σφάλλω

From LSJ
Revision as of 20:25, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφάλλω Medium diacritics: σφάλλω Low diacritics: σφάλλω Capitals: ΣΦΑΛΛΩ
Transliteration A: sphállō Transliteration B: sphallō Transliteration C: sfallo Beta Code: sfa/llw

English (LSJ)

S.Fr.192, Hdt.7.16.ά, etc.: fut.

   A σφᾰλῶ Th.7.67: aor. 1 ἔσφηλα, Ep. σφῆλα Od.17.464, Dor. ἔσφᾱλα Pi.P.8.15: but the intrans. ἔσφαλεν LXX Jb.21.10, Si.13.22, Am.5.2, opt. σφάλαι ib.Jb. 18.7, are prob. forms of a Hellenistic aor. 1 Εσφᾰλα (presupposing Εσφᾰλον as ἦλθα presupposes ἦλθον, etc.): pf. ἔσφαλκα Plb.8.9.2:— Pass., fut. σφᾰλήσομαι S.Tr.719,1113, Th.3.14, etc.; freq. in med. form σφᾰλοῦμαι, S.Fr.588, X.Smp.2.26: aor. ἐσφάλην [ᾰ] Alc.Supp. 27.13 (prob.), Hdt.4.140, Th.8.24, etc.; ἐσφάλθην only in Gal.5.62: pf. ἔσφαλμαι E.Andr.896, Pl.Cra.436c: plpf. ἔσφαλτο Th.7.47:— make to fall, overthrow, properly by tripping up, trip up in wrestling, οὔτ' Ὀδυσεὺς δύνατο σφῆλαι οὔδει τε πελάσσαι Il.23.719; οὐδ' ἄρα μιν σφῆλεν βέλος Od.17.464; Ἕκτορα Pi.O.2.81; ἀλλάλους σφάλλοντι παλαίμασι Theoc.24.112; [πώλους] E.Hipp.1232; γόνυ τινός Id.Heracl.128; τινὰ γνύξ A.R.3.1310; τινὰ ἐπὶ τὴν γῆν D.S.14.23; τὸ μὴ ὑπερπίνειν ἧττον ἂν καὶ σώματα καὶ γνώμας σ. X.Cyr.8.8.10, cf. 1.3.10 (Pass.); σ. ναῦς throw them on their beam-ends, Plu.Them.14, cf. Polyaen.3.11.13; [ἵπποι] ἔσφηλαν (gnomic aor.) τὸν ἀναβάτην throw him, X.Eq.3.9:—Pass., to be tripped up, Φρυνίχου παλαίσμασιν Ar. Ra.689 (troch.); of a drunken man, σφαλλόμενος προσέρχεται reeling, staggering, Id.V.1324, cf. Heraclit. 117; σ. ὑπὸ οἴνου X.Lac.5.7, cf. AP11.26 (Marc. Arg.); σ. ἵππος Plu.Phil.18; σ. [ἱππεύς] is thrown, X. Eq.7.7.    II generally, cause to fall, overthrow, βία καὶ μεγάλαυχον ἔσφαλεν Pi.P.8.15; ἀνθρώπων κακῶν ὁμιλίαι σ. τινά Hdt.7.16.ά; σμικροὶ λόγοι ἔσφηλαν ἤδη καὶ κατώρθωσαν βροτούς S.El.416; σφάλλω . . ὅσοι φρονοῦσιν εἰς ἡμᾶς μέγα E.Hipp.6; [ὀργὴ] πλεῖστα . . σ. βροτούς Id.Fr.31; ἡ καταφρόνησις, ἡ ἀπειρία σ. τινά, Th.1.122, 2.87: abs., ἀτρεκεῖς ἐπιτηδεύσεις φασὶ σφάλλειν πλέον ἢ τέρπειν E.Hipp.262 (anap.): also of things, ἁμαρτίαι σ. τὴν σωτηρίαν S.Fr.192; δειναὶ τύχαι σ. δόμους E.Med.198 (anap.); σ. τὰς πόλεις Th.3.37, etc.; σ. δίκαν E.Andr.780 (lyr.); σφάλλων, name of a throw of the dice, Eub.57.5 (s. v.l.):—Pass., to be overthrown, fall, esp. of persons falling from high fortunes, σφαλεὶς γὰρ οὐδεὶς εὖ βεβουλεῦσθαι δοκεῖ Chaerem. 26, cf. S.Tr.297,719, E.Fr.262.2, etc.; ἢν σφαλῇ [ἡ Ἑλλάς] Hdt.7.168; ἢν ἄρα τι σφαλλώμεθα, opp. κατορθοῦν, Th.1.140, cf. Ar. Ra.736 (troch.), Pl.351; σφαλλομένους ἐπανορθῶν X.Mem.2.4.6; ταῖς τύχαις σφάλλεσθαι Th.2.87, cf. 43; ὑπὸ νόσων, ἐρώτων, μέθης ἐσφαλμένος, Pl.R.396d; ὑπὸ χρόνων τι σ. suffer from length of time, Id.Lg.769c: c. dat. modi, σφάλλεσθαι ἀξιόχρεῳ δυνάμει Th.6.10; τοῖς ἀγῶσι Id.7.61; τοῖς ὅλοις Plb.1.43.8: with a Prep., ἐν τῇ μάχῃ X. HG7.2.2, cf. Hdt.7.50; τι ἐν τοῖς λόγοις Pl.Grg.461d; περί τι Id.R. 451a; περί τινος Plu.2.164c: with neut. Adj., σφάλλεσθαι ἓν μέγα Pl.Lg.648e; ἐν τοῖς δικασταῖς, κοὐκ ἐμοί, τόδ' ἐσφάλη this mishap took place by means of... S.Aj.1136; οὔ τι μὴ σφαλῶ γ' ἐν σοί I shall not fail in thy business, Id.Tr.621.    III baffle, balk, frustrate, of an oracle, Hdt.7.142; θεὰ ἤδη μ' . . ἔσφηλεν S.Aj.452, cf. E.Alc.34 (anap.), Andr.223; ἐκ τοῦ φανεροῦ τὴν πόλιν σ. Aeschin.3.125:— Pass., err, go wrong, be mistaken, κατὰ γνώμην Hdt.7.52: abs., S.El. 1481, E.IA1541, etc.; μῶν ἐσφάλμεθ'; am I mistaken? Id.Andr.896; ἡ ψυχὴ πολλὰ σφάλλεται Isoc.1.32; γνώμῃ σφαλέντες Th.4.18; διανοίᾳ σ. Pl.Sph.229c; so σ. τὴν γνώμην, τὸν λογισμόν, Clearch.23, Plu. Sull.15: c. inf., οὐκ ἂν σφαλείη . . ἑλέσθαι be led astray into choosing, Id.2.711b.    2 Pass. also, c. gen. rei, to be balked of or foiled in a thing, ἦ καὶ πατήρ τι σφάλλεται βουλευμάτων; A.Eu.717; γάμων, δόξης, τύχης, E.Or.1078, Med.1010, Ph.758; τῆς δόξης Th.4.85; τοῦ αὐχήματος Id.7.66, cf. 5.110; οὐκ ἔσφαλται τῆς ἀληθείας Pl.Cra.436c; τῶν πραγμάτων ᾗ ἔχει Id.Hp.Mi.372b; ἀνδρός lose him, S.Tr.1113; τοῦ παντός Plu.Brut.20:—σφάλλειν τινὰ ἀπ' ἐλπίδος cast him down from his hope, Luc.Dem.Enc.29.

Greek (Liddell-Scott)

σφάλλω: μέλλ. σφᾰλῶ, Θουκ. 7.67, Πλάτ.· ἀόρ. α΄ ἔσφηλα, Ἐπικ. σφῆλα Ὀδ. Ρ. 464, Δωρ. ἔσφᾱλα Πινδ. Ο. 2. 145· πρκμ. ἔσφαλκα Πολύβ. - Παθητ., μέλλ. σφᾰλήσομαι Σοφ. Τρ. 719, 1113, Θουκ., κλπ.· συχνάκις ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, σφᾰλοῦμαι Σοφ. Ἀποσπ. 513, Ξεν. Συμπ. 2, 26· ἀόριστ. ἐσφάλην [ᾰ] Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· ἐσφάλθην μόνον παρὰ Γαληνῷ· πρκμ. ἔσφαλμαι Εὐρ. Ἀνδρ. 897, Πλάτ.· ὑπερσ. ἔσφαλτο Θουκ. 7. 47. - Ὁ ἐνεργητ. ἀόρ. β΄ καὶ μέσ. ἔσφᾰλον, -όμην, ἐν χρήσει παρὰ λίαν μεταγενεστέροις εἰσήχθησαν ὑπὸ τῶν Ἀντιγραφέων εἰς τὸ κείμενον τοῦ Θουκ. 1. 140., 5. 110., 6. 23, κτλ. (Ἐκ τῆς √ ΣΦΑΛ γίνονται καὶ αἱ λ. σφάλμα, σφαλερός, ἀσφαλής, καὶ αἱ λ. σφηλὸς (ἔσφηλα), ἐρίσφηλος, πρβλ. Σανσκρ. sphal, sphul, sphal-âmi, sphul-âmi (vacilo, concutio)· Λατιν. fall-o, fall-ax, κτλ.· Ἀρχ. Γερμ. fall-an (fall-en, fehlen· to fall, fail)· τὸ δὲ s ἐξέπεσεν ὡς ἐν τοῖς φηλός, φηλητής, φηλόω, Λατ. funda = σφενδόνη, fundus = σφόγγος). Κάμνω τινὰ νὰ πέσῃ, καταρρίπτω, ἀνατρέπω, κυρίως παρεμβάλλω τὸν πόδα μου (pedes fallere, Ι. v. 21.36), ἀνατρέπω κατὰ τὴν πάλην, οὔτ’ Ὀδυσσεὺς δύνατο σφῆλαι οὔδει τε πελάσσαι Ἰλ. Ψ. 719· οὐδ’ ἄρα μιν σφῆλεν βέλος Ὀδ. Ρ. 464· σφ. Ἕκτορα Πινδ. Ο. 2. 145· ἀλλάλως σφάλλοντι παλαίσματι Θεόκρ. 24, 110· σφ. ἵππους Εὐρ. Ἱππ. 1232· σφ. γόνυ τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 129· σφ. τινὰ γνὺξ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1310· ἐπὶ τὴν γῆν Διόδ. 14. 23· αἱ πόσεις σφ. σώματα Ξεν. Κύρ. 8. 8, 10, πρβλ. 1. 3, 10· τὸ πνεῦμα ἔσφαλλε (τὰς ναῦς) προσπῖπτον καὶ παρεδίδου πλαγίας τοῖς Ἕλλησι Πλουτ. Θεμιστ. 1, Πολύαιν. 3. 11, 13· - ἵππος σφ. τὸν ἀναβάτην, ἀνατρέπει, καταρρίπτει, Ξεν. Ἱππ. 3, 9. - Παθ., ἀνατρέπομαι, Φρυνίχου παλαίσμασιν Ἀριστοφ. Βάτρ. 689· ἐπὶ μεθύσου, σφαλλόμενος προσέρχεται, παραπαίων, κλονούμενος, ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1324· σφ. ὑπὸ οἴνου Ξεν. Λακ. 5, 7· σφ. ἵππος Πλουτ. Φιλοπ. 18· σφ. ἱππεύς, ῥίπτεται, Ξεν. Ἱππ. 7, 7. ΙΙ. καθόλου, κάμνω τινὰ νὰ πέσῃ, ἀνατρέπω, νικῶ, βία σφάλλει καὶ μεγάλαυχον Πινδ. Π. 8. 19· ἀνθρώπων κακῶν ὁμιλίαι σφ. τινὰ Ἡρόδ. 7. 16, 1· μικροὶ λόγοι ἔσφηλαν ἤδη καὶ κατώρθωσαν βροτοὺς Σοφ. Ἠλ. 416· σφάλλω... ὅσοι φρονοῦσι μέγα Εὐρ. Ἱππ. 6· ὀργὴ πλεῖστα σφ. βροτοὺς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 31· ἡ καταφρόνησις, ἡ ἀπειρία σφ. τινὰ Θουκ. 1. 122., 2. 87· ἀπολ., ἀτρεκεῖς ἐπιτηδεύσεις σφ. μᾶλλον ἢ τέρπουσι Εὐρ. Ἱππ. 261· - ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, ἁμαρτίαι σφ. σωτηρίαν Σοφ. Ἀποσπ. 204· δειναὶ τύχαι σφ. δόμους Εὐρ. Μήδ. 198· σφ. τὰς πόλεις Θουκ. 3. 37, κλπ.· σφ. δίκαν Εὐρ. Ἀνδρ. 780· - σφάλλων, ὄνομα βόλου τινὸς τῶν κύβων, Εὔβουλος ἐν «Κυβευταῖς» 2. 5. - Παθ., ἀνατρέπομαι, καταρρίπτομαι, πίπτω, ἐκλείπω, φθείρομαι, καταστρέφομαι, ἐπὶ τῶν ἐκπιπτόντων ἐξ ὑψηλῆς θέσεως ἢ πλούτου, σφαλεὶς γὰρ οὐδεὶς εὖ βεβουλεῦσθαι δοκεῖ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 258, Σοφ. Τρ. 297, 719, Εὐριπ., κλπ.· ἢν σφαλῇ ἡ Ἑλλὰς Ἡρόδ. 7. 168· ἢν ἄρα τι σφαλλώμεθα, ἀντίθετον τῷ κατορθοῦν ἢ κατορθοῦσθαι, Θουκ. 1. 140, Ἀριστοφ. Βάτρ. 736, Πλ. 351· σφαλλομένους ἐπανορθῶν Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6· ταῖς τύχαις σφάλλεσθαι Θουκ. 2. 87, πρβλ. 43· ὑπὸ νόσων, ἔρωτος, μέθης ἐσφαλμένος Πλάτ. Πολ. 396D· ὑπὸ χρόνων σφ., ὑποφέρω ἕνεκα τοῦ μακροῦ χρόνου, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 769C· - μετὰ δοτ. τρόπου, σφάλλεσθαι ἀξιόχρεῳ δυνάμει Θουκ. 6. 10· τοῖς ἀγῶσι ὁ αὐτ. 7. 61· τοῖς ὅλοις Πολύβ. 1. 43, 8· - μετ’ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, ἐν τῇ μάχῃ Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 2, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 50, 1· ἐν τοῖς λόγοις Πλάτ. Γοργ. 461D περί τι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 451Α· περί τινος Πλούτ. 2. 164C˙ καὶ μετ’ οὐδετ. ἐπιθ., ἓν μέγα σφάλλεσθαι Πλάτ. Νόμ. 648 Ε˙ - οὕτως, ἐν τοῖς δικασταῖς, κοὐκ ἐμοί, τόδ’ ἐσφάλη, τοῦτο ἐγένετο διὰ τῶν δικαστῶν καὶ οὐχὶ δι’ ἐμοῦ, Σοφ. Αἴ. 1136˙ οὔ τι μὴ σφαλῶ γ’ ἐν σοί, δὲν θὰ κάμω σφάλμα εἰς τίποτε ἀποβλέπον σέ, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 621. ΙΙΙ. καταστρατηγῶ, ματαιῶ, ἀνατρέπω, βλάπτω, ἐπὶ χρησμοῦ, Ἡρόδ. 7. 142˙ θεὰ σφ. τινά Σοφ. Αἴ. 452, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 34, Ἀνδρ. 223˙ ἐκ τοῦ φανεροῦ τὴν πόλιν σφ. Αἰσχίν. 72. 20. - Παθ., σφάλλομαι, πλανῶμαι, ἀπατῶμαι, κατά τι Ἡρόδ. 7. 52, Σοφ. Ἠλ. 1481, Εὐρ. Ι. Α. 1541, Πλάτ. κλπ.˙ μῶν ἐσφάλμεθ’; μήπως εἶμαι ἠπατημένος; Εὐρ. Ἀνδρ. 896˙ ἡ ψυχὴ πολλὰ σφάλλεται Ἰσοκρ. 9Β˙ γνώμῃ σφαλέντες Θουκ. 4. 18˙ σφ. διανοίᾳ Πλάτ. Σοφιστ. 229C˙ οὕτω, σφ. τὴν γνώμην, τὸν λογισμὸν Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 590C, Πλουτ. Σύλλ. 15. 2) τὸ παθητ. εἶναι ὡσαύτως ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. μετὰ γενικ. πράγματος, ἀπατῶμαι ἢ ἀποτυγχάνω εἴς τι πρᾶγμα, ἦ καὶ πατήρ τι σφάλλεται βουλευμάτων; Αἰσχύλ. Εὐμ. 717˙ γάμου, δόξης, τύχης Εὐρ. Ὀρ. 1078, Μήδ. 1010, Φοίν. 758˙ τῆς δόξης Θουκ. 4. 85˙ τοῦ αὐχήματος ὁ αὐτ. 7. 66, πρβλ. 5. 110˙ οὐκ ἔσφαλται τῆς ἀληθείας Πλάτ. Κρατύλ. 436C˙ ὡσαύτως, ἀνδρὸς τοῦδέ γ’ εἰ σφαλήσεται, ἐὰν χάσῃ τοῦτον τὸν ἄνδρα, Σοφ. Τρ. 1113˙ τοῦ παντὸς Πλουτ. Βροῦτ. 20˙ -σφάλλειν τινὰ ἀπ’ ἐλπίδος, διαψεύδειν τὰς ἐλπίδας τινός, Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 29. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σφάλλειν˙ κλίνειν. καταβάλλειν. ἁμαρτάνειν». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 486-489.

French (Bailly abrégé)

f. σφαλῶ, ao. ἔσφηλα, pf. réc. ἔσφαλκα;
Pass. f. σφαλοῦμαι, f.2 σφαλήσομαι, ao.2 ἐσφάλην, pf. ἔσφαλμαι;
faire glisser, d’où
1 faire tomber, abattre, renverser ; Pass. tomber;
2 faire vaciller, faire chanceler : αἱ πόσεις σφ. σώματα XÉN, γνώμας XÉN la boisson fait chanceler les corps, les intelligences ; Pass. vaciller, chanceler : ὑπὸ οἴνου XÉN par l’effet du vin ; σφ. καὶ ταῖς γνώμαις καὶ τοῖς σώμασι XÉN chanceler de corps et d’esprit ; fig. mettre en danger ; ναῦς THC des vaisseaux;
3 tourner sur le côté, faire chavirer (un navire) acc. ; fig. précipiter, renverser, faire tomber dans le malheur, abattre, acc. ; avec une prép. : σφ. ἀπ’ ἐλπίδος LUC faire perdre l’espoir ; Pass. tomber, échouer, souffrir un dommage, subir un malheur ou un échec ; κεῖνος εἰ σφαλήσεται SOPH s’il lui arrive un malheur ; avec un dat. : τύχαις σφ. THC subir des revers de fortune ; ἤν τι σφαλώμεθα THC si nous subissons qqe échec ou qqe dommage ; μή τι σὸν σφαλῂ στόμα EUR que ta bouche ne commette pas une erreur ; σφ. παρασκευῇ THC échouer dans ses préparatifs ; σφ. ἐν τῇ μάχῃ XÉN échouer dans le combat ; ἐν τῷ διανοεῖσθαι μεγάλα σφ. XÉN faire de graves erreurs de raisonnement ; avec l’acc. : ἐσφάλη τόδε SOPH il a échoué dans ce combat ; σφάλλεσθαι τὸν λογισμόν PLUT courir un danger dans sa façon de raisonner, de calculer, agir d’une façon déraisonnable, imprudente ; avec le gén. : σφ. ἀνδρός SOPH perdre un homme, être privé de lui ; τοῦ πάντος PLUT perdre tout;
4 induire en erreur, tromper, égarer : τινα qqn ; Pass. s’égarer, se faire illusion, se tromper, commettre une erreur : τι, ἔν τινι, περί τι en qch ; περί τινος au sujet de qch ; σφ. πείρᾳ του THC se tromper dans l’essai de qch, se tromper dans son calcul, éprouver un mécompte ; γνώμῃ THC se tromper dans son calcul ; avec le gén. : σφ. δόξης THC, γνώνης THC se voir déçu dans son attente, dans sa manière de voir ; τοῦ αὐχήματος THC dans sa confiance exagérée ; τῆς ἐλπίδος LUC dans son espérance ; avec l’inf. : se faire illusion sur ce point que.
Étymologie: R. Σφαλ, glisser ; cf. lat. fallo.

English (Autenrieth)

(cf. fallo), aor. 1 σφῆλε, inf. σφῆλαι: make to totter or fall, Od. 17.464, Il. 23.719.

English (Slater)

σφάλλω (aor. ἔσφᾶλε(ν), ἔσφᾶλ, σφᾶλε: aor. pass. σφᾰλῇ.)
   a bring to ruin βία δὲ καὶ μεγάλαυχον ἔσφαλεν ἐν χρόνῳ (P. 8.15) καὶ κρέσσον' ἀνδρῶν χειρόνων ἔσφαλε τέχνα καταμάρψαισ (I. 4.35) ἀλλ' ᾦτινι μὴ λιπότεκνος σφαλῇ πάμπαν οἶκος βιαίᾳ δαμεὶς ἀνάγκᾳ Παρθ. 1. 17.
   b kill Ἀχιλλέα ὃς Ἕκτορα σφᾶλε (Ἕκτορ' ἔσφαλε v. l.) (O. 2.81)
   c frag. ἔσφᾳλ fr. 1a. 6.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
(ενεργ. και μέσ.)
1. κάνω λάθος, πέφτω σε σφάλμα
2. αμαρτάνω
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) βλ. εσφαλμένος
αρχ.
1. κάνω κάποιον να πέσει, ιδίως με τρικλοποδιά
2. αναγκάζω πλοίο να ξεφύγει από τον δρόμο του («τὰς δὲ βαρβαρικὰς [ναῡς... τὸ κῡμα] ἔσφαλλε προσπῑπτον καὶ παρεδίδου πλαγίαις τοῑς Ἕλλησι», Πλούτ.)
3. (για ίππο) ρίχνω κάτω
4. γίνομαι αίτιος να ανατραπεί κάποιος, νικώ, καταβάλλω («σμικροὶ λόγοι ἔσφηλαν ἤδη καὶ κατώρθωσαν βροτούς», Σοφ.)
5. απατώ, παραπλανώ («θεὰ ἤδη μ'... ἔσφηλεν», Σοφ.)
6. μέσ. σφάλλομαι
α) (για μεθυσμένο) παραπατώ, τρεκλίζω
β) (ιδίως για πρόσ. που εκπίπτουν από υψηλή θέση) πέφτω, χάνομαι, γκρεμίζομαι («σφαλλομένους ἐπανορθῶν», Ξεν.)
γ) αποτυγχάνω σε κάτι
δ) χάνω ή καταστρέφω
7. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ σφάλλων
ονομασία μιας βολής τών κύβων
8. φρ. α) «σφάλομαί τι» — υφίσταμαι αποτυχία (Ξεν.)
β) «σφάλλω τινά ἀπ' ἐλπίδος» — διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανή φαίνεται η άποψη ότι το ρ. σφάλλω (< σφάλ-) έχει σχηματιστεί από τη λ. σφαλός «είδος δεσμού τών ποδιών», αν πρόκειται για αρχ. λ. και όχι μεταγενέστερη του ρήματος. Αρχική σημ. του ρήματος, επομένως, θα πρέπει να θεωρηθεί η «κάνω κάποιον να πέσει εμποδίζοντας, δεσμεύοντας του τα πόδια», απ' όπου η σημ. «πέφτω σε σφάλμα γενικά». Αμφίβολη, τέλος, φαίνεται η αναγωγή τών τ. σε ΙΕ ρίζα sp(h)el- «σχίζω, ανοίγω, γδέρνω» (βλ. και ἀσπάλακας: σφάλαξ: σπάλαξ και σπολάς)].

Greek Monotonic

σφάλλω: (√ΣΦΑΛ), μέλ. σφᾰλῶ, αόρ. αʹ ἔσφηλα, Επικ. σφῆλα· παρακ. ἔσφαλκα — Παθ., μέλ. βʹ σφᾰλήσομαι, Μέσ. τύπο σφᾰλοῦμαι, αόρ. βʹ ἐσφάλην [ᾰ]· παρακ. ἔσφαλμαι· γʹ ενικ. υπερσ. ἔσφαλτο· Λατ. fall-o (με απάλειψη του σ
I. κάνω κάποιον να πέσει, ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, ανατρέπω (συνήθως βάζοντας τρικλοποδιά), ανατρέπω τον αντίπαλό μου κατά την πάλη, σε Όμηρ., Πίνδ., Ευρ. κ.λπ.· σφάλλω ναῦς, ρίχνω το καράβι στα πλάγια, σε Πλούτ.· ἵππος σφάλλει τὸν ἀναβάτην, το άλογο ανατρέπει και ρίχνει κάτω τον αναβάτη του, σε Ξεν. — Παθ., ανατρέπομαι, σε Αριστοφ.· λέγεται για μεθυσμένο, σφαλλόμενος, αυτός που παραπαίει, που τρεκλίζει, στον ίδ.
II. γενικά, κάνω κάποιον να πέσει, ανατρέπω, νικώ, σε Ηρόδ., Σοφ., Θουκ. — Παθ., ανατρέπομαι, πέφτω, εκλείπω, αφανίζομαι, καταστρέφομαι, μένω αβοήθητος, λέγεται γι' αυτούς που εκπίπτουν από την υψηλή τους θέση και χάνουν τον πλούτο που κατείχαν, σε Ηρόδ., Αττ.· τόδ' ἐσφάλη, συνέβη αυτό το σφάλμα, σε Σοφ.· οὔ τι μὴ σφαλῶ γ' ἐν σοί, δεν θα υποπέσω σε σφάλμα σε οτιδήποτε σε αφορά, στον ίδ.
III. 1. καταστρατηγώ, κατατροπώνω, ανατρέπω, ματαιώνω, βλάπτω, λυπώ, λέγεται για διάψευση χρησμού, σε Ηρόδ., Σοφ. — Παθ., κάνω λάθος, πλανώμαι, απατώμαι, σε Ηρόδ., Σοφ.
2. το Παθ. επίσης χρησιμοποιείται με γεν. πράγμ., απατώμαι ή αποτυγχάνω σε κάτι· ἦ καὶ πατήρ τι σφάλλεται βουλευμάτων, σε Αισχύλ.· σφάλλεσθαι γάμου, σε Ευρ.· τῆς δόξης, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

σφάλλω: (fut. σφᾰλῶ, aor. 1 ἔσφηλα - дор. ἔσφᾱλα, эп. σφῆλα, pf. ἐσφαλκα; fut. med. σφαλοῦμαι; pass.: fut. σφᾰλήσομαι, aor. 2 ἐσφάλην с ᾰ, pf. ἔσφαλμαι)
1) валить, сбивать с ног, опрокидывать (τινά Hom., Pind., Eur.; ἐπὶ τὴν γῆν Diod.): σ. γόνυ τινός Eur. сбивать с ног кого-л.; σ. τὸν ἀναβάτην Xen. (о лошади) сбрасывать седока; σφαλεὶς εἰς τὴν γῆν Plat. упавший на землю;
2) досл. делать шатким, колебать, качать, перен. расслаблять: σώματα καὶ γνώμας σ. Xen. (о вине) расслаблять физически и душевно; σφαλλόμενος προσέρχεται Arph. он, пошатываясь, подходит;
3) принижать, смирять (σφάλλουσιν ἀνθρώπους θεοί Eur.);
4) рушить, ломать, сносить, подвергать разгрому, губить, разрушать (τὰς, πόλεις Thuc.; δόμους Eur.): σ. δίκαν Eur. ломать законы правосудия; ἀνθρώπων κακῶν ὁμιλίαι σφάλλουσι Her. общение с дурными людьми доводит до гибели; ταῖς τύχαις σφάλλεσθαι Thuc. становиться жертвой несчастных случайностей; σφάλλεσθαί τινι Thuc., Polyb., ἔν τινι Her., Xen., Plat., περί τι Plat., περί τινος Plut. и τι Plat. терпеть неудачу в чем-л.; ὑπὸ νόσων ἐσφαλμένος Plat. одержимый болезнями; ἤν τι σφαλλώμεθα Thuc. если нас постигнет какая-л. неудача; ἐσφαλμένος Eur. падший, несчастный;
5) отнимать, лишать (ἀπ᾽ ἐλπίδος σ. Luc.): σφάλλεσθαι τοῦ παντός Plut. лишаться всего;
6) вводить в заблуждение, обманывать (τινά Her., Soph., Xen., Plat.): ἐν τοῖς δικασταῖς, κοὐκ ἐμοί, τόδ᾽ ἐσφάλη Soph. это была ошибка (вина) судей, а не моя; μῶν ἐσφάλμεθα; (pl. = sing.) Eur. не ошибся ли я?; σφάλλεσθαί τινος Thuc., Plat., Luc., τινι Thuc., τι или περί τι Plat., κατά τι Her., Eur., ἔν τινι Her., Plat. и περί τινος Plut. ошибаться (заблуждаться, делать промах) в чем-л.; ἐὰν ἀποκρινάμενος σφάλληται Plat. если он дает ошибочный ответ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφάλλω, Dor. 3 plur. σφάλλοντι Theocr. 24.112 aor. ἔσφηλα, ep. σφῆλα Od.17.464, Dor. ἔσφᾱλα Pind. P. 8.15; aor. pass. ἐσφάλην; perf. med.-pass. ἔσφαλμαι, plqperf. ἐσφάλμην; fut. σφαλῶ, med. σφαλοῦμαι, pass. σφαλήσομαι. act. ( causat. ) aan het wankelen brengen, uit zijn evenwicht brengen, ten val brengen, onderuithalen, m. n. bij het worstelen:; οὔτ ’ Ὀδυσεὺς δύνατο σφῆλαι οὔδει τε πέλασσαι noch kon Odysseus (zijn tegenstander) onderuithalen en tegen de grond werken Il. 23.719; ὁ δ ’ ἐστάθη ἠΰτε πέτρη ἔμπεδον, οὐδ ’ ἄρα μιν σφῆλεν βέλος Ἀντινόοιο maar hij stond stevig als een rots en het projectiel van Antinoüs bracht hem niet aan het wankelen Od. 17.464; κἄσφηλεν γόνυ γέροντος en (hij) deed de knie van de oude man wankelen (d.w.z. haalde hem onderuit) Eur. Hcld. 128; marit.. σ. ναῦς schepen laten kapseizen Thuc. 7.67.2. overdr. ten val brengen, omverwerpen, onderuit doen gaan:. τὰ πολλὰ σφάλλουσι τὰς πόλεις ze brengen vaak hun steden ten val Thuc. 3.37.4; πολλά … σμικροὶ λόγοι ἔσφηλαν ἤδη καὶ κατώρθωσαν βροτούς kleine woorden hebben al vaak geleid tot de val of het succes van stervelingen Soph. El. 416. op het verkeerde been zetten, misleiden:. Μοίρας δολίῳ σφήλαντι τέχνῃ door de Moiren te misleiden met een listige kunstgreep Eur. Alc. 34; ἡ … θεὰ ἤδη μ ’ ἐπ ’ αὐτοῖς χεῖρ ’ ἐπευθύνοντ ’ ἐμὴν ἔσφηλεν de godin bracht me, terwijl ik al mijn hand op hen richtte, uit mijn koers Soph. Ai. 451. frustreren (in het verwezenlijken van een hoop of verwachting), teleurstellen, onderuithalen:. ἀπ ’ ἔλπιδος σ. (iem.) in zijn hoop teleurstellen [Luc.] 58.29. pass. intrans. wankelen, vallen, onderuitgaan:. σφαλλόμενος προσέρχεται komt wankelend aangelopen Aristoph. Ve. 1324. ten val komen, onderuitgaan, tegenslag ondervinden, falen:; ἢν σφαλῶμεν als we falen Thuc. 1.143.5; ταρβεῖν τὸν εὖ πράσσοντα, μὴ σφαλῇ ποτε vrezen voor iemand met wie het goed gaat, dat hij eens onderuitgaat Soph. Tr. 297; ταῖς τύχαις σ. tegenslag ondervinden door het lot Thuc. 2.87.3; ὁπότε καὶ πείρᾳ του σφαλεῖεν ook al faalden ze af en toe bij een poging iets te ondernemen Thuc. 2.43.1; met acc. v. h. inw. obj.. κἄν τι σφαλῆτε en als jullie een keer tegenslag ondervinden Aristoph. Ran. 736; ἐλάχιστα μὲν ἐσφαλμένοι εἰσί, πλεῖστα δὲ κατωρθωκότες (zij) hebben zeer weinig mislukkingen gekend en zeer veel successen geboekt Xen. Hell. 7.1.9; ἐν τοῖς δικασταῖς, οὐκ ἐμοί, τόδ ’ ἐσφάλη door de jury, niet door mij, leed hij dat verlies Soph. Ai. 1136. misleid worden, zich vergissen:; μῶν ἐσφάλμεθα ἤ … vergis ik me of … Eur. Andr. 896; met gen. in of met betrekking tot iets:. ὅτι οὐκ ἔσφαλται τῆς ἀληθείας ὁ τιθέμενος dat de naamgever niet misleid is met betrekking tot de waarheid Plat. Crat. 436c. gefrustreerd raken in, teleurgesteld raken in, onderuit gaan m.b.t., met gen.:; σφαλέντες τῆς ἀπὸ τοῦ ἐκεῖ πολέμου δόξης omdat wij teleurgesteld werden in onze verwachting met betrekking tot de oorlog daar Thuc. 4.85.2; uitbr.. τοῦδέ γ ’ εἰ σφαλεῖσ ’ ἔσῃ als u van deze man beroofd zult zijn Soph. Tr. 1113.

Frisk Etymological English

-ομαι
Grammatical information: v.
Meaning: to bring down, to ruin, to mislead, midd. to go down, to be ruined, to be mistaken (IA).
Other forms: Aor. σφῆλαι (Il.), Dor. σφᾶλαι (Pi.), pass. σφαλ-ῆναι (-θῆναι Gal.), intr. -αι (LXX; Schwyzer 756), fut. ?-ῶ, pass. -ήσομαι, perf. midd. ἔσφαλ-μαι (IA.), act. -κα (Plb.).
Compounds: Also w. prefix, e.g. ἀπο-, παρα-.
Derivatives: 1. σφαλ-ερός slippery, treacherous, staggering (IA.). 2. -μα n. fall, accident, misstep, mistake (IA.), -μός m. id. (Aq.) with -μῆσαι (ἀπο-) to stumble (Plb.), σφαλ-μᾳ̃ σκιρτᾳ̃, σφάλλεται H. 3. -σις (ἀνά-, περί-, ἀμφί-) f. fall, accident (Hp., Vett. Val.). 4. -της m. des. of Dionysos "he who brings down" (Lyc.). 5. ἀ-σφαλ-ής, ές, -(έ)ως not falling, not staggering, firm, safe, reliable (Il.) with -εια f. (Att.), -ίζομαι, -ίζω (hell. a. late), prob. directly from the verb (cf. Schwyzer 513; σφάλος n. only Trag. Oxy. 676, 16 [uncertain]); thus ἐπι-, περι-, ἀρι-σφαλής a.o. -- On ἄσφαλτος s. v. (folketym. adapted?).
Origin: IE [Indo-European] [cf. 929] *(s)gʷʰh₂el-
Etymology: As with πάλλω, σκάλλω the above system of forms can be understood as a pure Greek creation. -- A certain etymology is missing. Instead of the earlier, semant. very attractive connection with Skt. skhálate, -ti sumble, stagger, err, Arm. sxalem, -im id. (Fick 1. 143. 567, Hübschmann Armen. Gr. 1, 490 f.), which requires IE skʷhel- and is therefore coubtful, P. Wahrmann Glotta 6, 149ff. tries to connect σφάλλω with IE *sp(h)el- split in σπολάς, ἀσπάλαξ a.o. (s. vv. w. lit.) assuming an orig. meaning *'throw with sticks, put a stop between the legs v. t.' (details in WP. 2, 678 and Pok. 985); phonetically better, but semant. quite hypothetic. Diff., but also doubtful, Thieme KZ 69, 175. Suppositions on anlaut. σφ- in Hiersche Ten. aspiratae 194 w. lit. Older lit. in Bq; further W.-Hofmann s. fallō. -- Cf. σφαλός, σφέλας. Rix, Hist. Gramm. d. Griech. 31 assumes *sgʷʰh₂el- with Siebs, which seems possible.

Middle Liddell

[Root !σφαλ]
I. Lat. fall-o (the sigma being lost):—to make to fall, throw down, overthrow, properly by tripping up, to trip up in wrestling, Hom., Pind., Eur., etc.; σφ. ναῦς to throw her on her beam-ends, Plut.; ἵππος σφ. τὸν ἀναβάτην throws him, Xen.:—Pass. to be tripped up, Ar.; of a drunken man, σφαλλόμενος reeling, staggering, Ar.
II. generally, to cause to fall, overthrow, defeat, Hdt., Soph., Thuc.:—Pass. to be overthrown, to fall, fail, be undone, become helpless, Hdt., attic; τόδ' ἐσφάλη this mishap took place, Soph.; οὔ τι μὴ σφαλῶ γ' ἐν σοί I shall not fail in thy business, Soph.
III. to baffle, foil, balk, disappoint, Hdt., Soph.:—Pass. to err, go wrong, be mistaken, Hdt., Soph.
2. the Pass. is also used c. gen. rei, to be balked of or foiled in a thing, ἦ καὶ πατήρ τι σφάλλεται βουλευμάτων; Aesch.; σφάλλεσθαι γάμου Eur.; τῆς δόξης Thuc.

Frisk Etymology German

σφάλλω: -ομαι (ion. att.),
{sphállō}
Forms: Aor. σφῆλαι (seit Il.), dor. σφᾶλαι (Pi.), Pass. σφαλῆναι (-θῆναι Gal.), intr. -αι (LXX; Schwyzer 756), Fut. ?-ῶ, Pass. -ήσομαι, Perf. Med. ἔσφαλμαι (ion. att.), Akt. -κα (Plb.),
Grammar: v.
Meaning: zu Fall bringen, zugrunde richten, täuschen, Med. zu Fall kommen, zugrunde gehen, sich irren.
Composita : auch m. Präfix, z.B. ἀπο-, παρα-,
Derivative: Davon 1. σφαλερός schlüpfrig, trügerisch, wankend (ion. att.). 2. -μα n. Fall, Unfall, Fehltritt, Irrtum (ion. att.), -μός m. ib. (Aq.) mit -μῆσαι (ἀπο-) straucheln (Plb.), σφαλμᾷ· σκιρτᾷ, σφάλλεται H. 3. -σις (ἀνά-, περί-, ἀμφί-) f. Fall, Unfall (Hp., Vett. Val.). 4. -της m. Ben. des Dionysos "der zum Fallen bringt" (Lyk.). 5. ἀσφαλής, ές, -(έ)ως nicht fallend, nicht wankend, fest, sicher, zuverlässig (seit Il.) mit -εια f. (att.), -ίζομαι, -ίζω (hell. u. sp.), wohl direkt vom Verb (vgl. Schwyzer 513; σφάλος n. nur Trag. Oxy. 676, 16 [unsicher]); ebenso ἐπι-, περι-, ἀρισφαλής u.a. — Zu ἄσφαλτος s. bes. (volksetymologisch angeglichen?).
Etymology : Wie bei πάλλω, σκάλλω läßt sich der obige Formenbestand als eine rein griechische Schöpfung verstehen. — Eine sichere Etymologie fehlt. Anstatt der früheren, semantisch sehr ansprechenden Anknüpfung an aind. skhálate, -ti straucheln, schwanken, irren, arm. sxalem, -im ib. (Fick 1. 143. 567, Hübschmann Armen. Gr. 1, 490 f.), die idg. sqʷhel- erfordert und aus diesem Grunde Bedenken erregt, sucht P. Wahrmann Glotta 6, 149ff. σφάλλω mit idg. sp(h)el- spalten in σπολάς, ἀσπάλαξ u.a. (s. dd. m. Lit.) zu verbinden unter Annahme einer urspr. Bed. *’(mit Prügeln) werfen, jemandem einen Stock zwischen die Beine stecken o. ä.’ (Einzelheiten bei WP. 2, 678 und Pok. 985); lautlich gewiß besser, aber semantisch ganz hypothetisch. Anders, ebenfalls bedenklich, Thieme KZ 69, 175. Vermutungen über anlaut. σφ- bei Hiersche Ten. aspiratae 194 m. Lit. Ält. Lit. bei Bq; dazu noch W.-Hofmann s. fallō. — Vgl. σφαλός, σφέλας.
Page 2,827