ἔργον
λύπης ἰατρός ἐστιν ὁ χρηστὸς φίλος → a true friend is grief's physician, a worthy friend is a physician to your pain
English (LSJ)
Dor. ϝέργον IG4.800 (vi B. C.), Elean ϝάργον SIG9 (vi B.C.), τό : (ἔρδω, OE.
A weorc (neut.) 'work', Avest. var[schwa]za-):— work, Il.2.436, etc.; ἔ. οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδος Hes.Op.311 ; πλεόνων δέ τε ἔ. ἄμεινον Il.12.412 ; ἔ. ἐποίχεσθαι 6.492 ; νῦν ἔπλετο ἔ. ἅπασι 12.271 ; esp. in pl., ἄλλος ἄλλοισιν..ἐπιτέρπεται ἔργοις Od. 14.228 ; ἐπὶ ἔργα τράποντο Il.3.422 ; ἔργων παύσασθαι Od.4.683 ; τὰ σ' αὐτῆς ἔργα κόμιζε see to thine own tasks, Il.6.490 : esp. in the following relations, 1 in Il. mostly of works or deeds of war, πολεμήϊα ἔ. Il.2.338, al., Od.12.116 ; ἔργον μάχης Il.6.522 ; alone, ἀτελευτήτῳ ἐπὶ ἔργῳ 4.175, cf. 539 ; ὑπέσχετο δὲ μέγα ἔργον 13.366 ; ἐπ' αὐτῷ δ' ἔργον ἐτύχθη ἀργαλέον 4.470 ; later, ἔργον.. Ἄρης κρινεῖ A.Th.414 ; ἐν τῷ ἔ. during the action, Th.2.89, cf.7.71 ; τὸ ἐν Πλαταιαῖς ἔ. Pl.Mx. 241c ; τῶν πρότερον ἔ. μέγιστον ἐπράχθη τὸ Μηδικόν Th.1.23 ; ἔργου ἔχεσθαι to engage in battle, ib.49. 2 of peaceful contests, κρατεῖν ἔ. Pi.O.9.85 ; ἔργου ἔχεσθαι Id.P.4.233 ; also ἔργα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις placed [the reward of] noble deeds about his hair, Id.O.13.38. 3 of works of industry, a of tillage, tilled lands, ἀνδρῶν πίονα ἔ. Il.12.283, etc. ; ἔργ' ἀνθρώπων 16.392, Od.6.259 ; βροτῶν 10.147 ; οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα ib.98 ; ἔργα alone, 16.140, etc.; Ἔργα καὶ Ἡμέραι—the title of Hesiod's work ; πατρώϊα ἔ. their father's lands, Od.2.22 ; οὔτ' ἐπὶ ἔργα..ἴμεν will neither go to our farms, ib. 127, cf. 252 ; Ἰθάκης..ἔργα the tilled lands of Ithaca, 14.344 ; ἀμφὶ.. Τιταρησσὸν ἔργ' ἐνέμοντο inhabited lands, Il.2.751 ; τὰ τῶν Μυσῶν ἔ. Hdt.1.36 ; so later, PBaden 40.5 (ii A.D.) : generally, property, wealth, possessions, θεὸς δ' ἐπὶ ἔργον ἀέξῃ Od.14.65, cf. 15.372. b of women's work, weaving, Il.9.390, etc. ; ἀμύμονα ἔ. ἰδυίας ib.128 ; ἔργα ἐργάζεσθαι Od.22.422, 20.72. c of other occupations, θαλάσσια ἔ. fishing, 5.67 ; a seaman's life, Il.2.614 : periphr., δαιτὸς..ἔργα works of feasting, 9.228 ; φιλοτήσια ἔ. Od.11.246 ; ἔργα γάμοιο Il.5.429 ; ἔργα Κυπρογενοῦς Sol.26 ; Ἀφροδίτης h.Ven.1 ; also τέκνων ἐς ἔ. A.Ag.1207 : abs., ἔργον Luc.DDeor.17.1, AP12.209 (pl., Strat., s.v.l.); also ἔργα ἰσχύος καὶ τάχους X.Cyr.1.2.12 ; φίλα ἔργα μελίσσαις, of flowers, Theoc.22.42 ; of mines, etc., ἔ. ἀργυρεῖα X.Vect.4.5, D.21.167, etc.; ἔργα πίσσια dub. l. in Plu.Cat.Ma.21. 4 deed, action, ἔργ' ἀνδρῶν τε θεῶν τε Od.1.338 ; θέσκελα ἔ. Τρώων Il.3.130 ; ἀήσυλα ἔ. 5.876; καρτερά, ἀεικέα ἔ., ib.872,22.395; παλίντιτα, ἄντιτα ἔ., Od.1.379, 17.51 ; ἔργα ἀποδέκνυσθαι Hdt.1.16, cf. Pl.Alc.1.119e, D.C.37.52 ; opp. ἔπος, deed, not word (v. ἔπος 11.1) ; opp. μῦθος, Il. 9.443, 19.242, A.Pr.1080 (anap.), etc.; opp. λόγος, S.El.358, E.Alc. 339 ; ἔργῳ, opp. λόγῳ, freq. in Att., etc., Th.2.65, etc. : so in pl., λόγῳ μὲν..τοῖσι δ' ἔργοισιν S.OC782, cf. E.Fr.360.13 ; λόγοισιν εἴτ' ἔργοισιν S.OT517 ; opp. ῥήματα, Id.OC873 ; opp. ὄνομα, E.IA128 (anap.), Th.8.78,89 ; in many phrases, πέπρακται τοὔργον A.Pr.75, cf. Ag.1346 ; χωρῶ πρὸς ἔργον S.Aj.116 ; τὸ μὲν ἐνθύμημα χαρίεν.., τὸ δὲ ἔ. ἀδύνατον its execution, X.An.3.5.12 ; ἐν ἔργῳ χέρνιβες ξίφος τε ready for action, E.IT1190 ; ἡ κατάρα ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς ἔ. ἤγετο Jul.Or.7.228b. II thing, matter, πᾶν ἔ...ὑπείξομαι in every point, Il.1.294 ; ἃ Ζεὺς μήδετο ἔ. 2.38, etc.; πάρος τάδε ἔ. γενέσθαι 6.348, etc.; ὅπως ἔσται τάδε ἔ. 2.252, Od.17.78, etc. ; μέμνημαι τόδε ἔ. Il.9.527 ; ἄκουε τοὔργον S.Tr.1157, cf. OT847, Aj.466 ; in bad sense, mischief, trouble, of disease, αἰτίη τοῦ ἔ. Aret.SA1.9 ; μέγα ἔ. a serious matter, Od.4.663, Th.3.3. 2 μέγα ἔ., like μέγα χρῆμα, χερμάδιον λάβε χειρὶ Τυδεΐδης, μέγα ἔ. a monstrous thing, Il.5.303, cf. 20.286 ; φυλόπιδος μέγα ἔ. a mighty call to arms, 16.208. III Pass., that which is wrought or made, work, οἷ' ἐπιεικὲς ἔργ' ἔμεν ἀθανάτων, of the arms of Achilles, Il.19.22 ; ἔ. Ἡφαίστοιο metal-work, Od.4.617 ; πέπλοι.., ἔργα γυναικῶν Il.6.289, Od.7.97, cf. 10.223 ; ὕφασμα, σῆς ἔ. χερός A.Ch.231 ; κολεόν..λώτινον ἔ. Theoc.24.45 ; of a wall, Ar.Av.1125 ; of a statue, X.Mem.3.10.7 : in pl., of siege-works, ἔ. καὶ μηχαναί Plb.5.3.6 ; of a machine, Apollod.Poliorc.157.4, al., Ath.Mech.15.2, al.; of public buildings, Mon.Anc.Gr.18.20; of an author's works, D.H.Comp.25 ; τὸ περὶ ψυχῆς ἔργον Ἀριστοτέλους AP11.354.8 (Agath.). 2 result of work, profit or interest, ἔργον [χρημάτων] interest or profit on money, Is.11.42, cf. D.27.10. IV special phrases : 1 ἔργον ἐστί, a c. gen. pers., it is his business, his proper work, ἀνδρῶν τόδ' ἐστὶν ἔ. A.Ch.673 ; ὅπερ ἐστὶν ἔ. ἀγαθοῦ πολίτου Pl.Grg.517c ; of things, φραδέος νόου ἔργα τέτυκται it is a matter (which calls) for a wary mind, Il.24.354 ; function, ἅπερ νεῶν ἄμεινον πλεουσῶν ἔργα ἐστίν Th.2.89; οὐ θερμότητος ἔργον ψύχειν Pl.R.335d ; τοῦτο ἑκάστου ἔ. ὃ ἂν ἢ μόνον τι ἢ κάλλιστα τῶν ἄλλων ἀπεργάζηται ib.353a ; ἔργα τοῦ ἐγκεφάλου functions, Gal.16.518 : c. dat. pers., οἷς τοῦτο ἔ. ἦν X.Cyr.4.5.36, cf. 6.3.27: with the possessive Pron., σὸν ἔ. [ἐστί] c. inf., A.Pr.635 ; ἐμὸν τόδ' ἔ. κρῖναι Id.Eu. 734 ; σὸν ἔ., θῦε θεοῖς Ar.Av.862 ; ὑμέτερον ἐντεῦθεν ἔ. Id.Pax426 : with Art., νῦν ἡμέτερον τὸ ἔ. Hdt.5.1. b c. gen. rei, there is need of.., τί δῆτα τόξων ἔ.; E.Alc.39 ; πολλῆς φυλακῆς ἔ. [ἐστί] Pl.R. 537d : esp. with neg., οὐδὲν..ὀδόντων ἔ. ἐστ' Ar.Pax1310 ; οὐ δόλου νῦν ἔ. Id.Pl.1158, cf. E.Hipp.911 : c. dat. pers., ἐπέδρης μὴ εἶναι ἔ. τῇ στρατιῇ Hdt.1.17 : with Art., οὐκ ἂν μακρῶν λόγων ἡμῖν τόδ' εἴη τοὔργον S.El.1373 : with a part. added, οὐδὲν ἦν ἔ. αὐτοῦ κατατείνοντος Plu.Publ.13 : also c. inf., οὐδὲν ἔ. ἑστάναι there is no use in standing still, Ar.Lys.424, cf. Av.1308 ; οὐδὲν ἔ. ταῦτα θρηνεῖσθαι S. Aj.852, cf. 12. c c. inf., it is hard work, difficult to do, πολὺ ἔ. ἂν εἴη διεξελθεῖν X.Mem.4.6.1 ; πολὺ ἔ. ἦν τῷ νομοθέτῃ πάντα γράφειν Lys.10.7 ; ἔ. ἐστὶν εἰ ἐροῦμεν D.24.51 ; ἔ. εὑρεῖν πρόφασιν Men.76 ; also μέγα ἔ. ταῖς..ἐπιθυμίαις καλῶς χρῆσθαι Pl.Smp.187e ; χαλεπὸν ἔ. διαιρεῖν Ar.Ra.1100 (lyr.): also in gen., πλείονος ἔ. ἐστὶ..μαθεῖν Pl. Euthphr.14b: rarely with a part., οὐδὲν ἔ. μαχομένῳ Philippid.15.3 ; ἔ. [ἐστί] c. acc. et inf., it can scarcely happen that.., ἔ. ἅμα πάντας ὀργισθῆναι καὶ ἁμαρτεῖν Arist.Pol.1286a35. 2 ἔργον παρασχεῖν τινί give one trouble, Ar.Nu.523, cf. AP9.161 (Marc. Arg., punning on Hesiod's Ἔργα) ; ἔργον ἔχειν take trouble, c. part., X.Cyr.8.4.6 ; c. inf., Id.Mem.2.10.6. 3 ἔ. γίγνεσθαι τῆς νόσου to be its victim, Anon. ap. Suid. s.v. ἄτολμοι ; κτεινόμενος ὑμέτερον ἔ. εἰμί Plu.Eum. 17 ; τῆς ὑμετέρας γέγονεν ἔ. ὀλιγωρίας Luc.Dem.Enc.29. 4 ἔ. ποιεῖσθαί τι to make a matter one's business, attend to it, Pl.Phdr. 232a, X.Hier.9.10 ; so ἐν ἔργῳ τίθεσθαι Ael.VH4.15. V = ἐργασία III, τὸ ἔ. βαφέων CIG3498 (Thyatira).
German (Pape)
[Seite 1020] (eigtl. Fεργον), τό, Werk, Alles was Jemand ausgeführt hat, That, Handlung, sowohl in guter als in schlechter Bedeutung, Hom. u. Folgde überall, theils allgemein, theils durch den Zusammenhang od. besondere Beiwörter bestimmt; – 1) im Allgemeinen die That, im Ggstz des Entschlusses, βουλή, Il. 9, 374; κοὐ μόνον βουλεύματα, ἀλλ' ἔργα δεινά Soph. Phil. 552; Gegensatz des Wor. tes, μῦθος, Il. 9, 443; ἔργῳ κοὐκ ἔτι μύθῳ χθὼν σεσάλευται Aesch. Prom. 1082; Δίκη παρῆν ἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν Spt. 645; μή σε δὶς φράσαι μήτ' ἔπος μήτ' ἔργον Pers. 170; nachdrücklich, ἔργῳ κοὐ λόγῳ τεκμαίρομαι, durch die That, Prom. 336; λόγοισιν εἴτ' ἔργοισιν εἰς βλάβην φέρον Soph. O. R. 517; im Ggstz von μῦθος, ῥήματα, ἔπη, O. C 877. 1578 El. 613; ὁρῶ βροτοῖς τὴν γλῶσσαν οὐχὶ τἄργα πάνθ' ἡγουμένην Phil. 99; vgl. Cratin. bei Plut. Pericl. 13; ὄνομα γάρ, ἔργον δ' οὐκ ἔχουσιν οἱ φίλοι Eur. Or. 454; I. A. 128; ταῦτα εἶπε καὶ ἅμα ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε Her. 3, 135; ἄλλως ὄνομα κοὐκ ἔργον Thuc. 8, 78; Plat. παρ' ἕκαστον καὶ ἔργον καὶ λόγον διδάσκοντες Prot. 325 d; μετὰ λόγου καὶ ἔργου Legg. I, 647 d; λόγῳ – ἔργῳ, in der That, in Wirklichkeit entgeggstzt, ἔργῳ τε καὶ ἔπει IX, 879 c; – durch adj. bestimmt, θέσκελα, ἀήσυλα u. ä., Hom. – 2) χωρῶ πρὸς ἔργον, ich gehe ans Werk, an die Ausführung, Soph. Ai. 116; καὶ τοὔργον ἂν σοῦ τοῦτ' ἔφη εἶναι μόνου O. R. 349; ταῦτά τε ἅμα ἠγόρευε καὶ τὸ ἔργον προσῆγε, er führte es auch aus, Her. 9, 92; ὥςτε εὐθὺς ἔργου ἔχεσθαι, sogleich ans Werk gehen, zur Ausführung schreiten, Thuc. 2, 2, vgl. 1, 49; Xen. Hell. 7, 2, 19; vgl. Pind. P. 4, 233; ὡς ᾐσθάνετο ἐν ἔργῳ ὄντα τὸν Κῦρον, daß Kyrus bei der Ausführung, damit beschäftigt sei, Xen. Cyr. 7, 1, 27; vgl. ἅπας δ' ἐν ἔργῳ δοῦλος ἦν μάτην πονῶν Eur. Bacch. 626; I. T. 1190; τὸ μὲν ἐνθύμημα χαρίεν ἐδόκει εἶναι, τὸ δὲ ἔργον ἀδύνατον, die Ausführung war unmöglich, Xen. An. 3, 5, 12. – 3) was Jem. zu verrichten pflegt, Arbeit, Geschäft, Gewerbe, Thun, Verrichtung, ἔργον ἐποίχεσθαι, an sein Werk, an den Webestuhl gehen, Od. 17, 227; γυναῖκας ἀμύμονα ἔργα ἰδυίας Il. 9, 128 u. öfter; πᾶσαν γὰρ ὁμηλικίην ἐκέκαστο κάλλεϊ καὶ ἔργοισιν.ἰδὲ φρεσί, durch Schönheit, durch Arbeit u. Klugheit ausgezeichnet, durch das, was sie zu arbeiten verstand, 13, 432; πάντες ἀναπηδῶσιν ἐπ' ἔργον, σκυτῆς, βαλανῆς, sie gehen an ihr Geschäft, an ihre Arbeit, Ar. Av. 490; τοῖς ἔργοις προσέχειν Plut. 553; τὰ σαυτῆς ἔργα κόμιζε, besorge deine eigenen Geschäfte, bekümmere dich nicht um Andere, Od.; λαοὶ σκίδνασθ' ἐπὶ ἔργα ἕκαστος 2, 252; ἔργα θεῶν, das Schalten u. Walten der Götter, die Göttergewalt, Il. 16, 120; ἔργον ποιεῖσθαί τι, Etwas zu seiner Beschäftigung machen, seinen Fleiß darauf verwenden, Plat. Phaedr. 232 a; ἰέναι ἐπὶ τὰ δημόσια ἔργα Gorg. 514 c. – Besonders – a) von der Feldarbeit, ἔργα ἀνδρῶν, ἀνθρώπων, Arbeit, Geschäft der Männer, Landbau, Hom. öfter; βοῶν Od. 10, 98; ἔργον δέ μοι οὐ φίλον ἔσκεν, der Landbau war nicht meine Sache, 14, 222; ἀλλὰ πᾶς χώρει πρὸς ἔργον εἰς ἀγρόν Ar. Pax 555; dah. heißen ἔργα auch die bestellten Felder, Ländereien, οἵ τ' ἀμφ' ἱμερτὸν Τιταρήσιον ἔργ' ἐνέμοντο Il. 2, 751; πεδία λωτεῦντα καὶ ἀνδρῶν πίονα ἔργα 12, 283; πατρῴϊα ἔργα, die väterlichen Grundstücke, Od. 2, 22; ἔργα Ἰθάκης, Ithaka's bebau'te Fluren, 14, 344; ἐπὶ τὰ ἔργα ἰέναι 2, 127. 252; τὰ τῶν Μυσῶν ἔργα διέφθειρε Her. 1, 36; Xen. Cyn. 3, 3; οὔτ' ἐπὶ τοῖς ἔργοις οὔτ' ἐπὶ τοῖς αὑτῶν ἰδίοις διατρίβειν Dem. 2, 16, wo die Alten γεωργεῖν erkl. – b) γυναικῶν, die Verrichtungen der Frauen, bes. Weberei, ἀγλαὰ ἔργα εἰδυῖα u. ä. oft Hom. S. oben u. vgl. ἐργάνη. – c) Kriegsarbeit, Kampf, sowohl allein, Il. 4, 175. 539, als ἔργον μάχης, 6, 522, u. öfter πολεμήϊα ἔργα; ξιφέων Archil. 50. Auch in Prosa, τὸ ἐν Πλαταιαῖς ἔργον Plat. Henex. 241 c; τῶν πρότερον ἔργων μέγιστον ἐπράχθη τὸ Μηδικόν Thuc. 1, 23; οἱ ἐν τῷ ἔργῳ, die Kämpfenden, 7, 71; ἐν ἔργῳ ὤν Xen. Cyr. 7, 1, 27; ἔργου ἔχεσθαι, den Kampf beginnen, Thuc. 1, 49; ἐλέγετο ἀποκτεῖναι τούτῳ τῷ ἔργῳ περὶ ὀγδοήκοντα ἱππέας Xen. Hell. 5, 3, 2; τὸ Τρωϊκὸν ἔργον Arr. An. 1, 11; τὸ πρὸς Ἰλίῳ Paus.; ἤδη γὰρ ὡς ἐς ἔργον ὥπλισται στρατός Eur. Heracl. 672; πρὸς ἔργον πάντες ἵεσαν χέρας El. 799; ἐν τῷ ἔργῳ, im Kampfe, Thuc. 2, 89. – d) von anderen Beschäftigungen, θαλάσσια ἔργα, Meergeschäfte, sowohl Seefahrt, Il. 2, 614, als Fischfang, Od. 5, 67; – φιλοτήσια, Werke der Liebe, Liebesgenuß, Od. 11, 246, wie γάμοιο Il. 5, 429; Add. ep. (X, 201; Achill. Tat. 1 p. 28; Long. Past. 3, 14. – Vom Bergbau, τὰ ἔργα, Bergwerke, τῶν ἔργων τῶν ἀργυρείων ἐπιθυμεῖν Dem. 8, 45; 37, 4 u. öfter; Xen. Vectig. 4, 5. – 4) An Vrbdgn, wie σιγῇ τοὐμὸν ἔργον ἤνυτον, mein Geschäft vollbrachte ich schweigend, Soph. Tr. 319, u. ä., reihen sich folgende: σὸν ἔργον ἐστί, es ist deine Sache, es kommt dir zu, σὸν ἔργον, Ἰοῖ, ταῖσδ' ὑπουργῆσαι χάριν, du mußt, Aesch. Prom. 638; ἐμὸν τόδ' ἔργον λοισθίαν κρῖναι δίκην, es liegt mir ob, zu entscheiden, Eum. 704; ἀνδρῶν τόδ' ἐστὶν ἔργον, das ist Sache der Männer, Ch. 662; ἔργον ἤδη σὸν τὰ λοίφ' ὑπηρετεῖν Soph. Phil. 15, dir liegt es ob; οὐδὲν ἔργον ταῦτα θρηνεῖσθαι μάτην, es führt zu Nichts, Ai. 839; σὸν ἔργον εἴη τοῦτον ὀπτᾶν Ar. Lys. 839; ὑμῶν τὸ λοιπὸν ἔργον ἤδη φλᾶν ταῦτα Paz 1305; absol., ἱερεῦ, σὸν ἔργον, θῦε τοῖς θεοῖς Av. 862; ὅπερ μόνον ἐστὶν ἔργον ἀγαθοῦ πολίτου Plat. Gorg. 517 c; οὐκέτι ἐμὸν ἔργον εἶναι Prot. 335 b; σὸν ἔργον ἀναπληρῶσαι Conv. 188 e; οὐ γὰρ θερμότητος ἔργον ψύχειν, ἀλλὰ τοῦ ἐναντίου, ist nicht Sache der Wärme, kommt ihr nicht zu, Rep. I, 335 d. – Auch c. dat., ἔκαιον οἷς τοῦτο ἔργον ἦν, denen dies aufgetragen war, oblag, Xen. Cyr. 4, 5, 13, vgl. 6, 3, 27; γυναιξὶν ἔργον ἀθερίζειν, es ist so ihre Sache, sie pflegen, Agath. 4 (V, 2161; vgl. Ael. V. H. 3, 18. 9, 24. – Aehnl. ἔργον ἔχω τοῦτο σκοπεῖν, ich habe zum Geschäft, meine Sache ist, Xen. Hem. 2, 10, 6, vgl. Cyr. 8, 4, 6; ἔργον ἔχειν δεόμενον τούτου κοινωνεῖν τοὺς παρόντας, er ließ sich angelegen sein, zu bitten, daß die Anwesenden Theil nähmen. – Mit Nachdruck, ἔργον ἐστί, es ist ein Stück Arbeit, es macht Mühe, esistschwer, τοὺς πολλοὺς καὶ παλαιοὺς ἔργον διηγήσασθαι Dem. 59, 91; ἔργον μὲν νυκτὸς λῦσαι ἵππους, ἔργον δὲ χαλινῶσαι Xen. Cyr. 3, 3, 27; mit anderen Bestimmungen, οὐ μέγ' ἔργον εὖ λέγειν Eur. Bacch. 267; χαλεπὸν οὖν ἔργον διαιρεῖν Ar. Ran. 1100; μέγα ἔργον – καλῶς χρῆσθαι Plat. Conv. 187 e; πλείονος ἔργου ἐστὶν ἀκριβῶς ταῦτα πάντα μαθεῖν, ist schwieriger, Euthyphr. 14 a; οὐκ ὀλίγον ἔργον αὐτὸ εἶναι, es sei keine kleine Sache, Rep. II, 369 b; ἀλλὰ πάμπολυ ἔργον λέγεις VII, 531 d; πολὺ ἔργον ἂν εἴη διεξελθεῖν Xen. Mem. 4, 6, 1; παρέσχε μοι ἔργον πλεῖστον, machte mir viel zu schaffen, Ar. Nubb. 515; Plat. Tim. 29 d; – ἐνταῦθα δὴ πολλῆς φυλακῆς ἔργον, es ist nöthig, thut Noth, Plat. Rep. VII, 537 d; σιγᾷς, σιωπῆς δ' οὐδὲν ἔργον ἐν κακοῖς, Schweigen thut nicht Noth, hilft Nichts, ist Nichts nütze, Eur. Hipp. 911; τί δῆτα τόξων ἔργον, was ist denn da der Bogen nöthig, Alc. 39; οὐκ ἔργον ἔστ' οὐδὲν στροφῶν Ar. Plut. 1154; auch c. inf., οὐδὲν ἔργον ἑστάναι, es hilft Nichts, hier zu stehen, Lys. 424; καί σ' οὐδὲν εἴσω τῆσδε παπταίνειν πύλης ἔτ' ἔργον ἐστίν Soph. Ai. 12; οὐκ ἂν μακρῶν ἔθ' ἧμιν οὐδὲν ἂν λόγων – τόδ' εἴη τοὔργον El. 1365, hier gilt's nicht, viele Worte machen; vgl. noch οὐδὲν λευκῶν ὀδόντων ἔργον ἔστ' ἢν μή τι καὶ μασῶνται, die Zähne nützen zu Nichts, Ar. Pax 1310; ἐπέδρης μὴ εἶναι ἔργον τῇ στρατιῇ Her. 1, 17, die Belagerung nütze Nichts; Xen. Cyr. 2, 3, 11; S;p., ὡς οὐδὲν ἦν ἔργον αὐτοῦ κατατείναντος, da er durch seine Anstrengung Nichts ausrichtete, Plut. Poplic. 14; ἦν δὲ οὐδὲν ἔργον αὐτοῦ τῆς σπουδῆς Lys. 11. – 5) das durch die Arbeit Hervorgebrachte, das Werk, die Arbeit, ἔργον Ἡφαίστοιο Od. 4, 617; γυναικῶν, Webereien, oft; ἀθανάτων Il. 19, 22; ἔργα ἐργάζεσθαι Od. 22, 422; ὕφασμα τοῦτο σῆς ἔργον χερός Aesch. Ch. 231; – ἔργον λώτινον, aus Lotus gemacht, Theocr. 24, 45; von einer Bildsäule, Xen. Hem. 3, 10, 7; τῶν ἔργων ἀπρασίαν εἶναι, die Arbeiten könnten nicht verkauft werden, Dem. 27, 21; καὶ μηχαναί, von Belagerungswerken, Pol. 5, 3, 6. Bei D. Hal. u. a. Sp. von Werken des Geistes, Schrift, Buch; – das durch den Wettkampf Errungene, der Sieg im Wettkampf, Pind. Ol. 9, 91; der Sieg, Xen. Cyr. 1, 4, 24. – Uebh. der Erwerb, dah. die Zinsen eines Kapitals, die das Geld erarbeitet hat, τό τε ἀρχαῖον καὶ τὸ ἔργον τῶν δώδεκα ἐτῶν, Kapital u. Zinsen von zwölf Jahren, Dem. 27, 17, vgl. §. 10. – 61 übh. Sache, Ding, Gegenstand, wie χρῆμα, πρᾶγμα, z. B. εἰ δὴ σοὶ πᾶν ἔργον ὑπείξομαι ὅ, ττι κεν εἰπῃς, in Allem, was du sagen magst, Il. 1, 294; ὃπως ἔσται τάδε ἔργα, wie diese Sachen · ablaufen werden, 4, 14; öfter πάρος τάδε ἔργα γενέσθαι; μέγα ἔργον, ein großes Stück, von einem Steine, 5, 303. 20, 286; ἄκουε τοὔργον Soph. Tr. 1147; οὐκ ἔστι τοὔργον τλητόν Ai. 461; τοῦτ' ἐστὶν ἤδη τοῦργον εἰς ἐμὲ ῥέπον O. R. 847. – Dah. umschreibend, ἔργα δαιτός Il. 9, 228; ἔργα μάχης u. ä.; auch in Prosa, τὸ ἔργον τῆς θήρας, das Waidwerk.
Greek (Liddell-Scott)
ἔργον: τό, (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε *ἔργω). Ἔργον, ἐργασία, ὡς καὶ νῦν, Ἰλ. Β. 436, κτλ.· ἀντίθ. τῷ ἀεργίη, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 313· πλεόνων δέ τοι ἔργον ἄμεινον Ἰλ. Μ. 412· ἔργον ἐποίχεσθαι Ζ. 492· νῦν ἔπλετο ἔργον ἅπασιν Μ. 271· ἰδίως κατὰ πληθ., ἄλλος ἄλλοισιν… ἐπιτέρπεται ἔργοις Ὀδ. Ξ. 228· ἐπὶ ἔργα τραπέσθαι Ἰλ. Γ. 422· ἔργων παύσασθαι Ὀδ. Δ. 683· τὰ σαυτῆς ἔργα κόμιζε, «κύτταζε τὴν δουλειά σου», Ἰλ. Ζ. 490, Ὀδ. Α. 356. ― Ἰδίως κατὰ τὰς ἑξῆς σχέσεις, 1) ἐν τῇ Ἰλ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἔργων ἢ πράξεων πολεμικῶν, πολεμήϊα ἔργα Ἰλ. Β. 338, κ. ἀλλ., Ὀδ. Μ. 116· ἔργον μάχης Ἰλ. Ζ. 522· καὶ μόνον, ἀτελευτήτῳ ἐπὶ ἔργῳ Δ. 175, πρβλ. 539· οὕτω μετέπειτα, ἔργον… Ἄρης κρινεῖ Αἰσχύλ. Θήβ. 414· ἐν τῷ ἔργῳ, κατὰ τὴν συμπλοκήν, Θουκ. 2. 89, πρβλ. 7. 71· ἔργου ἔχεσθαι, συνάπτειν μάχην, Πινδ. Π. 4. 414, πρβλ. Θουκ. 1. 49· κρατεῖν ἔργον, νικᾶν ἐν τῇ μάχῃ, Πινδ. Ο. 9. 127· ἀλλὰ κατὰ πληθ. μετὰ τοῦ ἄρθρ., τῶν ἔργων ἔχεσθαι ἢ ἅπτεσθαι, ἐπὶ τὰ ἔργα τραπέσθαι ἢ ἰέναι Κόβητος V. LL. σ. 41: ― ὡσαύτως, ἔργα θῆκε κάλλιστ’ ἀμφὶ κόμαις, ἔθηκε τὴν ἀμοιβὴν ἐνδόξων ἔργων περὶ τὴν κόμην αὐτοῦ, Πινδ. Ο. 13. 54. 2) ἐπὶ ἔργων φιλοπονίας, ὄθεν: α) ἐπὶ ἀγρῶν κεκαλλιεργημένων, ἀνδρῶν πίονα ἔργα Ἰλ. Μ. 283, κτλ.· ἔργ’ ἀνθρώπων Π. 392, Ὀδ. Ζ. 259· βροτῶν Κ. 147. οὔτε βοῶν οὔτ’ ἀνδρῶν... ἔργα (πρβλ. τοῦ Οὐεργιλίου hominumque boumque labores), 10. 98· καὶ ἔργα μόνον, Ἰλ. Π. 392, Ὀδ. Π. 140, κτλ.· Ἔργα καὶ ἡμέραι, δηλ. γεωργικὰ ἔργα καὶ αἱ κατάλληλοι ἡμέραι πρὸς ἐργασίαν, ὄνομα τοῦ γνωστοῦ ἔργου τοῦ Ἡσιόδου· δύο δ’ αἰὲν εἶχον πατρώϊα ἔργα, εἰργάζοντο εἰς τὰ πατρικὰ κτήματα, Ὀδ. Β. 22· ἡμεῖς δ’ οὔτ’ ἐπὶ ἔργα… ἴμεν, οὔτε εἰς τὰ κτήματά μας θὰ ὑπάγωμεν, Β. 127, πρβλ. 252· ἑσπέριοι δ’ Ἰθάκης… ἔργ’ ἀφίκοντο, τὴν ἑσπέραν ἔφθασαν εἰς τοὺς ἀγροὺς τῆς Ἰθάκης, Ξεν. 344· ἀμφί… Τιταρήσιον ἔργα νέμοντο, ἐκαρποῦντο τοὺς ἀγρούς, Ἰλ. Β. 751, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 222· οὕτω, τὰ τῶν Μυσῶν ἔργα, τοὺς κεκαλλιεργημένους ἀγροὺς τῶν Μυσῶν, Ἡρόδ. 1. 36· καὶ παρ’ Ἀττ.. τὰ γεωργικὰ ἔργα, τὰ κατ’ ἀγροὺς ἔργα, κτλ.: ― ἀκολούθως, καθόλου, περιουσία, πλοῦτος, κτήματα, ἔργον ἀέξειν Ὀδ. Ξ. 65., Ο. 372· πρβλ. ἐργάτης, αὐτουργός, γεωργὸς καὶ ἀεργός, ἀργὸς (κυρίως, ὁ μὴ ἐργαζόμενος τὴν γῆν). β) ἐπὶ γυναικείας ἐργασίας, τὸ ὑφαίνειν, ἔργα δ’ Ἀθηναίῃ… ἰσοφαρίζοι Ἰλ. Ι. 390, κτλ.· ἀμύμονα, ἀγλαά, περικαλλέα ἔργ’ εἰδυῖα Ὁμ.· ἔργα ἐργάζεσθαι Ὀδ. Υ. 72., 22. 422: ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. (Ἐντεῦθεν ἡ Ἀθηνᾶ, = ὡς προστάτης τοιούτων ἔργων καλεῖται ἐργάνη, ἐργάτις). γ) περὶ ἄλλων ἀσχολιῶν, παρ’ Ὁμ., θαλάσσια ἔργα, ἁλιεία, ὡς πόρος ζωῆς, Ὀδ. Ε. 67· ὁ βίος τοῦ ναύτου, Ἰλ. Β. 614· καὶ ἀκολούθως περιφρ., ἔργα δαιτός, δηλ. ἀνήκοντα εἰς εὐωχίαν, Ι. 228· φιλοτήσια ἔργα, δηλ. ἐρωτικαὶ ὑποθέσεις, Ὀδ. Λ. 246· ἔργα γάμοιο Ἰλ. Ε. 429· οὕτω παρὰ μεταγεν., ἔργα Κυπρογενοῦς Σόλων παρὰ Πλουτ. ἐν Σόλ. 31· Ἔρωτος Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 1· Ἀφροδίτης, Κύπριδος, κτλ.· ὡσαύτως, τέκνων ἐς ἔργον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1207· καὶ ἀπολ. ἔργον, ἴδε Ἰακωψίου Ἀνθ. 1. 2. σ. 194· οὕτω καί, ἔργα τάχους, θήρας, κτλ., Ξεν. Κύρ. 1. 2. 12, κτλ·, παρὰ Θεοκρ. 22. 42, τὰ ἄνθη καλοῦνται φίλα ἔργα μελίσσαις: - παρ’ Ἀττ. ἐπὶ παντὸς εἴδους ἔργων, οἷον ἐπὶ μεταλλείων κ.τ.τ, ἐν τοῖς ἀργυρείοις ἔργοις, Ξεν. Πόρ. 4. 5, Δημ. κτλ. 3) δύσκολον, βαρὺ ἔργον, ὑπέσχετο δὲ μέγα ἔργον Ἰλ. Ν. 366· ἀλλ’ ἐν τῇ Ὀδ., ἔργον τρομερόν, παράτολμον, Λατ. facinus, Δ. 663, Λ. 282· οὕτως, ἀργαλέον ἔργον, Ὁμ.: ὡσαύτως, χερμάδιον λάβε χειρὶ Τυδεΐδης, μέγα ἔργον, μέγαν ὄγκον, Ἰλ. Ε.303. πρβλ. Υ. 286. 4) πρᾶξις ἐνέργεια, ἔργ’ ἀνδρῶν τε θεῶν τε Ὀδ. Λ.388 Τρώων... θέσκελα ἔργα Ἰλ. Γ. 130· ἀήσυλα ἔργα Ε. 876· καρτερά, ἀεικέα ἔργα, κτλ. Ὁμ.: παλίντιτα, ἄντιτα ἔργα ὁ αὐτ.· φραδέος νόου ἔργα τέτυκται, «συνετοῦ νοῦ καὶ ἄριστα βουλεύεσθαι δυναμένου ὁ παρὼν καιρὸς δεῖται» (Σχόλ.), Ἰλ. Ω. 354· ἔργα ἀποδείκνυσθαι Ἡρόδ. 1. 16. κτλ.: - συχνὸν παρ’ Ὁμ. ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔπος, ἔργον, οὐχὶ λόγος μόνον, ἴδε τὴν λέξιν ἔπος ΙΙ.1· οὕτως ἔργον καὶ μῦθος ἀντίκεινται, Ἰλ. Ι. 443, Τ. 242, Αἰσχύλ. Πρ. 1080, κτλ.· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἔργον καὶ λόγος, Σοφ. Ἠλ. 358, Εὐρ. Ἄλκ. 339· ἔργον καὶ ῥῆμα, Σοφ. Ο. Κ. 873· ἔργον καὶ ὄνομα, Εὐρ. Ι. Α. 128, Θουκ. 8. 78, 89· ὡσαύτως ἐν πλείσταις φράσεσι, πέπρακται τοὔργον Αισχύλ. Πρ. 75, πρβλ. Ἀγ. 1346· χωρεῖν πρὸς ἔργον Σοφ. Αἴ. 116· τὸ μὲν ἐνθύμημα χαρίεν… τὸ δὲ ἔργον ἀδύνατον, δηλ. ἡ ἐκτέλεσις αὐτοῦ, Ξεν. Ἀν. 3. 5, 12· ἐν ἔργῳ, ἕτοιμος πρὸς ἐνέργειαν, Εὐρ. Ι. Τ. 1190, κτλ. ΙΙ. ὡς τὸ πρᾶγμα ἢ χρῆμα, ἔνθα δύναται νὰ τεθῇ τὸ τι· πᾶν ἔργον… ὑπείξομαι, εἰς πᾶν πρᾶγμα, Ἰλ. Α. 294· μάλιστα ἐν φράσεσι: μήδεσθαι ἔργα Β. 38, κτλ.· πάρος τάδε ἔργα γενέσθαι Ζ. 348, κτλ. ὅπως ἔσται τάδε ἔργα Β. 252, Ὀδ. Ρ. 78, κτλ.· μέμνημαι τόδε ἔργον Ἰλ. Ι. 527· ἄκουε τοὔργον Σοφ. Τρ. 1157, πρβλ. Ο. Τ. 847, Αἴ. 466. ΙΙΙ. Παθ., τὸ κατεργασθὲν ἢ ποιηθὲν ἔργον, οἷ’ ἐπιεικὲς ἔργ’ ἕμεν ἀθανάτων, ἐπὶ ὅπλων τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Τ. 22· ἐπὶ ἀργυροῦ κρατῆρος, ἔργον Ἡφαίστοιο Ὀδ. Δ. 617 πέπλοι… ἔργα γυναικῶν Ἰλ. Ζ. 289, Ὀδ. Η. 97, πρβλ. Κ. 223· ὕφασμα, σῆς ἔργον χερὸς Αἰσχύλ. Χο. 831· λώτινον ἔργον, ἔργον, πεποιημένον ἐκ λωτοῦ, Θεόκρ. 24. 45· ἐπὶ τείχους, κάλλιστον ἔργον καὶ μεγαλοπρεπέστατον, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1125· ἐπὶ ἀγάλματος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 7· ἐπὶ πολιορκητικῶν ἐργασιῶν, αὐτὸς δὲ περιῄει τὴν πόλιν ἐπισκοπῶν πῶς δυνατὸν εἴη προσάγειν ἔργα τῷ τείχει καὶ μηχανὰς Πολύβ. 5. 3, 6· ἐπὶ συγγραμμάτων, Ἀνθ. Π. 11. 354, 8. 2) τὸ ἀποτέλεσμα ἐργασίας, ἔργον χρημάτων, τόκος ἢ κέρδος ἐκ χρημάτων, Ἰσαῖ. 88. 24, Δημ. 816. 16, 819. 2· πρβλ. ἀργός, ἐνεργός. VI. αἱ ἑπόμεναι ἰδιάζουσαι Ἀττ. φράσεις προέρχονται ἐκ τῆς σημασίας Ι: 1) ἔργον ἐστί, α) μετὰ γεν. προσώπου, εἶναι ἔργον τινός, «ἡ δουλειά του», ἡ κυρία αὐτοῦ ἐργασία, ἴδιον, χαρακτηριστικόν, ἀνδρῶν τόδ’ ἐστὶν ἔργον Αἰσχύλ. Χο. 673· ὅπερ ἐστὶν ἔργον ἀγαθοῦ πολίτου Πλάτ. Γοργ. 517C· καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ἅπερ νεῶν ἄμεινον πλεουσῶν ἔργα ἐστὶν Θουκ. 2, 89· οὐ θερμότητος ἔργον ἐστὶ ψύχειν Πλάτ. Πολ. 335D· οὕτω μετὰ δοτ. προσ., οἷς τοῦτο ἔργον ἦν Ξεν. Κύρ. 4. 5, 36, πρβλ. 6. 3, 27· οὕτω καὶ μετὰ τῆς κτητ. ἀντων., σὸν ἔργον ἐστί, μετ’ ἀπαρ., εἶναι ἰδικόν σου ἔργον, εἰς σὲ ἀνήκει νά…, Αἰσχύλ. Πρ. 635· ἐμὸν τόδ’ ἔργον… κρῖναι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 734· οὕτω, σὸν ἔργον, θῦε θεοῖς Ἀριστοφ. Ὄρν. 862· ὑμέτερον ἐντεῦθεν ἔργον ὁ αὐτ. ἐν. Εἰρ. 426· καὶ μετὰ τοῦ ἄρθρου, ἡμέτερον τὸ ἔργον Ἡρόδ. 5. 1. Ἐν τοιαύταις φράσεσιν ἡ λέξ. ἔργον συχνάκις παραλείπεται, ἴδε εἰμὶ Γ. Π. ε. β) μετὰ γεν. πράγμ., ὑπάρχει χρεία, ἀνάγκη τινός, ὠφέλεια, τὶ δῆτα τόξων ἔργον; Εὐρ. Ἄλκ. 39· πολλῆς φυλακῆς ἔργον ἐστὶ Πλάτ. Πολ. 537D· συχνάκις μετ’ ἀρν., οὐδὲν ἔργον ταῦτα θρηνεῖσθαι Σοφ. Αἴ. 852, πρβλ. 12· οὐδὲν… ὀδόντων ἐργον ἔστ’ Ἀριστοφ. Εἰρ. 1310· οὐ δόλου νῦν ἔργον ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 1158, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 911· μετὰ δοτ. προσ., ἐπέδρῃς μὴ εἶναι ἔργον τῇ στρατιῇ Ἡρόδ. 1. 17· μετὰ τοῦ ἄρθρ., οὐκ ἂν μακρῶν ἔθ’ ἡμῖν οὐδὲν ἂν λόγων… τόδ’ εἴη τοὔργον, τὸ ἔργον ἡμῶν τοῦτο δὲν φαίνεται πλέον νὰ ἔχῃ χρείαν πολλῶν λόγων, Σοφ. Ἠλ. 1373· προστεθειμένης μετοχῆς, οὐδὲν ἦν ἔργον αὐτοῦ κατατείναντος Πλουτ. Ποπλικ. 13. γ) μετ’ ἀπαρ., πολὺ ἔργον ἂν εἴη διεξελθεῖν πάντα, θὰ ἦτο πολὺ δύσκολον ἔργον νὰ τὰ διεξέλθῃ τις, Ξεν. Ἀπομν. 4. 6, 1, πρβλ. Λυσ. 11. 6. 41· ἔργον ἐστὶν εἰ ἐροῦμεν Δημ. 716. 22· ἔργον εὑρεῖν πρόφασιν Μένανδρ. ἐν «Ἀσπίδι» 3: - κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρν., οὐδὲν ἔργον ἐστάναι, εἶναι ἀνωφελὲς νὰ ἵσταταί τις ἄπρακτος, Ἀριστοφ. Λυσ. 424, πρβλ. Ὄρν. 1308, Σοφ. Αἴ. 852, κτλ.: - ὡσαύτως μετὰ γεν., πλείονος ἔργου ἐστί… μαθεῖν Πλάτ. Εὐθύφρ. 14Α: - σπανίως μετὰ μετοχ., οὐδὲν ἔργον μαχομένῳ Φίλιππος (ἢ Φιλιππίδ.) ἐν «Ὀλυνθιακῷ» 1. 3· ἔργον ἐστί, Λατ. opus est, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., πρέπει νὰ…, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 8. 2) ἔργα παρέχειν τινί, περέχειν πράγματα, ἐνοχλήσεις. Ἀριστοφ. Νεφ. 515, Πλάτ. Τίμ. 29D· ἔργον ἔχω, λαμβάνω τὸν κόπον, φροντίζω, μετὰ μετοχ., Ξεν. Κύρ. 8. 4, 6· μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 10, 6. 3) ἔργον γίγνεσθαι τῆς νόσου, γίνεσθαι θῦμα αὐτῆς Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ἄτολμος· ἴδε Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 277· κτεινόμενος ὑμέτερον ἔργον εἰμὶ Πλουτ. Εὐμέν. 17· τῆς ὑμετέρας γέγονεν ἔργον ὀλιγωρίας Λουκ. Δήμ. Ἐγκ. 29. 5) ἔργον ποιοῦμαί τι, κάμνω τι ἔργον μου. ἐπιμελῶς ἐργάζομαι εἴς τι, Πλάτ. Φαῖδρ. 232Α, Ξεν. Ἱέρ. 9. 10· οὕτως, ἐν ἔργῳ τίθεσθαι Αἰλ. π. Ζ. 4. 15. V. = ἐργασία ΙΙΙ, τὸ ἔργον βαφέων Συλλ. Ἐπιγρ. 3498.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
I. action (p. opp. à parole) : λόγῳ μὲν…, τοῖσι δ’ ἔργοισιν SOPH en parole, en fait ; réalisation ou exécution d’une ch. : χωρεῖν πρὸς ἔργον SOPH en venir à l’exécution ; τὸ μὲν ἐνθύμημα χαρίεν, τὸ δὲ ἔργον ἀδύνατον XÉN la pensée est agréable, mais la réalisation est impossible;
II. œuvre, ouvrage :
1 occupation, travail : ἄλλος ἄλλοισιν ἐπιτέρπεται ἔργοις OD l’un se plaît à un travail, l’autre à un autre ; ἐπὶ ἔργα τραπέσθαι IL se tourner vers ses travaux ; ἔργων παύσασθαι OD cesser ses travaux ; πίονα ἔργα IL les travaux féconds (du labour) ; p. ext. terre labourée : ἔργα Ἰθάκης OD les terres d’Ithaque ; bien ou domaine de campagne : πατρώϊα ἔργα OD les domaines paternels ; au sg. ἔργον ἀέξειν OD accroître son bien ; en parl. de la guerre πολεμήϊα ἔργα IL travaux de la guerre ; ἔργον μάχης IL l’œuvre du combat ; abs. ἔργον, guerre, combat ; ἐν τῷ ἔργῳ THC pendant l’action, θαλάσσια ἔργα IL, OD travaux de la mer en parl. de pêcheurs ou de marins ; abs. ἔργα ἐργάζεσθαι OD faire des travaux de tapisserie, de broderie ; p. ext.(joint par périphr. à beaucoup d’autres mots) : ἔργα δαιτός IL, γάμοιο IL festin, mariage, etc.
2 en mauv. part manœuvre, intrigue;
3 affaire dont on se charge, besogne propre à qqn : ἔργον ἔχω inf. XÉN c’est mon affaire de ; ἀνδρῶν τόδ’ ἐστὶν ἔργον ESCHL c’est l’affaire des hommes ; ἅπερ νεῶν ἄμεινον πλεουσῶν ἔργα ἐστίν THC toutes choses qui sont l’affaire de navires bons marcheurs ; οἷς τοῦτο ἔργον ἦν XÉN ceux dont c’était l’affaire ; σὸν, ἐμὸν, ὑμέτερον ἔργον ἐστί avec l’inf. ESCHL c’est mon, ton, votre affaire de ; ἔργον ποιεῖσθαί τι XÉN, ἐν ἔργῳ τίθεσθαι ÉL faire son affaire de qch, apporter toute son attention à qch ; particul. travail difficile ou pénible : ἔργον (ἐστί) avec l’inf. XÉN c’est une affaire de ; πολὺ ἔργον ἐστί XÉN c’est une grosse affaire de, etc.
4 affaire dont il faut se charger, besoin, nécessité (cf. lat. opus) : τί δῆτα τόξων ἔργον ; EUR quel besoin d’arcs ? οὐδὲν ἔργον ἐστί, il n’y a aucun besoin de ; οὐ μακρῶν λόγων ἡμῖν τόδε τοὔργον SOPH nous n’avons pas besoin de longs discours;
5 affaire, embarras : ἔργα παρέχειν τινί, causer de l’ennui à qqn ; ἔργον ἔχειν avec un part. XÉN être ennuyé ou troublé de, etc.
III. travail accompli, œuvre, ouvrage : ἔργα γυναικῶν IL, OD œuvres de femmes ; en mauv. part κτεινόμενος ὑμέτερον ἔργον εἰμί PLUT si je suis tué, ce sera par votre fait, litt. ce sera votre œuvre ; exploit;
IV. en gén. chose, affaire, fait, acte, événement : ἄκουε τοὔργον SOPH écoute la chose.
Étymologie: p. *Ϝέργον, cf. ἔρδω et ῥέζω ; germ. Werk, work.
English (Autenrieth)
(ϝέργον): work, deed, act, thing; μέγα ἔργον, usually in bad sense (facinus), Od. 3.261, but not always, Il. 10.282; collectively, and pl., ἔργον ἐποίχεσθαι, ἐπὶ ἔργα τρέπεσθαι, νῦν ἔπλετο ϝέργον ἅπᾶσιν, ‘something for all to do,’ Il. 12.271; with specifying adj., πολεμήια, θαλάσσια ἔργα, ἔργα γάμοιο, Β , Il. 5.429; esp. of husbandry, οὔτε βοῶν ὄυτ' ἀνδρῶν φαίνετο ϝέργα (boumque hominumque labores), Od. 10.98, and simply ἔργα, fields, Ἰθάκης εὐδειέλου ἔργ' ἀφίκοντο, ξ 3, Il. 2.751; of the results of labor (κρητήρ) ἔργον Ἡφαίστοιο, Od. 4.617; (πέπλοι) ἔργα γυναικῶν, Il. 6.289; also in the sense of ‘accomplishments,’ Od. 8.245, etc.; ὅπως ἔσται τάδε ϝέργα, these ‘matters,’ ‘affairs.’
English (Slater)
ἔργον (ἔργον, -ου, -ῳ, -ον; -α, -ων, -οις(ι),
1 -οισιν, -α. ϝεργ- (O. 13.38), (P. 2.17), (P. 4.104), (P. 7.19), (N. 3.44), (N. 7.52), (N. 10.64) )
1 achievement, exploit
a τῶν δὲ πεπραγμένων ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν ἀποίητον οὐδ' ἂν χρόνος δύναιτο θέμεν ἔργων τέλος (O. 2.17) κρυφόν τε θέμεν ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις (Aristarchus ap. Σ: ἐσλὸν κακοῖς codd.) (O. 2.98) πόνος δαπάνα τε μάρναται πρὸς ἔργον κινδύνῳ κεκαλυμμένον (O. 5.15) κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα (O. 8.63) ἐσλὰ δ' ἐπ ἐσλοῖς ἔργα θέλοι δόμεν (O. 8.85) ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι (O. 9.66) ἄπονον δ' ἔλαβον χάρμα παῦροί τινες ἔργων πρὸ πάντων βιότῳ φάος (O. 10.23) ἀλλὰ πάντων ταμίαι ἔργων ἐν οὐρανῷ (sc. αἱ Μοῖραι) (O. 14.10) ἄγει δὲ χάρις φίλων ποί τινος ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα (P. 2.17) “τοῦτ' ἔργον βασιλεὺς ἐμοὶ τελέσαις ἄφθιτον στρωμνὰν ἀγέσθω” (P. 4.229) ἔργον πελώριον τελέσαις (P. 6.41) τὸ δ' ἄχνυμαι, φθόνον ἀμειβόμενον τὰ καλὰ ἔργα (P. 7.19) παῖς μὲν ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα (N. 3.44) πότμος δὲ κρίνει συγγενὴς ἔργων πέρι πάντων (N. 5.40) παροιχομένων γὰρ ἀνέρων ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν (N. 6.30) ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ (N. 7.14) καιροῦ μὴ πλαναθέντα πρὸς ἔργον ἕκαστον (N. 8.4) χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς (N. 8.49) φλέγεται δ' ἀρεταῖς μυρίαις ἔργων θρασέων ἕνεκεν (N. 10.3) πὰν δὲ τέλος ἐν τὶν (= Ζηνὶ) ἔργων (N. 10.30) καὶ μέγα ἔργον ἐμήσαντ' ὠκέως (N. 10.64) ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν, ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες (N. 11.45) παθόντες πού τι φιλόξενον ἔργον i. e. the Olympic victory of the charioteer Nikomachos (I. 2.24) εὐκλέων δ' ἔργων ἄποινα χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν (I. 3.7) ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων (I. 4.23) καὶ δεύτερον ἆμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται, ἰσχύος ἔργον the pankration (I. 4.68) εἰ δὲ τέτραπται θεοδότων ἔργων κέλευθον ἂν καθαράν sc. Αἴγινα (I. 5.23) μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ ἑκατόμπεδοι ἐν σχερῷ κέλευθοι (I. 6.22) Λάμπων δὲ μελέταν ἔργοις ὀπάζων Ἡσιόδου μάλα τιμᾷ τοῦτ' ἔπος (I. 6.67) θνᾴσκει δὲ σιγαθὲν καλὸν ἔργον fr. 121. 4. τεκμαίρομαι ἔργοισιν Ἡρακλέος fr. 169. 5. λάμπει δὲ χρόνῳ ἔργα μετ' αἰθέῤ ἀερθέντα fr. 227. παῦσέν [τ] ἔργ' ἀναιδῆ i. e. those of Laomedon fr. 140a. 59 (33).
b emphasising action, as opposed to thought. κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς ἔργοις οὔτε βουλαῖς (P. 3.30) ἐπ' ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς (P. 5.119) πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος βουλαῖσι δὲ φρήν (N. 1.26) “οὔτ' ἔργον οὔτ ἔπος ἐντράπελον κείνοισιν εἰπών zeugma (P. 4.104)
c where emphasis is upon the effort, labour Ἰάσων θεῷ πίσυνος εἴχετ' ἔργου (P. 4.233) ἀλλὰ γὰρ ἀνάπαυσις ἐν παντὶ γλυκεῖα ἔργῳ (N. 7.52) Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορί, ταί μιν ῥύοντό ποτε μάχας ἐναριμβρότου ἔργον ἐν πεδίῳ κορύσσοντα i. e. the work of battle (I. 8.54) esp. in dat. s., by one's efforts ἦν δ' ἐσορᾶν καλός, ἔργῳ τ οὐ κατὰ εἶδος ἐλέγχων ἐξένεπε Αἴγιναν πάτραν (O. 8.19) ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος, ἔργῳ καθελών (O. 10.63) Ἥρας τ' ἀγῶν ἐπιχώριον νίκαις τρισσαῖς, ὦ Ἀριστόμενες, δάμασσας ἔργῳ (μετ' ἔργου καὶ ἐνεργείας πολλῆς. Σ.) (P. 8.80) σιγαλὸν ἀμαχανίαν ἔργῳ φυγών i. e. by my efforts in singing of Cyrene (P. 9.92) cf. (N. 1.26)
d where the emphasis is on the result of action, prize, victory ὅτ' ἀμφότεροι κράτησαν μίαν ἔργον ἀν ἁμέραν at the Isthmian games (O. 9.85) τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις (O. 13.38)
2 work (of art) ἀρχομένου δ' ἔργου πρόσωπον χρὴ θέμεν τηλαυγές (O. 6.3) ἔργα δὲ ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα κέλευθοι φέρον (O. 7.52) ὅ τ' ἐν Ἄργει χαλκὸς ἔγνω μιν, τά τ ἐν Ἀρκαδίᾳ ἔργα καὶ Θήβαις (O. 7.84) ἅπαν δ' εὑρόντος ἔργον every work of art has its creator (O. 13.17) ἔκρυψαν τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον (Π̆{S}: ἔργον Π; i. e. the third temple of Apollo at Delphi) (Pae. 8.74)