ἀφανίζω
English (LSJ)
Att. A fut. ἀφᾰνῐῶ X.An.3.2.11, Pl.Tht.184a: pf. ἠφάνικα D.36.18:—make unseen, hide, νεφέλη.. ἠφάνισεν ἥλιον X.An.3.4.8; hush up, ἔργον Pl.Smp. 217e: hence, lose sight of, Eub.107.18; ἀφανίζω τὸ συμφορώτατον do away with, reject, Hp.VM21 (v.l. for ἀφαιρέοντας); make away with a person, Hdt.3.126, X.Mem.1.2.53, Th.4.80; μή μ' ἀφανίσῃ λαβών Men. Epit.210:—Pass., τὴν γνώμην μηδὲν.. ἀφανισθεῖσαν in no part concealed or suppressed, Th.7.8.
2 do away with, remove, ἄχος S. OC1712 (lyr.); τινὰ πόλεος carry one off from the city, E.Ph.1041 (lyr.); Μούσας ἀφανίζω Ar.Nu.972; ἀφανίζω αὑτὸν εἰς τὸν νεών disappear into the temple, Id.Pl.741.
3 destroy, Ἀθήνας X.An.3.2.11, cf. Plb.1.81.6, LXX De.7.2; ὅλως ἀφανίζω ἱερά D.21.147, cf. Epigr.Gr.376.8 (Aezani).
4 obliterate writing, Th.6.54; footsteps, X.Cyn.5.3, etc.; traces of bloodshed, Antipho 5.45; spirit away a witness, ib.52; get rid of, δίκην Ar.Nu.760.
5 secrete, steal, X.Oec.14.2.
6 obscure, mar one's good name, etc., πατρικὰς ἀρετάς, ἀξίωσιν, δόξαν, Th.7.69, 2.61: in good sense, ἀφανίζω ἀγαθῷ κακόν wipe out ill deeds by good, ib.42; δύσκλειαν Id.3.58; τὰ χρώματα ἀφανίζω ἐκ τοῦ σώματος, of the wasting effect of grief, Antiph.98; τρίχα βαφῇ ἀφανίζω disguise it by dyeing, Ael.VH7.20; ἀφανίζω τὰ πρόσωπα (cf. ἀπρόσωπος), of artificial disfigurement, Ev.Matt.6.16, cf. LXX Jl.2.20, Za.7.14.
b spoil, οἶνον, ὕδωρ, Sor.1.90, Gal.9.645.
7 make away with property, etc., ἀργύριον, ναυτικόν, ἀνθρώπους, Aeschin. 1.101, 3.222, D.28.12; ἀφανίζω τὴν οὐσίαν Aeschin.1.103; but, conceal the existence of, ἐργαστήριον, οὐσίαν, D.27.26,44.
8 drain a cup of wine, Eub.82.
9 ἀφανίσαι· σκεπάσαι, προνομεῦσαι, Hsch.
II Pass., disappear, be missing, Hdt.4.8,124, S.Ant.255; of persons buried by a sandstorm, Hdt.3.26; or lost at sea, Th.8.38, X.HG1.6.33; ἀφανίζω κατὰ τῆς θαλάσσης, of islands, Hdt.7.6; ὑποβρύχιος ἠφ. Plu.Crass.19; ἀφανίζω ἐκ τῶν Θρηίκων Hdt.4.95; ἐξ ἀνθρώπων Lys.2.11; ἀφανίζω εἰς ὕλην disappear into it, X.Cyn.10.23; καταγελασθὲν ἠφανίσθη was laughed down and disappeared, Th.3.83.
2 live retired, X.Ages.9.1.
Spanish (DGE)
I tr. en v. act.
1 gener. hacer desaparecer, hacer invisible εἰ γὰρ ἄνθρωπος ... μαγεύων ... ἥλιον ἀφανιεῖ Hp.Morb.Sacr.1.31, νεφέλη ... ἠφάνισεν ἥλιον X.An.3.4.8, τὸ τῆς ἡμέρας φέγγος ἀφανίζει τὴν ἀστραπήν Arist.Mete.370a21, las pelusas que sueltan los cardos πέταται καὶ γῆν ἀφανίζει Eub.106.17
•ref. al color empalidecer, decolorar τὰ χρώματα ... ἐκ τοῦ σώματος Antiph.98, τρίχα βαφῇ Ael.VH 7.20
•tapar, ocultar ἔργον Pl.Smp.217e, ἐλέγχους ... τῶν πραγμάτων Hld.8.6.7, cf. Pl.Tht.151d, Numen.27.71, τὸν μοχλόν Aen.Tact.18.22, τὰ ἐν τῇ χώρᾳ ... ἀφανίζειν ἢ ἀχρεῖα ποιεῖν Aen.Tact.21.1
•eludir τὴν δίκην Ar.Nu.759
•apurar una copa de vino, Eub.80.7
•borrar, hacer desaparecer τοῦ βωμοῦ ... τοὐπίγραμμα Th.6.54, τὰ γράμμαθ' D.36.18, cf. Aen.Tact.31.4, 14, SEG 18.692.8 (Hermúpolis Magna III d.C.), ἡ ... δρόσος ... τὰ ἴχνη X.Cyn.5.3, cf. Antipho 5.45, hemorroides, Hp.Haem.7, πρόσοφιν ... τέκνου GVI 1960.7 (Ezanos I/II d.C.), un taller, D.27.26, τὰς τρίχας AP 5.28 (Rufin.), fig. de abstr. ἀγαθῷ κακὸν ἀ. borrar el mal con el bien Th.2.42, τοσόνδ' ἄχος S.OC 1712, γνώμην Th.7.8, πῦρ ἀφανίζον ὅ ἐστι θνητῆς σαρκὸς ἐν ἡμῖν la llama que acaba con lo que en nosotros es propio de la carne perecedera Heraclit.All.74, τὸ εὐδαιμονεῖν ἀφανιοῦσιν (αἱ τοῦ σώματος ἡδοναί) Plot.1.4.12
•ref. al sonido hacer confuso, hacer ininteligible τὰς φωνὰς ἀφανίζειν Aen.Tact.23.2, cf. Arist.Sens.447a20.
2 c. idea de mov. hacer desaparecer, quitar de delante c. compl. de pers. ὁ θεὸς ... ἠφάνισε αὐτὸν ... ἐς τὸν νεών Ar.Pl.741
•quitar de en medio, eliminar πόλεως ... τιν' ἀνδρῶν E.Ph.1041, τὼ ἀνθρώπω Antipho 5.52, cf. Hdt.3.126, Th.4.80, D.28.12, μή μ' ἀφανίσῃ λαβών Men.Epit.427, ἀφανισμῷ ἀφανιεῖς αὐτούς LXX De.7.2
•enterrar τὸ σῶμα X.Mem.1.2.53
•de cosas robar, llevarse τοὺς καρπούς los criados al amo, X.Oec.14.2
•de propiedades ocultar, disimular οὐσίην Hp.Ep.17, τὰ ὄντα Is.7.35
•tb. gastar, consumir ἀργύριον Aeschin.1.101, οὐσίαν Aeschin.1.103, D.27.44
•de ciudades y construcciones destruir Ἀθήνας X.An.3.2.11, ἄλλην πόλιν Plu.2.233d, ὅλως ἀ. ... ἱερά D.21.147, cf. Plb.1.81.6, de campos y cosechas οὐδὲν ἠφάνισεν ὁ ἱπποποτάμις (sic) POxy.1220.20 (III d.C.), cf. PRyl.152.14 (I d.C.), PAbinn.6.15 (IV d.C.).
3 c. idea peyor. estropear, oscurecer de cosas τὰ ὀξηρὰ τῶν ἀγγείων ἀφανίζει τὸν ... οἶνον Sor.69.18, τὸ ὕδωρ Pythag.Ep.2.3, Gal.9.645, θησαυροὺς ... σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει Eu.Matt.6.19
•de abstr. τὴν ἀξίωσιν Th.2.61, cf. 3.58, πατρικὰς ἀρετάς Th.7.69, τὰς Μούσας Ar.Nu.972, τὴν τέχνην Hp.de Arte 7, τὸ τῆς ἐπιστήμης Pl.Tht.184a
•desfigurar τὰ πρόσωπα Eu.Matt.6.16, cf. LXX Il.2.20, μου τὸ κάλλος Epigr.Gr.531.2 (Tracia), τὸ σῶμα πᾶν X.Eph.2.6.3
•tard. abs. crear confusión πολλοὺς πλανῶντες ἀφανίζουσιν Hippol.Haer.6.39.3.
II intr., en v. med.-pas.
1 desaparecer, perderse de pers. y dioses ὁ μὲν γὰρ ἠφάνιστο S.Ant.255, ἥδη δ' ἠφανίζετο la Paz, Ar.Pax 614, Ἡρακλῆς ... ἐξ ἀνθρώπων ἠφανίσθη Lys.2.11, ἐκ ... τῶν Θρηίκων ἠφανίσθη Hdt.4.95, cf. 124, ἐς τὴν θάλατταν ἠφανίσθη X.HG 1.6.33, cf. Th.8.38, ὑποβρύχιος ἠφανίσθη Plu.Crass.19, θαυμάσατε καὶ ἀφανίσθητε Act.Ap.13.41, ἀφανίζονται πάντες I.AI 1.76, μὴ ... ἐᾶσαι ἀφανισθῆναι παῖδας καὶ γυναῖκας X.Cyr.7.2.12, Ἀφανιζόμενος El Desaparecido tít. de una comedia de Apollod.Car. o Gel., Stob.4.12.5
•de anim. τὰς ... ἵππους ἀφανισθῆναι Hdt.4.8, cf. 3.26, χελιδών Democr.B 14.7, εἰς τὴν ὕλην ἀφανίζεται X.Cyn.10.23, ὁ ... κόκκυξ ... τὸν χειμῶνα ἀφανίζεται Arist.HA 563b15, de cosas y abstr. νῆσος ... κατὰ θαλάσσης Hdt.7.6, γράμματ' E.IT 764, ὕδρωπες Hp.Aër.4, cf. 7, VC 14, ὁπόσα ἄσημα ἀφανίζεται, δύσκριτα cuanto desaparece sin señal es de solución difícil Hp.Epid.2.3.4, τὸ εὔηθες ... καταγελασθὲν ἠφανίσθη la buena fe desapareció en medio del escarnio Th.3.83, αἱ πρόσοδοι Is.6.38, εἰ ἐφθείρετο ... τὸ ἀφανιζόμενον εἰς τὸ μὴ ὄν, πάντα ἂν ἀπωλόλει τὰ πράγματα si lo que desaparece tuviese fin en la nada, todo sería ya destruido Epicur.Ep.[2] 39, ἡ γῆ ἀφανισθήσεται κατόπισθεν αὐτῶν LXX Za.7.14, ἀτμὶς ... ἀφανιζομένη Ep.Iac.4.14, τὸ γένος αὐτῶν Philostr.VA 1.36, ἡ βοή Longus 3.21.3, op. φαίνομαι Arist.Mu.399a34, τὸ βουκελᾶτον καὶ τὰ τ[αρ] αχηρά POxy.2732.5 (VI d.C.)
•desaparecer de la vista, ponerse los astros, Hp.Vict.4.89
•de políticos τὸ ἀφανίζεσθαι retirarse de la vida pública X.Ages.9.1.
2 estropearse, echarse a perder τὸ μέλι Herm.Mand.5.1.5.
3 ser privado de c. gen. ἀφανισθεὶς τῆς ἑαυτοῦ φύσεως Eus.DE 4.13.
German (Pape)
[Seite 407] unsichtbar machen, νεφέλη ἥλιον Xen. An. 3, 4, 8, nach Brodäus Emend., s. Krüger; den Augen entziehen, ἀφανίζοντες κρύπτομεν Plat. Phil. 66 a; vgl. Eur. I. T. 764; τὸ σῶμα ἐξενέγκαντες ἀφανίσουσι Xen. Mem. 1, 2, 53; vgl. Her. 3, 126; entwenden, Xen. Oec. 14, 2; verheimlichen, ὅ τι νοεῖ Plat. Crat. 418 b; vertilgen, zerstören, τὸ γένος Conv. 190 c; ἐλαίαν, σηκόν, Lys. 7, 2; ἀργύριον, οὐσίαν, Aesch. 1, 101. 103; Ἀθήνας Xen. An. 3, 2, 11. Häufiger im pass., νῆσοι κατὰ τῆς θαλάττης ἀφανίζονται, gehen unter, Her. 7, 6; κατακαυθεὶς ἠφανίσθη, er verschwand, 7, 167; oft bei Plat. u. Folgdn, ὑπὲρ τοὺς τῆς χώρας ὅρους ἀφανισθείς, über die Grenze gebracht, Plat. Legg. IX, 855 a; Philostr. Imagg. 1. 26 steigert οὐχ ὡς ἀπόλοιντο, ἀλλ' ὡς ἀφανισθεῖεν εἰς μίαν ἡμέραν.
French (Bailly abrégé)
impf. ἠφάνιζον, f. ἀφανίσω, att. ἀφανιῶ, ao. ἠφάνισα, pf. ἠφάνικα;
Pass. f. ἀφανισθήσομαι, ao. ἠφανίσθην, pf. ἠφάνισμαι;
I. faire disparaître, d'où
1 rendre invisible, cacher;
2 supprimer, anéantir, acc. ; Pass. ἀφανίζεσθαι ἐξ ἀνθρώπων HDT disparaître d'entre les hommes, càd périr ; en parl. de choses détruire, effacer ; ἀφ. ἀγαθῷ κακόν THC effacer le mal avec le bien;
3 perdre (de l'argent, des biens, etc.);
4 tenir caché ou secret, dissimuler : τὴν γνώμην THC sa pensée ; au propre τρίχα βαφῇ ÉL dissimuler la couleur de ses cheveux en les teignant;
5 éloigner, écarter : παῖδας καὶ γυναῖκας XÉN emmener des enfants et des femmes en esclavage ; fig. ἄχος SOPH calmer litt. écarter une douleur;
6 emporter, dérober, soustraire;
II. obscurcir, ternir : τὴν ἀξίωσιν THC la considération dont on jouit ; τὰς πατρικὰς ἀρετάς THC les vertus de ses ancêtres.
Étymologie: ἀφανής.
Russian (Dvoretsky)
ἀφᾰνίζω:
1 делать невидимым, закрывать, застилать, затмевать (ἥλιον νεφέλη ἠφάνισε Xen.; ἡ σελήνη ἠφανίσθη Plut.);
2 скрывать, убирать, прятать (τινά и τι Her., Thuc., Xen.); pass. угасать (τὸ πῦρ ἠφανίσθη Plut.); иссякать (ποταμοὶ ἀφανίζονται Arst.); исчезать: ἀφανισθῆναι ἐξ ἀνθρώπων Her., Lys., Isocr. умереть, не быть в живых; ὑπὲρ τοὺς τῆς ζώρας ὅρους ἀφανισθῆναι Plat. быть удаленным за пределы страны; κατακαυθεὶς ἠφανίσθη Her. он сгорел бесследно;
3 уничтожать, разрушать (ἱερά Dem.; τὰς Ἀθήνας Xen.);
4 истреблять (ἐλαίαν Lys.; τὸ γένος Plat.);
5 смывать, сглаживать (ἀφανίζει ἡ δρόσος τὰ ἴχνη Xen.);
6 заглаживать (ἀγαθῷ κακόν Thuc.);
7 уводить, уносить, похищать (τινὰ πόλεος Eur.; μὴ ἐᾶσαι ἀφανισθῆναι παῖδας καὶ γυναῖκας Xen.);
8 обращать в наличные деньги, т. е. расточать (οὐσίαν Aeschin., Dem.);
9 умалять, помрачать (τὰς πατρικὰς ἀρετάς Thuc.; ἀνδρὸς ἐνδόξου τιμάς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφανίζω: μέλλ. Ἀττ. ῐῶ: πρκμ. ἠφάνικα, Δημ. 950. 3: ― καθιστῶ τι ἀφανές, ἀποκρύπτω, νεφέλη… ἠφάνισεν ἥλιον (πιθ. γραφὴ) Ξεν. Ἀν. 3. 4, 8· ἐντεῦθεν ὡς τὸ Λατ. abscondo, χάνω τὴν θέαν τινός, δὲν βλέπω τι, Εὔβουλ. ἐν «Σφιγγωκαρίωνι» 1. 18, ἔνθα ἴδε Meineke· ἀφ. τὸ συμφορώτατον, ἐξαλείφειν, ἀπαλείφειν, καταστρέφειν, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· αἴρω ἐκ τοῦ μέσου πολιτικοὺς καταδίκους, ὥστε ἡ τύχη αὐτῶν διαμένει ἄγνωστος, Ἡρόδ. 3. 126, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 53, πρβλ. Θουκ. 4. 80, Ξεν. Ἀν. 1. 6, 11· καθόλου, ἐπὶ θανάτου, αἴρω ἐκ τῆς γῆς, «παίρνω», Ἐπιγρ. Ἑλλ. 376. 8., 380. 6, κ. ἀλλ.: ― Παθ., τὴν γνώμην μηδὲν... ἀφανισθεῖσαν, οὐδαμοῦ ἢ ἀποκρυφθεῖσαν, σκεπασθεῖσαν, Θουκ. 7. 8. 2) αἴρω ἐκ τοῦ μέσου, ἀπομακρύνω, ἄχος Σοφ. Ο. C 1712· ἐξαφανίζω, ὁπότε πόλεος ἀφανίσειεν ἁ πτεροῦσσα παρθένος τιν' ἀνδρῶν Εὐρ. Φοίν. 1041· Μούσας ἀφ. Ἀριστοφ. Νεφ. 971· ἀφ. αὐτὸν εἰς τὸν νεὼν ὁ αὐτ. Πλ. 741. 3) καταστρέφω ἐξ ὁλοκλήρου, παντελῶς ἐξαλείφω, καθαιρῶ μέχρις ἐδάφους, ἐξαλείφω τὸ γεγραμμένον κτλ., Θουκ. 6. 54, κτλ.· ὅλως ἀφ. τὰ ἱερὰ Δημ. 562, 17. 4) καθιστῶ ἀφανῆ, ἐξαλείφω τὰ ἴχνη, Ξεν. Κυν. 5. 3, κτλ.· ἐξαλείφω τὰ ἴχνη αἵματος, Ἀντιφῶν 134. 37· ἐξαφανίζω μάρτυρα ἢ μαρυρίαν, ὁ αὐτ. 135. 29: ἀπαλάττομαί τινος, δίκην Ἀριστοφ. Νεφ. 760. 5) ἀποκρύπτω, κλέπτω. Ξεν. Οἰκ. 14. 2. 6) ἐπισκοτίζω, ἀμαυρῶ, καταστρέφω τὴν ὑπόληψίν τινος, ἀρετήν, ἀξίωσιν, δόξαν, τὸ δίκαιον, κτλ., Θουκ. 7. 69., 2. 61, Πλάτ., κτλ.: ἀλλ' ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀφ. αγαθῷ κακόν, ἐξαλείφειν τὸ κακὸν διὰ τοῦ ἀγαθοῦ, Θουκ. 2. 42· δύσκλειαν ὁ αὐτ. 3. 58· τὰ χρώματα ἀφανίζουσιν ἐκ τοῦ σώματος (ἡ λύπη καὶ τὸ ζῆν κακῶς), Ἀντιφάν. ἐν «Εὐπλοίᾳ» 1· τὴν τρίχα πολιὰν οὖσαν ἐπειρᾶτο βαφῇ ἀφανίζειν, προσεπάθει νὰ τὴν κάμῃ διὰ βαφῆς νὰ μὴ φαίνηται τοιαύτη, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 7. 20· ἀφανίζειν τὰ πρόσωπα (πρβλ. ἀπρόσωπος), ἐπὶ τῆς προσποιητῆς σκυθρωπότητος τῶν ὑποκριτῶν ὅταν νηστεύωσιν, ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὑτῶν, ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες Εὐαγγ. κ. Ματθ. Ϛ΄, 16· πρβλ. Ἑβδ. (Ἰωὴλ Β΄, 20, Ζαχ. Ζ΄, 14). 7) καταστρέφω, ἐξαφανίζω περιουσίαν, ἀργύριον, ναυτικὸν Αἰσχίν. 14. 24., 85. 31· ὅλον τὸ ἐργαστήριον Δημ. 821, ἐν τέλει, πρβλ. 820 ἐν τέλει, 839. 15· ― ὡσαύτως ἀφ. τὴν οὐσίαν, μετατρέπω τὴν περιουσίαν (κτηματικὴν ἢ ἄλλην) εἰς χρήματα ἵνα ἀποκρύψω αὐτήν, ἢ ἄρω ἐκ τοῦ μέσου (πρβλ. ἀφανὴς 5), Δημ. 827. 12, Αἰσχίν. 14. 38. 8) ἐκπίνω, πίνω ἐντελῶς ποτήριον οἴνου, Εὔβουλ. ἐν «Παμφίλῳ» 3· πρβλ. Meineke Ἀποσπ. Κωμ. 2. 829. ΙΙ. Παθ., γίνομαι ἀόρατος, ἐξαφανίζομαι, Ἡρόδ. 4. 8. 124, Σοφ. Ἀντ. 255· ἐπὶ ἀνθρώπων καταχωσθέντων ὑπὸ θυέλλης ἄμμου, Ἡρόδ. 3. 26· ἢ ἀπολεσθέντων ἐν τῇ θαλάσσῃ, Θουκ. 8. 38, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 24· ἀφ. κατὰ τῆς θαλάσσης, ἐπὶ νήσων, Ἡρόδ. 7. 6· ὑποβρύχιος ἠφ. Πλουτ. Κράσσ. 19· ἀφ ἐξ ἀνθρώπων Ἡρόδ. 4. 95, Λυσ. 191. 27· ἀφ. εἰς ὕλην, ἐντὸς δάσους, Ξεν. Κυν. 10. 23· καταγελασθὲν ἠφανίσθη Θουκ. 3. 83. 2) ζῶ ἰδιωτεύων, Ξεν. Ἀγ. 9. 1.
English (Strong)
from ἀφανής; to render unapparent, i.e. (actively) consume (becloud), or (passively) disappear (be destroyed): corrupt, disfigure, perish, vanish away.
English (Thayer)
(passive, present ἀφανίζομαι); 1st aorist ἠφανίσθην; (ἀφανής);
a. to snatch out of sight, to put out of view, to make unseen (Xenophon, an. 3,4, 8 ἥλιον νεφέλη παρακαλύψασα ἠφανισε namely, τήν πόλιν, Plato, Philippians 66a. ἀφανιζοντες κρύπτομεν).
b. to cause to vanish away, to destroy, consume: Sept. (cf. Buttmann, § 130,5)); passive to perish: vor Schrecken vergehen); to vanish away, Herodotus 7,6; 167; Plato and following).
c. to deprive of lustre, render unsightly; to disfigure: τό πρόσωπον, Matthew 6:16.
Greek Monolingual
(AM ἀφανίζω) αφανής
1. εξαφανίζω
2. καταστρέφω, εξοντώνω
3. καταστρέφω οικονομικά κάποιον ή κατασπαταλώ περιουσία
4. καταβάλλω, καταπονώ
νεοελλ.
διακορεύω, καταστρέφω ηθικά
αρχ.-μσν.
αφαιρώ κάτι από κάποιον
μσν.
παραπλανώ
αρχ.
1. κρύβω, αποκρύπτω κάτι
2. αμαυρώνω την υπόληψη κάποιου
3. φρ. «ἀφανίζω οὐσίαν» — ρευστοποιώ ακίνητη περιουσία για να την αποκρύψω
4. (-ομαι) αποσύρομαι από τη δημόσια ζωή, ζω ως ιδιώτης.
Greek Monotonic
ἀφᾰνίζω: μέλ. Αττ. -ῐῶ, παρακ. ἠφάνικα· (ἀφανής)·
I. 1. κάνω κάτι αφανές, κρύβω από τη θέα, σε Ξεν., Θουκ. κ.λπ.
2. απομακρύνω, εξαλείφω, ἄχος, σε Σοφ.· ἀφανίζω τινὰ πόλεος, απομακρύνω από την πόλη, σε Ευρ.· ἀφανίζω αὑτὸν εἰς τὸν νεών, εξαφανίζομαι μέσα στο ναό, σε Αριστοφ.· λέγεται για πολιτικούς καταδίκους, απομακρύνω από τη θέα, εξαφανίζω, σε Ηρόδ., Ξεν. — Παθ., είμαι κρυμμένος ή εξαλείφομαι, σε Θουκ.
3. καταστρέφω ολοσχερώς, ισοπεδώνω μέχρι εδάφους, στον ίδ., Δημ.· εξαφανίζω τα ίχνη αίματος, σε Ξεν.
4. σβήνω, αμαυρώνω την καλή υπόληψη κάποιου, σε Θουκ., Πλάτ.· αλλά με θετική σημασία, ἀφανίζω ἀγαθῷ κακὸν, εξαλείφω το κακό με το καλό, σε Θουκ.· δύσκλειον, στον ίδ.
5. παραμορφώνω, ἀφανίζω τὰ πρόσωπα, για την προσποιητή λύπη, σε Καινή Διαθήκη
6. εξαφανίζω περιουσία, σε Αισχίν., Δημ.
II. Παθ., γίνομαι αόρατος, εξαφανίζομαι, σε Ηρόδ., Σοφ.· λέγεται για πρόσωπα που βυθίστηκαν σε θύελλα άμμου, σε Ηρόδ. ή χάθηκαν στη θάλασσα, σε Θουκ., Ξεν.
Middle Liddell
ἀφανής
I. to make unseen, hide from sight, Xen., Thuc., etc.
2. to do away with, remove, ἄχος Soph.; ἀφ. τινὰ πόλεος to carry off one from the city, Eur.; ἀφ. αὑτὸν εἰς τὸν νεών to disappear into the temple, Ar.:—of state criminals, to remove from sight, make away with, Hdt., Xen.: Pass. to be concealed or suppressed, Thuc.
3. to destroy utterly, rase to the ground, erase writing, Thuc., Dem.: to obliterate traces, Xen.
4. to obliterate, tarnish one's good name, Thuc., Plat.:—but in good sense, ἀφ. ἀγαθῶι κακόν to wipe out ill deeds by good, Thuc.; δύσκλειαν Thuc.
5. to disfigure, ἀφ. τὰ πρόσωπα, of hypocritical sadness, NTest.
6. to make away with property, Aeschin., Dem.
II. Pass. to become unseen, to disappear, Hdt., Soph.; of persons buried by a sand-storm, Hdt.; or, lost at sea, Thuc., Xen.
Chinese
原文音譯:¢fan⋯zw 阿-法你索
詞類次數:動詞(5)
原文字根:不-顯出(化) 相當於: (שָׁמֵם) (שָׁמֵם)
字義溯源:使成不明顯的,滅沒,破壞(形態),毀壞,滅亡,消失,不見,弄得難看,壞;源自(ἀφανής)=不顯然的);由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(φαίνω)=發光)組成;其中 (φαίνω)出自(φῶς)=光),而 (φῶς)出自(φαῦλος)X*=顯示)。參讀 (ἀναιρέω)同義字
出現次數:總共(5);太(3);徒(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 壞(2) 太6:19; 太6:20;
2) 他們把⋯弄得難看(1) 太6:16;
3) 要滅亡(1) 徒13:41;
4) 不見了(1) 雅4:14
English (Woodhouse)
destroy, exterminate, obliterate, blot out, cause to disappear, do away with, make away with, make to disappear, make to vanish, put out of the way, wipe out
Lexicon Thucydideum
e conspectu tollere, to remove from sight, 4.80.4,
delere, to destroy, 5.11.1, 6.54.7,
Transl. translate 2.42.3, 3.58.2,
obscurare, to darken, obscure, 2.61.4, 7.69.2,
PASS. evanescere, to disappear, vanish, 3.83.1, 8.38.1,
obscurari, to be obscured, 7.8.2.
Translations
wipe out
Bulgarian: ликвидирам; Catalan: aniquilar, anihilar, exterminar; Finnish: tuhota, pyyhkäistä pois; French: anéantir; Georgian: განადგურება; German: auslöschen, vernichten; Greek: εξαλείφω; Ancient Greek: ἀφανίζω, διαμαθύνω, ἐκσμάω, ἐξαλείφω; Italian: obliterare, spazzare via, eliminare, annientare, cancellare dalla terra; Japanese: 一掃する; Korean: 무찌르다; Kurdish Central Kurdish: لەناوبردن; Maori: tipihauraro, hoepapa, urupatu; Polish: zniszczyć, wymazać, tępić; Portuguese: aniquilar, exterminar; Russian: уничтожать, уничтожить, истреблять, истребить; Serbo-Croatian: sravniti sa zemljom; Spanish: aniquilar, exterminar; Swedish: utplåna, utrota
obliterate
Belarusian: знішчыць, знішчаць, вынішчыць, вынішчаць; Bulgarian: изличавам, унищожавам; Catalan: anihilar, aniquilar, esmicolar, destrossar, destruir; Danish: udslette, tilintetgøre; Dutch: uitwissen; Finnish: tuhota, hävittää; French: annihiler, effacer; German: auslöschen, verwischen; Hungarian: eltöröl, kiirt; Italian: obliterare, annullare, spazzare; Latin: oblittero, annihilo; Maori: urupatu; Norwegian Bokmål: utslette; Nynorsk: utslette, utsletta; Polish: wyniszczać, wyniszczyć; Portuguese: aniquilar, obliterar; Russian: уничтожить; Spanish: remover, borrar, destruir, obliterar, arrasar, aniquilar; Swedish: utplåna
destroy
Akkadian: 𒄢; Aklanon: guba'; Albanian: shkatërroj; Arabic: دَمَّرَ; Egyptian Arabic: روح, خرب; Armenian: ոչնչացնել; Azerbaijani: məhv etmək, dağıtmaq; Belarusian: знішчаць, ні́шчыць, зні́шчыць, руйнаваць, зруйнаваць; Breton: freuzañ; Bulgarian: унищожавам, унищожа, разрушавам, разруша; Catalan: destruir; Cebuano: guba; Central Huishui Hmong: kom puas rau; Cherokee: ᎠᏲᏍᏙᏗ; Chinese Mandarin: 銷毀/销毁, 摧毀/摧毁, 破壞/破坏, 毀壞/毁坏; Choctaw: nasholichi; Czech: ničit, zničit; Danish: ødelægge; Dutch: vernietigen, vernielen, verwoesten, kapot maken, slopen; Esperanto: ekstermi, detrui; Estonian: hävitama; Evenki: эвми; Finnish: tuhota, hävittää; French: détruire; Middle French: gaster, destruire, mehaignier; Old French: gaster, destruire, mehaignier; Friulian: distruzi, distrugi; Galician: destruír; Georgian: განადგურება, მოსპობა, დაქცევა, დანგრევა; German: zerstören, vernichten, kaputtmachen; Gothic: 𐌵𐌹𐍃𐍄𐌾𐌰𐌽; Greek: καταστρέφω; Ancient Greek: ἀπόλλυμι, ὄλλυμι, ἀείρω, ἀϊστόω, πέρθω, πορθέω, ἀναιρέω, ἀναλίσκω, λύω, διαλύω, καταλύω, ὀλέκω, φθείρω, ἀποφθείρω, διαφθείρω, ἐκφθείρω, καταφθείρω, φθίνω, φθίω, καταχράομαι; Hawaiian: luku; Hebrew: הָרַס; Higaonon: naguba; Hindi: नष्ट करना, नाश करना, बर्बाद करना; Hungarian: megsemmisít, pusztít, elpusztít, tönkretesz, szétrombol; Icelandic: eyðileggja, rústa, skemma; Ido: destruktar; Irish: slad; Italian: distruggere, annichilare; Japanese: 破壊する, 壊す, 潰す, 破る; Khmer: កំទេច, បំផ្លាញ; Korean: 파괴하다, 말살하다, 부수다; Kumyk: дагъытмакъ; Kurdish Northern Kurdish: têkşikandin; Lao: ທໍາລາຍ; Latgalian: nycynuot, iznycynuot, propuļdeit; Latin: populor, deleo, aufero, aboleo, abolefacio; Latvian: iznīcināt; Lithuanian: sunaikinti; Livonian: nītsiņtõ; Macedonian: уништува, уништи; Malay: musnah; Manchu: ᡝᡶᡠᠯᡝᠮᠪᡳ; Maori: whakakorekore, hoepapa, whakamōtī, kōpenupenu, whakangawhi, whakangahi, kaiauru, whakahotu, hoepapa, urupatu, whakamōtī, whakapakaru; Mirandese: çtruir, çtroçar; Mongolian Cyrillic: суйтгэх, сүйтгэх; Nanai: хэпули-; Ngazidja Comorian: hwangamiza; Norman: dêtruithe; Norwegian Bokmål: ødelegge; Persian: از بین بردن; Phoenician: 𐤀𐤁𐤃; Polish: niszczyć, zniszczyć, rujnować, zrujnować; Portuguese: destruir, estraçalhar, arruinar, destroçar, detonar; Romanian: distruge, nimici; Russian: уничтожать, уничтожить, разрушать, разрушить; Sanskrit: नाशयति; Scots: cannoch; Scottish Gaelic: dì-làraich; Serbo-Croatian Cyrillic: уништавати, у̀ништити; Roman: uništávati, ùništiti; Slovak: ničiť, zničiť, znehodnotiť; Slovene: uničevati, uničiti; Sotho: a timetse; Spanish: destruir, romper, destrozar; Sumerian: 𒋗𒅆𒌨; Swahili: -haribu; Swedish: förstöra; Tagalog: sirain, wasakin; Tajik: нест кардан; Thai: ทำลาย; Tocharian B: näk-, kärst-; Turkish: yok etmek, mahvetmek; Ugaritic: 𐎕𐎎𐎚; Ukrainian: нищити, знищувати, знищити, руйнувати, зруйнувати, розвалюватити, розвалити; Urdu: برباد کرنا; Uzbek: yoʻq qilmoq, bitirmoq; Vietnamese: huỷ hoại, phá hoại, phá huỷ; Walloon: distrure; Welsh: dinistrio; Yiddish: חרובֿ מאַכן