πλείων

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί → woe unto you scribes and Pharisees hypocrites

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλείων Medium diacritics: πλείων Low diacritics: πλείων Capitals: ΠΛΕΙΩΝ
Transliteration A: pleíōn Transliteration B: pleiōn Transliteration C: pleion Beta Code: plei/wn

English (LSJ)

πλέων, ὁ, ἡ, neut. πλεῖον, πλέον, πλεῖν, Comp. of πολύς (on the forms v. sub fin.),

   A more, of number, size, extent, etc., οἱ δὲ μάχονται παυρότεροι πλεόνεσσι Il.13.739; πλείων μὲν πλεόνων μελέτη Hes. Op.380; ἐς πλείονας οἰκεῖν govern for the interest of the majority, Th. 2.37; πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν greater than... Pi.N.7.21; τὸν πλείω λόγον all further speech, S.Tr.731; ὁ ὄχλος πλείων καὶ πλείων ἐπέρρει X.Cyr.7.5.39; πλείω τὸν πλοῦν . . ποιησάμενοι having made the voyage longer, Th.8.39; ὁ π. βίος a longer life, Pl.Ti.75c; μακροτέρα καὶ π. ὁδός Id.R.435d, etc.; of Time, longer, π. χρόνος Hdt. 9.111, S.Ant.74; πλέων νὺξ τῶν δύο μοιράων Il.10.252.    2 with Art., οἱ πλέονες the greater number, the mass or crowd, 5.673, Od.2.277; οἱ πλεῦνες Hdt.1.106, etc.: c. gen., τὰς πλεῦνας τῶν γυναικῶν ib.1; the people, opp. the chief men, Id.7.149, Th.8.73, 89, etc.; euphem. of the dead, ἀνεστηκυῖα παρὰ τῶν πλειόνων Ar.Ec.1073; εὖτ' ἂν ἵκηαι ἐς πλεόνων AP11.42 (Crin.); ἐς πλεόνων μετοικεσίην ib. 7.731 (Leon.); τὸ πλεῖον πολέμοιο the greater part of... Il.1.165; ὅστις τοῦ πλέονος μέρους χρῄζει, opp. τοῦ μετρίου, S.OC1211 (lyr.); τοῦ πλέονος ἐλπίδι ὀρέγονται Th.4.17, cf. 92.    II pecul. usages of neut.:    1 as a Noun, more, πλεῦν ἔτι τούτου Hdt.2.19, etc.; εἴ τι ἐνορῶ πλέον Id.1.89; τὸ δὲ π. nay, what is more, E.Supp.158 (Musgr. for τί δὲ . .); to a greater extent, Th.1.90, 7.57, etc.; πλέον or τὸ πλέον τινός a higher degree of a thing, τίς πλέον τᾶς εὐδαιμονίας φέρει; S.OT1189 (lyr.); τὸ π. τοῦ χρόνου Th.1.118, etc.; also τὸ π. ὃ ἀναφέρει the excess which he reports, PCair.Zen.661 (iii B.C.); ᾧ πλεῖον the excess, prob. in PPetr.2p.42 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.742.26 (iii B. C.); πλέον ἔχειν to have the advantage, have the best of it, like πλεονεκτέω, c. gen., Hdt.9.70, Pl.R.343d, 349b, etc.; τὸ π. πάντων ἔχειν X.Cyr.1.3.18: more fully, μοίρης πλεῖον ἔχειν Thgn.606; π. τινὸς φέρεσθαι Hdt.8.29; π. φέρεσθαι τῶν ἄλλων And.4.4, etc.; π. ποιεῖν do some good, be successful, βουλοίμην ἂν πλέον τί με ποιῆσαι ἀπολογούμενον Pl.Ap.19a; οὐδὲν π. ποιήσειν, -ῆσαι, And.1.149, 4.7, cf. Pl.Phd. 115c, etc.; παραινοῦσ' οὐδὲν ἐς π. ποιῶ S.OT918; οὐδὲν π. ὀψοφαγῶν ποιήσεις Ath.8.344b; οὐδὲν εἴργασμαι π. E.Hipp.284; οὐδὲν π. πρᾶξαι Id.IA1373, And.4.20, etc.; οὐδὲν ἐπίσταμαι π. have no superior knowledge, Pl.Tht.161b; τί πλέον; what more, i.e. what good or use is it? Antipho 5.95, etc.; τί π. πλουτεῖν . . πάντων ἀποροῦντας; Ar.Pl.531; τί σοι π. λυπουμένῃ γένοιτ' ἄν; E.Hel.322; τί π. ἔστ' εἰς τέκνα πονεῖν; Supp.Epigr.1.567.1 (Karanis, iii B.C.), cf. AP7.261.1 (Diotim.); also οὐδὲν ἦν π. τοῖς πεπονθόσιν Lys.19.4 (= And.1.7), cf. D.35.31; ὧν οὐδέν μοι π. γέγονε Isoc.15.28; οὐδέν γέ σοι π. ἔσται Pl.R.341a; τί τὸ π.; Epigr.Gr.306a.3; ἐπὶ πλέον as Adv., more, further, Hdt.2.171, 5.51, Th.6.54, Pl.Phdr.261b, etc.: c. gen., beyond, ἐπὶ π. τῶν ἄλλων ἰσχύσας Th.1.9 (but, ἐπὶ τὸ π. ἵκεο μοίσας to surpassing height in . ., Theoc.1.20); also ὅταν τις ἐς π. πέσῃ τοῦ θέλοντος S.OC1219 codd. (lyr.); περὶ πλείονος ποιεῖσθαι, v. περί A. IV.    2 as Adv., more, rather, π. ἔφερέ οἱ ἡ γνώμη κατεργάσεσθαι τὴν Ἑλλάδα he inclined rather to the belief... Hdt.8.100; οὐ τοῦτο δειμαίνεις π.; A.Pr.41; σέ . . τῶνδ' ἐς πλέον σέβω S.OT700; ἢ π. ἢ ἔλαττον D.18.125; π. ἔλαττον more or less, BGU402.9 (vi A. D.), IG14.177 (Syracuse); also τὸ π., Ion. τὸ πλεῦν, for the most part, Th.1.81, etc.; αὐτῆς τὸ π. μέτοχός εἰμι have the larger share, Hdt.3.52; τὸ π., = μᾶλλον, οὐ χάριτι τὸ π. ἢ φόβῳ Th.1.9, cf. 2.37; ἐστὶν ὁ πόλεμος οὐχ ὅπλων τὸ π., ἀλλὰ δαπάνης not so much... as . ., Id.1.83.    b with Numerals, τοξότας π. ἢ εἴκοσι μυριάδας X.Cyr.2.1.6; οἶκος πλέον ἢ τεττάρων ταλάντων Is.10.23; ἐν πλέον ἢ διακοσίοις ἔτεσι v.l. in D.24.141 (fort. πλεῖν, v. infr.); π. ἢ ἐν διπλασίῳ χρόνῳ X.Oec.21.3:—in this sense a short form πλεῖν is used by Att. writers (cf. Moer.p.294 P., but the rule is not universal, cf. IG22.657.25 (iii B. C.), etc.), πλεῖν ἢ τριάκονθ' ἡμέρας Ar.Ach.858; πλεῖν ἢ χιλίας (sc. δραχμάς) Id.Eq. 444; στάδια πλεῖν ἢ χίλια Id.Av.6, cf. Nu.1041, 1065, al.; πλεῖν ἤ γε διπλοῦν Id.Lys.589; πλεῖν ἢ 'νιαυτῷ πρεσβύτερος Id.Ra.18, cf. 91; πλεῖν (πλεῖον codd.) ἢ πέντε τάλαντα D.21.173; πλεῖν ἢ δυοῖν ποδοῖν Eub.119.10; is freq. omitted, πλεῖν ἑξακοσίας Ar.Av.1251; ἔτη γεγονὼς πλείω ἑβδομήκοντα v.l. in Pl.Ap.17d; but δέκα πλείοσιν ἔτεσι for ten years more, Id.Lg.932c; τρεῖς μῆνας καὶ πλείω X.HG2.2.16; λίθους . . ὅσον μνααίους καὶ πλεῖον καὶ μεῖον Id.Eq.Mag.1.16: with number in gen., κώμας . . οὐ πλεῖον εἴκοσι σταδίων ἀπεχούσας Id.An.3.2.34, cf. 7.3.12.    c Com., πλεῖν ἢ μαίνομαι more than to madness, Ar. Ra.103,751.    d pl. πλείω used like πλέον, Th.1.3, Pl.R.417b, D. 23.213, etc.; τὰ π. Th.1.81; πλέω A.Ag.868 codd.    e regul. Adv. πλειόνως Aen.Tact.7.4, J.AJ17.1.1.    B FORMS: Ep. use πλείων or πλέων as metre requires, also nom. and acc. pl. πλέες, πλέᾰς, Il.2.129, 11.395, Call.Aet.Oxy.2080.85 (so, with ι from ε, Cret. πλίες, πλίας, Leg.Gort.7.18,24, GDI5125 B8, also πλίαδ (δὲ) Leg.Gort.7.29, πλίανς ib.5.54; πλέας also Aeol., IG12(2).1.9 (Mytil., iv B. C.)); dat. pl. πλεόνεσσι Il.13.739 (πλεόνεσιν is f.l. in Hdt.7.224); Cret. also acc. sg. neut. πλίον Leg.Gort.1.37, al., gen. πλίονος ib.2.39, al., neut. pl. πλίονα ib.4.51, πλία ib.10.17; Aeol. πλήων Hdn.Gr.2.431, also late Dor., IPE12.79.18 (Byzant., i A. D.); Att. Inscrr. have -ει- always before -ου- and -ω-, IG12.76.7, 22.657.25, 2498.22, etc., but -ε- and -ει- before -ο-, ib.12.94.33,40.3,4, 22.2670.4 (but always πλέον).

German (Pape)

[Seite 628] πλεῖον, ονος, im masc. u. fem. auch bei den Attikern gebräuchlicher als πλέων, compar. zu πολύς, mehr, sowohl von der Zahl als von der Größe, der Ausdehnung, dem Werthe; τὸ μὲν πλεῖον πολυάϊκος πολέμοιο χεῖρες ἐμαὶ διέπουσι, den größern Theil des Krieges, Il. 1, 165, vgl. Od. 8, 475; αἰδομένων δ' ἀνδρῶν πλέονες σόοι ἠὲ πέφανται, Il. 5, 531; ἅμα πλέονες καὶ ἀρείους, Od. 9, 48; πολὺ πλέονες καὶ κρείσσονες, 22, 353; κήδεσι μ οχθήσειν καὶ πλείοσιν, Il. 10, 106; μάχονται παυρότεροι πλεόνεσσι, 13, 739, u. öfter; πλέονα λόγον γενέσθαι, Pind. N. 7, 20, u. öfter, οἱ πλέονες, die Mehrzahl, die Meisten. Il. 5, 673 O, d. 2. 277; eben so Her. οἱ πλεῦνες, αἱ πλεῦνες. 1, 106. 199. 2, 120. 7, 149, auch c. gen., αἱ πλεῦνες τῶν γυναικῶν, 1, 1; dah. der große Hause, das gemeine Volk, im Ggstz der Vornehmen, 7, 149. Auch euphemistisch, die Todten, ἐς πλεόνων ἱκέσθαι, wie ἐς Ἅιδου, Crinag. 30 (XI, 42); Leon. Tar. 79 (VII, 731); ἡ γραῦς ἀνεστηκυῖα παρὰ τῶν πλειόνων, Ar. Eccl. 1073. – Πλέων νύξ, der größere Theil der Nacht, Il. 10, 252; πλέων χρόνος, mehr, längere Zeit, Soph. Ant. 74, u. öfter, wie in Prosa: Her. 9, 111; πλείονι καὶ ἐλάττονι χρόνῳ, Plat. Parm. 154 d, u. sonst; πλέω στρατόν, Her. 6, 28; πλέω στρατιήν, 6, 81; τὸ πλεῦν, zumeist, meistens, 3, 52; ἐπὶ πλέον, mehr und mehr, 2, 171. 5, 51. 125; ἐπὶ πλείω, Soph. O. C. 1774 (wird auch ἐπίπλεον als ein Wort geschrieben); περὶ πλέονος ποιεῖσθαι, höher schätzen, Her. u. Folgde überall; – πλέον φρονεῖν, Soph. Phil. 807; – τὸ πλέον τινός, der höhere Grad einer Sache, ἐπὶ τὸ πλέον ἱκέσθαι τινός, d. i. bis zum höchsten Grade einer Sache gelangen, vgl. Theocr. 1, 20. 3, 47, πλέον ἔχειν, mehr haben, voraus haben, Vorzug, Vortheil, Gewinn haben, auch übertreffen, wie πλεονεκτέω, c. gen., Her. 9, 70, wie Xen. Cyr. 7, 5, 61; u. eben so πλέον τινὸς φέρεσθαι, Her. 8, 29; aber πλέον ἔφερέ οἱ ἡ γνώμη, seine Meinung ging mehr dahin, 8, 100; auch vollständig, πλεῖον μοίρης ἔχειν, Theogn. 606; ἐς πλέον ποιεῖν, ἐργάζεσθαι, weiter kommen, mehr ausrichten, Soph. O. R. 911; οὐδὲν ἔτι πλέον ἐγένετο τούτων, es half Nichts, brachte keinen Gewinn, Her. 9, 41. 107. 121 u. öfter; τί ἔσται πλέον τινί, was wird es helfen? was wird er weiter davon haben? Antiph. 5, 95; vgl. Xen. Cyr. 5, 5, 34; πλέον γίγνεται τοῖς ἄλλοις, Isocr. 4, 7; ὧν οὐδέν μοι πλέον γέγονε, wovon mir Nichts gelungen ist, 15, 28; vgl. Dem. Lpt. 7; vgl. Plat. πλέον τι οἰόμενος εἶναι λόγους γεγραμμένους τὸν εἰδότα ὑπομνῆσαι, Phaedr. 275 c; οὐδὲν γάρ μοι πλέον ἦν, Conv. 217 c; ἄν τι καὶ σμικρὸν πλέον ἑκάστοτε ἡγῶνται ἔσεσθαί σφισιν, Legg. III, 697 d; μηδὲν πλέον αὐτῷ γένηται, Conv. 222 d; auch eben so οὐδὲν πλέον ποιήσετε, Phaed. 115 c; Theaet. 200 c; βουλοίμην ἂν πλέον τί με ποιῆσαι ἀπολογούμενον, ich wünschte durch meine Vertheidigung Etwas ausrichten zu können, Apol. 19 a; ἐπὶ πλέον εἶναι ἤ, Euthyd. 290 b; vgl. ἢ ἔχεις τι λέγειν ἐπὶ πλέον τὴν ῥητορικὴν δύνασθαι ἤ, Gorg. 453 a. – Bei Zahlenbegriffen fällt, wie im Lat. quam nach plus, ἤ auch zuweilen weg, ἔτη γεγονὼς πλείω ἑβδομήκοντα, Plat. Apol. 17 d; und die Zahl geht auch in den gen. über, οὐ πλεῖον εἴκοσι σταδίων ἀπέχειν, Xen. An. 3, 2, 34. 7, 3, 12; bemerke noch μισθὸς ὠφείλετο πλέον ἢ τριῶν μηνῶν, ib. 1, 2, 11, womit Krüger vergleicht μυριάδας πλέονδώδεκα, ib. 5, 6, 9, u. Thuc. 4, 72. – Bloß episch ist der nom. u. acc. plur. πλέες, πλέας (s. oben); ion. u. dor. ist die Zusammenziehung πλεῦν für πλέον, πλεῦνος, πλεῦνες u. ä. für πλέονος, πλέονες u. s. w. – Ein besonderer Atticismus ist πλεῖν, nom. u. acc. sing. für πλέον, der nur in Zahlverbindungen, wie πλεῖν ἢ μύριοι, Ar. Av. 6 Nubb. 1041 u. öfter gebraucht ist. – Ion. dat. plur. πλεόνεσι, Her. 7, 224. – Bei Hom. u. Hes. wechseln übrigens die Formen πλείων u. πλέων nach Versbedarf, doch ist letztere, bes. im plur., häufiger;, dat. πλείοσι u. πλεόνεσσι; in att. Prosa ist πλείων, πλέον die gebräuchlichste Form, letzteres besonders in adverbialen Beziehungen, dagegen in der zusammengezogenen Form πλείους, πλείω vorherrschend; aber im nom. plur. bleibt πλέω das Herrschende, vgl. Reisig conj. Arist. p. 43 u. Buttm. Gramm. – Spätere verbinden sogar diese Form πλέω mit einem subst. sing. num., vgl. Wess. D. Sic. 1, 63 u. Schäf. D. L. p. 229.

Greek (Liddell-Scott)

πλείων: πλέων, ὁ, ἡ, οὐδ. πλεῖον, πλέον, πλεῖν, συγκρ. τοῦ πολύς· (περὶ τῶν τύπων ἴδε ἐν τέλ.)· ― πλειότερος, Ὅμ., κλ.· οὐ μόνον ἐπὶ ἀριθμοῦ ἀλλὰ καὶ καθόλου ἐπὶ μεγέθους, ἐκτάσεως, κτλ., ὡς τὸ πλεῖστος, οἱ δὲ μάχονται παυρότεροι πλεόνεσσι Ἰλ. Ν. 739· πλείων μὲν πλεόνων μελέτη Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 378· ἐς πλέονας οἰκεῖν, διοικεῖν πρὸς τὸ συμφέρον τῶν πλειόνων, Θουκ. 2. 37· πλέον’ ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος, ἢ πάθεν, μεγαλείτερον παρά..., Πινδ. Ν. 7. 29· τὸν πλείω λόγον, πάντα περαιτέρω λόγον, Σοφ. Τρ. 731· ὁ ὄχλος πλείων καὶ πλείων ἐπέρρει Ξεν. Κύρ. 7. 5, 29· πλείω τὸν πλοῦν, τὸ περισσότερον μέρος τοῦ πλοῦ, Θουκ. 8. 39· ὁ πλ. βίος, μακροτέρα ζωή, Πλάτ. Τίμ. 75C· μακροτέρα καὶ πλ. ὁδὸς ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 435D, κτλ.· ― ἐπὶ χρόνου, μείζων, μακρότερος, πλείων χρόνος Ἡρόδ. 9. 111, Σοφ. Ἀντ. 74· παρῴχωκεν δὲ πλέων νὺξ τῶν δύο μοιράων, νὺξ δὲ παρῆλθε πλέων τῶν δύο μοιρῶν, ἢ πλέον ἢ δύο μοίρας, Ἰλ. Κ. 252. 2) μετὰ τοῦ ἄρθρου, οἱ πλέονες, «οἱ πλείονες», ὡς τὸ οἱ πολλοί, ὁ ὄχλος, τὸ πλῆθος, Ἰλ. Ε. 673, Ὀδ. Β. 277· οἱ πλεῦνες Ἡρόδ. 1. 106, κτλ.· μετὰ γεν. τὰς πλεῦνας τῶν γυναικῶν 1. 1· ― τὸ πλῆθος, ὁ λαός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἀρχηγούς, 7. 149, Θουκ. 8. 73, 89, κτλ.· ― κατ’ εὐφημισμὸν ἐπὶ τῶν νεκρῶν, ἀνεστηκυῖα παρὰ τῶν πλεόνων Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1073· εὖτ’ ἂν ἵκηαι ἐς πλεόνων, ὡς τὸ ἐς Ἄιδου, Ἀνθ. Π. 11. 42· ἐς πλεόνων μετοικεσίην 7. 731· ― τὸ πλεῖον πολέμοιο, τὸ περισσότερον μέρος τοῦ π., Ἰλ. Α. 165, Ὀδ. Θ. 475· καὶ συχν. παρὰ τοῖς Ἀττ., ὅστις τοῦ πλέονος μέρους χρῄζει, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τοῦ μετρίου, Σοφ. Ο. Κ. 1211· τοῦ πλέονος ἐλπίδι ὀρέγεσθαι Θουκ. 4. 17, πρβλ. 92. ΙΙ. ἰδιαίτεραι χρήσεις τοῦ οὐδ.: 1) ὡς οὐσιαστ., ἀντίθετον τῷ ἔλαττον, πλεῦν ἔτι τούτου Ἡρόδ. 2. 19, κτλ. · εἴ τι ἐνορῶ πλέον 1. 89· τὸ δὲ πλέον, τὸ δὲ σπουδαιότερον, τὸ δὲ πλέον, ἧλθον Ἀμφιάρεώ γε πρὸς βίαν Εὐρ. Ἱκέτ. 158 (κατὰ τὸν Musgr. ἀντὶ τοῦ τί δέ...), Θουκ. 1. 90., 7. 57, κτλ. · ― πλέον ἢ τὸ πλέον τινός, ὁ ἀνώτερος βαθμὸς πράγματός τινος, πλέον τᾶς εὐδαιμονίας Σοφ. Ο. Τ. 1189· τὸ πλ. τοῦ χρόνου, τὸ πλειότερον μέρος, Θουκ. 1. 118, κτλ.· τῷ πλούτῳ διδοὺς τὸ πλεῖον Εὐρ. Ἱκέτ. 408· ― πλέον ἔχω, ὑπερτερῶ, ὑπερβάλλω, κερδαίνω, νικῶ, Θουκ. 7. 36· ὡσαύτως ὡς τὸ πλεονεκτέω, μετὰ γεν., Ἡρόδ. 9. 70, Πλάτ. Πολ. 343D, 349B, κτλ.· τὸ πλ. ἔχειν πάντων Ξεν. Κύρ. 1. 3, 18· πληρέστερον πλεῖον μοίρης ἔχειν Θέογν. 606· οὕτω, πλέον τινὸς φέρεσθαι, ἀντίθετον τῷ ἔλαττον ἔχειν, Ἡρόδ. 8, 29· πλ. φέρεσθαι τῶν ἄλλων Ἀνδοκ. 29. 18, κτλ.· ὡσαύτως πλέον ποιεῖν, ὡς βουλοίμην πλέον τί με ποιῆσαι ἀπολογούμενον Πλάτ. Ἀπολ. 19Α· οὐδὲν πλ. ποιεῖν Ἀνδ. 19. 27., 29. 32, Πλάτ. Φαίδων 115C, κτλ.· παραινοῦσ’ οὐδὲν ἐς πλ. ποιῶ Σοφ. Ο. Τ. 918, πρβλ. Ἀθήν. 344Β· οὐδὲν εἴργασμαι πλ. Εὐρ. Ἱππ. 284· οὐδὲν πλ. πράσσειν, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1373, Ἀνδοκ. 31. 41, κτλ.· οὐδὲν ἐπίσταμαι πλ., δὲν γνωρίζω περισσότερα, Πλάτ. Θεαίτ. 161Β· ― τί πλέον; τί περισσότερον; δηλ. εἰς τί δύναται νὰ ὠφελήσῃ ἢ νὰ χρησιμεύσῃ, Ἀντιφῶν 140. 42, κτλ.· τί πλ. πλουτεῖν ἐστιν πάντων τούτων ἀποροῦντα; Ἀριστοφ. Πλ. 531· τί σοι πλέον λυπουμένῃ γένοιτ’ ἂν; Εὐρ. Ἑλ. 323· οὕτως, οὐδὲν ἦν ἔτι πλέον τοῖς πεπονθόσιν Ἀνδοκ. 2. 4, πρβλ. Δημ. 933 8· ὧν οὐδέν μοι πλ. γέγονε Ἰσοκρ. 315D· οὐδέν γέ σοι πλ. ἔσται Πλάτ. Πολ. 341Α· τί τὸ πλέον; Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. (προσθῆκαι) 306a. 3· ― ἐπὶ πλέον, ἐπιρρημ., ὡς καὶ νῦν, εἰδότι μοι ἐπὶ πλέον ὡς ἕκαστα αὐτῶν ἔχει Ἡρόδ. 2. 171., 5. 51, Θουκ. 1. 9., 6. 54, Πλάτ. Γοργ. 453Α, κτλ.· καὶ μετὰ γεν., πέραν, ἐπὶ τὸ πλ. τινὸς ἱκέσθαι, εἰς τὸ ἄκρον, εἰς τὸ τέλειον, Θεόκρ. 1. 20, πρβλ. 3. 47· ― περὶ πλείονος ποιεῖσθαι, ἴδε ἐν λ. περὶ Α. IV. 2) ὡς ἐπίρρ., μᾶλλον, περισσότερον, πλέον ἔφερέ οἱ ἡ γνώμη κατεργάσασθαι τὴν Ἑλλάδα, ἡ γνώμη του ἔκλινε μᾶλλον εἰς τὸ νά…, Ἡρόδ. 8. 100· οὐ τοῦτο δειμαίνεις πλέον; Αἰσχύλ. Πρ. 41· οὕτως, ἐς πλέον Σοφ. Ο. Τ. 700· ἢ πλ. ἢ ἔλαττον Δημ. 269. 7, κτλ. · ― ὡσαύτως, τὸ πλέον, Ἰων. τὸ πλεῦν, κατὰ τὸ πλεῖστον, Ἡρόδ. 3. 52, Θουκ. 4. 27, κτλ.· τὸ πλ. = μᾶλλον, οὐ χάριτι τὸ πλ. ἢ φόβῳ ὁ αὐτ. 1. 9, πρβλ. 2. 37· οὐχ ὅπλων τὸ πλ., ἀλλὰ δαπάνης, οὐχὶ τόσον..., ὅσον…, ὁ αὐτ. 1. 83. β) μετ’ ἀριθμητικῶν, τοξότας πλ. ἢ εἴκοσι μυριάδας Ξεν. Κύρ. 2. 1, 6· οἶκος πλέον ἢ δ’ ταλάντων Ἰσαῖ. 82. 14· ἐν πλέον ἢ διακοσίοις ἔτεσι Δημ. 744. 23· πλ. ἢ ἐν διπλασίῳ χρόνῳ Ξεν. Οἰκ. 21, 3· ― ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ συνῃρ. τύπος πλεῖν εἶναι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ., πλεῖν ἢ τριάκονθ’ ἡμέρας Ἀριστοφ. Ἀχ. 858· πλεῖν ἢ χιλίας (δηλ. δραχμὰς) ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 444· στάδια πλεῖν ἢ χίλια ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 6. πρβλ. Νεφ. 1041, 1065, κ. ἀλλ.· πλεῖν ἤ γε διπλοῦν ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 589· πλεῖν ἢ ’νιαυτῷ πρεσβύτερος ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 18, πρβλ. 91· πλεῖνπέντε τάλαντα Δημ. 570. 16· πλεῖν ἢ δυεῖν ποδοῖν Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10· ἀλλὰ τὸ ἢ συχνάκις παραλείπεται ὡς ἐν τῇ Λατ. τὸ quam μετὰ τὸ plus, τὸ δὲ ἀριθμητικὸν μένει ἀμετάβλητον, πλεῖν ἑξακοσίας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1251· οὕτως, ἔτη γεγονὼς πλείω ἑβδομήκοντα, plus septuaginta natus, Πλάτ. Ἀπολ. 17D· δέκα πλείοσιν ἔτεσι, ἀντὶ πλέον ἢ δέκα ἔτεσι, Πλάτ. Νόμ. 932C· ὡσαύτως, τρεῖς μῆνας καὶ πλείω Ξεν. Ἑλλ. 2, 2, 16· λίθους… ὅσον μνααίους καὶ πλέον ὁ αὐτ. ἐν Ἱππαρχ. 1. 16· ― ἀλλὰ τὸ ἀριθμητικὸν συχν. τίθεται κατὰ γενικήν, κώμας... οὐ πλεῖον εἴκοσι σταδίων ἀπεχούσας ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 3. 2, 34, πρβλ. 7. 3, 12. γ) παρὰ τοῖς κωμ. εὑρίσκομεν τὴν φράσιν, πλεῖνμαίνομαι, «πλέον ἢ μαίνομαι ἐπ’ αὐτῷ, τουτέστιν ὑπερβαλλόντως μοι ἀρέσκει» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 103, 751. δ) ὡς ἐπίρρ. μετ’ ἄλλου συγκριτικοῦ, Pors. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 624· καὶ ἐνίοτε ἀντὶ τοῦ μᾶλλον, Ἕρμανν. εἰς Εὐρ. Ἴωνα σ. xii. δ) τὸ πληθ. πλείω κεῖται ὡσαύτως ὡς τὸ πλέον, Θουκ. 1. 3, 81, Πλάτ. Πολ. 417C, Δημ. 691. 14, κτλ.· οὕτω παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 868, 1068, 1299, τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι πλέω = πλέον. Β. ΤΥΠΟΙ· ― ὁ Ὅμ., ὡς καὶ ὁ Ἡσ. ἔχουσι τοὺς τύπους πλείωνπλέων κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ στίχου: παρ’ Ἀττ. ὁ συνήθης τύπος φαίνεται ὅτι εἶναι πλείων· ἀλλ’ οἱ Τραγ. χρῶνται τῷ τύπῳ πλέων χάριν τοῦ μέτρου, ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. Μήδ. 88· ἐν τῷ οὐδετέρῳ σύνηθες εἶναι τὸ πλέον, μάλιστα ὅταν πλησιάζῃ εἰς τὴν ἐπιρρηματικὴν σημασίαν· ― ἐκ τῶν Ἀττικῶν συνῃρημένων τύπων τὰ πλείω, πλείους, εἶναι ἂν μὴ τὰ μόνα ἐν χρήσει ἀλλὰ βεβαίως εἶναι παλαιότερα καὶ δοκιμώτερα· τὸ οὐδ. πληθ. πλείω εὕρηται συχν. ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἀντὶ τοῦ πλεῖον ἢ πλείους, ὡς συμβαίνει καὶ εἰς τὸ μείζω, τὸ βελτίω, κτλ., L. Dind. εἰς Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 16. ― Ἡ ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. πλέες, πλέᾰς, Ἰλ. Β. 129, Λ. 395 εἶναι μόνον Ἐπικ. · τὸ συνῃρ. πλεῖς ἔν τινι Δωρ. ἐπιγραφῇ (Συλλ. Ἐπιγρ. 2671. 39) εἶναι ἀμφίβ., ἴδε Böckh.· ― Ἐπικ. δοτ. πληθ. πλεόνεσσι Ἰλ. Α. 281, κτλ.· ἀλλ’ ἀντὶ τοῦ πλεόνεσι ἐν Ἡροδ. 7. 224, ὁ Dind. διορθοῖ πλέοσι, π. Διαλ. Ἡροδ. xiv. ― Οἱ συνῃρ. τύποι πλεῦν, πλεῦνος, πλεῦνες εἶναι Ἰων. καὶ Δωρ., καὶ παρ’ Ἡροδ. ἐπικρατοῦσι: πλεῖν, ὀνομ. καὶ αἰτ. ἑνικ. οὐδετ. ἀντὶ τοῦ πλέον, δεῖν ἀντὶ τοῦ δέον, εἶναι ἰδίως Ἀττ., ἀλλὰ μόνον μετ’ ἀριθμητικῶν, ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 2. β καὶ γ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 plus nombreux ; au sg. seul. avec un nom collectif : πλείων ὄχλος XÉN foule plus nombreuse ; au pl. μάχονται πλεόνεσσι épq. IL ils combattent contre un ennemi plus nombreux ; ἐς πλέονας οἰκεῖν THC gouverner en vue ou dans l’intérêt du plus grand nombre, de la majorité ; avec un n. de nombre : ἔτη γεγονὼς πλείω ἑβδομήκοντα PLAT âgé de plus de 70 ans ; avec l’article : οἱ πλείονες IL, OD, οἱ πλεῦνες (ion.) HDT la plupart ; masse du peuple, foule;
2 autre en sus, qui est en plus, en outre ; τὰ πλείονα SOPH les choses en plus, en sus;
3 plus considérable, plus grand : πλέων χρόνος HDT un plus long temps ; πλέων νύξ IL la plus grande partie de la nuit ; πλέον ἔχειν THC, τὸ πλέον ἔχειν τινός XÉN, πλέον τινὸς φέρεσθαι HDT avoir ou obtenir la supériorité sur qqn ; τί πλέον ; AR qu’a-t-on ou qu’aurait-on de plus ? qu’y gagne-t-on ? qu’y gagnerait-on ? οὐδὲν πλέον ISOCR on n’y gagne rien ; πλέον ποιεῖν PLAT faire qch de plus, càd aboutir à qch, ne pas perdre son temps ni sa peine ; περὶ πλείονος ποιεῖσθαι, acc. (v. περί) estimer davantage;
Subst. au neutre, τὸ πλεῖον ou τὸ πλέον, la majeure partie, le plus ; avec une prép. • ἐς πλέον SOPH, ἐς τὸ πλέον THC encore plus;
Adv. I. • πλέον :
1 plus : τοξότας πλέονεἴκοσι μυριάδας XÉN plus de 20 myriades d’archers ; ou avec le n. de nombre au gén. : οὐ πλεῖον (att. p. πλέον) εἴκοσι σταδίων ἀπέχειν XÉN n’être pas éloigné de plus de 20 stades ; τὸ πλέον THC, τὸ πλεῦν (ion.) HDT pour la plus grande partie ; en gén. plus, plutôt, au sens de μᾶλλον;
2 en plus, en sus, en outre;
II. plur. • πλείονα ou • πλείω THC plus, davantage.
Étymologie: R. Πλε, être plein ; cf. πλέος, πολύς, etc.

English (Autenrieth)

and πλέων, πλέον (comp. of πολύς), pl. nom. πλέονες (Hdt. πλεῦνες), Od. 18.247, πλείους, πλέες, dat. πλείοσιν, πλεόνεσσιν, acc. πλέας: more, greater, the greater part.

English (Strong)

or neuter pleion, or pleon comparative of πολύς; more in quantity, number, or quality; also (in plural) the major portion: X above, + exceed, more excellent, further, (very) great(-er), long(-er), (very) many, greater (more) part, + yet but.

Greek Monolingual

πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α
(ως συγκριτ. βαθμός του επιθ. πολύς)
1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και αξία) περισσότερος («καταλέλοιπε δὲ... καὶ διαλόγους πλείονας», Διογ. Λαέρ.)
2. (με γεν.) ο ανώτερος βαθμός κάποιου πράγματος (α. «πλέον του δέοντος» — περισσότερο από ὁσο πρέπει ή χρειάζεται
β. «τίς ἀνὴρ πλέον τᾱς εὐδαιμονίας φέρει», Σοφ.)
3. (το ουδ. με αριθμτ. ως επίρρ.) πλέον ἡπλεῑν ή πλεῡν
περισσότερο, πιο πολύ, παραπάνω (α. «συγκεντρώθηκαν πλέον τών χιλίων ατόμων» β. «κώμας... οὐ πλεῑον εἴκοσι σταδίων ἀπέχουσας», Ξεν.)
4. (το ουδ. με την πρόθεση επί και με επιρρμ. σημ.) επί πλέον εκτός από αυτό, προσέτι («δεν φθάνει που άργησες, επί πλέον διαμαρτύρεσαι»)
5. φρ. α) «περί πλείονος ποιούμαι τι» — θεωρώ κάτι ως ανώτερο κάποιου άλλου, αποδίδω σε αυτό μεγαλύτερη σημασία σε σχέση με κάτι άλλο και, άρα, το προτιμώ
νεοελλ.
1. ο τ. του ουδ. χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό περιφραστικού τ. συγκριτικού βαθμού επιθέτων, μετοχών και επιρρημάτων, ὁπως λ.χ. ο πλέον καλοπληρωμένος ηθοποιός
2. (το ουδ. ως επίρρ.) α) στο εξής («θα φροντίσω να μην σέ κουράζω πλέον»)
β) ήδη, πια («είναι αργά πλέον να μετανοήσεις»)
3. φρ. α) «και πλέον ου» — τίποτε πέρα από αυτό, τίποτε περισσότερο
β) «περί πλέον» ή «περιπλέον» — περισσότερο, επιπροσθέτως
αρχ.
1. (για τον χρόνο) μακρότερος («οὔτε ἐκείνῃ πλεῡνα χρόνον συνοικήσεις», Ηρόδ.)
2. (το αρσ. πληθ. (ή και το θηλ.) με αρθρ.) oἱ, αἱ πλείονες ή πλέονες ή πλεῡνες
α) ο μεγαλύτερος αριθμός ενός συνόλου, ιδίως του λαού
β) το πλήθος, η μάζα, σε αντιδιαστολή προς τους αρχηγούς
γ) (κατ' ευφ.) οι νεκροί; οι πεθαμένοι
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλεῑον ή πλέον
α) το μεγαλύτερο, το περισσότερο μέρος
β) το σπουδαιότερο τμήμα ή το σπουδαιότερο πράγμα
γ) η τελειότητα
4. (το ουδ. με την πρόθεση επί και με επιρρμ. σημ.) (με γεν.) σε ανώτερο βαθμό («ναυτικῷ ἅμα ἐπὶ πλέον τῶν ἄλλων ἰσχύσας», Θουκ.)
5. (η αιτ. του ουδ. με ή χωρίς αρθρ. ως επίρρ.) (το) πλέον ή πλεῑον ή πλεῑν
i) περισσότερο (α. «σέ... τῶν δ' ἐς πλέον σέβω», Σοφ.
β. «ἐστὶν ὁ πόλεμος οὐχ ὅπλων τὸ πλέον, ἀλλὰ δαπάνης», Θουκ.)
ii) στο μεγαλύτερο μέρος, κατά το πλείστον
6. (η αιτ. πληθ. του ουδ. ως επίρρ.) πλείω
περισσότερο
7. φρ. α) «οἰκῶ ἐς πλείονας» — διοικώ αποβλέποντας στο συμφέρον τών περισσοτέρων
β) «ὁ πλείων λόγος» — κάθε περαιτέρω λόγος
γ) «πλείω τὸν πλοῡν ποιοῡμαι» — εκτελώ το μεγαλύτερο μέρος του ταξιδιού
δ) «πλείων ὁδός» — μεγαλύτερος, περισσότερος δρόμος
ε) «μοίρας πλέον ἔχω» — είμαι κύριος του μεγαλύτερου τμήματος ενός όλου
στ) «τὸ πλεῑον πάντων ἔχω» — έχω το περισσότερο από όλα ή από όλους
ζ) «τὸ πλέον τοῡ χρόνου» — το μεγαλύτερο τμήμα του χρόνου
η) «πλέον ἔχω» — πλεονεκτώ, υπερτερώ ή νικώ
θ) «πλέον ποιῶ» — κατορθώνω κάτι περισσότερο
ι) «οὐδὲν πλέον ποιῶ» και «οὐδὲν ἐς πλέον ποιῶ» και «οὐδὲν ἐργάζομαι πλέον» και «οὐδὲν πλέον πράττω» — δεν κατορθώνω τίποτε περισσότερο
ια) «οὐδὲν ἐπίσταμαι πλέον» — δεν γνωρίζω τίποτε περισσότερο
ιβ) «τί πλέον [ἐστί];»
i) τί υπάρχει περισσότερο, δηλ. σε τί μπορεί να ωφελήσει ή να χρησιμεύσει; ii) (με απαρμφ.) σε τί ωφελεί να... ιγ) «οὐδέν ἐστι πλέον τινί» — δεν χρησιμεύει σε τίποτε, καμιά ωφέλεια δεν υπάρχει
ιδ) «πλεῑν ἤ μαίνομαι» — μού αρέσει κάτι υπερβολικά.
επίρρ...
πλειόνως ΜΑ, πλειόνως και ιων. τ. πλεύνως Α
περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το συγκριτικού βαθμού επίθ. πλείων / πλέων (< plē-is-on-) του επιθ. πολύς ανάγεται στη δυσύλλαβη μορφή plē- (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, πρβλ. πί-μ-πλη-μι) της ΙΕ ρίζας pel- / pelә1- / plē- «πληρώ, γεμίζω» (βλ. και λ. πολύς) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. prāyah και αβεστ. frāyah-. Ο τ. πλείων (< plē-is-on-) έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα -ις
του επιθήματος του συγκριτικού βαθμού -yes- / -yos- με έρρινη παρέκταση -on-. Προβλήματα ωστόσο παρουσιάζει η βραχύτητα στον φωνηεντισμό του τ. πλείων αναφορικά προς τον αρχικό τ. πλήjων, αφού ο βραχυντικός νόμος του Osthoff λειτούργησε μετά τη σίγηση του ενδοφωνηεντικού -σ-. Ο τ. πλείων, λοιπόν, θα πρέπει να θεωρηθεί αναλογικός σχηματισμός από το υπερθ. πλεῖστος (ή το συγκριτ. μείων). Οι ομηρ. τ. πλέες και πλέας (απ' όπου οι κρητ. τ. πλίες, πλίας) δεν εμφανίζουν επίθημα -ις
και έχουν σχηματιστεί πιθ. από τ. ουδ. πληθ. πλέα (που μαρτυρείται στον τ. πλία) από το ουδ. πλέον. Δυσερμήνευτος είναι και ο αττ. τ. πλεῖν (αντί πλεῖς) με επίθημα μηδενισμένης βαθμίδας χωρίς έρρινη παρέκταση, ο οποίος έχει σχηματιστεί πιθ. με συγκοπή από το ουδ. πλεῖον. Εξίσου δυσερμήνευτος παραμένει και ο αρκαδ. τ. πλος (βλ. και λ. πλείστος)].