θάλλω

From LSJ
Revision as of 22:15, 11 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")

Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θάλλω Medium diacritics: θάλλω Low diacritics: θάλλω Capitals: ΘΑΛΛΩ
Transliteration A: thállō Transliteration B: thallō Transliteration C: thallo Beta Code: qa/llw

English (LSJ)

Hes.Op.173, h.Cer.402, etc.: aor.1 ἔθηλα (ἀν-) Ael.NA2.25, 9.21: aor. 2 A θάλε h.Hom.19.33; ἀν-έθαλον LXX Wi.4.4, Ep.Phil. 4.10: pf. τέθηλα, in Hom. only part. in pres. sense τεθηλώς, Ep. fem. τεθᾰλυῖα, and 3sg. plpf. τεθήλει Od.5.69; 3sg. ind. τέθηλε Hes. Op.227, Emp.77, S.Ph.259; Aeol. and Dor. τέθᾱλα Sapph.Supp.25.12, Pi.Fr.129.5, B.9.40, IG3.171; subj. τεθήλῃ Epigr. ap. Pl.Phdr. 264d; inf. τεθηλέναι Id.Cra.414a; part. τεθᾱλώς prob. in A.Supp. 107(lyr.):—Pass., fut. θᾰλήσομαι (ἀνα-) AP7.281 (Heraclid.): (cf. θηλέω):—sprout, grow, thrive, especially of fruit-trees, ἐρινεὸς… φύλλοισι τεθηλώς Od.12.103; τεθήλει δὲ σταφυλῇσι, of a vine, 5.69; ἄνθεσι γαῖα θάλλει h.Cer.l.c.; <δένδρεα> τέθηλε καρπῶν ἀφθονίῃσι Emp.77; ὦ χρυσέᾳ κόμᾳ θάλλων Λοξία Pi.I.7(6).49; πώγωνι θάλλων S.Ichn.358: abs., καρπὸν τρὶς ἔτεος θάλλοντα Hes.Op.173; θάλλει κατ' ἦμαρ αἰεὶ νάρκισσος S.OC681 (lyr.), etc.: freq. in pf. part., as adjective, luxuriant, τεθαλυῖά τ' ὀπώρη Od.11.192; τεθαλυῖά τ' ἀλωή 6.293: also, c. acc. cogn., οὐ δένδρε' ἔθαλλεν χῶρος the place grew no trees, Pi.O.3.23, cf. AP9.78 (s.v.l., Leon.); ἐν φύλλοισι θαλλούσης βίον ξανθῆς ἐλαίας (Dind. ἴσον) A.Pers.616; simply, bloom, Thphr.HP1.1.2; but of σίκυοι, etc., ἡ ἀπὸ τοῦ ὕδατος ἀτμὶς οἷον θάλλοντας παρέχει Id.CP5.6.5. b of other natural objects, τεθαλυῖά τ' ἐέρση copious dew, Od. 13.245; ῥάχιν τεθαλυῖαν ἀλοιφῇ rich with fat, Il.9.208, cf. Od.13.410; εἰλαπίνῃ τεθαλυίῃ at a sumptuous feast, 11.415. 2 of persons, states or conditions, bloom, θ. ἁπαλὸν χρόα Archil.100; thrive, flourish, Εἰρήνη τεθαλυῖα Hes.Th.902; θάλλοισα εὐδαιμονία, ἀρετά, Pi.P. 7.19, I.5(4).17; πατρὸς θάλλοντος S.Ant.703, cf. Ph.420, etc.; ζῶν καὶ θάλλων alive and prosperous, Id.Tr.235; ζῇ καὶ θάλλει [ἡ παίδευσις] Antipho Soph.60; θάλε πόθος h.Hom.19.33; Ἔρως ἐπὶ Χαλκιδέων θάλλει πόλεσιν Carm.Pop.44; Ἔρως τότε μὲν θ. τε καὶ ζῇ, ὅταν εὐπορήσῃ, τότε δὲ ἀποθνῄσκει Pl.Smp.203e; θ. καὶ εὐδαιμονεῖ χώρα καὶ πόλις Id.Lg.945d: c. dat. modi, θάλλουσιν δ' ἀγαθοῖσι Hes.Op.236; ἀγλαΐῃ τεθαλυῖαι [δμῳαί] Id.Sc.276; τοῖσι (sc. ἀνδράσι) τέθηλε πόλις Id.Op. 227; πόλις ἐλευθερίᾳ τεθαλυῖα Simon.102; θ. ἀρεταῖς Pi.O.9.16; ἐλπίδι B.9.40; εὐγενεῖ τέκνων σπορᾷ S.Ant.1164; παρρησίᾳ E.Hipp. 422; δαίμων ἀφθίτῳ θ. βίῳ Critias25.17D.; θ. ἐπὶ γυμνάδος ἔργοις Epigr.Gr.233 (Chios). 3 of disease and the like, in bad sense, to be fresh, active, ἡ δ' ἐμὴ νόσος ἀεὶ τέθηλε S.Ph.259; πήματα… ἀεὶ θάλλοντα μᾶλλον ἢ καταφθίνοντα waxing, Id.El.260; ἔρις θάλλει E.Ph.812 (lyr.): c. dat., ἀφροσύναις θάλλουσ' Ὕβρις B.14.58. b τοῖσι αὐτοῖσιν ὅ τε σπλὴν θάλλει καὶ τὸ σῶμα φθίνει the spleen becomes swollen, Hp. Loc.Hom.24; also τεθηλός (in neutral sense) of the liver, Id.VM22.

German (Pape)

[Seite 1184] aor. ἔθαλον, H. h. 18, 33, perf. τέθηλα, mit Präsensbdtg, dor. τέθαλα, wovon Hom. die Participia τεθηλώς u. τεθαλυῖα braucht, plusqpf. έτεθήλει, grünen, sprossen, blühen, und dah. Überfluß woran haben, wovon strotzen; ἡμερὶς ἡβώωσα, τεθήλει δὲ σταφυλῇσιν Od. 5, 69; ἐρινεὸς φύλλοις 12, 103, vgl. Il. 9, 208; das partic. häufig absol., schwellend, üppi g, reichl i ch, τεθαλυῖα ὀπώρη, ἀλωή, εἰλαπίνη, ἀλοιφή, ἐέρση, Od.; θάλλει κατ' ἦμαρ αἰεὶ νάρκισσος, sproßt reichlich hervor, Soph. O. C. 687; αὐτό γε τὸ θάλλειν τὴν αὔξην μοι δοκεῖ ἀπεικάζειν τῶν νέων Plat. Crat. 414 a; transit., hervorsprossen lassen, οὐ δένδρε' ἔθαλλεν χῶρος Pind. Ol. 3, 24, vgl. Aesch. τῆς τ' αἰὲν ἐν φύλλοισι θαλλούσης βίον ξανθῆς ἐλαίας καρπός, Nahrungsmittel, Leben sprossend, Pers. 608. – Häufig übertr., blühen und grünen, gedeihen, von Menschen, Städten u. Völkern, τοῖσι τέθηλε πόλις Hes. O. 231; ἀρεταῖς Pind. Ol. 9, 18, vgl. P. 4, 65; ἀρετὴ θάλλει I. 4, 19; συμπόσιον 5, 1; εὐδαιμονία P. 7, 21; ἔνθεν ἀεξόμενον ζώφυτον αἱμα βροτοῖσι θάλλει Aesch. Suppl. 837; πατρὸς θάλλοντος, während der Vater lebt u. glücklich ist, Soph. Ant. 699, vgl. ἔλειπον ἰσχύοντά τε καὶ ζῶντα καὶ θάλλοντα Trach. 234, wie μέγα θάλλοντές εἰσι νῦν ἐν Ἀργείων στρατῷ Phil. 418; Κρέων θάλλων εὐγενεῖ τέκνων σπορᾷ Ant. 1149; auch Plat. vrbdt τότε μὲν θάλλει καὶ ζῇ, Conv. 203 e; ἡ πᾶσα οὕτω θάλλει τε καὶ εὐδαιμονεῖ χώρα Legg. XII, 945 d; Xen. stellt dem μετὰ λήθης ἄτιμοι κεῖνται gegenüber μετὰ μνήμης τὸν ἀεὶ χρόνον ὑμνούμενοι θάλλουσι Mem. 2, 1, 33. – Aber auch von schlimmen Dingen, wie von der Krankheit Soph. ἡ δ' ἐμὴ νόσος ἀεὶ τέθηλε κἀπὶ μεῖζον ἔρχεται, Phil. 259; so πήματα ἀεὶ θάλλοντα, den καταφθίνοντα entgeggstzt, El. 252; δυσδαίμων ἔρις θάλλει Eur. Phoen. 819. – Verwandt mit θηλέω, θῆλυς.

French (Bailly abrégé)

f. inus., ao.2 poét. θάλον, pf. au sens d'un prés. τέθηλα, pqp. au sens d'un impf. ἐτεθήλειν;
I. intr. 1 fleurir, verdoyer : φύλλοισι τεθηλώς OD couvert de feuilles ; τεθήλει δὲ σταφυλῇσιν OD (la vigne) était couverte de grappes ; abs. τεθαλυῖά τ' ἀλωή OD, ὀπώρη OD vignoble, automne luxuriant;
2 en parl. de pers. être dans la fraîcheur de la jeunesse ou dans la force de l'âge, être puissant, en crédit, prospérer;
3 en parl. de ch. τεθαλυῖα ἐέρση OD rosée abondante ; en mauv. part πήματα θάλλοντα SOPH souffrances croissant ; νόσος τέθηλε SOPH la maladie croît, se développe;
II. tr. faire fleurir, faire verdoyer, faire croître.
Étymologie: R. Θαλ, pousser, croître ; cf. lat. folium, flos.

Russian (Dvoretsky)

θάλλω: (aor. 2 ἔθαλον; pf. = praes. τέθηλα - дор. τέθᾱλα; ppf. = impf. ἐτεθήλειν)
1 распускаться, разрастаться, расцветать, цвести, быть в цвету: ἐρινεὸς φύλλοισι τεθηλώς Hom. смоковница, одетая густой листвой; ἡμερὶς τεθήλει σταφυλῇσιν Hom. виноградная лоза была покрыта гроздьями; θάλλει κατ᾽ ἦμαρ ἀεὶ νάρκισσος Soph. (в Колоне) вечно цветет нарцисс; τεθαλυῖα ἀλῳή Hom. цветущий сад;
2 быть изобильным, быть роскошным, пышным: τεθαλυῖα ὀπώρη Hom. обильная (плодами) осень; εἰλαπίνη τεθαλυῖα Hom. роскошное пиршество; τεθαλυῖα ἐέρση Hom. обильная роса; συὸς ῥάχις τεθαλυῖα ἀλοιφῇ Hom. заплывший жиром свиной хребет; θ. ἀγαθοῖσι Hes. изобиловать (всяческими) благами;
3 процветать, быть в расцвете, наслаждаться счастьем (θ. καὶ εὐδαιμονεῖν Plat.; ζῆν καὶ θ. Eur.): εἰρήνη τεθαλυῖα Hes. счастливый мир; θάλλοντές εἰσι Soph. (сын Тидея и сын Сисифа не только не погибли, но, напротив), благоденствуют; θ. εὐγενεῖ τέκνων σπορᾷ Soph. иметь прекрасное и многочисленное потомство; ἐλεύθεροι παρρησίᾳ θάλλοντες Eur. свободные, говорящие со всей прямотой, т. е. которым нечего скрывать;
4 крепнуть, усиливаться, быть в разгаре (θάλλοντος συμποσίου Pind.): πήματα θάλλοντα Soph. возрастающие несчастья; νόσος ἀεὶ τέθηλε Soph. болезнь все усиливается; ἔρις ἄλλα θάλλει Eur. разгорается новый раздор;
5 производить, рождать (δένδρεα Pind.; ἀεὶ θάλλουσα ὀπώρην ἀχράς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

θάλλω: Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 173, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 402, Ἀττ.· ἀόρ. α΄ ἔθηλα (ἀν-) Αἰλ. π. Ζ. 2. 25., 9. 21· ὁ ἀόρ. β΄ θάλε ἐν Ὕμν. Ὁμ. 18. 33 κατὰ Λοβέκκ. (Παραλ. σ. 557) εἶναι ἡμαρτημένος· προτείνει δὲ διόρθωσιν τὸ κέλε, ἀλλ’ οὐδεμία ἀνάγκη ὑπάρχει μεταβολῆς, διότιλέξις ἔχει καλῶς· ἀνέθαλον Ἑβδ. (Ψαλμ. ΚΖ΄, 7), Ἐπιστ. π. Φιλιππησ. δ΄, 10· πρκμ. τέθηλα, οὗ ὁ Ὅμηρος ἔχει μόνον τὴν μετοχ. μετὰ σημασίας ἐνεστ. τεθηλώς, Ἐπ. θηλ. τεθᾰλυῖα, καὶ γ΄ ἐνικ. ὑπερσυντ. τεθήλει (Ὀδ. Ε. 69)· ἀλλ’ ὁ Ἡσίοδος ἔχει καὶ γ΄ ἐνικ. ὁριστ. τέθηλε Ἔργ. κ. Ἡμ. 225, πρβλ. Σοφ. Φ. 259· Δωρ. τέθᾱλα Πίνδ. Ἀποσπ. 95. 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 512. 9· ὑποτακ. τεθήλῃ Ἐπιγρ. παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδρ. 264D· ἀπαρ. τεθηλέναι Πλάτ. Κρατ. 414Α· μετοχ. τεθᾱλὼς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 105 (κατὰ Bothe). - Παθ.: μέλλ. θᾰλήσομαι (ἀνα-) Ἀνθ. Π. 7. 281, (Ἴσως συγγενὲς τῷ θηλή, θηλέω, ἴδε ἐν λ. *θάω). Θάλλω, ἀκμάζω, φυλοφορῶ, εἶμαι πλήρης φύλλων, ἀνθέων ἢ καρπῶν, κυρίως ἐπὶ ὀπωροφόρων δένδρων, ἐρινεὸς... φύλλοισι τεθηλὼς Ὀδ. Μ. 103· τεθήλει δὲ σταφηλῇσι, ἐπὶ ἀμπέλου, Ε. 69· ἄνθεσι γαῖα θάλλει Ὕμν. Ὁμ. ἔνθ’ ἀνωτ.· χρυσέα κόμᾳ θάλλων Λοξίας Πίνδ. Ι. 7. (6). 69· ἀπολ., θάλλει κατ’ ἦμαρ ἀεὶ νάρκισσος Σοφ. Ο. Κ. 681, πρβλ. 700, κτλ.· συχνάκις κατὰ μετοχ. πρκμ. ὡς ἐπίθ. συνώνυμον τῷ θαλερός, ἀνθηρός, ἄφθονος, σφριγῶν, τεθαλυῖά τ’ ὀπώρη Ὀδ. Λ. 191· τεθαλυῖά τ’ ἀλωή, ἐπὶ ἀμπελῶνος, Ζ. 293· οὕτω, καρπὸν τρὶς ἔτεος θάλλοντα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 171· ὡσαύτως μετὰ συστοίχου αἰτ., οὐ δένδρε’ ἔθαλλεν χῶρος, ὁ τόπος δὲν ἔτρεφε δένδρα, Πίνδ. Ο. 3. 10, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 78· ἐν φύλλοισι θαλλούσης βίον ξανθῆς ἐλαίας (ἴσον ἀντὶ βίον Δινδ.), Αἰσχύλ. Πέρσ. 616· - πρβλ. θαλέθω. β) ἐπὶ ἄλλων φυσικῶν ἀντικειμένων, τεθαλυῖά τ’ ἐέρση, ἄφθονος δρόσος, Ὀδ. Ν. 245· ἐπὶ παχέος ζῴου, ῥάχιν τεθαλυῖαν ἀλοιφῇ, ἀφθόνως παχεῖαν, Ἰλ. Ι. 208, πρβλ. Ὀδ. Ν. 410· εἰλαπίνῃ τεθαλυίῃ, εἰς πλούσιον συμπόσιον, Λ. 414. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀκμάζω, θ. χρόα Ἀρχίλ. 91· ἀκμάζω, εὐτυχῶ, εἰρήνη τεθαλυῖα Ἡσ. Θ. 902· θάλλοισα εὐδαιμονία, ἀρετά. Πίνδ. Π. 7. 21., Ι. 5 (4), 21· πατρὸς θάλλοντος Σοφ. Ἀντ. 703, πρβλ. Φ. 420, κτλ.· ζῶ καὶ θ.. ζῶ καὶ εὐδαιμνῶ, ὁ αὐτ. Τρ. 235, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 203Ε· θάλλει καὶ εὐδαιμονεῖ ὁ αὐτ. Νόμ. 945D· - μετὰ δοτ. τρόπου. θάλλουσιν δ’ ἀγαθοῖσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 234· ἀγλαΐῃ ὁ αὐτ. Ἀσπ. Ἡρ. 276· τοῖσι (ἐνν. ἀνδράσι) τέθηλε πόλις ὁ αὐτ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 225· θ. ἀρεταῖς Πίνδ. Ο. 9. 26· εὐγενεῖ τέκνων σπορᾷ Σοφ. Ἀντ. 1164· παρρησίᾳ Εὐρ. Ἱππ. 422· θ. ἐπὶ γυμνάδος ἔργοις Συλλ. Ἐπιγρ. 2240. 3) ἐπὶ νόσου καὶ τῶν τοιούτων, ἐπὶ κακῆς σημασίας, εἶμαι ἀκμαῖος, ὀξύς, νόσος ἀεὶ τέθηλε Σοφ. Φ. 259· πήματα... ἀεὶ θάλλοντα ὁ αὐτ. Ἠλ. 260· ἔρις θάλλει Εὐρ. Φοιν. 813· πρβλ. ἀνθέω.

English (Autenrieth)

perf. part. τεθηλώς, τεθαλυῖα, plup. τεθήλει: swell, teem, bloom; σταφυλῇσιν, Od. 5.69; φύλλοισι, Od. 12.103; ἀλοιφῇ, Il. 9.208; freq. the part. as adj. w. ἀλωή, ὀπώρη, ἐέρση, etc. Cf. θαλερός.

English (Slater)

θάλλω (θάλλει, -οντι; -ων, -οντος, -οντες, -οντας; -οισα, -οισαν: impf. ἔθαλλεν: aor. θλησε(ν); pf. τέθᾶλεν, τεθᾶλότα.)
   a flourish, blossom ἔντιλτ;δὲ καὶγτ; θάλλοντος ἐκ κισσοῦ στεφάνων Διο[νύσου] Θρ. 3. 3.
   b causal, make to produce οὐ καλὰ δένδρἐ ἔθαλλεν χῶρος (O. 3.23)
   c met., flourish, prosper ὄγδοον θάλλει μέρος Ἀρκεσίλας (P. 4.65) παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν (P. 7.21) νιν θῆκε δέσποιναν χθονὸς ῥίζαν ἀπείρου τρίταν εὐήρατον θάλλοισαν οἰκεῖν (θάλλοισαν with δέσποιναν, Σ; with ῥίζαν edd.) (P. 9.8) οὐχ ὁμῶς πάντα χρόνον θάλλων ὁμιλεῖ (sc. ὄλβος) (I. 3.6) τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά (I. 5.17) θάλλοντος ἀνδρῶν ὡς ὅτε συμποσίου δεύτερον κρατῆρα Μοισαίων μελέων κίρναμεν (I. 6.1) παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς πᾶς τέθαλεν ὄλβος Θρ. 7. 7. c. dat., θάλλει δ' ἀρεταῖσιν (sc.Ὀποῦς) (O. 9.16) εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα (P. 11.53) Ὀρσοτριαίνα ἵν' ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου θάλησε Κορινθίοις σελίνοις (sc. Καλλικλέης) (N. 4.88) νικαφορίαις γὰρ ὅσαις ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν Κορίνθου τ' ἐν μυχοῖς (N. 10.42) (ἀρετὰς) αἷσι Κλεωνυμίδαι θάλλοντες αἰεὶ σὺν θεῷ θνατὸν διέρχονται βιότου τέλος (I. 4.4) ἄμμι δ, ὦ χρυσέᾳ κόμᾳ θάλλων, πόρε, Λοξία with luxuriant golden hair (I. 7.49) τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον αἰεὶ θάλλει μαλακαῖς εὐδίαις (Pae. 2.52) Αἰολάδα σταθμὸν ὑμνήσω στεφάνοισι θάλλοισα παρθένιον κάρα a chorus of girls sings Παρθ. 2. 11. κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν θάλλοντας ἥβᾳ (Boeckh: θάλλοντα codd.) fr. 171.
   d frag. ]θαλλο[ν]τι[ Πα. 13. a. 10.

Greek Monolingual

(AM θάλλω)
1. βλαστάνω, ανθώ, ευδοκιμώ (α. «σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που θάλλει», Βιζυην.
β. «οὐ δένδρε' ἔθαλλεν χῶρος» — στον τόπο δεν ευδοκιμούν τα δένδρα)
2. (για πρόσ. και αφηρ. έννοιες) ακμάζω, ευτυχώ, βρίσκομαι σε καλή κατάσταση (α. «θάλλουσα νεότητα» β. «θάλλων εύγενεῖ τέκνων σπορά», Σοφ.)
αρχ.
1. είμαι σε ένταση, σε οξύτητα («ὅ τε σπλὴν θάλλει καὶ τὸ σῶμα φθίνει» — η σπλήνα διογκώνεται και το σώμα εξασθενεί, Ιπποκρ.)
2. υπάρχω σε αφθονία («εἰλαπίνῃ τεθαλυίῃ» — σε πλούσιο συμπόσιο, Ομ. Οδ.)
3. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) τεθηλώς, -υῖα, -ός
θαλερός, άφθονοςτεθαλυῖα τ' ἀλωή», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα dhal- «ανθώ, θάλλω» και συνδέεται με τον ενεστ. του αλβαν. τ. dal «προβάλλω, βλαστάνω». Τα δύο -λ- του βάλλω ερμηνεύονται είτε από επίθημα -nō (θαλ-νω) είτε από επίθημα -jō (θαλ-). Ο παρακμ. τέθηλα συνδέεται με τον αόρ. dol(l)a του αλβαν. τ. dal, ενώ το επίθ. θαλερός αντιστοιχεί στο αρμεν. επίθ. dalar «πράσινος, χλωρός», με ανερμήνευτο το -ε- στη θέση του -α-. Η αρχική σημασία του θάλλω είναι «βλαστάνω, ανθώ», αναφέρεται δε στα φυτά και, αργότερα, κατ' επέκταση, σε πρόσωπα και πόλεις. Χρησιμοποιούνταν κατ' εξοχήν στην ποίηση και σπάνια στον αττικό πεζό λόγο.
ΠΑΡ. θαλλός
αρχ.
θάλεα, θαλέθω, θάλος, θηλέω, τηλεθώ.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αναθάλλω
αρχ.
αμφιθάλλω, εκθάλλω, ενθάλλω, επιθάλω, παραθάλλω].

Greek Monotonic

θάλλω: μέλ. θαλλήσω, αόρ. αʹ ἔθηλα· αόρ. βʹ ἔθᾰλον, παρακ. τέθηλα, γʹ ενικ. υπερσυντ. τεθήλει·
1. ανθίζω, μπουμπουκιάζω, ακμάζω, φυλλοφορώ-καρποφορώ, α) λέγεται για τα οπωροφόρα δέντρα, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ., κ.λπ.· συχνά σε μτχ. παρακ. τεθηλώς· Επικ. θηλ. τεθᾰλυῖα, ως επίθ., άφθονη, ανθηρή, σφριγηλή, σε Ομήρ. Οδ.· με συστ. αντικ., οὐ δένδρε' ἔθαλλεν χῶρος, τόπος χωρίς κανένα δέντρο· θαλλούσης βίον ἐλαίας, σε Αισχύλ.· β) λέγεται για άλλα φυσικά αντικείμενα, τεθαλυῖα ἐέρση, φρέσκια ή άφθονη δροσιά, σε Ομήρ. Οδ.· τεθαλυῖα ἀλοιφῇ, πλούσια, άφθονη σε λίπος, σε Ομήρ. Ιλ.· εἰλαπίνῃ τεθαλυίῃ, σε πλούσιο συμπόσιο, στο ίδ.
2. λέγεται για ανθρώπους, ακμάζω, ευδοκιμώ, ευτυχώ, σε Ησίοδ., Σοφ., κ.λπ.
3. με αρνητική σημασία, είμαι ενεργός, νόσοςἀεὶ τέθηλε, σε Σοφ.· πήματα ἀεὶ θάλλοντα, στον ίδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: flourish, grow (Hes., h. Cer. 402),
Other forms: aor. 2 ἔθαλον (h. Hom. 19, 33, hell.), perf. with pres. meaning τέθηλα, Aeol. Dor. τέθαλα (Il.); later forms aor. 1 ἀν-έθηλα (Ael.), fut. ἀνα-θαλήσομαι (AP),
Compounds: also with prefix (ἀνα- a. o.)
Derivatives: 1. From the root aorist: θάλος n. sprout, only metaph. (Il.) with ἀμφι-θαλής surrounded by θάλος (θάλεα), rich (Χ 496; also to θαλεῖν); adj. f. θάλεια flowering, rich (Il.; on the accent cf. ἐλάχεια, s. ἐλαχύς), m. n. *θαλύς, only in gen. pl. θαλέων (Χ 504); for it (Il.) θαλερός (as γλυκερός to γλυκύς). θαλία, -ίη flower, abundance, pl. feast (Il., Hdt.; cf. Scheller Oxytonierung 39 w. diff. analysis) with θαλιάζω amuse oneself (Plu.). PN Θάλης (-ῆς), gen. Θάλεω, Θάλητος etc.. (Schwyzer 461f.). On θαλύσια s. v. 2. From the present: θαλλός m. green twig, especially of the olive, sprout, also (festive) gift (ρ 224) with θαλλία f. sg. foliage (Thphr.), θαλλία n. pl. gifts (pap.), θάλλινος consisting of θαλλοι (Rhodes). Θαλλώ f. goddess of Growth (Iusi. ap. Lykurg. 77, Paus. 9, 35, 2). - Sec. presents. 1. to the root aorist: θαλ-έθω (Il.; s. Chantraine Gramm. hom. 1, 327, Shipp Studies 39). 2. to the perfect: θηλέω, θαλέω, aor. θηλῆσαι, θαλ- (Il.) with ἐρι-θηλής richly growing (Il., Hes.) etc. (but ἐριθαλίς εἶδος δένδρου H., erithales n. Plin. to θάλος). From θηλέω lengthened: τηλεθάω, old only Ptc. τηλεθάων (Il.; Chantraine Gramm. hom. 1, 359).
Origin: IE [Indo-European] [234] *dʰ(e)h₂-l-. dʰh₂l- flourish. green
Etymology: A certain agreement to this richly developped family only in Albanian and Armenian with the present Alb. dal sprout < IE *dhal-nō, which can even be identical with θάλλω (*θαλ-ι̯ω is also possible; cf. on βάλλω), the aor. dol(l)a (IE *dhāl- as τέ-θαλ-α) and Arm. adj. dalar green, fresh, which one compares with θαλερός. Celtic and - even more - Germanic material can better remain apart; s. Pok. 234; also Mann Lang. 26, 380; 28, 36.

Middle Liddell


1. to bloom, abound, to be luxuriant, of fruit-trees, Od., Soph., etc.; often in part. perf. τεθηλώς, epic fem. τεθαλυῖα, as adj., luxuriant, exuberant, Od.; c. acc. cogn., οὐ δένδρε' ἔθαλλεν χῶρος the place grew no trees, θαλλούσης βίον ἐλαίας Aesch.
b. of other natural objects, τεθαλυῖα ἐέρση the fresh or copious dew, Od.; τεθαλυῖα ἀλοιφῆι rich with fat, Il.; εἰλαπίνηι τεθαλυίηι at a sumptuous feast, Il.
2. of men, to bloom, flourish, Hes., Soph., etc.
3. in bad sense, to be active, νόσος ἀεὶ τέθηλε Soph.; πήματα ἀεὶ θάλλοντα Soph.

Frisk Etymology German

θάλλω: (seit Hes., h. Cer. 402),
{thállō}
Forms: Aor. 2 ἔθᾰλον (h. Hom. 19, 33, hell.), Perf. mit Präs. bedeutung τέθηλα, äol. dor. τέθαλα (seit Il.); spätere Formen Aor. 1 ἀνέθηλα (Ael.), Fut. ἀναθαλήσομαι (AP),
Grammar: v.
Meaning: blühen, gedeihen (vorw. poet.).
Composita: auch mit Präfix (ἀνα- u. a.)
Derivative: Mehrere Ableitungen. 1. Vom Wurzelaorist: θάλος n. Sprößling, nur übertr. (ep. poet. seit Il.) mit ἀμφιθαλής ‘von θάλος (θάλεα) umgeben, umblüht, reich’ (seit Χ 496; auch auf θαλεῖν beziehbar) u. a.; Adj. f. θάλεια blühend, üppig (ep. poet. seit Il.; zum Akzent vgl. ἐλάχεια, s. ἐλαχύς), m. n. *θαλύς, -ύ nur im Gen. pl. θαλέων (Χ 504); dafür (seit Il.) θαλερός (wie γλυκερός zu γλυκύς u. a.). θαλία, -ίη Blüte, Überfluß, pl. Festgelage (ep. poet. seit Il., Hdt.; vgl. Scheller Oxytonierung 39 mit abweichender Analyse) mit θαλιάζω sich ergötzen (Plu. u. a.). EN Θάλης (-ῆς), Gen. Θάλεω, Θάλητος usw. (Schwyzer 461f.). Zu θαλύσια s. bes. 2. Vom Präsens: θαλλός m. ‘grüner Zweig, bes. Ölzweig, Sprößling’, auch ‘(Fest)gabe’ (seit ρ 224) mit θαλλία f. sg. Laubwerk (Thphr. u. a.), θαλλία n. pl. Gaben (Pap.), θάλλινος aus θαλλοί bestehend (Rhodos). Θαλλώ f. Göttin des Wachstums (Iusi. ap. Lykurg. 77, Paus. 9, 35, 2). — Sekundäre Präsentia. 1. Zum Wurzelaorist: θαλέθω (ep. poet. seit Il.; vgl. Chantraine Gramm. hom. 1, 327, Shipp Studies 39). 2. Zum Perfekt: θηλέω, θαλέω, Aor. θηλῆσαι, θαλ- (ep. poet. seit Il.) mit ἐριθηλής üppig wachsend (Il., Hes. u. a.) usw. (dagegen ἐριθαλίς· εἶδος δένδρου H., erithales n. Plin. zu θάλος). Aus θηλέω erweitert: τηλεθάω, in alter Zeit nur Ptz. τηλεθάων (ep. seit Il.; Chantraine Gramm. hom. 1, 359).
Etymology: Eine sichere Entsprechung zu dieser im Griechischen, insbes. in der dichterischen Sprache, reich entwickelten Wortfamilie bieten nur das Albanesische und das Armenische mit dem Präsens alb. dal ‘hervorgehen, -sprießen’ aus idg. *dhal-, das mit θάλλω sogar identisch sein kann (auch *θαλι̯ω möglich; vgl. zu βάλλω), dem Aor. dol(l)a (idg. *dhāl- wie τέθαλα) und dem arm. Adj. dalar grün, frisch, das bis auf den Zwischenvokal zu θαλερός genau stimmt. Was aus dem Keltischen und — noch mehr — aus dem Germanischen herangezogen worden ist, bleibt besser beiseite; s. WP. 1, 825f. m. Lit., Pok. 234; außerdem Mann Lang. 26, 380; 28, 36.
Page 1,649-650

Mantoulidis Etymological

(=ἀκμάζω). Ἀπό ρίζα θα- θαλ-. Με θέμα θαλ + πρόσφυμα j → θάλ-j-ω → μέ ἀφομοίωση τοῦ j σέ λ→ θάλλω.
Παράγωγα: θαλλός (=βλαστάρι), θαλλίον (ὑποκορ.), θαλερός, θαλερότης, θάλεια (=ὡραία), Θάλεια (=μία ἀπό τίς Μοῦσες), ἡ θαλία (=εὐτυχία), τό θάλος (=παιδί, βλαστάρι), ἀειθαλής, εὐθαλής, Θαλύσια, τά (=οἱ ἀπαρχές τοῦ θερισμοῦ), θαλέθω (=ἀκμάζω), θηλή, θῆλυς, νεηθαλής.