σκεῦος
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
εος, τό,
A vessel or implement of any kind, in sg., Ar.Th.402, Th.4.128; in dual, σκεύη δύο χρησίμω Ar.Eq.983, cf. Pl.R.596b; and in plural, κλῖναι καὶ . . τἆλλα σκεύη ib.373a, al.:—but the pl. is freq. used in a collective sense, σκεύη = all that belongs to a complete outfit, house gear, utensils, chattels, opp. live-stock and fixtures, Ar.Pax 1318, Lys.19.31, etc.; σκεύη γεωργικά = farming implements, Ar.Pax552; ἱερὰ σκεύη = sacred vessels and implements, Th.2.13, cf. IG12.313.20; a druggist's stores, Thphr.HP9.17.3; σκεύη τὰ ἐπιτράπεζα = table furniture, Id.Lap.42; military accoutrements, equipment, τὰ περὶ τὸ σῶμα σκεύη = personal accoutrements Th.6.31; τὰ τῶν ἵππων σκεύη = the trappings of the horses X.Cyr.4.5.55; baggage of an army, and, generally, baggage, luggage, Ar.Ra.12, 15, X.Mem.3.13.6; ὄνοι αὐτοῖς σκεύεσι = packs and all, Id.HG5.4.17; tackle, gear of ships, naval stores, etc., IG12.74.14, 22.1611.10, Pl.Criti.117d, La.183e, X.Oec.8.11, Arist. Ath.46.1; σκεύη τριηρικά D.47.19; τὰ σκέα (σκεύη) τοῦ πλοίου PSI4.437.2 (iii B.C.) (so, collectively, in sg., Act.Ap.27.17): various kinds of σκεύη catalogued by Pollux (10).
2 inanimate object, thing, opp. ζῷον, σῶμα, Pl.R.601d, Grg.506d; opp. ὄργανον, Democr. 159; Protagoras gave the name of σκεύη to neut. nouns, ἄρρενα καὶ θήλεα καὶ σκεύη Arist.Rh.1407b8; ὑπηρετικὸν σκεῦος a subordinate person, a mere tool or chattel, Plb.13.5.7; σκεῦος ἀγχίνουν καὶ πολυχρόνιον Id.15.25.1: in NT, in good sense, σκεῦος ἐκλογῆς a chosen instrument, of Paul, Act.Ap.9.15.
II τὸ σκεῦος = the body, as the vessel of the soul, a metaph. clearly expressed in 2 Ep.Cor.4.7, ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν = we have this treasure in clay jars, cf. 1 Ep.Thess.4.4, 1 Ep.Pet. 3.7.
III = αἰδοῖον (penis), APl.4.243 (Antist.), Ael.NA17.11.
IV sarcophagus, Jahresh.26 Beibl.13 (Ephesus, ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 894] τό, Gerät jeder Art (vgl. Poll. 10, 1 ff.), als Hausgeräth, Rüstung, Waffen, Kleidung; οἰνηρά, Eur. Ion 1179; τί δῆτ' ἔδει με ταῦτα τὰ σκεύη φέρειν, Ar. Ran. 12, vgl. 15; Eccl. 728; ἱερὰ σκεύη, Thuc. 2, 13; von einem Topfe, Plat. Hipp. mai. 288 e; τὸ περὶ τὸ ξυνθετὸν καὶ πλαστόν, ὃ δὴ σκεῦος ὠνομάκαμεν, Soph. 219 a; κλῖναί τε καὶ τράπεζαι καὶ τἄλλα σκεύη, Rep. II, 373 a; ξύλινα, Theaet. 146 e; ἔμπυρα καὶ ἄπυρα, Legg. III, 679 a; τῆς νεώς, Lach. 183 e; σκευῶν ὅσα τριήρεσι προσήκει, Alles, was zur Ausrüstung der Trieren gehört, Critia. 117 d; vgl. Xen. Oec. 8, 12; τριηραρχικά, Dem. 47, 19; Pol. 22, 26, 13; ἐσθὴς καὶ σκεύη, Xen. An. 7, 4, 18; öfter vom Troß, Gepäck, Cyr. 5, 3, 40; ἀκόλουθος φέρων τὰ στρώματα καὶ τἄλλα σκεύη, Mem. 3, 13, 6; auch Instrument, z. B. des Flötenbläsers, Mem. 1, 7, 2; γεωργικά, Dem. 30, 28; τὰ σκεύη ἀπέδοσθε, alle Sachen verkaufen in der Auction, Lys. 19, 31. – Auch der Leib, als Werkzeug der Seele, heißt σκεῦος, vgl. Plat. Soph. 219 u. N.T.; auch das Zeugungsglied, παιδοποιὸν σκεῦος, Ael. H. A. 17, 11. – Im verächtlichen Sinne, ein Diener, Helfershelfer, der sich von einem Andern als Werkzeug brauchen läßt, ὑπηρετικόν, Pol. 13, 5, 7. 15, 25. – Protagoras nannte die nomina neutra σκεύη, die sonst τὰ μεταξὺ ὀνόματα heißen, Arist. rhet. 3, 8 Soph. elench. 14, weil die Namen der Werkzeuge meist Neutra auf -ον sind.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
tout objet d'équipement (meuble, outil, instrument, arme, agrès, harnais, etc.) ; d'ord. au plur. τὰ σκεύη, particul., en parl. d'une armée l'équipement des hommes ou des chevaux, les bagages en gén. ; t. de droit tout objet mobilier;
fig. toute personne ou toute chose inerte, particul. :
1 homme qui est l'instrument ou le complaisant d'un autre;
2 p. anal. nom neutre;
3 c. αἰδοῖον.
Étymologie: R. Σκυ, couvrir, envelopper, contenir ; cf. σκῦτος, κύτος, lat. scutum, cutis, obscurus.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκεῦος -εος, contr. -ους, τό gerei stuk vaatwerk, beker:; κἂν ἐκβάλῃ σκεῦός τι en als ze een beker weggooit Aristoph. Th. 402; alg. plur. huisraad, meubilair; Lys. 19.31; christ. overdr. lichaam als vat van de ziel. NT 2 Cor. 4.7. werktuig:. γεωργικὰ σκεύη landbouwwerktuigen Aristoph. Pax 552. milit. uitrusting:; τὰ περὶ τὸ σῶμα σκεύη persoonlijke uitrusting Thuc. 6.31.3; tuig:. τὰ τῶν ἵππων σκεύη het tuig van de paarden Xen. Cyr. 4.5.55; τὰ... σκεύη τῶν νεῶν de tuigage van de schepen Thuc. 8.43.1. bagage:. πολλοὺς ὄνους κατεκρήμισεν αὐτοῖς σκεύασι vele ezels deed hij met bagage en al van de rotsen storten Xen. Hell. 5.4.17. voorwerp, ding; Plat. Resp. 601d; gramm.. τὰ γένη... ἄρρενα καὶ θήλεα καὶ σκεύη het mannelijk, vrouwelijk en onzijdig geslacht Aristot. Rh. 1407b8.
Russian (Dvoretsky)
σκεῦος: εος τό (преимущ. pl.)
1 предмет обстановки, утварь (τράπεζαι καὶ ἄλλα σκεύη Plat.): σκεύη ἱερά Thuc. священная утварь;
2 орудие, принадлежность (σκεύη γεωργικά Arph.);
3 снасть (парус и т. п.) (χαλᾶν τὸ σ. NT); pl. снаряжение, снасти (σκεύη τριηρικά Dem.);
4 одежда, платье: ὅπλα καὶ τὰ περὶ τὸ σῶμα σκεύη Thuc. вооружение и обмундирование;
5 сбруя (τὰ τῶν ἵππων σκεύη Xen.);
6 пожитки, личные вещи, багаж (τὰ σκεύη φέρειν Arph.);
7 неодушевленный предмет, вещь (σ. καὶ ζῷον Plat.);
8 грам. слово среднего рода: ἄρρενα καὶ θήλεα καὶ σκεύη Arst. слова мужского, женского и среднего рода;
9 сосуд (σ. ὄξους μεστόν NT);
10 вместилище души, т. е. тело (τὸ ἑαυτοῦ σ. κτᾶσθαι ἐν ἁγιασμῷ NT);
11 предмет (воздействия) (σκεύη ὀργῆς и ἐλέους NT).
Spanish
English (Strong)
(of uncertain affinity; a vessel, implement, equipment or apparatus (literally or figuratively [[[specially]], a wife as contributing to the usefulness of the husband): goods, sail, stuff, vessel.
English (Thayer)
σκεύους, τό (probably from the root, sku, 'to cover'; cf. Latin scutum, cutis, obscurus; Curtius, § 113; Vanicek, p. 1115), from (Aristophanes), Thucydides down; the Sept. for כְּלִי;
1. a vessel: τά Σκευᾶ τῆς λειτουργίας, to be used in performing religious rites, σκεῦος εἰς τιμήν, unto honor, i. e. for honorable use, καθαρῶν ἔργων δοῦλα σκεύη, εἰς ἀτιμίαν, unto dishonor, i. e. for a low use (as, a urinal), σκεύη ὀργῆς, into which wrath is emptied, i. e. men appointed by God unto woe, hence, the addition κατηρτισμένα εἰς ἀπώλειαν, σκεύη ἐλέους, fitted to receive mercy — explained by the words ἅ προητοίμασεν εἰς δόξαν, τό σκεῦος is used of a woman, as the vessel of her husband, κτάομαι; (others take it here (as in σκεῦος ἀσθενεστερον, in order to commend to husbands the obligations of kindness toward their wives (for the weaker the vessels, the greater must be the care lest they be broken), ὀστράκινα σκεύη is applied to human bodies, as frail, an implement; plural household utensils, mestic gear: R. V. has goods); as the plural often in Greek writings denotes the tackle and armament of vessels (Xenophon, oec. 8,12; Plato, Critias, p. 117d.; Lach., p. 183e.; Polyb 22,26, 13), so the singular τό σκεῦος seems to be used specifically and collectively of the sails and ropes (R. V. gear) in σκεῦος ἐκλογῆς (genitive of quality), a chosen instrument (or (so A. V.) 'vessel'), σκεῦος ὑπηρετικον, Polybius 13,5, 7; 15,25, 1.
Greek Monolingual
-ους, το / σκεῦος -εος, ΝΜΑ, και μτγν. τ. πληθ. σκέα και σκεῦα Α
κάθε κινητό κατασκεύασμα, όπως λ.χ. αγγείο, δοχείο, εργαλείο, έπιπλο, που είναι χρήσιμο για τις ανάγκες του ανθρώπου (α. «τοὺς έκλεψαν όλα τα χρυσά σκεύη» β. «κἂν ἐκβάλῃ σκεῦός τι κατὰ τὴν οἰκίαν πλανωμένη», Αριστοφ.)
2. φρ. α) «επιτραπέζια σκεύη» — όλα τα απαραίτητα για την παράθεση γεύματος σκεύη
β) «ιερά σκεύη»
εκκλ. τα καθιερωμένα από τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους ειδικά αντικείμενα για την τέλεση τών μυστηρίων και ιδιαίτερα της Θείας Λειτουργίας, όπως είναι λ.χ. το ποτήριο, ο δίσκος, το αρτοφόριο, ο αστερίσκος, η λαβίδα, η λόγχη, το ζέον
γ) «σκεύος εκλογής»
μτφ. ο απόστολος Παύλος, τον οποίο ο Ιησούς επέλεξε για τη διάδοση της πίστης
νεοελλ.
φρ. α) «μαγειρικά σκεύη» — οτιδήποτε χρησιμεύει στη μαγειρική, όπως είναι λ.χ. οι χύτρες, τα πιάτα, τα κουταλομαχαιροπίρουνα
β) «σκεύος ηδονής» — η γυναίκα όταν αντιμετωπίζεται αποκλειστικά ως μέσο που προσφέρει σεξουαλική ηδονή στους άνδρες
αρχ.
1. κάθε άψυχο αντικείμενο, σε αντιδιαστολή με το ζώο ή το σώμα
2. το σώμα, επειδή περιέχει την ψυχή
3. το αιδοίο
4. η σαρκοφάγος
5. ο εξαρτισμός, η αρματωσιά του πλοίου («σκεύη τριηρικά» — η εξαρτία τριήρους, Δημοσθ.)
6. (κυρίως στον πληθ. με περιληπτική σημ.) τὰ σκεύη
α) η οικοσκευή σε αντιδιαστολή προς τα ζώα και την ακίνητη περιουσία («καὶ τὰ σκεύη πάλιν εἰς τὸν ἀγρὸν νυνὶ χρὴ πάντα κομίζειν», Αριστοφ.)
β) τα απαραίτητα είδη ενός φαρμακείου
γ) τα απαραίτητα στρατιωτικά είδη και αντικείμενα («τὰ περὶ τὸ σῶμα σκεύη», Θουκ.)
δ) (γενικά) οι αποσκευές και ειδικότερα οι στρατιωτικές αποσκευές (α. «τί δῆτ' ἐδει με ταῦτα τὰ σκεύη φέρειν», Αριστοφ.
β. «ὄνοι αὐτοῖς σκεύεσι» — όνοι μαζί με τα φορτία τους, Ξεν.)
ε) (κατά τον Πρωταγ.) τα ουδέτερα ονόματα, επειδή οι ονομασίες τών οργάνων είναι γένους ουδετέρου («ἄρρενα καὶ θήλεα καὶ σκεύη», Αριστοτ.)
6. φρ. α) «γεωργικά σκεύη» — τα γεωργικά εργαλεία
β) «σκεῦος ὑπηρετικόν» — άτομο που χρησιμεύει ως απλό εργαλείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος του καθημερινού λεξιλογίου άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με λιθουαν. šau-ju «πυροβολώ, χτυπώ, σπρώχνω», αρχ. άνω γερμ. sciozan «πυροβολώ», όπως και η αναγωγή στην ΙΕ ρίζα (s)keu- «ετοιμάζω, εκτελώ», παραμένουν ανεπιβεβαίωτες].
Greek Monotonic
σκεῦος: -εος, τό,·
1. δοχείο, αγγείο, εργαλείο ή σύνεργο οποιουδήποτε είδους, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· πληθ. με περιληπτική σημασία, επίπλωση, νοικοκυριό, οικιακά σκεύη, κινητή περιουσία, σε Αριστοφ.· ιδίως λέγεται για στρατιωτικά εφόδια, εξοπλισμός, στρατιωτική αποσκευή, σε Θουκ., Ξεν.· αποσκευές, εφόδια, Λατ. impedimenta, σε Αριστοφ., Ξεν.· αρματωσιά ή εφόδια πλοίων, σε Ξεν., Κ.Δ.
2. άψυχο αντικείμενο, πράγμα, σε Πλάτ.
3. μεταφ., τὸ σκεῦος, το σώμα ως σκεύος, που περιέχει την ψυχή, σε Καινή Διαθήκη· σκεῦος ἐκλογῆς, το επιλεγμένο όργανο, λέγεται για τον Απόστολο Παύλο που επιλέχθηκε να κηρύξει το Θείο Λόγο, στο ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
σκεῦος: -εος, τό, (ἴδε ἐν τέλ.), ἀγγεῖον ἢ ἐργαλεῖον οἱονδήποτε, ἐν τῷ ἑνικ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 402, Θουκ. 4. 128· ἐν τῷ δυϊκ., σκεύη δύο χρησίμω Ἀριστοφ. Ἱππ. 983, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 595B· καὶ ἐν πληθ. κλῖναι καὶ τἆλλα σκεύη αὐτόθι 573Α, κ. ἀλλ.· - ἀλλ’ ὁ πληθ. πολλάκις κεῖται περιληπτικῶς, = πᾶν ὅ τι ἀνήκει εἰς ὅλον τι πλῆρες, ἔπιπλα οἴκου, σκεύη μαγειρικά, κττ., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ κτήνη καὶ τὴν ἀκίνητον περιουσίαν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1318, Λυσίας 154. 35, Πλάτ., κλπ.· σκ. γεωργικά, τὰ γεωργικὰ σκεύη ἢ ἐργαλεῖα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 552· σκ. ἱερά, σκεύη καὶ ἐργαλεῖα ἱερά, Θουκ. 2. 13· - ἰδίως ἐπὶ στρατιωτικῶν σκευῶν, καὶ τὰ περὶ τὸ σῶμα σκεύη ὁ αὐτ. 6. 31· τὰ τῶν ἵππων σκ. Ξεν. Κύρ. 4. 5, 55· οὕτω καὶ αἱ ἀποσκευαὶ στρατεύματος, καὶ καθόλου ἀποσκευαί, Λατιν. impendimenta, Ἀριστοφ. Βάτρ. 12, 15, Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 6· ὄνοι αὐτοῖς σκεύεσι, ὁμοῦ μὲ τὰ φορτία των, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 4,17. - τὰ τοῦ πλοίου ἀναγκαῖα, Πλάτ. Κριτί. 117D, Λάχ. 183Ε, Ξεν. Οἰκ. 8, 11· σκ. τριηρικὰ Δημ. 1145, 2· (οὕτω περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 17)· - πάντα τὰ εἴδη τῶν σκευῶν γράφονται ἐν τῷ καταλόγῳ ὑπὸ τοῦ Πολυδεύκους (Ι΄). 2) ἄψυχον ἀντικείμενον, πρᾶγμα, ἀντίθετον τῷ ζῷον, σῶμα, Πλάτ. Πολ. 601D, Γοργ. 506D· - ὁ Πρωταγόρας ἐκάλει σκεύη πάντα τὰ οὐδέτερα οὐσιαστικά, ἄρρενα καὶ θήλεα καὶ σκεύη Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 5· τὰ ἄλλως καλούμενα: τὰ μεταξὺ ὀνόματα, ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. Ἐλέγχ. 14, 4· - οὕτω, σκεῦος ὑπηρετικόν, πρόσωπον ὑπάλληλον ἢ δευτερεῦον, χρησιμεῦον ὡς ἁπλοῦν ὄργανον, Πολύβ. 13. 5, 7· - ἐν τῇ Καινῇ Διαθ. ἐπὶ καλῆς σημασίας, σκ. ἐκλογῆς, ἐκλεκτὸν ὄργανον εἰς τὴν χεῖρα τοῦ Θεοῦ, ἐπὶ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 15. II. τὸ σκεῦος, τὸ σῶμα ὡς τὸ περιέχον τὴν ψυχήν· ἡ δὲ μεταφορὰ αὕτη σαφῶς ἐκφέρεται ἐν τῇ πρὸς Κορινθ. Β΄ Ἐπιστ. δ΄, 7, ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, πρβλ. Α΄ πρ. Θεσσ. δ΄, 4, Α΄ Πέτρ. γ΄, 7· - οὕτω τὸ σῶμα καλεῖται: τὸ τῆς ψυχῆς ἀγγεῖον παρὰ Φίλωνι 1. 223, 467· vas animi παρὰ Κικ. Tusc. 1. 22, πρβλ. Λουκρήτ. 6. 17. III. =αἰδοῖον, Αἰλ. π. Ζ. 17. 11, Ἀνθ. Πλαν. 243· οὕτω vas παρὰ τῷ Πλαύτῳ. (Ἐκ τῆς √ΣΚΥ παράγονται ὡσαύτως τὰ σκευή, σκευάζω· πιθαν. ὡσαύτως σκῦτος, κύτος (cutis)· - πρβλ. Σανσκρ. sku, sku-nômi (tego), Λατιν. ob-scurus, scū-tum, cŭ-tis· Ἀγγλο-Σαξον scu-a (umbra), húd (hide)· Σλαυ. sti-tu (ἀσπίς)· Λιθ. sku-ra (δέρμα)· - πρβλ. ὡσαύτως σκῦλον, σκύλος). Καθ’ Ἡσύχ.: «ἀγγεῖον ἅπαν».
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: vessel, device, mostly pl. house-, ship-equipment, weapon, armour, luggage (IA.).
Compounds: Often as 1. member, e.g. σκευο-φόρος carrying luggage, luggage-carrier (IA.), σκευ-ωρός luggage-watcher (Cratin.) with -ωρέομαι, -ωρέω, -ωρία, -ώρημα to look after, through the luggage, to instigate (slyly) (D., Arist. etc.), later also σκαιωρέομαι etc. (after σκαιός); as 2. member in ἀ-σκευής without equipment (Hdt.).
Derivatives: σκευή f. armour, clothing, wear (IA.); as 2. member e.g. ὁμό-σκευος with equal armour (Th.); to this very often w. prefix: παρα-, κατα-, ἐπι-σκευή a.o. as backformations to παρα-σκευάζω etc. (cf. below). -- Diminut.: σκευ-άριον n. small device (Ar. a. o.), simple wear (Pl. Alc. 1, 113e), -ύφιον n. small device (Lyd.). -- Secondary formation: σκευ-άζω, -άζομαι, aor. σκευ-άσαι, -άσασθαι, very often w. prefix, παρα-, κατα-, ἐπι- etc. in diff. shades of meaning, to equip, to arm, to dress, to prepare etc. (IA. since h. Merc.); from there, mostly to the prefixcompp., σκεύ-ασις, -άσιμος, -ασία, -ασμα, -αστός, -αστής, -αστι-κός; also παρασκευ-ή etc. (s. above). Denominative ἐπι-, κατα-σκευ-όω (: ἐπι-, κατα-σκευή) = -ἀζω (Argos, Crete, Delphi a. o.), σκευοῦσθαι = ἑτοιμάζεσθαι H.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [950] *(s)keu- prepare(?)
Etymology: The nouns σκεῦος, -ή (for *σκεῦσος, -σά because of the retained ευ-diphthongs?; cf. Schwyzer 348 Zus. 4) look like primary formations and presuppose as such the former existence of a primary verb, approx. *σκεῦ[σ]-σαι, *σκεύ[σ]-ι̯ω, which must have been replaced by the second., denomin. or deverbat., σκευ-άζω. -- Expression of every-day language, prob. inherited, but without convincing etymology. Hypotheses by Prellwitz (to Lith. šáu-ju, -ti shut, scove, Russ. sovátь shove, sting, push, OHG sciozan shut a. o.; cf. Vasmer s. v.); by Zupitza Germ. Gutt. 122 (to OWNo. høyja, OE hēgan carry out, Slav., e.g. OCS prě-kutiti adorn; cf. Vasmer s. kutítь). WP. 2, 546, Pok. 950f. Older lit. in Curtius 169.
Middle Liddell
σκεῦος, ος, εος, τό,
1. a vessel or implement of any kind, Ar., Thuc., etc.:—pl. in collective sense, furniture, house-gear, utensils, chattels, Ar.:—esp. of military accoutrements, equipment, Thuc., Xen.: baggage, luggage, Lat. impedimenta, Ar., Xen.:— the tackling or gear of ships, Xen., NTest.
2. an inanimate object, a thing, Plat.
3. metaph., τὸ σκεῦος, the body, as the vessel of the soul, NTest.; σκεῦος ἐκλογῆς a chosen vessel, of St. Paul, NTest.
Frisk Etymology German
σκεῦος: {skeũos}
Grammar: n.
Meaning: Gefäß, Gerät, meist pl. ‘Haus-, Schiffsgerät, Waffen(rüstung), Gepäck’ (ion. att.);
Composita: oft als Vorderglied, z.B. σκευοφόρος gepäcktragend, Gepäckträger (ion. att.), σκευωρός Gepäckwächter (Kratin.) mit -ωρέομαι, -ωρέω, -ωρία, -ώρημα ‘nach dem Gepäck sehen, durchspähen, (listig) anzetteln’ (D., Arist. usw.), spät auch σκαιωρέομαι usw. (nach σκαιός); als Hinterglied in ἀσκευής ohne Gerät (Hdt.).
Derivative: σκευή f. Rüstung, Bekleidung, Tracht (ion. att.); als Hinterglied z.B. ὁμόσκευος mit gleicher Rüstung (Th.); dazu sehr oft m. Präfix: παρα-, κατα-, ἐπισκευή u.a. als Rückbildungen zu παρασκευάζω usw. (vgl. unten). — Deminutiva: σκευάριον n. kleines Gerät (Ar. u. a.), einfache Tracht (Pl. Alk. 1, 113e), -ύφιον n. kleines Gerät (Lyd.). —Sekundärbildung: σκευάζω, -άζομαι, Aor. σκευάσαι, -άσασθαι, sehr oft m. Präfix, παρα-, κατα-, ἐπι- usw. in verschiedenen Sinnfärbungen, ausrüsten, bewaffnen, bekleiden, zurichten (ion. att. seit h. Merc.); davon, meist zu den Präfixkompp., σκεύασις, -άσιμος, -ασία, -ασμα, -αστός, -αστής, -αστικός; auch παρασκευή usw. (s. oben). Denominativum ἐπι-, κατασκευόω (: ἐπι-, κατασκευή) = -ἀζω (Argos, Kreta, Delphi u. a.), σκευοῦσθαι = ἑτοιμάζεσθαι H.
Etymology: Die Nomina σκεῦος, -ή (für *σκεῦσος, -σά wegen Erhaltung des ευ- Diphthongs?; vgl. Schwyzer 348 Zus. 4) tragen das Gepräge primärer Bildungen und setzen als solche die einstige Existenz eines primären Verbs, etwa *σκεῦ[σ]-σαι, *σκεύ[σ]-ι̯ω voraus, das von dem sekundären, denominativen oder deverbativen, σκευάζω ersetzt worden sein muß. — Ausdruck der Alltagssprache, wahrscheinlich altererbt, aber ohne überzeugende Etymologie. Hypothesen von Prellwitz (zu lit. šáu-ju, -ti schießen, schieben, russ. sovátь schieben, stecken, stoßen, ahd. sciozan schießen u. a.; vgl. Vasmer s. v.); von Zupitza Germ. Gutt. 122 (zu awno. høyja, ags. hēgan ausführen, slav., z.B. aksl. prě-kutiti schmücken; vgl. Vasmer s. kutítь). WP. 2, 546, Pok. 950f. Ältere Lit. bei Curtius 169.
Page 2,727
Chinese
原文音譯:skeàoj 士求哦士
詞類次數:名詞(23)
原文字根:器具 相當於: (כְּלִי)
字義溯源:器具,容器*,物,家具,瓦器,器皿,器,篷,裝備,儀器,身體
同源字:1) (κατασκευάζω)預備好了 2) (σκευή)家具 3) (σκεῦος)器具
出現次數:總共(23);太(1);可(2);路(2);約(1);徒(5);羅(3);林後(1);帖前(1);提後(2);來(1);彼前(1);啓(3)
譯字彙編:
1) 器皿(9) 羅9:21; 羅9:22; 羅9:23; 提後2:20; 提後2:21; 來9:21; 彼前3:7; 啓18:12; 啓18:12;
2) 物(3) 徒10:11; 徒10:16; 徒11:5;
3) 器具(2) 可11:16; 路17:31;
4) 家具(2) 太12:29; 可3:27;
5) 一個器皿(2) 約19:29; 徒9:15;
6) 瓦器(1) 啓2:27;
7) 身體(1) 帖前4:4;
8) 篷(1) 徒27:17;
9) 用器皿(1) 路8:16;
10) 器(1) 林後4:7
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ἀγγεῖο, ἐργαλεῖο, πρᾶγμα). Ἀπό ρίζα σκυ. Πιθανόν συγγενικό μέ τά σκῦτος, κύτος (=δέρμα).
Παράγωγα: σκευάριον (ὑποκορ.), σκευή καί τά σύνθ.: (ἀνα, κατα, δια, μετα, παρα, ἀπο, ἐν, συ) σκευή, σκευάζω καί τά σύνθ.: σκευοθήκη, σκευοφόρος, σκευοφύλαξ, σκευωρία.
Léxico de magia
τό recipiente κατέχων ἐπὶ τοῖς γόνασι σκεῦος, ἐπιβαλὼν ἔλαιον ὀμφάκινον sosteniendo el recipiente en tus rodillas, vierte aceite de olivas verdes P IV 228 λόγος λεγόμενος ἐπὶ τοῦ σκεύους fórmula que se pronuncia sobre el recipiente P IV 234 símbolo del espíritu del mago P IV 2303
Lexicon Thucydideum
vas, vessel, 2.13.4, 4.128.4, 8.62.2,
instrumenta, militaria, tools, implements, military gear, 1.10.4, 6.31.3, 7.84.3,
armamenta navium, ship's tackle, 6.97.5, 7.4.5, 7.24.2, 7.60.2. 8.27.4. 8.28.1, 8.43.1.
Translations
vessel
Arabic: وِعَاء; Armenian: անոթ; Aromanian: vas; Bashkir: һауыт; Belarusian: пасудзіна; Bulgarian: съд, съдина; Buryat: һаба; Catalan: recipient; Chinese Mandarin: 容器; Czech: nádoba; Dutch: vat, hulsel; Esperanto: vazo, ingo; Finnish: astia, säiliö; French: récipient, vaisseau, vase; Galician: vasilla, perfia, recipiente; Georgian: ჭურჭელი; German: Gefäß, Behälter, Behältnis; Greek: σκεύος, δοχείο, αγγείο; Ancient Greek: ἀγγεῖον, ἄγγος, δοχεῖον, ἐνδοχεῖον, σκεῦος; Gujarati: વાસણ; Hindi: पात्र; Hungarian: edény, tál; Ido: vazo; Irish: leastar, áras, galún, soitheach; Old Irish: lestar; Italian: recipiente, contenitore, brocca, caraffa, bricco, cuccuma, boccale; Japanese: 容器; Kazakh: ыдыс; Korean: 그릇, 용기; Kumyk: тамур, савут; Kyrgyz: идиш; Latgalian: trauks; Latin: vas, receptaculum; Latvian: trauks; Macedonian: сад; Malayalam: കലം; Maori: puoto, oko, peihana, tīhake; Mongolian: саа; Persian: ظرف; Plautdietsch: Behelta, Jefäss; Polish: naczynie; Portuguese: vasilha, vaso, reservatório, recipiente; Romanian: recipient, vas; Russian: сосуд; Slovak: nádoba; Slovene: posoda; Southern Altai: тамыр; Spanish: recipiente, receptáculo, vaso, vasija, recinto; Swedish: behållare; Tajik: зарф, ҷогаҳ; Telugu: పాత్ర; Thai: ภาชนะ; Tocharian B: lwāke; Turkish: kap; Ukrainian: посудина; Urdu: ظرف; Uzbek: idish; Vietnamese: vò, hũ; Welsh: llestr; West Frisian: fet, bokse; Westrobothnian: tjäril, tjäler
luggage
Afrikaans: bagasie; Albanian: bagazh; Amharic: ሻንጣ; Arabic: أَمْتِعَة, عَفْش; Egyptian Arabic: عفش; Moroccan Arabic: بكاج; Armenian: ուղեբեռ; Azerbaijani: baqaj, yük; Bashkir: багаж, йөк; Belarusian: багаж; Bengali: মাল, সামান; Bhojpuri: सामान; Bulgarian: багаж; Burmese: ဝန်စည်စလယ်; Catalan: equipatge, bagatge; Chichewa: katundu; Chinese Cantonese: 行李; Mandarin: 行李, 行李箱, 旅行箱, 行李包, 旅行包, 箱籠, 箱笼; Crimean Tatar: bagaj; Czech: zavazadlo, zavazadla; Danish: bagage; Dutch: bagage; Esperanto: pakaĵo, bagaĝo; Estonian: pagas; Finnish: matkatavarat; French: bagage; Galician: bagaxe, equipaxe; Gallurese: bagagliu; Georgian: ბარგი; German: Gepäck, Gepäckstück, Reisegepäck, Ballast; Greek: αποσκευές; Ancient Greek: ἀποσκευή, ἀποσκευαί, σκεῦος, σκεύη; Hebrew: מִטְעָן; Hindi: सामान; Hungarian: poggyász, csomag; Icelandic: farangur; Ido: bagajo; Indonesian: bagasi; Irish: bagáiste; Italian: bagagli; Japanese: 荷物, 手荷物; Kazakh: багаж, жүк; Khmer: ភារវត្ថុ; Korean: 수하물(手荷物), 짐; Kurdish Northern Kurdish: bagaj; Kyrgyz: багаж, жүк; Lao: ກະເປົາ; Latin: sarcinae; Latvian: bagāža; Lithuanian: bagažas; Low German Dutch Low Saxon: begazie, pakkazie; Luhya: kumzigo; Macedonian: багаж, патни торби; Malay: bagasi; Maori: tueke, kawenga; Mongolian: ачаа, тээш, багааж; North Frisian: bagoosch; Norwegian Bokmål: bagasje; Nynorsk: bagasje; Occitan: bagatge; Pashto: لټ لوپړي, ډانګډبلی, کډه کوډه; Persian: چمدان, بار, توشه, زاد, وسیله, وسایل; Plautdietsch: Jepak; Polish: bagaż; Portuguese: bagagem; Romanian: bagaj; Russian: багаж; Sardinian Campidanese: bagalliu, strexu; Logudorese: badàlcu, badalculu, bagalliu, bagagliu; Scottish Gaelic: lòdrach, pacraidhe, sacraidh; Serbo-Croatian Cyrillic: пр̀тља̄г, пртљага; Roman: pr̀tljāg, prtljága; Sinhalese: ගමන් මලු; Slovak: batožina; Slovene: prtljaga; Spanish: equipaje; Swahili: mzigo; Swedish: bagage; Tagalog: dala-dalahan, bagahe; Tajik: бағоҷ, бор; Tatar: багаж, йөк; Telugu: సామాను; Thai: สัมภาระ, กระเป๋าเดินทาง, หีบห่อ; Tibetan: དོ་པོ; Turkish: bagaj, yük; Turkmen: bagaž, ýük; Ukrainian: багаж; Urdu: سامان; Uyghur: يۈك-تاق, شىڭلى, يۈك; Uzbek: bagaj, yuk; Vietnamese: hành lý; West Frisian: bagaazje; Yiddish: באַגאַזש