ποινή

From LSJ
Revision as of 14:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποινή Medium diacritics: ποινή Low diacritics: ποινή Capitals: ΠΟΙΝΗ
Transliteration A: poinḗ Transliteration B: poinē Transliteration C: poini Beta Code: poinh/

English (LSJ)

ἡ,

   A bloodmoney, were-gild, fine paid by the slayer to the kinsmen of the slain, c. gen. pers., ἵνα μή τι κασιγνήτοιό γε π. δηρὸν ἄτιτος ἔῃ Il.14.483; π. δ' οὔ τις παιδὸς ἐγίγνετο τεθνηῶτος 13.659, cf. 9.633; ἐνείκεον εἵνεκα ποινῆς ἀνδρὸς ἀποφθιμένου 18.498.    2 generally, price paid, satisfaction, requital, penalty, Κύκλωψ ἀπετείσατο π. ἰφθίμων ἑτάρων Od.23.312; δυώδεκα λέξατο κούρους, π. Πατρόκλοιο Il.21.28; πολέων δ' ἀπετίνυτο ποινήν 16.398; υἷος π. Γανυμήδεος 5.266; τοῖς ἔνι π., ἔστ' ἐπὶ καὶ τῷ π., Hes.Op.749,755; τῶν ποινήν in return for these things, Il. 17.207; so also ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψυχῆς ἀνελέσθαι accept satisfaction for A.'s life, Hdt.2.134; ποινὴν τείσειν Ξέρξῃ τῶν κηρύκων τῶν ἀπολομένων give Xerxes satisfaction for the death of the heralds, Id.7.134, cf. A.Eu.543 (lyr.), S.El.564 (pl.), Antipho 2.4.11; ποινῆς εἵνεκα by way of penalty, Epigr.Gr.356.3 (Hadriani): freq. in pl., A.Pr.270, Eu. 464, etc.; ποινὰς τεῖσαι to pay penalties, Pi.O.2.58; τίνειν A.Pr.112, X. Cyr.6.1.11; δοῦναι E.IT446 (lyr.); π. λαμβάνειν exact them, Id.Tr. 360; τᾶς ὕβριος IG42(1).122.98 (Epid.).—Rare in Prose, δίκη being the usual word.    3 in good sense, recompense, reward for a thing, τεθρίππων, καμάτων, Pi.P.1.59, N.1.70; εὐχὰς ἀγαθὰς ἀγαθῶν ποινάς A. Supp.626 (anap.); ποινὴν εὐσεβίης IG14.1437.    4 redemption, release, π. τίς ἔσται πρὸς θεῶν; Pi.P.4.63.    II personified, the goddess of vengeance, μᾶτερ, ἅ μ' ἔτικτες . . ἀλαοῖσι καὶ δεδορκόσι ποινάν A. Eu.323 (lyr.), cf. E.IT200 (lyr.): pl., Aeschin.1.190, Plb.23.10.2, etc.    III Astrol., name of a κλῆρος, S.E.M.5.15; also of the sixth τόπος, Paul.Al.M.1. (I.-E. q[uglide]oi-nā, cf. Avest. kaēnā- 'punishment', 'vengeance', Lith. kaina, Slav. cèna 'price', cogn. with τίνω, τεῖ-σαι.)

German (Pape)

[Seite 651] ἡ (vgl. Pein, poena, nach der gew. Ableitung von φεν, φόνος), eigtl. Lösegeld für eine Blutschuld, womit man den Verwandten des Erschlagenen den Mord sühnt od. sich von sonst einem Verbrechen u. der dafür zu fürchtenden Rache loskauft, Rache wegen eines Getödteten, die ursprünglich in Gegenmord besteht, Blutrache; od. wegen einer andern Schuld; übh. Sühne, Ersatz, Genugthuung; c. gen. der Person, Τρωῒ Σεὺς δῶχ' υἷος ποινήν, Il. 5, 266, für den geraubten Ganymedes; ἐνείκεον εἵνεκα ποινῆς ἀνδρὸς ἀποφθιμένου, Il. 18, 498; τίς τε κασιγνήτοιο φονῆος ποινὴν ἢ οὗ παιδὸς ἐδέξατο τεθνηῶτος, 9, 633, es nimmt Einer auch für den erschlagenen Bruder od. Sohn das Blut- od. Lösegeld (u. steht von dem durch die Blutrache geforderten Tode des Mörders ab); so auch ποινὴ δ' οὔτις παιδὸς ἐγίγνετο τεθνηῶτος, 13, 659, vgl. 14, 483. 16, 398. 17, 207, u. sonst; io nimmt Achilles 12 Jünglinge, ποινὴν Πατρόκλοιο θανόντος, 21, 28, um sie zu tödten; Κύκλωψ ἀπετίσατο ποινὴν ἰφθίμων ἑτάρων, Od. 23, 312; Hes. O. 371. 377, ποινὰς ἔτισαν, Pind. Ol. 2, 64; δυσθρόου φωνᾶς ποινά τις πρὸς θεῶν, P. 4, 63, wo es »Befreiung« übersetzt werden kann; oft Tragg.; Soph. El. 554; ποινὰς δοὺς ἀντιπάλους, Eur. I. T. 446; Troad. 360; τοιάσδε ποινὰς ἀμπλακημάτων τίνω, Aesch. Prom. 112; ποινὰ γὰρ ἐπέσται, Eum. 514; κακαῖσι ποιναῖς ταῖσδέ μ' ἐξημείψατο, Prom. 223, u. öfter; vgl. Eum. 236; auch in gutem Sinne, Belohnung, λέξωμεν ἐπ' Ἀργείοις εὐχὰς ἀγαθὰς ἀγαθῶν ποινάς, 621, wie Pind. κελαδῆσαι ποινὰν τεθρίππων, P. 1, 58; ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον, N. 1, 70. – In Prosa : ἀνελέσθαι ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψυχῆς, Buße nehmen für das Leben des Aesop, seinen Tod rächen, Her. 2, 134; ποινὴν τῖσαι Ξέρξῃ τῶν κηρύκων ἀπολομένων, die Sühne für den Mord der Herolde entrichten, 7, 134; selten im Attischen, τίνων ποινὰς ὧν ὑμᾶς ἐπεχείρησεν ἀδικεῖν Xen. Cyr. 6, 1, 11, ἡ ποινὴ τῆς ἁμαρτίας εἰς ἡμᾶς ἀναχωρεῖ Antiph. 2 α 3; einzeln bei Sp., wie Plut. u. Luc. – Personificirt sind αἱ Ποιναί die Racheod. Strafgöttinnen, die wie die Erinnys und Dike begangene Frevel bestrafen.

Greek (Liddell-Scott)

ποινή: ἡ, (ἴδε ἐν τέλ.) κυρίως, χρηματικὴ ἱκανοποίησις χυθέντος αἵματος, τὸ πρόστιμον τὸ πληρωνόμενον ὑπὸ τοῦ φονέως εἰς τοὺς συγγενεῖς τοῦ φονευθέντος, ὅπερ ἀπήλλαττεν αὐτὸν παντὸς διωγμοῦ, (πρβλ. τὸ ἀρχαῖον Ἀγγλ. were-gild) τὴν αὐτὴν ἔχον σημασ.)˙ μετὰ γεν. προσ., δῶχ’ υἷος ποινήν, ἔδωκεν ἀντέκτισιν, δωρεάν, Ἰλ. Ε. 266˙ ἵνα μή τι κασιγνητοιό γε π. δηρὸν ἄτιτος ἔῃ Ξ. 483˙ ποινὴ δ’ οὔτις παιδὸς ἐγίγνετο τεθνηῶτος Ν. 659, πρβλ. Ι. 633˙ ἐνείκεον εἵνεκα ποινῆς ἀνδρὸς ἀποφθιμένου Σ. 498˙ ― καθόλου χρήματα πρὸς ἱκανοποίησιν διδόμενα, ἱκανοποίησις, ἀνταπόδοσις, τιμωρία, Λατ. poena, Κύκλωψ ἀπετίσατο ποινὴν ἰφθίμων ἑτάρων Ὀδ. Ψ. 312˙ δυώδεκα λέξατο κούρους, ποινὴν Πατρόκλοιο Ἰλ. Φ. 28˙ πολέων δ’ ἀπετίνυτο ποινήν Π. 398, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 747, 753˙ τῶν ποινήν, ὡς ἀνταπόδοσιν διὰ ταῦτα, Ἰλ. Ρ. 207˙ ― οὕτω καὶ ἀνελέσθαι ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψυχῆς, λαβεῖν ἐκδίκησιν διὰ τὴν ψυχὴν τοῦ Αἰσώπου, Ἡρόδ. 7. 134˙ ποινὴν τῖσαι Ξέρξῃ τῶν κηρύκων ἀπολομένων, νὰ δώσωσιν εἰς τὸν Ξέρξην ἰκανοποίησιν διὰ τὸν θάνατον τῶν κηρύκων του, ὁ αὐτ. 7. 134, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 543, Σοφ. Ἠλ. 564, Ἀντιφῶν 120. 25˙ ποινῆς εἵνεκα, ὡς τιμωρίαν, χάριν τιμωρίας, Συλλ. Ἐπιγρ. 3797d˙ ― ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ὁ πληθ. εἶναι συνηθέστερος, Αἰσχύλ. Πρ. 268, Εὐμ. 464, κτλ.˙ ποινὰς τίνειν, τῖσαι, δοῦναι, δοῦναι δίκην, Πινδ. Ο, 2. 106, Αἰσχύλ. Πρ. 112, Εὐρ. Ι. Τ. 446, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 11˙ λαμβάνειν, δίκην λαμβάνειν, Εὐρ. Τρῳ. 360˙ πρβλ. ἄποινα. ― Σπάνιον παρὰ τοῖς πεζογράφοις ἀνθ’ οὗ ἡ συνήθης λέξις εἶναι δίκη. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀμοιβὴ διά τι πρᾶγμα, τινος Πινδ. Π. 1. 113, Ν. 1˙ 108 εὐχὰς ἀγαθὰς ἀγαθῶν ποινὰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 626˙ ποινὴν εὐσεβίης Συλλ. Ἐπιγρ. 6281. 3) ὡς ἀποτέλεσμα τῶν λύτρων, ἀπολύτρωσις, ἄφεσις, Πινδ. Π. 4. 112. ΙΙ. προσωποποιεῖται ὡς θεότης τῆς ἐκδικήσεως κατέχουσα τὴν αὐτὴν τάξιν μετὰ τῆς Δίκης καὶ Ἐρινύος˙ μᾶτερ, ἅ μ’ ἔτικτες... ἀλαοῖσι καὶ δεδορκόσι ποινὰν Αἰσχύλ. Εὐμ. 323, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 199, Αἰσχίν. 27. 7˙ ἐν τῷ πληθ., Πολύβ. 24. 8, 3, κτλ. (Πρβλ. ἄποινα Λατ. p ena, penitet, punio˙ ― ὁ Pott ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὴν √pû (purum facere), ὅθεν pă-tare (καθαρίζειν ἐντελῶς Varro καὶ Cato), am-pu-tare (ἀποκόπτω τὰ περιττὰ ἢ ἐπιβλαβῆ, κλαδεύω), pū-rus˙ ἴδε Κούρτ. ἀρ. 373. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ποινή˙ ἀντέκτισιςὑπὲρ φόνου διδομένη, καὶ ἡ δωρεά, καὶ τὰ διδόμενα χρήματα ὑπέρ τινος ἀνῃρημένου τοῖς αὐτοῦ οἰκείοις».

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. propr. expiation d’un meurtre, d’où
1 argent qu’on paie aux parents de la victime, prix du sang, rançon : εἵνεκα ποινῆς ἀνδρὸς ἀποφθιμένοιο IL à cause du prix du sang ou de l’expiation pour l’homme tué ; δυώδεκα λέξατο κούρους, ποινὴν Πατρόκλοιο IL il choisit douze jeunes garçons en expiation du meurtre de Patrocle ; πολέων ἀπετίνυτο ποινήν IL il vengea le meurtre de beaucoup;
2 expiation en gén., satisfaction, réparation ; châtiment : ἀπετίσατο ποινὴν ἑτάρων OD il lui fit payer l’expiation, càd il le châtia pour le meurtre de ses compagnons ; ἀνελέσθαι ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψυχῆς HDT se faire donner satisfaction pour la vie ravie à Ésope, càd venger la mort d’Ésope ; au pl. ποινὰς δοῦναι EUR payer, fournir une expiation, être puni ; ἡ Ποινή, αἱ Ποιναί, le Châtiment personnifié, càd la déesse de la vengeance ou du châtiment;
II. en b. part compensation, dédommagement, récompense.
Étymologie: R. Που, purifier ; cf. ἄποινα, lat. poena, punio ; cf. purus.

English (Autenrieth)

(cf. poena): price paid for purification or expiation, satisfaction, penalty, w. gen. of the person whose death is atoned for by the quittance, Il. 9.633; also w. gen. of a thing, price, Il. 3.290, Il. 5.266, Il. 17.217.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
(νεολλ.)
1. η τιμωρία που επιβάλλεται για μια κολάσιμη πράξη («παιδαγωγική ποινή» — ποινή που επιβάλλεται από δάσκαλο σε μαθητή που υπέπεσε σε σφάλμα και η οποία αποσκοπεί στην ηθική βελτίωσή του)
2. (νομ.) κακό, κατάσταση που συνεπάγεται μια ατιμωτική και ουσιώδη βλάβη στα σπουδαιότερα αγαθά του ανθρώπου, όπως στην προσωπική του ελευθερία, στην περιουσία του, στην τιμή του, καί, όχι πλέον τόσο συχνά, στη ζωή του, και το οποίο απειλείται και επιβάλλεται από το κράτος και τα αρμόδια όργανά του, δηλ. κυρίως τα τακτικά ποινικά δικαστήρια, ενώ στρέφεται προσωποπαγώς κατά του δράστη ορισμένου εγκλήματος ως αντίδραση και απάντηση της οργανωμένης σε κράτος κοινωνίας προς το έγκλημα αυτό και τον δράστη του
3. ως κύριο όν. Ποινή
μυθ. ονομασία τών Ερινύων και της Δίκης, η θεά της τιμωρίας και της εκδίκησης
4. φρ. α) «ποινή φυλάκισης» και «χρηματική ποινή» — χρηματικό πρόστιμο ή φυλάκιση που επιβάλλει ως ποινή το δικαστήριο
β) «η εσχάτη τών ποινών»
(νομ.) η ανώτατη ποινή, η ποινή του θανάτου
γ) «θανατική ποινή»
(νομ.) η βαρύτερη κεφαλική ποινή που μπορεί να επιβληθεί αυτοτελώς στον δράστη μιας εγκληματικής πράξης και συνίσταται στην αφαίρεση της ζωής του
δ) «ιδιωτικές ποινές»
(νομ.) ποινές που επιβάλλονται από σωματεία, ιδρύματα, οργανισμούς ή άλλα νομικά πρόσωπα καθώς και από κοινωνικές ομάδες κατά μελών τους ή συνδεόμενων προσώπων, λ.χ. από το σχολείο, την Εκκλησία, τους ποδοσφαιρικούς σύλλογους, τα επαγγελματικά σωματεία, την ιδιωτική εργοδοσία, τις δανειστικές βιβλιοθήκες κ.ά. οργανισμούς
ε) «μη γνήσιες ποινές»
(νομ.) ποινές που δεν έχουν τον χαρακτήρα ποινικών κυρώσεων
στ) «διοικητική ποινή»
(νομ.) η προσβολή συνήθως με θετική πράξη, λ.χ. πρόστιμο, εκ μέρους τών οργάνων της διοικήσεως, δηλαδή της εκτελεστικής εξουσίας, συγκεκριμένων, ειδικώς από το δίκαιο προστατευόμενων, έννομων καταστάσεων και σχέσεων του διοικουμένου επειδή με τη συμπεριφορά του, με πράξη ή με παράλειψη, παραβίασε κανόνα δικαίου, ο οποίος συνδέει υποχρεωτικά ή κατά διακριτική ευχέρεια την εν λόγω παράβαση με την προβλεπόμενη ποινή ή κύρωση, αλλ. πειθαρχική
ζ) «κύριες ποινές»
(νομ.) ποινές που επιβάλλονται αυτοτελώς
η) «παρεπόμενες ποινές»
(νομ.) ποινές που δεν επιβάλλονται αυτοτελώς αλλά η επιβολή τους προϋποθέτει την προηγούμενη επιβολή μιας κύριας ποινής
θ) «ποινή εκκλησιαστική»
(κανον. δίκ.) μία μορφή ποιμαντικής παρεμβάσεως τών φορέων της ιερατικής εξουσίας για τη διόρθωση ή τη θεραπεία οποιασδήποτε παρέκκλισης ενός ή περισσοτέρων μελών του εκκλησιαστικού σώματος η οποία υπό την έννοια αυτή προσδιορίζει απλώς τη σχέση ενός ή περισσότερων πιστών, κληρικών ή λαϊκών προς τη θεία Ευχαριστία και την όλη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας
ι) «επί ποινή» — λέγεται για να δηλώσει ότι σε περίπτωση παράβασης ή ανυπακοής θα επιβληθεί ορισμένη ποινή
αρχ.
1. χρηματική αποζημίωση η οποία καταβαλλόταν από τον φονέα στους συγγενείς του θύματος, με σκοπό την απαλλαγή του από τη δίωξη, εξιλασμός
2. ανταπόδοση, εκδίκηση, αντίποιναὑπὲρ... τοῡ ἀποθανόντος ἀναμιμνήσκων τὴν ποινὴν παραινῶ ὑμῑν μὴ τὸν ἀναίτιον καταλαβόντας τὸν αἴτιον ἄφεῑναι», Αντιφ.)
3. (με θετική σημ.) αμοιβή, ανταμοιβή («ποινὴν εὐσεβίης», επιγρ.)
4. αστρολ. α) ονομασία του κλήρου, δηλ. τών βαθμών του ζωδιακού κύκλου οι οποίοι συνδέονται με πλανήτες και ασκούν, κατά τους αστρολόγους, επίδραση κατά τη γέννηση ενός ατόμου
β) ονομασία του έκτου αστρολογικού τόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ποι-νή, ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας kwei- «προσέχω, παρατηρώ, τιμωρώ, εκδικούμαι, πληρώνω πρόστιμο» και αντιστοιχεί ακριβώς με το αβεστ. kaenā «εκδίκηση, επανόρθωση». Στην ίδια ρίζα ανάγεται το ρ. τίνω «πληρώνω, ανταποδίδω». Αμφίβολη θεωρείται η σύνδεση τών τίνω / ποινή με τα τίω / τιμή (βλ. και λ. τίνω, τίω, τιμή). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. poena απ' όπου το ρ. pūnire «τιμωρώ»)].

Greek Monotonic

ποινή: ἡ,
I. 1. χρηματική ικανοποίηση που πληρώνεται από τον φονιά στους συγγενείς του σκοτωμένου για το αίμα που χύθηκε, (στο αρχ. αγγλικό και γερμανικό δίκαιο, η τιμή που ορίζεται ως η αξία ανθρώπου που φονεύτηκε και αποδίδεται από την οικογένεια του φονιά στην οικογένεια του θύματος για να αποφευχθεί ο κύκλος αίματος, ως συνέπεια αντεκδίκησης)· με γεν. προσ., δῶχ' υἷος ποινήν, δίνω λύτρα ή πληρώνω «φόρο αίματος» για τον γιο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· γενικά, τα χρήματα για ικανοποίηση, αποζημίωση, τιμωρία, εκδίκηση, ποινή, Λατ. poena, ἀπετίσατο ποινὴν ἑτάρων, αναγκάστηκαν να πληρώσουν ποινή για τους συντρόφους του, σε Ομήρ. Οδ.· δυώδεκα κούρους, ποινὴν Πατρόκλοιο, ως εκδίκηση για τον θάνατο του Πάτροκλου, σε Ομήρ. Ιλ.· τῶν ποινήν, ως ανταπόδοση γι' αυτά τα πράγματα, στο ίδ.· ποινὴν τῖσαι Ξέρξῃ τῶν κηρύκων ἀπολομένων, για να δώσουν στον Ξέρξη ικανοποίηση για το θάνατο των απεσταλμένων του, σε Ηρόδ.· στην Αττ., ο πληθ. είναι πιο συχνός· ποινὰς τῖσαι, δοῦναι, τιμωρούμαι, Λατ. dare poenas, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ποινὰς λαβεῖν, τους επιβάλλονται ποινές, Λατ. sumere poenas, σε Ευρ.
2. με θετική σημασία, αμοιβή, ανταμοιβή για κάτι, τινος, σε Πίνδ.
3. ως αποτέλεσμα χρηματικής ικανοποίησης, απόδοση, εξόφληση, απαλλαγή, στον ίδ.
II. προσωποπ., η θεά της εκδίκησης, σε Αισχύλ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ποινή: дор. ποινά (ᾱ) ἡ
1) выкуп: υἷος π. Hom. выкуп за сына;
2) пеня за убийство: π. τῆς Αἰσώπου ψυχῆς Her. пеня за убийство Эзопа;
3) возмездие, наказание, кара: ποινὰς τίνειν (τῖσαι) или δοῦναι Pind., Aesch., Eur., Xen. (по)нести наказание; ποινὰς λαβεῖν τοῦ πατρός Eur. отомстить за отца;
4) возмещение, воздаяние, награда: τῶν ποινήν Hom. в возмещение за это;
5) освобождение Pind.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποινή -ῆς, ἡ, Dor. ποινᾱ́ bloedgeld:; ποινή... παιδὸς τεθνηῶτος bloedgeld voor de gestorven zoon Il. 13.659; uitbr. vergelding, bestraffing:; ποινὰ γὰρ ἐπέσται want vergelding zal volgen Aeschl. Eum. 543; ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψυχῆς ἀνελέσθαι wraak nemen voor de dood van Aesopus Hdt. 2.134.4; καὶ τοῖς ἔπι ποινή ook hierop rust bestraffing Hes. Op. 749; in plur.. ποινὰς τεῖσαι boete betalen Pind. O. 2.58. beloning:. κελαδῆσαι... ποινὰν τεθρίππων de beloning voor de vierspanrace zingen Pind. P. 1.59. personif. Ποινή, ἡ Wraakgodin. Aeschl. Eum. 323.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: ransom, fine, penalty, vengeance ( ep. poet. II.).
Compounds: Compp., e.g. ποιν-ηλατέω to pursue with vengeance (on the fomation s. ἐλαύνω), νή-ποινος unpunished, unavenged (Od.); on ἄποινα s. v.
Derivatives: 1. ποι[ν]ίον n. = ποινή (Delph. IVa; like πεδ-ίον, χωρ-ίον a.o.); 2. the adj. ποίν-ιμος avenging (S.; like νόμιμος, αἴσιμος, Arbenz 77), -αῖος punishing, avenging (late); 3. the verbs a. ποιν-άομαι to avenge oneself (E.) with -άτωρ (A., E.; Fraenkel Nom. ag. 2, 22f.), -ήτωρ (Nonn.), -ητήρ (Opp.) avenger; f. -ῆτις avengeress (AP); b. -ίζομαι in aor. -ίξασθαι to exact a penalty (Arc. VIa). Also 4. ποι-νώματα τιμωρήματα H.; after μίσθωμα, κεφάλωμα, μηχάνωμα etc. (cf. Chantraine Form. 187; change to -ήματα not necessary).
Origin: IE [Indo-European] [637] kʷoina punishment, vengeance
Etymology: Identical with Av. kaēnā f. punishment, vengeance; here also the semantically deviating Lith. káina f. price, utility and Slav., e.g. OCS cěna f. τιμή', Russ. cěná f. price, worth (oxytone as ποινή; Schwyzer 380); all from IE *kʷoinā; on the difference in meaning cf. τιμή beside ποινή and Heubeck Gymnasium 56, 252 ff.; also Luther Weltansicht u. Geistesleben 64 f. -- Old nā-formation (Porzig Satzinhalte 345 f.) of a verb requite, mend in τίνω etc.; s. v. Cf. also Fraenkel s. káina and Vasmer s. cěná with further forms and rich lit. Lat. LW [loanword] poena (from where NHG Pein etc.); s. W.-Hofmann s. v., also w. lit. and with rejection of other poposals.

Middle Liddell

!ποινη, ἡ,
I. quit-money for blood spilt, paid by the slayer to the kinsmen of the slain, (old Engl. were-gild); c. gen. pers., δῶχ' υἷος ποινήν gave ransom or were-gild for the son, Il., etc.:—generally, a price paid, satisfaction, retribution, requital, penalty, Lat. poena, ἀπετίσατο ποινὴν ἑτάρων exacted penalty for his comrades, Od.; δυώδεκα κούρους, ποινὴν Πατρόκλοιο in retribution for the death of Patroclus, Il.; τῶν ποινήν in return for these things, Il.; ποινὴν τῖσαι Ξέρξῃ τῶν κηρύκων ἀπολομένων to give Xerxes satisfaction for the death of his heralds, Hdt.; in attic the pl. is more common; ποινὰς τῖσαι, δοῦναι to pay penalties, Lat. dare poenas, Aesch., etc.; ποινὰς λαβεῖν to exact them, Lat. sumere poenas, Eur.
2. in good sense, recompense, reward for a thing, τινος Pind.
3. as the result of the quit-money, redemption, release, Pind.
II. personified, the goddess of Vengeance, Aesch., etc.