δέρμα
Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς προσδέχου συμβουλίαν → Tu non nisi a prudente consilium pete → Von einem weisen Mann nur nimm Beratung an
English (LSJ)
-ατος, τό, (δέρω)
A skin, hide, συός Il.9.548, al.; κριοῦ Pi.P.4 161; δέρμα αἴγειον PEdgar11.8 (iii B. C.), etc.; λέοντος = a lion's skin for a cloak, Il.10.23; κελαινόν, of a shield, 6.117; of skins prepared for bags, bottles, etc., Od.2.291; of a man's skin, Il.16.341, Od.13.431, Pl.Phd.98d, etc.; of a man's skin stripped off, Hdt.4.64, 5.25; παλαιὸν δέρμα A.Fr.275.4; περὶ τῷ δέρματι δέδοικα Ar.Eq.27, cf. Pax746; ἀνὴρ κατὰ δέρμα θαυμαστὸς οἷος Aristid.Or.51(27).38; of the shell of a tortoise, Ar.V.429,1292.
2 skin of fruits, Thphr.HP4.14.10; περικαρπίων δέρματα outer coverings of seed-vessels, ib.1.2.6. wallet, scrip, Hsch.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): délf. δάρμα CID 1.9D.36.37 (IV a.C.)
I 1piel
a) humana Il.16.341, Hp.Aph.5.71, Carn.9, Ar.Pax 746, Pl.Phd.98d, Luc.DMort.20.3, LXX La.5.10, αὐτὰ δὲ λοιπὰ ὀστί' ἔτ' ἦς καὶ δέρμα Theoc.2.90, cf. AP 5.264 (Paul.Sil.), Diog.Oen.37.2.9, γέροντος Od.13.431, cf. A.Fr.275.4, Ar.Nu.1395, A.R.2.301, ἐν τῷ δέρματι τὸν ἔλεγχον διδόναι dar en su piel la prueba de esclavitud, e.e. recibir tortura D.49.55, de personas desolladas, Hdt.4.64, LXX Mi.3.2, 3.3, 2Ma.7.7, D.S.4.47, 15.10, D.C.98.3, Epit.8.6.7, ἀνὴρ κατὰ δέρμα θαυμαστὸς οἷος Aristid.Or.51.38, ἐν δέρματι χρωτὸς ... ἁφὴ λέπρας LXX Le.13.2, cf. 3, diferente de la de los animales, Arist.Pr.893b29, PA 661a25, (ὁ ἥλιος) τὸ δέρμα ἐπιβάπτει Arist.Pr.898b18, τὸ δέρμα ... τὸ ἀμφὶ τῇ πτέρνῃ Hp.Fract.11
•de la cara cutis τὸ δέρμα τὸ περὶ τὸ μέτωπον Hp.Prog.2, τὸ δέρμα τὸ ἐπὶ τῇ κεφαλῇ el cuero cabelludo Hp.Loc.Hom.13, cf. Morb.2.1, Arist.Pr.957b28, τὸ ἐπιπόλαιον δέρμα la epidermis Hp.Acut.66, Arist.Pr.890a12, τὸ ἐπὶ τοῦ αἰδοίου δέρμα escroto Hp.Morb.1.8, τὸ περὶ τὴν βάλανον δέρμα prepucio Arist.HA 493a28, 32, cf. Ar.Eq.27, 29;
b) de anim. vivos θῆρες δὲ φρίσσουσ', ... τῶν καὶ λάχνῃ δέρμα κατάσκιον las fieras tiritan ... incluso aquéllas cuya piel está cubierta de lana Hes.Op.513, cf. Arist.HA 511b7, GA 743b6, Thphr.Od.60, ἡ ἀσπάλαξ ὑπὸ τὸ δέρμα ἔχουσα τοὺς ὀφθαλμούς Arist.de An.425a11, cf. HA 491b31, δέρμα τοῦ ἐλέφαντος Arist.GA 719b17, del hipopótamo, Arist.HA 502a14, de aves, Arist.GA 719b12, de reptiles, Arist.PA 657b12, HA 503a10, de peces, Arist.PA 655a26, Mnesith.Ath.38.13, de insectos, Arist.HA 532b3, 557b27, de moluscos, Arist.HA 524b8, 531a10, ἰχθυῶδες ... δέρμα καὶ ... φολιδωτόν piel como los peces o los reptiles Arist.GA 719b8, de cocodrilos, D.S.1.35, ἐκδύνειν τὸ δέρμα mudar la piel Arist.Mir.835a27, op. ὑμήν Arist.HA 519a31, op. μῆνιγξ Arist.Pr.961b4.
2 piel de anim. desollados, cuero, pellejo συός Il.9.548, AP 7.421 (Mel.), θηρῶν Alcm.53, κριοῦ ref. al vellocino de oro, Pi.P.4.161, cf. 4.241, Orph.A.940, βοός Ar.Eq.316, αἴγειον Hp.Morb.Sacr.1.18, PCair.Zen.60.8 (III a.C.), προβάτου Hp.Haem.4, cf. Ach.Tat.3.21.2, δαρτō Ath.Agora 19.L4a.32 (IV a.C.), ἐλάφου D.P.Au.3.7, ἄρκτου λάσιον ... δέρμα Orph.A.201, cf. Longus 4.6.1, τοῦ μόσχου LXX Le.4.11, cf. DP 8.passim, ὑαίνης PMag.7.206, Καρχηδόνιον usada en cirugía por su calidad, Hp.Art.33, ἐκ μὲν Κυρήνης ... δέρμα βόειον Hermipp.63.4, cf. Hsch., ὅταν δὲ ἐκδάρῃ τὸ δέρμα cuando la piel es desollada Arist.Mir.830a16, δέρμα λάκχαινον piel teñida de rojo, DP 8.4, cf. LXX Ex.35.7, δέρματα ἠργασμένα pieles curtidas, IChr.M.85.3 (Salónica V d.C.)
•como parte de las víctimas sacrificadas, X.An.4.8.26, CID 1.7A.11 (V a.C.), IPr.362.22 (IV a.C.), CEG 847.2 (Creta III/II a.C.), LXX Le.7.8, IPr.174.9 (II a.C.), Ph.1.190, Longus 2.30.5, D.Chr.1.53, IEphesos 10.20 (III d.C.)
•utilizada como vestido Il.10.23, Theoc.22.52, δέρμα ἐλάφοιο, ψιλόν Od.13.436, cf. Hes.Op.544, A.R.1.324, Eun.VS 467, Ep.Hebr.11.37
•del león de Nemea con que se cubría Heracles, Panyas.4, 5, Pi.I.6.47, Ar.Ra.528, Call.SHell.268c, Theoc.25.277, A.R.1.1195, AP 16.100
•como mantas o colchas εὐνήν, ἐν δ' ὀΐων τε καὶ αἰγῶν δέρματ' ἔβαλλεν Od.14.519, cf. h.Ven.159, Hp.Morb.Sacr.1.22, Theoc.9.10, D.Chr.7.65, DP 8.42a, Nonn.D.16.96, como asiento Od.14.50, δέρματα λαγωοῦ para arropar a un niño h.Pan.43, para ocultarse φωκάων ... δέρματα Od.4.436, cf. 22.362, Nonn.D.1.38, como manteles, Plb.7.1.3, D.S.14.111, D.C.74.12.5, en ofrendas, LXX Ex.25.5, 29.14, τὴστέγην ἐποίησεν ... ἀπὸ ... τῶν δερμάτων hizo construir el techo (del templo con los fondos procedentes de la venta) de pieles, Hell.9.78 (Jonia VI a.C.), cf. CID 1.9D.36 (IV a.C.).
3 piel o pieza de piel, cuero animal como material para diversos objetos δέρμα κελαινόν para recubrir un escudo Il.6.117, cf. Plb.6.23.3, I.BI 6.197, Q.S.11.480, para confeccionar calzado Od.14.24, UPZ 158A.106 (III a.C.), Longus 1.19.2, Gr.Thaum.Pan.Or.2.66, δέρμα βοός en la construcción de una lira h.Merc.49, de odres, E.Cyc.527, de pantallas para lámparas, Arist.GA 780a36, HA 531a5, de cedazos DP 15.57.
4 membrana de diversos órganos humanos y animales τὸ δὲ δέρμα τὸ πρὸς τῇ ἀκοῇ la membrana del oído Hp.Carn.15, τὸ τοῦ ὄμματος δέρμα Arist.GA 780a32, cf. Hp.Carn.17, Arist.PA 657a34, 658b21, de la que recubre los ojos del polluelo dentro del huevo, Arist.HA 561a31, del interior del vientre de las aves, Arist.HA 508b33.
5 pergamino Pall.V.Chrys.20.4, δέρμα κόκκινον PMag.7.202.
II por sinéc. designando objetos de cuero
1 saco para harina Od.2.291.
2 odre, pellejo Ar.Th.758, δέρμα οἰνοφόρον PLond.402ue.22 (II a.C.)
•usado como balsa δέρματι φυσαλέῳ διεμέτρεεν Ἰνδὸν Ὑδάσπην Nonn.D.23.149, cf. 26.178, Hsch.
3 consolador Pl.Com.188.18.
4 τὸ δέρμα τοῦ ποδός sandalia, UPZ 79.15 (II a.C.).
III analóg.
1 capa externa, película φώκης τῆς πυτίης τὸ δέρμα la película o nata del cuajo de foca Hp.Mul.2.203, Nat.Mul.34.
2 caparazón de tortuga, Ar.V.429, 1292.
3 piel, cáscara de un fruto σικύου πέπονος Hp.Morb.3.17, cf. Nat.Mul.109b, Thphr.HP 4.14.10, τὰ τῶν περικαρπίων δέρματα Thphr.HP 1.2.6, cf. 1.10.10.
• Etimología: Nombre en *mn̥ sobre la r. de δέρω q.u.
German (Pape)
[Seite 549] τό, das Fell, die Haut; von δέρω; eigentlich nur die abgezogene Haut. Homerische Formen: δέρμα öfters, nominat. Iliad. 6, 117, accusat. Iliad. 10, 23; δέρματι einmal, Iliad. 9, 548; δέρμασιν einmal, Odyss. 2, 291; accusat. plural. δέρματα zweimal, Odyss. 4, 436. 14, 519. Bei Homer ist δέρμα überall die von ihrem Fleische getrennte Haut. Meist von Tieren bei Homer, das abgezogene Fell: δέρμα λέοντος Iliad. 10, 23, συὸς δέρματι Iliad. 9, 548, δέρμα ἀγρίου αἰγός Odyss. 14, 50, δέρμα ἐλάφοιο Odyss. 13, 436, φωκάων δέρματα Odyss 4, 436, ὀίων τε καὶ αἰγῶν δέρματα Odyss. 14, 519, δέρμα βοός Odyss. 22, 362, δέρμα βόειον Odyss. 14, 24; das verarbeitete Fell: Leder des Schildes, Iliad. 6, 117 ἀμφὶ δέ μιν σφυρὰ τύπτε καὶ αὐχένα δέρμα κελαινόν, ἄντυξ ή πυμάτη θέεν ἀσπίδος όμφαλοέσσης; Odyss. 2, 291 ἄλφιτα δέρμασιν ἐν πυκινοῖσιν, Schläuche. Vom Menschen: Odyss. 13, 431 verwandelt Athene den Odysseus, κάρψεν μὲν χρόα καλὸν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν, ξανθὰς δ' ἐκ κεφαλῆς ὄλεσε τρίχας, ἀμφὶ δὲ δέρμα πάντεσσιν μελέεσσι παλαιοῦ θῆκε γέροντος: auch hier ist δέρμα die abgezogene Haut; man beachte den Gegensatz zwischen χρόα und δέρμα; χρόα ist Odysseus eigene Haut, lebendig am lebendigen Leibe; sie dorrt weg; das δέρμα ist eine fremde, von ihrem Fleische gelös'te Haut, welche dem Odysseus um die Glieder gethan wird; ob der Dichter etwa sich vorgestellt, daß Athene irgend einen alten Mann geschunden, um für Odysseus eine solche Haut zu bekommen, wäre eine müssige Frage; an sie hat der Dichter ohne Zweifel gar nicht gedacht. Iliad. 16, 341 ὁ δ' ὑπ' οὔατος αὐχένα θεῖνεν Πηνέλεως, πᾶν δ' εἴσω ἔδυ ξίφος, ἔσχεθε δ' οἶον δέρμα, παρηέρθη δὲ κάρη, ὑπέλυντο δὲ γυῖα; auch hier ist δέρμα die von ihrem Fleische durch den Hieb losgetrennte Haut, welche nur an zwei Enden noch mit Rumpf und Kopf zusammenhängt; der Kopf hängt an ihr neben dem Rumpfe herab. – Folgende: Pind. P. 4, 161 δέρμα κριοῦ βαθύμαλλον, das goldene Vließ; Herodot. 2, 91 δέρματα, abgezogene Felle von Tieren; 4, 64 abgezogene Menschenhäute; Aristoph. Pac. 746 ὦ κακόδαιμον, τί τὸ δέρμ' ἔπαθες, von einem Sclaven, der Schläge bekommen hat; hier also die lebendige Hautam Leibe; Demosth. 49, 55 ἠρόμην αὐτὸν πρὸς τῷ διαιτητῇ εἰ ἔτι δοῦλος εἴη ὁ Αἰσχρίων αὐτοῦ, καὶ ἠξίουν αὐτὸν ἐν τῷ αὑτοῦ δέρματι τὸν ἔλεγχον διδόναι. Die Schaale der Schildkröte, Aristoph. Vesp. 1292 ἰὼ χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος, καὶ τρισμακάριαι τοῦ 'πὶ ταῖς πλευραῖς τέγους; Lucian. Vit. auct. 9 οὐ γὰρ χελώνης η καράβου τὸ δέρμα περιβέβλημαι. Die Hautvon Früchten, Theophr. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 peau écorchée (lat. pellis);
2 peau d'un homme ou d'un animal vivant (lat. cutis).
Étymologie: δέρω.
English (Autenrieth)
ατος (δέρω): skin, hide, leather; seldom of the living man, Il. 16.341, Od. 13.431.
English (Slater)
δέρμα
1 skin of an animal “τὸν μὲν (Αἴαντα) ἄρρηκτον φυάν, ὥσπερ τόδε δέρμα με νῦν περιπλανᾶται θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν Νεμέᾳ” (I. 6.47) of the golden fleece, “δέρμα τε κριοῦ βαθύμαλλον ἄγειν” (P. 4.161) δέρμα λαμπρὸν ἔννεπεν (P. 4.241)
English (Strong)
English (Thayer)
δέρματος, τό (from δέρω or δείρω, as κέρμα from κείρω), a skin, hide, leather: Homer and following.)
Greek Monolingual
το (AM δέρμα)
1. το προστατευτικό κάλυμμα του σώματος του ανθρώπου και τών ζώων
2. το δέρμα που έχει αφαιρεθεί από γδαρμένο ζώο, το τομάρι
νεοελλ.
1. κατεργασμένο δέρμα ζώου
2. (ορυκτ.) «δέρμα ορέων» — ορυκτό, παραλλαγή του αμιάντου και του ινώδους σερπεντίνου
αρχ.
1. το όστρακο της χελώνας
2. δερμάτινος ασκός («δέρμα οἰνοφόρον»)
3. το κέλυφος τών καρπών, η φλούδα («ὁ τῆς ἐλαίας σκώληξ ἐὰν μὲν ὑπὸ τὸ δέρμα γένηται»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέρω + (κατάλ.) -μα (πρβλ. αρχ. ινδ. dar-man- «καταστρεπτικός», darī-man «καταστροφή»). Η λ. δέρμα εμφανίζει μεγάλη παραγωγική δύναμη και ως α' συνθετικό με τη μορφή δερμ-, δερματ- και ως β' συνθετικό με τη μορφή -δερμος, ενώ δύο μόνο σύνθετα έχουν β' συνθετικό -δέρμων (πρβλ. ποικιλοδέρμων, τραχυδέρμων).
ΠΑΡ. δερμάτι (AM δερμάτων), δερματικός, δερμάτινος, δερματώδης
αρχ.
δερμύλλω
μσν.
δερματίς
νεοελλ.
δερματάς, δερματένιος, δερματίτιδα, δερμάτωμα, δερμάτωση, δερμικός, δερμίτιδα, δερμόνι, δερμώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) δερμηστής, δερμόπτερος
αρχ.
δερματομαλάκτης, δερματοφαγώ, δερματοφόρος, δερματοχίτων
αρχ.-μσν.
δερματουργός
νεοελλ.
δερμακέντωρ, δερμαλγιά, δερμάνυσσος, δερματέμπορος, δερματογένεση, δερματογενής, δερματογόνος, δερματογράφος, δερματοδήκτης, δερματοειδής, δερματοεπιθηλίωμα, δερματόκολλα, δερματοκονίαση, δερματοκόπτης, δερματολόγος, δερματολυσία, δερματομάλις, δερματομυκητίαση, δερματομύωμα, δερματοπάθεια, δερματοπαθολογία, δερματόπτερος, δερματοπωλείο, δερματοπώλης, δερματορραγία, δερματοσκλήρυνση, δερματοσκοπία, δερματοσκόπιο, δερματοστιξία, δερματοτομία, δερματοφυτία, δερμοαντίδραση, δερμοβλάστη, δερμογένεση, δερμογραφία, δερμοεμβόλιο, δερμοειδής, δερμοεπιδερμίτιδα, δερμονύκτης, δερμοπάθεια, δερμοσκεπής, δερμοτόμος, δερμοτροπισμός, δερμοτρόπος, δερμοφυλαξία, δερμόφυτο, δερμόχελυς. (Β' συνθετικό) λεπτόδερμος, μαλακόδερμος, οστρακόδερμος, παχύδερμος, σκληρόδερμος, τραχύδερμος
αρχ.
άδερμος, απόδερμα, αυτόδερμος, επίδερμα, κακόδερμος, κοπίδερμος, λιθόδερμος, λιπόδερμος, μονόδερμος, ξηρόδερμος, ομαλόδερμος, πολύδερμος, στερεόδερμος, τετράδερμα
νεοελλ.
αιγόδερμα, αλογόδερμα, αρκτόδερμα, αρνόδερμα, βλαστόδερμα, βουβαλόδερμα, γυμνόδερμος, ενδόδερμα, εξώδερμα, ερυθρόδερμος, καμηλόδερμα, κατσικόδερμα, μαλακόδερμα, μελανόδερμος, ξώδερμα, οστρακόδερμα, παχύδερμα, πελματόδερμα, ροδόδερμα, σολόδερμα, τραγόδερμα, φιδόδερμα, χοιρόδερμα, ψευδόδερμα].
Greek Monotonic
δέρμα: -ατος, τό (δέρω),
1. δέρμα, πετσί, τομάρι, προβιά, λέγεται για τα ζώα, Λατ. pellis, σε Όμηρ. κ.λπ.· δέρμα κελαινόν, λέγεται για την ασπίδα, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης λέγεται για επεξεργασμένα, κατεργασμένα δέρματα που προορίζονται για ασκιά ή φλασκιά, σε Ομήρ. Οδ.· χρησιμ. και για την εκδορά του ανθρωπίνου δέρματος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
2. έπειτα, δέρμα κάποιου, Λατ. cutis, περὶ τῷ δέρματι δεδοικέναι, σε Αριστοφ.· το καβούκι της χελώνας, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
δέρμα: ατος τό
1 кожа (снятая или выделанная) Hom., Her., Plat., Arst.;
2 шкура, мех, руно (λέοντος Hom.; βοός Hom., Hes.; κριοῦ Pind.; δέρματα λύκων Arst., θηρίων Plut.): περὶ τῷ δέρματι δεδοικέναι Arph. ирон. дрожать за свою шкуру;
3 кожаный мех (ἄλφιτα ἐν δέρμασιν Hom.);
4 кожистый покров, кожица, оболочка, пленка (τῶν ἐντόμων, τῶν ὀφθαλμῶν Arst.);
5 скорлупа (χελώνης Arph., Luc.; ὀστρακῶδες Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέρμα -ατος, τό [δέρω], huid, vel; ook bewerkt leder, leer:; δέρμα λέοντος leeuwenvel (als mantel) Il. 10.23; δέρμα βόειον runderleer (als schoeisel) Od. 14.24; δέρμασιν ἐν πυκινοῖσιν in dichte leren zakken Od. 2.291; uitbr. schild (van een schildpad).
Middle Liddell
δέρω
1. the skin, hide, of beasts, Lat. pellis, Hom., etc.; δέρμα κελαινόν, of a shield, Il.:—also of skins prepared for bags or bottles, Od.; of a man's skin stripped off, Il., Hdt.
2. later, one's skin, Lat. cutis, περὶ τῶι δέρματι δεδοικέναι Ar.: the shell of a tortoise, Ar.
Chinese
原文音譯:dšrma 得而馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:皮
字義溯源:皮,動物皮,獸皮;源自(δέρω)*=痛打,剝皮)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 皮(1) 來11:37
English (Woodhouse)
hide, skin, skin stripped from an animal
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό δέρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
τό piel de diferentes animales utilizada para escribir εἰς δέρμα κόκκινον ἐπίγραψον τάδε en un pergamino escarlata escribe lo siguiente P VII 201 ἐπὶ δέρμα ὑαίνης ἐπίγραψον μέλανι en una piel de hiena escribe con tinta P VII 203 P VII 206 λαβὼν δέρμα ὄνου γράψον τὰ ὑποκείμενα αἵματι σιλούρου μήτρας coge una piel de asno y escribe lo siguiente con sangre de la matriz de un siluro P XXXVI 362 para atar ἔξωθεν δῆσον (τὸ δέρμα ἐλάφιον) δέρματι βούρδωνος ata por fuera la piel de ciervo con piel de mulo P XXXVI 329 λαβὼν κύαμον τετρημένον ἔνδησον εἰς δέρμα ἡμιόνου καὶ περίαπτε toma un haba perforada, átala con una piel de asno y cuélgatela P LXIII 27 para envolver εἰλήσας φοινικίνῳ δέρματι καὶ ἀπαρτήσας (τὸ φυλακτήριον) φόρει περὶ τὸν τράχηλον envolviéndolo en un pergamino purpúreo y colgándote el amuleto llévalo alrededor del cuello P IV 2703 para echar algo λαβὼν ἀπομύξης ἀπὸ βοὸς μετὰ κριθῶν βάλε εἰς δέρμα ἐλάφιον toma moco de una vaca y échalo con cebada en una piel de ciervo P XXXVI 329 SM 78 2.5 (fr. lac)
Translations
skin
'Are'are: hinasuna; Afrikaans: vel; Ainu: カㇷ゚; Aiton: ꩫင်; Albanian: lëkurë; Ama: tono; Amharic: ቆዳ; Arabic: جِلْد, بَشَرة; Egyptian Arabic: جلد, بشرة; Moroccan Arabic: جلد; North Levantine Arabic: بشره, جلد; Aragonese: pelello; Armenian: մաշկ, մորթ; Aromanian: cheali; Assamese: ছাল; Asturian: pelleyu, piel; Avar: тӏом, хъал; Avestan: 𐬯𐬎𐬭𐬍; Azerbaijani: dəri; Bashkir: тире; Basque: azal; Bau Bidayuh: kurit; Belarusian: скура; Bengali: ত্বক; Bikol Central: kublit; Breton: kroc'hen; Bulgarian: кожа; Burmese: အရေ; Buryat: арһан; Catalan: pell; Cebuano: panit; Central Atlas Tamazight: ⵉⵍⵎ; Central Melanau: kulit; Central Sierra Miwok: ṭól·eča-; Chamicuro: s̈hama; Chechen: цӏока, чкъуор; Chichewa: khungu; Chickasaw: hakshop; Chinese Cantonese: 皮膚, 皮肤, 皮; Dungan: пифу, пизы; Hakka: 皮膚, 皮肤; Mandarin: 皮膚, 皮肤, 皮, 皮子; Min Dong: 皮膚, 皮肤; Min Nan: 皮膚, 皮肤; Wu: 皮膚, 皮肤; Choctaw: hakshop; Chuvash: тир; Classical Nahuatl: ēhuatl; Coptic: ⲁⲛⲟⲙ, ϣⲁⲣ; Cornish: kroghen; Corsican: peddi, pelle; Czech: kůže; Dalmatian: pial; Danish: hud; Dolgan: тирии; Drung: vngpeun; Dupaningan Agta: gaddang; Dutch: huid, vel; Eastern Arrernte: yenpe; Eastern Cham: ꨆꨤꨪꩀ; Esperanto: haŭto; Estonian: nahk; Even: эртэ; Faroese: húð; Finnish: iho, nahka; French: peau; Friulian: piel; Gagauz: deri; Galician: pel; Georgian: კანი; German: Haut; Greek: δέρμα; Ancient Greek: δέρμα, χρώς, χροός, χρῶμα, ῥινός, δέρας; Greenlandic: ameq; Guaraní: api, pire; Gujarati: ચામડી, ત્વચા; Haitian Creole: po; Hawaiian: ʻili; Hebrew: עוֹר; Hindi: त्वचा; Hungarian: bőr; Hunsrik: Haut, haut; Icelandic: húð, hskinn, hhörund; Ido: pelo; Ingush: цӏока; Irish: craiceann, seithe, cneas; Italian: pelle; Iu Mien: ndopv; Japanese: 皮膚, 肌; Kalmyk: арсн; Kannada: ಚರ್ಮ; Karachay-Balkar: тери; Karakalpak: teri; Kashubian: skóra; Kazakh: тері; Khakas: теер; Khmer: ស្បែក; Korean: 살갗, 피부(皮膚); Koryak: гылгын; Kumyk: тери, оьнг; Kurdish Central Kurdish: پێست; Northern Kurdish: çerm, pîst, cild; Kyrgyz: тери; Lao: ຫນັງ, ຜິວຫນັງ; Latin: cutis; Latvian: āda; Lezgi: ли, хам; Lithuanian: oda; Lombard: pèll, pèl; Low German: Huut, Fell; Luxembourgish: Haut; Lü: ᦐᧂ; Macedonian: кожа; Maguindanao: kubal, upis; Malay: kulit; Brunei Malay: kulit; Indonesian: kulit; Malayalam: തൊലി, ചര്മ്മം; Maltese: ġilda; Manchu: ᠰᡠᡴᡡ; Mansaka: panit; Manx: crackan; Maori: kiri; Maranao: panit, kobal, opis; Marathi: त्वचा; Mazanderani: پوس; Mongolian: арьс; Nanai: хэрэктэ; Nepali: छाला; Newar: छ्येंगु; Nivkh: ӿал; Nogai: тери; Norman: pé; Northern Sami: liiki; Northern Thai: ᩉ᩠ᨶᩢᨦ; Norwegian: hud, skinn, ham; Occitan: pèl; Old Church Slavonic Cyrillic: кожа, скора; Old East Slavic: кожа, скора; Old English: hȳd; Oriya: ଚର୍ମ; Oromo: gogaa; Ossetian: царм, цъар, мӕскуы; Ottoman Turkish: جلد, بشره, دری; Pacoh: ngcár; Palauan: melabd; Pangasinan: baog; Persian: پوست, چرم; Plautdietsch: Hut; Polish: skóra; Portuguese: pele; Punjabi: ਖੱਲ; Quechua: qara; Canka Quechua: gara; Wanka Quechua: gala; Waiwaş Quechua: gara; Romagnol: pèla; Romani: morthǐ; Romanian: piele; Romansch: pel; Russian: кожа, шкура; Saho: qarbat; Sango: pörö; Sanskrit: त्वच, कृत्ति; Santali: ᱦᱟᱨᱛᱟ; Sardinian: pedhe; Scottish Gaelic: craiceann, seiche; Sebop: kulit; Serbo-Croatian Cyrillic: ко̏жа; Roman: kȍža; Shan: ၽိဝ်ၼင်, ၼင်; Sherpa: པའུ; Shor: тере; Sicilian: peddi; Sinhalese: හම; Slovak: koža, pokožka; Slovene: kọ́ža; Somali: dub, harag, saan; Sorbian Lower Sorbian: kóža; Upper Sorbian: koža; Southern Altai: тере; Spanish: piel; Sranan Tongo: buba; Sundanese: kulit; Swahili: ngozi; Swedish: hud, skinn; Tagalog: balat; Tai Dam: ꪘꪰꪉ; Tajik: пӯст, чарм, ҷилд; Tamil: தோல்; Tatar: тире; Telugu: చర్మము, త్వచము; Ternate: ahi; Tetum: kulit; Thai: ผิวหนัง, หนัง; Tibetan: པགས་པ; Tidore: ahi; Tigrinya: ቈርበት; Tocharian B: ewe, yeste; Tok Pisin: skin; Turkish: cilt, deri; Turkmen: deri; Ukrainian: шкі́ра; Urdu: توچا; Uyghur: تېرە; Uzbek: teri; Venetian: pèle, pełe; Vietnamese: da; Volapük: skin; Walloon: pea; Welsh: croen; West Coast Bajau: kulit; West Frisian: hûd; White Hmong: tawv, tawv nqaij; Wolof: der; Yakut: тирии; Yiddish: הויט; Yámana: tatisa; Zazaki: çerm; Zealandic: vel, 'uud; Zhuang: naeng; Zulu: isikhumba, inyama
leather
Afrikaans: leer; Albanian: lëkurë; Amharic: ቆዳ; Arabic: جِلْد; Egyptian Arabic: جلد; Armenian: կաշի; Asturian: cueru; Avestan: 𐬗𐬀𐬭𐬆𐬨𐬀𐬥-; Azerbaijani: dəri, gön; Bashkir: күн; Belarusian: скура; Bengali: চামড়া; Breton: lêr; Bulgarian: кожа; Burmese: သားရေ; Catalan: cuir; Chamicuro: shama; Cherokee: ᎦᏃᏥ; Chinese Cantonese: 皮革, 皮; Dungan: пи; Mandarin: 皮革, 皮; Cornish: ledher; Czech: kůže; Danish: læder; Dutch: leer, leder; Esperanto: ledo; Estonian: nahk; Faroese: leður; Finnish: nahka; French: cuir; Galician: coiro; Georgian: ტყავი; German: Leder; Greek: δέρμα; Ancient Greek: βύρσα; Guaraní: pire; Gujarati: ચર્મ, ચામડું; Hebrew: עוֹר; Hindi: चमड़ा, चर्म; Hungarian: bőr; Icelandic: leður; Ido: ledro; Indonesian: kulit; Interlingua: corio; Irish: leathar; Middle Irish: lethar; Italian: cuoio; Japanese: 皮革, 革; Kannada: ಚರ್ಮ; Karachay-Balkar: тери; Kazakh: тері, көн; Khmer: ស្បែក; Korean: 가죽, 피혁(皮革); Kurdish Northern Kurdish: çerm; Kyrgyz: тери; Lao: ຫນັງ, ໜັງສັດ; Latin: cutis, corium, aluta; Latvian: āda; Lithuanian: oda; Macedonian: кожа; Malay: kulit; Malayalam: തോൽ, തുകൽ; Maltese: ġilda; Manx: lhiare, liare; Marathi: चामडे; Mongolian Cyrillic: савхи, арьс; Mongolian: ᠰᠠᠪᠢᠬᠢ, ᠠᠷᠠᠰᠤ; Navajo: akał; Nepali: छाला; Norwegian Bokmål: lær; Nynorsk: lêr; Ojibwe: bashkwegin; Old Church Slavonic Cyrillic: кожа, скора; Old East Slavic: кожа, скора; Old English: leþer; Old Persian Pashto: چرم, سختیان, وژن; Persian: چرم, جلد; Polish: skóra; Portuguese: couro; Punjabi: ਚਮੜਾ; Quechua: qara; Romanian: piele, piele de animal; Russian: кожа; Scottish Gaelic: leathar; Serbo-Croatian Cyrillic: ко̏жа; Roman: kȍža; Sinhalese: සම්; Slovak: koža; Slovene: usnje; Spanish: cuero; Swahili: ngozi; Swedish: läder; Tagalog: katad; Tajik: чарм, ҷилд; Tamil: தோல்; Tatar: күн; Telugu: తోలు; Thai: หนัง; Tibetan: ཀོ་བ; Turkish: deri; Turkmen: deri, gön, gaýyş; Udmurt: ку; Ukrainian: шкі́ра; Urdu: چمڑا, چرم; Uyghur: تېرە, خۇرۇم, كۆن; Uzbek: charm, teri, koʻn; Venetian: curame, curam, corame; Vietnamese: da thuộc; Vilamovian: łaoder; Walloon: cur; Welsh: lledr; Yiddish: לעדער or; Zulu: isikhumba
hide
Albanian: shtrosë; Apache Western Apache: ikał; Arabic: جِلْد; Armenian: մորթի, կաշի; Azerbaijani: dəri; Bashkir: тире; Belarusian: скура; Bulgarian: кожа; Burmese: သားရေ; Chinese Mandarin: 皮, 皮革, 獸皮, 兽皮, 毛皮; Chipewyan: ʔedhë́th; Classical Nahuatl: mazāēhuatl; Czech: useň, kůže; Danish: skind, hud; Dutch: huid, vel, vacht, leer; Esperanto: felo; Estonian: nahk; Finnish: vuota, talja, nahka; French: cuir, peau; Galician: pelello, pelica, coiro; Georgian: ტყავი; German: Haut, Fell, Leder; Greek: δέρμα; Ancient Greek: φορίνη, στέρφος, δέρας; Hindi: चर्म; Hungarian: irha, bőr; Hän: ë̀dhä̀; Irish: seithe, leathar; Italian: pelle; Japanese: 革, 皮革; Kazakh: тері; Khmer: ស្បែក; Korean: 가죽, 피혁(皮革); Kyrgyz: тери; Lao: ຫນັງ; Latin: pellis, corium; Latvian: āda; Lithuanian: oda; Macedonian: кожа; Malay: kulit; Malayalam: തോൽ; Mongolian Cyrillic: арьс; Mongolian: ᠠᠷᠠᠰᠤ; Northern Tutchone: edhó; Norwegian Bokmål: skinn, dyrehud; Nynorsk: skinn, dyrehud; Old Church Slavonic Cyrillic: кожа, скора; Old East Slavic: кожа, скора; Old English: hȳd; Persian: چرم, جلد; Plautdietsch: Hut; Polish: skóra; Portuguese: pele, couro; Quechua: qara; Romanian: blană, piele; Russian: шкура, кожа; Scottish Gaelic: craiceann, seiche; Serbo-Croatian Cyrillic: ко̏жа; Roman: kȍža; Slovak: useň, koža; Slovene: koža; Southern Tutchone: adhǜ; Spanish: piel, cuero; Swedish: hud, skinn; Tagalog: panit; Tajik: чарм, ҷилд; Tatar: күн, тире; Telugu: తోలు; Thai: หนัง; Tocharian B: ewe; Turkish: deri; Turkmen: deri; Ukrainian: шкі́ра; Urdu: چَرْم; Uyghur: تېرە; Uzbek: teri, charm; Vietnamese: da, bộ da, bộ bì; Yiddish: הויט; Zulu: isikhumba