ἕως

From LSJ
Revision as of 17:51, 21 February 2023 by Spiros (talk | contribs)

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕως Medium diacritics: ἕως Low diacritics: έως Capitals: ΕΩΣ
Transliteration A: héōs Transliteration B: heōs Transliteration C: eos Beta Code: e(/ws

English (LSJ)

(A) ἡ, Att. form of the Ion. ἠώς

(B), Ep. εἵως, ἧος (v. sub fin.), Dor. ἇς, Aeol. ἆς (qq.v.), Boeot. ἇς IG7.3303, al., and ἅως ib.2228, 3315. A Relat. Particle, expressing the point of time up to which an action goes, with reference to the end of the action, until, till; or to its continuance, while: I until, till, 1 with Ind., of a fact in past time, θῦνε διὰ προμάχων, ἧος φίλον ὤλεσε θυμόν Il.11.342, cf. Od.5.123; ἕως ἀπώλεσέν τε καὐτὸς ἐξαπώλετο S.Fr.236, cf. A.Pers.428, Pl.Chrm.155c, etc.; for πρίν, μὴ πρότερον ἀπελθεῖν ἕως ἀποκατέστησε τὰ πράγματα D.S.27.4: with impf. with ἄν in apodosi, of an unaccomplished action, ἡδέως ἂν Καλλικλεῖ διελεγόμην, ἕως ἀπέδωκα I would have gone on conversing till I had... Pl.Grg.506b, cf.Cra.396c. 2 ἕως ἄν or κε with Subj. (mostly of aor.), of an event at an uncertain future time, μαχήσομαι . . ἧός κε τέλος πολέμοιο κιχείω till I find, Il.3.291, cf. 24.183, A.Pr.810, etc.: ἄν is sometimes omitted in Trag., ἕως μάθῃς S.Aj.555; ἕως κληθῇ Id.Tr.148; ἕως ἀνῇ τὸ πῆμα Id.Ph.764: so freq. in later Gr., UPZ18.10 (ii B. C.), PGrenf. 2.38.16 (i B. C.), Ev.Marc.14.32, Vett. Val.68.18, etc.; ἕως οὗ γένηται Gem.8.32. 3 ἕως with Opt. (mostly of aor.), relating to an event future in relation to past time, ὦρσε . . Βορέην, ἧος ὃ Φαιήκεσσι . . μιγείη caused it to blow, till he should reach... Od.5.386, cf. 9.376, Ar.Ra.766, Pl.Phd.59d; ἕως δέοι βοηθεῖν Th.3.102, cf.Lys.13.25: ἄν or κε is added to the Opt. (not to ἕως), if the event is represented as conditional, ἕως κ' ἀπὸ πάντα δοθείη till (if possible) all things should be given back, Od.2.78; οὐκ [ἂν] ἀποκρίναιο, ἕως ἂν σκέψαιο Pl.Phd.101d, cf. S.Tr.687 codd., Isoc.17.15, IG22.1328 (ii B.C.). b in orat. obliq., ἔδωκεν . . ἕως ἀνὴρ εἶναι δοκιμασθείην D.27.5. c by assimilation to an opt. with ἄν, [λόγον] ἂν διδοίης ἕως ἔλθοις Pl.Phd.101d. 4 c. subj. or opt., expressing purpose, in order that, Od.4.800, 6.80, 19.367; πορεύου εἰς Διονυσιάδα . . ἕως τὸν ἐκεῖ ἐλαιῶνα ποτίσῃς PFay.118.12 (ii A. D.); σπούδασον ἕως οὗ ἀγοράσῃ κτλ. POxy.113.25 (ii A. D.); χρυσίον ἐδανισάμην ἕως ὅτε δυνηθῶ ἀγοράσαι ib.130.13 (vi A. D.). 5 with Inf. in orat. obliq., ἐντειλάμενος διεκπλέειν ἕως . . ἀπικνέεσθαι Hdt.4.42: otherwise only in later Gr., ἕως ἐλθεῖν ἐς . . LXX Ge.10.19, cf. PLond. 1.131r251 (i A. D.), D.H.9.4 (v.l.), Anon. ap. Suid.s.v. ἰλυσπώμενον. 6 with Advbs. of time and Place, ἕως ὅτε till the time when, c. ind., v.l. for ἔστε in X.Cyr.5.1.25; ἕως οὗ, f.l. for ἐς οὗ, Hdt.2.143: freq. in later Gr., Gem.l.c., Ev.Matt.1.25, etc.; ἕως ὅτου ib.5.25, etc.; ἕως πότε; how long? ib.17.17, Ev.Jo.10.24; ἕως τότε LXX Ne.2.16; ἕως ὀψέ till late, f.l.for ἐς ὀψέ, Th.3.108; ἕως ἄρτι 1 Ep.Jo.2.9; ἕως ὧδε as far as this place, Ev.Luc.23.5. b with Preps., of time, ἕως πρὸς καλὸν ἑῷον ἀστέρα AP5.200; of place, ἕως εἰς τὸν χάρακα Plb.1.11.14; ἕως πρὸς τὸν Καύκασον D.S.2.43; ἕως ἐπὶ τὴν θάλασσαν Act.Ap.17.14. II as preposition, 1 of time, c. gen., until, ἕως τοῦ ἀποτεῖσαι until he has made payment, Lexap.Aeschin.1.42, cf. LXX Ge.3.19, etc.; ἕως τελειώσεως Epicur.Ep. 2p.38U.; ἕως ὡρισμένων χρόνων Phld.D.1.7; ἕως τινός for a time, Parth. 9.2, etc.; ἕως τοῦ νῦν Ev.Matt.24.21; ἕως Ἰωάννου ib.11.13. b of place, ἕως τοῦ γενέσθαι . . up to the point where .. Arist.PA668b2, cf. HA630b27, Plb.9.36.1; as far as, ἕως Σάρδεων Ath.Mitt.44.25 (Samos, iii B.C.); ἕως τοῦ Ἀρσινοΐτου νομοῦ PTeb.33.5 (ii B.C.); ἕως Φοινίκης Act.Ap.11.19: so c. gen. pers., ἦλθον ἕως αὐτοῦ Ev.Luc.4.42, cf. LXX 4 Ki. 4.22. c of Number or Degree, ἕως τριῶν πλοίων Docum. ap. D.18.106; διδόναι ἕως ταλάντων ἑκατόν LXX 1 Es.8.19(21); οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός ib.Ps. 13.3; οὐκ ἔχομεν ἕως τῆς τροφῆς τῶν κτηνῶν PTeb.56.7 (ii B.C.); ἐᾶτε ἕως τούτου Ev.Luc.22.51; μαχοῦμαι ἕως ζωῆς καὶ θανάτου OGI266.29 (Pergam., iii B.C.); ἕως μέθης Corn.ND30. 2 rarely c. acc., ἕως πρωΐ LXX Jd.19.25; ἕως μεσημβρίαν PLond.1.131r346, 515 (i A.D.); ἕως τὸ βωμῷ down to the word "βωμῷ", Sch.Pi.O.6.111. III while, so long as, c. ind., ἧος ἐνὶ Τροίῃ πολεμίζομεν Od.13.315, cf.17.358,390; ἕως δ' ἔτ' ἔμφρων εἰμί A.Ch.1026, cf. Pers.710 (troch.); ἕως ἔτι ἐλπὶς [ἦν] Th.8.40; ἕως ἔτινέος εἶ Pl.Prm.135d: in this sense answered in apodosi by τῆος, Od.4.90, Il.20.41; by τόφρα, Od.12.327, Il.18.15; by τόφρα δέ, 10.507; by δέ alone, 1.193, Od.4.120 codd. b ἕως ἄν c.subj., when the whole action is future, οὔ μοι . . ἐλπίς, ἕως ἂν αἴθῃ πῦρ A.Ag. 1435; λέγειν τε χρὴ καὶ ἐρωτᾶν, ἕως ἂν ἐῶσιν Pl.Phd.85b; οὐδὲν ἔστ' αὐτῷ βεβαίως ἔχειν ἕως ἂν ὑμεῖς δημοκρατῆσθε D.10.13. c ἕως c. opt. in a Conditional relative clause, φήσομεν μηδὲν ἂν μεῖζον μηδὲ ἔλαττον γενέσθαι ἕως ἴσον εἴη αὐτὸ ἐαυτῷ Pl.Tht.155a. B in Hom. sometimes Demonstr.,= τέως, for a time, ἧος μὲν . . ὄρνυον· αὐτὰρ ἐπεὶ . . Il.12.141; ἧος μὲν ἀπείλει . . · ἀλλ' ὅτε δὴ . . 13.143, cf. 17.727,730, Od.2.148; ἧος μὲν . . ἕποντο . . αὐτὰρ ἐπεὶ . . Il.15.277; all that time, Od.3.126, cf. Hdt.8.74. (ἕως, as iambus, only once in Hom., Od.2.78; as a monosyll., Il.17.727, dub.l. in Od.2.148; when the first syllable is to be long codd. Hom. have εἵως or ἕως (never εἷος or ἧος, Ludwich WkP1890.512, exc. ειος v.l. (PFay.160) in Il.20.41), 3.291, 11.342, al.; εἵως (or ἕως) is found even when the metre requires a trochee, 1.193, al.; comparison of Dor. ἇς (from *ἇος) with Att.-Ion. ἕως points to early Ion. *ἧος (cf. Skt. yāvat 'as great as, as long as, until') and this should prob. be restored in Hom.; cf. τέως.)

German (Pape)

[Seite 1134] ep. εἵως [bei Hom. u. andern Epikern im Anfange des Verses trochäisch gemessen, ἕως ὁ ταῦτ' ὥρμαινε u. ä., ἕως ἐγώ, Od. 4, 90, u. im fünften Fuße, ἕως ἐπῆλθον, Od. 7, 280, wie im zweiten, ἕως ἐπῆλθε, Od. 9, 233, ἕως ἵκοντο, ἕως ἵκοιο, Od. 15, 109, was auf eine Form εἷος schließen läßt, die Buttmann als entstanden aus εἰς ὅ betrachtet u. als die ursprüngliche Form annimmt; jambisch ist es nur Od. 2, 78 gemessen, sonst bei Hom. einsilbig. Andere, wie Voß zu H. h. Cer. 138 u. Nitzsch zu Od. 5, 365, nehmen εἵω neben ἕως aus ὡς entstanden, nach Analogie von οὕτω, als die in den trochäisch gemessenen Stellen ursprüngliche Form an]. – A. als Zeitpartikel, – 1) bis, bis daß, eine Handlung einführend, welche das Ende der vorhergegangenen bestimmt; – a) mit dem indic.; θῦνε διὰ προμάχων, εἵως φίλον ὤλεσε θυμόν, bis er das Leben verlor, Il. 11, 342, vgl. 20, 412 Od. 5, 123. 7, 280. 9, 230; παίουσιν, ἕως ἁπάντων ἐξαπέφθειραν βίον Aesch. Pers. 455; Soph. Tr. 598 El. 939; Eur.; in Prosa, Plat. Charm. 155 c; τὰς τιμὰς ἐλάμβανεν, ἕως ἀνεπληρώσατο τὴν προῖκα Dem. 27, 13; auch in hypothet. Sätzen der Nichtwirklichkeit, ἡδέως ἂν τούτῳ ἔτι διελεγόμην, ἕως αὐτῷ τὴν τοῦ Ἀμφίονος ἀπέδωκα ῥῆσιν, bis ich ihm gegeben hätte, Plat. Gorg. 506 b; Crat. 396 c. – b) mit ἄν u. d. conj., bedingend, von Gegenwart und Zukunft; Hom. Il. 24, 183 ὅς σ' ἄξει, εἵως κεν ἄγων Ἀχιλῆϊ πελάσσῃ, bis er dich hingebracht haben wird; μαχήσομαι, εἵως τε τέλος πολέμοιο κιχείω 3, 291; τούτου παρ' ὄχθας ἕρφ' ἕως ἂν ἐξίκῃ καταβασμόν, bis du gekommen sein wirst, Aesch. Prom. 812; ἕως οὖν ἂν ἐκμάθῃς, ἔχ' ἐλπίδα Soph. O. R. 834; ἕως ἂν ἔλθω Eur. Alc. 1024; φέρεται, ἕως ἂν στερεοῦ τινος ἀντιλάβηται Plat. Phaedr. 246 c; zuweilen fehlt ἄν, z. B. ἕως ἀνῇ τὸ πῆμα – σῶζ' αὐτά Soph. Phil. 753; ἐξαίρει βίον ἕως τις γυνὴ κληθῇ Tr. 147, vgl. Ai. 552; Ar. Pax 32; Plat. Eryx. 392 c; einzeln bei Sp., wie D. Hal. 4, 79. 5, 8. – c) in denselben Fällen, wenn von der Vergangenheit die Rede ist, mit dem optat., in dem auch oft eine Absicht ausgedrückt wird, καὶ τότ' ἐγὼ τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῦ ἤλασα πολλῆς, ἕως θερμαίνοιτο, bis er warm würde, Od. 9, 376, vgl. 5, 385; ἐκείνῳ ἔδωκεν, ἕως ἀνὴρ εἶναι δοκιμασθείην Dem. 27, 5; ἔδοξεν αὐτοῖς προϊέναι, ἕως Κύρῳ συμμίξειαν Xen. An. 2, 1, 2; bes. zum Ausdruck einer wiederholten Handlung, περιεμένομεν ἑκάστοτε, ἕως ἀνοιχθείη τὸ δεσμωτήριον Plat. Phaed. 59 d; in indirecter Rede, δοὺς τοὺς ἡγεμόνας ἐκέλευε πορεύεσθαι, ἕως ἄγγελος ἔλθοι Xen. Cyr. 5, 3, 53; doch conj. mit ἄν, wenn das regierende Verbum ein Haupttempus ist, ὁρῶ τούτους –, ἕως ἂν ζῶσιν, εὐδαιμονέστερον διάγοντας An. 4, 1, 43, ἐρεῖ οὐδείς, ὡς ἐγώ, ἕως ἂν παρῇ τις, χρῶμαι 1, 4, 8. – Bei vorausgehendem optat. tritt auch ἄν zum optat. (opt. potent.), τόφρα γὰρ ἂν ποτιπτυσσοίμεθα μύθῳ – ἕως κ' ἀπὸ πάντα δοθείη Od. 2, 77; οὐκ ἀποκρίναιο, ἕως ἂν τὰ ἀπ' ἐκείνης ὁρμηθέντα σκέψαιο Plat. Phaed. 101 d; τὸ μὲν ἂν ἐξαλείφοιεν – ἕως ἂν - ἤθη θεοφιλῆ ποιήσειαν Rep. VI, 501 c. Auffallender σώζειν ἐκέλευε, ἕως ἂν ἁρμόσαιμι Soph. Tr. 684; κἀγὼ μὲν ἠξίουν αὐτοὺς μαστιγοῦν τὸν ἐκδοθέντα, ἕως ἂν τἀληθῆ δόξειεν αὐτοῖς λέγειν Isocr. 17, 15. – d) selten steht der inf. dabei, οὐ πρότερον ἀνέῳξαν τὰς πύλας ἢ ἕως ἡμέραν λαμπρὰν γενέσθαι D. Hal. 9, 15 (wie sonst πρίν) u. a. Sp. – 21 so lange als, während, den Vordersatz einführend u. die Gleichzeitigkeit zweier Handlungen andeutend, bei Hom. dem τέως entsprechend, ἕως μέν ῥ' ἀπάνευθε θεοὶ θνητῶν ἔσαν ἀνδρῶν, τέως Ἀχαιοὶ μέγα κύδανον, während der ganzen Zeit siegten die Achäer, Il. 20, 41; Od. 4, 120; dem τόφρα entspr., Il. 18, 15. 21, 602, τόφρα δέ, Il. 10, 507. 11, 411; ἕως μὲν σῖτον ἔχον – τόφρα βοῶν ἀπέχοντο, so lange sie Speise hatten, Od. 12, 327; dem einfachen δέ entspr., ἕως ὁ ταῦθ' ὥρμαινε – ἕλκετο δ' ἐκ κολέοιο μέγα ξίφος, ἦλθε δ' Ἀθήνη Il. 1, 193. Auch ohne Partikel im Nachsatz, ἕως μὲν ἔην ἔτι νήπιος – γήμασθ' οὔ μ' εἴα Od. 19, 530; H. h. Ven. 226. – Bei den Attikern – a) mit dem indicat., ἕως δ' ἔτ' ἔμφρων εἰμί Aesch. Ch. 1022; ἕως ἔτι νέος εἶ Plat. Parm. 135 d; ἕως μὲν πό λεμος ἦν – παρέμεινε Xen. An. 2, 6, 2. – b) wie oben mit dem conj. u. ἄν, οὔ μοι φόβου μέλαθρον ἐλπὶς ἐμπατεῖν, ἕως ἂν αἴθῃ πῦρ – Αἴγισθος, so lange nur Aegisthus –, Aesch. Ag. 1435; λέγειν τε χρὴ καὶ ἐρωτᾶν ὅ τι ἂν βούλησθε, ἕως ἂν οἱ Ἀθηναίων ἐῶσιν ἄνδρες ἕνδεκα Plat. Phaed. 85 b; ἕως ἂν ᾖ ἀδιάφθορος Phaedr. 252 d; ἀλλ' ὅμως, ἕως ἂν τὴν αὐτὴν ἰδέαν ἀποδιδῷ – ὀρθῶς ἔχει, so lange, d. i. wenn nur, Crat. 389 e, vgl. 390 a 393 d; Xen. Hell. 1, 1, 24. – c) mit dem opt., Plat. Theaet. 155 a. – 3) bei Hom. liegt darin zuweilen auch die Absicht, damit, c. optat., πέμπε δέ μιν πρὸς δώματ' Ὀδυσσῆος, εἵως Πηνελόπειαν – παύσειε κλαυθμοῖο Od. 4, 799, vgl. 5, 386. 6, 80. 9, 376. 19, 367. – B. Adverb. – 1) bis, – a) c. gen., ἕως δὲ τοῦ ἀποτῖσαι Aesch. 1, 16 im Gesetz; ἕως τριῶν πλοίων ἡ λειτουργία ἔστω Dem. 18, 106 im Gesetz; ἕως τούτου προέρχεται, ἕως ἂν ὁ μυκτὴρ ὑπερέχῃ αὐτῶν Arist. H. A. 9, 46; ἕως τούτου βούλομαι τὴν μνήμην ποιήσασθαι ἕως τοῦ μὴ δόξαι καταφρονεῖν Pol. 9, 36, 1, vgl. 5, 10, 3; oft im N. T. ἕως οὗ ἀποδῷς, bis daß du; einzeln schon bei Frühern, wie Her. 8, 74. – b) mit adverb., ἕως σήμερον, Plut.; ἕως ὅτε, πότε u. ä., N. T u. a. Sp.; auch mit Präpos., ἕως εἰς τὸν χάρακα Pol. 1, 11, 14; ἕως πρὸς καλὸν ἑῷον ἀστέρα Ep. ad. 112 (V, 201). – 2) eine Zeitlang, eine Weile; Il. 12, 141; ἃς Ἕκτωρ εἵως μὲν ἀπείλει · – ἀλλ' ὅτε δή Il. 13, 143, wie 17, 727. 730 Od. 2, 148 (selten im Anfange eines Satzes u. gewöhnlich mit μέν verbunden; eigtl. fehlt der Nachsatz, vgl. Nitzsch zu Od. 3, 1251; mit folgendem αὐτὰρ ἐπεί, Il. 15, 277, wie Od. 3, 126; so auch Her. 8, 74, ἕως μὲν δὴ αὐτῶν ἀνὴρ ἀνδρὶ παραστὰς σιγῇ λόγον ἐποιέετο · – τέλος δέ. ἡ, gen. ἕω, dat. ἕῳ, acc. ἕω, ion. u. ep. ἠώς, dor. ἀώς, äol. αὔως (Curtius Grundz. d. Gr. Et. 2. Aufl. S. 358), der Tagesanbruch (ἕως ἡμέρας ἀρχή Plat. Defin. 411 b), die Morgenröthe; εὐάγγελος ἕως γένοιτο μητρὸς εὐφρόνης πάρα Aesch. Ag. 256; πρὸς πρώτην ἕω Soph. O. C. 478; ἡ φωσφόρος ἕως Eur. Ion 1158; ἕως λευκὸν ὄμμ' ἀναίρεται El. 102; μέχρι ἕως ἐγένετο Plat. Conv. 220 d; ἐξ ἕω μέχρι τῆς ἑτέρας ἕω τε καὶ ἡλίου ἀνατολῆς Legg. VII, 807 d; ἅμα τῇ ἕῳ, mit Tagesanbruch, Thuc. 2, 90 u. öfter; πρὸ τῆς ἕω 4, 31 u. A.; ὅπερ εἰώθει γίγνεσθαι ἐπὶ τὴν ἕω Thuc. 1, 84; ἐδόκει εἰς τὴν ἐπιοῦσαν ἕω ἥξειν βασιλέα Xen. An. 1, 7, 1. – Von der Himmelsgegend, Osten, τὸ πρὸς τὴν ἕω Her. 4, 40; τὸ πρὸς ἕω Plat. Legg. VI, 760 d; τὰ πρὸς ἕω μέρη Arist. u. a. Sp.; auch c. gen., π ρὸς ἕω τῆς πόλεως, τοῦ ποταμοῦ, östlich vom, Xen. Hell. 5, 4, 49 Plut. Lucull. 27.

French (Bailly abrégé)

1ἕω, dat. ἑῳ, acc. ἕω (ἡ) :
1 l'aurore, le point du jour : ἅμα ἕῳ THC, ἅμα τῇ ἕῳ THC au point du jour ; ἡ Ἕως l'Aurore personnifiée;
2 l'orient.
Étymologie: att. c. ἠώς.
2épq. εἵως;
A. conj.
I. jusqu'à ce que : μαχήσομαι εἵως κε τέλος πολέμοιο κιχείω IL je combattrai jusqu'à ce que je parvienne à la fin de la guerre ; ἕως μάθῃς SOPH jusqu'à ce que tu aies appris ; ἐκέλευεν πορεύεσθαι ἡσύχως, ἕως ἄγγελος ἔλθοι XÉN il commandait d'avancer tranquillement, jusqu'à ce que le messager fût arrivé;
II. tandis que, pendant que, tant que, aussi longtemps que : εἵως πολεμίζομεν OD tant que nous faisons la guerre ; ἕως ἔτι ἐλπίς THC tant qu'il y avait de l'espoir ; ἕως ἔτι σοι σχολή XÉN tandis que tu en as encore le temps ; ἕως ἔτι τὸ πέλαγος οἷόν τε περαιοῦσθαι THC pendant qu'on pouvait encore traverser la mer ; ἕως ἂν αἴθῃ πῦρ ESCHL aussi longtemps que le feu brillera;
III. afin que, avec l'opt.
B. prép. avec idée de lieu ou de temps :
I. jusque;
1 avec le gén. jusqu'à ce point, jusqu'à ce moment : ἕως οὗ, jusqu'à ce que;
2 avec une prép. ἕως εἰς, jusque vers, jusqu'à;
3 avec une conj. ἕως ὅτε avec l'ind. jusqu'au moment où;
4 avec un adv. ἕως ὀψέ THC jusqu'à un temps éloigné;
II. pendant un certain temps, quelque temps ; continuellement.
Étymologie: DELG cf. skr. yávat « aussi longtemps que ».

Russian (Dvoretsky)

ἕως:
I (gen. и acc. ἕω, dat. ἕῳ), эп.-ион. ἠώς (gen. ἠοῦς, ἡόος и ἠῶθι, dat. ἠοῖ, acc. ἠῶ и ἠόα), дор. ἀώς, эол. αὔως
1 утренняя заря, денница, рассвет: ἡ φωσφόρος ἕως διώκουσα ἄστρα Eur. светоносная денница, прогоняющая звезды; πρὸ τῆς ἕω Thuc. и ἠῶθι πρό Hom. до рассвета; πρὸς πρώτην ἕω Soph. или ἐπειδὴ ἕως ἔμελλε γίγνεσθαι Thuc. когда стала заниматься заря, когда забрезжило утро; ἅμα (τῇ) ἕῳ и ἐπὶ τὴν ἕω Thuc., εἰς τὴν ἐπιοῦσαν ἕω, ἐπειδὴ ἕως ἐγένετο Xen. с наступлением зари, ранним утром; ἠοῦς Hom. с самого рассвета; μέχρι ἕως ἐγένετο Plat. до (появления) зари; ἀπ᾽ ἠοῦς μέχρι δείλης Plat. от зари до вечера; ἔξ ἕω μέχρι τῆς ἐτέρας ἕω Plat. от одной утренней зари до другой; ὅσον τ᾽ ἐπικίδναται ἠώς Hom. где только сияет заря, т. е. по всему свету;
2 день, сутки: ὅτε ἐκ τοῖο δυωδεκάτη γένετ᾽ ἠώς Hom. когда с этой поры настал двенадцатый день, т. е. на двенадцатый день после этого; ἠοῖ τῇ προτέρῃ Hom. накануне, вчера;
3 восток (ἀπὸ ἠοῦς πρὸς ἑσπέρην Her.): πρὸς ἕω βλέπειν Xen. быть обращенным на восток; τὰ πρὸς τὴν ἠῶ Her. восточные области; πρὸς ἕω τῆς πόλεως Xen. к востоку от города.
II эп. тж. εἵως (у Hom. двухсложно ‒∪ или односложно, редко ∪‒) conj.
1 пока не, до тех пор пока: 1.1) с conjct. + ἄν (эп. κε) для выраж. будущего или обусловленного действия: εἵωςκεν Ἀχιλῆϊ πελάσσῃ Hom. (Гермес будет провожать Приама), пока не приведет (его) к Ахиллу; иногда без ἄν: ἕως ἀνῇ τὸ πῆμα τοῦτο Soph. пока не утихнет это страдание; 1.2) с opt. в косвенной речи для выраж. прошедшего действия: περιεμένομεν ἑκάστοτε, ἕως ἀνοιχθείη τὸ δεσμωτήριον Plat. мы всякий раз ожидали, пока не откроется тюрьма (Сократа); иногда с ἄν (κε): οὐκ ἀποκρίναιο, ἕως ἂν τὰ ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως ὁρμηθέντα σκέψαιο Plat. ты (ведь) не пожелал бы отвечать, пока не разобрался бы в том, что следует из (выставленного тобой) положения; 1.3) редко с inf.: ἐντειλάμενος ἐς τὸ ὀπίσω διεκπλώειν, ἕως ἐς Αἴγυπτον ἀπικνέεσθαι Her. предложив (им) плыть обратно, пока не прибудут в Египет;
2 пока, в то время как, покуда: 2.1) с ind. для выраж. одновременности: ἤσθιε, ἕως ὅ τ᾽ ἀοιδὸς ἄειδεν Hom. (Одиссей) ел в то время, как пел певец; иногда без глагола: ἕως ἔτι σοι σχολή Xen. покуда у тебя есть еще время; οἱ δ᾽ εἵως σῖτον ἔχον καὶ οἶνον, τόφρα βοῶν ἀπέχοντο Hom. пока у них были хлеб и вино, они не трогали быков (Гелиоса); 2.2) с conjct. + ἄν для будущего действия: ἕως ἂν αἴθῃ πῦρ Aesch. пока (Эгист) будет разжигать пламя (на очаге Клитемнестры), т. е. пока будет длиться их союз; 2.3) с opt. для выраж. вневременно-постоянного действия: μηδὲν ἂν μεῖζον μηδὲ ἔλαττον γενέσθαι, ἕως ἴσον (ἂν) εἴη αὐτὸ ἑαυτῷ Plat. (мы скажем, что) ничто не становится ни большим, ни меньшим, пока оно равно себе самому;
3 (с тем), чтобы, для того, чтобы с opt.: πέμπε πρὸς δώματα Ὀδυσσῆος, εἵως Πηνελόπειαν παύσειε κλαυθμοῖο Hom. (призрак Ифтимы Афина) послала в дом Одиссея, чтобы унять плач Пенелопы.
III эп. εἵως praep. cum gen. (тж. с другими предлогами и наречиями)
1 (вплоть), до (ἕως Ἡρακλέους στηλῶν Arst.; ἕως τοῦ νῦν NT): ἕως οὗ ἀπέδεξαν ἁπάσας αὐτάς Her. до тех пор, пока не показали всех (изображений); ἕως τοῦ ἀποτῖσαι Aeschin. пока не заплатит; ἀπ᾽ ἄνωθεν ἕως κάτω NT сверху донизу; ἕως ἔσω εἰς τὴν αὐλήν NT внутрь самого двора; ἕως εἰς τὸν χάρακα Polyb. до вала; ἕως πρὸς ἑῷον ἀστέρα Anth. до восточной звезды; οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός NT нет (решительно) ни одного;
2 к (διελθεῖν ἕως τινος NT).
IV эп. тж. εἵως adv.
1 в течение некоторого времени, вначале, сначала: τὼ δ᾽ ἕως ἐπέτοντο μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο Hom. оба (орла) сначала летели (словно) дуновением ветра;
2 постоянно, всегда: εἵως ἐγὼ καὶ Ὀδυσσεὺς οὐ δίχα ἐβάζομεν Hom. мы с Одиссеем никогда не говорили по-разному.

Greek (Liddell-Scott)

ἕως: ἡ, Ἀττ. τύπος τοῦ Ἰων. ἠώς, ὃ ἴδε.

English (Autenrieth)

(1) as long as, until; foll. by the usual constructions with rel. words (see ἄν, κέν). A clause introduced by ἕως often denotes purpose, Od. 4.800, Od. 9.376.—(2) like τέως, for a while, usually with μέν, Od. 2.148, etc. —ἕως, to be read with ‘synizesis,’ except Od. 2.78.

English (Abbott-Smith)

ἕως, relative particle (Lat. donee, usque),
expressing the terminus ad quem (cf. Burton, §321ff.).
I.As conjunction;
1.till, until;
(a)of a fact in past time, c. indic.: Mt 2:9, al. (Wi 10:14, al.);
(b)ἕως ἄν, c. subjc. aor.: Mt 2:13 5:18, Mk 6:10, al.; without ἄν (M. Pr., 168f.; Lft., Notes, 115), Mk 14:32 (Burton, §325), Lk 12:59, II Th 2:7, al.;
(c)c. indic., pres. (Burton, §328; BL, §65, 10): Mk 6:45, Jo 21:22, 23 I Ti 4:13.
2.C. indic., as long as, while (Burton, §327): Jo 9:4 (Plat., Phaedo, 89c).
II.As an adverb (chiefly in late writers).
1.Of time, until, unto;
(a)as prep. c. gen. (BL, §40, 6; M, Pr., 99): τ. ἡμέρας, Mt 26:29, Lk 1:80, Ro 11:8, al.; ὥρας, Mt 27:45, al.; τέλους, I Co 1:8, II Co 1:13; τ. νῦν, Mt 24:21, Mk 13:19 (I Mac 2:33); ἐτῶν ὀγ. (Field, Notes, 49f.), Lk 2:37; τ. ἐλθεῖν, Ac 8:40; before names and events, Mt 1:17 2:15, Lk 11:51, Ja 5:7, al.;
(b)seq. οὗ, ὅτου, with the force of a conjc. (Burton, §330; M, Pr., 91);
(α)ἕως οὗ (Hdt., ii, 143; Plut., al.): c. indic., Mt 1:25 (WH br., οὗ) 13:33, al.; c. subjc. aor., Mt 14:22, al.;
(β)ἔ. ὅτου: c. subjc., Lk 13:8; c. indic., Mt 5:25 (until), Jo 9:18;
(c)c. adv. (ἔ. ὀψέ, Thuc, iii, 108): ἄρτι, Mt 11:12, Jo 2:10, I Co 4:13, al.; πότε (M, Pr., 107), Mt 17:17, Mk 9:19, Jo 10:24, al.
2.Of place, as far as, even to, unto (Arist., al.);
(a)as prep. c. gen. (v. supr.): Mt 1123, Lk 1015, al.;
(b)c. adv. (BL, §40, 6): Sivio, Jo 2^; Icro,, Mk 14^*; Kdruy, Mt 2751, Mk 1538; <!iS€, Lk 23^;
(c)c. prep.: ἔξω, Ac 21:5; πρός, Lk 24:50 (Field, Notes, 83).
3.Of quantity, measure, etc.: Mt 18:21, Mk 6:23, Lk 22:51, al.

English (Strong)

of uncertain affinity; a conjunction, preposition and adverb of continuance, until (of time and place): even (until, unto), (as) far (as), how long, (un-)til(-l), (hither-, un-, up) to, while(-s).

Greek Monotonic

ἕως: Αττ. τύπος και Ιων. ἠώς.
ἕως: Επικ. εἵως και εἷος, σύνδ., ως,
I. 1. έως, ώσπου, μέχρι, Λατ. donec, dum, σε Όμηρ.· στον Όμηρ. μερικές φορές χρησιμ. το τέως, για λίγο, για κάποιο χρονικό διάστημα· α) για να εκφράσει γεγονός στο παρελθόν, το ἕως ακολουθ. από οριστ., εἵως φίλον ὤλεσε θυμόν, σε Ομήρ. Ιλ.· όταν το γεγονός είναι αβέβαιο στο παρελθόν, ακολουθ. από ευκτική, ἕως ὅ γε μιγείη, μέχρι να έφτανε, σε Ομήρ. Οδ. β) ἕως ἄν ή κε, με υποτ., σε σχέση με αβέβαιο μελλοντικό γεγονός, μαχήσομαι, εἵως κε κιχείω, μέχρι να βρω, σε Ομήρ. Ιλ.
2. ενώ, κατά τη διάρκεια που, εφόσον, ενόσω, εἵως πολεμίζομεν, σε Ομήρ. Οδ.· ἕως ἔτι ἐλπὶς (ἦν), σε Θουκ.
II. ως επίρρ., Λατ. usque, κυρίως με επιρρ. χρόνου, ἕως, ὅτε, Λατ. usque dum, μέχρι τη στιγμή όπου, σε Ξεν.· ομοίως, ἕως οὗ, σε Ηρόδ.· ἕως ὀψέ, μέχρι αργά, σε Θουκ.· με γεν., ἕως τοῦ ἀποτῖσαι, μέχρις ότου πληρώσει, Νόμ. παρ' Αισχίν.

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: f.
Meaning: dawn, day-break (Il.).
Other forms: Ion. (also hell.) ἠώς, -οῦς, Dor. ἀϜώς, ἀϜώρ, gen. ἀϜῶ, Aeol. αὔως f.
Compounds: As 1. member in ἑωσ-φόρος, Dor. ἀωσ-φόρος bringer of dawn, morning-star (Ψ 226, Pi. I. 4 (3), 24 ); see Wackernagel Unt. 100ff., where Hom. ἑωσ-φόρος is considered as ep. Atticism; s. also Chantraine Gramm. hom. 1, 72 and (with improbable hypothesis) Schwyzer 440 n. 8.
Derivatives: ἑώϊος, ἑῳ̃ος, ἠοῖος, ἠῳ̃ος (see Wackernagel Unt. 106f.) of the morning, eastern (Il.), ἕωλος belonging to dawn, a night long, of food etc. (Att. etc.; on the pejorative λ-suffix Chantraine Formation 239); adv. ἕωθεν, ep. ἠῶθεν, Dor. ἀῶθεν from the morning on, early in the morning (Il.) with ἑωθινός of the morning (Hdt., Hp.; cf. Wackernagel Unt. 104 w. n. 1, Schwyzer 490); Hom. ἠῶθι in ἠῶθι πρό early in the morning; explanation uncertain, cf. Schwyzer 628 n. 6, Chantraine Gramm. hom. 1, 246.
Origin: IE [Indo-European] [86] *h₂eus-os dawn
Etymology: The barytonesis in ἕως as against ἠώς Wackernagel, Gött. Nachr. 1914, 49ff. (= Kl. Schr. 2, 1151ff.) thinks to explain from frequent ἕωθεν, where it is regular (Schwyzer 383). The aspiration will be due to replacement as in εὕω (Schwyzer 219; after Sommer Lautstud. 11f. however from ἑσπέρα). - PGr. *ἀϜώς for *ἀυhώς < IE *h₂eusṓs and is identical with Lat. aurōr-a (except the added -a, cf. flōs: Flōr-a). Witɦ zero grade Skt. uṣā́s f. dawn < *h₂usṓs. A corresponding r-stem, IE *h₂eus-r-, h₂us-r-, is seen in αὔριον (s. v.) with ἄγχ-αυρος near the morning (A. R. 4, 111), in Lith. aušr-à dawn, Skt. usr-á- of the morning, uṣar-búdh- waking at dawn. Of the other cognates be mentioned OCS za ustra at dawn, Germ., e. g. OHG ōst(a)ra, -ūn Easter. - An ablauting full grade, *h₂u̯es-r-, in e. g. Skt. vasar-hā́ (RV. 1, 122,3), of the wind, meaning uncertain, vāsar-á- of the morning, Celt., e. g. MIr. fāir sunrise, IE *h₂u̯ōsr-i-. There is a sḱ-present, Skt. uccháti = Av. usaiti lights up (of the morning), IE *h₂us-sḱ-éti, with the full grade athematic root-aorist a-vas-ran. Uncertain Hitt. uškizzi (= (usketsi)) he sees from auš-zi he sees, 2. sg. autti (= au-ti). - More forms W.-Hofmann 1, 86 a. 87, Pok. 86f.; also Burger REIE 1, 447ff. - Cf. ἠϊκανός.
2.
Grammatical information: pcle
Meaning: until, as long as (Il.); prep. w. gen. (rarely acc.) till (hell.).
Other forms: ep. ἧος (written. εἵως, ἕως, s. Chantr. Gr. hom. 1,11, but also West, Glotta 44 (1967) 135), Aeol. ἆος, Dor. ἇς, Hom. also demonstr. for some time.
Origin: IE [Indo-European] [283!] *ieh₂u̯ot as long as, until
Etymology: From PGr. *ἇϜος and identical with the Skt. relative yā́vat as long as except for the final consonant (an extra -s? see Schwyzer 409f. and 528, and Szemerényi Glotta 35 (1956) 94f.). - On the use Schwyzer-Debrunner 550, 650, 657. Cf. τέως and 1. ὅς.

Middle Liddell


I. until, till, Lat. donec, dum, Hom.:—in Hom. sometimes used = τέως, for a time:—to express a fact, ἕως is foll. by Ind., εἷος φίλον ὤλεσε θυμόν Il.; when the event is uncertain, by the opt., ἕως ὅ γε μιγείη till he should reach, Od.
b. ἕως ἄν or κε with Subj., relating to an uncertain event in future time, μαχήσομαι, εἵως κε κιχείω till I find, Il.
2. while, so long as, εἵως πολεμίζομεν Od.; ἕως ἔτι ἐλπίς [ἦν] Thuc.
II. as adv., Lat. usque, mostly with Advs. of time, ἕως ὅτε, Lat. usque dum, till the time when, Xen.; so, ἕως οὗ Hdt.; ἕως ὀψέ till late, Thuc.:—c. gen., ἕως τοῦ ἀποτῖσαι till he made payment, ap. Aeschin.

Frisk Etymology German

ἕως: 1. -ω
{héōs}
Forms: ion. (auch hell. und spät) ἠώς, -οῦς, dor. ἀϝώς, ἀϝώρ, Gen. ἀϝῶ, äol. αὔως f.
Meaning: Morgenröte, Tagesanbruch (seit Il.).
Composita: Als Vorderglied in ἑωσφόρος, dor. ἀωσφόρος Bringer der Morgenröte, Morgenstern (Ψ 226, Pi. I. 4 (3), 24 u. a.); dazu Wackernagel Unt. 100ff., wo hom. ἑωσφόρος als ep. Attizismus erkannt wird; s. noch Chantraine Gramm. hom. 1, 72 und (mit unwahrscheinlicher Hypothese) Schwyzer 440 A. 8.
Derivative: Ableitungen. ἑώϊος, ἑῳ̃ος, ἠοῖος, ἠῳ̃ος (dazu Wackernagel Unt. 106f.) morgendlich, östlich (seit Il.), ἕωλος zur Morgenröte gehörend, übernächtig, abgestanden, von Lebensmitteln usw. (att. usw.; zum pejorativen λ-Suffix Chantraine Formation 239); Adv. ἕωθεν, ep. ἠῶθεν, dor. ἀῶθεν vom Morgen an, frühmorgens (seit Il.) mit ἑωθινός morgendlich (Hdt., Hp., att.; vgl. Wackernagel Unt. 104 m. A. 1, Schwyzer 490); hom. ἠῶθι in ἠῶθι πρό etwa früh morgens; Erklärung unsicher, vgl. Schwyzer 628 A. 6 m. Lit., Chantraine Gramm. hom. 1, 246.
Etymology: Die Barytonese in ἕως gegenüber ἠώς will Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 49ff. (= Kl. Schr. 2, 1151ff.) ansprechend auf das geläufige ἕωθεν zurückfuhren, wo sie regelmäßig eintrat (Schwyzer 383). Die Aspiration kann wie in εὕω auf Hauchversetzung beruhen (Schwyzer 219; nach Sommer Lautstud. 11f. dagegen von ἑσπέρα). — Urgr. *ἀ̄ϝώς kann für *ἀ̄υhώς aus idg. *āusṓs stehen und ist dann mit lat. aurōr-a bis auf die sekundäre a-Erweiterung (vgl. flōs: Flōr-a) identisch. Daneben mit Tiefstufe aind. uṣā́s- f. Morgenröte aus *usṓs. Ein mit diesem fem. s-Stamm korrespondierender r-Stamm, idg. *āus-r-, us-r-, erscheint in αὔριον (s. d.) mit ἄγχαυρος dem Morgen nahe (A. R. 4, 111; wohl Rückableitung, vgl. zu βίβλος), in lit. aušr-à Morgenröte, aind. usr-á- morgendlich, uṣar-búdh- bei der Morgenröte erwachend. Von den übrigen sehr zahlreichen Verwandten seien noch erwähnt aksl. za ustra am Morgen, germ., z. B. ahd. ōst(a)ra, -ūn Ostern, die ebenfalls auf den r-Stamm zurückgehen (dazu noch Ausdrücke für Osten usw., z. B. ahd. ōstar nach Osten, lat. Auster, -tri Südwind). — Eine alternierende Hochstufe, idg. *u̯es-r-, bieten z. B. aind. vasar-hā́ (RV. 1, 122,3), vom Winde, Bedeutung unklar, vāsar-á- morgendlich, kelt., z. B. mir. fāir Sonnenaufgang, idg. *u̯ōsr-i-. Zu diesen Nomina gesellt sich im Indoiranischen ein primäres schwundstufiges sḱ-Präsens, aind. uccháti = aw. usaiti ‘leuchtet auf (vom Morgen)’, idg. *us-sḱ-éti, wozu der hochstufige athematische Wurzelaorist aind. a-vas-ran. Unsicher dagegen heth. uškizzi (= usketsi) er sieht von dem primären auš-zi er sieht, 2. sg. autti (= au-ti). — Weitere Formen mit Lit. WP. 1, 26f., W.-Hofmann 1, 86 u. 87, Pok. 86f.; außerdem Burger REIE 1, 447ff. Vgl. noch ἠϊκανός.
Page 1,605-606
2.
{héōs}
Forms: ep. ἧος (geschr. εἵως, ἕως), äol. ἆος, dor. ἇς Konj. ‘so lange als, (so lange) bis' (seit Il.), Hom. auch demonstr.
Meaning: eine Zeitlang (wohl elliptisch); Präp. m. Gen. (selten Akk.) bis (hell. und spät).
Etymology: Aus urgr. *ἇϝος und mit dem aind. Relativum yā́vat wie weit bis auf den unklaren Endkonsonanten identisch (darüber Schwyzer 409f. und 528 m. Lit., dazu noch Szemerényi Glotta 35, 94f.). — Zum Gebrauch von ἕως Schwyzer-Debrunner 550, 650, 657. Vgl. τέως und 1. ὅς.
Page 1,606

Chinese

原文音譯:›wj 赫哦士
詞類次數:連詞 介詞(148)
原文字根:等到
字義溯源:直等到^,直等,等到,直到,等,到,連,趁著,幾乎,向來,只等,只要。這連詞常表示一段時間的終結或開始。大部分用在四福音書和使徒行傳中(125次)。參讀 (ἄχρι)同義字
出現次數:總共(148);太(49);可(15);路(28);約(11);徒(22);羅(2);林前(6);林後(3);帖後(1);提前(1);來(3);雅(2);彼後(1);約壹(1);啓(3)
譯字彙編
1) 直到(43) 太2:15; 太5:18; 太5:18; 太10:11; 太22:26; 太24:21; 太26:29; 太26:58; 太27:8; 太28:20; 可13:19; 可14:25; 可15:33; 路1:80; 路2:37; 路11:51; 路12:50; 路12:59; 路13:21; 路15:4; 路23:5; 路23:44; 路24:49; 約2:7; 約5:17; 約16:24; 約21:22; 約21:23; 徒1:8; 徒7:45; 徒8:40; 徒11:19; 徒11:22; 徒13:20; 徒13:47; 羅11:8; 林前4:13; 林前8:7; 林後3:15; 來10:13; 雅5:7; 雅5:7; 彼後1:19;
2) 到(27) 太1:17; 太1:17; 太1:17; 太11:12; 太11:23; 太11:23; 太18:22; 太18:22; 太24:31; 太27:45; 太27:51; 可13:27; 可15:38; 路4:29; 路9:41; 路22:51; 路24:50; 約2:10; 約8:9; 約10:24; 徒21:5; 徒28:23; 林前1:8; 林前15:6; 林後1:13; 來8:11; 約壹2:9;
3) 等(16) 太1:25; 太2:13; 太14:22; 太18:30; 太22:44; 太26:36; 可6:45; 可12:36; 可14:32; 路13:8; 路17:8; 路20:43; 約9:18; 徒2:35; 徒25:21; 來1:13;
4) 直等到(8) 太17:9; 太27:64; 徒23:12; 徒23:14; 徒23:21; 林前16:8; 帖後2:7; 提前4:13;
5) 直(8) 太24:27; 太24:34; 可6:10; 路13:35; 路15:8; 路22:16; 路22:18; 徒26:11;
6) 等到(5) 太12:20; 太18:34; 太24:39; 林前4:5; 啓6:11;
7) 要到(4) 太17:17; 太17:17; 可9:19; 啓6:10;
8) 直等(3) 太5:26; 太13:33; 路21:32;
9) 直到⋯為止(2) 太23:35; 徒1:22;
10) 到⋯為止(2) 太11:13; 太20:8;
11) 等待(2) 徒21:26; 啓6:11;
12) 以前(2) 路9:27; 約13:38;
13) 幾乎(2) 太26:38; 可14:34;
14) 往(2) 路2:15; 徒23:23;
15) 到了(2) 太10:23; 徒17:15;
16) 以(2) 太16:28; 可9:1;
17) 一直(2) 太23:39; 可14:54;
18) 上(1) 林後12:2;
19) 直⋯到(1) 太2:9;
20) 到⋯麼(1) 太18:21;
21) 到⋯那裏(1) 路4:42;
22) 到⋯上(1) 路10:15;
23) 連(1) 羅3:12;
24) 趁著(1) 太5:25;
25) 邊(1) 徒17:14;
26) 前(1) 路22:34;
27) 下到(1) 路10:15;
28) 要等到(1) 可9:19;
29) 趁(1) 約9:4;
30) 至(1) 徒8:10;
31) 就是(1) 可6:23;
32) 快到(1) 徒9:38;
33) 等著(1) 太13:30

English (Woodhouse)

dawn, while

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

ἡ, ἀττ. ἀντί τοῦ ἰων. ἠώς (=αὐγή). Ἀπό ρίζα αϝ-, ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: αὔριον, ἦρι, ἠέριος, ἄγχαυρος. Παράγωγα τοῦ ἕως: ἕωθεν (=ἀπό νωρίς), ἑωθινός (=πρωινός), ἑώιος ἀντί ἑῷος (=πρωινός).

Translations

until

Afrikaans: totdat, tot; Amharic: እስከ; Arabic: حَتَّى‎; Egyptian Arabic: لغايت‎; Hijazi Arabic: إلين‎; Asturian: hasta; Bashkir: тиклем, хәтлем, ҡәҙәр; Basque: arte; Belarusian: да; Bengali: অবধি, পর্যন্ত; Bulgarian: до; Burmese: အထိ; Catalan: fins; Chinese Cantonese: 到, 至; Mandarin: 直到, 直至, 至; Czech: do; Danish: indtil; Dutch: totdat, tot; Esperanto: ĝis; Estonian: kuni; Fala: hasta; Finnish: saakka, asti; French: jusque, jusqu'à; Galician: deica, endeica; Georgian: -მდე; German: bis, bis zu, bis an; Greek: μέχρι, ως; Ancient Greek: ἕως, μέχρι, μέσφα, ἄχρι; Hebrew: עַד‎; Hindi: ... तक; Hungarian: -ig; Icelandic: þangað til, fyrr en, uns, þar til; Ido: til; Irish: go dtí; Old Irish: co; Italian: finché, fino a quando, fino a; Japanese: まで; Korean: 까지; Kurdish Northern Kurdish: heta, ta; Latin: usque ad; Latvian: līdz; Lithuanian: kol, iki; Macedonian: до, сѐ до; Malay: sehingga; Maltese: sa, sakemm; Maori: āpānoa, rā anō, rānō, tae noa ki; Mbyá Guaraní: peve; Mirandese: até; Ngazidja Comorian: hata mpaka; Occitan: fins; Old English: oþ; Persian: تا‎; Plautdietsch: bat; Polish: do, aż do; Portuguese: até, até que; Romanian: până, până când, până ce; Russian: до; Scottish Gaelic: gu, gus; Serbo-Croatian Cyrillic: до̏; Roman: dȍ; Slovak: do; Slovene: do; Sorbian Lower Sorbian: do; Upper Sorbian: do; Spanish: hasta; Swahili: mpaka; Swedish: tills; Tajik: то; Tocharian B: eṃṣke; Turkish: -e kadar; Ukrainian: до; Urdu: ... تک‎, جب تک‎; Uyghur: -غىچە‎, -قىچە‎, -گىچە‎, -كىچە‎, -غا قەدەر‎, -قا قەدەر‎, -گە قەدەر‎, -كە قەدەر‎; Vietnamese: cho đến, đến, cho tới, tới; Walloon: diski, disk' a, disk' a tant ki; West Frisian: oant; Yiddish: ביז‎

dawn

Arabic: فَجْر‎; Egyptian Arabic: فجر‎; Armenian: արշալույս; Aromanian: hãryii, cripatã, apiritã, ndzari, adoarã; Azerbaijani: dan; Bashkir: таң; Basque: egunsenti; Belarusian: зара, світанне; Bengali: ফজর; Bikol Central: daliwawa; Bulgarian: зора, разсъмване; Burmese: အရုဏ်တက်, အရုဏ်; Catalan: aurora, alba; Cebuano: kaadlawon; Cherokee: ᎤᎩᏥᏕᏱ; Chinese Mandarin: 黎明, 拂曉, 拂晓, 破曉, 破晓, 旦; Chuvash: шурампуҫ; Danish: daggry; Dutch: morgenschemering, dageraad, zonsopgang; Esperanto: aŭroro, matenruĝo; Even: гяван; Finnish: aamunkoitto, sarastus, aamuhämärä, koi; French: aube; Friulian: albe; Galician: albor, alborada, abrente, alba, amencida; Gallurese: albore; Georgian: გარიჟრაჟი, რიჟრაჟი; German: Morgendämmerung, Dämmerung, Morgengrauen; Gothic: 𐌿𐌷𐍄𐍅𐍉; Greek: αυγή; Ancient Greek: ὄρθρος, ἠώς, ἕως, ἀώς, ἀβώρ; Guaraní: ko'ẽ; Hausa: alfijir; Hebrew: שחר‎; Hindi: उषा, ऊषा, प्रभात, तड़का, सवेरा, सुबह, सहर, भोर, फजर; Hungarian: hajnal; Icelandic: dögun, dagrenning, morgunsár, afturelding; Ido: jornesko; Ilocano: bannawag; Irish: camhaoir; Istriot: alba; Italian: alba; Japanese: 夜明け; Kabuverdianu: madrugada; Kazakh: арай; Khmer: ព្រលឹម; Korean: 새벽; Kyrgyz: таң; Latin: aurora, matutinum; Lithuanian: aušra, žara; Macedonian: мугра, зора; Maltese: sebħ, żerniq; Malvi: पो; Maori: pūaotanga, hāpara, ata hāpara, haeata; Middle Persian: 𐭠𐭥𐭱‎; Nanai: гиван; Navajo: hayííłką́, hayoołkááł; Neapolitan: arba; Norwegian: grålysning; Old English: dægrēd; Oromo: obboroo, abboroo; Ossetian: ӕхсид; Ottoman Turkish: طاك‎; Persian: سپیده‎; Polish: świt, brzask; Portuguese: alvorecer, alvorada, amanhecer, aurora, alva; Punjabi: ਝਲਾਂਗ, ਤੜਕਾ, ਫ਼ਜਰ, ਲੋ, ਪ੍ਰਭਾਤ; Romanian: zori, auroră, alba; Romansch: alva; Russian: заря, рассвет; Sanskrit: उषस्, उषा, ऊषा, प्रभात; Sardinian Campidanese: nèa; Logudorese: arbéschida, arbòre; Sassarese: billòcca, chintari; Scottish Gaelic: beul an latha, briseadh-latha, mochthrath; Serbo-Croatian Cyrillic: праскозорје, зора; Roman: prȁskozōrje, zòra; Sicilian: alba, arba, abba; Somali: waabari; Spanish: alba, amanecer, aurora, madrugada; Swahili: alfajiri; Swedish: gryning; Tagalog: bukang-liwayway; Telugu: ప్రభాతము, ప్రొద్దు; Thai: ย่ำรุ่ง, เช้ามืด; Turkish: seher, şafak, tan; Ukrainian: зоря, світанок; Urdu: سحر‎, سویرا‎, تڑکا‎, صبح‎, اشا‎, اشراق‎, پربهات‎; Vaghri: ઊજારો; Vietnamese: bình minh, rạng đông; Volapük: gödalulit; Welsh: gwawr; Westrobothnian: dagsrand, dagrand; Yakut: тыҥ; Yiddish: פֿאַרטאָג‎, באַגינען‎, פֿרימאָרגן‎, קאַיאָר‎