προφήτης

English (LSJ)

προφήτου, Dor. and Boeot. προφάτας [ᾱ], α, Pi. (v. infr.), Corinn.Supp.2.68: ὁ· (πρό, φημί):—prop.
A that speaks for a god, interpreter of divine will, prophet, one who speaks for a god and interprets his will to man, Διὸς προφήτης = interpreter, expounder of the will of Zeus, of Tiresias, Pi.N.1.60; Βάκχου προφήτης, perhaps of Orpheus, E.Rh.972; Διονύσου προφήτης, of the Bacchae, Id.Ba.551 (lyr.); Νηρέως προφήτης, of Glaucus, Id.Or.364; especially of the Delphic Apollo, Διὸς προφήτης ἐστὶ Λοξίας πατρός A.Eu.19; of the minister and interpreter at Delphi, Hdt.8.36,37; at the Ptoön, ib. 135, IG7.4135.13 (ii B.C.); cf. προφῆτις.
2 title of official keepers of the oracle at Branchidae, CIG2884, al., Supp.Epigr.1.426 (Milet., i A.D.); elsewhere, IG14.961, 1032, 1084, 2433 (Massilia), 9(2).1109.22 (Coropa, ii/i B.C.), etc.
b in Egyptian temples, member of the highest order of the clergy, priest, ππροφήτης θεῶν Εὐεργετῶν PTeb.6.3 (ii B.C.), cf. OGI56.59 (Canopus, iii B.C.), etc.
3 interpreter, expounder of the utterances of the μάντις (q.v.), Pl.Ti.72a: hence, of Poets, Πιερίδων προφήτης Pi.Pae.6.6; Μουσᾶν π. B.8.3, cf. Pl.Phdr.262d.
4 possessor of oracular powers, of Amphiaraus, A.Th.611, cf. Ag.409 (lyr.); of Pseudo-Bacis, Ar.Av.972; of Epimenides, Ep.Tit.1.12.
5 generally, interpreter, declarer, ἐγὼ π. σοι λόγων γενήσομαι E.Ba.211; προφῆται ἀτόμων, of the Epicureans, Ath.5.187b; προφήτης τῶν Πύρρωνος λόγων, of Timon, S.E.M.1.53; spokesman, LXX Ex.7.1.
b metaph., proclaimer, harbinger, κώμου προφάτας, of the wine bowl, Pi.N.9.50; δείπνου προφήτης λιμός Antiph.217.23; φθόης προφήτης Pl.Com.184.4; τέττιξ . . θέρεος γλυκὺς π. Anacreont.32.11.
II herald at the games, B.9.28(pl.).
III in LXX, revealer of God's will, prophet, 1 Ki.9.9,al.:—hence,
2 in NT, inspired preacher and teacher, organ of special revelations from God, 1 Ep.Cor.12.28, 14.32; and (as comprised in this),
b foreteller, prophet of future events, Act.Ap.2.30, 3.18, 21, 2 Ep.Pet.3.2.
3 herbalist, Ps.-Dsc.1.10, al.; quack doctor, Gal. 16.761.

German (Pape)

[Seite 797] ὁ, der der Götter Willen über die Zukunft ausspricht, der Vorhersager, Prophet; Διὸς ὑψίστου προφάταν ἔξοχον Τειρεσίαν, Pind. N. 1, 60; ἀοίδιμος, frg. 60; den Becher nennt er γλυκὺν κώμου προφάταν, der den κῶμος (s. d. W.) vorher ankündigt, N. 9, 50; Διὸς προφήτης δ' ἐστὶ Λοξίας πατρός, Aesch. Eum. 19, u. öfter; Βάκχου, Νηρέως, Eur. Rhes. 972 Or. 364; auch als fem. gebraucht, Bacch. 551; Ar. Ar. 972; Her. 8, 36. 37. 135. 9, 34; θέρεος, von der Tettir, Anacr. 32, 11, die Verkündigerinn des Sommers; Plat. Phaedr. 262 d die Dichter Μουσῶν προφῆται, u. sonst; u. Sp., προφήτης ἀληθείας καὶ παῤῥησίας, der die Wahrheit verkündigt, Luc. Vit. auct. 8; Gall. 18 u. öfter; S. Emp. adv. gramm. 53 nennt den Timon ὁ πρ. τῶν Πύῤῥωνος λόγων.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. interprète d'un dieu, d'où
1 qui transmet ou explique la volonté des dieux, oracle;
2 interprète des paroles d'un oracle ou d'un devin;
II. qui annonce l'avenir, prophète.
Étymologie: πρό, φημί.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προφήτης -ου, ὁ, Dor. προφᾱ́τᾱς [πρόφημι] profeet, uitlegger van de wil van de goden; overdr..; οἱ τῶν Μουσῶν προφῆται, οἱ ὑπὲρ κεφαλῆς ᾠδοί de profeten van de Muzen, de zangers boven ons hoofd (d.w.z. de krekels) Plat. Phaedr. 262d; ziener:. δόμων προφῆται de zieners in het paleis Aeschl. Ag. 409. uitlegger:; π. μαντευομένων uitlegger van voorspellingen Plat. Tim. 72b; christ. interpreet (van heilige geschriften). vertolker:. πεμψατ’ εὐνοίας προφήτην... κρότον laat applaus, de vertolker van uw genegenheid, horen Men. Sam. 735.

Russian (Dvoretsky)

προφήτης: дор. προφάτᾱς, ου (φᾱ) ὁ
1 истолкователь, выразитель воли богов (π. Διός Pind.; Βάκχου π. Eur.): τῶν Μουσῶν προφῆται Plat. толкователи воли Муз, т. е. поэты;
2 толкователь, комментатор (τῶν Πύρρωνος λόγων Sext.): ἐγὼ π. σοι λόγων γενήσομαι Eur. я буду тебе обо всем рассказывать;
3 перен. вестник или певец (τέττιξ θέρεος π. Anacr.);
4 прорицатель (δόμων προφῆται Aesch.);
5 пророк NT.

Spanish

profeta, intérprete de la divinidad

English (Abbott-Smith)

προφήτης, -ου, ὁ [< πρόφημι, to speak forth), [in LXX chiefly for נָבִיא;]
one who acts as an interpreter or forth-teller of the Divine will (v. Lft., Notes, 83f.; Tr., Syn., §vi), a prophet;
1.in cl. (Æsch., Hdt., Plat., al.), of the interpreters of oracles.
2.In NT,
(a)of the OT prophets: Mt 5:12, Mk 6:15, Lk 4:27, Jo 8:52, Ro 11:3, al.;
(b)of prophets in general: Mt 10:41 13:57 21:46, Mk 6:4, Lk 13:33, al.;
(c)of John the Baptist: Mt 21:26, Mk 6:15, Lk 1:76;
(d)of Christ: Mt 21:11, Jo 6:14, Ac 3:22, 23 7:37 (LXX);
(e)of Christian prophets in the apostolic age: Ac 15:32, I Co 12:28, Eph 2:20, al.;
(f)by meton., of the writings of prophets: Lk 24:27, Ac 8:28, al.;
(g)of a poet: Tit 1:12 (on the use of the term in π. and Inscr., v. Deiss., BS, 235f.; MM, xxii).

English (Strong)

from a compound of πρό and φημί; a foreteller ("prophet"); by analogy, an inspired speaker; by extension, a poet: prophet.

English (Thayer)

προφήτου, ὁ (προφημι, to speak forth, speak out; hence, properly, 'one who speaks forth'; see πρό, d. ἆ.), the Sept. for נָבִיא (which comes from the same root as <BITMAP:Arabic7>, 'to divulge,' 'make known,' 'announce' (cf. Fleischer in Delitzsch, Com. ü. d. Genesis, 4te Aufl., p. 551 f), therefore properly, equivalent to interpreter, an interpreter or spokesman for God; one through whom God speaks; cf. especially Bleek, Einl. in d. A. T. 4te Aufl., p. 309 (B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Prophet and references there; especially also Day's note on Oehler's O. T. Theol. § 161, and Winer's Grammar, Robertson Smith, Prophets of Israel, p. 389 (note on Lect. ii.))), one who speaks forth by divine inspiration; I. In Greek writings from Aeschylus, Herodotus, and Pindar down:
1. an interpreter of oracles (whether uttered by the gods or the μάντεις), or of other hidden things.
2. a foreteller, soothsayer, seer. II. In the N.T.
1. "one who, moved by the Spirit of God and hence, his organ or spokesman, solemnly declares to men what he has received by inspiration, especially future events, and in p*articular such as relate to the cause and kingdom of God and to human salvation. The title is applied to a. the O. T. prophets" — and with allusion to their age, life, death, deeds: having foretold the kingdom, deeds, death, of Jesus the Messiah: Βαλαάμ). by metonymy, προφῆται is put for the books of the prophets: ἐν τοῖς προφήταις, equivalent to ἐν βίβλῳ τῶν προφητῶν, (נְבִיאִים), νόμος, 4.
b. John the Baptist, the herald of Jesus the Messiah: R G T Tr brackets).
c. That illustrious prophet whom the Jews (apparently on the ground of the Messiah: Jesus the Messiah, inasmuch as he is about to fulfil the expectation respecting this Messiah, προφήτης ἀληθείας ἐστιν ὁ πάντοτε πάντα εἰδώς, τά μέν γεγοντα ὡς ἐγένετο, τά δέ γινόμενα ὡς γίνεται, τά δέ σεομενα ὡς ἔσται, Clement, hom. 2,6) — now by his power of working miracles, προφῆται in a poet (because poets were believed to sing under divine inspiration): so of Epimenides, Titus 1:12.

Greek Monolingual

ο, θηλ. προφήτις, -ιδος και προφῆτις, -ήτιδος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. προφάτας Α, θηλ. και προφήτισσα Ν, προυφῆτις Α
1. αυτός που προλέγει τα όσα πρόκειται να συμβούν, αυτός που προμαντεύει το μέλλον (α. «μάς τά είχε πει σαν να ήταν προφήτης» β. «ὅς δὲ κ' ἐμῶν ἐπέων ἔλθῃ πρώτιστα προφήτης, τῷ δόμεν ἱμάτιον καθαρόν», Αριστοφ.)
2. (στην αρχαιότητα) θεόπνευστο πρόσωπο μέσω του οποίου γινόταν γνωστή στους ανθρώπους η θέληση τών θεών ή του θεού (α. «οι μεγάλοι προφήτες της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης» β. «θείῳ πνεύματι λαλήσαντες και τα μέλλοντα θεσπίσαντες... προφήτας δὲ αὐτοὺς καλοῦσιν», Ιουστίν.
γ. «Διὸς ὑψίστου προφάταν ἔξοχον», Πίνδ.)
3. (στην ΠΔ) α) εκείνος που ομιλεί αντί άλλου, αυτός που έχει κληθεί από τον θεό και ομιλεί αντί του θεού και εξ ονόματος του θεού και ανακοινώνει στους ανθρώπους, προς τους οποίους έχει σταλεί, τα όσα ο θεός με υπερφυσική δύναμη τους έχει προστάξει και αποκαλύψει
β) αυτός που με συμβολική ή αλληγορική γλώσσα προέλεγε την έλευση του μεσσία
4. (στην ΚΔ) μαθητής και συνεργάτης τών αποστόλων που συνέχισε το έργο τους, ο φωτισμένος από το Αγιο Πνεύμα δάσκαλος και εφοδιασμένος με αποστολική αυθεντία για τη διάδοση του ευαγγελίου και για τη στήριξη τών τοπικών Εκκλησιών που ανήκαν στην περιοχή του («ἔθετο ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας», ΚΔ)
5. φρ. «ουδείς προφήτης δεκτός εν τῇ πατρίδι αυτού»
i) κανενός προφήτη το κήρυγμα δεν έγινε δεκτό στην ίδια του την πατρίδα
ii) ευκολότερα αναγνωρίζεται η αξία κάποιου από τους ξένους παρά από τους δικούς του
νεοελλ.
1. ως κύριο όν. ο Προφήτης
ο Μωάμεθ
2. φρ. ειρων. «πας μετά Χριστόν προφήτης γάιδαρος εστί» — κανείς δεν έχει την ικανότητα να προλέγει το μέλλον
αρχ.
1. ο ιερέας και ερμηνευτής τών χρησμών στους Δελφούς («πλὴν ἑξήκοντα ἀνδρῶν καὶ τοῦ προφήτεω», Ηρόδ.)
2. αναγνωρισμένος χρησμοδότης σε διάφορα μαντεία
3. (σε αιγυπτιακό ναό) ανώτερος αξιωματούχος του ιερατείου («προφήτης θεῶν Εὐεργετῶν», πάπ.)
4. ο ερμηνευτής τών ασαφών χρησμών του μάντη («τὸ τῶν προφητῶν γένος ἐπὶ ταῖς ἐνθέαις μαντείαις κριτὰς ἐπικαθιστάναι νόμος», Πλάτ.)
5. ο προάγγελος («τέττις... θέρεος γλυκὸς προφήτης», Ανακρεόντ.)
6. αυτός που κάνει διαγνώσεις και υποδεικνύει θεραπευτικά βότανα χωρίς να είναι γιατρός, ο κομπογιανίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόφημι (πρβλ. υποφήτης].

Greek Monotonic

προφήτης: Δωρ. προφάτης[ᾱ], ὁ (πρόφημι),
I. 1. αυτός που κηρύσσει αντί του θεού και ερμηνεύει το θέλημά του στον άνθρωπο, προφήτης, μάντης, ερμηνευτής· ομοίως, ο Τειρεσίας είναι προφήτης Διός, ερμηνευτής του Δία, σε Πίνδ.· λέγεται και για τον Απόλλωνα, Διὸς προφήτης ἐστὶ Λοξίας πατρός, σε Αισχύλ.· η Πυθία μετέπειτα προφῆτις του Απόλλωνα, σε Ηρόδ.· ομοίως, οι ποιητές καλούνται οἱ τῶν Μουσῶν προφῆται, ερμηνευτές των Μουσών, σε Πλάτ.
2. γενικά, ερμηνευτής, κήρυκας, ἐγὼ πρ. σοι λόγων γενήσομαι, σε Ευρ.· ομοίως, ο κρατήρας της σπονδής λέγεται κώμου προφάτης, σε Πίνδ.
II. σε Καινή Διαθήκη:
1. αυτός που κατέχει το χάρισμα της προφητείας (προφητεία), θεόπνευστος ιεροκήρυκας και δάσκαλος·
2. αυτός που αποκαλύπτει και ερμηνεύει τη βούληση του Θεού για το μέλλον, προφήτης (με τη νέα σημασία της λέξης), προφήτης μελλοντικών γεγονότων.

Greek (Liddell-Scott)

προφήτης: Δωρ. προφάτης [ᾱ], ὁ· (πρόφημι). Κυρίως ὁ λαλῶν ἀντὶ θεοῦ τινος καὶ ἑρμηνεύων τὴν θέλησιν αὐτοῦ εἰς τοὺς ἀνθρώπους· οὕτως ὁ Τειρεσίας καλεῖται, πρ. Διός, ἑρμηνεὺς τοῦ Δ., Πινδ. Ν. 1. 91· ὁ Ὀρφεὺς εἶναι τοῦ Βάκχου πρ., Εὐρ. Ρῆσ. 972· αἱ Βάκχαι εἶναι Διονύσου πρ., ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 552· ὁ Γλαῦκος εἶναι Νηρέως πρ., ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 364· ἀλλ’ ὑπὲρ πάντας τὸ ὄνομα τοῦτο ἐλέγετο ἐπὶ τοῦ ἐν Δελφοῖς Ἀπόλλωνος, Διὸς προφήτης ἐστὶ Λοξίας πατρὸς (πρβλ. ἐξηγητής ΙΙ), Αἰσχύλ. Εὐμ. 19, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 82, Πλάτ. Πολ. 366Β, Οὐεργ. Αἰν. 3. 252· ἐν ᾧ πάλινΠυθία ἢ ἄλλοι ἐγίνοντο προφῆται (ἢ προμάντεις) τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἡρόδ. 8. 36, 37, 135, πρβλ. προφῆτις· ὡσαύτως ἐπὶ τῶν ἑρμηνευτῶν τοῦ ἐν Βραγχίδαις μαντείου, οἵτινες ἐξελέγοντο διὰ κλήρου, Συλλ. Ἐπιγρ. 2884, πρβλ. Bõekh. εἰς 2880· καὶ ἀλλαχοῦ, αὐτόθι 2190b, (προσθῆκαι), 2869, -79 -80, κἑξ., 3794, 4697. 6., 4840, κ. ἀλλ.· - ἀκολούθως πάλινπροφήτης ἦτο ἑρμηνευτὴς τῶν λόγων τοῦ θεοπνεύστου μάντεως (ἴδε μάντις), δόμων προφῆται Αἰσχύλ. Ἀγ. 1099, πρβλ. Θήβ. 610, Ἀριστοφ. Ὄρν. 972, Πλάτ. Τίμ. 72Α, Φαῖδρ. 244D· οὕτω καὶ οἱ ποιηταὶ καλοῦνται, τῶν Μουσῶν προφῆται, ἑρμηνευταὶ τῶν Μουσῶν, Πλάτ. Φαῖδρ. 262D· πρβλ. προφητεύω, πρόμαντις, ὑποφήτης. 2) καθόλου ἑρμηνευτής, κῆρυξ, ἐγὼ πρ. σοι λόγων γενήσομαι Εὐρ. Βάκχ. 211· πρ. ἀτόμων, ἐπὶ τῶν Ἐπικουρείων, Ἀθήν. 187Β· τῶν Πύρρωνος λόγων, ἐπὶ τοῦ Τίμωνος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 53. - οὕτω δὲ καὶ ὁ προκηρύττων, προάγγελοςπρόδρομος, ὡς ὁ κρατὴρ τῆς σπονδῆς καλεῖται, κώμου προφάτης, Πινδ. Ν. 9. 120· δείπνου πρ. λιμὸς Ἀντιφ. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 23· τέττιξ… θέρεος γλυκὺς πρ. Ἀνακρεόντ. 35. 11· - ΙΙ. ἐνίοτελέξις κεῖται ἐπὶ ἀνθρώπων, οἵτινες ἐπίστευον ὅτι κατείχοντο ὑπὸ μαντικῆς δυνάμεως, οἷον ἐπὶ τοῦ Ἀμφιαράου, Αἰσχύλ. Θήβ. 610, Ἀγ. 409· ἐπὶ τοῦ Ἐπιμενίδου, Ἐπιστ. πρ. Τίτ. α΄, 12. ΙΙ. Παρὰ τοῖς Ἑβδ. ἡ λέξις κεῖται ἅπαξ ἐπὶ τῆς παρὰ τοῖς δοκίμοις σημασίας τοῦ ἑρμηνέως ἢ ἀντιπροσώπου, Ἔξοδ. Ζ΄, 1, πρβλ. Δ΄, 16· συνηθέστερον δὲ πρὸς ἑρμηνείαν τῆς Ἑβραϊκῆς λέξεως nâbi, ὁ ὑπὸ τοῦ θεοῦ κινούμενος νὰ ὁμιλῇ καὶ ὁ ἐξηγούμενος τὰ ἐντάλματα αὐτοῦ ἢ ἀποκαλύπτων τὰς βουλὰς αὐτοῦ, κατ’ ἀντιδιαστολὴ ἀπὸ τοῦ Ἑβρ. roeh, ὁ βλέπων, Α΄ Βασιλ. Θ΄, 9· ἴδε Stanley Jewish Ch., Lect. 19. -ὅθεν, 2) ἐν τῇ Καιν. Διαθ. ὁ κατέχων τὸ πνευματικὸν χάρισμα τῆς προφητείας, θεόπνευστος κῆρυξ καὶ διδάσκαλος ὄργανον ἰδιαιτέρων ἀκοκαλύψεων παρὰ τοῦ Θεοῦ, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιβ΄, 10, ιδ΄, 24, 25, κτλ.· - καὶ (ὅπερ περιέχεται ἐν τούτῳ), 3) ὁ ἀποκαλύπτων καὶ ἐξηγούμενος τὰς βουλὰς τοῦ Θεοῦ περὶ τοῦ μέλλοντος, προφήτης (ἐν τῇ νεωτέρᾳ σημασίᾳ τῆς λέξεως), Ἑβδ., Καιν. Διαθ., ἴδε Πράξ. Ἀποστ. β΄, 30, γ΄, 18, 21, πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 19. γ΄, 2.

Middle Liddell

πρόφημι
I. one who speaks for a God and interprets his will to man, a prophet; so Teiresias is πρ. Διός, Jove's interpreter, Pind.; and of Apollo, Διὸς προφήτης ἐστὶ Λοξίας πατρός Aesch.; while the Pythia, in turn, became the προφῆτις of Apollo, Hdt.; so Poets are called οἱ τῶν Μουσῶν προφῆται interpreters of the Muses, Plat.
2. generally, an interpreter, declarer, ἐγὼ πρ. σοι λόγων γενήσομαι Eur.; so, the bowl is called κώμου προφάτης, Pind.
II. in NTest.,
1. one who possesses the gift of προφητεία, an inspired preacher and teacher.
2. the revealer of God's counsel for the future, a prophet (in the modern sense of the word), a predicter of future events.

Chinese

原文音譯:prof»thj 普羅-費帖士
詞類次數:名詞(149)
原文字根:以前-宣稱(者) 相當於: (נָבִיא‎)
字義溯源:說預言者,先知,先知講道,先知書;由(πρό)*=先前)與(φημί)=說明)組成,其中 (φημί)出自(φῶς)=光)。而 (φῶς)又出自(φαῦλος)X*=照耀,顯示)
出現次數:總共(147);太(38);可(7);路(30);約(14);徒(30);羅(3);林前(6);弗(3);帖前(1);多(1);來(2);雅(1);彼前(1);彼後(2);啓(8)
譯字彙編
1) 先知(118)數量太多,不能盡錄;
2) 先知的(11) 太10:41; 太10:41; 可6:15; 可8:28; 路1:70; 徒3:18; 徒3:21; 徒3:25; 徒13:27; 林前14:32; 啓18:24;
3) 先知書(7) 路24:44; 約6:45; 徒8:28; 徒8:30; 徒13:15; 徒24:14; 徒28:23;
4) 幾位先知(2) 徒11:27; 徒13:1;
5) 一位先知(2) 徒3:22; 徒7:37;
6) 眾先知的(2) 太16:14; 啓16:6;
7) 先知之(1) 啓22:6;
8) 先知阿(1) 啓18:20;
9) 先知講道(1) 林前14:29;
10) 比先知(1) 太11:9;
11) 先知們(1) 彼前1:10

English (Woodhouse)

exponent, interpreter of divine will

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό πρόφημιπρό + φημί, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

ὁ 1 profeta, intérprete de la divinidad φώσφωρ, ἐλθὲ ἱλαρὸς καὶ ἐπήκοος τῷ σῷ προφήτῃ portador de luz, ven propicio y obediente a tu profeta P III 256 ἐπεδείξατο Παχράτης, ὁ π. Ἡλιουπόλεως lo mostró Pacrates, el profeta de Heliópolis P IV 2447 P IV 2454 π. τῶν ἁγίων ὀνομάτων εἰμί, ὁ ἀ<εὶ> ἴσος soy profeta de los sagrados nombres, el que es siempre igual P XII 229 Ἑρμῆ κοσμοκράτωρ, ... παμφώνου γλώσσης μεδέων, θνητοῖσι προφῆτα Hermes, señor del universo, protector de una lengua expresiva, profeta para los mortales P XVIIb 4 2 profeta esp. de personajes del A.T. ἐγὼ εἰμι Μοϋσῆς ὁ π. σου, ᾧ παρέδωκας τὰ μυστήριά σου yo soy Moisés, tu profeta, a quien entregaste tus misterios P V 109 καθὼς εἶπεν Ἠσαΐας ὁ π. como dijo Isaías el profeta C 19 2

Translations

prophet

Afrikaans: profeet; Albanian: profet, mrrim; Amharic: ነቢይ; Arabic: ⁧نَبِيّ⁩, ⁧نَبِيء⁩; Aramaic: ⁧נביא⁩; Classical Syriac: ⁧ܢܒܝܐ⁩ mā); Armenian: մարգարե; Asturian: profeta; Avar: авараг; Azerbaijani: peyğəmbər, nəbi, rəsul; Bashkir: пәйғәмбәр; Beaver: naachin; Belarusian: прарок, прарочыца; Bengali: নবী; Bulgarian: пророк, пророчица; Burmese: ပရောဖက်; Catalan: profeta; Chechen: пайхамар; Chinese Mandarin: 先知, 預言家/预言家; Chuvash: пӳлӗхҫӗ; Czech: prorok, prorokyně; Danish: profet, profetinde; Dutch: profeet, profete, ziener, zieneres; Esperanto: profeto, profetino; Estonian: prohvet; Ewe: nyagblɔɖila; Faroese: profetur, spámaður; Finnish: profeetta; French: prophète, prophétesse; Galician: profeta, profetisa; Georgian: წინასწარმეტყველი; German: Prophet, Prophetin, Weissager; Gothic: 𐍀𐍂𐌰𐌿𐍆𐌴𐍄𐌴𐍃; Greek: προφήτης; Ancient Greek: ἀφήτωρ, ἐνθεάτης, θεσπιστής, θεοπρόπος, μάντις, πρόμαντις, προφάτας, προφήτης, προφῆτις, προφήτωρ, φοιβητήρ, φοιβητής, χρησμοδότης, χρήστης; Haitian Creole: profèt; Hausa: annabi; Hebrew: ⁧נָבִיא⁩, ⁧איש האלוהים⁩; Hindi: नबी; Hungarian: próféta; Icelandic: spámaður; Indonesian: nabi; Irish: fáidh; Italian: profeta, vate, divinatore, aedo; Japanese: 預言者; Kazakh: пайғамбар; Khmer: ព្យាការី; Konkani: पैगंबर; Korean: 선지자(先知者), 예언자(豫言者); Kumyk: пайхаммар; Kurdish Central Kurdish: ⁧پێغەمەر⁩; Northern Kurdish: resûl, nebî, pêxember; Kyrgyz: пайгамбар; Lao: ສາດສະດາ; Latin: propheta, vates, fatidicus, fatidica, vaticinator; Latvian: pravietis; Lezgi: пайгъамбар; Lithuanian: pranašas; Luxembourgish: Prophéit, Prophéitin; Macedonian: пророк, пророчица; Malay: nabi; Maltese: profeta; Manchu: ᡦᠣᡵᠣᡶᡳᠶᡝᡨᠠ; Mongolian Cyrillic: бошиглогч; Mwani: ntume; Ngazidja Comorian: mtrume; Niuean: perofeta; Norwegian Bokmål: profet, profetinne; Nynorsk: profet, profetinne; Old English: wītga; Old Norse: spámaðr; Ottoman Turkish: ⁧پیغامبر⁩; Pashto: ⁧نبي⁩, ⁧رسول⁩, ⁧پيغمبر⁩; Persian: ⁧پیامبر⁩, ⁧نبی⁩, ⁧رسول⁩, ⁧وخشور⁩, ⁧پیغمبر⁩; Plautdietsch: Profeet; Polish: prorok, prorokini; Portuguese: profeta, profetisa; Romanian: proroc, profet; Romansch: profet; Russian: пророк, пророчица; Sakha: көрбүөччү; Samoan: perofeta; Serbo-Croatian Cyrillic: про̀рок, про̀рочица; Roman: pròrok, pròročica; Sinhalese: තුමා; Slovak: prorok, prorokyňa; Slovene: prerok, prerokinja; Somali: nebi; Spanish: profeta, profetisa; Swahili: nabii, mtume; Swedish: profet; Tagalog: propeta, manghahawo; Tajik: расул, пайғамбар; Tashelhiyt: arqqas; Tatar: пәйгамбәр; Tausug: nabī; Thai: ศาสดา; Turkish: peygamber, nebi, resul, serdar-ı ekrem, Allah'ın elçisi, yalvaç; Turkmen: pygamber; Ukrainian: пророк, пророчиця; Urdu: ⁧نَبی⁩; Uyghur: ⁧پەيغەمبەر⁩, ⁧نەبى⁩, ⁧روسۇل⁩; Uzbek: paygʻambar, nabi, rasul; Vietnamese: nhà tiên tri; Volapük: profetan, hiprofetan, jiprofetan; Welsh: proffwyd; Yiddish: ⁧נבֿיא⁩, ⁧נבֿיאה⁩