ἐκτείνω

From LSJ

λύπης ἰατρός ἐστιν ὁ χρηστὸς φίλος → a true friend is grief's physician, a worthy friend is a physician to your pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτείνω Medium diacritics: ἐκτείνω Low diacritics: εκτείνω Capitals: ΕΚΤΕΙΝΩ
Transliteration A: ekteínō Transliteration B: ekteinō Transliteration C: ekteino Beta Code: e)ktei/nw

English (LSJ)

A fut. -τενῶ A.Pr.325, etc.:—stretch out, χεῖρ' ἐπ' ἐκφορᾷ νεκροῦ Id.Ch.9; τὴν χ. ὑπτίαν Ar.Ec.782; τὰς χεῖρας ἐπί τι for something, Plb.1.3.6; πρός τινα, in sign of friendship, Id.2.47.2; πρὸς κέντρα κῶλον A.Pr.325; παῖδας ἐπὶ τὴν πυρήν Hdt.2.107; ἐκεῖσε κἀκεῖσ' ἀσπίδ' ἐ. E.Andr.1131; εἰς ἧπαρ ξίφος Id.Ph.1421: abs., offer food, Ath.5.186c; τὰ γόνατ' ἐ. straighten the knees, Ar.V.1212; ἐ. τὰ σκέλη X.An.5.8.14; νοῦ ἄπο μυρίον ὄμμα IG3.716; ἐ. νέκυν E.Hipp. 786; ἓν γὰρ ἐκτενεῖ σ' ἔπος will lay thee prostrate, Id.Med.585:—Pass., to be outstretched, lie at length, of sleepers, etc., S.Ph.858(lyr.); ἐκταθεὶς ὥσπερ Ὀδυσσεὺς ἀφικέσθαι εἰς τὴν Ἑλλάδα X.An.5.1.2, etc.; of countries, etc., extend, Id.Vect.4.3, D.P.40.
2 stretch, spread out a net, A.Ch.991; extend the line of an army, E.Heracl.801, Arr. Tact.5.6; λαὸν ἐκτείνοντ' ἄνω (sc. ἑαυτόν) E.Supp.654; στράτευμα X.HG6.5.19:—Pass., to be unfolded, smoothed, ὡς ἂν Διὸς μέτωπον ἐκταθῇ χαρᾷ S.Fr.902.
II spin out, prolong, πλεῦνα λόγον Hdt. 7.51; φροίμιον θεοῖς A.Ag.829; μακρὰν ἐξέτεινας ib.916, cf. E.Med. 1351; μῆκος λόγου A.Eu.201; μείζονα λόγον S.Tr.679, etc.; βίον E. Supp.1109; τοὺς περιπάτους X.Mem.3.13.5:—Pass., λόγος ἐκταθείς Pl.Lg.887a; of time, πολὺς ἐκτέταται χρόνος S.Aj.1402(anap.).
III put to the full stretch, ἵππον ἐ. X.Cyr.5.4.5; ἐ. πάντα κάλων Pl.Prt. 338a; πᾶσαν προθυμίην ἐ. put forth all one's zeal, Hdt.7.10.η'; τὸν θυμόν And.3.31; ἅπασαν ἀγωνίαν D.60.30: metaph. in Pass., to be on the rack, ἐκτέταμαι S.OT153 (lyr.).
IV lengthen a short syllable, A.D.Pron.27.2 (Pass.), al., interpol. in D.H.2.58.
V intr., draw along, LXX Jd.20.37.

Spanish (DGE)

A tr.
I de extremidades y partes del cuerpo
1 estirar, extender οὔκουν ... πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτενεῖς A.Pr.323, op. συγκάμπτω Hp.Mochl.24, σκέλεα Hp.Fist.9, cf. X.An.5.8.14, σὺ μὲν τέθνηκας καὶ ἐξέτεινας τὰ σκέλη IMEG 76.2.1 (imper.), ἐκτείνας εἰς τὸ ἔδαφος τοὺς πόδας (un caballo), Iambl.Fr.1, τὰ γόνατ' Ar.V.1212, δρομαίαν πτέρυγ' Ar.Pax 160, τὸν τράχηλον X.Eq.1.8, οὔκουν προβαλεῖ τὼ χεῖρε κἀκτενεῖς; ¿no vas a adelantar y estirar los dos brazos? para remar, Ar.Ra.201
esp. cirug. en la reducción de dislocaciones τὰ ἐμβλητέα ἢ διορθωτέα διαναγκάσαι δεῖ ἐκτείνοντα Hp.Mochl.38, cf. Hp.Art.23, op. συστέλλω: δακτύλους Gal.19.475, ἐκτείνων τὸν καρπὸν εἷς μῦς Gal.2.245, ὅλην τὴν χεῖρα Gal.2.276, τοὺς δακτύλους IG 42.121.27 (Epidauro IV a.C.), ἐκτεταμένον ... τὸ σκέλος Hp.Art.60, δεξιὰ τοὺς δακτύλους ἐκτεταμένους ἔχουσα D.S.3.4.
2 de la mano c. sent. esp. tender, extender
a) como gesto para expresar saludo, despedida οὐδ' ἐξέτεινα χεῖρ' ἐπ' ἐκφορᾷ νεκροῦ A.Ch.9, οὐδ' ἐξέτεινα χεῖρ' ἀποιμώζων ἐμὴν δέσποιναν E.Alc.768, τὴν δεξιάν Plu.Cic.44
afecto, súplica παῖδα ... χεῖρας ἐκτείνοντά μοι E.Io 961, ἔκτειν', Ἀγαυή, χεῖρας E.Ba.973, cf. El.823, ἔκτεινόν σου τὴν χεῖρα Eu.Matt.12.13, cf. Eu.Marc.3.5
benevolencia, buena disposición ἐθάρρησαν ἐπὶ τὰ λοιπὰ τὰς χεῖρας ἐκτείνειν Plb.1.3.6, cf. 10.34.6, 15.23.8
auxilio πρὸς ἑτέρους ἐκτείνοντες (los aqueos) τὰς χεῖρας Plb.2.47.2, cf. Eu.Matt.14.31, en actos taumatúrgicos τὴν χεῖρα ἐκτείνειν σε εἰς ἴασιν Act.Ap.4.30, cf. Eu.Matt.8.3, Eu.Luc.5.13, Ep.Barn.12.2c, ἐξέτεινε δ' ὁ ἄγγελος τὴν χεῖρα καὶ ἐπὶ Ἱεροσόλυμα I.AI 7.327;
b) extender, alargar la mano para dar o recibir ἕστηκεν ἐκτείνοντα (τὰ ἀγάλματα) τὴν χεῖρ' ὑπτίαν e.e. en posición de recibir, Ar.Ec.782, cf. D.S.20.14, X.Eph.1.14.2, Them.Or.27.334a, μὴ γίνου πρὸς μὲν τὸ λαβεῖν ἐκτείνων τὰς χεῖρας, πρὸς δὲ τὸ δοῦναι συσπῶν Didache 4.5, cf. Hierocl.Facet.213;
c) extender, alargar, levantar la mano para apoderarse de un arma ἐξέτεινεν Ἀβραὰμ τὴν χεῖρα αὐτοῦ λαβεῖν τὴν μάχαιραν LXX Ge.22.10, ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἀπέσπασαν τὴν μάχαιραν αὐτοῦ Eu.Matt.26.51, para atacar o defenderse ἐκτείναντα τὴν χεῖρα καὶ κατασχεῖν ἐθελήσαντα I.AI 7.81, ἐξέτεινεν τὰς χεῖρας καὶ ἔτυψέν με SB 9421.19 (III d.C.)
indicando intención hostil c. ἐπί: ἐκτενῶ τὴν χεῖρα μου ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας τὴν γῆν ταύτην LXX Ie.6.12, οὐκ ἐξετείνατε τὰς χεῖρας ἐπ' ἐμέ Eu.Luc.22.53, cf. LXX 1Ma.6.25;
d) c. valor deíctico extender, señalar con para dar una orden ἐξέτεινε τὴν χεῖρα κελεύων συλλαβεῖν αὐτὸν I.AI 8.233, cf. Eu.Matt.12.49, del gesto del orador ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἀπελογεῖτο Act.Ap.26.1;
e) como postura de oración ἐκτείνας τὰς χεῖρας πρὸς τὸν κύριον LXX 1Es.8.70, τὰς χεῖρας ... εἰς τὸν οὐρανόν LXX 4Ma.4.11, ἐξετείνετε τὰς χεῖρας ὑμῶν πρὸς τὸν παντοκράτορα θεόν 1Ep.Clem.2.3.
3 de las facciones desfruncir, alisar implicando apaciguamiento ὄμμα τ' ἔκτεινον φίλον E.IA 648, ῥυτίδας Hp.Mul.2.188
distender las facciones, pas. ὡς ἂν Διὸς μέτωπον ἐκταθῇ χαρᾷ S.Fr.902.
II ref. a todo el cuerpo
1 tender, acostar, recostar ὡς νεκρόν νιν ἐκτείνουσι E.Hipp.789, cf. 786, D.S.16.94, πλευρά τ' ἐκτεῖναι πέλας πλευροῖσι τοῖς σοῖς E.Alc.366, c. indicación del lugar τοὺς δύω (παῖδας) ἐπὶ τὴν πυρὴν Hdt.2.107
c. pron. refl. πρὸς τὴν γωνίαν ἐξέτεινεν ἑαυτὴν Charito 1.9.5, τὸ ... κῆτος ἐκτείνει ἑαυτὸ χαμαί Herm.Vis.4.1.9, pas. δέμας τὸ σὸν ... ἐν λέκτροισιν ἐκταθήσεται E.Alc.349, ἐκταθεὶς ὥσπερ Ὀδυσσεὺς ἀφικέσθαι εἰς τὴν Ἑλλάδα X.An.5.1.2, cf. Steril.248, ὕπτιοι ἐκταθέντες ἐπὶ θυρεῶν κεῖνται Posidon.68, cf. AP 11.210, 104.2 (Lucill.), (κύνα) ἐκτεταμένον καθεύδοντα Plu.2.157b.
2 estirar ὁ ἐκτείνων ἑαυτὸν καὶ ἐκτείνεται Ph.1.94, ἐκτείνας σεαυτὸν ὡς οἱ ἐσταυρωμένοι Arr.Ench.3.6.22, pas. κατακείσθω ὑπτίη καὶ ἄνω τοὺς πόδας ἔχουσα ἐκτειναμένη Hp.Nat.Mul.5.
3 en equitación poner a galope tendido προθύμως ἐκτείνων τὸν ἵππον X.Cyr.5.4.5.
III de inanimados y colect.
1 desplegar, extender textiles ἐκτείνατ' αὐτόν la red utilizada para asesinar a Agamenón, A.Ch.983, τὴν λινέην κατὰ κεφαλήν IG 7.3073.128 (Lebadea II a.C.), ἐκτείναντες ὅσον ἦν ἰστίων Plu.Dio 25, σκηνὴν ἐ. Thdt.H.Rel.9.3, la cabellera κόμην μὲν ἐπὶ σῷ κρατὶ ταναόν E.Ba.831
en teorías sobre el cosmos, biológicas τὸν οὐρανὸν ὡσεὶ δέρριν LXX Ps.103.2, πότερα γὰρ [ὁρίζετε τὴν γ] ῆν κατὰ [τὸ μῆκος ἄν] ωθεν ... καὶ ἐπ' ἄπειρον ἐκτείνετε; Diog.Oen.66.2.2, εἰς πᾶν μέρος ἐκτεῖναι τὰ πεφυκότα como propio de la αὐξητικὴ δύναμις Gal.2.16.
2 milit. desplegar ἀλλήλοισιν ὁπλίτην στρατὸν κατὰ στόμ' ἐκτείνοντες ἀντετάξαμεν E.Heracl.801, εἴ τις ἐκτεῖναι φάλαγγα εὐπόρως δύναιτο X.Cyr.8.5.15, cf. Ach.Tat.3.13.7, ἐπὶ μίαν ἐκτείνας ναῦν ... τὸν στόλον desplegando la flota de una nave en fondo e.e. en una sola línea Plb.1.60.10, τοὺς ... πεζοὺς ... ἐπὶ τῆς αὐτῆς εὐθείας Plb.3.113.3, ὑπὲρ τὸ τῶν Περσῶν κέρας τὴν φάλαγγα Arr.An.2.9.4, en v. pas. παριέναι ... ἐκτεταμέναις ταῖς ἁμάξαις X.Cyr.5.4.45, ἐκτεταμένοι πορευόμεθα X.Cyr.5.4.48, συνθεασαμένων ... ἐκτεταμένους τοὺς Καρχηδονίους Plb.1.27.7, πρὶν ἐπὶ φάλαγγος ἐκταθῆναι αὐτοῖς τὴν ἵππον Arr.An.5.16.4.
3 de objetos y armas poner delante, blandir ἐκεῖσε κἀκεῖσ' ἀσπίδ' ἐκτείνων χερί E.Andr.1131, ἐξέτεινε δ' εἰς ἧπαρ ξίφος E.Ph.1421
apuntar con ἐκτείνας τὴν βακτηρίαν (de un filósofo, en el momento de hablar), Diog.Ep.38.2.
4 naút. echar, largar el ancla ἐκ πρῴρης ἀγκύρας μελλόντων ἐκτείνειν Act.Ap.27.30.
IV fig.
1 dejar tendido, derribar, acabar con ἓν γὰρ ἐκτενεῖ σ' ἔπος una sola palabra te dejará tendido e.d. acabará contigo E.Med.585.
2 dirigir discursos, ruegos πρὸς αἰθέρ' ἐκτενοῦμεν (θρήνους) E.Andr.93, οἶμαι δὲ πατέρα ... πολλὰς γενείου τοῦδ' ἂν ἐκτεῖναι λιτάς creo que mi padre me habría dirigido muchas súplicas por este mentón E.Or.290, ἐξέτεινον λόγους καὶ οὐ προσείχετε 1Ep.Clem.57.4.
3 llevar lejos, extender c. obj. abstr. o fig. τῆς ἐπιθυμίης τὴν σπουδὴν ἀόριστον ἐκτείνων Hp.Ep.17.7, cf. Ach.Tat.3.4.5, Hld.9.26.2, ὑπὲρ ἀμφοτέρων ... ἀγωνίαν ἐκτεῖναι D.60.30, τὴν ψυχήν Ph.2.204, cf. Charito 5.3.8, indicando dominación μακρὰν ἐκτετακότες τὰς χεῖρας habiendo extendido su dominio muy lejos Plb.5.34.9, ὑπὲρ τὰς Ἡρακλείους στήλας ἐκτείναντες τὰ ὅπλα I.BI 2.375, τὸ μεγ[α] λό[φ] ρον τῆς γνώμης IG 7.2712.37 (Acrefia I d.C.), ἐκτείνουσα τὴν πλεονεξίαν ἐπὶ Ἰουδαίους I.BI 1.360, cf. 2.184, 7.447, εἰς τὰ δωμάτια ... ἐκτείνων ὥσπερ πλεκτάνας τὸ πολύπραγμον Plu.2.61c, ἡ ... μεγαλοφροσύνη ... τὴν ... φιλανθρωπίαν ... ἐπὶ πᾶσαν ... τὴν οἰκουμένην ἐκτείνασα POxy.3366.46 (III d.C.), ἐπὶ τὴν ἁγίαν τρίαδα τὴν βλασφημίαν ἐκτείνοντες Gr.Nyss.Maced.106.30, τὸ τῆς ἐνούσης ἐμοὶ βραχύτητος ἐκτείνοιμι μέτρον Cyr.Al.Ep.4 en ACO 1.1.1 (p.26.7).
V c. valor espacio temp.
1 de discursos, razonamientos tratar por extenso, alargarse en ταύτην μὲν ἐξέτειν' ἐμοῖς παραίνεσιν ἀστοῖσιν A.Eu.707, θεοῖς μὲν ἐξέτεινα φροίμιον τόδε A.A.829, τοσοῦτο<ν> μῆκος ἔκτεινον λόγου A.Eu.201, cf. S.Tr.679, E.Med.1351, Plb.12.26b.4, τὸν πότον ... μακρὸν ὑπ' ἀδολεσχίας Plu.Alex.23
extenderse en profundidad acerca de, tratar en detalle πᾶσαν προθυμίην Hdt.7.10η, περὶ πολλῶν πρηγμάτων πλεῦνα λόγον Hdt.7.51.
2 prolongar en el espacio y tiempo, hacer largo, alargar, dilatar μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον E.Supp.1109, ἄχρι μέσων νυκτῶν ἐκτείνοντες τὴν ἐδωδήν Gal.1.28, τοὺς περιπάτους X.Mem.3.13.5
gram. de vocales y sílabas hacer larga, alargar ἐφ' ὅσον βούλεται Arist.Po.1458b8, op. συστέλλω A.D.Adu.159.21
del alargamiento de futuro πᾶς μέλλων ... τὴν ἄρχουσαν (συλλαβὴν) ἐκτείνων κλιτικῶς Theodos.Can.85.22.
3 geom. enderezar, convertir en recta la línea quebrada, en v. pas. ἡ κεκλασμένη ... ὅταν ἐκταθῇ Arist.de An.429b17.
B intr., gener. med.-pas.
I 1estirarse, enderezarse ἀγκὼν ... οὐ δύναται ἐκτείνειν Hp.Art.19, ἐκταθείσης γὰρ τῆς καμπῆς al enderezarse la flexión Arist.IA 709b1, καμπτομένης ἢ ἐκτεινομένης τῆς διαρθρώσεως Gal.1.234, cf. 233
abs. extender estirar las manos o los brazos οἱ ἀγωνιῶντες ... συγκαθιᾶσι καὶ ἐκτείνονται Arist.Pr.869b12
en perf. estar extendido ἡ χείρ Hp.Moch.1, ἐκτετάσθαι πᾶν τὸ σῶμα Hp.Art.67, op. συστέλλω: μὴ ἔστω ἡ χείρ σου ἐκτεταμένη εἰς τὸ λαβεῖν LXX Si.4.31.
2 de todo el individuo tenderse, tumbarse, acostarse πρόσθεν ἀδύτων ἐκταθείς E.IT 973
en perf. estar acostado ἁνὴρ ... ἐκτέταται νύχιος S.Ph.857, ἡδέως ... καθεύδω ἐκτεταμένος X.Smp.4.31
en aor. pas. yacer, quedar tendido ἡττηθεὶς ... ἐξετάθης de una estatua AP 9.441 (Pall.).
II de colect. e inanim.
1 desplegarse milit. τευχεσφόρον μὲν λαὸν ἐκτείνοντ' ἄνω Ἰσμήνιον πρὸς ὄχθον E.Supp.655, ἐξέτειναν ἐπὶ τὴν Γαβαα LXX Id.20.37B
en v. med. ἡ φορά (el soplo del viento) ἐκτείνεται Arist.Pr.947a27, ἐκτείνεται δίκτυα πτερωτοῖς LXX Pr.1.17.
2 ocupar un espacio en una o dos dimensiones, extenderseἀργυρώδης τόπος ... ἀεὶ ἐπὶ πλέον ἐκτεινόμενος φανερός ἐστιν X.Vect.4.3, αὐτὴ (ἡ οἰκουμένη) ... οὕτως ἐκτέταται Str.2.4.7, λείμων ... ἐκτέτατο πρὸ τοῦ ἄντρου Longus 1.4.3, τὰ τείχη τῆς Ῥώμης Lyd.Mens.4.155, de paises, pueblos ἐκτεινομένη (Αἴγυπτος) μέχρις Αἰθιόπων I.BI 2.385, Μαρμαρίδαι, τὸ μέχρι τῆς διψάδος ἐκτεταμένον φῦλον I.BI 2.381, c. ac. de rel. τὸ μῆκος ἐκτείνεται I.BI 3.38
de objetos ὁ βωμὸς ... εὖρος δὲ καὶ μῆκος ἐκτείνων I.BI 5.225, cf. Gal.2.59
c. pred. σπλὴν ... ἐκτέταται ὁμοιόρρυσμος ἴχνει ποδός Hp.Anat.1
en v. act. χώρημα μέγα εἰς ἄπειρον ἐκτεῖνον Ps.Callisth.1.31B.
III en usos técn., cien.
1 de los rayos visuales proyectarse a lo lejos, llegar más allá ἡ ὄψις ἐκτεινομένη ἀσθενεστέρα γίγνεται Arist.Mete.374b11, διὰ τὸ ἐπὶ πλέον ἐκτεινομένην <τὴν ὄψιν> διάστημα ἐξασθενεῖν Olymp.in Mete.234.19, ἡ αἴσθησις ... θεωρεῖ ... ἐκτεινομένη εἰς τὸ ἔξω Porph.Sent.43.
2 estirarse, ponerse recto ἐκτείνεται καὶ συγκάμπτεται una pieza de armadura articulada, X.Eq.12.5
en perf. ser alargado σχῆμα δ' ἔχει ἐν τῇ ὕστέρᾳ τὰ ... τετράποδα πάντα ἐκτεταμένα todos los cuadrúpedos tienen forma alargada cuando están en la matriz Arist.HA 586a35, σχοινίον εὖ ἐκτεταμένον Hero Dioptr.20, op. συστέλλεσθαι Hero Dioptr.23.
3 jur. extenderse, ampliarse el sentido o alcance de una disposición, jurisdicción, ἡ δὲ προσηγορία αὕτη καὶ ἐπὶ τοὺς ἐγγόνους ἐκτείνεται Dig.27.1.2.7, ἐξουσίαν ἐκτειναμένην προφάσει τῆς ταμειακῆς κτήσεως Iust.Nou.30.5.
IV fig.
1 del estado de ánimo estar tenso, estar en tensión c. ac. de rel. ἐκτέταμαι φοβερὰν φρένα S.OT 154.
2 c. compl. de abstr. extenderse, crecer ὤ μοιχείας ἀπ' Αἰγύπτου μέχρις Ἰωνίας ἐκτεταμένης Ach.Tat.8.10.10, τὸ κάλλος ... εἰς μέγεθος ἐκτείνεται πόθῳ la belleza ... aumenta en el deseo (i.e. que provoca), Ach.Tat.2.36.1, ἡ ψυχὴ ... εἰς πολλὰ ἐκτείνεται Vett.Val.237.8.
V usos temp.
1 extenderse, prolongarse, dilatarse ὁ λόγος Plu.2.185e, c. suj. de pers. ἵνα μὴ συγγράμματα παρατιθεὶς ἐκτείνω para no alargarme citando tratados, Phld.Piet.1280.
2 prolongarse, alargarse medic. πνεύματα ... τὸ μὲν ἐκτεῖνον, τὸ δὲ κατεπεῖγον de formas de respiración morbosa, Hp.Epid.2.3.7, 6.2.3, Coac.255.
3 gram. de vocales y sílabas alargarse, hacerse larga τὰ εἰς «σ» λήγοντα ὀνόματα ... ἐκτείνεται «Κρής» ... A.D.Pron.27.2, τὸ «ῑ» καὶ τὸ «ῡ» ἃ καὶ ἐκτείνεται D.H.Comp.6.14.7, δίχρονον ἐκτεινόμενον Aristid.Quint.41.25, cf. D.H.Comp.6.14.10
en perf. Hdn.Gr.2.10.27.

German (Pape)

[Seite 780] (s. τείνω), ausspannen, ausdehnen, τινά, Aesch. Ch. 983; κῶλον πρὸς κέντρα Prom. 323; ἀνὴρ ἐκτέταται νύχιος, liegt im Schlafe ausgestreckt, Soph. Phil. 846; Xen. An. 5, 1, 2 Conv. 4, 31; νέκυν Eur. Hipp. 786; tödten, niederwerfen, Med. 585; ξίφος εἰς ἧπαρ, hineinstoßen, Phoen. 1421; τὴν χεῖρα, ausstrecken, Ar. Eccl. 782 Plat. Rep. V, 449 b, was auch übertr. »wonach verlangen« bedeutet, die Hand nach Etwas ausstrecken, Pol. 1, 3, 6. 5, 34, 4; τὴν κέρκον Plat. Phaedr. 254 d; κάλων Prot. 338 a; τὰ γόνατα Ar. Vesp. 1212; τὰ σκέλη Xen. An. 5, 8, 14. Von der Rede, λόγος ἐκταθείς, gedehnt, Plat. Legg. X, 887 a; Aesch. τοσοῦτο μῆκος ἔκτεινον λόγου, Eumen. 207; θεοῖς φροίμιον Ag. 829; vgl. Ath. XIII, 573 b; μείζονα λόγον Soph. Tr. 676; Eur. öfter; ἤδη πολὺς ἐκτέταται χρόνος Soph. Ai. 1381; περιπάτους Xen. Mem. 3, 13, 5. Ein Heer der Länge nach aufstellen, στρατόν Eur. Heracl. 801; ἐπ' ἐννέα ἀσπίδων Xen. Hell. 6, 5, 19; öfter Pol. Übertr., πᾶσαν προθυμίην, allen Fleiß anwenden, Her. 7, 10, 7; θυμόν Andoc. 3, 31. Aehnl. ἐκτέταμαι φοβερὰν φρένα Soph. O. R. 153; ἅπασαν ἀγωνίαν ἐκτεῖναι Dem. 60, 30, wo Bekker ἐκτῖναι lies't. – Bei den Grammatikern: einen kurzen Vocal dehnen, wie Ath. X, 446 d. – Im pass., sich hinziehen, hinerstrecken, von Gegenden, D. Per. 40.

French (Bailly abrégé)

1 étendre, tendre : τὴν χεῖρα ESCHL la main ; τὰ σκέλη XÉN les jambes;
2 étendre sur le sol ou sur une surface : νέκυν EUR étendre un mort ; παῖδας ἐπὶ πύρην HDT étendre des enfants sur un bûcher ; Pass. s'étendre;
3 tendre avec effort : ἵππον XÉN lancer un cheval ventre à terre ; fig. πᾶσαν προθυμίην HDT déployer tout son bon vouloir ; Pass. ἐκτέταμαι φοβερὰν φρένα SOPH mon esprit est tendu par la crainte;
4 étendre, développer, déployer : στράτευμα XÉN une armée ; πλεῦνα λόγον HDT, μείζονα λόγον SOPH développer plus longuement un discours ; πολὺς ἐκτέταται χρόνος SOPH un long temps s'est écoulé;
NT: mettre la main sur.
Étymologie: ἐκ, τείνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτείνω: (= ἐκτανύω) (fut. ἐκτενῶ, aor. ἐξέτεινα; pass.: fut. ἐκταθήσομαι, aor. ἐξετάθην)
1 вытягивать, распрямлять (τὰ σκέλη Xen.; τὸν δάκτυλον Arst.): ἐκταθεὶς καθεύδων Xen. и ἐκτεταμένος καθεύδων Plut. вытянувшись во сне; προς κέντρα κῶλον ἐ. Aesch. лезть на рожон; ἐκτέταμαι φοβερὰν φρένα Soph. я охвачен ужасом (досл. я распростерт в страхе);
2 растягивать, удлинять (τὸν βίον πρὸς τὰ πεντήκοντα Arst.; τοὺς περιπάτους Xen.; воен. τὸ κέρας Plut.): ἐ. πλεῦνα λόγον Her. и μείζονα λόγον Soph. говорить пространно; πολὺς ἐκτέταται χρόνος Soph. прошло много времени;
3 протягивать, простирать (τὴν χεῖρα Arph., Plat., Polyb.): ἐκεῖσε κακεῖσ᾽ ἀσπίδ᾽ ἐκτείνων χερί Eur. (об обороняющемся) поворачивая рукой щит то туда, то сюда;
4 натягивать: πάντα κάλων ἐ. погов. Plat. натягивать все канаты, т. е. пускать в ход все средства;
5 воен. вытягивать в длину, выстраивать (στρατόν Eur.): ἐ. τὸ στράτευμα ἐπὶ δέκα ἀσπίδων Xen. построить войско по десяти бойцов в глубину;
6 напрягать (πᾶσαν προθυμίην ἐ. Her.): ἅπασαν ἀγωνίαν ἐ. Dem. бороться изо всех сил; ἐκτείνων ἵππον Xen. пустив коня во весь опор;
7 убивать наповал: ἓν γὰρ ἐκτενεῖ σ᾽ ἔπος Eur. одно лишь слово убьет тебя;
8 вонзать (ξίφος εἰς ἧπαρ Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτείνω: μέλλ. -τενῶ: ― ἁπλώνω πρὸς τὰ ἔξω, ἐκτείνω, οὐδ’ ἐξέτεινα χεῖρ’ ἐπ’ ἐκφορᾷ νεκροῦ Αἰσχύλ. Χο. 9· ἐκτείνοντα τὴν χεῖρ’ ὑπτίαν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 782· ἐπί τι Πολύβ. 1. 3, 6· πρός τινα, εἰς σημεῖον φιλίας, ὁ αὐτ. 2. 47, 2· ― πρὸς κέντρα κῶλον Αἰσχύλ. Πρ. 323· παῖδας ἐπὶ τὴν πυρὴν Ἡρόδ. 2. 107· ἐκεῖσε κἀκεῖσ’ ἀσπίδ’ ἐκτ. Εὐρ. Ἀνδρ. 1131· ἐξέτεινε δὲ εἰς ἧπαρ ξίφος ὁ αὐτ. Φοίν. 1421· τὰ γόνατα ἐκτ. Ἀριστοφ. Σφ. 1212· ἐκτ. τὰ σκέλη Ξεν. Ἀν. 5. 8, 14· ἐκτ. νέκυν (πρβλ. ἐκτανύω) Εὐρ. Ἰππ. 786· ἓν γὰρ ἐκτενεῖ σ’ ἔπος, θά σε «ἐξαπλώσῃ», θά σε καταβάλῃ, ὁ αὐτ. Μήδ. 585. ― Παθ., ἐξαπλώνομαι, ἐπὶ κοιμωμένου, Σοφ. Φ. 858· καὶ ἐκταθεὶς ὡς ὁ Ὀδυσσεὺς ἀφικέσθαι εἰς τὴν Ἑλλάδα Ξεν. Ἀν. 5. 1, 2, κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ τῶν νεκρῶν, Valck. ἐν Φοιν. 1691· ἐπὶ τόπου, ἐκτείνομαι μέχρι..., Ξεν. Πόροι 4. 3, Διον. Π. 40. 2) ἁπλώνω δίκτυον, Αἰσχύλ. Χο. 983· ἐκτείνω τὴν γραμμὴν φάλαγγος, Εὐρ. Ἡρακλ. 801· λαὸν ἐκτείνοντ’ ἄνω, δηλ. ἐκτείνοντα ἑαυτόν, ὁ αὐτ. Ἱκ. 654, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 19. ― Παθ., ἐκτείνομαι, γίνομαι λεῖος, ὡς ἂν... μέτωπον ἐκταθῇ χαρᾷ, ἰανθῇ, διαχυθῇ, Σοφ. Ἀποσπ. 768. ΙΙ. ἐπιμηκύνω, ἐπεκτείνω, πλεῦνα λόγον Ἡρόδ. 7. 51· φροίμιον θεοῖς Αἰσχύλ. Ἀγ. 829, πρβλ. 916· ἐκτ. μῆκος λόγου ὁ αὐτ. Εὐμ. 201· μείζονα λόγον Σοφ. Τρ. 679, κτλ. βίον Εὐρ. Ἱκ. 1109· τοὺς περιπάτους Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 5. ― Παθ., λόγος ἐκταθεὶς Πλάτ. Νόμ. 887Α· ἐπὶ χρόνου, πολὺς ἐκτέταται χρόνος Σοφ. Αἴ. 1402. ΙΙΙ. ἐλαύνω συντόνως, προθύμως ἐκτείνων τὸν ἵππον, πρβλ. τὸ Γαλλ. ventre à terre, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 5· ἐκτ. πάντα κάλων (ἴδε ἐν λ. κάλως)· πᾶσαν προθυμίην ἐκτ., ποιεῖν ὅ,τι εἶναι δυνατόν, Ἡρόδ. 7. 10· θυμὸν Ἀνδοκ. 27. 25· ― μεταφορ. ἐν τῷ παθητ., ἐκπλήττομαι, ἐκτέταμαι φοβερὰν φρένα Σοφ. Ο. Τ. 153. IV. τρέπω βραχεῖαν συλλαβὴν εἰς μακράν, Γραμμ. ― Πρβλ. ἐκτανύω.

English (Strong)

from ἐκ and teino (to stretch); to extend: cast, put forth, stretch forth (out).

English (Thayer)

future ἐκτενῶ; 1st aorist ἐξέτεινα; (from Aeschylus, Sophocles, Herodotus down); the Sept. common for נָטָה, פָּרַשׂ and שָׁלַח; to stretch out, stretch forth: τήν χεῖρα (often in the Sept.), ἐπί τινα, over, toward, against oneeither to point out something, ἐκτείνειν τήν χεῖρα εἰς ἴασιν, spoken of God, ἀγκύρας, properly, to carry forward (R. V. lay out) the cable to which the anchor is fastened, i. e. to cast anchor (the idea of extending the cables runs into that of carrying out and dropping the anchors (Hackett); cf. B. D. American edition, p. 3009a last paragraph), ἐπτείνω,

Greek Monolingual

(AM ἐκτείνω)
1. τείνω προς τα έξω, τεντώνω, απλώνω
νεοελλ.
1. επεκτείνω, μεγαλώνω
2. βγαίνω από τα όρια ενός θέματος («εξετάθη σε επουσιώδη»)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) εκτεταμένος
αυτός που καταλαμβάνει μεγάλη έκταση («εκτεταμένη πεδιάδα»)
μσν.- νεοελλ.
μέσ. εξαπλώνομαι
μσν.
1. (για ήλιο) στέλνω
2. (για οργή) εντείνομαι
3. (για μάτια) ανοίγω, τεντώνω
αρχ.
1. ξαπλώνω πάνω σε κάτι, ιδίως στη γη
2. παθ. είμαι ξαπλωμένος για ύπνο
3. (για τόπο) είμαι εκτεταμένος
4. απλώνω δίχτυ
5. παρατάσσω τον στρατό κατά μήκος, επεκτείνω τη γραμμή φάλαγγας
6. παθ. γίνομαι λείος
7. (για λόγο) επεκτείνω, επιμηκύνω
8. (αμτβ.) επεκτείνομαι
9. τεντώνω το ιστίο για να επιταχύνω την πλεύση
10. τεντώνοντας το χαλινάρι αναγκάζω άλογο να τρέξει
11. εντείνω ένα πάθοςἐκτείνω τον θυμόν», Ανδ.)
12. παθ. εκπλήσσομαι
13. γραμμ. τρέπω μια βραχύχρονη συλλαβή σε μακρά.

Greek Monotonic

ἐκτείνω: μέλ. -τενῶ, παρακ. -τέτᾰκα, Παθ. -τέτᾰμαι·
I. 1. απλώνω, εκτείνω προς τα έξω, εξαπλώνω, σε Ηρόδ., Αττ.· τὰ γόνατα ἐκτ., τα ισιώνω, τα ευθυγραμμίζω, σε Αριστοφ.· ἐκτ. νέκυν, τον ρίχνω κάτω νεκρό, σε Ευρ. — Παθ., εκτείνομαι, απλώνομαι, εξαπλώνομαι, σε Σοφ.
2. απλώνω, ρίχνω δίχτυ, σε Αισχύλ.· εκτείνω, επεκτείνω, απλώνω, παρατάσσω τη γραμμή της φάλαγγας, σε Ευρ.
II. απλώνω, επεκτείνω προς τα έξω, παρατείνω, επεκτείνω, επιμηκύνω, λόγον, σε Ηρόδ., Αττ.
III. τεντώνω μέχρι εσχάτων, επιτείνω την προσπάθεια, λέγεται για άλογο που επιταχύνει, σε Ξεν.· πᾶσαν προθυμίην ἐκτ., κάνω ό,τι είναι δυνατό, καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, σε Ηρόδ.· μεταφ. στην Παθ., εκπλήσσομαι, σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. -τενῶ perf. -τέτᾶκα pass. -τέτᾰμαι
I. to stretch out, Hdt., Attic: τὰ γόνατα ἐκτ. to straighten the knees, Ar.: ἐκτ. νέκυν to lay one dead, Eur.:—Pass. to be outstretched, lie at length, Soph.
2. to stretch or spread out a net, Aesch.: to extend the line of an army, Eur.
II. to stretch out, prolong, λόγον Hdt., Attic
III. to put to the full stretch, of a horse put to full speed, Xen.; πᾶσαν προθυμίην ἐκτ. to put forth all one's zeal, Hdt.:—metaph. in Pass. to be on the rack, Soph.

Chinese

原文音譯:™kte⋯nw 誒克-帖挪
詞類次數:動詞(16)
原文字根:出去-伸展 相當於: (שׂוּמָה‎ / שִׂים‎) (שָׁלַח‎)
字義溯源:伸展,伸出,伸出來,拋出;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(τέ)Y*=伸展)組成。一般都用作:‘伸出’手,只有一次作:‘下’手( 路22:53);另一次作:‘拋’錨( 徒27:30)
同源字:1) (ἐκτείνω)伸展 2) (ἐκτένεια)專心 3) (ἐκτενής)切切的 4) (ἐκτενῶς)專心地 5) (ἐπεκτείνομαι)努力 6) (ὑπερεκτείνω)過度伸展
出現次數:總共(16);太(6);可(3);路(3);約(1);徒(3)
譯字彙編
1) 伸出(4) 太12:49; 可1:41; 路6:10; 徒4:30;
2) 伸(4) 太14:31; 太26:51; 路5:13; 徒26:1;
3) 他⋯伸出來(1) 太12:13;
4) 你們⋯下(1) 路22:53;
5) 你伸出⋯來(1) 太12:13;
6) 伸出⋯來(1) 可3:5;
7) 拋(1) 徒27:30;
8) 他伸出來(1) 可3:5;
9) 你要伸出(1) 約21:18;
10) 他⋯伸出(1) 太8:3