά 5.157, cf. S.Aj.973; παῖδα ὀρφανὸν λ. ib.653; λ. ἄρρενας, θυγατέρας, Pl.Lg.923e, 924e; λ. εὔκλειαν ἐν δόμοισι A.Ch.348 (lyr.):—also in Med., leave behind one (as a memorial to posterity), μνημόσυνον λιπέσθαι Hdt.1.186, 6.109, al.; λιπέσθαι τιμωρούς E. HF169; διαδόχους ἐμαυτῷ Plu.Aem.36, etc. b leave standing, leave remaining, spare, οἰκίαν οὐδεμίαν X.An.7.4.1; μηδένα Id.HG2.3.41, Pl.R.567b, etc. 3 leave, forsake, Il.17.13, etc.; λ. τινὰ χαμαί Pi.O.6.45; εὕδοντα S.Ph.273; τὴν αὑτοῦ φύσιν λ. ib.903; λ. τὴν τάξιν Pl.Ap.29a, etc.; λ. ἐράνους fail in paying... D.27.25, cf. 25.22; λ. δασμόν, φοράν, X.Cyr.3.1.1, 34; λ. μαρτυρίαν, ὅρκον, fail in... D.49.19, 59.60, λ. δίκην allow it to go by default, SIG134b24 (Milet., iv B.C.); λοιβὰς . . οὐ λίπε neglected them not, IG3.1337.8. b conversely, λίπον ἰοὶ ἄνακτα they failed him, Od.22.119. 4 Math., lose or drop something, i.e. have something subtracted from it, τὸ KP λιπὸν τὸ BO the area KP minus the area BO, Apollon.Perg.3.12, cf. Ptol.Alm. 10.4, al., Dioph.2.21. II intr., to be gone, depart, Epigr.Gr.149.2 (Rhenea); v. supr. 1.1b. 2 to be wanting or missing, οὔ τί πω ἔλιπεν ἐκ τοῦδ' οἴκου . . αἰκία S.El.514 (lyr.); οὔποτ' ἔρις λείψει κατὰ πόλεις E.Hel.1157 (lyr.); τὸ κακοτυχὲς οὐ λέλοιπεν ἐκ τέκνων Id.HF 133 (lyr.); λείπουσιν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς [τρίχες] Arist.HA518a24; ἔτι ἕν σοι λείπει Ev.Luc.18.22; τί λείπει τῶν ἐπιτηδείων αὐταῖς; Plb.10.18.8; τί γάρ σοι λείπει; Arr.Epict.2.22.5, cf. Diog.Oen.64; [εἰς τὴν προκειμένην πραγματείαν] τὸ ὑφ' οὗ γίνεται . . μὴ ῥηθὲν οὐ λείπει is not needed, Marcellin.Puls.69: c. inf., λείπει μὲν οὐδ' ἃ πρόσθεν ἤδεμεν τὸ μὴ οὐ βαρύστον' εἶναι nihil absunt quin... S.OT1232: so c. gen., βραχὺ λείπει τοῦ μὴ συνάπτειν Plb.2.14.6, etc.; πρότασις τῆς προειρημένης λείπουσα ὑποθέσει a proposition containing less in the hypothesis than that aforesaid, Papp.648.1: freq. with numerals, κεφάλαιον γίγνεται μικροῦ λείποντος πέντε καὶ δέκα τάλαντα Lys.19.43; οὐ πολὺ λεῖπον τῶν ἐνενήκοντα ἐτῶν Plb.12.16.13; τριήρεις πέντε λείπουσαι τῶν ἑκατὸν εἴκοσι D.S.13.14: generally, παντὸς μὲν οὖν λείπει Pl.Lg.728a; ὁ λιπών ib.759e; τὸ λεῖπον what is lacking, Plb.4.38.9, etc.; esp. Gramm., to be incomplete, of a phrase, λειπούσης τῆς φράσεως A.D.Adv.159.28, al.; to be wanting, omitted, λείποντος τοῦ καί Id.Conj.225.24: also c. dat., λείπει ἡ κεῖνος φωνὴ τῷ ε Id.Adv.147.17. b of the moon, to be invisible (cf. λειψιφαής), Plot.2.3.5. c λείποντα εἴδη, in Algebra, = λείψεις, negative terms, Dioph.1Def.10. B Pass., to be left, left behind, ἄλοχος Φυλάκῃ ἐλέλειπτο Il.2.700; οἱ δ' οἶοι λείπονται Od.22.250, etc.; also ὀπίσσω, μετόπισθε, κατόπισθε λ., Il.3.160, 22.334, Od.21.116; παῖδες . . μετόπισθε λελειμμένοι left behind in Troy, Il.24.687; μόνα . . νὼ λελειμμένα S.Ant.58, etc.; τὸ λειπόμενον βίου (v.l. βιοτᾶς) Ariphron 1 (= IG3.171). b Math., to be subtracted: τὸ ἀπὸ τῆς ΔΦ λειφθὲν ὑπὸ τοῦ ἀπὸ τῆς ΔΑ ποιεῖ... the square on ΔΦ subtracted from the square on ΔΑ gives... Ptol.Alm. 10.7. 2 remain, remain over and above, τριτάτη δ' ἔτι μοῖρα λέλειπται Il.10.253; ἐμοὶ δὲ λελείψεται ἄλγεα λυγρά 24.742; ὀλίγων σφι ἡμερέων λείπεται σιτία Hdt.9.45; ὃ πᾶσι λ. βροτοῖς . . ἐλπίς E.Tr.681; αὐτόνομοι ἐλείφθημεν Th.3.11; ἕως ἄν τι λείπηται Id.8.81: impers., λείπεται it remains, Pl.Tht.157e: c.acc. et inf., πεπληρῶσθαί με Id.Phdr.235c. 3 remain alive, πολλοὶ δὲ λίποντο Od.4.495, cf. A. Pers.480, X.An.3.1.2. II c. gen., 1 to be left without, to be forsaken of, κτεάνων λειφθεὶς καὶ φίλων Pi.I.2.11; σοῦ λελειμμένη S. Ant.548; but στρατὸν λελειμμένον δορός which has been left by the spear, i.e. not slain, A.Ag.517. 2 to be left behind in a race, Il. 23.407, 409, Od.8.125; λελειμμένος οἰῶν lingering behind the sheep, 9.448; λείπετ' . . Μενελάου δουρὸς ἐρωήν he was left a spear's throw behind Menelaus, Il.23.529; ἐς δίσκουρα λέλειπτο he had been left behind as much as a quoit's throw, ib.523; κίρκοι πελειῶν οὐ μακρὰν λελειμμένοι A.Pr.857, cf. E.Hipp.1244; τοῦ κήρυκος μὴ λείπεσθαι not to lag behind the herald, Th.1.131; but ἀπό τινος to be left behind by one, Il.9.437, 445; λ. βασιλέος or ἀπὸ βασιλέος by the king, Hdt.8.113, 9.66; λείπεσθαι τοῦ καιροῦ to be behind time, X.Cyr.6.3.29; τῆς ναυμαχίης Id.7.168; τῆς ἐξόδου Id.9.19; but, λείπου μηδὲ σύ, παρθέν', ἀπ' οἴκων fail not [to come] from the house, i.e. follow us, dub. in S. Tr.1275 (anap.): abs., to be left behind, be absent, Hdt.7.229, 8.44. 3 come short of, be inferior to, τινος, like ἐλαττοῦσθαι, ἡττᾶσθαι, ὑστερεῖσθαί τινος, because the Verb has a comp. sense, Id.7.48, etc.; οὐκ ἔσθ' ὁποίας λείπεται τόδ' ἡδονῆς falls short of... E.Fr.138.3; λείπεσθαί τινος ἔς τι or ἔν τινι, Hdt.1.99, 7.8. ά (v. infr. 4); περί τι Plb.6.52.8; πρός τι S.Tr.266; καμήλους ταχυτῆτι οὐ λειπομένας ἵππων Hdt.7.86; ξύνεσιν οὐδενὸς λ. Th.6.72; πλήθει λ. X.HG7.4.24; πλήθει ἡμῶν λειφθέντες Id.An.7.7.31; οὐδ' ἔτι θηρὸς ἐλείπετο δερκομένοισιν, i.e. resembled... Epic.in Arch.Pap.7p.4: also c. gen. rei, λειφθῆναι μάχης E.Heracl.732; οὐδὲν σοῦ ξίφους λελείψομαι Id.Or.1041: Math., τὸ ἐγγραφὲν τοῦ περιγραφέντος ἐλάσσονι λείπεται the inscribed figure falls short of the circumscribed by less than... Archim.Con.Sph.21: also c. dat. rei, λειφθῆναι μάχῃ A.Pers.344: c. part., οὐδὲν ἐμοῦ λείπει γιγνώσκων X.Oec.18.5; λέλειψαι τῶν ἐμῶν βουλευμάτων you come short of, understand not my plans, E.Or.1085; λέλειμμαι τῶν ἐν Ἕλλησιν νόμων Id.Hel.1246: abs., to be defeated, Plb.1.62.6; ὑπό τινος AP11.224 (Antip.); λείπεσθαι ἐν [τῇ ἀγορανομίᾳ], Lat. repulsam ferre, Plu. Mar.5, etc.: abs., in part., ἄνδρας λελειμμένους inferior men, A.Fr. 37; also, λειπόμενοι the poor, IG14.1839.7. 4 to be wanting or lacking in a thing, fail of or in, c. gen., ὀδυρμάτων ἐλείπετ' οὐδέν S.Tr. 937; γνώμας λειπομένα σοφᾶς Id.El.474 (lyr.); λελειμμένη τέκνων E. Ion680; λελ. λόγου failing to heed my word, S.Aj.543; μῆνας ἓξ . . λειπόμενος (sc. τῶν εἴκοσι ἐτῶν) Epigr.Gr.519 (Thessalonica); also, λ. ἐν τῷ μὴ δύνασθαι μηδ' ὁρᾶν S.OC495; v. supr.3. 5 to be in need of, τῆς σῆς βοηθείας A.D.Synt.289.28. (I.-E. leiq[uglide]-, cf. Lat. li-n-quo, Skt. ric-, pres. 3sg. ri-ṇa-k-ti 'leaves', etc.)
German (Pape)
[Seite 25] (vgl. auch λιμπάνω), fut. λείψω, aor. ἔλιπον, λιπεῖν, – ἔλειψα nur bei Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 713; B. A. 106 aus Arist. citirt, – perf. λέλοιπα, λέλειμμαι, ἔλειπτο, Ap. Rh. 1, 45; fut. pass. λελείψομαι, Il. 24, 742; aor. ἐλείφθην (linquo), (λίπεν für ἐλίπησαν stand sonst Il. 16, 507, Bekk. richtig λίπον); – lassen, zurücklassen; οὐδέ τι λεῖπε βαθείης ἔκτοσθεν αὐλῆς Od. 9, 337, παιδὶ τὸν ἐν μεγάροισιν ἔλειπες 13, 403; bes. von Sterbenden, hinterlassen, Ἀτρεὺς δὲ θνήσκων ἔλιπε πολύαρνι Θυέστῃ (σκῆπτρον) Il. 2, 107, πατέρι δὲ γόον καὶ κήδεα λυγρὰ λεῖπε 5, 157; so bei folgdn Dichtern, παῖδα ὀρφανόν Soph. Ai. 638; u. in Prosa, ἐὰν ἄῤῥενας μὴ λείπῃ Plat. Legg. XI, 923 e; θυγατέρας 924 e u. sonst; – verlassen, ἐπειδὴ πρῶτα τομὴν ἐν ὄρεσσι λέλοιπεν Il. 1, 235, ὅτε πρῶτον λίπον Ἑλλάδα 9, 447; u. so Pind. λιπὼν νᾶσον, P. 4, 7; Tragg., πῶς πατρῷα δώματα λιπεῖν ἔτλητε Aesch. Suppl. 322; λεῖφ' ἕδρανα 832; τὴν αὑτοῦ φύσιν Soph. Phil. 891; in Prosa häufig; – bes. von Sterbenden, λείπειν φάος ἠελίοιο, Il. 18, 11, u. umgekehrt, τὸν δ' ἔλιπε ψυχή, τὸν μὲν λίπε θυμός, 4, 470. 5, 696; u. so Tragg., βίον λελοιπώς Soph. El. 1435; ἐν ἁλὶ κύμασί τε λέλοιπε βίοτον Eur. Hel. 226; ὑπό τινος, d. i. von Einem getödtet werden, Plat. Legg. IX, 872 e. – Auch von Dingen, τὸν οὔποτε κύματα λείπει Il. 2, 396. – Im Stich lassen, in der Gefahr verlassen, Il. 16, 368; φυγῇ τὴν πόλιν Plat. Legg. VI, 770 e; τὴν τάξιν Apol. 29 a; u. so Dem. u. A. – Aehnl. τὴν μαρτυρίαν, d. i. das Zeugniß nicht ablegen, welches man hat ablegen wollen, Dem. 49, 19; ἔλιπε τὸν ὅρκον καὶ οὐκ ὤμοσεν 59, 60. – Aus Vrbdgn wie λίπον ἰοὶ ἄνακτα, Od. 22, 119, die Pfeile verließen den König, d. i. sie gingen ihm aus, singen an ihm zu fehlen, wie deficere, entwickelt sich die intr. Bdtg fehlen, οὔ τί πω ἔλιπεν ἐκ τοῦδ' οἴκου πολύπονος αἰκία Soph. El. 505, u. ähnlich λείπει μὲν οὐδ' ἃ πρόσθεν ᾔδεμεν τὸ μὴ οὐ βαρύστον' εἶναι, es fehlt Nichts daran, daß es nicht seufzerreich ist, O. R. 1232; vgl. βραχὺ λείπει τοῦ μὴ συνάπτειν αὐτῷ, Pol. 2, 14, 6. 10, 17, 12; aus Hom. rechnet man hierher ψυχὴ λέλοιπε, πάντα λέλοιπε, das Leben, Alles ist dahin, Od. 14, 134. 213, wo man aber dem sonstigen Gebrauche Homer's gemäß besser ὀστέα, με, ergänzt; τὸ κακοτυχὲς οὐ λέλοιπεν ἐκ τέκνων Eur. Herc. F. 133; οὔποτ' ἔρις λείψει κατ' ἀνθρώπων πόλεις Mel. 1157; τὸν λιπόντα προαιρείσθωσαν αἱ τέτταρες φυλαὶ ὅθεν ἂν ἐκλίπῃ Plat. Legg. VI, 759 e, vgl. V, 728 a; öfter bei Pol. τὸ λεῖπον, das Fehlende, 4, 38, 9, τὰ λείποντα τοῦ βίου ἀναπληροῦν, 13, 2, 2; συνέβαινεν αὐτὸν οὐ πολὺ λείπειν τῶν ἐννενήκοντα ἐτῶν 12, 16, 13; μικρῷ λείπουσιν ἑπτακοσίοις σκάφεσιν ἐναυμάχησαν, mit beinahe siebenhundert Schiffen, woran nur wenig fehlte, wie sonst δεῖν construirt wird; Sp. – Pass. λείπομαι, zurück gelassen werden, zurückbleiben, übrigbleiben, οἱ δ' οἶοι λείπονται ἐπὶ πρώτῃσι θύρῃσι Od. 22, 250, τριτάτη δ' ἔτι μοῖρα λέλειπται, ist noch übrig, Il. 10, 453, εἴ τί τοι ἔγχος ἐνὶ κλισίῃσι λέλειπται 13, 256, ἐμοὶ δὲ μάλιστα λελείψεται ἄλγεα λυγρά 24, 742, wird übrig bleiben; so Eur. Or. 1039; Xen. An. 2, 4, 5; auch λείψομαι, Plat. Charm. 176 b; aber λειφθήσομαι, eigtl. pass., Soph. Phil. 1071; so auch aor. med., αὐτὰρ ἐγὼ λιπόμην ἀκαχήμενος ἦτορ, ich blieb zurück; bes. nach Jem. Tode hinterbleiben, Hom., der es auch mit κατόπισθε u. μετόπισθε vrbdt, Il. 3, 160. 22, 334 Od. 9, 45, wie Plat. Rep. II, 363 d γένος κατόπισθε λείπεσθαι τοῦ ὁσίου sagt; στρατὸν δέχεσθαι τὸν λελειμμένον δορός Aesch. Ag. 503; σοῦ λελειμμένη, von dir verlassen, ohne dich, Soph. Ant. 544; ἐμοὶ γὰρ οὐδ' ὃ πᾶσι λείπεται βροτοῖς, ξύνεστιν ἐλπίς Eur. Troad. 676; κτεάνων λειφθεὶς καὶ φίλων Pind. I. 2, 11, ohne Freunde; in Prosa, αὐτόνομοι ἐλείφθημεν, wir blieben frei, Thuc. 3, 11; ἡττηθέντων δὲ αὐτῶν οὐδεὶς ἂν λειφθείη, keiner dürfte wohl übrig bleiben, d. i. mit dem Leben davonkommen, Xen. An. 3, 1, 2; mehr medial zu fassen ἐλείποντο τῶν στρατιωτῶν οἱ διεφθαρμένοι ὑπὸ τῆς χιόνος τοὺς ὀφθαλμούς, sie blieben zurück, 4, 5, 12; οἱ λειπόμενοι, die Hinterbliebenen, Plat. Henez. 246 c; λείπεται περί τινος, es bleibt übrig, davon zu reden, Theaet. 157 e; so bes. häufig S. Emp. λείπεται (ἄρα, οὖν) λέγειν. – Bes. im Wettlaufe, Wettfahren zurückbleiben, Il. 23, 407. 409 Od. 8, 125; τινός, hinter Jem. im Laufe zurückbleiben, Il. 23, 523; λελειμμένος οἰῶν, hinter den Schaafen zurückgeblieben, Od. 9, 448; λείπετο Μενελάου δουρὸς ἐρωήν, er blieb hinter Menelaus eine Speerwurfsweite zurück, Il. 23, 529; eben so ἐς δίσκουρα λέλειπτο ib. 523; auch ἀπό τινος λείπεσθαι, fern von ihm, getrennt von Einem bleiben, Il. 9, 437. 445, wie Soph. λείπου μηδὲ σὺ – ἀπ' οἴκων, Tr. 1265; vgl. Hermesianax bei Ath. XIII, 597 f; Her. 9, 66 u. öfter; auch von einer Unternehmung fern bleiben, sich davon ausschließen, keinen Theil daran nehmen, 7, 229. 8, 44. 9, 19; κίρκοι πελειῶν οὐ μακρὰν λελειμμένοι, nicht weit hinter ihnen zurückgeblieben, Aesch. Prom. 859; ὑστέρῳ ποδὶ ἐλειπόμεσθα Eur. Hipp. 1244, öfter; εἶπον τοῦ κήρυκος μὴ λείπεσθαι Thuc. 1, 131; ἕπεσθε, κἂν λειφθῆτε τῷ στίβῳ τῶν ἵππων ἕπεσθε Xen. An. 7, 3, 43, wenn ihr nicht mitkommen könnt u. zurückbleibt; – dah. übh. Einem nach stehen, geringer, schwächer sein, unterliegen, μή σοι δοκοῦμεν τῇδε λειφθῆναι μάχῃ; Aesch. Pers. 336; gew. τινός, λείπομαί σου γνώμῃ Eur. Suppl. 904, öfter; τῶν ὧν τέκνων λείποιτο πρὸς τόξου κρίσιν, er werde von ihnen in der Bogenkunde übertroffen, Soph. Tr. 265; auch ἦ πολὺ λέλειψαι τῶν ἐμῶν βουλευμάτων, Eur. Or. 1085; ὅκως μὴ λείψομαι τῶν πρότερον γενομένων ἐν τιμῇ τῇδε Her. 7, 8, 1; τὸ ναυτικὸν τὸ ἡμέτερον λεί ψεσθαι τοῦ ἐκείνων 7, 48; καμήλους ταχυτῆτα οὐ λειπομένους ἵππων 7, 86; ξύνεσιν οὐδενός Thuc. 6, 72; δύναμις λειπομένη τῶν νῦν, geringer als, 1, 10; δεῖ τὰς ἐνθάδε κολάσεις μηδὲν τῶν ἐν Αἵδου λείπεσθαι, sie dürfen denen im Hades nicht nachstehen, nicht gelinder sein, Plat. Legg. IX, 881 b; πλήθει ἡμῶν λειφθέντες, an Zahl schwächer als wir, Xen. An. 7, 7, 31; Sp., λειπόμενοι μάχῃ Pol. 3, 85, 8; πολύ τι λειπόμενοι κατὰ τὴν ἐμπειρίαν 6, 52, 8. – Med., bes. aor. II., hinter sich zurücklassen, hinterlassen, οὔκουν τιμωροὺς ἐμοὺς χρῄζω λιπέσθαι Eur. Herc. F. 169; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 955; öfter bei Her., μνημόσυνον τόδε ἐλίπετο, er ließ es als ein Andenken an sich zurück, 1, 186. 2, 136, vgl. 7, 24. 2, 134, wie μνημόσυνα λιπέσθαι ἐς τὸν ἅπαντα ἀνθρώπων βίον, 6, 109. So auch οὓς ἐμαυτῷ ἐλιπόμην διαδόχους Plut. Aem. P. 36.
Greek (Liddell-Scott)
λείπω: παρατ. ἔλειπον Ὅμ., κτλ· μέλλ. λείψω αὐτόθι· ἀόρ. α΄ ἔλειψα, μόνον παρὰ μεταγεν. συγγραφ., Πολύβ. 12. 15, 12, Ψευδο-Φωκ. 72, (ἀπ-), Ἀνθ. Π. 8. 130, κτλ.· ἄν καὶ ὁ τύπος λείψας μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀριστοφ. ἢ Ἀντιφάν. ἐν τοῖς Α. Β. 106, καὶ εἶναι συχνὸν ἐν μεταγεν. ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 1988 b c, 3272, 27, κ. ἀλλ.· οὕτω ἀπολείψας, Πυθαγόρου Χρυσ. Ἔπη 70 (Mullach)· ἀλλ’ οἱ δόκιμοι συγγραφεῖς χρῶνται ἀείποτε τῷ ἀορ. β΄ ἔλῐπον Ὅμ., Ἀττ.· - πρκμ. λέλοιπα αὐτόθι· ὑπερσ. ἐλελοίπειν Ξεν., - Μέσ., ἐν τῇ κυρίᾳ σημασίᾳ, μάλιστα ἐν συνθέτοις· ἀόρ. β΄ ἐλιπόμην Ἡρόδ. 1. 186., 2. 40, κτλ., Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 169 (ἀλλ’ ἐπὶ παθ. σημ., Ὅμ.). - Παθ., μέσ. μέλλ. μετὰ παθ. σημ. λείψομαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 198, Ἡρόδ. 7. 8 καὶ 48· ὡσαύτως λειφθήσομαι Σοφ. Φιλ. 1071· καὶ λελείψομαι Ἰλ. Ω. 742, Ἀττ.· - ἀόρ. ἐλείφθην Πίνδ., Ἀττ.· Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἔλειφθεν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 195· - πρκμ. λέλειμμαι Ὅμ., Ἀττ.· ὑπερσ. ἐλελείμμην, Ἐπικ. λελ- Ὅμ.· Ἐπικ. ἀόρ. ὡσαύτως ἔλειπτο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 45, κτλ. (Ἐκ τῆς √ ΛΙΠ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ ἀπαρ. λῐπεῖν, καὶ πᾶσι τοῖς συνθέτοις τοῖς ἀρχομένοις ἀπὸ λιπ-, λιπο-, λιφ- (ἴδε ἐν λέξ. λειπανδρέω) καὶ λιμπάνω· ἐκ δὲ τῆς ἐκτεταμένης √ ΛΕΙΠ σχηματίζονται τὰ λείπω, λέλοιπα, λοιπός, κτλ. Γοτθ. laib-a (κατάλειμμα), bi-laib-jan (περιλείπειν)· Ἀρχ. Σκανδ. leif-a (ἀφίνω, Ἀγγλ. leave), κτλ.· ἐν τῇ Λατ. τὸ π (p) ἀντικαθίσταται διὰ τοῦ qu, linqu-o, liqu-i, reliqu-us, πρβλ. Ὀσκ. lik-itud (liceto, liceat)· οὕτω Λιθ. lik-ti (linquere)· καὶ ἐν τῇ Σανσκρ. παρομoία μεταβολὴ φαίνεται, riќ, rinak-mi (vacuefacio), πρβλ. τὸ Ζενδ. ric (linquere)· πρβλ. Κκ. ΙΙ. 2). Ι. μεταβ., 1) ἀφίνω, ἐγκαταλείπω, Ἑλλάδα, δώματα, κτλ., Ὅμ.· λ. φάος ἠελίοιο χερσὶν ὑπὸ Τρώων, ὃ ἐστίν, ἀποθνήσκω, φονεύομαι, Ἰλ. Σ. 11· οὕτω, λ. βίον ὑπό τινος Πλάτ. Νόμ. 872Ε· λ. βίον, βίοτον, κτλ., Σοφ. Ἠλ. 1444, Εὐρ. Ἑλ. 226, κτλ.· αὐτόχειρι σφαγῇ λ. βίον, δι’ αὐτοκτονίας, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 948· οὕτω μετ’ ἀρνήσ., [[[σκόπελον]]] οὔ ποτε κῦμα λείπει Ἰλ. Β. 396· νιν... χιὼν οὐδαμὰ λ. Σοφ. Ἀντ. 830. β) τἀνάπαλιν, τὸν δ’ ἔκλιπε ψυχὴ Ἰλ. Ε. 696, Ὀδ. Ξ. 426· τόν... λίπε θυμὸς Ἰλ. Δ. 470· ἔπειτά με καὶ λίποι αἰὼν Ε. 685, πρβλ. Ὀδ. Η. 224· λίπε δ’ ὀστέα θυμὸς Ἰλ. Π. 743· ψυχὴ δὲ λέλοιπεν (δηλ. ὀστέα) Ὀδ. Ξ. 134· νῦν δ’ ἤδη πάντα λέλοιπεν (δηλ. ἐμὲ) αὐτόθι 213· ἐν τοῖς δυσὶ τούτοις χωρίοις τοῖς τελευταίοις τινὲς ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς ἀμετάβ., «ἔφυγαν», «’πῆγαν» (ἴδε κατωτ. ΙΙ). 2) ἀφίνω ὀπίσω μου, καταλείπω ἐν τῇ οἰκίᾳ, παῖδα τὸν ἐν μεγάροισιν ἔλειπες Ὀδ. Ν. 403, πρβλ. Ἰλ. Ε. 480· ἰδίως ἐπὶ ἀποθνησκόντων ἀνθρώπων, καταλείπω, ἀφίνω (ὡς κληρονομίαν), Ἀτρεύς δε θνήσκων ἔλιπεν πολύαρνι Θυέστῃ [τὸ σκῆπτρον] Ἰλ. Β. 106, πρβλ. Ε. 157· λ. παῖδα ὀρφανὸν Σοφ. Αἴ. 653· λ. θυγατέρας Πλάτ. Νόμ. 924Ε· οὕτω, πατέρι γόον καὶ κήδεια... λεῖπε Ἰλ. Ε. 156, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 973· λ. εὔκλειαν ἐν δήμοισι Αἰσχύλ. Χο. 349· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀφίνω ὀπίσω μου (ὡς ἐνθύμιον εἰς τοὺς μεταγενεστέρους), μνημόσυνα λιπέσθαι Ἡρόδ. 1. 186., 6. 109, κ.ἀλλ.· λιπέσθαι τιμωροὺς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 169· διαδόχους ἑαυτῷ Πλουτ. Αἰμ. 36, κτλ. β) ἀφίνω ἱστάμενον, διαμένοντα, οὐδεμίαν οἰκίαν Ξεν. Ἀν. 7. 4, 1· μηδένα ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 2. 3, 41, Πλάτ. Πολ. 567Β, κτλ. 3) ἀφίνω, ἐγκαταλείπω, «ἀφίνω εἰς τοὺς δρόμους» Ἰλ. Π. 368, κτλ.· λ. τινὰ χαμαὶ Πινδ. Ο. 6. 76· λ. εὕδοντα Σοφ. Φιλ. 273· λ. τὴν αὐτοῦ φύσιν αὐτόθι 903· λ. τάξιν Πλάτ. Ἀπολλ. 29Α, κτλ.· λ. ἐράνους, δὲν πληρώνω..., Δημ. 821. 14· λ. δασμόν, φορὰν Ξεν Κύρ. 3. 1, 1 καὶ 34· λ. νόμον Δημ. 776. 12· λ. ὅρκον, μαρτυρίαν, δὲν ἐκτελῶ..., ὁ αὐτ. ἐν 1190. 4., 1365. 21· λοιβάς... οὐ λίπε, δὲν ἠμέλησε, Συλλ. Ἐπιγρ. 153. 8. β) τἀνάπαλιν, λίπον ἰοὶ ἄνακτα, «τοῦ ἔλειψαν», ἐξηντλήθησαν, δὲν τοῦ ἔμειναν ἄλλοι, Λατ. defecerunt eum sagittae, Ὀδ. Χ. 119. ΙΙ. ἀμετάβ. ὡς καὶ νῦν, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 142. 2· ἴδε ἀνωτ. Ι. 1β. 2) λείπω, δὲν ὑπάρχω, ἐλλείπω, δὲν φαίνομαι, ὡς τὸ Λατ. deficio, οὔ τί πω ἔλιπεν ἐκ τοῦδ’ οἴκου... αἰκία Σοφ. Ἠλ. 514· οὔποτ’ ἔρις λείψει κατὰ πόλεις Εὐρ. Ἑλ. 1157· τὸ κακοτυχὲς οὐ λέλοιπεν ἐκ τέκνων ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 133· λείπουσιν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς τρίχες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 8· ἕν σοι λείπει Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιη΄, 22· μετ’ ἀπαρ., λείπει μὲν οὐδ’ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ βαρύστον’ εἶναι, nihil absunt quin..., Σοφ. Ο. Τ. 1232· οὕτω μετὰ γεν., βραχὺ λείπει τοῦ μὴ συνάπτειν Πολύβ. 2. 14, 6, κτλ.· συχνάκις μετ’ ἀριθμητικῶν, κεφάλαιον γίγνεται μικροῦ λείποντος πέντε καὶ δέκα τάλαντα Λυσ. 155. 38· οὐ πολὺ λείπει τῶν ἐνενήκοντα ἐτῶν Πολύβ. 12. 16, 13· τριήρεις πέντε λείπουσαι τῶν ἑκατὸν καὶ εἴκοσι Διόδ. 13. 14· - παντὸς λείπει, τοῦ λείπει τὸ πᾶν, (ἔνθα ὅμως διωρθώθη: πάντως... λυπεῖ), Πλάτ. Νόμ. 728Α· ὁ λιπὼν ὁ αὐτ. ἐν 795Ε· τὸ λεῖπον, ἔλλειψις, Πολύβ. 4. 38, 9, κτλ.· πρβλ. ἐλλείπω. - Ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 529 κἑξ. Β. Παθ., καταλείπομαι, ἄλοχος Φυλάκῃ ἐλέλειπτο, κατελείφθη ἐν Φυλάκῃ, Ἰλ. Β. 700· οἱ δ’ οἷοι λείπονται Ὀδ. Χ. 250, κτλ.˙ ὡσαύτως, μετόπισθε, κατόπισθε λ. Ἰλ. Γ. 160., Χ. 334, Ὀδ.˙ παῖδές τοι κατόπισθε λελειμμένοι, καταλειφθέντες μετὰ θάνατον, Ἰλ. Ω. 687˙ οὕτω παρ’ Ἀττ., μόνο δή νώ λελειμμένα Σοφ. Ἀντ. 58, κτλ.˙ τὸ λειπόμενον βίου, quod superset vitae, Συλλ. Ἐπιγρ. 511. 6. 2) μένω, λείπομαι, τριτάτη δ’ ἔτι μοῖρα λέλειπται Ἰλ. Κ. 253˙ ἐμοὶ δὲ λελείψεται ἄλγεα λυγρὰ Ω. 742˙ ὀλίγων σφι ἡμερέων σιτία λείπεται Ἡρόδ. 9. 45˙ ὃ πᾶσι λ. βροτοῖς... ἐλπὶς Εὐρ. Τρῳ. 676˙ αὐτόνομοι ἐλείφθημεν Θουκ. 3. 11˙ ἕως ἄν τι λείπηται ὁ αὐτ. ἐν 8. 81˙ ― ἀπρόσωπ., λείπεται, ὑπολείπεται, «μένει», reliquum est ut.., μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Θεαίτ. 157Ε, πρβλ. Φαῖδρ. 235C. 3) μένω ζῶν, πολλοὶ δὲ λίποντο Ὀδ. Δ. 495, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 480, Ξεν. Ἀμ. 3. 1, 2. ΙΙ. μετὰ γεν., 1) καταλείπομαι ἄνευ τινός, ἐγκαταλείπομαι ὑπό τινος, κτεάνων καὶ φίλων Πίνδ. Ι. 2. 18˙ σοῦ λελειμμένη Σοφ. Ἀντ. 548˙ ― ἀλλὰ στρατὸν λελειμένον δορός, ὅστις παρελείφθη ὑπὸ τοῦ δόρατος, δηλ. δὲν ἐφονεύθη, δὲν ἐσφάγη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 517. 2) ἀφίνομαι ὀπίσω, ὑπολείπομαι ἔν τινι ἀγῶνι, Ἰλ. Ψ. 407, 409˙ λελειμμένος οἰῶν, μένω ὄπισθεν τῶν προβάτων, Ὀδ. Ι. 448, πρβλ. Θ. 125˙ λείπετο... Μενελάου δουρὸς ἐρωήν, ὑπελείφθη ὀπίσω τοῦ Μενελάου κατὰ μίαν βολὴν δόρατος, Ἰλ. Ψ. 529˙ ἐς δίσκουρα λέλειπτο, εἶχεν ὑπολειφθῆ κατὰ μίαν βολὴν δίσκου, αὐτόθι 523˙ κίρκοι πελειῶν οὐ μακρὰν λελεμμένοι Αἰσχύλ. Πρ. 857, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1244˙ τοῦ κήρυκος μὴ λείπεσθαι, νὰ μὴ ὑπολείπωνται τοῦ κήρυκος κατὰ τὴν ἐπιστροφήν, Θουκ. 1. 131˙ λείπομαι τοῦ καιροῦ, μένω ὀπίσω (τοῦ καιροῦ), Ξεν. Κύρ. 6. 3, 20˙ ― ἀλλά, λείπεσθαι ἀπό τινος, μένω μακράν τινος, Ἰλ. Ι. 437, 445˙ λ. βασιλέος ἢ ἀπὸ βασιλέος, αὐτομολῶ ἀπὸ τοῦ βασιλέως, ἐγκαταλείπω, λιποτακτῶ, Ἡρόδ. 8. 113., 9. 66, πρβλ. 56˙ τῆς ναυμαχίης ὁ αὐτ. 7. 168, πρβλ. 9. 19˙ ἀλλά, λείπου μηδὲ σύ, παρθέν’, ἀπ’ οἴκων, μὴ λείψῃς [νὰ ἔλθῃς] ἐκ τῆς οἰκίας, δηλ. νὰ μᾶς ἀκολουθήσῃς, Σοφ. Τρ. 1275˙ ― ἀπολ., μένω μακράν, εἶμαι ἀπών, «λείπω», Ἡρόδ. 7. 229., 8. 44. 3) δὲν φθάνω τινά, εἶμαι κατώτερος, ἀσθενέστερος, χειρότερος ἢ μικρότερός τινος, τινος, ὡς τὸ ἐλαττοῦσθαι, ἡττᾶσθαι, ὑστερεῖσθαί τινος, διότι τὸ ῥῆμα ἔχει συγκρ. σημασίαν, Ἡρόδ. 7. 48, κτλ.˙ λείπεσθαί τινος ἔς τι ἢ ἔν τινι ὁ αὐτ. 1. 99, 7. 81 (ἴδε κατωτ. 4)˙ περί τι Πολύβ. 6. 52, 8˙ πρός τι Σοφ. Τρ. 266˙ λ. τινός ταχύτητα, ξύνεσιν Ἡρόδ. 7. 86, Θουκ. 6. 72˙ ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγμ., λειφθῆναι μάχης Εὐρ. Ἡρακλ. 732˙ οὐδὲν σοῦ ξίφους λελείψομαι ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1042˙ ἀλλ’ ὡσαύτως μετὰ δοτ. πράγμ., λειφθῆναι μάχῃ Αἰσχύλ. Πέρσ. 344˙ καὶ οὕτως ἀπολ., ἡττῶμαι, Πολύβ. 1. 62, 6˙ ὑπό τινος Ἀνθ. Π. 11. 224˙ λείπεσθαι ἐν τῇ ἀγορανομίᾳ, Λατ. repulsam ferre, Πλουτ. Μάρ. 5, κτλ: ― μετὰ μετοχ., οὐδὲν ἐμοῦ λείπει γιγνώσκων Ξεν. Οἰκ. 18, 5˙ ― λέλειψαι τῶν ἐμῶν βουλευμάτων, ὑπολείπεσαι, δὲν ἐννοεῖς τὰ σχέδιά μου, Εὐρ. Ὀρ. 1085˙ λέλειμμαι τῶν ἐν Ἕλλησι νόμων ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1246, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 543˙ ἀπολ., κατὰ μετοχ., ἄνδρας λελειμμένους, ὑποδεεστέρους ἄνδρας, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 39˙ ὡσαύτως, λειπόμενοι, οἱ πτωχοί, Συλλ. Ἐπιγρ. 6254. 7. 4) πάσχω ἔλλειψιν ἔν τινι πράγματι, ὀδυρμάτων ἐλείπετ’ οὐδὲν Σοφ. Τρ. 937˙ γνώμας λειπομένα σοφὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 474˙ λελειμμένη τέκνων Εὐρ. Ἴων 680˙ λελ. λόγου, μὴ ὑπακούσας εἰς τὸν λόγον μου, Σοφ. Αἴ. 543˙ οὐκ ἔσθ’ ὁποίας λείπεται τόδ’ ἡδονῆς, δὲν ὑπάρχει ἡδονή, τῆς ὁποίας νὰ στερῆται τοῦτο, Εὐρ. Ἀποσπ. 140˙ μῆνας ἕξ... λειπόμενος (δηλ. τῶν εἴκοσιν ἐτῶν) Ἐπιγρ. Ἑλλ. 519˙ ὡσαύτως, λ. ἔν τινι, εἴς τι πρᾶγμα, Σοφ. Ο. Κ. 495˙ ἴδε ἀνωτ. 3.
French (Bailly abrégé)
f. λείψω, ao.2 ἔλιπον, postér. ao. ἔλειψα, pf. λέλοιπα;
Pass. f. λειφθήσομαι, ao. ἐλείφθην, pf. λέλειμμαι, f. antér. au sens du f. simple λελείψομαι;
I. tr. 1 laisser, quitter, abandonner : τινά, quitter qqn ; βίον SOPH quitter, perdre la vie ; avec un suj. de ch. ψυχὴ λέλοιπεν OD la vie (l’)a abandonné ; τὸν μὲν λίπε θυμός IL le souffle, càd la vie l’abandonna;
2 laisser derrière soi ou après soi ; particul. laisser en souvenir, en dépôt : τινί τι, qch à qqn ; fig. εὔκλειαν ἐν δόμοισι ESCHL un renom glorieux dans sa maison ; ἀνίας καὶ γόους τινί SOPH laisser (à d’autres, en mourant) le chagrin et les gémissements (tandis que le mort est délivré des maux);
3 en mauv. part abandonner par faiblesse ou trahison, délaisser : τινά, abandonner qqn lâchement ; τὴν τάξιν ESCHN abandonner son poste ; φοράν XÉN négliger de payer un tribut ; avec un suj. de ch. λίπον ἰοὶ ἄνακτα OD les traits firent défaut au roi;
II. intr. 1 faire défaut ; être insuffisant οu incomplet;
2 cesser;
Pass.-Moy. λείπομαι (f. λείψομαι, ao.2 ἐλιπόμην ou ao. Pass. ἐλείφθην, pf. λέλειμμαι) être laissé en arrière, d’où
1 rester en arrière : ἐγὼ λιπόμην ἀκαχήμενος ἦτορ OD je demeurai là, le cœur triste ; ἐλείποντο τῶν στρατιωτῶν οἱ διεφθαρμένοι ὑπὸ τῆς χιόνος τοὺς ὀφθαλμούς XÉN ceux des soldats qui avaient les yeux abîmés par la neige demeuraient en arrière ; λείπεσθαι βασιλέος HDT rester en arrière du roi, ne pas le suivre, l’abandonner ; particul. rester en arrière dans une lutte, dans une course : ἀπό τινος, rester en arrière de qqn, être distancé, càd être vaincu par qqn ; fig. être vaincu, être inférieur : τινός, à qqn ; λόγου SOPH rester en arrière d’un discours, d’un propos, càd n’en pas entendre une parole ; ξύνεσιν οὐδενὸς λ. THC ne le céder en intelligence à personne ; πλήθει τινός XÉN être inférieur en nombre à qqn ; abs. λείπεσθαι μάχῃ ESCHL être vaincu dans un combat ou être inférieur en forces dans un combat ; avec un part. : ταῦτα οὐδὲν ἐμοῦ λείπει γιγνώσκων XÉN tu sais cela aussi bien que moi;
2 être laissé en arrière, survivre;
3 être dépourvu de, être privé de, gén. : fig. γνώμας σοφᾶς SOPH manquer de jugement, de sagesse, etc. ; abs. être insuffisant, incomplet : ὀλιγέων γάρ σφι ἡμερέων λείπεται σιτία HDT car il s’en faut de qqes jours qu’ils aient assez de vivres, ils n’ont plus de vivres que pour qqes jours ; abs. avec un suj. de pers. être insuffisant, être incapable de faire qch;
Moy. λείπομαι (f. λείψομαι, ao. ἐλειψάμην) laisser après soi : μνημόσυνα HDT des souvenirs ; διαδόχους ἑαυτῷ PLUT laisser après soi des successeurs.
Étymologie: R. Λιπ, laisser = lat. liq- de reliquus, linquo.
English (Autenrieth)
ipf. λεῖπ(ε), fut. λείψω, aor. 2 ἔλιπον, λίπον, perf. λέλοιπεν, mid. ipf. λείπετ(ο), aor. 2 λιπόμην, pass. perf. λέλειπται, plup. λελείμμην, fut. perf. λελείψεται, aor. 3 pl. λίπεν: leave, forsake; ἔλιπον ἶοί ἄνακτα, arrows ‘failed’ him, Od. 22.119, cf. Od. 14.213; pass. and aor. mid., be left, remain, survive, Il. 12.14; w. gen., be left behind one, as in running, Il. 23.523, ; λελειμμένος οἰῶν, ‘remaining behind’ the other sheep, Od. 9.448 ; λίπεν ἅρματ' ἀνάκτων, ‘had been forsaken by’ their masters, Il. 16.507.
English (Slater)
λείπω (λείποι; λείποντ(α): impf. λεῖπε: aor. (ἔ)λᾰπον; λᾰποι; λᾰπών, -όντες; λᾰπεῖν: pass. λείπεται: λειπόμενον: aor. λείφθη; λειφθείς.)
a leave, abandon τὸν μὲν κνιζομένα λεῖπε χαμαί (O. 6.45) ματέρ' εὐμήλοιο λείποντ Ἀρκαδίας (byz.: λιπόντ codd.) (O. 6.100) κράναν Ὑπερῇδα λιπών (P. 4.125) πῶς δὴ λίπον εὐκλέα νᾶσον (N. 5.15) οὐκ ἤθελεν λιπὼν πατρίδα μοναρχεῖν Ἄργει (Pae. 4.29) pass., μή τινα λειπόμενον τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν (P. 4.186) c. gen., “χρήματα χρήματ' ἀνήρ, ὃς φᾶ κτεάνων θ ἅμα λειφθεὶς καὶ φίλων” bereft of (I. 2.11) generally, εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι (sc. θεός σε) (O. 1.108) Χαρίτων κελαδεννᾶν μή με λίποι καθαρὸν φέγγος (P. 9.90) τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον (κατέλιπον Σ paraphr.: τι λίπον Schr.: ἐπέλιπον Snell) (I. 8.56) Παιὰν δὲ μήποτε λείποι Πα. 2. 3,, 1. φιλάνορα δ' οὐκ ἔλιπον βιοτάν (sc. οἱ δελφῖνες) fr. 236. c. acc. & pr. adj./adv., καὶ γὰρ βιατὰς Ἄρης, τραχεῖαν ἄνευθε λιπὼν ἐχγέων ἀκμάν, ἰαίνει καρδίαν (P. 1.10) καὶ ῥά μιν χώρας ἀκλάρωτον λίπον, ἁγνὸν θεόν (O. 7.59)
b leave behind, leave alive “χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον ἐμὰν ματέρα λιπόντες καὶ ὅλον οἶκον εὐερκέα” sc. Zeus and Poseidon (Pae. 4.45) pass., λείφθη δὲ Θέρσανδρος (O. 2.43) ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 2.
c fragg. ]λιπεῖν ὁτ[ (Π̆{pc}: λείπειν Π.) Πα. 21. . λειπ[ Πα. 13a. 6.
d in tmesis. ἀπὸ ψυχὰν λιπὼν (v. ἀπολείπω) (P. 3.101)
English (Strong)
a primary verb; to leave, i.e. (intransitively or passively) to fail or be absent: be destitute (wanting), lack.
English (Thayer)
(2nd aorist subjunctive 3rd person singular λιπη, T WIt marginal reading; present passive λείπομαι; from Homer down);
1. transitive, to leave, leave behind, forsake; passive to be left behind (properly, by one's rival in a race, hence), a. to lag, be inferior: ἐν μηδενί, Herodotus 7,8, 1); (others associate this example with the two under b.).
b. to be destitute of, to lack: with the genitive of the thing, Sophocles, Plato, others).
2. intransitive, to be lacking or absent, to fail: λείπει τί τίνι, Polybius 10,18, 8; others); τά λείποντα, the things that remain (so Justin Martyr, Apology 1,52, cf. 32; but others are lacking), ἀπολείπω, διαλείπω, ἐκλείπω, ἐπιλείπω, καταλείπω, ἐνκαταλείπω, περιλείπω, ὑπολείπω.)