σπουδάζω
English (LSJ)
S.OC1143, Ar.Pax471 (lyr.), etc.: Att.fut. A -άσομαι Pl. Euthphr.3e, D.21.213, later -άσω Plb.3.5.8, D.S.1.58, etc.: aor. ἐσπούδασα E.HF507, Pl.Phd.114e: pf. ἐσπούδακα Ar.V.694, Pl.Phdr. 236b, etc.:—Med., fut. v. supr.:—Pass., fut. σπουδασθήσομαι Ael. NA4.13: aor. ἐσπουδάσθην Str.17.3.15, Plu.Per.24: pf. ἐσπούδασμαι Pl.Ly.219e (v. infr.): I intr., I to be busy, eager to do a thing, c. inf., S.OC1143, E.Hec.817, Pl.Euthd.293a, etc.; σπούδασον ἐλθεῖν . . ταχέως make haste . ., 2 Ep.Ti.4.9; ὅτ' ἐσπούδαζες ἄρχειν wast eager to rule, E.IA337 (troch.): c. part., ἐσπ. διδάσκων X.Oec.9.1: freq. σ. περί τινος or τι, Id.Mem.1.3.8, Pl.R.330c, etc.; ὑπέρ τινος D.59.77; εἰς τὰ σά Id.21.195; πρός τι Id.22.76; ἐπί τισι X.Mem.1.3.11, cf. D.21.2: c. dat., σ. γάμῳ Aristaenet.2.3; σ. ὅπως . .endeavour that . ., D.43.12, SIG312.10 (Samos, iv B.C.): abs., ἐσπουδακυῖα in haste, hurriedly, Ar.Th.572; ἐσπουδακώς eagerly, Men.562. b c. acc. et inf., σπουδάσαντες τοῦτ' αὐτοῖς παραγενέσθαι Pl.Alc.2.141d, cf. 2 Ep.Pet.1.15, BGU1080.14 (iii A.D.), etc. 2 of persons, σ. πρός τινα pay him serious attention, Pl.Grg.510c, etc.; εἴς τινα AP9.422 (Apollonid.); σ. περί τινα to be anxious for his success, Isoc.1.10, X.Cyr.5.4.13, etc. (distinguished fr. πρός τινα by Luc.Sol.10); περί τινος X.Lac.4.1; ὑπὲρ τῶν οἰκετῶν Aeschin.1.17; ὑπέρ τινος D.21.213, etc.; σ. τινί be a partisan or backer of, Plu.Art.21, Arr.Epict.1.11.27, PGiss.71.6 (ii A.D.); ἀπό τινος Philostr.VS2.27.6. 3 to be serious or earnest, Ar.Ra.813; opp. σκώπτειν καὶ κωμῳδεῖν, Id.Pl.557; freq. in Pl., σπουδάζει ταῦτα ἢ παίζει; Grg.481b, etc.; ἐσπούδακας, ὅτι ἐπελαβόμην ἐρεσχηλῶν σε; did you take it seriously, that I . .? Phdr. 236b; σπουδάζοντα τοῖς πράγμασι τοῖς ὀνόμασι παίζειν D.H.Lys.14; ἐσπουδάκατον they have worked hard, Ar.V.694; μάλα ἐσπουδακότι τῷ προσώπῳ with a very grave face, X.Smp.2.17. 4 study, Philostr. VS1.7.2; lecture, teach, ib.1.21.5. II trans., 1 c. acc. rei, do anything hastily or earnestly, be earnest about, τὸ αὑτοῦ E.HF 507; τὰς περὶ τὸ μανθάνειν ἡδονάς Pl.Phd.114e, etc.; opp. παρέργοις χρῆσθαι, Id.Euthd.273d, cf. Ti.21c; τὰ ἑαυτοῦ ἡδέα X.Smp.8.17; σ. τοῦτο, ὅπως . . Id.Eq.11.10:—Pass., σπουδάζεταί τι is zealously pursued, πᾶν ὅ τι σ. E.Supp.761; σ. ἀγών X.Lac.10.3; χρήματα μετὰ πολλῆς δαπάνης σ. Pl.R.485e; ἡ κωμῳδία διὰ τὸ μὴ σπουδάζεσθαι . . ἔλαθεν because it was not taken up seriously, Arist.Po.1449b1; οὐ πάνυ σπουδάζεται ὑπ' αὐτῶν is not much valued, Luc.Cont.11: esp. freq. in pf. part., πᾶσα ἡ τοιαύτη σπουδὴ οὐκ ἐπὶ τούτοις ἐστὶν ἐσπουδασμένη Pl.Ly.219e; προοίμια θαυμαστῶς ἐσπουδασμένα elaborately worked up, Id.Lg.722e, cf. 659e; so τὰ μάλιστα ἐσπ. σῖτα καὶ ποτά the choicest, X.Cyr.4.2.38; τὰ ἐσπ., of writing tablets, the best quality, Thphr.HP 3.9.7 (also κλίνας καὶ δίφρους καὶ τὰ ἄλλα τὰ σπουδαζόμενα ib.5.3.2); εἰ ταῦτ' ἐσπουδασμένα ἐν γράμμασιν ἐτέθη if those pains were seriously bestowed on letters, Pl.Ep.344c; αἱ ἐσπουδασμέναι παιδιαί Arist.Rh. 1371a3, cf. Pol.1336a34. 2 Pass., of persons, to be treated with respect, opp. καταφρονεῖσθαι, Id.Rh.1380a26; to be courted, Str.17.3.15, Plu.Them.5, D.L.5.75; of women, Plu.Cim.4, Art.26. b in LXX, trouble, disturb any one, Jb.22.10, 23.16.
German (Pape)
[Seite 924] fut. σπουδάσομαι Plat. Euthyphr. 3 e, σπουδάσω 2. Petr. 1, 15, eigtl. intrans. sich sputen, eilig, thätig sein, sich emsig womit beschäftigen, eifrig um Etwas bemühen; οὐ γὰρ λόγοισι τὸν βίον σπουδάζομεν λαμπρὸν ποιεῖσθαι μᾶλλον ἢ τοῖς δρωμένοις, Soph. O. C. 1145; ὅτ' ἐσπούδαζες ἄρχειν Δαναΐδαις, Eur. I. A. 337; u. pass., πέλας πᾶν ὅ τι σπουδάζεται, Suppl. 761; σπουδαστέον, I. A. 902; Ar. Th. 572; περὶ τὰ χρήματα σπουδάζουσιν ὡς ἔργον ἑαυτῶν, Plat. Rep. I, 330 a, u. öfter; auch c. acc., οὐκ ἄξια πολλῆς σπουδῆς ἐσπούδακεν, Soph. 259 c; u. pass., ὧν ἕνεκα χρήματα μετὰ πολλῆς δαπάνης σπ ουδάζεται, Rep. VI, 485 e; πᾶσα ἡ τοιαύτη σπουδὴ οὐκ ἐπὶ τούτοις ἐστὶν ἐσπουδασμένη, Lys. 219 e; προοίμια θαυμαστῶς ἐσπουδασμένα, ausgearbeitet, Legg. IV, 722 d; vgl. τὰ μάλα ἐσπουδασμένα σῖτα καὶ ποτά, sorgfältig zubereitet, Xen. Cyr. 4, 2, 38; ἐπί τινι, Mem. 1, 3, 11, wie ἐπὶμικροῖς Isocr. 4, 171; περὶ τὰ ὅμοια ἐσπουδακώς, Luc. Nigr. 6; – sich ernstlich womit beschäftigen, ernsthaft sein, mit Ernst sprechen u. handeln, σκώπτειν πειρᾷ καὶ κωμῳδεῖν τοῦ σπουδάζειν ἀμελήσας, Ar. Plut. 557; ὅταν οἱ δεσπόται ἐσπουδάκωσι, Ran. 811; σπουδάζει ταῦτα Σωκράτης ἢ παίζει, Plat. Gorg. 481 b, vgl. Phaedr. 234 b u. Lys. 24, 18; ἐφ' οἷς ἐσπούδακε, Plat. Phaedr. 276 b; διὰ ταῦτα προσεπαισάτην τε καὶ οὐκ ἐσπουδασάτην, Euthyd. 283 c; περὶ τούτων ἔπαιζε ἅμα σπουδάζων, Xen. Mem. 1, 3, 7; πρός τινα, ernsthaft mit Einem verhandeln, Cyr. 1, 3, 11; ἐν οἷς διατρίβετε καὶ περὶ ἃ σπουδάζετε, Dem. 6, 4; πρός τινα, Jem. gewogen sein, 21, 4; πρὸς χρημάτων ατῆσιν, 24, 184; ὑπὲρ τῶν δούλων, Aesch. 1, 17. – Mit dem acc. der Person, Einen unterstützen, sich seiner eifrig annehmen, ihn zu befördern suchen, Sp., Plut. oft; τοὺς περὶ αὑτὸν σπουδάζοντας, Isocr. 1, 10; ὲπί τινι, 2, 44; pass. σπουδάζομαι, ich werde geschätzt, man bekümmert sich viel um mich, τὴν Ἀσπασίαν ὑπὸ τοῦ Περικλέους σπουδασθῆναι, Plut. Pericl. 24, vgl. Alex. 53.
Greek (Liddell-Scott)
σπουδάζω: Ἀττ. μέλλ. -άσομαι Πλάτ. Εὐθύφρων 3Ε, Δημ. 583. 2, μεταγενέστ. -άσω Πολύβ. 3. 5, 8, Διόδ., κλπ. -ἀόριστ. ἐσπούδασα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 507, Πλάτ. Φαίδων 114Ε· -πρκμ. ἐσπούδακα Ἀριστοφ. Σφ. 694, Πλάτ., κλπ. - Μέσ., ἴδε ἀνωτ., καὶ πρβλ. διασπουδάζω. - Παθ., μέλλ.σπουδασθήσομαι Αἰλ. π. Ζ. 4. 13· ἀόρ. ἐσπουδάσθην Στράβ. 833, Πλούτ.· πρκμ. ἐσπούδασμαι Πλάτ. Λῦσ. 219Ε, ἴδε κατωτ. Ι. ἀμεταβ., σπεύδω, ἐπείγομαι. 1) ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι πολυάσχολος, ἀσχολοῦμαι ἐπιμελῶς καὶ προθύμως ὅπως πράξω τι, μετ’ ἀπαρεμφ., Σοφ. Ο. Κ. 1143, Εὐρ. Ἑκ. 817, Πλάτ., κλπ.· ὅτ’ ἐσπούδαζες ἄρχειν, ἦσο πρόθυμος νὰ κυβερνήσῃς, Εὐρ. Ι. Α. 337· μετὰ μετοχ., σπ. διδάσκων Ξεν. Οἰκ. 9, 1· συχν. ὡσαύτως, σπ. περί τινος ἢ τι Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 8, Πλάτ. Πολ. 330C, κτλ.· ὑπέρ τινος Δημ. 1371. 10· εἴς τι ὁ αὐτ. 577. 15· πρός τι ὁ αὐτ. 617. 10· ἐπί τινι Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 11· μετὰ δοτ., σπ. γάμῳ Ἀρισταίν. 2. 3· σπουδάζοντα τοῖς πράγμασι τοῖς ὀνόμασι παίζειν Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 12· σπ. ὅπως.., προσπαθῶ νά.., Δημ. 1053. 21. 2) ἐπὶ προσώπων, σπ. πρός τινα, εἶμαι πολὺ ἠσχολημένος εἴς τινα, Πλάτ. Γοργ. 510C, κτλ.· εἴς τινα Ἀνθ. Π. 9. 422· σπ. περί τινα, εἶμαι ἀνυπόμονος ἢ ἀνήσυχος περὶ τῆς ἐπιτυχίας τινός, ἐνεργῶ ὑπέρ τινος, Ἰσοκρ. 4Α, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 13, κτλ.· περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 4, 1· ὑπέρ τινος 583. 2, κτλ.· οὕτω, σπ. τινὶ Πλουτ. Ἀρτοξ. 21, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 11, 27. 3) ἀπολ., εἶμαι σπουδαῖος, σοβαρός, οὐχὶ ἐπιπόλαιος καὶ παιγνιώδης, Ἀριστοφ. Βάτρ. 813, καὶ συχν. παρὰ Πλάτ.· ἀντίθετον τῷ σκώπτειν καὶ κωμῳδεῖν, Ἀριστοφ. Πλ. 557· σπουδάζει ταῦτα ἢ παίζει; Πλάτ. Γοργ. 481Β, κτλ.· ἐσπούδακας ὅτι ἐπελαβόμην ἐρεσχηλῶν σε, τὸ ἔλαβες ὑπὸ σπουδαίαν ἔποψιν ἐπειδὴ ἐγώ.., ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 236Β· ἐσπουδάκατον, εἰργάσθησαν σπουδαίως, προθύμως, «δυνατά», Ἀριστοφ. Σφ. 694, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 21C· μάλα ἐσπουδακότι προσώπῳ, μετὰ προσώπου λίαν σπουδαίου, πλήρους σπουδαιότητος, Ξεν. Συμπ. 2, 17· ἐσπουδακυῖα, μετὰ σπουδῆς, «μετὰ βίας», «βιαστικά», Ἀριστοφ. Θεσμ. 572· ἐσπουδακώς, προθύμως, μετὰ σπουδῆς, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 37. ΙΙ. μεταβ., 1) μετ’ αἰτ. πράγματ., πράττω τι μετὰ σπουδῆς ἢ προθυμίας, τὸ αὑτοῦ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 507· ἡδονὰς Πλάτ. Φαίδων 114Ε, κτλ.· ἀντίθετον τῷ παρέργῳ χρῆσθαί τινι, ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 273D· τὰ ἑαυτοῦ ἡδέα Ξεν. Συμπ. 8, 17· σπ. τοῦτο, ὅπως ... ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 11, 10. - Παθ., σπουδάζεταί τι, μετὰ ζήλου ἐπιδιώκεται, πᾶν ὅ τι σπ. Εὐρ. Ἱκέτ. 761· ἀγὼν σπ. Ξεν. Λακ. 10, 3· χρήματα μετὰ πολλῆς δαπάνης σπ. Πλάτ. 485Ε· ἡ κωμῳδία διὰ τὸ μὴ σπουδάζεσθαι ... ἔλαθεν, ἐπειδὴ δὲν ἀπεδίδετο πολλὴ ἐπιμέλεια εἰς αὐτήν, Ἀριστ. Ποιητ. 5, 3· οὐ πάνυ σπουδάζεται ὑπ’ αὐτῶν, δὲν ἐκτιμᾶται πολύ, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 11· - μάλιστα ἐν τῇ μετοχ. τοῦ πρκμ., ἡ τῶν χρημάτων ἐσπουδασμένη σπουδή, ἡ μετὰ σπουδῆς ἐπιδίωξις αὐτῶν, Πλάτ. Λῦσ. 219Ε· προοίμια θαυμαστῶς ἐσπουδασμένα, μετὰ πολλῆς σπουδῆς ἐξειργασμένα, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 722D, πρβλ. 659Ε· οὕτω, τὰ μάλιστα ἐσπ. σῖτα καὶ ποτά, τὰ ἐκλεκτότατα, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 38· εἰ ταῦτα ἐσπουδασμένα ἐτέθη ἐν γράμμασι, ἂν ἡ ἐπιμέλεια ἐκείνη μετὰ σπουδῆς ἐχρησιμοποιεῖτο εἰς τὰ γράμματα, Πλάτ. Ἐπιστ. 344C· αἱ ἐσπουδασμέναι παιδιαὶ Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 15, πρβλ. Πολιτ. 7. 17, 5 2) Παθ., ὡσαύτως, ἐπὶ προσώπων, γίνομαι ἀντικείμενον σεβασμοῦ, ἀντίθετ. τῷ καταφρονεῖσθαι, Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 7· γίνομαι ἀντικείμενον ἔρωτος, Στράβ. 833, Πλουτ. Θεμ. 5, Διογ. Λ. 5. 75· ἐπὶ γυναικῶν, Πλουτ. Κίμ. 4, πρβλ. Ἀρτοξ. 26. β) παρὰ τοῖς Ἑβδ., ταράσσω, ἐνοχλῶ τινα, Ἰὼβ ΚΒ΄, 10, ΚΓ΄, 16.
French (Bailly abrégé)
f. σπουδάσομαι, réc. σπουδάσω, ao. ἐσπούδασα, pf. ἐσπούδακα, pqp. ἐσπουδάκειν;
Pass. f. σπουδασθήσομαι, ao. ἐσπουδάσθην, pf. ἐσπούδασμαι;
I. être empressé, s’empresser, d’où
1 avec un rég. de chose s’appliquer à, s’occuper activement de, acc. seul ou précédé d’une prép. (εἰς, ἐπί, πρός) ou dat. ; avec un inf. ou avec ὡς ou ὅπως : s’efforcer de ; avec un part. : σπουδάζω διδάσκων XÉN je travaille à instruire (les autres) ; Pass. être fait ou préparé ou obtenu avec peine, avec soin ; τὰ μάλα ἐσπουδασμένα σῖτα XÉN les mets les plus exquis;
2 avec un rég. de pers. être empressé auprès de, s’attacher à, s’intéresser à, prendre parti pour : περί τινα, πρός τινα, τινι s’attacher à qqn, prendre soin de lui, de ses intérêts ; σπουδάζεσθαι ὑπό τινος ou πρός τινος être aimé, recherché ou protégé par qqn;
II. être sérieux ; πρός τινα avec qqn ; περί τι, ἔν τινι traiter sérieusement de qch.
Étymologie: σπουδή.
English (Strong)
from σπουδή; to use speed, i.e. to make effort, be prompt or earnest: do (give) diligence, be diligent (forward), endeavour, labour, study.
English (Thayer)
future σπουδάσω (a later form for the early σπουδάσομαι, cf. Krüger, § 40, under the word, vol. i, p. 190; Buttmann, 53 (46); (Winer's Grammar, 89 (85); Veitch, under the word)); 1st aorist ἐσπούδασα; (σπουδή, which see); from Sophocles and Aristophanes down;
a. to hasten, make haste: followed by an infinitive (cf. σπεύδω, 1), to exert oneself, endeavor, give difference: followed by an infinitive, 2 Peter 1:15.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και σπουδάχνω Ν
ασχολούμαι με κάτι επιμελώς και με προσοχή, μελετώ με προσοχή κάτι ώστε να το μάθω (α. «σπουδάζει ιατρική» β. «ἐσπούδαζε διδάσκων», Ξεν.)
νεοελλ.
1. (μτβ.) α) παρέχω σε κάποιον τα μέσα για να σπουδάσει μια επιστήμη ή τέχνη και να τήν ασκήσει («πούλησε σχεδόν τα πάντα για να σπουδάσει τα παιδιά του»)
β) (στον Ερωτόκρ.) κάνω κάποιον να βιαστεί, ταχύνω («εγώ δε θε να καρτερώ κι η ώρα με σπουδάζει», Ερωτόκρ.)
2. (αμτβ.) φοιτώ σε ανώτερο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, είμαι σπουδαστής
3. (η μτχ. παθ.παρακμ. ως ουσ.) σπουδασμένος, -η, -ο και σπουδαγμένος, -η, -ο
α) άτομο που έχει σπουδάσει μια επιστήμη, που έχει κάνει σπουδές
β) άτομο με πολλές γνώσεις
μσν.-αρχ.
παθ. σπουδάζομαι
α) (για κείμενα ή προβλήματα) είμαι αντικείμενο σοβαρής μελέτης («πολλοῑς χρήσιμος φανεῑσα, μετὰ τῶν ἄλλων ἐσπουδάσθη γραφῶν», Ευστ.)
β) συντίθεμαι, είμαι συντεθειμένος
αρχ.
1. προσπαθώ (α. «οὐ γὰρ λόγοισι τὸν βίον σπουδάζομεν λαμπρὸν ποιεῖσθαι», Σοφ.
β. «σπούδασον ἐλθεῖν ταχέως», ΚΔ)
2. αποδίδω μεγάλη σημασία σε κάποιον («οὐκ ἄν ποτε ὡς πρὸς φίλον σπουδάσειεν», Πλάτ.)
3. υποστηρίζω κάποιον, προσπαθώ να τον ωφελήσω («ἐθαύμαζε τοὺς περὶ αὐτὸν σπουδάζοντας», Ισοκρ.)
4. μιλώ ή ενεργώ με σοβαρότητα
5. διδάσκω, παραδίδω μαθήματα
6. ταράσσω, ενοχλώ κάποιον
7. κάνω κάτι με γρηγοράδα ή με προθυμία, με ζήλο
8. (το αρσ. μτχ. ενεργ. παρακμ. ως επίρρ.) ἐσπουδακώς
με σπουδή, πρόθυμα
9. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ.) τὰ ἐσπουδασμένα
τα πιο εκλεκτά
10. φρ. «σπουδάζεταί τι» — επιδιώκεται κάτι με ζήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδή (για τη σημ. του ρ. βλ. και λ. σπεύδω και βιάζω)].
Greek Monotonic
σπουδάζω: μέλ. -άσομαι, αόρ. αʹ ἐσπούδασα, παρακ. ἐσπούδακα — Παθ., αόρ. αʹ ἐσπουδάσθην, παρακ. ἐσπούδασμαι·
I. αμτβ., σπεύδω, επείγομαι·
1. λέγεται για πράγματα, είμαι απασχολημένος, καταγίνομαι, ασχολούμαι, είμαι πρόθυμος, επιμελούμαι, διακατέχομαι από ζήλο, επιδεικνύω θέρμη να κάνω κάτι, με απαρ., σε Σοφ. κ.λπ.· επίσης, σπουδάζω περί τινος ή τι, σε Ξεν., Πλάτ.· εἴς ή πρός τι, σε Δημ.· ἐπί τινι, σε Ξεν.
2. λέγεται για πρόσωπα, σπουδάζω πρός τινα, είμαι απασχολημένος με κάποιον, σε Πλάτ.· σπουδάζω περί τινα, είμαι ανήσυχος, ενδιαφέρομαι για την επιτυχία του, ενεργώ για χάρη κάποιου, σε Ξεν.· ὑπέρ τινος, σε Δημ.
3. απόλ. είμαι σπουδαίος, σοβαρός, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ἐσπουδακότι προσώπῳ, έχοντας σοβαρή έκφραση, σε Ξεν.
II. μτβ.·
1. με αιτ. πράγμ., κάνω οτιδήποτε βιαστικά ή πρόθυμα, προθυμοποιούμαι, φιλοτιμούμαι, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., επιδιώκομαι με ζήλο, σε Ευρ. κ.λπ.· ιδίως, σε μτχ. παρακ., σοβαρός, σημαντικός, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. Παθ., λέγεται επίσης, για πρόσωπα, αντιμετωπίζομαι με σεβασμό, είμαι σεβαστός, σε Αριστ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
σπουδάζω: (fut. σπουδάσομαι - поздн. σπουδάσω, aor. ἐσπούδασα, pf. ἐσπούδακα; pass.: aor. ἐσπουδάσθην, pf. ἐσπούδασμαι)
1) спешить, торопиться (γυνή τις ἐσπουδακυῖα προστρέχει Arph.);
2) деятельно заниматься, прилагать старания, усердно стремиться, стараться (περί τι, περί τινος, ἐπὶ τινι и τι Xen., Plat. etc.; πρός и εἴς τι Dem., ὑπέρ τινος Isocr., Dem., τινί Luc. и ποιεῖν τι Soph., Xen.);
3) окружать попечением, заботиться (πρός τινα Plat., περί τινα и περί τινος Xen., ὑπέρ τινος Dem., τινί Plut. и εἴς τινα Anth.);
4) говорить, поступать или принимать всерьез, относиться серьезно: σπουδάζει ταῦτα ἢ παίζει; Plat. он это серьезно говорит или шутит?; μάλα ἐσπουδακότι τῷ προσώπῳ Xen. с весьма серьезным выражением лица; ἐσπούδακας, ὅτι ἐπελαβόμην ἐρεσχηλῶν σε Plat. ты принял всерьез то, что я подтрунил над тобой; τὰς παιδιὰς εἶναι δεῖ τὰς μιμήσεις τῶν ὕστερον σπουδαζομένων Arst. игры должны быть подражанием будущим серьезным делам; μὴ σπουδάζεσθαι Arst. не встречать к себе серьезного отношения, быть в пренебрежении;
5) усердно работать, тщательно делать, старательно подготовлять: εἰ ἐσπουδάκει καθάπερ ἄλλοι Plat. если бы он так же усердно работал, как другие; τὰς περὶ τὸ σῶμα ἡδονὰς σ. Plat. гоняться за физическими наслаждениями; θαυμαστῶς ἐσπουδασμένος Plat. изготовленный с удивительной тщательностью; τὰ μάλιστα ἐσπουδασμένα σῖτα Xen. приготовленные с величайшим старанием яства; πέλας γὰρ πᾶν ὅ τι σπουδάζεται Eur. ведь близко все, что является предметом упорного труда; σπούδασον ἐλθεῖν ταχέως NT постарайся прийти скоро.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπουδάζω [σπουδή] perf. act. ἐσπούδακα, med. ἐσπούδασμαι haast hebben, ongeduldig zijn:; γυνή τις ἡμῖν ἐσπουδακυῖα προστρέχει één of andere vrouw komt haastig op ons af rennen Aristoph. Th. 572; met inf.: σπουδάζει φαγεῖν hij heeft haast om te gaan eten Xen. Cyr. 1.3.11. zich inzetten (voor), zich druk maken (om), zijn best doen (voor): met acc., met dat., met περί + gen. of + acc., met ὑπέρ + gen., met ἐπί + dat., met εἰς + acc.:; περὶ ἃ σπουδάζετε, ταῦτ ’ ἄμεινον... ἔχει de dingen waarvoor u zich inzet, gaan beter Dem. 6.4; σ.... ἐφ ’ οἷς οὐδ ’ ἂν μαινόμενος σπουδάσειεν zich druk maken om dingen waar een waanzinnige zich nog niet druk over zou maken Xen. Mem. 1.3.11; met inf.:; τὸν βίον σπουδάζομεν λαμπρὸν ποιεῖσθαι wij doen ons best om ons leven schitterend te maken Soph. OC 1143; met acc. en inf..; σ. τοῦτ ’ αὐτοῖς παραγενέσθαι ernaar streven dat zij dát zouden krijgen Plat. Alc.2 141d; σ. πρός τινας met bepaalde mensen bezig zijn Xen. Cyr. 1.3.11; ptc. perf. med. ἐσπουδασμένος waaraan aandacht is besteed. serieus zijn (in), serieus nemen: met acc.:; σπουδάζει ταῦτα ἢ παίζει; meent hij dat ernstig of maakt hij een grapje? Plat. Grg. 481b; met ὅτι:; ἐσπούδακας... ὅτι σου τῶν παιδικῶν ἐπελαβόμην ἐρεσχηλῶν σε dacht je serieus... dat ik je liefjes heb aangeraakt, terwijl ik je voor de gek hield? Plat. Phaedr. 236b; pass.. δοκεῖ γὰρ σπουδάζεσθαι ἀλλ ’ οὐ καταφρονεῖσθαι zij denken namelijk dat ze gerespecteerd en niet veracht worden Aristot. Rh. 1380a26.
Middle Liddell
I. intr. to make haste,
1. of things, to be busy, eager, zealous, earnest to do a thing, c. inf., Soph., etc.; also, σπ. περί τινος or τι Xen., Plat.; εἴς or πρός τι Dem.; ἐπί τινι Xen.
2. of persons, σπ. πρός τινα to be busy with him, Plat.; σπ. περί τινα to be anxious for his success, canvass for him, Xen.; ὑπέρ τινος Dem.
3. absol. to be serious or earnest, Ar., etc.; ἐσπουδακότι προσώπωι with a grave face, Xen.
II. trans.,
1. c. acc. rei, to do anything hastily or earnestly, Eur., Plat., etc.:—Pass. to be zealously pursued, Eur., etc.:—esp. in perf. part., serious, Plat., etc.
2. Pass., also, of persons, to be treated with respect, to be courted, Arist., etc.
Chinese
原文音譯:spoud£zw 士鋪打索
詞類次數:動詞(11)
原文字根:(成為)勤奮 相當於: (אוּץ)
字義溯源:加速,趕緊,趕,盡力,熱心,殷勤,當殷勤,務必竭力,當竭力,竭力;源自(σπουδή)=急忙,急切),而 (σπουδή)又出自(σπεύδω)*=急速)。參讀 (σπεύδω)同源字
出現次數:總共(11);加(1);弗(1);帖前(1);提後(3);多(1);來(1);彼後(3)
譯字彙編:
1) 你要趕緊(2) 提後4:21; 多3:12;
2) 我要竭力(1) 彼後1:15;
3) 就當殷勤(1) 彼後3:14;
4) 我們⋯竭力的(1) 帖前2:17;
5) 殷勤(1) 彼後1:10;
6) 我們務必竭力(1) 來4:11;
7) 你當竭力(1) 提後2:15;
8) 你要趕(1) 提後4:9;
9) 我熱心(1) 加2:10;
10) 竭力的(1) 弗4:3