ὀδούς: Difference between revisions
Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät
(3b) |
(2b) |
||
Line 42: | Line 42: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀδούς:''' ὀδόντος, ион. [[ὀδών]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> зуб: [[ἕρκος]] ὀδόντων Hom. ограда из зубов, т. е. рот, уста; ὀδόντες ὀξεῖς Arst. резцы; ὀδόντες πλατεῖς Arst. коренные зубы;<br /><b class="num">2)</b> зубец, зуб (sc. τοῦ πρίονος Arst.). | |elrutext='''ὀδούς:''' ὀδόντος, ион. [[ὀδών]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> зуб: [[ἕρκος]] ὀδόντων Hom. ограда из зубов, т. е. рот, уста; ὀδόντες ὀξεῖς Arst. резцы; ὀδόντες πλατεῖς Arst. коренные зубы;<br /><b class="num">2)</b> зубец, зуб (sc. τοῦ πρίονος Arst.). | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[tooth]]<br />See also: s. [[ὀδών]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:55, 3 January 2019
English (LSJ)
όντος, ὁ, nom.
A ὀδούς Arist.EN1161b23, LXX 1 Ki.14.4, Luc. Musc.Enc.3, Paus.5.12.2, Philostr.VA2.13, Ach.Tat.7.4; Ion. ὀδών Hdt.6.107 (bis), Hp.Epid.4.19,52, cf. Hdn.Gr.2.928 :—tooth, Il.5.74, al. ; ἕρκος ὀδόντων, v. ἕρκος ; πρίειν ὀδόντας, v. πρίω ; ὀ. ὀξεῖς incisors, opp. πλατεῖς, molars, Arist.PA661b8, al. 2 metaph., γλυκὺς ὀ. ὁ τοῦ πόθου Luc.Am.3 ; ὁ τῆς λύπης ὀ. the tooth of grief, Ach.Tat. l.c. II anything pointed or sharp, tooth, prong, spike, etc., Nic. Th.85 : pl., teeth of a saw, Arist.Ph.200b6 ; of a comb, Antyll. ap. Orib.10.16.2 ; of a cog-wheel, Hero Spir.2.36, Theo. Sm.p.180 H. ; ploughshare, LXX 1 Ki.13.21 ; ὀ. πέτρας peak, pike, ib.14.4, Ps.77.30. III second vertebra of the neck or its apophysis (the odontoid process), so called from its shape, Hp.Epid.2.2.24, cf. Poll.2.131, Gal.UP12.7 (but the first vertebra acc. to Hp. ap. Ruf.Onom.154). (Old pres. part. of 1.-E. ed- (alternating with od- (cf. Arm. utem 'I eat') and d-), the root of ἔδω, ἔδ-μεναι, Lat. edo, etc. : cf. Skt. acc. dántam 'tooth', Lat. dens, Goth. tunpus, etc. : Aeol. ἔδοντες Procl. in Cra.p.39 P., etc.)
German (Pape)
[Seite 294] όντος, ὁ, ion. ὀδών (dens, vgl. ἔδω), – 1) der Zahn, von Menschen u. Thieren; θήγων λευκὸν ὀδόντα, vom Eber, Il. 11, 416; ἄραβος δὲ διὰ στόμα γίγνετ' ὀδόντων, 10, 375, wie πάταγος ὀδόντων 13, 283, Zähneklappern, u. καναχή 19, 365; Hes. (über ἕρκος ὀδόντων s. ἕρκος); ἀκμὰν δεινοτάτων ὀδόντων, Pind. N. 4, 64; in Prosa überall. – Uebertr., ὁ τῆς λύπης ὀδούς, der Zahn der Trauer, Iac. Ach. Tat. p. 888. – 2) jede hervorragende, scharfe Spitze, Zacken, Zinken, an Kämmen u. anderen Werkzeugen, Nic. Th. 85, s. bes. die compp. – 3) der zweite Halswirbel, von dem daran befindlichen Fortsatze, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδούς: ὀδόντος, ὁ˙ παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις ὀδὼν Ἡρόδ. 6. 107 (δίς)˙ - «δόντι», Ὅμ., Ἡσ., κλ.˙ ἕρκος ὀδόντων, ἴδε ἐν λέξ. ἕρκος˙ πρίειν ὀδόντας, ἴδε ἐν λέξ. πρίω˙ - ὁ Ἀριστ. καλεῖ τοὺς προσθίους ὀδόντας ὀξεῖς (τομεῖς), τοὺς δὲ ὀπισθίους πλατεῖς (dentes molares, maxillaries), καὶ τοὺς μεταξὺ κυνόδοντας, π. Ζ. Μορ. 3. 1, 3, κ. ἀλλ.˙ οἱ ὀδόντες τῶν σαρκοβόρων ἢ ἁρπακτικῶν ζῴων καὶ ἰχθύων λέγονται καρχαρόδοντες, ἴδε ἐν λ. 2) μεταφορ., ὁ τῆς λύπης ὀδούς, ἡ δάκνουσα λύπη, Ἰακωψ. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 888. ΙΙ. πᾶν ὀξὺ «μυτερὸν» πρᾶγμα, ὀβελός, κέντρον, κτλ., Νικ. Θηρ. 85˙ ὀδόντες, οἱ τοῦ πρίονος, Ἀριστ. Φυσ. 2. 9. 6˙ ὀδοὺς πέτρας, ἐξέχον αὐτῆς μέρος ἐν εἴδει ὀδόντος, Ἑβδ. (Ψαλμ.. ΟΖ΄, 30). ΙΙΙ. ὁ δεύτερος σπόνδυλος τοῦ τραχήλου κληθεὶς οὕτως ἐκ τοῦ σχήματος αὐτοῦ, Ἱππ. παρὰ Πολυδ. Β΄, 131. (Πρὸς τὴν γενικ. ὀδόντος, πρβλ. Σανσκρ. dant-as, Λατ. dens, dent-is, Λιθ. dant-is, Κελτ. dant· danz· Γοτθ. tunth-us, Ἀρχ. Σκανδ. tönn, Ἀγγλο-Σαξον. tod, Ἀρχ. Γερμαν. zand (zahn)· ― καθόλου ἀναφέρεται εἰς τὴν √ΕΔ, ἔδω, μνημονεύεται δὲ ὑπὸ τῶν γραμματ. Αἰολικός τις τύπος ἔδοντες, ἴδε Ahr. D. Aeol. § 12. 5· ― ἀλλ’ ἡ παρατήρησις ὅτι τὸ ὀ- συχνάκις ἀπαντᾷ ὡς προθετικὸν γράμμα ἐν τῇ Ἑλληνικῇ καὶ ὅτι ἐλλείπει ἐκ πασῶν τῶν συγγενῶν γλωσσῶν, παρακινεῖ τὸν M. Müller καὶ ἄλλους νὰ ἀναφέρωσι τὴν λέξιν εἰς τὴν √ΔΑ, δαίω, δαίνυμαι).
French (Bailly abrégé)
ὀδόντος (ὁ) :
dent.
Étymologie: R. Ἐδ, manger.
English (Autenrieth)
ὀδόντος: tooth.
English (Slater)
ὀδούς
1 tooth λεόντων ὄνυχας ὀξυτάτους ἀκμὰν καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων (N. 4.64)
Spanish
English (Strong)
perhaps from the base of ἐσθίω; a "tooth": tooth.
English (Thayer)
(according to Etym. Magn. 615,21 (Pollux 6,38) from ἔδω, Latin edere, etc., cf. Curtius, § 289; others from the root, Daniel , to divide, cf. δαίω, δάκνω; (Latin dens); Fick i., p. 100), ὀδόντος, ὁ, from Homer down; the Sept. for שֵׁן; a tooth: ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων, see βρυγμός.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὀδούς, -όντος, Α ιων. τ. ὀδών)
1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ.
β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.)
2. κυλινδροειδής απόφυση του δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε έτσι από το σχήμα της
3. φρ. («οφθαλμόν αντί οφθαλμού και) οδόντα αντί οδόντος» — άμεση και σκληρή εκδίκηση
νεοελλ.
φρ. «οπλισμένος μέχρις οδόντων» — πολύ καλά και πλήρως οπλισμένος, πάνοπλος
φρ. α) «ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων» — το κροτάλισμα τών δοντιών που οφείλεται στο ψύχος ή στον φόβο
β) «ὀδόντες ὀξεῑς» και «ὀδόντες πλατεῑς» — τα πρόσθια και οπίσθια δόντια, αντίστοιχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ὀδών / ὀδούς, -όντος εμφανίζουν θέμα οδ- / εδ- (πρβλ. ἔδοντες) και συνδέονται πιθ. με αρμ. atamn, παρά τις μορφολογικές δυσχέρειες που παρουσιάζει ο αρμ. τ. Δύο είναι οι επικρατέστερες ετυμολ. για τη λ.: α) να θεωρηθεί μτχ. του ἔδω «τρώω», αναγόμενη στη μηδενισμένη βαθμίδα (-δ-) της ρίζας ed- (ὀ-δ-ών). Η απαθής βαθμίδα της μαρτυρείται στον τ. ἔδ-οντες (πρβλ. ἐών: ὤν μτχ. του εἰμί). Απορίες ωστόσο γεννά το αρκτικό ο
του ὀδών, που είτε αποτελεί ετεροιωμένη βαθμίδα του θέματος εδ- είτε είναι προϊόν αφομοιώσεως του ε- (ἔδοντες) σε ο- (πρβλ. και ὀδύνη: ἐδύνα)
β) να θεωρηθεί το αρκτικό φωνήεν ὀ- της λ. πρόθεση (πρβλ. οβελός) και το θέμα -δών, -δόντος, όπως και οι αντίστοιχοι τ. τών υπόλοιπων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. λατ. dens, dentis, αρχ. ινδ. dan, datah, αρχ. γερμ. zand, αρχ. ιρλδ. det, γαλατ. dant, λιθουαν. dantis), να αναχθούν σε ΙΕ ρίζα den-t- / don-t
/ dņt παράλληλη της den-k
/ dņk- του ρ. δάκνω «δαγκώνω» (πρβλ. αρχ. ινδ. dasati). Η λ. ὀδών μαρτυρείται έμμεσα και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή επιθ. odatuweta / odatweta = ὀδάτFεντα με σημ. «στολίσματα δοντιών, κοσμήματα με οδοντωτή μορφή», ενώ οι τ. odakuweta / odakeweta οφείλονται πιθ. σε ανομοιωτική τροπή του -τσε -κ- (πρβλ. ὀδάξ). Αρχικός θεωρείται ο τ. ὀδών, ενώ ο τ. ὀδούς σχηματίστηκε υστερογενώς, αναλογικά προς τις μτχ. του τύπου δι-δούς. Ο τ. ὀδών εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -ωδων, με τροπή του -ο- σε -ω- λόγω του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει». Η λ., τέλος, εμφανίζεται πιθ. ως β' συνθετικό στα νωδός, αἱμωδέω. Στη Νεοελληνική χρησιμοποιείται ο λόγιος (στην επιστήμη) τ. οδούς και ο τ. δόντι με σίγηση του αρκτ. άτονου ο
(πρβλ. οφρύς: φρύδι).Σύνθ. και παρ. του οδούς.
ΠΑΡ. οδοντικός, οδοντώ(-ώνω)
αρχ.
οδοντάριον, οδοντίζω, οδοντίς
αρχ.-μσν.
οδοντιώ
μσν.
οδοντάς, οδοντίας, οδόντιον
νεοελλ.
οδοντίνη, οδοντίτιδα, οδοντώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) οδοντάγρα, οδονταλγώ, οδοντογλυφίς(-ίδα), οδοντοειδής, οδοντοξέστης, οδοντότριμμα, οδοντοφόρος, οδοντοφυώ
αρχ.
οδοντόγλυφον, οδοντόκερας, οδοντοξυστήρ, οδοντοποιώ, οδοντοτύραννος, οδοντοφυής
μσν.
οδονταγωγόν, οδοντοβολώ, οδοντομάχης, οδοντοπονία
μσν.- νεοελλ.
οδοντόσμηγμα
νεοελλ.
οδόβαινος, οδοκοιλεύς, οδόντασπις, οδοντατροφία, οδοντίατρος, οδοντοβλάστη, οδοντόβουρτσα, οδοντογένεση, οδοντόγλωσσο, οδοντόγναθα, οδοντογονία, οδοντογραφία, οδοντογράφος, οδοντοδυνία, οδοντοθεραπεία, οδοντοκεραμεική, οδοντοκήλη, οδοντοκήτη, οδοντόκλαση, οδοντοκλάοτης, οδοντοκοιλία, οδοντοκονία, οδοντόκονις, οδοντοκοσμητικό, οδοντόκρεμα, οδοντολαδίδα, οδοντόλιθος, οδοντολογία, οδοντολόγος, οδοντολοξία, οδοντόμετρο, οδοντομήλη, οδοντοπάθεια, οδοντόπαστα, οδοντοπεριόστεο, οδοντόπλυμα, οδοντόπονος, οδοντοπρόφερτος, οδοντοπώμασμα, οδοντορθωσία, οδοντορραγία, οδοντορραμφή, οδοντοσάπων, οδοντοσκευασία, οδοντόσκονη, οδοντοσκόπιο, οδοντοσμηκτικός, οδοντόσπερμο, οδοντοστοιχία, οδοντοστοματολογία, οδοντοσφράγιση, οδοντοσφράγισμα, οδοντοτεχνίτης, οδοντότρηση, οδοντοτριδή, οδοντοτριπτικός, οδοντοφατνιακός, οδοντοφύραμα, οδοντόφωνος, οδοντόψηκτρα. (Β' συνθετικό σε -όδων / -ώδων) αρχ. αμφόδων / -ώδων, ανόδων, αργιόδων, εξώδων, εριώδων, καρχαρόδων, κυνόδων, λαγώδων, προόδων / -ώδων, συνόδων, χαυλιόδων. (Β' συνθετικό σε -όδους) αραιόδους, κυνόδους, μεγαλόδους, μονόδους, μυλόδους, χαυλιόδους
αρχ.
αγκυλόδους, αργιόδους, διόδους, καρχαρόδους, κρατερόδους, μυριόδους, οξυόδους, πολυόδους, προόδους, πυκνόδους, συνόδους, τραχυόδους, τριόδους, χαλκόδους, χρυσεόδους
νεοελλ.
ανόδους, γιγαντόδους, ελεφαντόδους, θηκόδους, λευκόδους, μικρόδους].
Greek Monotonic
ὀδούς: Ιων. ὀδών, ὀδόντος, ὁ, Λατ. dens, dentis, δόντι, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· ἕρκος ὀδόντων, βλ. ἕρκος I· πρίειν ὀδόντας, βλ. πρίω.
Russian (Dvoretsky)
ὀδούς: ὀδόντος, ион. ὀδών ὁ
1) зуб: ἕρκος ὀδόντων Hom. ограда из зубов, т. е. рот, уста; ὀδόντες ὀξεῖς Arst. резцы; ὀδόντες πλατεῖς Arst. коренные зубы;
2) зубец, зуб (sc. τοῦ πρίονος Arst.).