πυνθάνομαι

Revision as of 09:05, 7 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")

English (LSJ)

Od.2.315, etc.; poet. also πεύθομαι (q.v.):
A Ep. impf. πυνθανόμην 13.256: fut. πεύσομαι Il.18.19, etc., Dor. πευσοῦμαι Theoc.3.51 (so cod. Med. in A.Pr.988): aor. ἐπῠθόμην Il.5. 702, etc., Ep. and Lyr. πυθόμην Od.4.732, B.15.26; imper. πυθοῦ, Ion. πυθεῦ Hdt.3.68; Ep. opt. πεπύθοιτο Il.6.50, al. (subj. πεπύθωνται is f.l. for γε πύθωνται, 7.195); 3pl. πυθοίατο S.OC921: pf. πέπυσμαι Od.11.505, etc.; 2sg. πέπῠσαι Pl.Prt.310b, Ep. πέπυσσαι Od.11.494; inf. πεπύσθαι Th.7.67, etc.; part. πεπυσμένος Pl.Smp.179e: plpf. ἐπεπύσμην Ar.Pax615, Av.470; 3sg. ἐπέπυστο Il.13.674, Ep. πέπυστο ib.521; 3dual πεπύσθην 17.377:—learn, whether by hearsay or by inquiry (ἐξιστορήσαντες τὰ ἐβούλοντο πυθέσθαι Hdt.7.195): constr.
1 π. τί τινος learn something from a person, Il.17.408, Od.10.537, A.Ag.599, Ar.Ra.1417, etc.; also π. τι ἀπό τινος A.Ch. 737; ἐξ ἄλλων S.OC1266; ἐκ τοῦ παρατυχόντος Th.1.22; freq. παρά τινος, Hdt.2.91, etc.; παρ' ἄλλων (v.l. ἄλλων) X.Cyr.4.1.3.
2 c. acc. rei only, hear or learn a thing, Od.2.411, A.Ch.765, Antipho 5.25, etc.: abs., αἰσχρὸν τόδε γ' ἐστὶ καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι Il.2.119, cf. Pi.P.7.7, etc.; ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι Hdt.1.22, etc.
3 c. gen. objecti, hear concerning or inquire concerning, πυθέσθαι πατρός, ἀγγελιάων, μάχης, Od.1.281, 2.256, Il.15.224, cf. S.El.35, Pl.Lg.635b.
4 π. τινά τινος inquire about one person of or from another, τὸν ἄνδρα τῶν ὁδοιπόρων Ar.Ach.204; so π. περί τινος Hdt.2.75; πᾶσαν πυθέσθαι τῶνδ' ἀλήθειαν πέρι S.Tr.91: c. acc. pers. only, inquire about a person, Ar.Th.619.
5 c. part., πυθόμην ὁδὸν ὁρμαίνοντα that he was starting, Od.4.732, cf. Hdt.9.58, S.Aj.692; π. τὸ Πλημμύριον ἑαλωκός Th.7.31, cf. X.An.1.7.16, etc.; οὔ πω . . πεπύσθην Πατρόκλοιο θανόντος they had not yet heard of his being dead, Il.17.377, cf. 427, 19.322, A.Ch.763; ὡς ἐπύθοντο τῆς Πύλου κατειλημμένης Th.4.6: with acc. rei added, εἰ σφῶϊν τάδε πάντα πυθοίατο μαρναμένοιιν Il.1.257.
6 c. acc. et inf., hear or learn that . ., Hdt.1.62, 5.15, S. Tr.103 (lyr.), Th.7.25, etc.
7 followed by an interrog. clause, ὡς πυθώμεθα ὅπου ποτ' ἐσμέν S.OC11; αὐτοῦ π. τί ποτε νοεῖ inquire or learn from him what... Pl.La.196c, cf. X.An.6.3.25, Plb.3.107.6; π., ὅτεῳ . . συνοικέει Hdt.3.68; π. εἰ . .inquire whether... S.OC993, IG42(1).121.18 (Epid., iv B.C.); τοῦ ξένου ἡδέως ἂν π., τί ταῦθ' ἡγοῦντο Pl.Sph.216d; π. τινῶν, ὅτι . . X.An.4.6.17; π., ὅπως ἂν κάλλιστα πορευθείη ib.3.1.7, cf. Cyr.1.4.7.
II Act., aor. 1 part. fem. πεύσασα = having learned, PMasp.5.7 (vi A.D.).
2 v. πεύθω.

German (Pape)

[Seite 818] (πυθ), altpoet. auch πεύθ ομαι; fut. πεύσομαι, selten πευσοῦμαι, Aesch. Prom. 987, Theocr. 3, 51, vgl. Eur. Hipp. 1104; aor. ἐπυθόμην, πυθέσθαι (πύθευ Her. 3, 68), ep. auch mit der Reduplication πεπυθοίατο; perf. πέπυσμαι, πέπυσαι, Plat. Prot. 310 b, u. ep. πέπυσσαι, Od. 11, 494; das praes. πυνθάνομαι hat Hom. Od. 2, 315, u. das impf. ἐπυνθανόμην 13, 256, sonst immer πεύθομαι u. impf. πευθόμην (vielleicht mit dem Vorigen zusammenhangend, eigtl. ergründen); – fragen, erfragen, erforschen, erkunden, vernehmen; καὶ ἄλλων μῦθον ἀκούων πυνθάνομαι, Od. 2, 315; – c. accus., ὅσσα δ' ἐνὶ μεγάροισι καθήμενος ἡμετέροισιν πεύθομαι, Od. 3, 187; πεύθετο γὰρ Κύπρονδε μέγα κλέος, er vernahm nach Kypros hin den Ruhm, Il. 11, 21; κήρυξ ἐπεύθετο βουλάς, Od. 4, 677; πεύθετο γὰρ οὗ παιδὸς ὄλεθρον u. ä. oft Hom.; κέλαδον, Il. 18, 530; ἐπὴν εὖ πάντα πύθηαι, Od. 4, 494; τάδε πευθόμενος κακὰ ἔργα, Od.. 17, 158; u. c. partic., εἰ γὰρ ἐγὼ πυθόμην ταύτην ὁδὸν ὁρμαίνοντα, 4, 732, hätte ich erfahren, daß er diese Reise vorhabe; vgl. ὡς ἐπύθετο τοὺς Ἕλληνας ἀποιχομένους, Her. 9, 58; ὅταν τὰ λοιπὰ πυνθάνηται κακά, Aesch. Prom. 965; πεύσῃ δὲ χάρμα μεῖζον, Ag. 257; ἐὰν θνήσκοντας ἢ τετρωμένους πύθησθε, Spt. 225; πᾶσαν πυθέσθαι τῶνδ' ἀλήθειαν πέρι, Soph. Tr. 91; πεπυσμένη πάρει πάθημα τοὐμόν, 140; τάχ' ἄν με πύθοισθε σισωσμένον. Ai. 677; πέπυσται τὸν ἐμὸν ἐκθετον γοιον, Eur. Andr. 70; u. in Prosa, οὐ γάρ τί πω πάντα σαφῶς πεπύσμεθα, Plat. Charm. 153 c; u. Sp., πεπυσμένοι τὰ γεγονότα, Pol. 4, 73, 1; περί τινος, Her. 2, 75; Xen. An. 5, 5, 25; ὑπέρ τινος, Soph. O. R. 1444; – τινός τι, von Einem, durch ihn Etwas hören, erfahren, Etwas aus Jemandes Munde hören, πολλάκι γὰρ τόγε μητρὸς ἐπεύθετο, Il. 17, 408; Od. 10, 537; ἄνακτος αὐτοῦ πάντα πεύσομαι λόγον, Aesch. Ag. 585; οὐδεὶς ὅτου πευσόμεθα τἀκεῖ πράγματα, Ar. Av. 1120, vgl. Ach. 204; u. in Prosa, τὸ γὰρ αἴτιον αὐτῶν πεύσεσθε, Plat. Critia. 113 a; auch ἐκείνων πευσόμεθα πῶς λέγουσιν, Rep. VII, 530 e, vgl. Euthyphr. 4 c; – τινός, ἦ μάλα λυγρῆς πεύσεαι ἀγγελίης, du wirst eine sehr traurige Nachricht zu hören bekommen, Il. 18, 19; ἀγγελιάων πεύσεται, Od. 2, 256; ἔρχεο πευσόμενος πατρός, von dem Vater, über den Vater Etwas zu erfahren, 1, 281. 15, 270; ἄλοχος δ' οὔπω τι πέπυστο Ἕκτορος, Il. 22, 437; auch hier tritt ein partic. hinzu, πυθέσθην ἡνιόχοιο πεσόντος, sie merkten, daß der Rosselenker fiel, von den Rossen gesagt, Il. 17, 227, vgl. 377; εἴ κεν τοῦ πατρὸς ἀποφθιμένοιο πυθοίμην, 19, 322; θέλων δὲ τῶνδε πεύσεται λόγων, Aesch. Ch. 754; ἀγγέλων πεπυσμένοι, Suppl. 182; – παρά τινος, von Einem erfahren, Aesch. Prom. 990; auch ἀπό τινος, Ch. 726; πρός τινος, Her. 9, 58; ἔκ τινος, 7, 182; ταῦτα παρ' αὐτῶν πυνθάνο υ, Plat. Lach. 187 b, u. öfter; vgl. εὖ ἔχει τὰ τῆς σῆς τέχνης παρὰ σοῦ πυνθάνεσθαι, Gorg. 455 c; παρὰ τῶν λεγόντων πευστέον, τί λέγουσιν, Soph. 244 b; er verbindet auch πυνθάνομαι καὶ ἐρωτῶ, Hipp. min. 372 c; vgl. noch Euthyd. 295 c, οὐ τοίνυν ἀποκρινοῦμαι πρότερον πρὶν ἂν πύθωμαι, u. so oft = fragen; auch ὁ αἰσθόμενος καὶ πυθόμενος vrbdn, Legg. VI, 762 d.

French (Bailly abrégé)

f. πεύσομαι, ao.2 ἐπυθόμην, pf. πέπυσμαι;
I. chercher à savoir, s'enquérir, s'informer de, acc. ou gén. : τῶν ἑπομένων ἐπυνθάνετο ὁποίοις οὐ χρὴ θηρίοις πελάζειν XÉN il s'informait auprès de ceux de sa suite de quelles bêtes sauvages il fallait ne pas s'approcher ; de même, παρά τινος πυνθάνεσθαι, s'informer auprès de qqn;
II. 1 apprendre en s'informant, être informé de ou que, savoir : ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι, comme j'apprends, comme j'entends dire, comme je sais ; πυνθανόμενος sachant HDT ; ἐπυνθανόμην je savais XÉN ; πυνθάνομαί τι apprendre qch ; τινα πυνθάνεσθαι ὅτι apprendre que qqn ; avec un acc. accompagné d'un part. : εἰ πυθόμην ταύτην ὁδὸν ὁρμαίνοντα OD si j'avais appris qu'il entreprenait ce voyage ; πυνθάνεσθαι τὸν Κῦρον προσελαύνοντα XÉN apprendre que Cyrus s'avance ; ὄφρα πύθηαι πατρός OD afin que tu aies des nouvelles de ton père ; πυνθάνεσθαι Πατρόκλοιο θανόντος IL apprendre la mort de Patrocle ; πυνθάνεσθαι τῆς Πύλου κατειλημμένης THC apprendre la prise de Pylos ; πυνθάνεσθαι περί τινος apprendre qch au sujet de qqn ou de qch ; avec le gén. de la pers. de laquelle on apprend qch : πυνθάνεσθαι τινος apprendre de qqn ; πυνθάνεσθαί τινός τι apprendre qch de qqn ; τινὸς πυνθάνεσθαι ὅτι apprendre de qqn que ; πυνθάνεσθαί τι παρά τινος apprendre qch de qqn;
2 s'apercevoir de, remarquer : ἐπύθοντο μετὰ Τρώεσσιν Ἄρηα IL ils s'aperçurent qu'Arès était parmi les Troyens.
Étymologie: R. Πυθ, s'informer.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυνθάνομαι, ander praes. πεύθω, ep. imperf. πυνθανόμην; aor. ἐπυθόμην, ep. aor. πυθόμην; ep. opt. redupl. πεπύθοιτο, 3 plur. πυθοίατο, imperat. πυθοῦ, Ion. πυθεῦ, inf. πυθέσθαι, ptc. πυθόμενος; perf. πέπυσμαι, ep. perf. 2 sing. πέπυσσαι, inf. πεπύσθαι, ptc. πεπυσμένος, plqperf. (ἐ)πεπύσμην, 3 dual. πεπύσθην; fut. πεύσομαι, Dor. fut. 2 plur. πευσεῖσθε informeren (naar, bij), vragen (naar, bij): met gen. informeren naar:; ἔρχεο πευσόμενος πατρὸς δὴν οἰχομένοιο ga informeren naar je vader die al zo lang weg is Od. 1.281; informeren bij: met gen. en acc.. πολλάκι... τό γε μητρὸς ἐπεύθετο dikwijls informeerde hij hiernaar bij zijn moeder Il. 17.408. met afhankelijke vraagzin:. πυνθάνοι’ ἂν εἰ πατήρ σ’ ὁ καίνων; zou je dan vragen of de moordenaar je vader was? Soph. OC 993; ἐπυνθάνοντο... τί τὰ πυρὰ κατασβέσειαν zij vroegen waarom ze de vuren gedoofd hadden Xen. An. 6.3.25; ἐπυνθάνετο ὅπως ἂν κάλλιστα πορευθείη hij informeerde hoe hij de reis het best kon ondernemen Xen. An. 3.1.7. vernemen, erachter komen abs.. αἰσχρόν... ἐστὶ καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι het is ook voor toekomstige generaties schandelijk te vernemen Il. 2.119; σοὶ δ’ οὔ πω φίλον ἐστὶ δαήμεναι οὐδὲ πυθέσθαι maar dat wil jij liever niet weten of horen Od. 13.335; ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι naar ik hoor Hdt. 1.22.2. met gen. horen over:; μάλα γάρ κε μάχης ἐπύθοντο zij zouden zeker van de strijd gehoord hebben Il. 15.224; horen van:; ἀγγέλων πεπυσμένοι bericht van boodschappers vernomen hebbend Aeschl. Suppl. 185; ook met prep.. πεπυσμένον παρὰ τῆς μητρός omdat hij (de naam) van zijn moeder had gehoord Hdt. 2.91.6. met acc. vernemen; met acc. en gen..; ἀνάκτος αὐτοῦ πάντα πεύσομαι λόγον ik zal het hele verhaal van de meester zelf horen Aeschl. Ag. 599; met acc. zonder ptc.. ὡς ἐπύθοντο μετὰ Τρώεσσιν Ἄρηα toen ze van Ares' aanwezigheid bij de Trojanen hoorden Il. 5.702. met ptc. vernemen dat (van een feit); met AcP:; εἰ... πυθόμην ταύτην ὁδὸν ὁρμαίνοντα als ik gehoord had dat hij die reis overwoog Od. 4.732; ἐὰν θνῄσκοντας ἢ τετρωμένους πύθησθε als jullie vernemen dat zij dood of gewond zijn Aeschl. Sept. 243; π. τὸ Πλημμύριον ὑπὸ τῶν Συρακοσίων ἑαλωκός vernemen dat Plemmyrion door de Syrakusanen veroverd is Thuc. 7.31.3; met gen. en ptc.. εἰ σφῶϊν... πυθοίατο μαρναμένοιϊν als zij horen dat jullie beiden ruziën Il. 1.257; ἐπύθοντο τῆς Πύλου κατειλημμένης zij vernamen dat Pylos was bezet Thuc. 4.6.1. met inf. vernemen dat (als gerucht), met AcI:. πυνθανόμενος ὑμᾶς εὖ πράττειν omdat ik vernam dat het goed met jullie ging Xen. An. 7.6.11. met afhankelijke vraagzin:. ὡς πυθώμεθα ὅπου ποτ’ ἔσμεν opdat we erachter komen waar we eigenlijk zijn Soph. OC 11; θέλω πυθέσθαι μή... τι πῆμα δάκνει φρένα ik wil erachter komen of niet een nieuw ongeluk uw hart kwelt Eur. Hcld. 482.

Russian (Dvoretsky)

πυνθάνομαι: (= πεύθομαι) (fut. πεύσομαι - дор. πευσοῦμαι, aor. 2 ἐπυθόμην - эп. πυθόμην и πεπυθόμην, pf. πέπυσμαι, ppf. ἐπεπύσμην - эп. πεπύσμην; adj. verb. πυστός и πευστέος)
1 расспрашивать, выведывать, осведомляться, (раз)узнавать (πᾶσαν ἀλήθειαν περί τινος Soph.; τι ἀπό τινος Soph. и παρά τινος Plat., Arst. etc.): π. τινος Xen. узнавать о ком(чем)-л. или у кого-л.;
2 получить сведения, (у)знать, услышать (ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι Her., Thuc., Dem.): τοιαῦτα, ὧν πεύσει τάχα Soph. то, о чем ты сейчас узнаешь; πυνθανόμενος ὑμᾶς εὖ πράττειν Xen. узнав, что у вас все обстоит благополучно; οὐ γάρ τί πω πάντα σαφῶς πεπύσμεθα Plat. мы-то ведь не обо всем точно осведомлены; ὄφρα πύθηαι (conjct.) πατρός Hom. чтобы ты получил сведения об отце; ὡς ἐπύθοντο τῆς Πύλου κατειλημμένης Thuc. когда (пелопоннесцы), узнали, что Пилос взят; οὐ γὰρ ἂν πύθοιό μου Soph. (ничего) ты от меня не узнаешь.

English (Autenrieth)

opt. 3 pl. πευθοίατο, ipf. πυνθανόμην, (ἐ)πεύθετο, fut. πεύσομαι, aor. 2 (ἐ)πυθόμην, opt. redup. πεπύθοιτο, perf. πέπυσμαι, πέπυσσαι, plup. (ἐ)πέπυστο, du. πεπύσθην: learn by inquiry, ascertain, hear tell of; w. gen. (or ἐκ) of the person giving the information, also gen. of the person or thing learned about, Od. 13.256, Od. 14.321 ; βοῆς, ‘hear,’ Il. 6.465; freq. w. part., ‘hear of all this wrangling on your part,’ Il. 1.257.

English (Slater)

πυνθάνομαι learn (cf. πεύθομαι) ἐπεὶ τίνα πάτραν, τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον Ἑλλάδι πᾰθέσθαι; (P. 7.8)

English (Strong)

middle voice prolonged from a primary putho (which occurs only as an alternate in certain tenses); to question, i.e. ascertain by inquiry (as a matter of information merely; and thus differing from ἐρωτάω, which properly means a request as a favor; and from αἰτέω, which is strictly a demand for something due; as well as from ζητέω, which implies a search for something hidden; and from δέομαι, which involves the idea of urgent need); by implication, to learn (by casual intelligence): ask, demand, enquire, understand.

English (Thayer)

imperfect ἐπυνθανομην; 2nd aorist ἐπυθόμην; (cf. Curtius, § 328); a deponent verb; as in classical Greek from Homer down.
1. to inquire, ask: followed by an indirect questionwith the indicative R G; παρά τίνος τί (Buttmann, 167 (146)), παρά τίνος followed by an indirect question with the indicative τί περί τίνος, to ascertain by inquiry: followed by ὅτι, A. V. understood).

Greek Monolingual

και ποιητ. τ. πεύθομαι Α
1. ζητώ να πληροφορηθώ ή μαθαίνω κάτι εξ ακοής, πληροφορούμαι (α. «ἀπ' ἀνδρὸς τὴν νεάγγελτον φάτιν ἐλθὼν πύθηται», Αισχύλ.
β. «ἐξιστορήσαντες τὰ ἐβούλοντο πυθέσθαι», Ηρόδ.)
2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι (α. «μάχης ἐπύθοντο καὶ ἄλλοι», Ομ. Ιλ.
β. «ὡς ἐπύθοντο τῆς Πύλου κατειλημμένης», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο θεματικός ενεστ. πεύθ-ομαι (ποιητ. τ. του πυνθάνομαι) ανάγεται στην απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας bheudh- «είμαι ξύπνιος, επαγρυπνώ, παρατηρώ, αφυπνίζομαι, προσέχω, αναγνωρίζω, πληροφορώ» και αντιστοιχεί ακριβώς με τα: αρχ. ινδ. bodhati «είμαι ξύπνιος, προσεκτικός, καταλαβαίνω» και, επίσης, «ξέρω, γνωρίζω», αρχ. σλαβ. bljudo «παρατηρώ, επαγρυπνώ, προσέχω», ρωσ. bljudu «παρατηρώ». Στη Γερμανική το ρ. χρησιμοποιείται με ενεργητική σημ.: «δίνω προσοχή» απ' όπου η σημ. του αρχ. ισλ. bjōda και του αρχ. άνω γερμ. biotan «προσκαλώ». Με ενεργητική σημ. χρησιμοποιείται και ο κρητ. τ. πεύθω επίσης και το λιθουαν. baudžiu «τιμωρώ». Γεγονός πάντως είναι ότι η ρίζα bheudh- διαθέτει ποικιλία σημασιών, πολλές από τις οποίες έχουν περάσει αναλλοίωτες στις επιμέρους γλώσσες, ενώ ορισμένες απ' αυτές έχουν δημιουργήσει ειδικότερες σημ. που μαρτυρούνται μόνο στις συγκεκριμένες γλώσσες, όπως η σημ. «πληροφορούμαι» τών πυνθάνομαι / πεύθομαι, η σημ. «ξέρω, γνωρίζω, καταλαβαίνω» του αβεστ. baodaiti, η σημ. «τιμωρώ» του λιθουαν. baudžiu και ακόμη η σημ. «αναγνώριση» του προσηγορικού αρχ. ιρλ. buide. Ο αόρ. β' του ρ. -πύθ-οντο (πρβλ. αρχ. ινδ. budhanta) ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας, όπως και τα ονοματικά παράγωγα πυστός (πρβλ. αρχ. ινδ. buddha-), πύστις (πρβλ. αρχ. ινδ. buddhi-). Ο ενεστ., τέλος, πυ-ν-θ-άνομαι έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας με έρρινο επένθημα (που συνίσταται στην έκφραση του τέλους της ενέργειας) και επίθημα -άνω (πρβλ. λαγχάνω, μανθάνω, τυγχάνω, λανθάνω, ἀνδάνω)].

Greek Monotonic

πυνθάνομαι: εκτεταμ. από √ΠΥΘ (βλ. πεύθομαι)· Επικ. παρατ. πυνθανόμην, μέλ. πεύσομαι, Δωρ. πευσοῦμαι, αόρ. βʹ ἐπῠθόμην, προστ. πυθοῦ, Ιων. πύθευ· Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. πεπύθοιτο· παρακ. πέπυσμαι, βʹ ενικ. πέπῠσαι, Επικ. πέπυσσαι, απαρ. πεπύσθαι· υπερσ. ἐπεπύσμην, γʹ ενικ. ἐπέπυστο, Επικ. πέπυστο, γʹ δυϊκ. πεπύσθην· μαθαίνω εξ ακοής ή ρωτώντας, σε Ηρόδ.
1. πυνθ. τί τινος, μαθαίνω κάτι από ένα πρόσωπο, σε Όμηρ. κ.λπ.· τι ἀπό τινος, σε Αισχύλ.· ἔκ τινος, σε Σοφ.· παρά τινος, σε Ηρόδ.
2. με αιτ. πράγμ. μόνο, ακούω ή μαθαίνω κάτι, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.
3. με γεν., ακούω, ακούω να γίνεται λόγος για κάτι, ακούω νέα για κάτι, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
4. π. τινά τινος, ζητώ να μάθω από κάποιον για κάτι, σε Αριστοφ.· ομοίως, π. περί τινος, σε Ηρόδ., Αττ.
5. με μτχ., πυθόμην ὁρμαίνοντα ὁδόν, σε Ομήρ. Οδ.· π. τὸ Πλημμύριον ἑαλωκός, άκουσα ότι το Πλημμύριο είχε κυριευθεί, σε Θουκ.· ομοίως, οὔπω πυθέσθαι Πατρόκλοιο θανόντος, δεν είχαν ακόμα ακούσει για τον θάνατό του, σε Ομήρ. Ιλ.
6. με απαρ., ακούω ή μαθαίνω ότι, σε Σοφ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

πυνθάνομαι: Ὅμ., Ἀττ.· παρὰ ποιηταῖς ὡσαύτως πεύθομαι (ὃ ἴδε)· Ἐπικ. παρατ. πυνθανόμην Ὀδ. Ν. 256· - μέλλ. πεύσομαι Ὅμ., Ἀττ.· Δωρ. πευσοῦμαι Θεόκρ. 3. 51 (παρ’ Αἰσχύλ. Πρ. 988, πεσεῖσθαι εἶναι πιθανῶς ἁμάρτημα, ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. Βάκχ. 797)· - ἀόρ. ἐπῠθόμην· προστ. πυθοῦ, Ἰων. (μεταβαλλομένου καὶ τοῦ τονισμοῦ) πύθευ Ἡρόδ. 3. 68· Ἐπικ. εὐκτ. πεπύθοιτο Ἰλ. Ζ. 50, κτλ., (ὑποτ. πεπυθώνται εἶναι ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ γε πύθωνται, σιγῇ ἐφ’ ὑμείων, ἵνα μὴ Τρῶές γε πύθωνται Η. 195)· γ΄πληθ. πυθοίατο Σοφ. Ο. Κ. 921· - πρκμ. πέπυσμαι Ὅμ., Ἀττ.· β΄ ἑνικ. πέπῠσαι Πλάτ. Πρωτ. 310Β, Ἐπικ. πέπυσσαι Ὀδ. Λ. 494· ἀπαρ. πεπύσθαι Θουκ. 7. 67, κτλ.· μετοχ. πεπυσμένος Ἀττ.· - ὑπερσ. ἐπεπύσμην Ἀριστοφ. Εἰρ. 615, Ὄρν. 470· γ΄ ἑνικ. ἐπέπυστο Ἰλ. Ν. 674· Ἐπικ. πέπυστο αὐτόθι 521· γ΄δυϊκ. πεπύσθην Ρ. 377. - Ἐκ τῆς √ΠΥΘ· πρβλ. πεύθομαι, πεῦσις, πευθήν, πύστις, πύσμα· Σανσκρ. buth, böth-âmi, budh-yê (animad-vertere, expergisci)· buddh-is (mens, consilium)· Ζενδ. bud· Σλαυ. bud-eti· Λιθ. bund-u, ἀπαρ. bud-eti (vigilare). Μανθάνω εἴτε ἐξ ἀκοῆς εἴτε ἐρωτῶν, ἐξιστόρησαν τὰ ἐβούλοντο πυθέσθαι. Ἡρόδ. 7. 105, πρβλ. Veitch Gr. Verbs ἐν λ.). - Συντάσσεται περίπου ὡς τὸ ἀκούω: 1) κυρίως, πυνθ. τί τινος, μανθάνειν τι παρά τινος, Ἰλ. Ρ. 408, Ὀδ. Κ. 537, Αἰσχύλ. Ἀγ. 599, κτλ., καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ· ἀλλ’ ὡσαύτως, π. τι ἀπό τινος Αἰσχύλ. Χο. 737· ἔκ τινος Σοφ. Ο. Κ. 1266 καὶ συχν., παρά τινος Ἡρόδ. 2. 91, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 3, κτλ. 2) μόνον μετ’ αἰτ. πράγματος, ἀκούωμανθάνω τι, Ὀδ. Γ. 187, Αἰσχύλ. Χο. 765, Ἀντιφῶν 132, 22, κτλ.· καὶ ἀπολ., αἰσχρὸν τόδε γ’ ἐστὶ καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι Ἱλ. Β. 119, πρβλ. Πινδ. Π. 7. 8, κτλ., ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι Ἡρόδ. 1. 22, κτλ. 3) μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, ἀκούω περί τινος, ἀκούω νὰ γίνηται λόγος περί τινος, ἀκούω νεωτέραν τινὰ ἀγγελίαν, μανθάνω, πυθέσθαι πατρός, ἀγγελίης, μάχης Ὀδ. Α. 281., Β. 256, κ. ἀλλ., πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 35, Πλάτ. Νόμ. 635Β. 4) π. τινά τινος, ἐρωτῶ τινα περί τινος, ζητῶ νὰ μάθω παρά τινος περί τινος, Ἀριστο. Ἀχ. 204, πρβλ. Νεφ. 482· οὕτω, π. περί τινος Ἡρόδ. 2. 75· πᾶσαν πυθέσθαι τῶνδ’ ἀλήθειαν πέρι Σοφ. Τρ. 91, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 5. 5, 25, κτλ.· - μόνον μετ’ αἰτ. προσ., ἐρωτῶ νὰ μάθω περί τινος προσώπου, Ἀριστοφ. Θεσμ. 619. 5) μετὰ μετοχ., εἰ γὰρ ἐγὼ πυθόμην ταύτην ὁδὸν ὁρμαίνοντα, διότι ἂν ἤκουον ἢ ἐμάνθανον ἐγὼ ὅτι διενοεῖτο νὰ κάμῃ τοῦτο τὸ ταξίδιον, Ὀδ. Δ. 732, πρβλ. Ἡρόδ. 9. 58, Σοφ. Αἴ. 692· π. τὸ Πλημμύριον ἑαλωκὸς Θουκ. 7. 31, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 7, 16, κτλ.· ὡσαύτως, οὔπω… πυθέσθαι Πατρόκλοιο θανόντος, δὲν εἶχον ἔτι μάθει ὅτι ἀπέθανε, Ἰλ. Ρ. 377, πρβλ. 427., Τ. 322, Αἰσχύλ. Χο. 763· ὡς ἐπύθοντο τῆς Πύλου κατειλημμένης Θουκ. 4. 6· οὕτω καὶ μετ’ αἰτ. πράγμ., εἰ σφῶιν τάδε πάντα πυθοίατο μαρναμένοιιν Ἰλ. Α. 257. 6) μετ’ ἀπαρ., ἀκούωμανθάνω ὅτι..., Σοφ. Τρ. 103, Θουκ. 7. 25, κτλ. 7) ἐπομένης ἐξηρτημένης προτάσ., ὡς πυθώμεθα ὅπου ποτ’ ἐσμὲν Σοφ. Ο. Κ. 11· π., τί ποτε νοεῖ, ἐρωτῶ ἢ μανθάνω τί…, Πλάτ. Λάχ. 196C, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 6. 1, 25· π., ὅτεῳ…, συνοικέει Ἡρόδ. 3. 68· π. εἰ…, ἐρωτῶ διὰ νὰ μάθω ἄν…, Αἰσχύλ. Ἀγ. 617, Σοφ. Ο.Κ. 993· τοῦ ξένου ἡδέως ἂν π., τί ταῦθ’ ἡγοῦντο Πλάτ. Σοφιστ. 216D· π. τινος, ὅτι... Ξεν. Ἀν. 4. 6, 17· π., ὅπως ἂν κάλλιστα πορευθείη αὐτόθι 3. 1, 7, πρβλ. Κύρ. 1. 4, 7.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to find out, learn, to ask, to inquire, to investigate' (Il.); act. πεύθω, πεῦσαι to announce, to cite (Crete).
Other forms: ep. also πεύθομαι (metr. easier; Chantraine Gramm. hom. 1, 111, 282, 308), fut. πεύσομαι, aor. 2. πυθέσθαι, redupl. opt. πεπύθοιτο, perf. πέπυσμαι.
Compounds: Also w. prefix, e.g. ἀνα-, ἐκ-, προ-
Derivatives: With zero grade: 1. πύστις f. questioning, inquiry, tidings (Att., A.; cf. below) with πυστι-άομαι to interrogate (Plu., Phot., H.); 2. πύσμα n. question, interrogation with -ματικός interrogative, asking (late); 3. πυστός (EM, Eust.), always as 2. member, resp. in the prefixcompp., e.g. ἄ-πυστος, ἀνά-πυστος (Od.). With full grade: 4. πευθώ f. tidings (A. Th. 370); 5. πεῦσις (ἀνά-) f. information (Ph., Plu.; older πύστις, cf. Fraenkel Glotta 32, 27 w. lit.); 6. πευθήν, -ῆνος m. spy (Luc., Arr.; Solmsen Wortforsch. 143); 7. Adj. πευστικός interrogating (A. D., Ph.); 8. as 2. member, after the ες-stems (Schwyzer 513), -πευθής, e.g. ἀ-πευθ-ής uninvestigated, unaware (Od.); 9. with dentalsuffix φιλό-πευσ-τος (Phot., Suid.), -της (Ptol.) who loves questioning with -πευστέω, -πευστία (hell.).
Origin: IE [Indo-European] [150] *bʰeudʰ- be awake, wake, observe, recognize
Etymology: The full grade thematic root-present πεύθομαι has exact formal agreements in several languages: Skt. bódhati, midd. -te watch, observe, understand, Av. baođaiti, -te id., also smell after, Germ., e.g. Goth. ana-, faur-biudan order, arrange resp. forbid, OWNo. bjōða 'offer, present, make known', Slav., e.g. OCS bljudǫ, bljusti preserve, guard, observe, Russ. bljudú, bljustí observe, perceive, IE *bheudh-e(-ti, -toi) observes, is attent. The deviating meaning of the Germ. verbs agrees mainly to the (prob. secondary) active Cret. πεύθω and is related to an old opposition of the diatheses; a corresponding meaning shows a.o. the Skt. causative bodháyati wake, instruct, inform. The meaning find out, ask is a Greek innovation. -- With (ἐ-)πύθοντο agrees exactly Skt. budhánta so these are in origin identical; complete formal congruence is also found between (ἄ-)πυστος and Skt. buddhá-, which functions as ptc. of the caus. bodháyati ('wakes, illuminates'), to which also Av. hupō. bus-ta- well scented; thus as between πύστις and Skt. buddhi- f. insight, intelligence, spirit, between (ἀ-)πευθής and Av. baođah- n. observation; in all these cases one must reckon with independent innovations. A nasalized present like πυν-θάνομαι is also found in Lith. bu-n-dù, inf. bústi wake (with the suffixed caus. búd-inu, -inti) and in Celt., e.g. OIr. ad-bond- give notice, announce. Through the strong productivity of these formations is also here original identity doubtful; cf. Schwyzer 701 w. lit. -- Further forms from the diff. languages with rich lit. in WP. 2, 147f., Pok. 150, Mayrhofer s. bódhati, Fraenkel s. budė́ti, Vasmer s. bljudú.

Middle Liddell


to learn by hearsay or by inquiry, Hdt.:
1. πυνθ. τί τινος to learn something from a person, Hom., etc.; τι ἀπό τινος Aesch.; ἔκ τινος Soph.; παρά τινος Hdt.
2. c. acc. rei only, to hear or learn a thing, Od., Attic
3. c. gen. to hear of, hear tell of, hear news of, Od., etc.
4. π. τινά τινος to inquire about one person of or from another, Ar.; so, π. περί τινος Hdt., Attic
5. c. part., πυθόμην ὁρμαίνοντα ὁδόν I heard that he was starting, Od.; π. τὸ Πλημμύριον ἑαλωκός to hear that Plemmyrium had been taken, Thuc.:—so, οὔπω πυθέσθην Πατρόκλοιο θανόντος they had not yet heard of his being dead, Il.
6. c. inf. to hear or learn that, Soph., etc.

Frisk Etymology German

πυνθάνομαι: (seit Od.),
{punthánomai}
Forms: ep. vorw., poet. auch πεύθομαι (metr. bequemer; Chantraine Gramm. hom. 1, 111, 282, 308), Fut. πεύσομαι, Aor. 2. πυθέσθαι, redupl. Opt. πεπύθοιτο, Perf. πέπυσμαι,
Grammar: v.
Meaning: erfahren, vernennen, sich erkundigen, erfragen, erforschen (seit Il.); Akt. πεύθω, πεῦσαι kundtun, vor Gericht laden (Kreta).
Composita: auch m. Präfix, z.B. ἀνα-, ἐκ-, προ-,
Derivative: Davon, mit Schwachstufe: 1. πύστις f. das Fragen, Nachforschung, Kunde (att. seit A.; vgl. unten) mit πυστιάομαι ausfragen (Plu., Phot., H.); 2. πύσμα n. Frage, Ausfragung mit -ματικός zur Frage dienend, fragend (sp.); 3. πυστός (EM, Eust.), immer als Hinterglied, bzw. zu den Präfixkompp., z.B. ἄπυστος, ἀνάπυστος (seit Od.). Mit Hochstufe: 4. πευθώ f. Kunde (A. Th. 370); 5. πεῦσις (ἀνά-) f. Erkundigung (Ph., Plu. u.a.; älter πύστις, vgl. Fraenkel Glotta 32, 27 m. Lit.); 6. πευθήν, -ῆνος m. Späher (Luk., Arr. u.a.; Solmsen Wortforsch. 143); 7. Adj. πευστικός ausfragend (A. D., Ph. u.a.); 8. als Hinterglied, nach den ες-Stämmen (Schwyzer 513), -πευθής, z.B. ἀπευθής unerforscht, unkundig (ep. poet. seit Od.); 9. mit Dentalsuffix φιλόπευστος (Phot., Suid.),-της (Ptol.) der das Fragen liebt mit -πευστέω, -πευστία (hell. u. sp.; den entsprech. Adj. geschichtlich vorausgehend).
Etymology: Das hochstufige thematische Wz.präsens πεύθομαι hat genaue formale Entsprechungen in mehreren Sprachen: aind. bódhati, Med. -te wachen, aufmerksam sein, verstehen, aw. baoδaiti, -te ib., auch riechen nach, germ., z.B. got. ana-, faur-biudan befehlen, anordnen bzw. verbieten, awno. bjōðabieten, anbieten, zu erkennen geben’, slav., z.B. aksl. bljudǫ, bljusti wahren, hüten, beobachten, russ. bljudú, bljustí beobachten, wahrnehmen, idg. *bheudh-e(-ti, -tai) nimmt wahr, ist aufmerksam. Die abweichende Bed. des germ. Verbs stimmt in der Hauptsache zum (wahrscheinlich sekundären) aktiven kret. πεύθω und hängt mit einer alten Opposition der Diathesen zusammen; eine entsprechende Bed. zeigt u.a. das aind. Kausativum bodháyati erwecken, belehren, mitteilen. Die Bed. sich erkundigen, erfragen ist eine griech. Neuerung. — Mit (ἐ-)πύθοντο deckt sich genau aind. budhánta als damit uridentisch; völlige formale Kongruenz herrscht ebenfalls zwischen (ἄ-)πυστος und aind. buddhá-, das indessen als Ptz. zum Kaus. bodháyati fungiert (’erweckt, er- leuchtet’), wozu noch aw. hupō.bus-ta- wohl durchduftet; ebenso wie zwischen πύστις und aind. buddhi- f. Einsicht, Verstand, Geist, zwischen (ἀ-)πευθής und aw. baoδah- n. Wahrnehmung; in allen diesen Fällen ist mit unabhängigen Neubildungen zu rechnen. Ein nasaliertes Präsens wie πυνθάνομαι begegnet noch in lit. bu-n-, Inf. bústi erwachen (mit dem suffigierten Kaus. búd-inu, -inti) und im Kelt., z.B. air. ad-bond- ansagen, verkünden. Durch die starke Produktivität dieser Bildungen wird auch hier Urverwandtschaft in Frage gestellt; vgl. Schwyzer 701 m. Lit. — Weitere Formen aus den verschiedenen Sprachen mit reicher Lit. bei WP. 2, 147f., Pok. 150, Mayrhofer s. bódhati, Fraenkel s. budė́ti, Vasmer s. bljudú.
Page 2,625-626

Chinese

原文音譯:punq£nomai 拚他挪買
詞類次數:動詞(12)
原文字根:探知 上 相當於: (דַּרְיׄושׁ‎ / דָּרַשׁ‎)
字義溯源:查問^,問,問說,請問,查知,詢問,學習。參讀 (αἰτέω)同義字
出現次數:總共(12);太(1);路(2);約(2);徒(7)
譯字彙編
1) 查問(3) 太2:4; 徒23:19; 徒23:20;
2) 問(3) 路15:26; 約13:24; 徒21:33;
3) 問說(2) 徒4:7; 徒10:18;
4) 查知(1) 徒23:34;
5) 請問(1) 徒10:29;
6) 他問(1) 約4:52;
7) 就問(1) 路18:36

Mantoulidis Etymological

(=ζητῶ νά μάθω, πληροφοροῦμαι) Ἀπό ρίζα πυθ + προσφύματα ν πρίν ἀπό τό χαρακτήρα καί αν μετά → πυ-ν-θ-άν-ομαι = πυνθάνομαι. Ὁ μέλλ. πεύσομαι ἀπό τό ποιητ. πεύθομαι, → πεύθ-σομαι → πεύσομαι.
Παράγωγα: πύσμα (=ἐρώτηση πού θέλει σύντομη καί ἁπλή ἀπάντηση), πυσματικός (=ἐρωτηματικός), πύστις, πυστός (=ξακουστός), ἄπυστος, ἔκπυστος (=γνωστός), ἀνάπυστος (=ξακουστός), περίπυστος (=ξακουστός), κι ἀπό τό ποιητ. πεύθομαι: πευθώ (=ἀγγελία), πεῦσις (=ἐρώτημα), πευστέον, πευστήριος, πευστικός, πευθήν (=ἐρευνητής, κατάσκοπος).