μαρτυρέω
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
fut. μαρτυρήσω Pi.O.6.21:—Pass., A fut. μαρτυρηθήσομαι Is.8.13, D.19.40; μαρτυρήσομαι in pass. sense, X. (v.infr. 9), D. 57.37: aor. ἐμαρτυρήθην: pf. μεμαρτύρημαι Antipho 6.16, used in act. sense, LXX Ge.43.3:—bear witness, give evidence:—Constr.:
1 abs., Simon. 4.7, Pi.I.5(4).48; μαρτυροῦντι πιστεύειν Antipho 2.2.7; ἐξέστω καὶ τοῖς δούλοις μαρτυρεῖν PLille29.20 (iii B.C.), cf.SIG953.19 (Calymna, ii B.C.), etc.
2 c. dat. pers., bear witness to or bear witness in favour of another, confirm what he says, A.Eu.594, Hdt. 8.94, etc.; μαρτυρέει μοι τῇ γνώμῃ, ὅτι… bears witness to my opinion, that... Id.2.18, cf. 4.29; μαρτυρεῖς σαυτῷ E.Ion532; esp. bear favourable witness to, give a good report of a person, IG22.657 (iii B.C.), etc.; πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ Eu. Luc.4.22. b. c. dat. rei, μ. τῇ διαθήκῃ POxy.494.33 (ii A.D.), etc.
3 c. acc. rei, testify to a thing, Alc. 102, Pi.O.13.108, S.Ant.515, Pl.Phdr.244d; μ. τινί τι Pi.O.6.21, A.Supp.797 (lyr.).
4 μ. περί τινος Pl.Ap. 21a; ὑπέρ τινος D.29.54.
5 c. inf., testify that a thing is, Heraclit. 34, S.OC1265, etc.; τίς σοι μαρτυρήσει ταῦτ' ἐμοῦ κλύειν; that he heard… ? Id.Tr.422, cf. E.Hipp.977; ὁ κληθεὶς μαρτυρείτω ἀληθῆ μαρτυρεῖν PHal.1.225 (iii B.C.): rarely c. part., μαρτυρεῖτέ [μοι]… ῥινηλατούσῃ A.Ag.1184; μ. τισὶ παραγινομέναις D.H. 8.46.
6 μ. τινὶ ὡς… A.Ag. 494, cf. Pl.Grg. 523c; σώματα… ὡς ἔστιν, αὐτὴ ἡ αἴσθησις… μ. Epicur. Ep.1p.6U.; μ. ὅτι… X.Vect.4.25.
7 μ. τινὶ τῆς συμμαχίας testify to, acknowledge the value of his alliance, J.AJ13.5.3.
8 c. acc. cogn., μαρτυρίαν μ. Is. 11.25, Pl.Erx.399b; μ. ἀκοήν give hearsay evidence, D.57.4; μ. ψεῦδος, ψεύδη, bear false witness, Amips. 13, Diph. 32.16; τὰ ψευδῆ Lys. 19.4; τἀληθῆ Aeschin. 1.46:—Pass., μαρτυρίαι μαρτυρηθεῖσαι D. 47.1; μεμαρτύρηταί τι περί τινος Antipho 6.16, cf. Lys. 13.66.
9 impers. in Pass., παρ' ἄλλου ποιητοῦ μαρτυρεῖται testimony is borne by another poet Pl.Prt. 344d; οἶδα… μαρτυρήσεσθαί μοι ὅτι… X.Mem.4.8.10, cf.Ap.26; μεμαρτύρηται ὑμῖν testimony has been given before you, Lys. 19.55, Is.9.5.
10 Pass., μαρτυρεῖταί μοι σοφία is ascribed to me, D.H. 2.26; μαρτυροῦμαι ἐμπειρίαν I have it ascribed to me, Plu. 2.58a, cf. Luc.Sacr.10; καλοκἀγαθίαν μαρτυρούμενος J.AJ 15.10.5; μαρτυροῦμαι ἐπί τινι I bear a character for... Ath. 1.25 f; ἄνδρας μαρτυρουμένους men whose character is approved by testimony, Act.Ap.6.3; τεχνίτας… μαρτυρηθέντας ὑπό τινος SIG799.28 (Cyzicus, i A.D.); δι' ὅλης οἰκουμένης μαρτυρούμενον θεόν Sammelb.1070 (Abydos).
II Astrol., to be in aspect with, c. dat., Ptol.Tetr.123; μ. τὴν μοῖραν Cat.Cod.Astr.7.226:—Pass., Nech. ap. Vett.Val. 279.23.
French (Bailly abrégé)
μαρτυρῶ :
f. μαρτυρήσω, ao. ἐμαρτύρησα, pf. μεμαρτύρηκα;
1 intr. être témoin, rendre témoignage, témoigner : τινι ou ὑπέρ τινος, en faveur de qqn ; τινι περί τινος, en faveur de qqn au sujet de qch ; ὅτι, témoigner que ; • impers. μαρτυρήσεταί μοι ὅτι XÉN on me rendra témoignage, témoignage sera rendu en ma faveur que, etc.
2 tr. attester, donner l'assurance de : τι, de qch ; τινί τι, de qch à qqn;
Moy. μαρτυρέομαι, μαρτυροῦμαι attester par serment.
Étymologie: μάρτυς.
German (Pape)
Zeuge sein, bezeugen; τοῦτό γέ οἱ σαφέως μαρτυρήσω, Pind. Ol. 6.21, vgl. I. 4.54; θανούσῃ μαρτυρεῖτέ μοι τόδε, Aesch. Ag. 1290, öfter; auch von Sachen, μαρτυρεῖ δέ μοι φᾶρος τόδε, Ch. 1005, vgl. Ag. 480, wie Soph. sagt ποδῶν ἂν ἄρθρα μαρτυρήσειεν τὰ σά, O.R. 1032, sie dienen zum Zeugnis, zum Beweise; auch absol., τίς ὁ μαρτυρήσων; wer wird Zeuge sein ? Aesch. Ag. 1487, wie αὐτὸς ἧν ὁ μαρτυρῶν, Eum. 798; τίς τοι μαρτυρήσει τοῦτ' ἐμοῦ κλύειν, Soph. Tr. 421, öfter; οὐ μαρτυρήσει μ' Ἴσθμιος Σίνις ποτὲ κτανεῖν ἑαυτόν, Eur. Hipp. 977. – Ebenso in Prosa; μαρτυρεῖ δέ σφι καὶ ἡ ἄλλη Ἑλλάς, Her. 8.94, μαρτυρέει δέ μου τῇ γνώμῃ καὶ Ὁμήρου ἔπος, 4.29; μαρτυρεῖ τούτοις καὶ Ομηρος, Plat. Gorg. 525d, τὰ ἐπιόντα πάντα τούτῳ μαρτυρεῖ ὅτι οὕτως εἴρηται, Prot. 344a; auch c. acc., Etwas bezeugen, Phaedr. 244d; περί τινος, Apol. 21a; ὑπέρ τινος, Dem. 29.54; μαρτυρίαν μαρτυρεῖν, ein Zeugnis ablegen, Isae. 12.25; pass., μαρτυρίαι μαρτυρηθεῖσαι, 3.11; μαρτυρεῖται, Plat. Prot. 344d; μεμαρτύρηται, Lys. 13.66; so auch pass. μαρτυρήσεται, Xen. Mem. 4.8.10. – Sp. auch med. = act., S.Emp. adv. math. 7.324 und NT, wie Act.Ap. 26.22.
Bei den K.S. = Märtyrer sein.
Das pass. geht bei Ath. I.25e, μαρτυροῦνται καὶ Χῖοι ἐπὶ ὀψαρτυτικῇ, in die Bdtg gelobt werden über, probari; vgl. Luc. am. 45; μαρτυρεῖσθαι ἐμπειρίαν ἐδόκει, d.i. man bezeugte ihm Erfahrung, Plut. discr. am. et ad. 21 E.
Russian (Dvoretsky)
μαρτῠρέω: (тж. μαρτυρίαν μ. NT) свидетельствовать, удостоверять, подтверждать (τι Soph., Plat., τινι Her., ὑπέρ τινος Dem. и περί τινος Plat., NT): τίς ὁ μαρτυρήσων; Aesch. кто подтвердит (это)?; μαρτυρέει δέ μου τῇ γνώμῃ καὶ Ὁμήρου ἔπος Her. в пользу моего мнения свидетельствует и (следующее) выражение Гомера; μαρτυρίαι μαρτυρηθεῖσαι Dem. свидетельские показания; τοῦτο ἱκανῶς μεμαρτύρηται Lys. это достаточно засвидетельствовано; ὁ ἑωρακὼς μεμαρτύρηκε NT он засвидетельствовал как лично видевший.
Greek (Liddell-Scott)
μαρτῠρέω: ἀόρ. ἐμαρτύρησα: πρκμ. μεμαρτύρηκα· ― Παθ., μέλλ. μαρτυρηθήσομαι Ἰσαῖ. 70. 11, Δημ. 353. 21· ἀλλὰ μαρτυρήσομαι ἐπὶ παθ. σημασ., Ξεν. (ἴδε κατωτ.), Δημ. 1310. 16. ἀόρ. ἐμαρτυρήθην: πρκμ. μεμαρτύρημαι Ἀττ., ἐν χρήσει ἐπὶ ἐνεργητ. σημασ., Ἑβδ. (Γεν. ΜΓ΄ 2)· (μάρτυρ, μάρτυς). Εἶμαι μάρτυς, μαρτυρῶ, δίδω μαρτυρίαν, πρῶτον παρὰ Σιμων. ― Σύνταξ., 1) ἀπολ., Σιμων. 5. 7, Πινδ. Ι. 5 (4), 61· μαρτυροῦντι πιστεύειν Ἀντιφῶν 117. 12. 2) μετὰ δοτ., προσ., δίδω μαρτυρίαν εἴς τι ἢ ὑπέρ τινος, βεβαιῶ ὅ,τι λέγει τις, Ἡρόδ. 8. 94, Αἰσχύλ. Εὐμ. 594, κτλ.· μαρτυρέει μοι τῇ γνώμῃ ὅτι..., μαρτυρεῖ ὑπὲρ τῆς γνώμης μου ὅτι..., Ἡρόδ. 2. 18, πρβλ. 4. 29· μαρτυρεῖς σαυτῷ Εὐρ. Ἴων 532. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ., δίδω μαρτυρίαν ὑπέρ τινος πράγματος, ἐπιβεβαιῶ, Σοφ. Ἀντ. 515, Πλάτ. Φαῖδρ. 244D· μ. ψευδῆ Ἀνδοκ. 2. 3· μ. τινί τι Πινδ. Ο. 35, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 797. 4) μ. περί τινος Πλάτ. Ἀπολ. 21Α· ὑπέρ τινος Δημ. 860. 18. 5) μετ’ ἀπαρ., μαρτυρῶ ὅτι πρᾶγμά τι εἶναι..., Σοφ. Ο. Κ. 1265, κτλ.· τίς σοι μαρτυρήσει ταῦτ’ ἐμοῦ κλύειν; ὅτι ἤκουσα ταῦτα...; ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 422, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 977· σπανίως μετὰ μετοχ., μαρτυρεῖτέ [μοι]... ῥινηλατούσῃ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1184· μ. τινὶ παραγιγνομένῳ Διον. Ἁλ. 8. 46. 6) μ. τινι ὅτι..., ὡς..., Αἰσχύλ. Ἀγ. 494, Πλάτ. Γοργ. 523C, Ξεν. Πόροι 4, 25. 7) μετὰ συστοίχου αἰτ., μαρτυρίαν μαρτ. Ἰσαῖ. 86. 25· μ. ἀκοήν, παρέχω μαρτυρίαν ἐξ ἀκοῆς, Δημ. 1300. 16· μαρτυρεῖν ψευδῆ Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 16· ὡσαύτως ἐν τῷ Παθ., μαρτυρίαι μαρτυρηθεῖσαι Δημ. 39. 12· μεμαρτύρηταί τι περί τινος Ἀντιφῶν 143. 16, πρβλ. Λυσ. 136. 1. 8) Ἐν τῷ Παθ. ὡσαύτως συχνάκις ἀπροσ., παρ’ ἄλλου ποιητοῦ μαρτυρεῖται Πλάτ. Πρωτ. 344D· οἶδα... μαρτυρήσεσθαί μοι ὅτι... Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 10, πρβλ. Ἀπολ. 26. 9) ἐν τῷ Παθ. ὡσαύτως, μαρτυρεῖταί μοι σοφία, ἀποδίδοται εἰς ἐμέ, Διον. Ἁλ. 2. 26· καί, μαρτυροῦμαι ἐμπειρίαν, ἀποδίδοται εἰς ἐμέ, Πλούτ. 2. 58A, πρβλ. Λουκ. π. Θυσιῶν 10· μαρτυροῦνται γὰρ καὶ Χῖοι, φημίζονται καὶ οἱ Χῖοι, Ἀθήν. 25F· ἄνδρας μαρτυρουμένους, ἀνθρώπους ὧν ὁ χαρακτὴρ εἶναι βεβαιωμένος ἐπὶ μαρτυρίᾳ, Πράξ. Ἀποστ. ϛʹ, 3· - ἀπροσ., μεμαρτύρηται, μαρτυρία ἔχει δοθῆ, Λυσ. 157. 1, πρβλ. Ἰσαῖ. 75. 6. ΙΙ. παρὰ Χριστιανοῖς συγγραφεῦσιν, ὑφίσταμαι μαρτύριον, Ἡγήσιππ. 1313A, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 1228A, Ὠριγ. Ι. 669A.
English (Slater)
μαρτῠρέω give evidence, bear witness of something on someone's behalf, c. acc. & dat. καὶ μέγαν ὅρκον ὀμόσσαις τοῦτό γέ οἱ σαφέως μαρτυρήσω (O. 6.21) met., ὅσα τ' Ἀρκάσιν ἀνάσσων μαρτυρήσει Λυκαίου βωμὸς ἄναξ (O. 13.108) καὶ νῦν ἐν Ἄρει μαρτυρήσαι κεν πόλις Αἴαντος ὀρθωθεῖσα ναύταις (I. 5.48)
English (Strong)
from μάρτυς; to be a witness, i.e. testify (literally or figuratively): charge, give (evidence), bear record, have (obtain, of) good (honest) report, be well reported of, testify, give (have) testimony, (be, bear, give, obtain) witness.
English (Thayer)
μαρτυρῶ; imperfect 3rd person plural ἐμαρτύρουν; future μαρτυρήσω; 1st aorist ἐμαρτύρησα; perfect μεμαρτύρηκα; passive, present μαρτυροῦμαι; imperfect ἐμαρτυρουμην; perfect μεμαρτύρημαι; 1st aorist ἐμαρτυρήθην; from (Simonides, Pindar), Aeschylus, Herodotus down; to be a witness, to bear witness, testify, i. e. "to affirm that one has seen or heard or experienced something, or that (so in the N.T.) he knows it because taught by divine revelation or inspiration" (sometimes in the N.T. the apostles are said μαρτυρεῖν, as those wire had been eye-witnesses and ear-witnesses of the extraordinary sayings, deeds and sufferings of Jesus, which proved his Messiahship; so too Paul, as one to whom the risen Christ had visibly appeared; cf. John, Introduction, p. 45f));
a. in general; absolutely, to give (not to keep back) testimony: ὅτι recitative and the orat. direct., λέγων, μαρτυρεῖν εἰς with an accusative of the place into (unto) which the testimony (concerning Christ) is borne, εἰς, A. I:5b.); μαρτυρῶ, inserted parenthetically (Winer's Grammar, § 62,2), to prove or confirm by testimony, ὅτι, μαρτυρεῖται followed by περί with the genitive of a person, to bear witness concerning one: περί τοῦ ἀνθρώπου, concerning Prayer of Manasseh, i. e. to tell what one has himself learned about the nature, character, conduct, of men, ἄνθρωπος, 1a.); περί τίνος, followed by direct discourse, περί Ἰησοῦ, i. e. to declare things which make it evident that he was truly sent by God, ὅτι); περί ἑαυτοῦ, περί with the genitive of the thing, περί τοῦ κακοῦ, to bring forward evidence to prove τό κακόν, μαρτυρίαν μαρτυρεῖν περί with a genitive of the person, τήν αὐτήν μαρτυρίαν, μαρτυρεῖν, Plato, Eryx., p. 399b.; τήν μαρτυρίαν αὐτοῦ ἥν τῇ ἀρετή μαρτυρεῖ, Epictetus diss. 4,8, 32 (cf. Winer's Grammar, 225 (211); Buttmann, 148 (129))); with an accusative of the thing, to testify a thing, bear witness to (of) anything: αὐτό in τίνι τί, ὅς ἐμαρτύρησε ... Χριστοῦ, who has borne witness of (viz., in this book, i. e. the Apocalypse) what God has spoken and Jesus Christ testified (namely, concerning future events; see λόγος, I:2b. ἐ.), ὁ μαρτύρων ταῦτα he that testifieth these things i. e. has caused them to be testified by the prophet, his messenger, μαρτυρῆσαι ὑμῖν ταῦτα ἐπί (L Tr marginal reading WH marginal reading ἐν) ταῖς ἐκκλησίαις, to cause these things to be testified to you in the churches or for, on account of, the churches, ἐπί be dropped from the text and the passage translated, to you, viz. the (seven) churches (of Asia Minor), the prophet reverting again to ἐπί, render it over, concerning, cf. Winer's Grammar, 393 (368)
c.; see ἐπί, B. 2f. β. at the end). of testimony borne not in word but by deed, in the phrase used of Christ μαρτυρεῖν τήν καλήν ὁμολογίαν, to witness the good confession, to attest the truth of the (Christian) profession by his sufferings and death, μεμαρτύρηκα followed by ὅτι that, Winer's Grammar, 273 (256)); (Rst Tr text WH ὅτε); περί with the genitive of a person followed by ὅτι, κατά τίνος, against (so Winer's Grammar, 382 (357), Meyer, others; yet see κατά, I:2b.) one, followed by ὅτι, Buttmann, § 133,11): τῇ ἀλήθεια, σου τῇ ἀλήθεια (see ἀλήθεια, II.), to bear witness unto thy truth, how great it Isaiah, τῷ λόγῳ, T prefixes ἐπί); with a dative (of a thing) incommodi: μαρτυρεῖτε (T Tr WH μάρτυρες ἐστε) τοῖς ἔργοις τῶν πατέρων, by what ye are doing ye add to the deeds of your fathers a testimony which proves that those things were done by them, to declare to one by testimony (by suggestion, instruction), G L T Tr WH; to testify to one what he wishes one to testify concerning him: ὅτι, Winer's Grammar, § 31,4b.; Buttmann, as above): μαρτυροῦμαι witness is borne to me, it is witnessed of me (Winer's Grammar, § 39,1; Buttmann, § 134,4): followed by ὅτι, ὅτι recitative and direct discourse, L T Tr WH; followed by an infinitive belonging to the subject, to utter honorable testimony, give a good report: with a dative of the person, ἐπί τίνι, on account of, for a thing, L Tr read μαρτυροῦντος ἐπί κτλ. τῷ Θεῷ (but see the commentaries)); μεμαρτύρηται τίνι ὑπό τίνος, μαρτυροῦμαι "to be borne (good) witness to, to be well reported of, to hate (good) testimony borne to one, accredited, attested, of good report, approved": Clement of Rome, 1 Corinthians 17,1 f [ET]; 18,1 [ET]; 19,1 [ET]; 47,4 [ET]); followed by ἐν with a dative of the thing in which the commmended excellence appears, ἐπί τίνι, for a thing, Athen. 1, p. 25f.; (yet cf. Winer's Grammar, 387 (362) note)); διά τίνος, to have (honorable) testimony borne to one through (by) a thing, ὑπό with the genitive of the person giving honorable testimony, Clement of Rome, 1 Corinthians 38,2 [ET]; 44,3 [ET]; Ignatius ad Philad. c. 5,2 [ET] cf. 11,1 [ET] and ad Ephesians 12,2 [ET]; Antoninus 7,62); with the dative of the person testifying (equivalent to ὑπό τίνος), R G.
c. middle, according to a false reading, to conjure, implore: T Tr WH have rightly restored μαρτυρόμενοι. (Compare: ἐπιμαρτυρέω, συνεπιμαρτυρέω, καταμαρτυρέω, συμμαρτυρέω.)
Greek Monotonic
μαρτῠρέω: (μάρτυς), αόρ. αʹ ἐμαρτύρησα, παρακ. μεμαρτύρηκα — Παθ. μέλ. μαρτυρηθήσομαι, επίσης μαρτυρήσομαι, με Παθ. σημασία, αόρ. αʹ ἐμαρτυρήθην, παρακ. μεμαρτύρημαι,
1. είμαι μάρτυρας, δίνω μαρτυρία, καταθέτω αποδεικτικά στοιχεία, δίνω κατάθεση, σε Σιμων. κ.λπ.· με δοτ. προσ., καταθέτω μαρτυρία σε ή για χάρη κάποιου, σε Ηρόδ., Αττ.· μαρτυρέει μοι τῇ γνώμῃ, επιβεβαιώνει τη γνώμη μου, σε Ηρόδ.
2. με αιτ. πράγμ., δίνω αποδεικτικά στοιχεία για κάτι, το πιστοποιώ, σε Σοφ., κ.λπ.
3. με απαρ., καταθέτω ότι κάτι ισχύει, στον ίδ.· τίς σοι μαρτυρήσει κλύειν; ποιος θα δώσει μαρτυρία για σένα ότι άκουσε..., στον ίδ.
4. με σύστ. αντ., μαρτυρέω ἀκοήν, επιβεβαιώνω μία φήμη, σε Δημ.· ομοίως στην Παθ. φωνή, μαρτυρίαι μαρτυρηθεῖσαι, στον ίδ.
5. στην Παθ. επίσης απρόσ., μαρτυρεῖται, έχει δοθεί μια μαρτυρία, σε Πλάτ.· οἶδα μαρτυρήσεσθαι, ξέρω ότι θα δοθεί μαρτυρία, σε Ξεν.
Middle Liddell
μάρτυς
1. to be a witness, to bear witness, give evidence, bear testimony, Simon., etc.: c. dat. pers. to bear witness to or in favour of another, Hdt., Attic; μαρτυρέει μοι τῆι γνώμηι bears witness to my opinion, Hdt.
2. c. acc. rei, to bear witness to a thing, testify it, Soph., etc.
3. c. inf. to testify that a thing is, Soph.; τίς σοι μαρτυρήσει κλύειν; who will bear thee witness that he heard..? Soph.
4. c. acc. cogn., μ. ἀκοήν to give hearsay evidence, Dem.:—so in Pass., μαρτυρίαι μαρτυρηθεῖσαι Soph.
5. Pass. also impers., μαρτυρεῖται testimony is borne, Plat.; οἶδα μαρτυρήσεσθαι I know that testimony will be given, Xen.
Chinese
原文音譯:marturšw 馬而替雷哦
詞類次數:動詞(79)
原文字根:印證 相當於: (עֵד)
字義溯源:作見證,作證,作,證明,見證,得明證,得證實,得證據,見證出來,稱讚,指證,證實,囑咐,名聲,好名聲;源自(μάρτυς / πρωτόμαρτυς)*=見證)。這字在馬太福音和路加福音各用一次;但約翰卻在他的福音書中用了33次,也在他所寫的書信和啓示錄中用了14次。約翰自己為他所記載主耶穌的事作見證( 約21:24; 約壹1:2; 4:14; 啓1:2; 22:18)。主耶穌所作的事,見證他是父所差來的( 約5:36)。父也為主耶穌作見證( 約5:37)。聖靈也為主耶穌作見證( 約壹5:6,7)。參讀 (διαμαρτύρομαι)的同義字
出現次數:總共(78);太(1);路(1);約(33);徒(13);羅(2);林前(1);林後(1);加(1);西(1);帖前(1);提前(2);來(8);約壹(6);約叄(4);啓(3)
譯字彙編:
1) 作見證(31) 約1:7; 約1:8; 約1:15; 約1:32; 約1:34; 約5:31; 約5:32; 約5:32; 約8:13; 約8:14; 約8:18; 約8:18; 約10:25; 約12:17; 約15:26; 約18:37; 約19:35; 約21:24; 徒13:22; 徒14:3; 徒15:8; 徒22:5; 徒23:11; 徒26:5; 徒26:22; 來10:15; 約壹1:2; 約壹4:14; 約壹5:9; 約叄1:12; 約叄1:12;
2) 見證(7) 約2:25; 約5:36; 約壹5:6; 約壹5:7; 約叄1:3; 約叄1:6; 啓22:16;
3) 所稱讚(3) 徒10:22; 徒16:2; 徒22:12;
4) 作證(2) 約7:7; 來11:4;
5) 有見證(2) 提前5:10; 來7:8;
6) 你們⋯作見證(2) 太23:31; 約15:27;
7) 作過見證(2) 約4:44; 約5:37;
8) 所見證(2) 約4:39; 羅3:21;
9) 我可以⋯作見證(2) 加4:15; 西4:13;
10) 作的(1) 約壹5:10;
11) 都見證出來(1) 啓1:2;
12) 作見證的(1) 啓22:20;
13) 可以⋯作見證(1) 約3:28;
14) 我⋯作見證(1) 羅10:2;
15) 曾向⋯作過(1) 提前6:13;
16) 他已得了⋯明證(1) 來11:5;
17) 得了證據(1) 來11:39;
18) 我⋯見證(1) 徒20:26;
19) 作⋯見證的(1) 約5:39;
20) 他⋯作過見證(1) 約5:33;
21) 囑咐(1) 帖前2:11;
22) 指證(1) 約13:21;
23) 你可指證(1) 約18:23;
24) 見證出來(1) 約3:32;
25) 所見證過的(1) 約3:26;
26) 我們見證(1) 約3:11;
27) 有見證的(1) 徒6:3;
28) 作見證說(1) 徒10:43;
29) 有見證說(1) 來7:17;
30) 得了證實(1) 來11:2;
31) 稱讚(1) 路4:22;
32) 我可以證明(1) 林後8:3;
33) 我們已經見證(1) 林前15:15;
34) 他得了見證(1) 來11:4