παραγγέλλω
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
fut. παραγγελῶ: aor. 2 inf. Pass.
A παραγγελῆναι PHamb.25.9 (iii B. C.):—pass on or transmit a message, σέλας παραγγείλασα Μακίστου σκοπαῖς (nisi leg. παρηγγάρευσε) A.Ag.289, cf. 294, 316; μνήμην παραγγέλλοντες ὧν ἐκύρσατε E.Supp.1173.
II give orders, give the word of command, especially of a general, A.Pers.469, Hdt.7.147, etc.; παραγγέλλω τινὶ κτείνειν Id.3.147, cf. X.An.1.8.3, Pl.Phd.116c, etc.: with dat. omitted, Hdt.8.70, etc.; τισὶ ὅπως c. fut., Pl.R.415b; παραγγέλλω ὅπως ἂν… give orders to the end that... Id.Phd.59e: c. acc. rei only, order, παραγγέλλω παρασκευὴν σίτου order corn to be supplied, Hdt.3.25; σιτία Th.7.43: c. acc. cogn., παραγγέλλω παράγγελμα Lys.12.17, Hyp.Ath.14; παραγγελίᾳ παραγγέλλω Act.Ap.5.28:—Pass., τὰ παραγγελλόμενα = orders, Th.2.11, Arist.Pol.1298a18; ἐς τὰ παραγγελλόμενα ἰέναι Th. 1.121, 3.55; κατὰ τὰ παρηγγελμένα X.An.2.2.8; παρηγγέλλετο ἐπ' αὐτὸν στρατεία Aeschin.3.65, cf. 90.
2 recommend, exhort (not so strong as κελεύω), παραγγέλλω τινὶ πράσσειν τι S.Ph.1178 (lyr.), etc.; τινί τι E. Heracl.825; τινί τι περί τινος Th.1.129.
3 summon to appear, π. παραγίνεσθαι ἐπὶ τὸ κριτήριον Sammelb.3925.3 (ii B. C.).
4 of a physician, prescribe, τι Arist.Pr.885b27.
5 τὰ παρηγγελμένα = the points we have enjoined, Id.Top.153a5; τὰ ὑπὸ [λόγου] παραγγελθέντα Id.Rh. Al.1420b26.
III encourage, cheer on, c. acc., ἵππους Thgn.998; παραγγέλλω εἰς ὅπλα call to arms, X.An.1.5.13.
IV summon to one's help, especially in politics, summon one's partisans, form a cabal, D.21.4 (v.l. περιήγγελκεν), cf. Prooem.55, Lys.1.41.
2 παραγγέλλω τὴν ἀρχήν canvass for office, D.H.11.61, cf. Plu.Mar.5, etc.: abs., παραγγέλλω εἰς ὑπατείαν to be candidate for... Id.Caes.13, cf. Cat.Mi.8; ἐς δημαρχίαν App.BC1.21.
3 ἐκ μειρακίων παραγγέλλω εἰς ἄνδρα claim one's majority, Poll.2.10.
German (Pape)
[Seite 473] (der aor. II. παρήγγελε bei Her. 9, 53 ist zw., u. Xen. An. 3, 4, 14 hat Krüger dafür παρήγγελλε aufgenommen), eigtl. daneben od. zu einem Andern hinmelden, öffentlich bekannt machen, verkünden lassen; von den Feuerzeichen, welche eine Botschaft fortpflanzen, Aesch. Ag. 280. 285. 307; πεζᾦ παραγγείλας ἄφαρ στρατεύματι, Pers. 461; τοῖς ἄρχουσι παραγγέλλει ὁ θεός, ὅπως, Plat. Rep. III, 415 b, vgl. Phaed. 59 e; c. inf., παραγγέλλοντες τῷ πατρὶ τῷ σῷ σε ἐν μουσικῇ παιδεύειν, Crit. 50 d; ἐπειδὰν αὐτοῖς παραγγείλω πίνειν τὸ φάρμακον, Phaed. 116 c; bes. befehlen, was geschehen soll, ermuntern, antreiben, ἵππους, Theogn. 998; φίλα ἑκόντι πράσσειν, Soph. Phil. 1163; παρασκευὴν σίτου, Her. 3, 25; c. inf., 8, 70. 9, 53; bes. vom Commando der Soldaten, wie Xen. Cyr. 6, 3, 27 u. öfter; παραγγέλλει εἰς τὰ ὅπλα, An. 1, 5, 13, unter die Waffen rufen; vgl. auch Eur. Heracl. 824 ἄναξ στρατῷ παρήγγειλ' οἷα χρὴ τὸν εὐγενῆ; u. pass., τὰ παραγγελλόμενα ὀξέως δεχόμενοι, Thuc. 2, 11, vgl. 1, 121; dem τεταγμένα entsprechend, Xen. Cyr. 1, 2, 5; παρήγγελται, Plat. Conv. 180 c; Πολεμάρχῳ παρήγγειλαν οἱ τριάκοντα τὸ ἐπ' ἐκείνων εἰθισμένον παράγγελμα, πίνειν κώνειον, Lys. 12, 17; ἅπαντας παραγγέλλεις εἰς τὸν κατάλογον, Alle aufrufen, sich in die Soldatenliste einschreiben zu lassen, Luc. parasit. 40; Sp.; – ankündigen, παρηγγέλλετο δὲ ἐπ' αὐτὸν ἤδη στρατεία, Aesch. 3, 65, vgl. 90; – lehren, ermahnen, N.T. – Auch verabreden, παρηγγείλαμεν ἀλλήλοις ἥκειν ὡς πρωϊαίτατα εἰς τὸ εἰωθός, Plat. Phaed. 59 e; bes. die Freunde zu Etwas aufbieten, τοῖς φίλοις, Lys. 1, 42, vgl. 41; Dem. prooem. 55 vrbdt ἐνοχλεῖν καὶ παραγγέλλειν, wofür 21, 4 ὅσῳ πλείοσιν ἠνώχληκε καὶ περιήγγελκεν, mit Buttm. παρήγγελκεν zu lesen; bes. um Etwas zu erlangen; daher sich um ein Amt bewerben, ἀρχήν, D. Hal. 11, 61; Plut. Crass. 21 u. öfter; auch εἰς ὑπατείαν, Caes. 13; οἱ παραγγέλλοντες ἄρχειν, qu. Rom. 49.
French (Bailly abrégé)
ao. παρήγγειλα;
1 transmettre un avis, une nouvelle, acc. ; π. τὸ σύνθημα XÉN transmettre le mot d'ordre;
2 prescrire, ordonner, enjoindre : τινί τι qch à qqn ; τὰ παραγγελλόμενα les ordres ; π. εἰς τὰ ὅπλα XÉN appeler sous les armes ; ἅπαντας εἰς τὸν κατάλογον LUC convoquer tous les citoyens pour l'enrôlement;
3 convier, inviter : ἐπὶ τὸ δεῖπνον LUC à souper ; ἀλλήλοις ἥκειν ὡς πρωϊαίτατα PLAT se donner le mot pour venir d'aussi bonne heure que possible;
4 donner le mot d'ordre à ses amis, les convoquer : εἰς ἀρχήν PLUT, ou avec l'acc. seul ἀρχήν PLUT pour obtenir une charge, d'où briguer une charge.
Étymologie: παρά, ἀγγέλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-αγγέλλω bekendmaken:. π. τὸ σύνθημα het wachtwoord doorgeven Xen. An. 1.8.16. voorschrijven, bevelen, instructies geven, aankondigen:; παραγγέλλεται er bestaat een protocol Hp. Dec. 12; παρήγγειλαν... τὸ ὑπ’ ἐκείνων εἰθισμένον παράγγελμα zij hadden het bij hen gebruikelijke bevel gegeven Lys. 12.17; met inf.:; παρήγγειλε … τὸν ἂν λάβωσι … κτείνειν hij gaf opdracht iedereen te doden die ze te pakken kregen Hdt. 3.147.1; met ὅπως en fut.:; τοῖς... ἄρχουσι... παραγγέλλει ὁ θεός, ὅπως... φύλακες ἀγαθοὶ ἔσονται aan de leiders geeft de godheid de opdracht goede bewakers te zijn Plat. Resp. 415b; met ὅπως ἄν en conj.:; παραγγέλλουσιν ὅπως ἂν τῇδε τῇ ἡμέρᾳ τελευτᾷ zij kondigen aan, dat hij vandaag moet sterven Plat. Phaed. 59e; met ἵνα en conj.:; παραγγέλλομεν … ἵνα … τὸν ἑαυτῶν ἄρτον ἐσθίωσιν wij dragen hun op, dat zij hun eigen brood verdienen NT 2 Thes. 3.12; met ὅτι:; τοῦτο παρηγγέλλομεν ὑμῖν, ὅτι... wij hielden jullie voor, dat NT 2 Thes. 3.10; ptc. subst. τὰ παραγγελλόμενα de bevelen, de voorschriften:. κατὰ τὰ παρηγγελμένα volgens de bevelen Xen. An. 2.2.8. oproepen, uitnodigen:. παραγγέλλει εἰς τὰ ὅπλα hij roept hen onder de wapenen Xen. An. 1.5.13; π. ἅπαντας εἰς τὸν κατάλογον τοὺς ἐν ἡλικίᾳ alle dienstplichtigen oproepen voor inschrijving Luc. 33.40; ἐπὶ τὰ δεῖπνα π. voor de maaltijd uitnodigen Luc. 8.24; παρηγγείλαμεν ἀλλήλοις ἥκειν ὡς πρῳαίτατα we hadden afgesproken zo vroeg mogelijk te komen Plat. Phaed. 59e. politiek stemmen ronselen:; ὅσῳ πλείοσιν οὗτος … παρήγγελκεν naarmate hij meer mensen heeft bewerkt Dem. 21.4 2; zich kandidaat stellen, met acc. v. h. inw. obj.: ἀγορανομίαν π. zich kandidaat stellen voor het ambt van ediel Plut. Caes. 13.1.
Russian (Dvoretsky)
παραγγέλλω:
1 приносить весть, возвещать, объявлять: π. ἐκ Τροίας τινί Aesch. приносить кому-л. вести из Трои; π. τοῖς φίλοις Lys. призывать друзей на помощь;
2 (тж. παράγγελμα π. Lys.) указывать, предписывать, приказывать, требовать (τινί τι περί τινος Thuc.; τινι ποιεῖν τι Her.): τὰ παραγγελλόμενα Thuc. etc., τὰ παρηγγελμένα Xen. и τὰ παραγγελθέντα Arst. указания, распоряжения, предписания; π. παρασκευὴν σίτου Her. приказывать заготовить продовольствие; π. πένθ᾽ ἡμερῶν σιτία Thuc. отдать распоряжение о создании пятидневного запаса продовольствия; π. παράγγελμα Lys. отдать приказ;
3 призывать, побуждать; π. εἰς ὅπλα Xen. призывать к оружию; ἅπαντας εἰς τὸν κατάλογον π. Luc. призывать всех записываться в войска, объявлять всеобщий набор;
4 приглашать (ἐπὶ τὸ δεῖπνον Luc.): π. ἀλλήλοις ἥκειν ὡς πρωϊαίτατα Plat. условиться друг с другом прийти как можно раньше;
5 полит. созывать своих единомышленников, устраивать политические сговоры (ἐνοχλεῖν καὶ π. Dem.);
6 (опираясь на своих друзей) добиваться государственных постов, домогаться, искать: π. ὑπατείαν или εἰς ὑπατείαν Plut. добиваться консульского поста;
7 учить, наставлять (τινὶ ἵνα … NT; τοῦτο παρήγγελλε Πυθαγόρας Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
παραγγέλλω: μέλλ. -ελῶ, διαβιβάζω παραγγελίαν τινὰ διὰ σημείου ἢ ἄλλου μέσου (ὡς σήμερον διὰ τηλεγράφου) πεύκης (οὕτως ὁ Schütz) παραγγείλασα Μακίστου σκοπαῖς σέλας (ἔνθα ὁ Bamberger, μετὰ πολλῆς πιθανότητος, παρηγγάρευσε) Αἰσχύλ. Ἀγ. 289, πρβλ. 294, 316· μνήμην παραγγέλοντες ὧν ἐκύρσατε Εὐρ. Ἱκέτ. 1173. 2) συχν. ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, δίδω τὸ σύνθημα, ὅπερ διεβιβάζετο ἀπὸ ἀνδρὸς εἰς ἄνδρα, π. τὸ σύνθημα, Λατ. imperium per manuw tradere, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 3· πρβλ. παράγγελμα, παράγγελσις. ΙΙ. καθόλου, ἐκδίδω διαταγήν, διατάσσω κυρίως ἐπὶ τοῦ στρατηγοῦ, Ἡρόδ. 7, 147, Αἰσχύλ. Πέρσ. 469, κτλ.· π. τινι ποιεῖν τι Ἡρόδ. 3. 147., 4. 89., 9. 53, Ξεν., κτλ., παραλειπομένης τῆς δοτ., Ἡρόδ. 8. 70, κτλ.· - Παθ., τὰ παραγγελλόμενα, τὰ στρατιωτικὰ διατάγματα, Θουκ. 2. 11· ἐς τὰ π. ἱέναι ὁ αὐτ. 1. 121, πρβλ. 3. 55· κατὰ τὰ παρηγγελμένα Ξεν. Ἀν. 2. 2, 8. 2) ἐντέλλομαι, παρακελεύομαι, προτρέπω, παραγγέλλω, οὐχὶ τόσον ἰσχυρὸν ὅσον τὸ κελεύω· π. τινι ποιεῖν τι Σοφ. Φ. 1178, Πλάτ. Φαίδων 116C. κτλ.· τινὶ τι Εὐρ. Ἱκέτ. 1173, Ἡρακλ. 825· τινὶ τι περὶ τινος Θουκ. 1. 129· τινὶ ὅπως.. Πλάτ. Πολ. 415Β· ἀλλά, π. ὅπως ἄν.., δίδω διαταγὰς νά.., ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 59Ε· - μετ’ αἰτ., πράγματος μόνον, παραγγέλλω, διατάσσω, π. παρασκευὴν σίτου, διατάσσω να ἑτοιμασθῇ σῖτος, Λατ. imberare frumentum, Ἡρόδ. 3. 25· σιτία Θουκ. 7. 43· π. στρατείαν, ὡς τὸ Λατ. indicere, Αἰσχίν. 63. 7., 66. 28· μετὰ συστοίχ. αἰτ., π. παράγγελμα Λυσ. 121. 32· ὡσαύτως, παραγγελίᾳ π. Πράξ. Ἀποστ. ε΄, 28. - Παθ., τὰ παραγγελλόμενα, διαταγαὶ ἄρχοντος, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 14, 4. 3) ἐπὶ ἰατροῦ, παραγγέλλω, δίδω συνταγήν, τὶ Ἀριστ. Προβλ. 6. 3. 4) τὰ παρηγγελμένα, παραγγέλματα, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. πρ. Ἀλεξ. 1. 9. ΙΙΙ. ὡσαύτως παραθαρρύνω, παροτρύνω, μετ’ αἰτ., ἵππους Θέογν. 998· π. εἰς ὅπλα, καλῶ εἰς τὰ ὅπλα, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 13. IV. καλῶ εἰς βοήθειαν, ἰδίως ἐν Ἀθήναις, προσκαλῶ τοὺς τῆς ἰδικῆς μου πολιτικῆς μερίδος, σχηματίζω φατρίαν, Δημ. 515. 19 (ἔνθα πολλὰ Ἀντίγραφα περιήγγελκεν), πρβλ. 1461. 3, Λυσ. 95. 28. κἑξ. 2) π. τὴν ἀρχήν, σχηματίζω φατρίαν πρὸς κατάληψιν τῆς ἀνωτάτης ἀρχῆς, σπουδαρχώ, θεσιθηρῶ, ὡς τὸ Λατ.. magistratum ambire, Διον. Ἁλ. 11. 61, πρβλ. Πλουτ. Μάρ. 5, κτλ.· - ὡσαύτως ἀμετάβ., π. εἰς ὑπατείαν, εἶμαι ὑποψήφιος διὰ τὸ ἀξίωμα τοῦ ὑπάτου, ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 13, πρβλ. Κάτωνα Νεώτ. 8· εἰς τὴν δημαρχίαν Ἀππ. Ἐμφ. 1. 21· ἀκολούθως ἐπὶ ἄλλων πράξεων ἀναφερομένων εἰς τὴν πλήρωσιν νομικῶν τύπων, ἐκ μειρακίων εἰς ἄνδρας παραγγείλας, ἀγγείλας τὴν εἰσαγωγὴν αὐτοῦ εἰς τὴν τάξιν τῶν ἀνδρῶν, Πολυδ. Β΄, 10· καὶ παρὰ μεταγεν. ἁπλῶς ἀναγγέλλω τὴν ἄφιξίν μου, φθάνω, εἰς τὸν κόσμον Συνέσ. 128Β· συχνάκις οὕτω παρὰ Βυζ., πρβλ. ἀντιπαραγγέλλω, παραγγελία ΙΙ, παρακελεύομαι. V. διδάσκω, νουθετῶ, Πλούτ. 2. 12D, 210Ε, κτλ. VI. ἐν τοῖς πανδέκταις ἐπὶ διεζευγμένης γυναικός, ἀναγγελλούσης εἰς τὸν ἄνδρα αὐτῆς ὅτι εἶναι ἔγκυος ἐξ αὐτοῦ· ἂν δὲ οὗτος διεκήρυττεν ὅτι δὲν ἠδύνατο τὸ πρᾶγμα νὰ ἔχῃ οὕτω, τότε αὐτὸς ἀντιπαρήγγελλεν. VII. ἐγγράφομαι εἰς τὸν στρατολογικὸν κατάλογον, Εὐαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 2. 1.
English (Strong)
from παρά and the base of ἄγγελος; to transmit a message, i.e. (by implication) to enjoin: (give in) charge, (give) command(-ment), declare.
English (Thayer)
imperfect παρηγγελλον; 1st aorist παρηγγειλα; (παρά and ἀγγέλλω); from Aeschylus and Herodotus down;
1. properly, to transmit a message along from one to another (cf. παρά, IV:1)), to declare, announce.
2. to command, order, charge: with the dative of the pers, Mark 16 WH (rejected) 'Shorter Conclusion'); followed by λέγων and direct discourse L T Tr WH; μή inserted, T Tr marginal reading WH have ἀπαγγέλλει); μή inserted, G L T Tr WH); παραγγελία παραγγέλλειν, to charge strictly, Winer's Grammar, § 54,3; Buttmann, 184 (159f)), 40; τίνι τί, T Tr WH omit; L brackets the dative); τοῦτο followed by ὅτι, τίνι followed by an accusative and infinitive (L T Tr marginal reading); Tdf. omits the dative); followed by an infinitive alone, ἵνα (see ἵνα, II:2b.), κελεύω, at the end.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ, παραγγέλνω Ν
1. δηλώνω σε κάποιον προφορικά, γραπτά ή μέσω τρίτου προσώπου την επιθυμία μου, διαβιβάζω παραγγελία («ο κυρ Βοριάς παράγγειλεν ούλω τών καραβιώνε», δημοτ. τραγ.
β. «μνήμην παραγγέλλοντες, ὧν ἐκύρσατε» Ευρ.)
2. (ιδίως για αξιωματούχο ή αρχή) δίνω εντολή, διατάζω («ὁ δὲ παρήγγειλε τῇ στρατιῇ πάντα... ὁμοίως κτείνειν», Ηρόδ.)
3. (για γιατρό) συνιστώ θεραπευτική αγωγή σε ασθενή
4. (η μτχ. ουδ. πληθ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τα παραγγελμένα και τὰ παρρηγγελμένα
οι εντολές, τα παραγγέλματα
νεοελλ.
(νομ.) δίνω εντολή απευθείας ή μέσω παραγγελιοδόχου για την προμήθεια ή την κατασκευή εμπορικού ή βιομηχανικού είδους για λογαριασμό μου
αρχ.
1. παροτρύνω, παρακινώ («φίλα ταῦτα παρήγγειλας ἑκόντι τε πράσσειν», Σοφ.)
2. καλώ, προσκαλώ κάποιον («παραγγέλλω παραγίγνεσθαι ἐπὶ τὸ κριτήριον», πάπ.)
3. (ιδίως με πολιτική σημ.) καλώ σε βοήθεια, ζητώ τη συνδρομή τών οπαδών μου
4. εγγράφομαι σε στρατιωτικό κατάλογο
5. αναγγέλλω την άφιξή μου, έρχομαι, φτάνω
6. διδάσκω, νουθετώ
7. φρ. α) «ἐς τὰ παραγγελλόμενα ἔρχομαι» — αρχίζω να εκτελώ τις εντολές που μού δόθηκαν
β) «κατὰ τὰ παρηγγελμένα» — σύμφωνα με τις εντολές που δόθηκαν
γ) «παραγγέλλω ἀρχήν» — σχηματίζω φατρία με σκοπό την κατάληψη εξουσίας ή τη διεκδίκηση αξιώματος («μετὰ δὲ τὴν δημαρχίαν αγορανομίαν τὴν μείζονα παρήγγειλε», Πλούτ.)
δ) «παραγγέλλω εἰς ἀρχήν» — είμαι υποψήφιος για αξίωμα
ε) «παραγγέλλω εἰς δημαρχίαν» — είμαι υποψήφιος για το αξίωμα του δημάρχου
στ) «παραγγέλλω ἐκ μειρακίων εἰς ἄνδρα» — αναγγέλλω την ένταξη κάποιου στην τάξη τών ανδρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀγγέλλω. Ο τ. παραγγέλνω από τον αόρ. παράγγειλα, κατά το σχήμα: ἔκαμα > κάμνω, ἔδακα > δάκνω].
Greek Monotonic
παραγγέλλω: μέλ. -ελῶ, αόρ. αʹ -ήγγειλα, παρακ. -ήγγελκα·
I. διαβιβάζω ως μήνυμα, όπως μέσω του τηλέγραφου, παραγγείλασα σέλας, σε Αισχύλ.· μνήμην παραγγέλλοντες ὧν ἐκύρσατε, σε Ευρ.· παραγγέλλω τὸ σύνθημα, δίνω το σύνθημα, σε Ξεν.
II. 1. γενικά, εκδίδω διαταγή, δίνω εντολή, κυρίως λέγεται για στρατηγό, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· παραγγέλλω τινὶ ποιεῖν τι, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ., τὰ παραγγελόμενα, στρατιωτικές διαταγές, σε Θουκ.· ομοίως, τὰ παρηγγελμένα, σε Ξεν.
2. παραγγέλλω, προτρέπω, διατάζω, παραγγέλλω τινὶ ποιεῖν τι, σε Σοφ. κ.λπ.· τί τινι, σε Ευρ.· ὅπως ἄν..., δίνω διαταγές με σκοπό να..., σε Πλάτ.· με αιτ. πράγμ. μόνο, παραγγέλλω, διατάζω, παραγγέλλω παρασκευὴν σίτου, παραγγέλνω να προετοιμαστεί σιτάρι, Λατ. imperare frumentum, σε Ηρόδ.· παραγγέλλω σιτία, σε Θουκ.· στρατείαν, σε Αισχίν.
III. ενθαρρύνω, παροτρύνω, ἵππους, σε Θέογν.· παραγγέλλω εἰς ὅπλα, καλώ στα όπλα, σε Ξεν. IV.1. καλώ σε βοήθεια, προσκαλώ τους πολίτες της δικής μου πολιτικής παράταξης, σχηματίζω φατρία, σε Δημ.
2. παραγγέλλω τὴν ἀρχήν, δημιουργώ φατρία με σκοπό την κατάληψη δημοσίου αξιώματος, Λατ. magistratum ambire, σε Πλούτ.· παραγγέλλω εἰς ὑπατείαν, είμαι υποψήφιος για το αξίωμα του υπάτου, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. ελῶ aor1 -ήγγειλα perf. -ήγγελκα
I. to transmit as a message, as by telegraph, παραγγείλασα σέλας Aesch.; μνήμην παραγγέλλοντες ὧν ἐκύρσατε Eur.; π. τὸ σύνθημα to pass on the watchword, Xen.
II. generally, to give the word, give orders, of the general, Hdt., Aesch., etc.; π. τινὶ ποιεῖν τι Hdt., Xen., etc.:—Pass., τὰ παραγγελλόμενα military orders, Thuc.; so, τὰ παρηγγελμένα Xen.
2. to order, recommend, exhort, π. τινὶ ποιεῖν τι Soph., etc.; τί τινι Eur.; ὅπως ἂν…, to give orders to the end that…, Plat.:—c. acc. rei only, to order, π. παρασκευὴν σίτου to order corn to be prepared, Lat. imperare frumentum, Hdt.; π. σιτία Thuc.; στρατείαν Aeschin.
III. to encourage, cheer on, ἵππους Theogn.; π. εἰς ὅπλα to call to arms, Xen.
IV. to summon to one's help, summon one's partisans, form a cabal, Dem.
2. π. τὴν ἀρχήν to canvass for office, Lat. magistratum ambire, Plut.; π. εἰς ὑπατείαν to be candidate for the consulship, Plut.
Chinese
原文音譯:paraggšllw 爬而-昂給羅
詞類次數:動詞(30)
原文字根:在旁-信息 相當於: (צָעַק) (שָׁמַע / שֶׁמַע)
字義溯源:傳送信息,囑咐,吩咐,命令;由(παρά)*=旁,出於)與(ἄγγελος)=使者)組成;其中 (ἄγγελος)出自(ἀγγελία)X*=帶來信息)。這字用了30次,通常都是有權柄的人在發布命令。就如:主耶穌吩咐污鬼出來( 路8:29),主耶穌囑咐門徒不要離開耶路撒冷,要等候父所應許的( 徒1:4)。同樣,保羅也囑咐提摩太( 提前6:13)。參讀 (διαμαρτύρομαι)的同義字
出現次數:總共(31);太(2);可(2);路(4);徒(11);林前(2);帖前(1);帖後(4);提前(5)
譯字彙編:
1) 囑咐(7) 可6:8; 路5:14; 路8:56; 路9:21; 徒4:18; 徒16:23; 提前1:3;
2) 吩咐(4) 太10:5; 徒10:42; 徒15:5; 徒23:30;
3) 我們⋯吩咐(2) 帖後3:6; 帖後3:12;
4) 我吩咐(2) 徒16:18; 林前7:10;
5) 你要囑咐(2) 提前5:7; 提前6:17;
6) 你要吩咐(1) 提前4:11;
7) 我們⋯吩咐的(1) 帖後3:4;
8) 我⋯囑咐(1) 提前6:13;
9) 我們⋯曾吩咐過(1) 帖後3:10;
10) 我們曾吩咐過(1) 帖前4:11;
11) 我們曾⋯囑咐(1) 徒5:28;
12) 囑咐說(1) 徒23:22;
13) 他吩咐(1) 可8:6;
14) 他就吩咐(1) 太15:35;
15) 他曾吩咐(1) 路8:29;
16) 他囑咐(1) 徒1:4;
17) 吩附(1) 徒17:30;
18) 就囑咐(1) 徒5:40;
19) 我囑咐(1) 林前11:17
Lexicon Thucydideum
mandare, to commit, entrust, 1.129.1,
edicere, to proclaim, order, 5.10.3, [vulgo commonly παρήγγελλε] 5.58.4. 5.71.3, 5.72.1. 5.73.2, 7.43.2,
imperata, orders, commands, 1.121.2, 2.11.9, 2.84.3, 2.89.9, 3.55.3, 4.34.3.