ἀπολαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ

Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank

Menander, Monostichoi, 498
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[ἀπολήψομαι]], <i>ao.2</i> ἀπέλαβον, <i>pf.</i> [[ἀπείληφα]];<br /><i>Pass. ao.</i> [[ἀπελήφθην]], <i>pf.</i> [[ἀπείλημμαι]];<br /><b>I.</b> ([[ἀπό]] en venant de, de);<br /><b>1</b> recevoir en échange, en retour : μισθόν un salaire ; χάριν des témoignages de reconnaissance;<br /><b>2</b> recouvrer : τὴν τυραννίδα HDT la royauté;<br /><b>II.</b> ([[ἀπό]] hors de, loin de, en séparant);<br /><b>1</b> prendre à part : τινα μοῦνον HDT prendre qqn seul à part;<br /><b>2</b> écarter, détourner ; <i>Pass.</i> être détourné (de sa route) : ὑπ’ ἀνέμων HDT par les vents;<br /><b>3</b> séparer, intercepter : τὴν ἀναπνοήν τινος PLUT étouffer <i>ou</i> étrangler qqn ; ἀπ. τινά arrêter qqn dans sa marche ; ἀπολαμφθέντες ὑπ’ ἀπλοίας THC arrêtés dans leur marche par l’impossibilité de naviguer ; ἀπολαμφθέντες [[πάντοθεν]] HDT cernés de tous côtés ; ἀπολαμβάνειν τείχει THC isoler par une muraille;<br /><b>4</b> cesser de prendre <i>ou</i> de tenir ; laisser en repos, lâcher : τὴν ἡγεμονίαν ISOCR abandonner la prépondérance.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λαμβάνω]].
|btext=<i>f.</i> [[ἀπολήψομαι]], <i>ao.2</i> ἀπέλαβον, <i>pf.</i> [[ἀπείληφα]];<br /><i>Pass. ao.</i> [[ἀπελήφθην]], <i>pf.</i> [[ἀπείλημμαι]];<br /><b>I.</b> ([[ἀπό]] en venant de, de);<br /><b>1</b> recevoir en échange, en retour : μισθόν un salaire ; χάριν des témoignages de reconnaissance;<br /><b>2</b> recouvrer : τὴν τυραννίδα HDT la royauté;<br /><b>II.</b> ([[ἀπό]] hors de, loin de, en séparant);<br /><b>1</b> prendre à part : τινα μοῦνον HDT prendre qqn seul à part;<br /><b>2</b> écarter, détourner ; <i>Pass.</i> être détourné (de sa route) : ὑπ’ ἀνέμων HDT par les vents;<br /><b>3</b> séparer, intercepter : τὴν ἀναπνοήν τινος PLUT étouffer <i>ou</i> étrangler qqn ; ἀπ. τινά arrêter qqn dans sa marche ; ἀπολαμφθέντες ὑπ’ ἀπλοίας THC arrêtés dans leur marche par l'impossibilité de naviguer ; ἀπολαμφθέντες [[πάντοθεν]] HDT cernés de tous côtés ; ἀπολαμβάνειν τείχει THC isoler par une muraille;<br /><b>4</b> cesser de prendre <i>ou</i> de tenir ; laisser en repos, lâcher : τὴν ἡγεμονίαν ISOCR abandonner la prépondérance.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λαμβάνω]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:48, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολαμβάνω Medium diacritics: ἀπολαμβάνω Low diacritics: απολαμβάνω Capitals: ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: apolambánō Transliteration B: apolambanō Transliteration C: apolamvano Beta Code: a)polamba/nw

English (LSJ)

fut. ἀπολήψομαι, in Hdt. A ἀπολάμψομαι 3.146, 9.38: Att. pf. ἀπείληφα, Pass. ἀπείλημμαι, Ion. ἀπολέλαμμαι: in Act. aor. 2 ἀπέλαβον, but in Pass. aor. 1 ἀπελήφθην, Ion. ἀπελάμφθην Hdt.:— take or receive from another, correlat. to ἀποδιδόναι, Pl.R.332b; οὐδὲν ἀ. τοῦ βίου χρηστόν (v.l. ἀπολαύ-) Plu.2.258b. 2 receive what is one's due, μισθόν Hdt.8.137; ἀ. τὸν ὀφειλόμενον μισθόν X.An.7.7.14; τὴν σὴν ξυνάορον E.Or.654; τὰ χρήματα Ar.Nu.1274; τὰ παρὰ τοῦ πατρός Antiph. 196; ἀ. χρέα have them paid, And.3.15; ὑπόσχεσιν παρά τινος ἀ. X.Smp.3.3; τὰ δίκαια Aeschin.1.196: opp. λαμβάνω, Epist. Phil. ap. D.12.14, cf. D.7.5; ἀ. ὅρκους accept them when tendered, Id.5.9, 18.27. 3 take of, take a part of a thing, Th.6.87, Pl.Hp.Mi.369b; ἀ. μέρος τι Id.R.392e, cf. Arist.Po.1459a35: abs. in aor. part., ἀπολαβὼν σκόπει consider it separately, Pl.Grg.495e, cf. R.420c. 4 take away, Plb.21.43.8,17; take off, τὸ βάρος Arist. IA711a24. 5 hear, learn, Pl.R.614a. II regain, recover, τὴν τυραννίδα, τὴν πόλιν, Hdt.1.61, 2.119, 3.146, al.; τι παρά τινος Th.5.30; τὴν ἡλεμονίαν Isoc.4.21; τὴν αὐτὴν εὐεργεσίαν 14.57: metaph., ἀ. ἑαυτόν recover oneself, Porph.Sent.40, al. 2 have rendered to one, λόγον ἀ. demand an account, Aeschin.3.27,168. III take apart or aside, of persons, ἀ. τινὰ μοῦνον Hdt.1.209; αὐτὸν μόνον Ar. Ra.78, cf. LXX 2 Ma.6.21; of things, μὴ μόνος τὸ χρηστὸν ἀπολαβὼν ἔχε E.Or.451:—Med., ἀπολαβόμενος taking him aside, Ev.Marc.7.33:—Pass., οἱ ἀπειλημμένοι those set apart, recluses, UPZ60.10 (ii B.C.). IV cut off, intercept, λέγων ὡς ἀπολάμψοιτο συχνούς Hdt.9.38; ἀ. τείχει wall off, Th.4.102; ἰσθμούς Id.1.7, cf. 4.113; ἀ. εἴσω shut up inside, Id.1.134; of contrary winds, ὅταν τύχωσιν οἱ ἄνεμοι ἀπολαβόντες αὐτούς Pl.Phd.58c; κἂν ἄνεμοι τὴν ναῦν ἀπολάβωσιν Philostr.Her.14; τὴν ἀναπνοὴν ἀ. τινός stop his breath, choke him, Plu.Rom.27; τὸν ἀντίπαλον ἐς πνῖγμα Philostr.Im.1.6; ἀ. τῶν σιτίων spoil the appetite, Hp.Prorrh.2.22:—freq. in Pass., ὑπ' ἀνέμων ἀπολαμφθέντες arrested or stopped by contrary winds, Hdt.2.115, 9.114; ὑπὸ ἀπλοίας Th.6.22; νόσῳ καὶ χειμῶνι καὶ πολέμοις ἀποληφθείς D.8.35; ἐν ὀλίγῳ ἀπολαμφθέντες Hdt.8.11; ἀπολαμφθέντες πάντοθεν Id.5.101; ἐν τῇ νήσῳ Id.8.70,76; ἐν τῆ Εὐρώπη ib.97,108; ἐν τοῖς ἰδίοις λόγοις ἀ. to be entangled in... Pl. Euthd.305d; ἐν τούτῳ τῷ κακῷ Id.Grg. 522a; ἐς στενόν Philostr. VS1.19.1; of an afflux of blood, to be checked, Hp.Fract.4; κοιλίη, κύστις ἀπολελαμμένη, Id.Prorrh.1.88, 115, etc. V Math., cut off, ἡμικύκλιον ἀποληφθήσεται Arist.Mete.375b27, cf. Archim.Quadr. 15, etc.; intercept, Id.Sph.Cyl.1.10; ἀπολαμβανομένη, ἡ, abscissa, Apollon.Perg.Con.1.11, al.—A prose word, used by E. ll.cc.

German (Pape)

[Seite 310] (s. λαμβάνω), 1) abnehmen, bekommen, Eur. Or. 451; bes. was Einem gebührt, von λαμβάνω, so wie ἀποδίδωμι von δίδωμι unterschieden, das, zu dessen Leistung ein Anderer verpflichtet ist, erhalten; Ggstz λαμβάνω Dem. 7, 5; dem ἀποδίδωμι entsprechend Plat. Rep. I, 332 b; μισθόν Her. 8, 137; τὸν όφειλόμενον μισθόν Xen. An. 7, 7, 14; τὰ χρέα ἵνα ἀπολάβωμεν Andoc. 3, 15; τὴν ἡγεμονίαν, ἣν εἴχομεν, wieder erlangen, Isocr. 4, 21; vgl. Her. 1, 61. 3, 18; mit πάλιν Ptat. Tim. 59 c; τὰ παρ' ἐμοῦ δίκαια Aesch. 1, 196; τόκους, καταδίκην, Dem. 37, 7. 47, 52; χάριν Xen. Mem. 4, 4, 17; ὅρκους, den Eid abnehmen, leisten lassen, Dem. 5, 9; παρ' ὧν ἔμελλε λόγον τινὸς ἀπολήψεσθαι, sich Rechenschaft ablegen lassen, Aesch. 3, 27; übh. nehmen, von etwas, τὸ πέμπτον μέρος Plat. Legg. XII, 956 d; vgl. Thuc. 6, 87 u. Xen. Hell. 5, 1, 21; ἀπό τινος, wegnehmen, Pol. 22, 26; οὐδὲν ἀπολαβοῦσα τοῦ βίου χρηστόν, ohne Freude am Leben, Plut. de mul. virt. Κάμμα (p. 297). – Uchtr., ἐμοῦ τῷ λόγῳ, vernehmen, Plat. Legg. XII, 964 a. – 2) absondern, bei Seite nehmen, ἀπολαβὼν μοῦνον Her. 1, 209, wie Ar. Ran. 78; bes. ἀπολαβών, abgesondert, im Einzelnen, z. B. σκόπει Plat. Gorg. 495 e; οὐκ ἀπολαβόντες ὀλίγους ἀλλ' ὅλην Rep. IV, 420 c; abschneiden, vom Winde, der die Schiffer faßt u. aufhält, ἀπολαμφθέντες ὑπ' ἀνέμων Her. 2, 115; ὅταν τύχωσιν ἄνεμοι ἀπολαβόντες αὐτούς Plat. Phaed. 58 c; νεῶν ἀπειλημμένων Menex. 243 c; ὑπ' ἀπλοίας Thuc. 6, 22; bes. von Soldaten (Suid. ἐναποκλεῖσαι), πάντοθεν Her. 5, 101, u. öfter; ἐν μέσῳ Thuc. 5, 59; μέσον τινά Pol. 11, 1, u. öfter; εἴσω Thuc. 1, 134; ἔνδον Xen. Cyr. 7, 1, 21; ἰσθμούς Thuc. 4, 45; τείχει, von allen Seiten mit einer Mauer einschließen, 4, 102; νόσῳ, χειμῶνι, πολέμοις ἀποληφθείς, Dem. 8, 35. Uebtr., λόγοις Plat. Euthyd. 305 d; ἐν κακῷ Gorg. 522 a; ἀπειλημμένος εἴς τι, in Verlegenheit gebracht; τὴν ἀναπνοήν τινος, d. i. das Athemholen einengen, erdrosseln, Plut. Rom. 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, παρ’ Ἡροδ. λάμψομαι, 3. 146., 9. 38· πρκμ. Ἀττ. ἀπείληφα, παθ. ἀπείλημμαι, Ἰων. ἀπολέλαμμαι, ἐνεργ. ἀόρ. β΄ ἀπέλαβον, ἀλλὰ παθ. ἀόρ. α΄ ἀπελήφθην, Ἰων. ἀπελάμφθην Ἡρόδ. Λαμβάνω παρ’ ἄλλου (ἀντιστοιχοῦν τῷ ἀποδιδόναι), Πλάτ. Πολ. 332B· παρά τινος Θουκ. 5. 30· ἀπ. τοῦ βίου χρηστὸν Πλούτ. 2. 258Β: ― λαμβάνω τὸ ὀφειλόμενόν μοι, μισθὸν Ἡρόδ. 8. 137· ἀπ. τὸν ὀφειλόμενον μισθὸν Ξεν. Ἀν. 7. 7, 14· ἀπ. τὴν σὴν ξυνάορον Εὐρ. Ὀρ. 654· τὰ χρήματα Ἀριστοφ. Νεφ. 1274· τὰ παρὰ τοῦ πατρὸς Ἀντιφάν. ἐν «Νεοττίδι» 2· ἀπ. χρέα, πληρώνομαι τὰ χρεωστούμενα, Ἀνδοκ. 25. 20· ὑπόσχεσιν παρά τινος ἀπολ. Ξεν. Συμπ. 3. 3· τὰ δίκαια Αἰσχίν. 27.36· ― Ἐν ταύτῃ τῇ σημασίᾳ ἀντιτίθεται τῷ λαμβάνω, Ἐπιστ. Φιλίππου πᾳρὰ Δημ. 162. 17· πρβλ. 78. 3· ἀπ. ὅρκους, δέχομαι αὐτοὺς προσφερομένους, Δημ. 59. 11., 234. 10· ἴδε ἐν λ. ὅρκος. 2) ἀφαιρῶ, λαμβάνω μέρος πράγματός τινος, Θουκ. 6. 87, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 369Β 3) ἀφαιρῶ, Πολύβ. 22. 26, 8 και 17 4) ακούω ἢ μανθάνω, ὡς τὸ λατ. accipio, Πλάτ. Πολ. 614A, Αἰσχίν. 27. 36. ΙΙ. λαμβάνω ὀπίσω, ἀνακτῶμαι, τὴν τυραννίδα, τὴν πόλιν Ἡρόδ. 1. 61., 2. 119., 3. 146, κ. ἀλλ.· τὴν ἡγεμονίαν Ἰσοκρ. 44Ε· τὴν αὐτὴν εὐεργεσίαν ὁ αὐτ. 307Δ. 2) ἔχω δικαίωμα ν’ ἀπαιτήσω καὶ νὰ λάβω, ἵν’ ἡ πόλις ἔχῃ ὑπεύθυνα σώματα παρ’ ὧν ἔμελλε τῶν ἀνηλωμένων λόγον ἀπολήψεσθαι Αἰσχίν. κ. Κτησιφ. 8. 6. ΙΙΙ. λαμβάνω τινὰ ἢ ὁδηγῶ εἰς παράμερον μέρος, καλέσας Ὑστάσπεα καὶ ἀπολαβὼν μοῦνον εἶπε, καὶ λαβὼν αὐτὸν κατ’ ἰδίαν μόνον εἶπε, Ἡρόδ. 1. 209· αὐτὸν μόνον Ἀριστοφ. Βάτρ. 78· μὴ μόνος τὸ χρηστὸν ἀπολαβὼν ἔχε Εὐρ. Ὀρ. 451· ἀπολαβὼν σκόπει, λαβὼν αὐτὸ κατ’ ἰδίαν, Πλάτ. Γοργ. 495E· τὴν εὐδαίμονα πλάττομεν [πόλιν] οὐκ ἀπολαβόντες, ἀλλ’ ὅλην, μὴ λαβόντες μέρος αὐτῆς μόνον, ἀλλὰ θεωρήσαντες αὐτὴν ἐν συνόλῳ, ὁ αὐτ. Πολ. 420C, πρβλ. 392E. IV. ἀποκλείω, ἐμποδίζω, σταματῶ, λέγων ὡς ἀπολάμψοιτο συχνοὺς Ἡρόδ. 9. 38· ἀπ. τείχει, διὰ τείχους διακόπτω, ἀποκλείω, Θουκ. 4. 102, πρβλ. 1, 7, κτλ· ἀπ. εἴσω, ἐγκλείω, ἀποκλείω ἐντός, ὁ αὐτ. 1. 134· ἐπὶ ἐναντίων ἀνέμων, ὅταν τύχωσιν οἱ ἄνεμοι ἀπολαβόντες αὐτοὺς Πλάτ. Φαίδων 58C· κἂν ἄνεμοι τὴν ναῦν ἀπολάβωσιν Φιλόστρ. 741· τὴν ἀναπνοήν ἀπ. τινος, ἐμποδίζω τὴν ἀναπνοήν τινος, πνίγω αὐτόν, Πλουτ. Ρωμ. 27· ἀπ. τῶν σιτίων, ἀποκλείω τῆς τροφῆς, ἐμποδίζω τινὰ νὰ φάγῃ, Ἱππ. 104Α: ― συχνάκις ἐν τῷ παθ., ὑπ’ ἀνέμων ἀπολαμφθέντες, ἐμποδισθέντες ὑπὸ ἐναντίων ἀν., Ἡρόδ. 2. 115., 9. 114· ὑπὸ ἀπλοίας Θουκ. 6. 22· νόσῳ καὶ χειμῶνι καὶ πολέμοις ἀποληφθεὶς Δημ. 98. 25· ἐν ὀλίγῳ ἀπολαμφθέντες Ἡρόδ. 8. 11· ἀπολαμφθέντες πάντοθεν ὁ αὐτ. 5. 101· ἐν τῇ νήσῳ ὁ αὐτ. 8. 70. 76, πρβλ. 97, 108· ἐμπλέκομαι, ἐν τοῖς ἰδίοις λόγοις ἀπ. Πλάτ. Εὐθύδ. 305D· ἐν τούτῳ τῷ κακῷ ὁ αὐτ. Γοργ. 522Α. ― οὕτως ἐπὶ τοῦ ῥοῦ, τῆς φορᾶς τοῦ αἵματος, σταματῶμαι, Ἱππ. π. Ἀγμ. 754· κοιλίη, κύστις ἀπολελαμμένη ὁ αὐτ. Προρρ. 74Β, 77Β, κτλ. ― λέξις τοῦ πεζοῦ λόγου, ἀλλ' εὕρηται παρ’ Εὐρ. καὶ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 305-308.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπολήψομαι, ao.2 ἀπέλαβον, pf. ἀπείληφα;
Pass. ao. ἀπελήφθην, pf. ἀπείλημμαι;
I. (ἀπό en venant de, de);
1 recevoir en échange, en retour : μισθόν un salaire ; χάριν des témoignages de reconnaissance;
2 recouvrer : τὴν τυραννίδα HDT la royauté;
II. (ἀπό hors de, loin de, en séparant);
1 prendre à part : τινα μοῦνον HDT prendre qqn seul à part;
2 écarter, détourner ; Pass. être détourné (de sa route) : ὑπ’ ἀνέμων HDT par les vents;
3 séparer, intercepter : τὴν ἀναπνοήν τινος PLUT étouffer ou étrangler qqn ; ἀπ. τινά arrêter qqn dans sa marche ; ἀπολαμφθέντες ὑπ’ ἀπλοίας THC arrêtés dans leur marche par l'impossibilité de naviguer ; ἀπολαμφθέντες πάντοθεν HDT cernés de tous côtés ; ἀπολαμβάνειν τείχει THC isoler par une muraille;
4 cesser de prendre ou de tenir ; laisser en repos, lâcher : τὴν ἡγεμονίαν ISOCR abandonner la prépondérance.
Étymologie: ἀπό, λαμβάνω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [jón. fut. -λάμψομαι Hdt.3.146; aor. pas. -λαμφθέντες Hdt.8.70; perf. med. -λέλαμμαι Hdt.9.51]
I c. ac. compl. dir. de cosas o abstr.
1 recibir lo que es debido τὸν μισθόν Hdt.8.137, τὸν ὀφειλόμενον μισθόν X.An.7.7.14 (τὰ ὀφειλόμενα) Pl.R.332b, τὴν προσήκουσαν τάξιν Pl.Lg.668e, τὰ χρέα And.3.15, τὴν ὑπόσχεσιν el cumplimiento de una promesa X.Smp.3.3, παρ' ἐμοῦ δίκαια πάντα Aeschin.1.196, χάριν Isoc.3.53, παρ' ὧν ... τῶν ἀνηλωμένων λόγον Aeschin.3.27, ἵνα ... ἀπειλήφῃ τὰ ὑπὸ λόγου ὀφειλόμενα ἀκοῦσαι Pl.R.614a, τὸ μέτρον Plu.2.659b, τὸ προσῆκον Plu.2.551a, ἀποληψόμεθα καὶ τὸν μέλλοντα como cumplimiento de una promesa divina, Polyc.Sm.Ep.5.2, τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν Origenes Hom.16 in Ier.p.137
de dinero prestado τὰ χρήματα Ar.Nu.1274, ἃ ἐδάνεισαν Is.5.40, τὴν προῖκα ... ὅσην ἔδωκεν Is.8.8, εἰ ἀπολαμβάνοι ὁ δανιστὴς πάντα ὅσα μετήρχετο BGU 2070.1.28 (II d.C.), τάλαντον ἓν ἀπολήμψομαι παρὰ σοῦ PCair.Isidor.81.19, cf. 81.33 (III d.C.), PWisc.9.38 (II d.C.), 7.22 (III d.C.), PCair.Isidor.94.4 (IV d.C.)
de herencias πάντα todos los bienes a la mayoría de edad, Is.9.29, τοὺς κλήρους αὐτῶν LXX Nu.34.15, τὰ μητρῷα POxy.2713.25 (III d.C.)
recuperar algo que se tenía antes o que se había perdido τὴν τυραννίδα Hdt.1.61, ἀκέραιον τὴν πόλιν Hdt.3.146, Σόλλιον Th.5.30, τὴν ἡγεμονίαν Isoc.4.21, τὴν εὐεργεσίαν Isoc.14.57, ἀβλαβῆ ταύτην (πατρίδα) ἀπολαβεῖν Plb.2.61.10, ξυνάορον E.Or.654, Ἑλένην Hdt.2.119, γυναῖκα Gr.Thaum.Pan.Or.5.82, en la marcha, del pie que avanza τὸ βάρος Arist.IA 711a24, βράδιον ... τὴν οἰκείαν δύναμιν Ptol.Iudic.14.20, (τὸ σῶμα) τὴν οἰκείαν ἀπολαμβάνει ψυχήν en la otra vida, Chrys.M.62.124, fig. ἀπολαμβάνειν ἑαυτόν recobrarse a sí mismo Porph.Sent.40, σεαυτήν Ach.Tat.4.9.7.
2 gener. recibir τοὺς ὅρκους D.5.9, 18.27, τι (χρῆμα) Plb.21.43.17, οὐδὲν ἀπολαβοῦσα τοῦ βίου χρηστόν (var.) Plu.2.258b, παῖδες ... ψυχὰς ἁγνὰς ... ἀπειληφότες παρὰ τοῦ θεοῦ LXX 4Ma.18.23, τὰ παρ' ἐμοῦ γράμματα PAbinn.23.4 (IV d.C.)
acoger, hospedar a un visitante, Ign.Eph.2.1, PGrenf.1.53.5 (IV d.C.).
II c. idea de separación, c. ac. compl. dir. de pers.
1 c. adj. pred. tomar, llevar aparte καλέσας Ὑστάσπεα καὶ ἀπολαβὼν μοῦνον εἶπε Hdt.1.209, αὐτὸν μόνον Ar.Ra.78
c. ac. solamente αὐτὸν κατ' ἰδίαν LXX 2Ma.6.21, ἀπολαβὼν ... εἴς τι περίστυλον ὡς ἀναψύξοντα τὸν βασιλέα LXX 2Ma.4.46, tb. en v. med. ἀπολαβόμενος αὐτὸν ἀπὸ τοῦ ὄχλου Eu.Marc.7.33.
2 detener, cortar el paso ὡς ἀπολάμψοιτο συχνούς Hdt.9.38, c. dat. instrum. τείχει μακρῷ Th.4.102, ἄνεμοι ἀπολαβόντες αὐτούς Pl.Phd.58b, cf. Philostr.Her.67.23
interceptar ἰσθμούς Th.1.7
en v. pas. ὑπ' ἀνέμων ἀπολαμφθέντες Hdt.2.115, ἤν που ὑπὸ ἀπλοίας ἀπολαμβανώμεθα si es que el estado de la mar nos impedía (la navegación) Th.6.22, c. dat. agente τἀνθρώπου καὶ νόσῳ καὶ χειμῶνι ... ἀποληφθέντος D.8.35, Ἀλέξανδρον ... κώμοις ἀποληφθέντα καὶ μέθαις cortada la vida de Alejandro por los banquetes y borracheras Eus.VC 1.7
retener ὡς ... (τὸ αἷμα) ἀπολαμβάνηται Hp.Fract.4, τὴν ἀναπνοὴν αὐτοῦ Plu.Rom.27.
3 encerrar, aislar gener. c. compl. de lugar αὐτὸν ... ἀπολαβόντες ἔσω Th.1.134, ἐν μέσῳ τοὺς Καρχηδονίους Plb.1.76.2, ἐν καλῷ τοὺς πολεμίους ἀπειληφέναι tener a los enemigos en una posición favorable Plb.3.92.4, en v. pas. ἐν νήσῳ ἀπολαμφθέντες Hdt.8.70, ἐν τῇ Σαλαμῖνι Hdt.8.76, ἐν ὀλίγῳ Hdt.8.11, ἐν τῷ Κιθαιρῶνι Hdt.9.51, ἐν τῇ Εὐρώπῃ Hdt.8.97, 108, πάντοθεν Hdt.5.101, μέσους ἀποληφθῆναι τοὺς Ῥωμαίους ὑπὸ τῶν Λιβύων Plb.3.115.11, ἐν μέσοις δήμοις καὶ τυράννοις ἀπειλημμένοι Chrys.M.62.47, οἱ ἀπειλεμμένοι los reclusos, UPZ 60.10 (II a.C.)
fig. μὴ μόνος τὸ χρηστὸν ἀπολαβὼν ἔχε no tengas encerrada la prosperidad para tí solo E.Or.451, en v. pas. ἐν ... τοῖς ἰδίοις λόγοις ὅταν ἀποληφθῶσιν cuando quedan prisioneros de sus propias palabras Pl.Euthd.305d, ἐν τούτῳ τῷ κακῷ ἀποληφθέντα ἰατρόν Pl.Grg.522a.
III c. idea de separación, c. ac. compl. dir. de cosa o abstr.
1 c. ac. de abstr. que significa parte (o c. gen. partit. o separativo) o de lugar tomar de un todo mayor οὐ κατὰ ὅλον ἀλλ' ἀπολαβὼν μέρος τι πειράσομαι ... Pl.R.392d, ἀπολαμβάνων ὃ ἂν ᾖ δυσχερέστατον τοῦ λόγου Pl.Hp.Mi.369b, τὴν γραφὴν ... ἐκ τῆς Ῥωμαίων φωνῆς Eus.VC 2.47
abs. τούτῳ ἀπολαβόντες χρήσασθε servíos de ello en parte Th.6.87, ἀπολαβὼν σκόπει considera separadamente Pl.Grg.495e
medir διὰ διόπτρας ἀπολαβεῖν ἀπὸ ἡμῶν διάστημα ἐπὶ ... Hero Dioptr.256.12, cf. 258.9, 260.5
elegir, seleccionar τοὺς ἐπικαίρους τόπους LXX 2Ma.8.6, πάντων δ' ἐξαίρετα δύο τμήματα τῆς ἑῴας ἀπολαβών Eus.LC 9 (p.221), ἀπολαβὼν δ' ἐνταυθοῖ χώρας ἑτέρας Eus.VC 3.41
fig. c. ac. pred. tomar por, considerar (la tríada) ἀρχὴν καὶ μεσότητα καὶ τελευτὴν ἴσην Eus.LC 7 (p.210).
2 mat. cortar, separar con una línea o plano en v. pas. ἡμικύκλιον ἀποληφθήσεται τοῦ κύκλου Arist.Mete.375b27, ἀπειλήφθω ἡμίσους ζῳδίου περιφέρεια Autol.Ort.2.12, ὑπὸ (πλευρᾶς) ... τῆς ἀπολαμβανομένης ἐκτὸς ὑπὸ τῆς καθέτου πρὸς τῇ ἀμβλείᾳ γωνίᾳ por la (recta) exterior comprendida entre la perpendicular y el ángulo obtuso Euc.2.12, cf. Apoll.Perg.Con.1.11
gener. τὴν ὑπὸ Ῥωμαίοις ἀρχὴν δυσὶ τμήμασιν ἀποληφθεῖσαν el imperio romano dividido en dos partes Eus.VC 1.49.
3 c. ac. de cosa sujetar πίνακας ... χάλικι ἀραρότως ID 504A.11 (III a.C.), ἀπέλαβον ἐπιούροις ἀραρότως ... τὰς σπάρτους Hero Aut.23.5, en v. pas., Hero Aut.25.5.

English (Strong)

from ἀπό and λαμβάνω; to receive (specially, in full, or as a host); also to take aside: receive, take.

English (Thayer)

future ἀπολήψομαι (L T Tr WH ἀπολήμψεσθε; see λαμβάνω); 2nd aorist ἀπέλαβον; 2nd aorist middle ἀπελαβομην; from Herodotus down;
1. to receive (from another, ἀπό (cf. Meyer on Winer s De verb. comp. etc. as below)) what is due or promised (cf. ἀποδίδωμι, 2): τήν υἱοθεσίαν, the adoption promised to believers, τά ἀγαθά σου thy good things, which thou couldst expect and as it were demand, which seemed due to thee (Winer's De verb. comp. etc. Part iv., p. 13), to take again or back, to recover: T Tr text WH λαβεῖν); to receive by way of retribution: L text Tr marginal reading WH text λάβῃ); to take from others, take apart or aside; middle τινα, to take a person with one aside out of the view of others: with the addition of ἀπό τοῦ ὄχλου κατ' ἰδίαν in Josephus, b. j. 2,7, 2; and in the Acts, ὑστασπεα ἀπολαβών μουνον, Herodotus 1,209; Aristophanes ran. 78; ἰδίᾳ ἕνα τῶν τριῶν ἀπολαβών, Appendix,
b. 104:5,40).
4. to receive anyone hospitably: L T Tr WH have restored ὑπολαμβάνειν.

Greek Monolingual

κ. -λαβαίνω (AM απολαμβάνω)
1. αποκτώ, κερδίζω, καρπώνομαι
2. παίρνω ό,τι μου ανήκει
3. αμείβομαι
νεοελλ.
1. παίρνω το υπόλοιπο μιας οφειλής
2. γλεντώ, τέρπομαι
αρχ.
1. παίρνω, δέχομαι κάτι από κάποιον
2. παίρνω μακριά, απομακρύνω
3. παίρνω παράμερα κάποιον
4. αφαιρώ, παίρνω μέρος ενός συνόλου
5. παίρνω πίσω, ανακτώ
6. αποκλείω, εμποδίζω, σταματώ
7. ακούω, μαθαίνω.

Greek Monotonic

ἀπολαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, Ιων. -λάμψομαι· Αττ. παρακ. -είληφα· αόρ. βʹ ἀπ-έλᾰβον — Παθ. παρακ. -είλημμαι, Ιων. -λέλαμμαι· αόρ. αʹ -ελήφθην, Ιων. -ελάμφθην·
I. 1. λαμβάνω ή δέχομαι από κάποιον, παρά τινος, σε Θουκ.· λαμβάνω ό,τι μου οφείλεται, μισθόν, σε Ηρόδ., Ξεν.· ἀπολαμβάνω ὅρκους, δέχομαι τους όρκους που μου προσφέρνται, σε Δημ.
2. με γεν., λαμβάνω από, παίρνω μερίδιο ενός πράγματος, σε Θουκ.
3. ακούω ή μαθαίνω, Λατ. accipio, σε Πλάτ.
II. 1. λαμβάνω πίσω, ανακτώ, επανακτώ, κερδίζω ξανά, ανορθώνω, τὴν τυραννίδα, σε Ηρόδ.
2. έχω δικαίωμα να απαιτήσω και να λάβω, ἀπολαμβάνω λόγον, σε Αισχίν.
III. παίρνω ή οδηγώ κατ' ιδίαν ή κατά μέρος, ξεμοναχιάζω, ἀπολαμβάνω τινὰ μοῦνον, σε Ηρόδ.· ἀπολαβὼν σκόπει, σκέψου το ξεχωριστά, σε Πλάτ.
IV.αποκλείω, παρεμποδίζω, περιορίζω, σταματώ, σε Ηρόδ.· ἀπολαμβάνω τείχει, αποκλείω με την ανέγερση τείχους, σε Θουκ. — Παθ., παρεμποδίζομαι ή μένω αποκλεισμένος εξαιτίας των δυσμενών, των εναντίων ανέμων, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολαμβάνω: (fut. ἀπολήψομαι - ион. ἀπολάμψομαι, aor. 2 ἀπέλαβον, pf. ἀπείληφα)
1) получать взамен (μισθόν Her., Xen., Plut.; χάριν Xen., Plut.; ὅρκους Aeschin.; ἔπαινον Plut.): τὸ κάλλιστον τέλος ἀπολαβεῖν Plut. умереть прекраснейшей смертью;
2) получать обратно, отвоевывать (τὴν τυραννίδα Her.; τὴν ἡγεμονίαν Isocr.; πόλεις Polyb.);
3) отводить в сторону (τινὰ μόνον Arph.; med. NT): οὐ κατὰ ὅλον, ἀλλ᾽ ἀπολαβὼν μέρος Plat. не в целом, а в отдельно взятой части; ὑπ᾽ ἀνέμων ἀπολαμφθέντες Her. занесенные ветрами;
4) брать, захватывать (τι Thuc., Polyb.);
5) охватывать, окружать (τείχει Thuc.; ἀπολαμφθέντες πάντοθεν Her.);
6) задерживать (ἀπολαμφθέντες ὑπ᾽ ἀπλοίας Thuc.): ἀ. τὴν ἀναπνοήν τινος Plut. душить кого-л.; χειμῶνι ἀποληφθείς Dem. застигнутый непогодой.

Middle Liddell


I. to take or receive from another, παρά τινος Thuc.:— to receive what is one's due, μισθόν Hdt., Xen.; ἀπ. ὅρκους to accept oaths tendered, Dem.
2. c. gen. to take of, take part of a thing, Thuc.
3. to hear or learn, Lat. accipio, Plat.
II. to take back, get back, regain, recover, τὴν τυραννίδα Hdt.
2. to have an account rendered one, ἀπ. λόγον Aeschin.
III. to take apart or aside, ἀπ. τινὰ μοῦνον Hdt.; ἀπολαβὼν σκόπει consider it separately, Plat.
IV. to cut off, intercept, arrest, Hdt.; ἀπ. τείχει to intercept by a wall, Thuc.:—Pass. to be arrested or stopped by contrary winds, Hdt.

Chinese

原文音譯:¢polamb£nw 阿坡-藍巴挪
詞類次數:動詞(12)
原文字根:從-得著(向上) 相當於: (יָקַח‎ / לָקַח‎ / קָח‎)
字義溯源:受,領受,拿開,得回,得著,收回,接待,領;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(λαμβάνω)*=拿,取)組成。參讀 (αἱρέομαι)同義字
出現次數:總共(12);可(1);路(6);羅(1);加(1);西(1);約貳(1);約叄(1)
譯字彙編
1) 收回(2) 路6:34; 路6:34;
2) 他⋯領(1) 可7:33;
3) 得著⋯回來(1) 路15:27;
4) 你⋯享過(1) 路16:25;
5) 我們⋯受的(1) 路23:41;
6) 接待(1) 約叄1:8;
7) 得著(1) 約貳1:8;
8) 得(1) 路18:30;
9) 受(1) 羅1:27;
10) 我們得著(1) 加4:5;
11) 要得著(1) 西3:24