σκοπός

From LSJ
Revision as of 14:30, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")

ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνονPlato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοπός Medium diacritics: σκοπός Low diacritics: σκοπός Capitals: ΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: skopós Transliteration B: skopos Transliteration C: skopos Beta Code: skopo/s

English (LSJ)

ὁ (also ἡ, Od.22.396, Call.Del.66): (σκέπτομαι):— A one that watches, one that looks about or one that looks after things, παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν Il.23.359; γυναικῶν δμῳάων σ. ἐσσι, of a housekeeper, Od. l.c.: in Pi., of gods and kings, c. gen. loci, guardian, protector, Ὀλύμπου σκοπός O.1.54; Δάλου 6.59; Μαγνήτων σκοπός, of Peleus, N.5.27; τὸν ὑψόθεν σ., φύλακα βροτῶν A.Supp.381 (lyr.); also σκοποὶ τῶν εἰρημένων S.Ant. 215. b one who watches or one who looks out to take advantage, Od.22.156; watchful, jealous master, S.Aj.945. 2 mostly, lookout-man, watcher, stationed in some high place (σκοπιά) to overlook a country, especially in war, Il.2.792, Od.16.365, X.Cyr.3.2.1, 4.1.1, etc.; hence Ἠέλιον . . θεῶν σ. ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν h.Cer.62: also, game-watcher, X.Cyr. 1.6.40. 3 spy, scout, Il.10.324, 526,561 (later κατάσκοπος) σ. καὶ κατοπτῆρας στρατοῦ ἔπεμψα A.Th.36, cf. E.Tr.956; of a messenger who has been sent to learn tidings, S.OC35, cf. Ph.125; σκοπός, ναῶν κατόπτας E.Rh.557 (lyr.). II mark or object on which one fixes the eye, σκοπὸν ἄλλον, ὃν οὔ πώ τις βάλεν ἀνήρ, εἴσομαι αἴ κε τύχωμι Od.22.6; ἀπὸ σκοποῦ = away from the mark, 11.344; ἀπὸ σκοποῦ εἰρηκέναι, ἀπὸ σκοποῦ εἰρῆσθαι, Pl.Tht.179c, X.Smp.2.10; παρὰ σκοπόν Pi.O.13.94; σκοπῷ ἐπέχειν τόξον to aim at it, ib.2.89; σκοποῦ ἄντα τυχεῖν Id.N.6.27; ἔκυρσας ὥστε τοξότης . . σκοποῦ A.Ag.628; ὥστε τοξόται σκοποῦ, τοξεύετ' ἀνδρὸς τοῦδε S.Ant.1033; ἄθλιον σκοπὸν ἐμοὶ ἀκοντίσας Antipho 3.3.6; ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν X.Cyr.1.6.29; παραλλάξαι τοῦ σκοποῦ καὶ ἁμαρτεῖν Pl.Tht. 194a; ἀποτυγχάνω τοῦ σκοποῦ Id.Lg.744a. 2 metaph., aim, end, object, οὗτος . . δοκεῖ ὁ σκοπὸς εἶναι πρὸς ὃν βλέποντα δεῖ ζῆν Id.Grg.507d; τὴν ἡδονὴν σκοπὸν ὀρθὸν πᾶσι ζῴοις γεγονέναι Id.Phlb.60a; στοχάζεσθαι σκοποῦ Id.R.519c; σ. τυραννικὸς τὸ ἡδύ Arist.Pol.1311a4, etc.; σκοπός . .nihil praebere his 'little game' is to make no allowance, Cic.Att. 15.29.2, cf. Arg. ΙΙ Ar.Eq. b Medic., of healing, ἐπὶ τῷ πρώτῳ σκοπῷ = by first intention (i.e. direct union), κατὰ δεύτερον σκοπόν = by second intention (i.e. granulation or scar tissue), Gal.1.387, cf. 10.162. 3 contest in shooting at a mark, σκοπὸς ἱππέων, σκοπὸς πεζῶν, IG9(2).527.16,18 (Larissa). III name of a dance, Eup.446.

German (Pape)

[Seite 903] ὁ (σκέπτομαι), 1) der Schauer, der genau zusieht, der Aufseher, Achtgeber; παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν, Il. 23, 359; auch ἡ, Aufseherinn, ἥτε γυναικῶν δμωάων σκοπός ἐσσι κατὰ μέγαρα, Od. 22, 396. Bei Pind. bes. von Göttern und Königen, mit dem gen. des Landes oder Ortes, über welchen sie die Aufsicht od. Obhut haben, Ὀλύμπου σκοποί Ol. 1, 54, Δάλου 6, 59, Μαγνήτων N. 5, 27; Aufpasser, Lauscher, in tadelndem Sinne, Od. 22, 156; Kundschafter, Späher, der von einem hochliegenden Orte, einer Warte aus die Gegend umher beobachtet, ὃς Τρώων σκοπὸς ἷζε, Il. 2, 792; σοὶ δ' ἐγὼ οὐχ ἅλιος σκοπὸς ἔσσομαι, 10, 324, wo er sich als Spion ins feindliche Lager schleichen will, vgl. 526. 561; σκοποὶ ἷζον ἐπ' ἄκριας ἠνεμοέσσας, Od. 16, 365; οὐκ ἔλαθε σκοπόν, Pind. P. 3, 27, σκοποὺς δὲ κἀγὼ καὶ κατοπτῆρας στρατοῦ ἔπεμψα, Aesch. Spt. 36; Suppl. 636; τὸν σκοπὸν πρὸς ναῦν ἀποστελῶ πάλιν, Soph. Phil. 125; O. C. 1098; ἀπὸ τειχέων σκοποί, Eur. Troad. 956; σκοποὺς ἔπεμψε τούσδε τῶν ἐμῶν κακῶν, El. 354, u. sonst; Xen. Cyr. 1, 6, 40 (gew. κατάσκοπος) u. Folgde, wie Pol. – 2) das in der Ferne aufgesteckte Ziel, wonach man sieht od. zielt, u. übtr., Zweck, Absicht; νῦν αὖτε σκοπὸν ἄλλον, ὃν οὖπ ω τις βάλεν ἀνήρ, εἴσομαι, αἴ κε τύχωμι, Od. 22, 6; dah. οὐ μὰν ἧμιν ἀπὸ σκοποῦ οὐδ' ἀπὸ δόξης μυθεῖται, 11, 344, nicht vom Ziele ab, so daß der Zweck verfehlt wird; σκοποῦ τυχεῖν, Pind. N. 6, 28; ἔπεχε σκοπῷ, Ol. 2, 98; ἔλασε σκοπόν, 11, 74, er traf das Ziel, erreichte es; παρὰ σκοπόν, 13, 90; ἔκυρσας ὥς τε τοξότης ἄκρος σκοποῦ, Aesch. Ag. 614; πάντες ὥςτε τοξόται σκοποῦ, τοξε ύετ' ἀνδρὸς τοῦδε, Soph. Ant. 1020; u. in Prosa sehr geläufig: οὗτος ἔμοιγε δοκεῖ ὁ σκοπὸς εἶναι, πρὸς ὃν βλέποντα δεῖ ζῆν, Plat. Gorg. 507 d; οἷον τοξότην φαῦλον ἱέντα παραλλάξαι τοῦ σκοποῦ καὶ ἁμαρτεῖν, Theaet. 194 a; ἀποτυγχάνω σκοποῦ, Legg. V, 744 a; σκοπὸν ἐν τῷ βίῳ οὐκ ἔχειν, οὗ στοχαζομένους δεῖ ἅπαντα πράττειν, Rep. VII, 519 c; ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν, Xen. Cyr. 1, 6, 29; σκοπὸν προέθηκε κάλλιστον, Pol. 7, 8, 9; πρὸς τοῦτον τὸν σκοπὸν ἐποιεῖτο τὰς παρασκευάς, 15, 26, 6. – Die Accentuation des Wortes σκόπος in der ersten Bdtg ist falsch, s. Wolf Anal. II p. 469.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ, ἡ)
I. celui ou celle qui observe, particul. :
1 celui qui observe de haut ou de loin : σκοποὶ ἷζον ἐπ’ ἄκριας ἠνεμοέσσας OD des observateurs étaient postés sur les hauteurs battues des vents ; espion, ou en gén. messager envoyé pour prendre des informations;
2 en gén. surveillant, surveillante ; gardien, gardienne, d'où maître : σκοπὸς γυναικῶν δμῳάων OD surveillante des femmes de service ; particul. surveillant des jeux;
II.σκοπός but : σκοπὸν βάλλειν OD, ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν XÉN viser (chercher à atteindre) le but ; ἀπὸ σκοποῦ OD, ἀπὸ τοῦ σκοποῦ XÉN en dehors ou loin du but, hors de propos.
Étymologie: σκέπτομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκοπός -οῦ, ὁ [~ σκέπτομαι] van pers.: iemand die nauwkeurig kijkt toezichthouder, opzichter:; γυναικῶν δμῳάων σ. opzichtster van de vrouwenvertrekken Od. 22.396; meer alg. baas, meester. bewaker, wacht:; σκοποὶ ἷζον ἐπ’ ἄκριας ἠνεμοέσσας wachten gingen zitten op de windrijke bergtoppen Od. 16.365; als epithet van koningen en goden bewaker, beschermer. verkenner, spion; informant, boodschapper. van zaken: dat wat men in het oog houdt doel(wit):; ἔπεχε νῦν σκοπῷ τόξον houd de boog nu gericht op het doelwit Pind. O. 2.89; uitdr.. ἀπὸ σκοποῦ verkeerd Od. 11.344. overdr. doel(stelling), bedoeling:. ἀποτυγχάνω τοῦ σκοποῦ ik mis het doel Plat. Lg. 744a; στοχάζεσθαι σκοποῦ streven naar een doel Plat. Resp. 519c.

Russian (Dvoretsky)

σκοπός: ὁ, редко Hom. ἡ
1 наблюдатель, соглядатай, разведчик (σκόποι σημαίνουσι τοῖς ἄλλοις ὅ τι ἄν ὁρῶσι Xen.);
2 надсмотрщик, смотритель (ἡ γυναικῶν δμωάων σ. Hom.);
3 страж, хранитель (Ὀλύμπου Pind.; βροτῶν Aesch.): σ. εἶναι τῶν εἰρημένων Soph. быть блюстителем распоряжений;
4 цель: σκοπὸν βάλλειν Hom. и ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν Xen. метить в цель; σκοποῦ ἀποτυγχάνειν или ἁμαρτεῖν Plat. бить мимо цели, промахиваться; παρὰ σκοπόν Pind. и ἀπὸ (τοῦ) σκοποῦ Hom., Xen., Plat. мимо цели, т. е. невпопад, впустую.

Greek (Liddell-Scott)

σκοπός: ὁ, ὡσαύτως ἡ, Ὀδ. Χ. 396, Καλλ. εἰς Δῆλ. 66: (√ΣΚΕΠ, σκέπτομαι)· - ὁ φυλάττων, προσέχων, ὁ παρατηρῶν τὰ γινόμενα, παρὰ δὲ σκοπὸν εἶσεν Ἰλ. Ψ. 359· γυναικῶν δμωάων σκ. ἔσσι, ἐπὶ οἰκονόμου ἢ ἐπιτηρητοῦ τοῦ οἴκου, Ὀδ. ἐνθ’ ἀνωτ.· παρὰ Πινδ., ἐπὶ τῶν θεῶν καὶ τῶν βασιλέων, μετὰ γεν. τόπου, ὁ φύλαξ καὶ προστάτης αὐτῶν, Ὀλύμπου σκ. Ο. 1. 86· Δάλου 6. 101· Μαγνήτων σκ., ἐπὶ τοῦ Πηλέως, Ν. 5. 61· τὸν ὑψόθεν σκ., φύλακα βροτῶν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 381· ὡσαύτως, σκοποὶ τῶν εἰρημένων Σοφ. Ἀντ. 215· - ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ παρατηρῶν ἢ παραφυλάττων τι, Ὀδ. Χ. 156· ἄγρυπνος, ζηλωτὴς κύριος, Σοφ. Αἴ. 945.
2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ὁ ἀγρύπνως ἐπιτηρῶν τι φύλαξ, φρουρὸς ἐπί τινος ὑψηλοῦ τόπου ἱστάμενος (σκοπιὰ) ὅπως ἐποπτεύῃ τὴν χώραν μάλιστα ἐν πολέμῳ, Λατ. speculator, Ἰλ. Β. 792, Ὀδ. Π. 365, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 1, 4. 1, κτλ.· ἐντεῦθεν, ἠέλιον … θεῶν σκ. ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 62· ὡσαύτως, ὁ παρατηρῶν ἢ παραφυλάττων θήραμα ἢ ὑποδεικνύων αὐτό, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 40.
3) παρ’ Ὁμ. ὡσαύτως, κατάσκοπος, πρόσκοπος, Ἰλ. Κ. 324, 526, 561 (ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ὁ Ξεν. προτιμᾷ κατάσκοπος)· σκ. καὶ κατοπτῆρας στρατοῦ ἔπεμψα Αἰσχύλ. Θήβ. 36, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 956· - οὕτως, ἐπὶ ἀγγελιοφόρου, ὅστις ἐπέμφθη ὅπως φέρῃ ἀγγελίας, Σοφ. Ο.Κ. 35, πρβλ. Φιλ. 125· σκοπός, ναῶν κατόπτας, Εὐρ. Ρῆσ. 556. ΙΙ. ἀπέχον τι σημεῖον ἢ ἀντικείμενον εἰς ὅ τις προσηλώνει τὸν ὀφθαλμόν, «σημάδι», Λατ. scopus, σκοπὸν ἄλλον, ὃν οὔπω τις βάλεν ἀνήρ, εἴσομαι αἴκε τύχωμι Ὀδ. Χ. 6· ἀπὸ σκ. εἰρηκέναι, εἰρῆσθαι Πλάτ. Θεαίτ. 179C, Ξεν. Συμπ. 2. 10· οὕτω, παρὰ σκοπὸν Πινδ. Ο. 13. 134· σκοπῷ ἐπέχειν τόξον, σκοπεύω διὰ τοῦ τόξου πρὸς τὸ «σημάδι», αὐτόθι 2. 160· σκοποῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 628· ὥστε τοξότας σκοποῦ, τοξεύετ’ ἀνδρὸς τοῦδε Σοφ. Ἀντ. 1033· σκοπὸν ἀκοντίσας ἄθλιον ἐμοὶ Ἀντιφῶν 123. 10· ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν Ξεν. Κύρ. 1.6,29· παραλλάξαι τοῦ σκοποῦ καὶ ἁμαρτεῖν Πλάτ. Θεαίτ. 194Α· ἀποτυγχάνειν σκοποῦ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 744Α· στοχάζεσθαι σκοποῦ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 519C. 2) μεταφορ., σκοπός, ἀντικείμενον τῆς ἐνεργείας, τέλος, οὗτος … δοκεῖ σκ. εἶναι πρὸς ὃν βλέποντα δεῖ ζῆν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 507D· τὴν ἡδονὴν σκ. ὀρθὸν πᾶσι ζῴοις γεγονέναι ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 60Α· σκοπὸς τυραννικὸς τὸ ἡδὺ Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 9· κτλ. ΙΙΙ. ὄνομα εἴδους ὀρχήσεως, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 131.

English (Autenrieth)

(σκέπτομαι): watchman, watch, look-out, scout, spy; also of an overseer or person in charge, Il. 23.359, Od. 22.396; mark to shoot at, target, Od. 22.6; ἀπὸ σκοποῦ, see ἀπό.

English (Slater)

σκοπός (-ός, -οῦ, -οῖ(ο), -ῷ, -όν.)
   a mark, target ἔπεχε νῦν σκοπῷ τόξον, ἄγε θυμέ (O. 2.89) ἄκοντι Φράστωρ ἔλασε σκοπόν (O. 10.71) παρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν (O. 13.94) ἔλπομαι μέγα εἰπὼν σκοποῦ ἄντα τυχεῖν ὥτ' ἀπὸ τόξου ἱεὶς (Mingarelli: ἄντα σκοποῦ (τε)τυχεῖν codd.: σκοποῦ ἂν τετυχεῖν Σ̆γρ) (N. 6.27) ἀκοντίζων σκοποἶ ἄγχιστα Μοισᾶν (Ahrens: σκοποῦ codd.) (N. 9.55) οὐ πὰρ σκοπόν fr. 6a. g.
   b watcher οὐδ' ἔλαθε σκοπόν (Apollo) (P. 3.27) c. gen., Ὀλύμπου σκοποὶ (O. 1.54) τοξοφόρον Δάλου θεοδμάτας σκοπόν (Apollo) (O. 6.59) ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν (Akastos) (N. 5.27) Ζεὺςθεῶν σκοπὸς (Pae. 6.94)

English (Strong)

from skeptomai (to peer about ("skeptic"); perhaps akin to σκάπτω through the idea of concealment; compare σκέπασμα); a watch (sentry or scout), i.e. (by implication) a goal: mark.

English (Thayer)

σκοποῦ, ὁ (from a root denoting 'to spy,' 'peer,' 'look into the distance'; cf. also Latin specio, speculum, species, etc.; Fick i., 251 f; iv., 279; Curtius, § 111)); from Homer down;
1. an observer, a watchman.
2. the distant mark looked at, the goal or end one has in view: κατά σκοπόν (on this phrase see κατά, II:1c.), Philippians 3:14.

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΑ, και σκοπός, ἡ, Α
φρουρός
νεοελλ.
στρ. οπλίτης που τάσσεται σε ορισμένη θέση, τη σκοπιά, από την οποία φυλάσσει έναν ορισμένο τομέα στρατιωτικής εγκατάστασης, όπως, λ.χ., στρατοπέδου, κτηρίου, αποθήκης, μόνιμης ή προσωρινής, ἡ, σε καιρό πολέμου, στρατιωτικής διάταξης
αρχ.
1. άτομο που επιβλέπει και επισκοπεί, παρατηρητής
2. επιστάτης οίκου, οικονόμος
3. φρουρός κατά την διάρκεια πολέμου, που επόπτευε τον γύρω χώρο από ένα ψηλό σημείο
4. (για θεούς και βασιλείς) φύλακας, προστάτης, ανώτατος επόπτης («εἰ δὲ δή τιν' ἄνδρα θυατὸν Ὀλύμπου σκοποὶ ἐτίμασαν», Πίνδ.)
5. (ειδικά) ο αφέντης που επιβλέπει άγρυπνα («πρὸς οἷα δουλείας ζυγὰ χωροῦμεν, οἷοι νῷν ἐφεστᾱσιν σκοποί», Σοφ.)
6. ανιχνευτής («σκοποὺς και κατοπτῆρας ἔπεμψα», ΑΙσχυλ.)
7. αγγελιαφόρος
8. (με αρνητ. σημ.) άτομο που παρακολουθεί κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα σκοπ- του σκέπτομαι. Η σημ. της λ. σκοπός (Ι) είναι ενεργητική αναφορικά προς τη σημ. του σκοπός (ΙΙ) (βλ. και λ. σκέπτομαι)].
(II)
ο, ΝΜΑ
1. σημείο ή αντικείμενο στο οποίο προσηλώνει κανείς τη ματιά του και, κυρίως, σημείο βολής, στόχος, σημάδι (α. «επί σκοπόν»
[στρ. παράγγελμα] σκοπεύσατε
β. «πάντες ὥστε τοξόται σκοποῦ τοξεύετ' ἀνδρὸς τοῦδε», Σοφ.)
2. μτφ. εκείνο στο οποίο αποβλέπει κανείς, βλέψη, πρόθεση, επιδίωξη (α. «αγωνιζόμαστε για έναν ιερό σκοπό, την ελευθερία» β. «ἀποβλέποντες εἰς τὸν σκοπὸν τῆς ἀληθείας αὐτοῦ», Αθανάσ.)
νεοελλ.
1. μελωδία («έπαιξε έναν όμορφο σκοπό» β. «το σύθεμα του τραγουδιού και του σκοπού η γλυκότη», Ερωτόκρ.)
2. φρ. α) «αντικειμενικός σκοπός» — τελικός σκοπός μιας ενέργειας
β) «από σκοπού» — σκόπιμα, επίτηδες
γ) «έχω σκοπό να...» — προτίθεμαι, σκοπεύω να...
δ) «δεν το 'χω σκοπό να...» — δεν είμαι διατεθειμένος να...
ε) «έχω καλό σκοπό» — σκέπτομαι με τίμιο τρόπο, έχω καλές προθέσεις
στ) «ο σκοπός αγιάζει [ή δεν αγιάζει] τα μέσα» — για την επίτευξη ενός καλού και υψηλού σκοπού μπορούν [ή δεν μπορούν] να χρησιμοποιηθούν οποιαδήποτε μέσα
ζ) «σκοπός βολής»
στρ. τεχνητός στόχος που χρησιμοποιείται κατά την εκπαίδευση στη σκοποβολή
μσν.-αρχ.
σημασία, νόημα («α. «εἰ... τὸν... σκοπὸν τὸν ἐκκλησιαστικὸν ὡς ἄγκυραν τῆς πίστεως ἐπεγίνωσκον», Αθανάσ.
β. «ἄνευ τῆς εὑρέσεως τοῦ σκοποῦ οὐκ ὠφελεῖ ἡ γραφή», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
1. δοκιμασία, βάσανος («οὐ δι' ἁμαρτίας ἐστίν, ἀλλὰ δι' ἀγῶνα καὶ σκοπὸν ἀνδρείας», Δίδ. Αλ.)
2. αγώνας σκοποβολής
3. είδος χορού
4. φρ. α) «ἐπὶ σκοπὸν βάλλω» — σημαδεύω
β) «ἐπὶ τῷ πρώτῳ σκοπῷ»
ιατρ. με συνένωση τών χειλέων του τραύματος
γ) «κατά δεύτερον σκοπόν»
ιατρ. με σαρκοφυΐα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα σκοπ- του σκέπτομαι με παθητική σημ., πρβλ. σκοπός (Ι) (βλ. και λ. σκέπτομαι)].
(III)
ο, Ν
ζωολ. γένος παρυδάτιων πελαγόμορφων πτηνών, το μοναδικό της οικογένειας σκοπίδες και με ένα μόνο είδος, που απαντά στην Αφρική, νότια της Σαχάρας, στη Μαδαγασκάρη και στη νοτιοδυτική Αραβία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. scopus < σκοπός.

Greek Monotonic

σκοπός: ὁ και ἡ (σκέπτομαι),
I. 1. αυτός που φυλάσσει, φρουρός, αυτός που παρατηρεί όσα συμβαίνουν, επόπτης, επιστάτης, σε Όμηρ.· λέγεται για θεούς και βασιλείς, φύλακας, φρουρός, προστάτης, Ὀλύμπου σκοπός, σε Πίνδ.
2. φύλακας, φρουρός που έχει τοποθετηθεί στη σκοπιά, Λατ. speculator, σε Όμηρ., Ξεν.· αυτός που παραφυλάει ή υποδεικνύει το θήραμα, σε Ξεν.
3. κατάσκοπος, αυτός που περιπολεί, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.
II. 1. μακρινό αντικείμενο στο οποίο κάποιος προσηλώνει τα μάτια του, σημάδι, στόχος, Λατ. scopus, σε Ομήρ. Οδ.· ἀπὸ σκοποῦ, μακριά από τον στόχο, στο ίδ.· έτσι, παρὰ σκοπόν, σε Πίνδ.· σκοποῦ τυχεῖν, βρίσκω, πετυχαίνω τον στόχο, στον ίδ.· ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν, σε Ξεν.
2. μεταφ., στόχος, σκοπός, πρόθεση, επιδίωξη, αντικείμενο όπου μεταβαίνει μια ενέργεια, σε Πλάτ.

Middle Liddell

σκοπός, σκέπτομαι
I. one that watches, one that looks after things, Hom.; of gods and kings, a guardian, protector, Ὀλύμπου σκ. Pind.
2. a lookout-man, watchman, stationed on a σκοπιά, Lat. speculator, Hom., Xen.: one who marks game, Xen.
3. a spy, scout, Il., Trag.
II. the object on which one fixes the eye, a mark, Lat. scopus, Od.; ἀπὸ σκοποῦ away from the mark, Od.; so, παρὰ σκοπόν Pind.; σκοποῦ τυχεῖν to hit the mark, Pind.; ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν Xen.
2. metaph. an aim, end, object, Plat.

Chinese

原文音譯:skopÒj 士可坡士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:注意 相當於: (מַטָּרָה‎) (צָפָה‎)
字義溯源:注意,注視,目標,終點,目的,標竿;源自(σκέπασμα)X*=窺視)。或源自(σκάπτω)=挖掘,藏匿*)
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編
1) 標竿(1) 腓3:14

English (Woodhouse)

aim, goal, overseer, spy, target, mark aimed at, mark almed at, object aimed at, object at which one aims, one who has charge, thing aimed at

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=φύλακας, σημάδι ὅπου ἀποβλέπει κάποιος). Ἀπό τό σκοπέω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

spy

Afrikaans: spioen; Albanian: përgjues,; Arabic: جَاسُوس‎; Andalusian Arabic: دَيْسُوس‎; Armenian: լրտես; Assamese: চোৰাংচোৱা; Avar: жасус; Azerbaijani: casus; Belarusian: шпіён, шпег, шпік, шпіёнка; Bengali: গুপ্তচর, গুপ্তচর; Bulgarian: шпионин, шпионка; Burmese: သူလျှို; Catalan: espia; Chechen: шпион; Chinese Mandarin: 間諜, 间谍; Czech: vyzvědač, vyzvědačka, špión, špiónka, špeh; Danish: spion; Dhivehi: ޖާސޫސް‎; Dutch: spion, spionne; Esperanto: spiono; Estonian: spioon; Faroese: njósnari; Finnish: vakooja, vakoilija; French: espion, espionne; Galician: espía; Georgian: ჯაშუში, შპიონი, მოთვალთვალე, მსტოვარი; German: Spion, Spionin, Spitzel, Schlapphut, Schnüffler; Gothic: 𐍆𐌴𐍂𐌾𐌰; Greek: κατάσκοπος; Ancient Greek: κατάσκοπος; Hebrew: מְרַגֵל‎, מרגלת‎; Hindi: जासूस, गुप्तचर; Hungarian: kém, spion; Icelandic: njósnari; Indonesian: mata-mata; Irish: spiaire, brathadóir; Italian: spia; Japanese: 密偵, 探偵, 諜報員, スパイ, 間諜, 密使; Kazakh: шпион, тыңшы; Khmer: ចារបុរស; Korean: 간첩(間諜), 스파이; Kurdish Northern Kurdish: sîxur, casûs, diznêr, xefnêr, şofar, spiyon; Kyrgyz: шпион, тыңчы; Lak: ясус; Lao: ໃສ້ເສິກ, ເຊີຽ, ຈາລະບຸລຸດ, ນັກສືບ; Latin: speculator, speculatrix; ēmissārius, ōtacustēs; Latvian: spiegs, spiedze; Lithuanian: šnipas, šnipė; Macedonian: шпион, шпионка; Malagasy: mitsikilo; Malay: pengintip; Malayalam: ചാരൻ; Maori: tūtei, pūrahorua, kaitūtei, pūrahorua; Mongolian Cyrillic: тагнуул, тагнуулч; Navajo: naalchiʼí; Norman: êpieux, espion; Norwegian Bokmål: spion; Nynorsk: spion; Occitan: espion; Old English: sċēawere; Ossetian: шпион, дзырдхӕссӕг; Pashto: جاسوس‎; Persian: جاسوس‎; Plautdietsch: Spiejoon; Polish: szpieg, szpion; Portuguese: espião; Romanian: spion, spioană; Russian: шпион, шпионка, агент, шпик; Serbo-Croatian Cyrillic: шпѝјӯн, шпѝјӯнка, у̀хода; Roman: špìjūn, špìjūnka, ùhoda; Slovak: špión, špiónka,, špeh, vyzvedač, vyzvedačka, zved, sliedič, sliedička; Slovene: vohun, vohunka; Sotho: tlhwela; Spanish: espía, chivato; Swahili: jasusi, mpelelezi; Swedish: spion; Tabasaran: жасус; Tagalog: batyaw; Tajik: ҷосус, шпион; Tatar: шпион; Telugu: వేగు, గూఢచారి; Thai: สายลับ; Tibetan: སོ་པ; Tocharian B: pälkostau; Turkish: ajan, casus, çaşıt; Turkmen: içaly; Tuvan: шивишкин; Ukrainian: шпигун, шпигунка, шпиг, шпик; Urdu: جاسوس‎; Uyghur: جاسۇس‎, ئىشپىيون‎; Uzbek: josus, shpion; Vietnamese: gián điệp; Volapük: spionan, hispionan, jispionan; Yakut: үспүйүөн; Yiddish: שפּיאָן‎; Zazaki: casus