σκότος
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
English (LSJ)
ὁ, more rarely σκότος, εος, τό (v. sub fin.),
A darkness, gloom, Od.19.389, Emp.121.4, Pi.Fr.142, etc.; opp. φάος, A.Ch.319 (lyr.), E.Hipp.417, etc.; opp. ἡμέρα, Pl.Def.411b.
2 in Il. always of the darkness of death, mostly in phrase τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν 4.461, al.; στυγερὸς δ' ἄρα μιν σ. εἷλεν 5.47, 13.672; so in Trag. and Com., σκότῳ θανεῖν E.Hipp.837 (lyr.); ἤδη με περιβάλλει σκότος Id.Ph.1453; σκότος γίγνεται Pherecr.40; σκότον εἶναι τεθνηκότος (sc. Αἰσχύλου) = it has been dark since he died Ar.Fr. 643.
3 of the nether world, Pi.Fr.130; σκότον νέμονται Τάρταρόν τε A.Eu.72, cf. Pers.223; τὸν ἀεὶ κατὰ γᾶς σ. εἱμένος S.OC1701 (lyr.); παῖδες ἀρχαίου Σκότου ib.106; ἰὼ σ., ἐμὸν φάος Id.Aj.394 (lyr.); γῆς σκότῳ κέκρυπται E.Hel.62; σκότου πύλαι Id.Hec.1.
4 the darkness of the womb, φυγόντα μητρόθεν σκότον A.Th.664: pl., ἐν σκότοισι νηδύος τεθραμμένη Id.Eu.665.
5 of blindness, σκότου νέφος S.OT 1313 (lyr.); ὁθούνεκ' . . ἐν σκότῳ . . ὀψοίατο, i.e. οὐκέτι ὀψοίατο, ib.1273; βλέποντα νῦν μὲν ὄρθ', ἔπειτα δὲ σκότον, i.e. μηδέν, ib.419; σκότον δεδορκώς E.Ph.377, cf. HF563.
b dizziness, vertigo, Hp.Epid. 5.23; σκότοι πρὸ τῶν ὀμμάτων Arist.HA584a3; cf. σκοτόδινος, σκοτοδινιάω.
6 metaph., σκότῳ κρύπτειν = hide in darkness, S.El.1396 (lyr.), cf. Pi.Frr.42.5, 228; σκότον ἔχειν to be in darkness, obscurity, Id.N.7.13, E.Fr.1052.8; ἀπορία καὶ σκότος Pl.Lg.837a; περικαλύψαι τοῖσι πράγμασι σκότον E.Ion1522: with Preps., διὰ σκότους ἡ ὁδός it is dark and uncertain, X.An.2.5.9; ἐν σκότῳ καθήμενος Pi.O.1.83; μηδὲν ἐν σκότῳ τεχνωμένων S.Ant.494; κατὰ σκότον Id.Ph.578; ὑπὸ σκότου Id.Ant.692, E.Or.1457 (lyr.), X.Cyr.4.6.4; ὑπὸ σκότῳ A.Ag.1030 (lyr.), E.Ph.1214.
7 of a person, Μητρότιμος ὁ σκότος, like ὁ σκοτεινός, the mystery-man, Hippon.78; also, darkness, i.e. ignorance, D.19.226; deceit, σκότος καὶ ἀπάτη Pl.Lg.864c.
8 pl., σκότη = shadows in a picture, Paus.Gr.Fr.300, Suid. s.v. ἀπεσκοτωμένα = darkened (ones), stained (ones), Eust.953.51.—Ael.Dion. Fr.217 regarded the masc. as the Att. form: the neut. never occurs in Ar., and is nowhere required by the metre in Trag., though it sometimes occurs in codd., E.Hec.831, HF1159, Fr.534, v.l. in S.OC40, dub. l. in A.Fr.6; it is found, however, without v.l., in Pi.Fr.42.5 and Att. Prose, Pl.R.516e, Cra.418c, D.18.159, etc.; also in Hdt.2.121. έ, X.An.2.5.9, 7.4.18; the word is always neut. in LXX and NT.
German (Pape)
[Seite 905] ὁ, Finsternis, Dunkelheit, Dunkel; Od. 19, 389; häufiger ist das Wort in der Il., hier aber immer das Todesdunkel, z. B. τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν, Il. 4, 461 u. öfter, στυγερὸς δ' ἄρα μιν σκότος εἷλεν, 5, 47 u. öfter; wie vom Dunkel der Unterwelt Soph. Ai. 388, τὸν ἀεὶ κατὰ γᾶς σκότον εἱμένος O. C. 1698; ἐπεὶ γῆς σκότῳ κέκρυπται, Eur. Hel. 62. – Überh. Dunkelheit, Verborgenheit; ἐν σκότῳ καθήμενος, Pind. Ol. 1, 83; γνώμαν σκότῳ κυλίνδει, N. 4, 40; αἱ μεγάλαι ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι, die verborgen, unbekannt bleiben, 7, 13; οὐδ' ἐν σκότοισι νηδύος τεθραμμένη, Aesch. Eum. 635; σκότῳ φάος ἰσόμοιρον, Ch. 317, u. oft; δόλον σκότῳ κρύψας, Soph. El. 1388; vom Dunkel der Blindheit, O. R. 1313, vgl. βλέποντα νῦν μὲν ὄρθ', ἔπειτα δὲ σκότον, 419. 1273; Eur. oft, auch περικαλύψαι τοῖσι πράγμασι σκότον, Ion 1522; u. in Prosa: Gegensatz τὸ φῶς, Plat. Crat. 418 c; auch übrtr., πᾶσαν ἀπορίαν καὶ σκότον ἀπεργάζεται, Legg. VIII, 837 a; οἱ ἐν σκότῳ ὄντες, die im Verborgenen leben, Xen. Cyr. 2, 1, 25; ὑπὸ σκότου τὸν φθόνον κατέχειν, den Neid verhehlen, 4, 6, 4. – Auch neutr. τὸ σκότος, im dat. σκότει, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν, Pind. frg. 171, vgl. ib. 106, was nach Moeris mehr attisch sein soll; so Eur. ἐκ τοῦ σκότους, Hec. 831; σκότος ἀμπίσχον, Hipp. 192; πέπλοισι κρατὶ περιβάλω σκό- τος, Herc. F. 1159; u. in Prosa: ὥσπερ ἐν σκότει, Plat. Phaed. 99 b; ἐν σκότει = bei Nacht, Xen. Cyr. 1, 6, 40; ἐπίκουρον σκότους, Mem. 4, 3, 7. Vgl. Piers. Moeris 355 Schäfer Greg. Cor. 22. 615.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
I. ténèbres, obscurité : ἐν σκότῳ, ὑπὸ σκότῳ, ὑπὸ σκότου, κατὰ σκότον = dans l'obscurité ou dans l'ombre au propre et au fig. ; ὑπὸ σκότου SOPH furtivement ; ὁ Σκότος les Ténèbres personnifiées ; particul. :
1 ténèbres de la mort;
2 ténèbres des enfers ; les enfers;
3 cécité;
II. fig. obscurité, incertitude, aveuglement de l'esprit ; ignorance.
Étymologie: apparenté à σκιά.
2ion. -εος, att. -ους (τό) :
c. ὁ σκότος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκότος -ου, ὁ, ook σκότος -ους, τό duisternis, het donker poët. duisternis (van de dood of de onderwereld):;... μιν σκότος εἷλε duisternis nam bezit van hem Il. 5.47; τὸν ἀεὶ κατὰ γᾶς σκότον de eeuwige duisternis onder de aarde Soph. OC 1701; als plaatsnaam Σκότος de Duisternis (gezegd van de Onderwereld); christ.. τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον de buitenste duisternis (van de Hel) NT Mt. 8.12. trag. duisternis (van blindheid):; ἰὼ σκότου νέφος oh, nevel van duisternis Soph. OT 1313; met ww. van zien:. σκότον δεδορκώς duisternis ziende (d.w.z. blind) Eur. Phoen. 377. overdr. duisterheid, onhelderheid, verborgenheid:; ἀπορία καὶ σ. moeilijkheid en duisterheid Plat. Lg. 837a; spec. met prep..; διὰ σκότους ἡ ὁδός de route is duister Xen. An. 2.5.9; διὰ σκότου = ἐν σκότῳ = κατὰ σκότον = ὑπὸ σκότου = ὑπὸ σκότῳ = in duisternis, in het geheim; van pers. onwetendheid:. πολύ τι σκότος... ἐστὶν παρ’ ὑμῖν πρὸ τῆς ἀληθείας bij jullie is de waarheid geblokkeerd door grote onwetendheid (of bij jullie staat grote duisternis de waarheid in de weg) Dem. 18.226. geneesk. duisternis (van het verliezen van het bewustzijn).
Russian (Dvoretsky)
σκότος: ὁ, атт. тж. σκότος, εος τό
1 темнота, тьма, мрак Hom., Pind.: ἐν σκότει Xen. во тьме, ночью; βλέπειν σκότον Soph. видеть тьму, т. е. быть слепым; σκότον δεδορκώς Eur. слепой; σκότοι πρὸ τῶν ὀμμάτων Arst. потемнение в глазах;
2 смертная тень, смерть (τὸν δὲ σ. ὄσσε κάλυψεν Hom.): σκότῳ θανεῖν Eur. быть похищенным смертью;
3 подземный мир, царство тьмы Trag.: σκότου πύλαι Eur. врата подземного царства;
4 глубь, недра: ἐν σκότοισι νηδύος Aesch. в недрах (материнского) чрева;
5 перен. тьма, тайна: δόλον σκότῳ κρύψας Soph. скрыв (свою) хитрость; ἐν σκότῳ и κατὰ σκότον Soph., ὑπὸ σκότῳ Aesch. и ὑπὸ σκότου Xen. в темноте, втайне;
6 неизвестность: διὰ σκότους εἶναι Xen. быть неизвестным;
7 непонятность, неясность (ἀπορία καὶ σ. Plat.);
8 духовная темнота, неведение (κωφότης καὶ σ. Dem.).
English (Autenrieth)
darkness, gloom; often in relation to death, Il. 4.461, Il. 5.47.
English (Slater)
σκότος (ὁ.) darkness ἔνθεν τὸν ἄπειρον ἐρεύγονται σκότον βληχροὶ δνοφερᾶς νυκτὸς ποταμοὶ sc. in the underworld fr. 130 ad Θρ. 7. met., τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν σκότῳ καθήμενος ἕψοι μάταν; (O. 1.83) γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει (N. 4.40) ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι (N. 7.13) πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228.
Spanish
oscuridad, ignorancia, ceguera
English (Strong)
from the base of σκιά; shadiness, i.e. obscurity (literally or figuratively): darkness.
Greek Monolingual
-ους, το / σκότος, -εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, -ου, ὁ Α
1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη της νύχτας» β. «καὶ διεχώρισεν ὁ θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ φωτός, καὶ ἀναμέσον τοῦ σκότους», ΠΔ
γ. «αὐτάρ Ὀδυσσεὺς ἴζεν ἐπ' ἐσχαρόφιν, ποτὶ δὲ σκότον ἐτράπετ' αἶψα», Ομ. Οδ.)
2. μτφ. άγνοια, έλλειψη πνευματικής ή άλλης ανάπτυξης, απουσία προόδου (α. «βρίσκεται στο σκότος της αμάθειας» β. «επανερχόμαστε στα σκότη της βαρβαρότητας» γ. «ἐκάλεσεν ἡμᾶς ἀπὸ σκότους εἰς φῶς, ἀπὸ ἀγνωσίας εἰς ἐπίγνωσιν...», Κλήμ. Αλ.
δ. «σκότος καλεῖ τὴν ἄγνοιαν...», Θεοδώρ.)
3. ασάφεια, μυστήριο (α. «σκότος πυκνό καλύπτει την υπόθεση της δραπέτευσης αυτής» β. «ἐνταῡθα σκότος τὴν παντελῆ ἀκαταληψίαν ἔφη», Μάξ. Ομολ.)
νεοελλ.
1. στον πληθ. τα σκότη
το έρεβος του θανάτου, ο Άδης («μια μέρα θα μισέψουμε στα σκότη» Φιλύρας)
2. φρ. «το αιώνιο σκότος»
α) η κατάσταση του τυφλού, η τυφλότητα
β) θάνατος
μσν.-αρχ.
1. η νύχτα («ὑπὸ δὲ τούτου τοῦ σκότου... προέπεμψαν... τὴν Μαγδαληνήν...», ΚΔ)
2. (στις δυαδιστικές αιρέσεις) η αρχή, η δύναμη, ο θεός του κακού, το κακό, σε αντιδιαστολή με το φώς που είναι η αρχή του καλού («δύο θεούς... φῶς τῷ ἑνὶ ὄνομα θέμενος καὶ τῷ ἑτέρῳ σκότος...», Ηγεμόν.)
3. η ειδωλολατρεία, τα ειδωλολατρικά δόγματα («τὸ σκότος τῶν ασεβῶν δογμάτων», Ωριγ.)
4. η πλάνη, η ασέβεια, ο αθεϊσμός («σκότος ἐνταῡθα οὐ τὸ αἰσθητὸν καλῶν, ἀλλὰ τὴν πλάνην καὶ τὴν ἀσέβειαν», Ιωάνν. Χρυσ.)
5. οι πονηρές, οι κακές πράξεις (α. «σκότος ἐνταῡθα πάλιν τὰς πονηρὰς πράξεις καλῶν...», Ιωάνν. Χρυσ.
β. «ἔργα δὲ τοῦ σκότους τὰς παρανόμους πράξεις», Θεοδώρ.)
6. οι κακοτυχίες, οι συμφορές («σκότος... ποτὲ μὲν... ποτὲ δὲ τὰς συμφορὰς ὀνομάζει», Θεοδώρ.)
7. φρ. «ὁ ἄρχων τοῦ σκότους» — ο σατανάς (Μεθόδ. Ολ.)
αρχ.
1. ο θάνατος («τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν», Ομ. Ιλ.)
2. ο κάτω κόσμος, ο Άδης («ἐπεὶ κακὸν σκότον νέμονται Τάρταρόν θ' ὑπὸ χθονός», Αισχύλ.)
3. η ανυπαρξία πριν από τη γέννηση, το σκοτάδι της μήτρας («ἀλλ' οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον», Αισχύλ.)
4. έλλειψη οράσεως, τυφλότητα («βλέποντα νῦν μὲν ὄρθ' ἔπειτα δὲ σκότον», Σοφ.)
5. ζάλη, σκοτοδίνη, ίλιγγος («μετὰ δὲ τὰς συλλήψεις οἱ γυναῖκες βαρύνονται τὸ σῶμα πᾶν, καὶ σκότοι πρὸ τῶν ὀμμάτων», Αριστοτ.)
6. το σκοτεινό μέρος, η σκιά εικόνας
7. δόλος, σκοτεινή διάθεση («τὸ δὲ μετὰ σκότους καὶ ἀπάτης λαθραίως γιγνόμενον», Πλάτ.)
8. (ως επίθ. που προσδιορίζει κύριο όν.) σκοτεινός, μυστηριώδης («Μητρότιμος ὁ σκότος», Ιππων.)
9. φρ. «σκότον ἔχω» — ζω, υπάρχω στο σκοτάδι της αφάνειας και της ασημότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σκότος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα skot- με σημ. «σκιά, σκοτάδι» και συνδέεται με αντίτοιχους γερμ. και κελτ. τ., πρβλ. τα: γοτθ. skadus, αρχ. άνω γερμ. scato (< skadu-) και αρχ. ιρλδ. scāth (< skōto), καθώς και τα νεώτερα: αγγλ. shade, shadow και γερμ. Schatten. Η λ. σκότος απαντά σε αρσ. γένος στον Όμ., στους μτγν. ποιητές και στους τραγικούς, μάλλον για μετρικούς λόγους, ενώ το ουδ. γένος του τ., που οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση του αντώνυμου φάος, χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τους αττ. πεζογράφους και επικράτησε τελικά ώς σήμερα. Η λ. σκότος, τέλος, αντικατέστησε τους αρχαϊκούς τ. για το σκοτάδι: δνόφος, ζόφος, κνέφας.
Greek Monotonic
σκότος: -εος, τό, = το προηγ., σε Πλάτ. κ.λπ.
• σκότος: -ου, ὁ,
1. σκοτεινιά, ζόφος, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.
2. η σκοτεινιά του θανάτου, ο θάνατος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
3. λέγεται για την τυφλότητα, την τύφλωση, σκότον βλέπειν, σε Σοφ.· σκότον δεδορκώς, σε Ευρ.
4. μεταφ., σκότῳ κρύπτειν, όπως το nocte premere, κρύβομαι στο σκοτάδι, καλύπτω τις ανομίες μου, σε Σοφ.· ομοίως, διὰ σκότους ἐστί, είναι συγκεχυμένο και αβέβαιο, είναι μυστήριο, σε Ξεν.· κατὰ σκότον, ὑπὸ σκότου, σε Σοφ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
σκότος: -ου, ὁ, σπανιώτερον σκότος, εος, τό, ἴδε ἐν τέλ.· (ἴσως συγγενὲς τῷ σκιά)· - «σκοτάδι», ἔλλειψις φωτός, γνόφος, Ὀδ. Τ. 389, Πίνδ. καὶ Ἀττ.· ἀντίθετον τῷ φάος, Αἰσχύλ. Χο. 320, Σοφ. Αἴ. 394, κτλ.· τῷ ἡμέρα, Πλάτ. Ὅροι 411Β. 2) ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπὶ τοῦ σκότους τοῦ θανάτου, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει, τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν Δ. 461, Ζ. 11, κ. ἀλλ.· στυγερὸς δ’ ἄρα μιν σκότος εἷλεν Ε. 47, Ν. 672· οὕτω παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, π.χ., σκότῳ θανεῖν Εὐρ. Ἱππ. 837· ἤδη με περιβάλει σκ., ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1453· σκ. γίγνεται Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 5· σκότον εἶναι τεθνηκότος (ἐξυπακ. Αἰσχύλου) Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 565. 3) οὕτως ἐπὶ τοῦ κάτω κόσμου, Πινδ. Ἀποσπ. 95· σκότον νέμονται Τάρταρόν τε Αἰσχύλ. Εὐμ. 72, πρβλ. Πέρσ. 223· τὸν ἀεὶ κατὰ γᾶς σκότον εἱμένος Σοφ. Ο. Κ. 1701· παῖδες ἀρχαίου σκότου αὐτόθι 106· ἰὼ σκ., ἐμὸν φάος ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 394· γῆς σκότῳ κέκρυπται Εὐρ. Ἑλ. 62, πρβλ. Ἱππ. 837· σκότου πύλαι ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 1. 4) τὸ σκότος τῆς μήτρας, φυγόντα μητρόθεν σκότον Αἰσχύλ. Θήβ. 664· ἐν τῷ πληθ., ἐν σκότοισι νηδύος τεθραμμένη ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 665. 5) ὡσαύτως ἐπὶ τυφλότητος, σκότου νέφος Σοφ. Ο. Τ. 1313· ὁθούνεκ’.. ἐν σκότῳ.. ὀψοίατο, ὅ ἐστιν, οὐκέτι ὀψοίατο, αὐτόθι 1273· βλέποντα νῦν μὲν ὄρθ’, ἔπειτα δὲ σκότον, ὅ ἐστι, μηνέν, αὐτόθι 419· σκότον δεδορκὼς Εὐρ. Φοίν. 377, πρβλ. Ἡρακλ. Μαιν. 563· - ὡσαύτως, ζάλη, σκοτασμός, ἴλιγγος, vertigo, Ἱππ. 1149Β· σκότοι πρὸ τῶν ὀμμάτων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 3· πρβλ. σκοτόδινος, -ιάω. 6) μεταφορ., σκότῳ κρύπτειν, ὡς τὸ τοῦ Ὁρατίου nocte premere, κρύπτομαι ἐν τῷ σκότει, Σοφ. Ἠλ. 1396, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 171. 5., 252· ἀντίθετον τῷ σκότον ἔχειν, εἶμαι ἐν τῷ σκότει, ἐν ἀφανείᾳ, ἐν ἀσημότητι, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 7. 19, Εὐρ. Ἀποσπ. 1039. 8· ἀπορία καὶ σκ. Πλάτ. Νόμ. 837Α· καὶ περικαλύψαι τοῖσι πράγμασι σκότον Εὐρ. Ἴων 1522· οὕτω μετὰ προθέσεων, διὰ σκότους ἐστί, εἶναι σκοτεινόν, ἀσαφές, ἀβέβαιον, Ξεν. Ἀνάβ. 2. 5, 9· ἐν σκ. καθήμενος Πινδ. Ο. 1. 134· ἐν σκ. τεχνᾶσθαι Σοφ. Ἀντ. 494· κατὰ σκότον ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 578· ὑπὸ σκότου ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 692, Εὐρ. Ὀρ. 1457, Ξεν. Κύρ. 4. 6, 4· ὑπὸ σκότῳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1030, Εὐρ. Φοίν. 1214. 7) ἐπὶ προσώπου, Μητρότιμος ὁ σκ., ὡς τὸ ὁ σκοτεινός, ὁ μυστηριώδης, διάφορ. γραφ. ἐν Ἱππώνακτ. Ἀποσπ. 112· - ὡσαύτως, σκότος, δηλ. ἄγνοια, Δημ. 411. 25· ἀλλ’ ὡσαύτως, ἀπάτη, δόλος, σκ. καὶ ἀπάτη Πλάτ. Νόμ. 864C. 8) τὸ σκοτεινὸν μέρος ἢ ἡ σκιὰ εἰκόνος, Εὐστ. 953. 51, Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀπεσκοτωμένα. - Ὑπάρχει ἐν χρήσει ὡσαύτως καὶ οὐδέτ. σκότος, ἂν καὶ ὁ Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1390. 56 ἐθεώρει τὸν ἀρσενικὸν τύπον ὡς Ἀττικόν· τὸ οὐδέτερον οὐδαμοῦ ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστοφ., καὶ οὐδαμοῦ ἀπαιτεῖται ὑπὸ τοῦ μέτρου παρὰ τοῖς Τραγικοῖς, εἰ καὶ εὕρηται ἐνιαχοῦ παρ’ αὐτοῖς ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ὡς διαφ. γραφ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 5, Σοφ. Ο. Κ. 40, Εὐρ. Ἑκάβ. 831, Ἡρακλ. Μαιν. 563, 1159, Ἀποσπ. 538· εὕρηται ὅμως ἄνευ ἑτέρας γραφῆς ἐν τοῖς δοκιμωτάτοις τῶν Ἀττικῶν πεζογράφων, Πλάτ. Πολ. 516Ε, Κρατ. 418C, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 9., 7. 4, 18, Δημ. 281. 3, κτλ.· ὡσαύτως ἐν Ἡροδ. 2. 121, 5.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.,
Meaning: darkness, dark, also of the dark before the eyes = swindle (Il.).
Other forms: Also n. (since Va; after φῶς a. o., extensively Egli Heteroklisie 64 f.)
Compounds: Some compp., e.g. σκοτο-μήν-ιος "having the moon in the dark", moon-darkness, moonless, adjunct of νύξ (ξ 457), univerbation of σκότος and μήν(η); besides the abstract σκοτο-μην-ία f. moonlessnes, moonless night (hell.), also σκοτο-μήνη id. (Democr.[?], LXX) and (after the nom. in -αινα) σκοτό-μαινα f. id. (AP a.o.); cf. Sommer Nominalkomp. 57 (slightly diff.). Further σκοτο-διν-ία, Ion. -ίη f. swindle (Hp., Pl.) with -δινιάω (Ar., Pl.); also -δινος m. id. (Hp.; after δῖνος); diff. Georgacas Glotta 36, 182.
Derivatives: Several derivv. A. Adj.: 1. σκότιος dark, secretly, illegitimate, in Crete also = ἄνηβος (esp. ep. poet. Z 24; cf. Ruijgh L'élém. ach. 108 against Leumann Hom. Wörter 284); to this σκοτίας δραπέτης H. 2. σκοτ-αῖος in the dark, dark (IA.; after κνεφαῖος a.o.; Schwyzer 467). 3. -εινός darkness (A.; after φαεινός a. o.) with -εινότης f. (Pl.), -εινῶδες H. s. νυθῶδες. 4. -όεις id. (Hp., Emp., hell. ep.; Debrunner Ἀντίδωρον 28f.); Σκοτοῦσ(σ)α (-όεσσα) f. town in Thessaly (hell.). 5. -ώδης dark, dizzy (IA.) with -ωδία f. (late). 6. -ερός dark (hell. poet.). -- B. Subst. 1. σκοτία f. = σκότος (Ar., LXX, NT a.o.); or to σκότιος as e.g. ὁσία: ὅσιος?; cf. Scheller Oxytonierung 38 w. n. 4. 2. σκοταρία ζόφος. Ἀχαιοί H. 3. Σκοτίτας m. surn. of Zeus (Paus. 3, 10, 6); explanation debated; cf., except LSJ, Redard 212, Hitzig -Blümner ad loc., v. Wilamowitz Glaube 1, 229. 4. Σκοτία (-ιά) f. surn. of Aphrodite (H., EM; Scheller Oxyt. 129 w. n. 2). -- C. Verbs: 1. σκοτόομαι, -όω, also w. ἀπο-, συν-, it becomes dark before my eyes, I'm passing out; to pass out, to darken (Att. etc.; on the meaning Chantraine Sprache 1, 147 f.) with σκότ-ωμα, -ωσις (hell. a. late). 2. ἐπι-σκοτ-έω to shroud in darkness, to darken (Hp., Att.; like ἐπι-θυμ-έω, -χειρ-έω a. o.) with -ησις f. (Plu. a. o.), -ος adj. (Pi. Pae. 9, 5; v.l.). 3. σκοτάω in 3. pl. σκοτόωσι their sight becomes darkened (Nic.). 4. σκοτ-άζω, mostly w. συν-, to become dark, to darken (Att. etc.; in the older language only impersonal) with -ασμός m. (late). 5. -ίζω, also w. ἐπι-, ἀπο-, κατα-, to darken (hell. a. late) with -ισμός, -ισις (sp.). 6. σκοτ-εύει δραπετεύει H. (cf. σκοτίας ab. A. 1).
Origin: IE [Indo-European] [957] *sk(e)h₃t-, or *skot-?
Etymology: Without direct non-Gr. agreement, σκότος has a very close cognate in a Germ. word for shadow: Goth. skadus, OE sceadu (also darkness), OHG scato, -(a)wes, PGm. *skaðu- (after the opposite *haiðu- prop. light-appearance [= Skt. ketú-] in Goth. haidus art and way a. o.?). Besides stand in Celt. forms with lengthened grade, e.g. OIr. scāth n. shadow, IE *skōto- or *skāto- (diff. s. σκιά). WP. 2, 600 (w. older lit.), Pok. 957; older lit. also in Bq.
Middle Liddell
σκότος, ου,
1. darkness, gloom, Od., Attic
2. the darkness of death, Il., Eur.
3. of blindness, σκότον βλέπειν Soph.; σκότον δεδορκώς Eur.
4. metaph., σκότῳ κρύπτειν, like Hor.'s nocte premere, to hide in darkness, Soph.; so, διὰ σκότους ἐστί it is dark and uncertain, Xen.; κατὰ σκότον, ὑπὸ σκότου Soph., etc.
Frisk Etymology German
σκότος: {skótos}
Forms: auch n. (seit Va; nach φῶς u. a., ausführlich Egli Heteroklisie 64 f.)
Grammar: m.,
Meaning: Finsternis, Dunkel, auch vom Dunkel vor den Augen = Schwindel (seit Il.).
Composita: Einige Kompp., z.B. σκοτομήνιος "den Mond in Dunkel habend", mondfinster, mondlos, Beiwort von νύξ (ξ 457), Univerbierung von σκότος und μήν(η); daneben das Abstraktum σκοτομηνία f. Mondlosigkeit, mondlose Nacht (hell.), auch (mit Anschluß an μήνη) σκοτομήνη ib. (Demokr.[?], LXX) und (nach den Nom. auf -αινα) σκοτόμαινα f. ib. (AP u. a.); vgl. Sommer Nominalkomp. 57 (etwas abweichend). Ebenso σκοτοδινία, ion. -ίη f. Schwindel (Hp., Pl.) mit -δινιάω (Ar., Pl.); auch -δινος m. ib. (Hp.; nach δῖνος); anders Georgacas Glotta 36, 182.
Derivative: Zahlreiche Ableitungen. A. Adj.: 1. σκότιος dunkel, heimlich, unehelich, in Kreta auch = ἄνηβος (vorw. ep. poet. seit Z 24; vgl. Ruijgh L’élém. ach. 108 gegen Leumann Hom. Wörter 284); dazu σκοτίας· δραπέτης H. 2. σκοταῖος im Dunkeln befindlich, dunkel (ion. att.; nach κνεφαῖος u.a.; Schwyzer 467). 3. -εινός dunkel, finster (seit A.; nach φαεινός u. a.) mit -εινότης f. (Pl.), -εινῶδες H. s. νυθῶδες. 4. -όεις ib. (Hp., Emp., hell. Ep.; Debrunner Ἀντίδωρον 28f.); Σκοτοῦσ(σ)α (-όεσσα) f. Stadt in Thessalien (hell.). 5. -ώδης finster, schwindlig (ion. att.) mit -ωδία f. (sp.). 6. -ερός dunkel (hell. Dicht.). — B. Subst. 1. σκοτία f. = σκότος (Ar., LXX, NT u.a.); oder zu σκότιος wie z.B. ὁσία: ὅσιος?; vgl. Scheller Oxytonierung 38 m. A. 4. 2. σκοταρία· ζόφος. Ἀχαιοί H. 3. Σκοτίτας m. Bein. des Zeus (Paus. 3, 10, 6); Erklärung strittig; vgl., außer LSJ, Redard 212, Hitzig -Blümner z. St., v. Wilamowitz Glaube 1, 229. 4. Σκοτία (-ιά) f. Bein. der Aphrodite (H., EM; Scheller Oxyt. 129 m. A. 2). — C. Verba: 1. σκοτόομαι, -όω, auch m. ἀπο-, συν-, es wird mir dunkel vor den Augen, ich werde ohnmächtig; ohnmächtig machen, verfinstern (att. usw.; zur Bed. Chantraine Sprache 1, 147 f.) mit σκότωμα, -ωσις (hell. u. sp.). 2. ἐπισκοτέω in Dunkel hüllen, verdunkeln (Hp., att.; wie ἐπιθυμέω, -χειρέω u. a.) mit -ησις f. (Plu. u. a.), -ος Adj. (Pi. Pae. 9, 5; v.l.). 3. σκοτάω in 3. pl. σκοτόωσι sie werden umnachtet (Nik.). 4. σκοτάζω, meist m. συν-, dunkel werden, machen (att. usw.; in der ält. Sprache nur unpersönlich) mit -ασμός m. (sp.). 5. -ίζω, auch m. ἐπι-, ἀπο-, κατα-, verfinstern (hell. u. sp.) mit -ισμός, -ισις (sp.). 6. σκοεύει· δραπετεύει H. (vgl. σκοτίας ob. A. 1).
Etymology: Ohne direkte außergr. Entsprechung, hat σκότος einen sehr nahen Verwandten in einem germ. Wort für Schatten: got. skadus, ags. sceadu (auch Finsternis), ahd. scato, -(a)wes, urg. *skaðu- (nach dem Oppositum *haiðu- eig. Lichterscheinung [= aind. ketú-] in got. haidus Art und Weise u. a.?). Daneben stehen im Kelt. dehnstufige Formen, z.B. air. scāth n. Schatten, idg. *skōto- od. *skāto- (anders s. σκιά). WP. 2, 600 (m. ält. Lit.), Pok. 957; ält. Lit. auch bei Bq.
Page 2,739-740
Chinese
原文音譯:skÒtoj 士可拖士
詞類次數:名詞(32)
原文字根:黑暗 相當於: (אֲפֵלָה) (חֹשֶׁךְ) (עֲרָפֶל)
字義溯源:蔭蔽,黑暗,幽暗,暗昧,暗中,墨黑,暗;源自(σκιά)*=蔭,影子)。參讀 (σκοτόω)同源字參讀 (γνόφος)同義字
出現次數:總共(32);太(7);可(1);路(4);約(1);徒(3);羅(2);林前(1);林後(2);弗(3);西(1);帖前(2);來(1);彼前(1);彼後(1);約壹(1);猶(1)
譯字彙編:
1) 黑暗(21) 太4:16; 太6:23; 太8:12; 太22:13; 太25:30; 可15:33; 路1:79; 路22:53; 路23:44; 約3:19; 徒2:20; 徒13:11; 徒26:18; 羅2:19; 林後4:6; 林後6:14; 西1:13; 帖前5:4; 來12:18; 彼前2:9; 約壹1:6;
2) 黑暗了(3) 太6:23; 太27:45; 路11:35;
3) 墨黑(2) 彼後2:17; 猶1:13;
4) 暗昧(2) 羅13:12; 弗5:11;
5) 屬幽暗的(1) 帖前5:5;
6) 暗中的(1) 林前4:5;
7) 暗昧的(1) 弗5:8;
8) 幽暗(1) 弗6:12
English (Woodhouse)
darkness, gloom, mental blindness
Léxico de magia
τό 1 oscuridad en sentido vulgar βάλε αὐτὸν εἰς κύθραν καινὴν κ(αὶ) ἄφης τὴν κύθραν εἰς σ. κ(αὶ) γέμισον τὴν κύθραν νερόν ponla en una fuente nueva, deja la fuente en la oscuridad y llénala con agua SM 97ue 26 2 oscuridad en sentido teológico y cosmogónico como advocación, de la divinidad δεῦρό μοι, τὸ πρωτοφαὲς σ. καὶ κρύψον με ven a mí, oscuridad que te manifiestas primero, y ocúltame P XIII 268 de Selene σ., βυθός, φλόξ, ... εἰσῆλθας; oscuridad, abismo, llama, ¿has venido? P IV 2338 como residencia de la divinidad ἐπικαλοῦμαί σε, τὸν ἐν τῷ ἀοράτῳ σκότει καθήμενον te invoco a ti, el que está sentado en la invisible oscuridad P XIV 1
Translations
darkness
Abkhaz: алашьцара; Albanian: terr, errësirë, mugëtirë; Arabic: ظَلَام, ظُلْمَة; South Levantine Arabic: عتمة; Armenian: խավար, մթություն; Aromanian: ãntunearic, ntunearic, scutidi; Asturian: escuridá; Azerbaijani: qaranlıq, zülmət; Belarusian: цемра, змрок; Bulgarian: мрак, тъмнина; Catalan: foscor; Central Atlas Tamazight: ⵜⴰⵍⵍⴰⵙⵜ; Cherokee: ᎤᎳᏏᎬᎢ; Chinese Mandarin: 黑暗; Czech: tma, temnota; Danish: mørke; Dutch: duisternis, donkerheid; Esperanto: mallumo; Estonian: pimedus; Ewe: viviti; Finnish: pimeys; French: obscurité, ténèbres, sombreur, noirceur; Galician: escuridade, tebras, mourén, foscume, escureza, calixen; Georgian: სიბნელე, წყვდიადი, უკუნეთი; German: Dunkelheit, Finsternis; Gothic: 𐍂𐌹𐌵𐌹𐍃; Greek: σκοτάδι, έρεβος, ζόφος; Ancient Greek: ἀμυδρά, γνόφος, δνόφος, ἔρεβος, Ἔρεβος, ζοφερόν, ζόφος, κνέφας, ὄρφνα, ὄρφνη, σκοτασμός, σκοτεινόν, σκοτεινότης, σκοτία, σκότος, σκοτωδία, ψέφας, ψέφος; Haitian Creole: fènwa; Hebrew: אֲפֵלָה, חֹשֶׁךְ, עֲלָטָה; Hindi: अंधेरा, अन्धेरा; Hungarian: sötétség; Hunsrik: tunkelheet; Icelandic: myrkur, dimma, nifl, ljósleysa; Ido: tenebro; Indonesian: kegelapan; Istriot: tienabre; Italian: buio, oscurità, tenebre; Japanese: 闇, 暗黒; Javanese: pepeteng; Kapampangan: kedalumduman; Kazakh: қараңғылық, түнек; Khmer: ភាពងងឹត; Korean: 암흑(暗黑), 어두움); Kurdish Central Kurdish: تاریکی; Latgalian: timss, tymsums; Latin: tenebrae, caligo, obscuritas, nox; Latvian: tumsa; Lithuanian: tamsa; Lombard: scur; Luxembourgish: Däischtert, Donkelheet; Macedonian: темнина, мрак; Malagasy: ny maìzina; Malayalam: ഇരുട്ട്; Maltese: dlam; Maori: hinapouri, taipouri, whēuriuri; Marathi: अंधार; Middle English: derknesse; Mongolian: харанхуй; Mwani: kisi; Navajo: chahałheeł; Ngazidja Comorian: hidza class Northern Sami: seavdnjat, seavdnjadas; Norwegian Bokmål: mørke; Nynorsk: mørker, mørke; Occitan: foscor; Old Church Slavonic Cyrillic: тьма; Old English: þīestru; Oromo: dukkana; Persian: تیرگی, تاریکی; Polish: ciemność, mrok; Portuguese: escuridão, trevas; Punjabi Shahmukhi: ہَنیر, ہَنیرا; Quechua: laqha; Romagnol: bur; Romanian: întuneric, întunecime; Russian: темнота, тьма, мрак, потёмки; Sanskrit: रजस्, ध्वान्त, अन्धकार, तमस्; Scottish Gaelic: dubhar, dorchadas, dubh; Serbo-Croatian Cyrillic: тама; Roman: tama, tamnoća, mračnina, mračnost; Slovak: tma, temnota; Slovene: tema; Somali: mugddi; Spanish: oscuridad; Sumerian: 𒂿, 𒋯, 𒌖, 𒀯𒅊, 𒍪𒈬𒊌, 𒌓𒄷𒄭; Swedish: mörker; Tagalog: kadiliman; Tamil: இருள்; Telugu: చీకటి, అంధకారము; Thai: ความมืด; Tibetan: མུན་པ; Tocharian B: orkamo; Tok Pisin: tudak; Turkish: karanlık; Udi: беъиънкъ, байинкъ; Ugaritic: 𐎎𐎄𐎂𐎚; Ukrainian: темрява, тьма, морок, темнота, темнота; Urdu: اندھیرا; Vietnamese: bóng tối; Welsh: tywyllwch; West Frisian: tsjusternis; Yiddish: פֿינצטערניש or; Yoruba: òkùnkùn; Yámana: akuš
ignorance
Afrikaans: onkunde; Albanian: injorancë; Arabic: جَهْل, جَهَالَة; Armenian: անգիտություն, տգիտություն; Asturian: inorancia, inoranza; Azerbaijani: cəhalət, zülmət, nadanlıq, avamlıq; Belarusian: неву́цтва, няве́данне; Bulgarian: неве́жество, незна́ние, неве́дение; Catalan: ignorància; Cebuano: katagaw; Cherokee: ᎤᎧᏁᎳ; Chinese Mandarin: 無知, 无知; Czech: neznalost, nevědomost; Danish: uvidenhed; Dutch: onwetendheid, ignorantie, onkunde; Esperanto: nescio; Estonian: teadmatus, asjatundmatus, võhiklikkus, ignorantsus; Faroese: fávitska, fákunna; Finnish: tietämättömyys; French: ignorance; Galician: ignorancia; Georgian: უვიცობა; German: Unwissenheit, Unwissen, Nichtwissen; Gothic: 𐌿𐌽𐍆𐍂𐍉𐌳𐌴𐌹; Greek: άγνοια; Ancient Greek: ἀβλεψία, ἀγνόημα, ἀγνοησία, ἀγνόησις, ἀγνοία, ἄγνοια, ἀγνοίη, ἀγνωμοσύνη, ἀγνωσία, ἀγνωσίη, ἀδαημονία, ἀδαημονίη, ἀδαημοσύνη, ἀδήνεια, ἀδμωλή, ἀδμωλία, ἀϊδρεΐα, ἀϊδρείη, ἀϊδρεΐη, ἀϊδρηίη, ἀϊδρηΐη, ἀϊδρίη, ἀμάθεια, ἀμαθία, ἀμαθίη, ἀμυδρά, ἀνεπιγνωμοσύνη, ἀνεπιστημοσύνη, ἀνηκοΐα, ἀνοησία, ἀνοητία, ἀπαιδευσία, ἀπαιδευσίη, ἀπαιδία, ἀπειραγαθία, ἀπειρία, ἀσοφία, δύσγνοια, δυσσυνεσία, σκότος, τὸ ἀβασάνιστον, τὸ ἀνεπιστῆμον; Gujarati: અજ્ઞાન, અવિદ્યા; Hebrew: בּוּרוּת; Hindi: अज्ञान, अविद्या, बेखबरी, नासमझी, नादानी, बेसमझी; Hungarian: tudatlanság; Icelandic: fáfræði, fáviska, vanþekking, þekkingarleysi, fákunnátta, vankunnátta; Ido: nesavo; Inari Sami: tietimettumvuotâ; Indonesian: ketidaktahuan; Interlingua: inscientia; Irish: aineolas, ainbhios; Italian: ignoranza; Japanese: 無知; Kannada: ಅಜ್ಞಾನ; Khmer: ភាពល្ងង់ខ្លៅ; Korean: 무지; Kurdish Central Kurdish: نەزانی; Northern Kurdish: nezanî; Kyrgyz: билбестик; Latin: ignorantia; Latvian: nezināšana; Lithuanian: nežinojimas; Lun Bawang: falung; Macedonian: незнаење; Malagasy: tsifahalalana; Malayalam: അജ്ഞത; Manx: neufys, neuhoiggaltys; Maore Comorian: ujinga; Maori: kūaretanga; Ngazidja Comorian: udjinga; Northern Sami: diehtemeahttunvuohta; Norwegian Bokmål: uvitenhet or; Occitan: ignorància; Old English: nytennes; Oriya: ଅଜ୍ଞତା; Persian: جهل, جهالت, نادانی; Polish: ignorancja, niewiedza, nieuctwo, nieznajomość, nieświadomość; Portuguese: ignorância; Punjabi: ਬੇਖ਼ਬਰ, ਬੇਸਮਝ, ਨਦਾਨ, ਅਣਜਾਣ, ਅਗਿਆਨ; Romanian: ignoranță; Russian: невежество, неведение, незнание, неосведомлённость; Sanskrit: अज्ञान, अविद्या; Scottish Gaelic: ainfhios, ainfhiosrachd, aineolas; Serbo-Croatian Cyrillic: незнање; Roman: neznanje; Skolt Sami: tieʹđǩanivuõtt; Slovak: neznalosť, nevedomosť; Slovene: nevednost; Spanish: ignorancia; Swahili: ujinga; Swedish: okunnighet, ignorans, okunskap; Tagalog: kamangmangan, ignoransiya; Tamil: அறியாமை; Telugu: నేరమి, అజ్ఞానం, అజ్ఞానము; Thai: ความไม่รู้; Turkish: cehalet, bilgisizlik; Ukrainian: неві́гластво, неу́цтво, незнання́; Urdu: اگیان; Vietnamese: sự thiếu hiểu biết, sự dốt nát; Welsh: anwybodaeth; Yiddish: אומוויסנהײַט
blindness
Arabic: عَمًى; Armenian: կուրություն; Aromanian: urbari, urbeatsã; Asturian: ceguera; Belarusian: слепата; Bengali: অন্ধত্ব; Bulgarian: слепота; Catalan: ceguesa; Chichewa: khungu; Chinese Mandarin: 盲目性; Czech: slepota; Danish: blindhed; Dutch: blindheid; Esperanto: blindeco; Estonian: pimedus; Faroese: blindleiki, blindi, blindni; Finnish: sokeus; French: cécité; Galician: cegueira; Georgian: სიბრმავე, უსინათლობა; German: Blindheit; Greek: τύφλωση, τυφλότητα; Ancient Greek: ἀβλεψία, ἀθεησίη, ἀλάωσις, ἀλαωτύς, ἀμαυρότης, ἀνοψίη, ἀορασία, ἀποτύφλωσις, βάλιος, ἕλκος ἀλαόν, ὀφθαλμία, ὀφθαλμίη, πάθη τῶν ὀφθαλμῶν, πήρωσις, πώρωσις, σκότος, τυφλότης, τύφλωσις; Hebrew: עיוורון; Hindi: अन्धता; Hungarian: vakság; Irish: daille; Italian: cecità; Japanese: 盲目; Kalmyk: бала; Khmer: ភាពពិការភ្នែក, ភាពខ្វាក់; Korean: 장님; Kurdish Central Kurdish: کوێری, kwêrî; Northern Kurdish: korî, korahî; Latin: caecitas; Macedonian: слепило; Malayalam: അന്ധത; Mongolian: сохор; Norwegian Bokmål: blindhet; Nynorsk: blindskap; Persian: نابینایی; Polish: ślepota; Portuguese: cegueira; Romanian: orbire; Russian: слепота; Scottish Gaelic: doille; Serbo-Croatian Cyrillic: слепило / сљепило, слепоћа / сљепоћа; Roman: slepilo / sljepilo, slepoća / sljepoća; Slovak: slepota; Slovene: slepota; Spanish: ceguera; Swahili: upofu; Swedish: blindhet; Telugu: అంధత్వము, గుడ్డితనం; Turkish: körlük; Turkmen: körlük; Ukrainian: сліпота