ἀγαπάω: Difference between revisions

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
(1a)
m (Text replacement - " . . ." to "…")
Line 48: Line 48:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀγάπη]]<br /><b class="num">I.</b> of persons, to [[treat]] with [[affection]], to [[caress]], [[love]], be [[fond]] of, c. acc., [[attic]] for [[ἀγαπάζω]], Plat., etc.; Pass. to be [[beloved]], Plat., Dem.<br /><b class="num">2.</b> in NTest. to [[regard]] with [[brotherly]] [[love]], v. ἀγαπή.<br /><b class="num">II.</b> of things, to be well [[pleased]] or [[contented]] at or with a [[thing]], c. dat., Dem., etc.; also c. acc. rei, Dem.; absol. to be [[content]], Luc.: —ἀγ. ὅτι.., εἰ.., ἐὰν.., to be well [[pleased]] that . . ., Thuc., etc.
|mdlsjtxt=[[ἀγάπη]]<br /><b class="num">I.</b> of persons, to [[treat]] with [[affection]], to [[caress]], [[love]], be [[fond]] of, c. acc., [[attic]] for [[ἀγαπάζω]], Plat., etc.; Pass. to be [[beloved]], Plat., Dem.<br /><b class="num">2.</b> in NTest. to [[regard]] with [[brotherly]] [[love]], v. ἀγαπή.<br /><b class="num">II.</b> of things, to be well [[pleased]] or [[contented]] at or with a [[thing]], c. dat., Dem., etc.; also c. acc. rei, Dem.; absol. to be [[content]], Luc.: —ἀγ. ὅτι.., εἰ.., ἐὰν.., to be well [[pleased]] that…, Thuc., etc.
}}
}}

Revision as of 10:50, 25 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγαπάω Medium diacritics: ἀγαπάω Low diacritics: αγαπάω Capitals: ΑΓΑΠΑΩ
Transliteration A: agapáō Transliteration B: agapaō Transliteration C: agapao Beta Code: a)gapa/w

English (LSJ)

The entry for "agapao" from the Oxford 1996 edition

(Dor. ἀγαπ-έω Archyt. ap. Stob.3.1.110), Ep. aor.

   A ἀγάπησα Od.23.214: pf. ἠγάπηκα Isoc.15.147, etc.    I greet with affection (cf. foreg.), once in Hom., Od.l.c.:—in Trag. only show affection for the dead, ὅτ' ἠγάπα νεκρούς E.Supp.764, cf.Hel.937:—Pass., to be regarded with affection, ξένων εὐεργεσίαις ἀγαπᾶται Pi.I.5(6).70:— generally, love, ὥσπερ . . οἱ ποιηταὶ τὰ αὑτῶν ποιήματα καὶ οἱ πατέρες τοὺς παῖδας ἀγαπῶσι Pl.R.330c, cf. Lg.928a; ὡς λύκοι ἄρν' ἀγαπῶσ' Poet. ap. Phdr.241d; ἀ. τοὺς ἐπαινέτας ib.257e; ἐπιστήμην, τὰ χρήματα, etc., Id.Phlb.62d, al.; τούτους ἀγαπᾶ καὶ περὶ αὑτὸν ἔχει D.2.19; ὁ μέγιστον ἀγαπῶν δι' ἐλάχιστ' ὀργίζεται Men.659; esp. of children, αὐτὸν ἐτιθηνούμην ἀγαπῶσα Id.Sam.32, etc.:—Pass., Pl.Plt.301d, etc.; ὑπὸ τῶν θεῶν ἠγαπῆσθαι D.61.9; ὑπὸ τοῦ φθᾶ OGI90.4 (Rosetta, ii B. C.); so in LXX of the love of God for man and of man for God, Is.41.8, De.11.1, al., cf. Ev.Jo.3.21, Ep.Rom.8.28:—as dist. fr. φιλέω (q. v.) implying regard rather than affection, but the two are interchanged, cf. X.Mem.2.7.9 and 12; φιλεῖσθαι defined as ἀγαπᾶσθαι αὐτὸν δι' αὑτόν Arist.Rh.1371a21:—seldom of sexual love, for ἐράω, Arist.Fr.76, Luc.JTr.2; ἀ. ἑταίραν Anaxil.22.1 (but ἀ. ἑταίρας to be fond of them, X.Mem.1.5.4; ἐρωτικὴν μέμψιν ἡ ἀγαπωμένη λύει dub. in Democr.271):—of brotherly love, Ev.Matt.5.43, al.    2 persuade, entreat, LXX 2 Ch.18.2.    3 caress, pet, Plu.Per.1.    II of things, to be fond of, prize, desire, Pl.Ly.215a, 215b, etc.; τὰ χρήματα R. 330c; μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς Ev.Jo.3.19; prefer, τὰ Φιλίππου δῶρα ἀντὶ τῶν κοινῇ τοῖς Ἕλλησι συμφερόντων D.18.109:—Pass., λιθίδια τὰ ἀγαπώμενα highly prized, precious stones, Pl.Phd.110d.    III to be well pleased, contented, once in Hom., οὐκ ἀγαπᾷς ὃ ἕκηλος . . μεθ' ἡμῖν δαίνυσαι; Od.21.289; freq. in Att., ἀγαπᾶν ὅτι . . Th.6.36; more commonly, ἀ. εἰ . . to be well content if... Lys.12.11, Pl.R.450a, al.; ἐὰν . . ib.330b, cf. Ar.V.684, Pl.Grg.483c, al.    2 c. part., ἀ. τιμώμενος Pl.R.475b, cf. Isoc.12.8, Antiph.169: c. inf., οὐκ ἀ. τῶν ἴσων τυγχάνειν τοῖς ἄλλοις Isoc.18.50, cf. D.55.19, Hdn.2.15.4, Alciphr. 3.61, Luc.DMort.12.4, etc.    3 c. dat. rei, to be contented with, ἀ. τοῖς ὑπάρχουσιν ἀγαθοῖς Lys.2.21; τοῖς πεπραγμένοις D.1.14.    4 c. acc. rei, tolerate, put up with, μηκέτι τὴν ἐλευθερίαν ἀ. Isoc. 4.140; τὰ παρόντα D.6.15; τὸ δίκαιον Pl.R.359a (Pass.), cf. Arist. Rh.1398a23.    5 rarely c. gen., ἵνα . . τῆς ἀξίας ἀγαπῶσιν may be content with the proper price, Alex.125.7.    6 abs., to be content, ἀγαπήσαντες Lycurg.73, cf. Luc.Nec.17.    7 c. inf., to be fond of doing, wont to do, like φιλέω, τοὺς Λυκίους ἀγαπῶντας τὸ τρίχωμα φορεῖν Arist.Oec.1348a29, cf. LXX Ho.12.7.

German (Pape)

[Seite 9] (vgl. αγαμαι), eigtl. achten u. lieben. Hom. nur Od. 23, 214 ᾡδ' ἀγάπησα, in der Bdtg bewillkommnen, u. 21, 282, s. unten; Pind. I 5, 76, ξένων εὐεργεσίαις ἀγαπᾶται, wegen seiner Wohlthaten wird er geliebt. In Prosa 1) lieben, Plat. oft, z. B. ὥςπερ οἱ ποιηταὶ τὰ αὑτῶν ποιήματα καὶ οἱ πατέρες τοὺς παῖδας ἀγαπῶσι Rep. I, 336 c; neben φιλέω Lys. 215 b, welches die sinnliche Liebe ausdrückt, vgl. Xen. Mem. 2, 7, 9 u. 12; doch auch ἀγαπᾶν ἑταίραν Anaxil. Ath. XIII, 558 a; ἠγάπων καὶ ἐφιλοφρονοῦντο ἀλλήλους Plat. Legg. III, 678 e; τοὺς παρασίτους Diphil. Ath. VI, 247 b; τινά τινος, Einen wegen einer Eigenschaft, τῆς εὐμενείας Plut. de cap. ut. ex host. p. 281; ἵνα τῆς ἀξίας ἀγαπῶσιν Alex. Ath. VI, 226 a. – 2) mit etwas zufrieden sein, es billigen, loben, τὰ ῥήματα ὥς του ἄξια Plat. Crat. 391 c; τὰ λιθίδια ἀγαπώμενα, die geschätzten, Phaed. 116 d; περὶ πλέονος ἀγαπᾶν Ep. VII, 327 b; vgl. Isocr. 4, 46. – 3) zufrieden sein, sich begnügen, Hom. Od. 21, 283 οὐκ ἀγαπᾷς, ὃ ἕκηλος μεθ' ἡμῖν δαίνυσαι; VLL. ἀρκεῖσθαί τινι καὶ μηδὲν πλέον ἐπιζητεῖν; τι, z. B. τὴν ἐν τῷ παρόντι ἡσυχίαν Thuc. 6, 18; τὴν ἐν τῷ παρόντι σωτηρίαν Plat. Men. 249 c; τὰ ἀποβαίνοντα Rep. III, 399 c; Xen. Cyr. 3, 3, 18; Dem. τα παρόντα 6, 19; τινί, οὐκ ἀγαπῶν τοῖς ὑπάρχουσιν ἀγαθοῖς Lys. 2, 41 u. 44. Am häufigsten folgt εἰ oder ἐάν, z. B. Plat ἀγαπῶσι ἂν τὸ ἴσον ἕχωσι Gorg. 483 c; ἀγαπῶν εἴ τις ἐάσοι Rep. V, 450 a; Xen. ἀγαπᾷ ἢν καὶ οὕτω λαμβάνῃ Cyr. 8, 2, 4; ἀγαπήσω, εἰ Lys. 12, 11; ἀγαπήσει ἐὰν μετρίῳ τιμήματι περιπέσω Aesch. 1, 174. Auch mit dem partic., ἠγάπησεν ἄν τὸ ῥῆμα τοῦτο παραλαβών Antiphan. Ath. VII, 223 e; ἢ οὐκ ἀγαπήσεις τούτων τυγχάνων Plat. Rep. V, 473 b; Xen. Cyr. 4, 3, 4; οὐκ ἀγαπῶσιν ἐκ πενήτων πλούσιοι γενόμενοι Dem. 24, 124; häufig bei Luc., z. B. Tim. 12; Thuc. ἀγαπῶσι ὅτι οὐχ ἡμεῖς ἐπ' ἐκείνους ἐρχόμεθα 6, 36, wie Xen. An. 5, 5, 8, u. Hom. a. a. O. Theophr. u. Hp. auch mit dem inf; – ἀγαπώμενος, η auch von sinnlicher Liebe bei Luc. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγᾰπάω: μέλ. -ήσω, παρακ. ἠγάπηκα, Ἰσ. Ἀντιδ. § 158: Ἐπ. ἀόρ. ἀγάπησα, Ὀδ. Ψ. 214. - πρβλ. ὑπερ-ἀγαπάω. (Ἡ ῥίζα εἶναι ἄδηλος). Ι. ἐπὶ προσώπων, μεταχειρίζομαι μετὰ στοργῆς, ὑποδέχομαι μετ’ ἐξωτερικῶν ἐνδείξεων ἀγάπης, ἀγαπῶ, στέργω τινά, ὅμοιον τῷ Ἐπικ. ἀγαπάζω, ἐν χρήσ. παρ’ Ὁμ. ἅπαξ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σπάνιον ὡσαύτως παρὰ τοῖς τραγικ., καὶ μόνον ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ δεικνύω στοργὴν πρὸς τοὺς νεκρούς: ὅτ’ ἠγάπα νεκρούς, Εὐρ. Ἱκ. 764 (οὕτω νέκυν παιδὸς ἀγαπάζων ἐμοῦ, ὁ αὐτ. Φοίν. 1327), ἀλλὰ συχνάκις παρὰ Πλάτωνι, κτλ., ἐπί τε προσώπων καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ὥσπερ ... οἱ ποιηταὶ τὰ αὑτῶν ποιήματα καὶ οἱ πατέρες τοὺς παῖδας ἀγαπῶσι, Πλάτ. Πολ. 330C, πρβλ. Νόμ. 928Α, ὡς λύκοι ἄρν’ ἀγαπῶσ’, Ποιητ. Παρὰ Φαίδρ. 241D, ἀγ. τοὺς ἐπαινέτας, αὐτ. 257Ε, ἐπιστήμην, τὸ δίκαιον, τὰ χρήματα, κτλ., ὁ αὐτ. Φίληβ. 62D, Πολ. 359Α, καὶ ἀλλ., τούτους ἀγαπᾷ καὶ περὶ αὑτὸν ἔχει, Δημ. 23. 23: -Παθ. ἀγ. καὶ οἰκεῖν εὐδαιμόνως, Πλάτ. Πολ. 30D, ὑπὸ τῶν θεῶν ἠγαπῆσθαι, Δημ. 1404. 4· καὶ ἐπὶ πραγμάτων, λιθίδια ταῦτα τὰ ἠγαπημένα, Πλάτ. Φαίδ. 110D. 2) ἐπιθυμῶ, Πλάτ. Λυσ. 215Α, Β. 3) ἐν τῇ Κ. Δ. Καὶ παρὰ Χριστιανοῖς συγγραφ., αἰσθάνομαι ἀδελφικὴν στοργὴν πρός τινα, ἴδ. ἀγάπη: -ἡ λέξις ἔχει σχεδὸν ταύτην τὴν σημασίαν ἐν δυσὶ χωρίοις τοῦ Μενάνδρ., ὁ μέγιστον ἀγαπῶν δι’ ἐλάχιστ’ ὀργίζεται, Ἄδηλ. 113, πρβλ. 215. 4) τὸ ἀγαπῶ διαφέρει τοῦ φιλέω, καθ’ ὅσον ὑπονοεῖ στοργὴν καὶ φροντίδα μᾶλλονπάθος ἀγάπης, πρβλ. τὰ Λατ. diligo, amo, ἀλλ’ ἐνίοτε σχεδὸν ἀδύνατος καθίσταται ἡ διάκρισις, ὅρ. Ξεν. Ἀπομ. 2. 7, 9 καὶ 12, φιλεῖσθαι = ἀγαπᾶσθαι αὐτὸν δι’ αὑτόν, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 11, 17. 5) Καταχρηστικῶς περὶ τῆς μεταξὺ τῶν δύο φύλων ἀγάπης, τοῦ σαρκικοῦ ἔρωτος, ὡς τὸ ἐράω, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 66, Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 2, ἐν τοῖς χωρίοις Πλάτ. Συμ. 180Β, Φαῖδρ. 253Α, δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ παραλάβωμεν τὴν τοιαύτην σημασίαν· καὶ ἐν Ξεν. Ἀπομ. 1. 5, 4, πόρνας ἀγαπᾶν δὲν εἶναι = ἐρᾶν, ἀλλ’ ἁπλῶς, ἥδεσθαι αὐταῖς, προσφιλῶς ἔχειν αὐταῖς, οὕτως, ἀγαπ. ἑταίραν, Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι.» ΙΙ. Κατ’ ἀναφορὰν πρὸς πράγματα = εὐχαριστοῦμαι εἴς τι, ἐπαναπαύομαι· ὁ Ὅμηρ. μεταχειρίζεται τὴν λέξ. καὶ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασ. ἅπαξ: οὐκ ἀγαπᾷς ὃ ἕκηλος... μεθ’ ἡμῖν δαίνυσαι, Ὀδ. Φ, 289· ἀλλ’ ἡ τοιαύτη σημασία εἶναι συχνὴ παρ’ Ἀττ., ἀγαπῶσιν ὅτι οὐχ ἡμεῖς ἐπ’ ἐκείνους ἐρχόμεθα, Θουκ. 6. 36, 4· συνηθέστερον, ἀγ. εἰ ..., εἶμαι εὐχαριστημένος ἂν ..., Ἀριστοφ. Σφῆκ. 684, Πλάτ. Γοργ. 483C, καὶ ἄλλ. 2) μετὰ μετοχ. ἀγ. τιμώμενος, Πλάτ. Πολ. 475Β, Ἀντιφάν. ἐν «Νεοττίδι» 2· μετ’ ἀπαρ. Ἡρωδιαν. 2. 15, Ἀλκίφρ. 3. 61, Λουκ., κτλ. 3) μ. δοτ. πράγματος, εἶμαι εὐχαριστ. εἰς πρᾶγμά τι, ὡς τὸ στέργω, ἀσπάζομαι· ἀγ. τοῖς ὑπάρχουσιν ἀγαθοῖς, Λυσ. 192. 26· τοῖς πεπραγμένοις, Δημ. 13. 11. 4) ὡς τὸ στέργω, μετ’ αἰτ. πράγμ., μηκέτι τὴν ἐλευθερίαν ἀγ., Ἰσοκρ. 69D, τὰ παρόντα, Δημ. 70. 20· πρβλ. Ἀριστ. Ῥητορ. 1. 2, 23. 5) σπανίως μ. γεν., ἵνα ... τῆς ἀξίας ἀγαπῶσιν, ἵνα ὦσιν εὐχαριστημένοι μὲ τὴν προσήκουσαν ἀξίαν (τιμήν), Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 3.7. 6) ἀπολ., εἶμαι εὐχαριστημένος, ἀγαπήσαντες, Λυκούργ. 157. 5· πρβλ. Λουκ. Νεκυομ. 17. 7) μετ’ ἀπαρ., εὐχαριστοῦμαι νὰ πράττω τι, συνηθίζω νὰ πράττω τι, ὡς τὸ φιλέω, τοὺς Λυκίους ἀγαπῶντας τρίχωμα φέρειν, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 14· ὡσαύτ. Παρὰ τοῖς Ο΄.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἀγαπήσω, ao. ἠγάπησα, pf. ἠγάπηκα;
Pass. pf. ἠγάπημαι;
1 accueillir avec amitié, traiter avec affection;
2 aimer, chérir;
3 avoir une préférence pour ; ἀγ. τι ἀντί τινος, πρό τινος, préférer une chose à une autre ; être satisfait de : τι, τινί de qch ; ὅτι ou ὅ OD être satisfait que, de ce que.
Étymologie: apparenté à ἄγαμαι.

English (Autenrieth)

welcome affectionately, Od. 23.214; ‘be content,’ Od. 21.289.

English (Slater)

ᾰγᾰπάω
   1 love, pass. καὶ ξένων εὐεργεσίαις ἀγαπᾶται (sc. Λάμπων.) (I. 6.70)

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰγᾰ-]

• Morfología: [dór. pres. ind. 1a plu. ἀγαπέομες Ps.Archyt.Pyth.Hell.10.20]
A ref. a pers.
I 1acoger con muestras de afecto (caricia, abrazo, etc.), hacer un gesto afectuoso σε Od.23.214, del beso como saludo ἠγάπησεν αὐτόν Eu.Marc.10.21
a los animales hacer caricias, fiestas κυνῶν ἔκγονα καὶ πιθήκων ... ἀγαπῶντας Plu.Per.1.
2 fig. tratar con gran afecto, mimar ὥστε μόνον οὐκ ἐν ταῖς ἀγκάλαις περιεφέρομεν αὐτοὺς ἀγαπῶντες mimándoles de tal forma que sólo no les llevábamos en brazos (a unos aliados), X.Cyr.7.5.50.
II amar, querer
1 en una rel. de pareja amar, querer, sentir cariño o afecto en op. al mero deseo sexual ἐρωτικὴν μέμψιν ἡ ἀγαπωμένη λύει la mujer amada paga con el reproche erótico Democr.B 271, τὸν ἐρώμενον ... ἔτι τε μᾶλλον ἀγαπῶσι Pl.Phdr.253a, (οἱ θεοὶ) μᾶλλον μέντοι θαυμάζουσιν ... ὅταν ὁ ἐρώμενος τὸν ἐραστὴν ἀγαπᾷ Pl.Smp.180b, προὐπηλακίζετο ὑπὸ τοῦ Φρυνίωνος καὶ οὐχ ὡς ᾤετο ἠγαπᾶτο D.59.35, ὅστις ἀνθρώπων ἑταίραν ἠγάπησε πώποτε ... cualquier hombre que amó alguna vez a una hetera ... Anaxil.22.1, (φησί) τὸν δὲ ἀγαπήσαντα τὴν κόρην διὰ τὸ κάλλος γῆμαι Arist.Fr.76, de la personificación de la Realeza frente a la Tiranía τὴν μὲν ἑτέραν (γυναῖκα), ἔφη, θαυμάζω καὶ ἀγαπῶ D.Chr.1.83, ἡ γοῦν Βρισηὶς ἀγαπᾶν ἔοικε τὸν Ἀχιλλέα D.Chr.61.7
en los LXX c. un valor más general, frec. c. sent. erót. ἠγάπησεν ... Ιακωβ τὴν Ραχηλ LXX Ge.29.18, ref. al deseo incestuoso de Amnón hacia Tamar, LXX 2Re.13.1, c. distintos matices en el mismo cont. (cf. A II 3 y B I 3) ἀγάπησον γυναῖκα ἀγαπῶσαν πονηρὰ καὶ μοιχαλὶν, καθὼς ἀγαπᾷ ὁ θεὸς τοὺς υἱοὺς Ισραηλ LXX Os.3.1, νεάνιδες ἠγάπησάν σε LXX Ca.1.3, ἀγαπήσομεν μαστούς σου ὑπὲρ οἶνον LXX Ca.1.4, ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου LXX Ca.1.7, 3.1-4.
2 más gener. amar, querer, apreciar, estimar en principio a un rey o pers. importante (en estos casos muy frec. en pas.) ξένων εὐεργεσίαις ἀγαπᾶται es querido a causa de sus favores a los forasteros Pi.I.6.70, de Helena, Isoc.10.22, de Teseo διετέλεσεν τὸν βίον ... ἀγαπώμενος Isoc.10.37, de la condición que debe alcanzar cualquier rey διὰ τὴν εὐεργεσίαν καὶ φιλανθρωπίαν ἀγαπώμενος Plb.5.11.6, ἀπὸ δὲ τούτων οὐκ ἔστιν ἄλλη φυλακὴ πλὴν τὸ ἀγαπᾶσθαι frente a éstos (los más próximos al rey) no tiene otra salvaguarda que el ser querido D.Chr.3.89, οὐδεὶς ἄνδρα ἀγαπᾷ τύραννον D.Chr.6.56, τοὺς ἄρχοντας ἀ. D.Chr.1.19, στρατηγόν D.Chr.33.18, a un benefactor gener. σὺ μὲν ἐκείνας φιλήσεις, ὁρῶν ὠφελίμους σεαυτῷ οὔσας, ἐκεῖναι δὲ σὲ ἀγαπήσουσιν, αἰσθόμεναι χαίροντά σε αὐταῖς X.Mem.2.7.9, ἐφιλήσατε αὐτὸν ὡς πατέρα καὶ ἠγαπήσατε ὡς εὐεργέτην D.C.44.48.1, fig. (βασιλείας) οὐκ ἐπιβουλευομένης ἀλλ' ἀγαπωμένης X.Ages.8.1
a los parientes, esp. a los hijos οἱ πατέρες τοὺς παῖδας ἀγαπῶσιν Pl.R.330c, cf. Lg.928a, X.Cyr.8.7.14, D.40.8, D.Chr.3.112, αὐτὸν ἐτιθηνούμην ἀγαπῶσα Men.Sam.247, υἱὸς ἀγαπώμενος hijo único muy amado (cf. ἀγαπητός I 1) LXX Pr.4.3
a los amigos estimar, querer τοὺς φίλους Isoc.1.1, φιλοῦσι καὶ ἀγαπῶσι τοὺς πεπονθότας Arist.EN 1167b32, cf. EE 1240a33, τοὺς παλαιοὺς τῶν φίλων D.Chr.31.76, en fórmulas epistolares ἀσπάζου πολλὰ ... πάντας τοὺς ἀγαπῶντας ἡμᾶς PSI 827.28 (IV d.C.), cf. 1345.13 (VII d.C., cf. BL 8.410), SB 7655.8 (VI d.C.).
3 de un rey o pers. importante a otras personas estimar, apreciar, tener en su favor o privanza, favorecer τούτους ἀγαπᾷ καὶ περὶ αὑτὸν ἔχει D.2.19, ἰατρὸς ἀγαπώμενος ὑπὸ τοῦ βασιλέως διαφερόντως Plb.5.56.1
de los padres a los hijos ἠγάπησεν δὲ Ισαακ τὸν Ησαυ ... Ρεβεκκα δὲ ἠγάπα τὸν Ιακωβ LXX Ge.25.28.
4 favorecer, simpatizar, inclinarse hacia de unos pueblos a otros Μακεδόνας Plb.9.29.12, en la vida pública de la política, los juicios, etc. εἰ τοῦτον μὲν ἀγαπᾶτε τὸν ἀπὸ τῶν ὑμετέρων χρημάτων ταῦτα κατεργασάμενον And.4.32, τοὺς τοιούτους ἀγαπᾶν ἂν δέοι μὴ τυγχάνοντας κατηγορίας Plb.12.12b.1, ὑμᾶς ... διαφερόντως Aeschin.2.5, πανήγυριν Isoc.16.32
simpatizar, tener afinidad con τοὺς δ' ἀγεννεῖς D.Chr.4.15, τοὺς ἀγρίους λέοντας D.Chr.6.59.
5 de pers. por sus especiales características u oficios tener en alto aprecio, gustarle a uno, ser aficionado τοὺς ἐπαινέτας Pl.Phdr.257e, τὰς πόρνας ... μᾶλλον ἢ τοὺς ἑταίρους tener en más a las prostitutas que a los amigos X.Mem.1.5.4, τοὺς ἁμῃγέπῃ δυνατοὺς λέγειν θαυμάζω καὶ ἀγαπῶ διὰ τὸ αὐτὸς ἀδύνατος εἶναι λέγειν D.Chr.19.4.
III en sent. relig.
1 rendir honores fúnebres νεκρούς E.Supp.764, δακρύοις ἂν ἠγάπων (muerto) te honraría con mis lágrimas E.Hel.937.
2 c. suj. dioses sentir predilección, amar ὅτι ἠγάπησέν σε κύριος ὁ θεός σου LXX De.23.6, cf. Ep.Rom.8.37, más frec. en v. pas. ὑπὸ μὲν τῶν θεῶν ἠγαπημένον φαίνεσθαι D.61.9, Αἰακὸν μὲν καὶ Ῥαδάμανθυν διὰ σωφροσύνην ... Γανυμήδην δὲ καὶ Ἄδονιν ... διὰ κάλλος ὑπὸ θεῶν ἀγαπηθέντας D.61.30, cf. D.Chr.3.60
esp. ref. a amados por divinidades helenísticas y c. frec. orientales y egipcias ὃν ἀγαπᾷ ἡ Φαρία Ἴσις SB 8542.7 (imper.), en v. pas. ἠγαπημένος ὑπὸ τῆς Ἴσιδος el amado, predilecto de Isis, PMonac.45.12 (III a.C.), ἠγαπημένος ὑπὸ τοῦ Φθᾶ OGI 90.4 (Roseta II a.C.), de Jesucristo ὁ Ἠγαπημένος (a veces ὁ ἠ. παῖς, υἱός) el muy amado (por Dios), el hijo muy amado, Ep.Eph.1.6, 1Ep.Clem.59.2, τῶν ὑπὸ τὸν ἥλιον πόλεων ἐκείνην ἔφη μάλιστα ἀγαπῆσαι de Troya, D.Chr.33.21, de Jerusalén τὴν πόλιν τὴν ἠγαπημένην Apoc.20.9, ἣν ὁ ἥλιος Μανδοῦλις ἀγαπᾷ, τὴν ἱερὰν Τάλμιν IMEG 166.20 (imper.)
amar el hombre a la divinidad τὸ δαιμόνιον D.Chr.12.32, cf. LXX De.6.5, 11.1, Ps.30.24, Eu.Matt.22.37, I.AI 7.270, Χριστὸν δὲ ἀγαπῶντες Iul.Mis.357c.
3 por imperativo no sólo religioso sino filosófico o social amar en soc. primitivas πρῶτον μέν ἠγάπων καὶ ἐφιλοφρονοῦντο ἀλλήλους Pl.Lg.678e, fig. ὡς λύκοι ἄρνας ἀγαπῶσι Pl.Phdr.241
en sectas o escuelas p. ej., los que seguían una vida «homérica» o pitagórica respecto a sus maestros ἀ. ὁδόν ... βίου Ὁμηρικήν, ... καὶ ... Πυθαγόρειον τρόπον ... τοῦ βίου Pl.R.600a, b, τὸ ἀγαπᾶν καὶ τὸ ἀσπάζεσθαι καὶ τὸ φιλεῖν μόνων εἶναι σπουδαίων Chrysipp.Stoic.3.161.13
en lit. jud.-crist. ἀγαπήσεις τὸν πλησίον ὡς σεαυτόν LXX Le.19.18, cf. 34, ἀλλήλους Eu.Io.13.34, τοὺς ἐχθρούς Eu.Matt.5.44, Eu.Luc.6.27, 35, ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ ἀλλήλους ... ἀγαπᾶτε Ign.Magn.6.2
abs., ref. a este tipo de amor desinteresado μὴ ἀγαπῶμεν λόγῳ ... ἀλλὰ ἐν ἔργῳ no amemos de palabra sino de hecho, 1Ep.Io.3.18
c. ac. int. demostrar amorἀγάπη ἣν ἠγάπησας με Eu.Io.17.26.
B no ref. a pers., c. compl. de cosa o inf.
I 1c. inf. gustarle a uno οὐ ἀγαπᾷς ὃ ... μεθ' ἡμῖν δαίνυσαι Od.21.289, καταδυναστεύειν LXX Os.12.8, τὸ μεθύειν Theopomp.Hist.225b
gustarle a uno, ser aficionado c. ac. τοὺς λόγους Pl.Euthd.303d, λαλιάν Aeschin.2.49, τοὺς ὄρτυγας καὶ τοὺς ἀλεκτρυόνας Aeschin.1.59, τὰς παλαίστρας ἀγαπῶν ... διὰ τοὺς παιδικοὺς ἔρωτας Luc.Am.9
trad. tb. como soler τοὺς Λυκίους ἀγαπῶντας φορεῖν ... Arist.Oec.1348a29.
2 de bienes gener. amar, desear ardientemente τὰ χρήματα Pl.R.330b, κέρδος Pl.Lg.921c, τὸν πλοῦτον Isoc.1.9, τὸ λυσιτελοῦν D.6.12, μισθὸν ἀδικίας 2Ep.Petr.2.15, τὰς πλησμονάς Isoc.1.46, λιθίδια τὰ ἀγαπώμενα piedras preciosas Pl.Phd.110d
simpl. desear Ὁ δὲ μή του δεόμενος οὐδέ τι ἀγαπῷη ἄν. -Οὐ γὰρ οὖν- ῝O δὲ μὴ ἀγαπῴη, οὐδ' ἄν φιλοῖ El que no necesita nada, nada desea. -Desde luego. -Y lo que no desea no lo ama Pl.Ly.215b, esp. en AT y NT τὸ σωτήριόν σου LXX Ps.39.17, τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ 2Ep.Ti.4.8
c. inf. ἀ. ἡμέρας ἰδεῖν ἀγαθάς LXX Ps.33.13, 1Ep.Clem.22.2, τὸ παθεῖν desear el martirio Ign.Tr.4.2, cf. MAMA 1.176 (Laodicea Combusta, imper.).
3 de abstr. amar, apreciar, tener en alto precio τὴν μὲν παρελθοῦσαν ἡμέραν ἀγαπῶσι, τὴν δ' ἐπιοῦσαν δεδιόσι Thrasym.B 1, τἀγαθὸν ἠγαπῶμεν καὶ ἐφιλοῦμεν Pl.Ly.220d, cf. Ps.Archyt.l.c., ἐπιστήμην Pl.Phlb.62d, cf. Pl.R.485c, τὴν φιλίαν Isoc.19.8, IKyzikos 2.2.9 (IV/III a.C.), τὴν ἀλήθειαν I.Ap.2.296, τὸν σὸν βίον καὶ τὸν τρόπον Isoc.15.147, τὴν παρ' αὑτῷ δίαιταν X.Cyr.7.5.67, ζωήν LXX Si.4.12, 1Ep.Petr.3.10
de las percepciones καὶ γὰρ χωρὶς τῆς χρείας ἀγαπῶνται δι' αὑτάς Arist.Metaph.980a23.
II estar contento, contentarse c. part. ἢ οὐκ ἀγαπήσεις τούτων τυγχάνων; Pl.R.473b, θεοῦ διάνοια ... καὶ ἁπάσης ψυχῆς ... ἰδοῦσα ... τὸ ὂν ἀγαπᾷ Pl.Phdr.247d, οὐκ ἀγαπᾷ τὰ ἐκείνων ἔχων Is.8.43, μὴ προσοφλών ἀγαπήσαιμ' ἄν D.55.19, cf. Antiph.167
abs. Lycurg.73, Luc.Nec.17
c. inf. οὐκ ἀγαπᾷ τῶν ἴσων τυγχάνειν τοῖς ἄλλοις Isoc.18.50, cf. D.55.19, Hdn.2.15.4, Alciphr.3.25.3, Luc.DMort.25.4
c. conj. ὅτι Th.6.36, X.An.5.5.13
c. εἰ, ἐάν, ἄν Ar.V.684, Lys.12.11, Pl.Grg.483c, Sph.241c, R.450a, 330b, ἀγαπῴη δ' ἂν εἰ ... X.Cyr.1.1.4, cf. 8.2.5, HG 3.1.5, Oec.11.10
c. rég. casual: c. ac. de abstr. o muy generales οὐχ ἑνὸς σώματος ἀγαπᾶν ἀπόλαυσιν Arist.Rh.1398a23, τοῦτ' ἀγαπῶν X.Cyr.3.3.38, τὰ παρόντα D.6.19
c. dat. οὐκ ἀγαπῶν τοῖς ὑπάρχουσιν ἀγαθοῖς Lys.2.21, τοῖς πεπραγμένοις D.1.14
c. gen. ἵνα ... τῆς ἀξίας ἀγαπῶσιν Alex.130.7
en contextos comparativos tener en más, preferir τὸ σῶμα μᾶλλον ἢ ... τὴν ψυχὴν ἀγαπῶντι X.Smp.8.23, cf. Mem.1.5.4, 4.2.28, τὰ Φιλίππου δῶρα καὶ τὴν ξενίαν ἠγάπησα ἀντὶ τῶν κοινῇ τοῖς Ἕλλησι συμφερόντων D.18.109, τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον ἤπερ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ Eu.Io.12.43, cf. Plu.Arist.6.2, Cam.10.7.

• Etimología: Etim. desconocida.

English (Abbott-Smith)

ἀγαπάω, -ῶ, [in LXX chiefly for אהב;]
to love, to feel and exhibit esteem and goodwill to a person, to prize and delight in a thing.
1.Of human affection, to men: τ. πλησίον, Mt 5:43; τ. ἐχθρούς, ib. 44; to Christ, Jo 8:42; to God, Mt 22:37; c. acc. rei, Lk 11:43, Jo 12:43, Eph 5:25, II Tim 4:8, 10, He 1:9, I Pe 2:17, 3:10, II Pe 2:15, I Jo 2:15, Re 12:11.
2.Of divine love;
(a)God's love: to men, Ro 8:37; to Christ, Jo 3:35;
(b)Christ's love: to men, Mk 10:21; to God, Jo 14:31; c. cogn. acc., Jo 17:26, Eph 2:4.SYN.: φιλέω. From its supposed etymology (Thayer, LS; but v. also Boisacq) ἀ. is commonly understood properly to denote love based on esteem (diligo), as distinct from that expressed by φιλέω (amo), spontaneous natural affection, emotional and unreasoning. If this distinction holds, ἀ. is fitly used in NT of Christian love to God and man, the spiritual affection which follows the direction of the will, and which, therefore, unlike that feeling which is instinctive and unreasoned, can be commanded as a duty. (Cf. ἀγάπη, and v. Tr., Syn. §xii; Cremer, 9, 592; and esp. MM, VGT, s.v.)

English (Strong)

perhaps from agan (much) (or compare עָגַב); to love (in a social or moral sense): (be-)love(-ed). Compare φιλέω.

English (Thayer)

(ῶ; (imperfect ἠγάπων); future ἀγαπήσω; 1st aorist ἠγάπησα; perfect active (1st person plural ἠγαπήκαμεν, WH text), participle ἠγαπηκῶς (ἀγαπῶμαι); perfect participle ἠγαπημένος; 1future ἀγαπηθήσομαι; (akin to ἄγαμαι (Fick, Part 4:12; see ἀγαθός, at the beginning)); to love, to be full of good-will and exhibit the same: to have a preference for, wish well to, regard the welfare of: L T Tr WH τοῖς ἐν Θεῷ πατρί ἠγαπημένοις; see ἐν, I:4, and cf. Lightfoot on L marginal reading); ἀγαπάω denotes "to take pleasure in the thing, prize it above other things, be unwilling to abandon it or do without it": δικαιοσύνην, τήν δόξαν, τήν πρωτοκαθεδρίαν, τό σκότος; and τό φῶς, τόν κόσμον. τόν νῦν αἰῶνα, τήν ψυχήν αὐτῶν, ζωήν, to welcome with desire, long for: τήν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ, ἠγαπήθη, ἠγάπησεν αὐτούς, ἀγαπήσας here more comprehensively, see Weiss's Meyer, Godet, Westcott, Keil). The combination ἀγάπην ἀγαπᾶν τινα occurs, when a relative intervenes, in τό μῖσος ὁ ἐμίσησεν αὐτήν is contrasted; cf. εὐλόγησε σε εὐλογίαν; Ps. Sal. Psalm of δόξαν ἥν ἐδόξασεν αὐτήν); cf. Winer s Grammar, § 32,2; (Buttmann, 148f (129)); Grimm on ἀγαπάω and φιλέω, see φιλέω. Cf. ἀγάπη, 1at the end

Greek Monotonic

ἀγᾰπάω: μέλ. -ήσω, παρακ. ἠγάπηκα· Επικ. αόρ. αʹ ἀγάπησα (ἀγάπη
I. 1. λέγεται για πρόσωπα, συμπεριφέρομαι με αφοσίωση, τρυφερότητα, στέργω, αγαπώ, θαυμάζω· με αιτ., Αττ. αντί Επικ. ἀγαπάζω, σε Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., αγαπιέμαι, στον ίδ., σε Δημ.
2. στην Κ.Δ., αισθάνομαι αδελφική αγάπη προς κάποιον, βλ. ἀγάπη.
II. λέγεται για πράγματα, είμαι ικανοποιημένος ή ευχαριστημένος με ένα πράγμα, με δοτ., σε Δημ. κ.λπ.· επίσης, με αιτ. πράγμ., στον ίδ.· απόλ., είμαι ευχαριστημένος, σε Λουκ.· ἀγαπάω ὅτι..., εἰ..., ἐάν..., είμαι πολύ ικανοποιημένος αν..., σε Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγᾰπάω: (ᾰγ)1) любить (τοὺς παῖδας Plat.): ἀ. τινά τινος Plut. любить кого-л. за что-л.;
2) высоко ставить, ценить (τι Plat., Dem., Arst.): ὃ μὴ ἀγαπῴη, οὐδ᾽ ἂν φιλοῖ Plat. чего он не ценит, того и не любит; παρά или ὑπό τινος ἀγαπᾶσθαι Isocr., Dem. быть высоко ценимым кем-л.;
3) быть довольным: ἀγαπῶντες τὴν ἐν τῷ παρόντι σωτηρίαν Plat. довольные тем, что спаслись (хотя бы) на время; ἀγαπᾶν οἴομαι αὐτούς, ὅτι οὐχ ἡμεῖς ἐπ᾽ ἐκείνους ἐρχόμεθα Thuc. они, я думаю, довольны (уж) тем, что мы на них не нападаем; οὐκ ἀγαπῶν τοῖς ὑπάρχουσιν ἀγαθοῖς Lys. не довольствуясь наличным богатством; σοὶ δ᾽ ἤν τις δῷ τοὺς τρεῖς ὀβολούς, ἀγαπᾷς Arph. ты рад, если кто-л. даст тебе три обола;
4) ставить выше, предпочитать (τι ἀντί τινος Dem. и πρό τινος Plut.);
5) воздавать почести: ἀ. νεκρούς Eur. воздавать погребальные почести мертвецам, участвовать в похоронах.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: receive with affection (Il.)
Other forms: ἀγαπάζω (Il.). Retrograde ἀγάπη (christian) love (late, spec. LXX and NT).
Origin: IE [Indo-European]X [probably]
Etymology: Pinault RPh 65 (1991 [1993]) 199-216 assumes *ἀγα-πα- protect greatly, referring to Skt. expressions. Cf. ἐμπάζομαι. The Christian use may have been influenced by Hebr.ahaba love, Ruijgh Lingua 25 (1970) 306.

Middle Liddell

ἀγάπη
I. of persons, to treat with affection, to caress, love, be fond of, c. acc., attic for ἀγαπάζω, Plat., etc.; Pass. to be beloved, Plat., Dem.
2. in NTest. to regard with brotherly love, v. ἀγαπή.
II. of things, to be well pleased or contented at or with a thing, c. dat., Dem., etc.; also c. acc. rei, Dem.; absol. to be content, Luc.: —ἀγ. ὅτι.., εἰ.., ἐὰν.., to be well pleased that…, Thuc., etc.