ἑταῖρος
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
English (LSJ)
Ep. and Dor. also ἕταρος, Cleobul. ap. D.L.1.93, A.Pers. 988 (lyr.), ὁ:—
A comrade, companion, in Hom. especially of the followers of a chief, comrades-in-arms, Il.1.179, al.; messmate, 17.577; fellow-slave, Od.14.407, al.: joined with ἀνήρ, 8.584, Hdt.5.95, Antipho 1.18; later, as a term of address, φίλ' ἑταῖρε Thgn.753, cf. Pl.Grg. 482a; ὦταῖρε Scol. ap. Ar.V.1238, cf.Ev.Matt.20.13, al.: c. gen., δᾳιτὸς ἑταῖρε = partner of my feast, h.Merc.436; νυκτὸς ἑταῖρος ib.290; πόσιος καὶ βρώσιος ἑταῖροι = messmates, Thgn.115; ἑταῖρος ἐν πρήγματι Id.116.
2 metaph., of things, ἐσθλὸς ἑταῖρος, of a fair wind, Od.11.7, 12.149; φθόνος κενεοφρόνων ἑταῖρος Pi.Fr.212; γέλως ἑταῖρος ὕβρεων Plu.2.622b: c. dat., βίον..τὸν σοφοῖς ἕταρον AP7.470 (Mel.).
3 pupil, disciple, e.g. of Socrates, X.Mem.2.8.1, al., cf. Arist.Pol.1274a28; Λεύκιππος καὶ ὁ ἑταῖρος αὐτοῦ Δημόκριτος Id.Metaph.985b4: pl., fellow-pupils, Poll.4.45.
4 of political partisans (cf. ἑταιρεία 1.2), Lys.12.43, Th.8.48; οἱ περὶ αὐτὸν ἑταῖροι = his club-mates, D.21.20.
5 members of a religious guild, OGI573.1 (Cilicia, Jewish).
6 rarely of lovers, Semon.7.49, Ar.Ec.912 (lyr.).
7 ἑταῖροι, οἱ, the guards, i.e. the cavalry of the Macedonian kings, Theopomp.Hist.217, Anaximen.Lamps. ap.Harp. s.v. πεζέταιρος, Arr.An.3.16.11, etc.; to be distinguished from the king's immediate retinue (cf. supr. 1), Theopomp. l.c., Arr. An.2.12.6, al.; of the Comites of the Roman Emperor, Βαρβίλλῳ τῷ ἐμῷ ἑτέρῳ (sic) PLond.1912.105 (Epist. Claudii), cf.SIG798.6 (Cyzicus, i A. D., pl.).
8 as adjective, associate of, τὸ ἐπιθυμητικὸν ἡδονῶν ἑταῖρος Pl.R.439d: Sup., τοῖς σεαυτοῦ ἑταιροτάτοις = your closest companions, Id.Grg.487d, cf. Phd.89e, D.Chr.1.44; σαργῶν γένος πέτρῃσιν ἑταῖρος = constant to the rocks, Opp.H.4.267: abs., of animals, gregarious, Id.C.2.325.
II ἑταίρα, Ion. ἑταίρη, Ep. ἑτάρη [ᾰ], ἡ, companion, Ἔρις..Ἄρεος..κασιγνήτη ἑτάρη τε Il.4.441; Λάτω καὶ Νιόβα μάλα μὲν φίλαι ἦσαν ἔ. Sapph.31, cf. 11; φύζα, φόβου κρυόεντος ἑταίρα Il.9.2; φόρμιγξ.. ἣν ἄρα δαιτὶ θεοὶ ποίησαν ἑταίρα Od.17.271, cf. h.Merc.478; Νίκην, ἣ χορικῶν ἐστιν ἑταίρα Ar.Eq.589; μιμητικὴ..τῷ ἐν ἡμῖν ἑταίρα καὶ φίλη ἐστί Pl.R.603b; Ποσειδάωνος ἑταίρα, of a submerged city, Call.Del.101.
2 courtesan, Hdt.2.134, Ar.Pl.149, Ath.13.567a,571d, etc.; opp. πόρνη (a common prostitute), Anaxil.22.1; opp. γαμετή, Philetaer.5; Ἀφροδίτη ἑταῖρα. Apollod.Hist.17.
German (Pape)
[Seite 1047] ὁ, ion. u. poet. auch ἕταρος, Gefährte, Genosse, Jeder, der mit einem Andern zu irgend einer Thätigkeit sich verbunden hat, bei Hom. gew. Kriegsgefährten u. Schiffsgenossen, u. zwar die Untergebenen, die aber hierdurch u. durch den Zusatz ἐσθλοί, φίλοι, ἐρίηρες geehrt werden, denn sie bilden als freie Männer das Geleit des Heerführers, des Königs; von Mitsklaven Od. 14, 407, von Tischgenossen Il. 17, 577. Uebtr. heißt auch der günstige Fahrwind ἐσθλὸς ἑταῖρος, ein wackerer Geselle, der das Schiff treiben hilft, Od. 11, 7. 12, 149. Aristarch erklärte Odyss. 11, 7. 12, 149 gradezu ἑταῖρος für gleichbedeutend mit συνεργός, Helfer, Gehülfe, eben so Iliad. 10, 242, wie auch Iliad. 13, 456 ἑταρίσσαιτο für gleichbedeutend mit συνεργὸν λάβοι, s. Scholl. Aristonic. Iliad. 13, 456. 10, 242, Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 116. – Das Wort bezeichnet bei den Folgdn jede genaue Verbindung und Freundschaft, Pind. und Tragg.; ἀγαθῶν ἑτάρων Aesch. Pers. 949; Soph. Ai. 672 O. C. 1402, an den hom. Gebrauch erinnernd; ἄνδρ' ἑταῖρον Eur. Alc. 779; – in Prosa, vgl. bes. αἰεὶ ἑταίρω τε καὶ φίλω ἦμεν Plat. Lach. 180 e; οὗτος ἐμός τε ἑταῖρος ἦν ἐκ νέου καὶ ὑμῶν τῷ πλήθει Apol. 21 a; als adj., z. B. neutr., Rep. IV, 439 d; superlat. ἑταιρότατος Phaed. 89 d Gorg. 487 d; bes. nannte Sokrates seine Schüler so, Xen. Mem. 2, 8, 1; vgl. auch Poll. 4, 45. – Im macedonischen Heere hieß so der Kern der Reiterei, die Garde der Könige zu Pferde, Arr., D. Sic., Pol. bei Ath. V, 194 e. – Häufig als Anrede an Jeden, dessen Namen man nicht weiß, guter Freund.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
A. subst. I. compagnon, compagnon d'un chef, compagnon d'armes ; compagnon de table ; compagnon d'esclavage ; fig. ἐσθλὸς ἑταῖρος OD bon compagnon en parl. d'un bon vent ; γέλως ἑταῖρος ὕβρεως PLUT le rire, compagnon de la moquerie ; particul.
1 disciple d'un maître;
2 οἱ ἑταῖροι adhérents d'un parti politique, partisans;
II. dans la conversation ἑταῖρε, ὦ 'ταῖρε, φίλ' ἑταῖρε, ὦ φίλε ἑταῖρε PLAT mon ami, mon bon ami !;
B. adj. compagnon ou compagne de.
Étymologie: cf. ἔτης.
Russian (Dvoretsky)
ἑταῖρος:
I эп.-ион.-поэт. тж. ἕτᾰρος
1 товарищ, спутник (ἑσθλός Hom.; ἀγαθός Aesch.; ἀρχαῖος Xen.; ἑ. τε καὶ φίλος Plat.): δαιτὸς ἑ. HH сотрапезник, собутыльник; γέλως, ἑ. ὕβρεως Plut. смех, спутник глумления; ὦταῖρε! Arph. друг мой!; Hom. - иногда о подчиненных или слугах: ἑτάροισιν ἰδὲ δμωῇσι κέλευσεν Hom. (Патрокл) приказал (своим) спутникам и рабыням;
2 ученик, последователь (Λεύκιππος καὶ ὁ ἑ. αὐτοῦ Δημόκριτος Arst.; Σωκράτους Plut.);
3 сторонник, приверженец: οἱ περὶ αὐτοῦ ἑταῖροι Dem. его (политические) сторонники;
4 возлюбленный: οὐχ ἥκει μοὐταῖρος (= ὁ ἑ. μου) Arph. не пришел мой возлюбленный;
5 pl. гетеры (отборная конница в македонской армии) Polyb., Diod.
II adj. m близкий, тесно связанный, сопутствующий: τὸ ἑπιθυμητικὸν ἡδονῶν ἑταῖρον Plat. влечение, сопутствующее наслаждениям; οἰκειότατοί τε καὶ ἑταιρότατοι Plat. самые близкие и задушевные (друзья).
Greek (Liddell-Scott)
ἑταῖρος: Ἐπικ, καὶ Ἰων. ἕτᾰρος (ἐν χρήσει παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Πέρσ. 990 Λυρ.), ὁ: (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἕτης). Σύντροφος, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν ἀκολούθων ἀρχηγοῦ τινος, σύντροφος ἐν τοῖς ὅπλοις, Ἰλ. Α, 179, Γ. 259, Ι. 658, κτλ.· ὡσαύτως, ὁ συντρώγων μετά τινος, Ὀδ. Ρ. 577· ὁ σύνδουλος, Ὀδ. Ξ. 407, 413, Ο. 307 κἑξ.· ἐπὶ τῶν μνηστήρων, Σ. 350, Φ. 100· συνδυαζόμενον μετὰ τοῦ ἀνὴρ Θ. 584, Ἡρόδ. 3. 95, Ἀντιφῶν 113, 24· τὰ Ὁμ. ἐπίθ. εἶναι: ἐσθλός, πιστός, φίλος ἑταῖρος, ἐρίηρες ἑτ.: - ἐν γένει, φίλος, σύντροφος, Ἰλ. Α 179, Γ, 259, I. 658, Κ. 151, Ὀδ. Ν. 266· ἐν φιλικῇ προσαγορεύσει, ὦ ἑταῖρε, καλέ μου φίλε, Ἀριστοφ. Σφ. 1239· φίλ’ ἑταῖρε Θέογ. 751· κτλ.: - μετὰ γεν. διαιρετ., δαιτὸς ἑταῖρε, σύντροφε τοῦ δείπνου μου, Ὁμ, Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 436· νυκτὸς ἑτ. αὐτόθι 290· πόσιος καὶ βρώσιος ἑταῖροι, ὁμοτράπεζοι, Θέογν. 115· ὡσαύτως, ἑτ. ἐν πράγματι ὁ αὐτ. 116. 2) μεταφ., ἐπὶ πραγμάτων, ἐσθλὸς ἑταῖρος, ἐπὶ οὐρίου ἀνέμου, Ὀδ. Λ. 7, Μ. 149· φθόνος... ἑτ. ἀνδρῶν Πινδ Ἀποσπ. 231· γέλως ἑτ. ὕβρεως Πλούτ. 2. 622Β: - μετὰ δοτ., βίον... τὸν σοφοῖς ἕταρον Ἀνθ. Π. 7. 470. 3) οἱ μαθηταὶ ἢ ὁμιληταὶ ἐκαλοῦντο ἑταῖροι τῶν διδασκάλων των ὡς οἱ τοῦ Σωκράτους, Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 1, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 7· οὕτως ὁ Δημόκριτος ἦτο ἑταῖρος τοῦ Λευκίππου, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 4, 9· συμφοιτηταί, συμμαθηταί, Πολυδ. Δ΄, 45. 4) ἐπὶ ἀνθρώπων ἀνηκόντων εἰς τὴν αὐτὴν πολιτικὴν μερίδα (πρβλ. ἑταιρεία Ι. 2), 124. 14· οἱ περὶ αὐτὸν ἑτ., οἱ ἀνήκοντες εἰς τὴν αὐτὴν εἰς ἣν καὶ αὐτὸς λέσχην, Δημ. 521. 12. 5) σπανίως ἐπὶ ἐραστῶν, ὅμως δὲ καὶ πρὸς ἔργον ἀφροδίσιον ἐλθόνθ’ ἑταῖρον ὁντινοῦν ἐδέξατο Σιμωνίδης περὶ Γυναικ. 49, Ἀριστοφ. Ἐκκλ, 913 6) ἑταῖροι, οἱ, οἱ σωματοφύλακες· σῶμα ἱππικοῦ ἐν τῷ Μακεδονικῷ στρατῷ, Πολύβ. παρ’ Ἀθην. 194Ε. πρβλ. πεζέταιροι. 7) ὡς επίθ., κοινωνός, συνέταιρος, τὸ ἐπιθυμητικὸν ἡδονῶν ἑταῖρον Πλάτ. Πολ. 439D: - ἐντεῦθεν ἐν τῷ Ὑπερθετ., τοῖς σεαυτοῦ ἑταιροτάτοις, εἰς τοὺς στενωτάτους σου φίλους, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 487 D, πρβλ. Φαίδωνα 89 D: - ὡσαύτως, σαρδῶν γένος πέτρῃσιν ἑταῖρον, σταθερόν, ἐμμένον εἰς τάς πέτρας, Ὀππ. Ἁλ. 4. 267· ἀπολ., ἐπὶ ζῴων, ἀγελαῖος, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 2, 325. ΙΙ. ἑταίρα, Ἰων. ἑταίρη, Ἐπικ. ἑτάρη ᾰ, ἡ, σύντροφος, Ἔρις, Ἄρεος... κασιγνήτη ἑτάρη τε Ἰλ. Δ. 441· φύζα, φόβου κρυόεντος ἑταίρη. Ι. 2· φόρμιγξ…, ἣν ἄρα δαιτὶ θεοὶ ποίησαν ἑταίρην Ὀδ. Ρ. 271, πρβλ. Ὁρατ., Ὠδ. Γ. 11, 6, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 478· Νίκην, ἣ χορικῶν ἐστιν ἑταίρα Ἀριστοφ. Ἱππ. 589, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 603Β· πενία σφιν ἑταίρα Θεόκρ. 22. 16· Ποσειδάωνος ἑταίρη, περὶ τῆς καταποντισθείσης πόλεως Ἑλίκης, Καλλ. εἰς Δῆλον 101. 2) παρ’ Ἀττ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν νόμιμον σύζυγον καὶ οὕτω κατὰ διαφόρους ἀποχρώσεις τῆς σημασίας, ἀπὸ παλλακῆς (ἥτις ἠδύνατο νὰ εἶναι σύζυγος κατὰ πάντα τὰ ἄλλα ἐκτὸς τοῦ νομικοῦ προσόντος, ὅπερ ἦν τὸ δικαίωμα τῆς πολίτιδος) μέχρι τῆς κοινῆς ἑταίρας, διακρίνεται δ’ ὅμως τῆς πόρνης, καὶ σὺ νῦν οὐχ ὡς λέγεις πόρνης, ἑταίρας δὲ εἰς ἔρωτα τυγχάνεις Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττίδι» 2· πρῶτον ἐν Ἡροδ. 2. 134, 135, καὶ συχνὸν παρὰ Κωμ., ἴδε Ἀριστοφ. Πλ. 149, Ἀθήν. 571C κἑξ., πρβλ. Λεξικὸν Ἀρχαιοτήτων ἐν λ. Ἑταῖραι: - ἡ Ἀφροδίτη ἐλατρεύετο ὡς Ἑταίρα, Φιλέταιρος ἐν «Κορινθιαστῇ» 1, Κλήμ. Ἁλ. 33. Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑταίρας ἱερόν· τῆς Ἀφροδίτης Ἀθήνησιν, ἀπὸ τοῦ τὰς ἑταίρας καὶ τοὺς ἑταίρους ἄγειν». - Πρβλ. ἑταιρέω (Περὶ τῶν διασήμων παρ’ ἀρχαίοις ἑταιρῶν ἴδε τὸ ΙΓ΄ Βιβλίον τοῦ Ἀθηναίου).
English (Autenrieth)
companion, comrade; fig., of a wind, ἐσθλὸς ἑταῖρος, Od. 11.7, cf. ἑταίρη; as adj., w. ἀνήρ, λᾶοί, Ρ, Il. 13.710.
English (Strong)
from etes (a clansman); a comrade: fellow, friend.
English (Thayer)
ἑταίρου, ὁ (from Homer down), the Sept. רֵעַ; a comrade, mate, partner (A. V. fellow): T Tr WH τοῖς ἑτέροις (which see 1b., and cf. WH. Introductory § 404)); vocative in kindly address, friend (my good friend): Matthew 26:50.
Greek Monolingual
ο, θηλ. εταίρα (ΑΜ ἑταῖρος, θηλ. ἑταίρα, Α ιων., επικ. και δωρ. τ. ἕταρος, θηλ. ιων. τ. ἑταίρη, επικ. τ. ἑτάρη)
1. ο σύντροφος, ο φίλος
2. ο συνεταίρος
3. μέλος πολιτικού συλλόγου ή φατρίας
4. θηλ. η εταίρα
πόρνη
νεοελλ.
(νομ.) αυτός που μετέχει μαζί με άλλον ή άλλους σε εταιρεία
αρχ.
1. ο σύντροφος στα όπλα («οἴκαδ' ἰὼν σὺν νηυσί τε σῇς καὶ σοῖς ἑτάροισιν Μυρμιδόνεσσιν ἄνασσε» — αφού φτάσεις στην πατρίδα βασίλευε με τα πλοία σου και τους συντρόφους σου στους Μυρμιδόνες», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. α) «ἀνὴρ ἑταῖρος» — γνώριμος, φίλος
β) «ἐσθλὸς ἑταῖρος», Ομ. Οδ.
για ούριο άνεμο
3. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἑταῖροι
οι σωματοφύλακες (σώμα ιππικού στον μακεδονικό στρατό)
4. μαθητής ή συνομιλητής διδάσκαλος
5. σπαν. εραστής
6. το θηλ. ἡ ἑταίρα
α) η σύντροφος («Ἔρις... Ἄρεος... κασιγνήτη ἑτάρη τε», Ομ. Ιλ.)
β) παλλακίδα, σε διάκριση με τη νόμιμη σύζυγο («καὶ σὺ νῡν, οὐχ ὡς λέγεις πόρνης, ἑταίρας δὲ εἰς ἔρωτα τυγχάνεις» — και εσύ λοιπόν δεν έχεις σχέση ερωτική με πόρνη, αλλά με εταίρα, Αναξίλ.)
7. ως επίθ. α) συμμέτοχος («τὸ ἐπιθυμητικὸν ἡδονῶν ἑταῖρον», Πλάτ.)
β) (για ζώα) αυτός που ανήκει σε αγέλη
γ) φρ. «σαρδῶν γένος πέτρῃσιν ἑταῖρον» — σταθερό, που μένει συνεχώς στις πέτρες (Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εταίρος, από τον οποίο προήλθε το θηλ. εταίρα, δημιουργήθηκε από θηλ. έταιρα, το οποίο με τη σειρά του προήλθε απο τον ομηρ. τ. έταρος (πρβλ. χίμαρος > χίμαιρα) ήτοι: έταρος > έταιρα > εταίρος. Η λ. εταίρος παρασυσχετίστηκε με το σημασιολογικώς συγγενές έτης, Fέτᾱς «συγγενής, ομόφυλος», ενώ στον τ. εταίρος δεν εμφανίζεται F-. Έτσι θεωρείται ορθότερη η ετυμολόγηση της λ. από ΙΕ se- (παρά από swe- (πρβλ. -έ), με παρέκταση -τ και επίθημα -αρός (πρβλ. γεγαρός, νεαρός), ήτοι έταρος < se-t-aros.
ΠΑΡ. αρχ. εταιρίδεια, εταιρίζω, εταιρίς, εταιροσύνη, εταιρόσυνος, εταιρώ
αρχ.-μσν.. εταιρεύομαι
μσν.- νεοελλ.
εταιρικός.
ΣΥΝΘ. αρχ. εταιροποιούμαι, ετεροτρόφος].
Greek Monotonic
ἑταῖρος: Επικ. και Ιων. ἕτᾰρος, ὁ (ἔτης),·
I. 1. σύντροφος, συμπολεμιστής, φίλος, σύζυγος, σε Όμηρ.· συνήθης τρόπος φιλικής προσφώνησης, ὦ 'ταῖρε, καλέ μου φίλε, σε Αριστοφ.· φίλ' ἑταῖρε, σε Θέογν.· οι μαθητές ή οι απόστολοι ονομάζονταν ἑταῖροι των διδασκάλων τους, όπως εκείνοι του Σωκράτη, σε Ξεν.· με γεν., δαιτὸς ἑταῖρε, σύντροφε του δείπνου μου, ομόδειπνέ μου, ομοτράπεζέ μου, σε Ομηρ. Ύμν.· πόσιος καὶ βρώσιος ἑταῖροι, ομοτράπεζοι, σε Θέογν.
2. μεταφ., λέγεται για πράγματα, ἐσθλὸς ἑταῖρος, λέγεται για ευνοϊκό, ούριο άνεμο, σε Ομήρ. Οδ.· με δοτ., βίος ὁ σοφοῖς ἕταρος, σε Ανθ.· ως επίθ., κοινωνός, συνέταιρος σε κάτι, με γεν., σε Πλάτ.· υπερθ., ἑταιρότατος, στον ίδ. II. 1. ἑταίρα, Ιων. ἑταίρη, Επικ. ἑτάρη[ᾰ], ἡ, σύντροφος, σε Ομήρ. Ιλ.· φόρμιγξ, ἣν δαιτὶ θεοὶ ποίησαν ἑταίρην, σε Ομήρ. Οδ.· πενία σφιν ἑταίρα, σε Θεόκρ.
2. αντίθ. προς τη νόμιμη σύζυγο, σπιτωμένη γυναίκα, μαιτρέσσα, παλλακίδα, εταίρα, πόρνη, σε Ηρόδ., Αττ.
Frisk Etymological English
ἕταιρος
Grammatical information: m.
Meaning: comrade, companion, friend,
Other forms: f. ἑταίρα, Ion. -ρη female comrade (Il.); also ἕταρος (Il., Dor.), f. ἑτάρη (Δ 441).
Compounds: As 2. member e. g. in φιλ-έταιρος loving his friends (Att.) with φιλεταιρ-ία a. o.
Derivatives: ἑταιρήϊος, -εῖος (on the formation Chantraine Formation 52) regarding the friend (Ion.-Att.), ἑταιρικός id., -όν n. political club (Th., Hyp., Arist.), ἑταιρόσυνος friendly with -σύνη (late); f. ἑταιρίς = ἑταίρα (X. HG 5, 4, 6 v.l.), ἑταιρίδιον (Plu.); ἑταιρηΐη, -ρεία, -ρία comradeship, friendship, political club etc. (Ion.-Att.). Denomin. verbs: ἑτα(ι)ρίζω, -ομαι be(come) comrade, late be Hetaire (Il.) with ἑταίρισμα, -ισμός, -ιστής (late); also ἑταιρίστρια = τριβάς (Pl. Smp. 191e; contemptible). ἑταιρέω keep company with (Att.) with ἑταίρησις. ἑταιρεύομαι prostitute oneself (hell. ).
Origin: IE [Indo-European] [882] *se- refl. pron.
Etymology: The diff. forms can be understood as follows: to ἕταρος was first made with a ια-suffix a fem. *ἕταιρα (cf. e. g. χίμαρος: χίμαιρα), which was reshaped into ἑταίρη, -ρα and then gave ἑταῖρος, ἕταιρος; after ἑταῖρος: ἕταρος finally beside ἑταίρη a form ἑτάρη was made (Schulze Q. 82; s. also Glotta 4, 338 and Schwyzer 459; some doubts in Lommel Idg. Femininbildungen 67). - As ἕταρος etc. show no trace of a digamma (Chantraine Gramm. hom. 1, 150, Solmsen Unt. 203), the connection with Ϝέτης relative, friend (s. ἔτης) must be abandoned. We have to start from the reflexive *se (s. ἕ, ἑ), with a t-enlargement in OCS po-sětiti visit (from *sětъ guest, IE *set-o-), beside *su̯e-t- in Ϝέτης. On the ρ-suffix cf. e. g. νεαρός, γεραρός (partly from ρ-stems). See now Pinsent, Mél. E. Delebecque, 1983, 311-328. - Not to Lat. satelles body-guard (prob. Etruscan; s. W.-Hofmann s. v.).
Middle Liddell
ἔτης
a comrade, companion, mate, Hom.; a common way of addressing people, ὦ 'ταῖρε my good friend, Ar.; φίλ' ἑταῖρε Theogn.; pupils or disciples were the ἑταῖροι of their masters, as those of Socrates, Xen.:—c. gen., δαιτὸς ἑταῖρε partner of my feast, Hhymn.; πόσιος καὶ βρώσιος ἑταῖροι mess mates, Theogn.
2. metaph. of things, ἐσθλὸς ἑταῖρος, of a fair wind, Od.; c. dat., βίος ὁ σοφοῖς ἕταρος Anth.: as adj. associate in a thing, c. gen., Plat.: Sup., ἑταιρότατος Plat.
Frisk Etymology German
ἑταῖρος: ἕταιρος
{hetaĩros}
Forms: f. ἑταίρα, ion. -ρη Gefährtin, Freundin, Hetäre (seit Il.); daneben in derselben Bedeutung ἕταρος (ep. poet. dor. seit Il.), f. ἑτάρη (Δ 441).
Grammar: m.
Meaning: Gefährte, Genosse, Freund,
Composita: Als Hinterglied z. B. in φιλέταιρος seine Freunde liebend (att.) mit φιλεταιρία u. a.
Derivative: Ableitungen: ἑταιρήϊος, -εῖος (zur Bildung Chantraine Formation 52) den Freund, die Freundin betreffend (ion. att.), ἑταιρικός ib., -όν n. politischer Klub (Th., Hyp., Arist. u. a.), ἑταιρόσυνος freundlich mit -σύνη (spät); f. ἑταιρίς = ἑταίρα (X. HG 5, 4, 6 v.l., Ph. u. a.), ἑταιρίδιον (Plu. u. a.); ἑταιρηΐη, -ρεία, -ρία Kameradschaft, Freundschaft, politischer Klub (ion. att.). Denominative Verba: 1. ἑτα(ι)ρίζω, -ομαι Gefährte sein, sich zum Gefährten machen, spät überwinden, Hetäre sein (ep. poet. seit Il., sp. Prosa) mit ἑταίρισμα, -ισμός, -ιστής (spät); auch ἑταιρίστρια = τριβάς (Pl. Smp. 191e u. a.; verächtlich). 2. ἑταιρέω Buhlerei treiben (att.) mit ἑταίρησις. 3. ἑταιρεύομαι sich prostituieren (hell. u. spät).
Etymology: Das Nebeneinander der verschiedenen Formen läßt sich folgendermaßen verstehen: An ἕταρος trat zuerst mit ια-Suffix ein Fem. *ἕταιρα (vgl. z. B. χίμαρος: χίμαιρα), das zu ἑταίρη, -ρα umgebildet wurde und dann ἑταῖρος, ἕταιρος nach sich zog; nach Muster von ἑταῖρος: ἕταρος wurde endlich neben ἑταίρη ein ἑτάρη gestellt (Schulze Q. 82; s. auch Glotta 4, 338 und Schwyzer 459; gewisse Bedenken bei Lommel Idg. Femininbildungen 67). — Da ἕταρος u. Verw. keine Spur des Digamma zeigen (Chantraine Gramm. hom. 1, 150, Solmsen Unt. 203), muß die sonst naheliegende direkte Anknüpfung an ϝέτης Angehöriger, Freund (s. ἔτης) fallen. Auszugehen ist statt dessen von dem neben idg. *su̯e in ϝέτης stehenden Reflexivum *se (s. ἕ, ἑ), das mit paralleler t-Erweiterung in aksl. po-sětiti besuchen (von *setъ Gast, idg. *set-o-) vermutet wird. Zum ρ-Suffix vgl. z. B. νεαρός, γεραρός (teilweise von ρ-Stämmen). — Nicht zu lat. satelles Leibwächter (wahrscheinlich etruskisch; s. W.-Hofmann s. v.). Verfehlt Prellwitz Glotta 19, 85ff.
Page 1,579
Chinese
原文音譯:™ta‹roj 誒台羅士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:同伴 相當於: (חָבֵר) (רֵעֶה)
字義溯源:同伴,朋友;源自(ἑτέρως)X*=同族人)。這字可能是指一般的朋友,主耶穌稱門徒為朋友( 約15:14,15),所用的是另一個編號(5384)數量太多,不能盡錄;
2) 同伴(1) 太11:16
Mantoulidis Etymological
καί ἐπικ. ἕταρος (=σύντροφος, φίλος). Ἀπό τό ἔτης (=συγγενής).
Παράγωγα: ἑταίρα (=σύντροφος, παλλακή, κοινή γυναίκα), ἑταιρῶ, ἑταιρεία, ἑταίρησις, ἑταιρίζω, ἑταιρικός, ἑταιρισμός, ἑταιριστής, προσεταιρίζομαι, προσεταιριστός.
Lexicon Thucydideum
sodalis, companion, member, 6.30.2, 7.73.3. 7.75.4. 8.48.4. 8.65.2, 8.92.4 [ubi vulgo where commonly ἑτέρους].
Translations
companion
Arabic: صَاحِب, صَاحِبَة; Bashkir: иптәш; Belarusian: кампаньён, кампаньёнка, спадарожнік, спадарожніца; Bulgarian: придружител, придружителка, компаньон, компаньонка; Burmese: အဖော်; Catalan: acompanyant, company, companya; Chamicuro: lota'c̈homa; Chinese Mandarin: 伴侶, 伴侣, 同伴; Corsican: cumpagnu; Czech: společník, společnice; Danish: ledsager; Dutch: metgezel; Esperanto: kunulo; Estonian: kaaslane; Finnish: toveri, seuralainen, kumppani; French: compagnon, compagne; Galician: compañeiro; German: Begleiter, Freund, Liebhaber, Kamerad, Gefährte, Gefährtin, Kompagnon, Geselle, Kumpel; Alemannic German: Gspaane; Gothic: 𐌲𐌰𐍃𐌹𐌽𐌸𐌾𐌰, 𐌲𐌰𐌾𐌿𐌺𐌰; Greek: σύντροφος; Ancient Greek: ἑταῖρος, ἑταίρα; Hindi: साथी; Hungarian: társ; Icelandic: félagi, kumpáni; Ido: kompano; Irish: caidreamhach; Istriot: cunpagno; Italian: amico, compagno; Japanese: 仲間, 友人, 同伴者; Kapampangan: kayabe; Korean: 동반자(同伴者), 길벗, 길동무, 반려자(伴侶者); Kurdish Central Kurdish: ئاواڵ, ھاورێ; Lao: ສະຫາຽ, ວະຍັດ, ສະຂິ; Latin: comes, socius; Latvian: pavadonis, biedrs, biedre, biedrene; Lithuanian: palydovas, palydovė; Macedonian: компањон, компањонка; Malay: teman; Maori: takahoa; Norwegian Bokmål: ledsager, kompanjong; Old English: ġefēra; Persian: دوست, مونس, همدم, یار; Polish: towarzysz, towarzyszka, kompan, kompanka; Portuguese: acompanhante, companheiro; Romanian: tovarăș; Russian: товарищ, компаньон, компаньонка, спутник, спутница; Sanskrit: द्वितीय; Serbo-Croatian Cyrillic: компа̀њо̄н, компа̀њо̄нка; Roman: kompànjōn, kompànjōnka; Sicilian: cumpagnu, cumpari; Slovak: spoločník, spoločnica, spoločníčka; Slovene: tovariš, tovarišica, spremljevalec, spremljevalka; Spanish: compañero, compañera; Swahili: rafiki; Swedish: följeslagare, kompanjon; Tagalog: apungot, kasama; Tatar: иптәш; Tausug: iban; Thai: สหาย; Turkish: yoldaş; Ugaritic: 𐎈𐎁𐎗, 𐎗𐎓; Ukrainian: компаньйон, компаньйонка, товариш, супутник, супутниця; Urdu: ساتھی; Vietnamese: bầu bạn