προσκυνέω
English (LSJ)
fut.
A προσκυνήσω Hippon.32 (tm.), Pl.R.469a: aor. προσεκύνησα X.Cyr.5.3.18; poet. προσέκῠσα Ar.Eq.640, imper. πρόσκυσον ib. 156, S.Ph.776, inf. προσκύσαι ib.657, part. προσκύσας ib.533, 1408 (troch.): pf. προσκεκύνηκα LXX Ex.32.8, OGI196.2 (Egypt, i B.C.):—Pass., pres. inf. προσκυνεῖσθαι E.Tr.1021: aor. προσεκυνήθην Arr.An.4.11.9:—make obeisance to the gods or their images, fall down and worship, c. acc., Hdt.2.121, etc.; γῆν τε π. ἅμα καὶ τὸν θεῶν Ὄλυμπον S.OC 1654, cf. A.Pers.499, Ar.Eq.156: prov., οἱ προσκυνοῦντες τὴν Ἀδράστειαν σοφοί = those who bow to Necessity are wise (of deprecating the wrath of Nemesis), A.Pr.936, cf. Pl.R.451a; τὸν φθόνον δὲ πρόσκυσον S.Ph.776; στεῖχε προσκύσας χθόνα, to avert divine wrath, ib.1408 (troch.); of sacred places, do reverence to, πατρῷα ἕδη θεῶν Id.El.1374; τὰς θήκας Pl.R.469b; τὴν θόλον D.19.314: abs., Ar.Eq.640.
2 especially of the Oriental fashion of prostrating oneself before kings and superiors, abs., Hdt.1.119, 8.118: c. acc., προσκυνέω τὸν Δαρεῖον make obeisance to him, Id.3.86; προσκυνεῖν διδάσκονται τὸν βασιλέα [οἱ ἐλέφαντες] Arist.HA630b20; προσπίπτων προσκυνέει Hdt.1.134, cf. 7.136; πάντες σε προσκυνοῦμεν οἵδ' ἱκτήριοι S.OT327; προσκυνῶ σ', ἄναξ, προσπίτνων E.Or.1507 (troch.), cf. X.Cyr.5.3.18, 8.3.14, Plu.Them. 27, Arr. l.c., etc.; κύψας ὁ λαὸς προσεκύνησεν LXX Ex.12.27; οὐδένα ἄνθρωπον δεσπότην ἀλλὰ τοὺς θεοὺς προσκυνεῖτε X.An.3.2.13; προσκυνεῖν τοὺς ὑβρίζοντας ὥσπερ ἐν τοῖς βαρβάροις D.21.106: ironically, προσκυνοῖμεν ἂν αὐτὸν ὡς ἱερὸν καὶ θαυμαστόν Pl.R.398a: later c. dat., LXX Ge.24.26, al., Ev.Matt.2.2, ΙΙ, Ev.Jo.4.23, D.C.67.13; τῳ θεῷ J.AJ9.13.2. (Orig. perhaps throw a kiss to the god, cf. Apul.Met.4.28: the gesture is probably represented in Sumerian and Babylonian art monuments.)
II later, kiss, σοῦ προσκυνήσω τὴν χεῖρα BGU423.15 (ii A.D.); τὸ πρόσωπον, τὴν ὄψιν, τοὺς πόδας, PLond.3.1244.4 (iv A.D.), PGiss.22.5 (ii A.D.), PGen. 91.6 (vi/vii A.D.).
2 greet, σπουδάζουσα προσκυνῆσαί σε (by letter) BGU 615.8 (ii A.D.); ἔλθω πρὸς ὑμᾶς ἵνα ὑμᾶς προσκυνήσω διὰ πολλοῦ χρόνου PLips. 110.19 (iii/iv A.D.), cf. PGiss.17.11 (ii A.D.).
3 welcome respectfully, respect, προσεκύνησά σου τὰ γράμματα POxy.237 vi 37 (ii A.D.), cf. PTeb.286.22 (ii A.D.), etc.; τὴν θείαν ἀντιγραφὴν ὑπὸ πάντων προσκυνουμένην OGI262.27 (Baetocaece, iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 771] (s. κυνέω), die Hand an den Mund legen, sie mit einem Kusse gegen einen andern ausstrecken u. diesem dadurch seine Ehrfurcht bezeigen, Her. 1, 134; verehren, οἱ προσκυνοῦντες τὴν Ἀδράστειαν σοφοί, Aesch. Prom. 938; Pers. 491; γῆν τε προσκυνοῦνθ' ἅμα καὶ τὸν θεῶν Ὄλυμπον, Soph. O. C. 1650; προσκύσαι θ' ὥσπερ θεόν, Phil. 657; und zugleich begrüßen, προσκύσαντε τὴν ἔσω ἄοικον εἰς οἴκησιν, 529; von den Hülfeflehenden, πάντες σε προσκυνοῦμεν οἵδ' ἱκτήριοι, O. R. 327; προσκυνεῖσθαι βαρβάρων ὕπ' ἤθελες, Eur. Troad. 1021; πρόσκυσον τὴν γῆν, Ar. Equ. 156, u. öfter; u. in Prosa, bes. von der abgöttischen Verehrung der Perser gegen ihre Könige, vor denen sie sich niederwerfen u. die Erde küssen, fußfällig verehren, was die Griechen immer als eine nur den Göttern gebührende Ehre betrachteten, βασιλῆα, Her. 3, 66. 7, 136. 8, 118; Xen. Cyr. 8, 3, 14; Arr. An. 4, 11, 16; καὶ θεραπεύειν, Plat. Rep. V, 469 b; προσκυνοῖμεν ἂν αὐτὸν ὡς ἱερὸν καὶ θαυμαστόν, III, 398 a; θνητὸν ἄνδρα, Isocr. 4, 151; Folgende, wie Pol. τούτους προσεκύνει καθαπερανεὶ δαίμονας, 18, 37, 10. Bei Sp. auch mit dem dat., u. so gew. im N.T., z. B. Matth. 2, 2. 8; vgl. Lob. Phryn. 463.
French (Bailly abrégé)
προσκυνῶ :
f. προσκυνήσομαι, rar. προσκυνήσω, ao. προσεκύνησα, pf. προσκεκύνηκα;
saluer en se prosternant, ou p.-ê. en portant la main à sa bouche comme pour la baiser, se prosterner devant, acc., postér. τινι ; implorer, conjurer (la jalousie des dieux);
NT: adorer.
Étymologie: πρός, κυνέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-κυνέω, Ion. ptc. προσκυνέων, imperf. προσεκύνεον; aor. προσεκύνησα en poët. προσέκυσα groeten met een kus, met acc.: πατρῷα προσκύσανθ’ ἕδη θεῶν de beeltenissen der voorvaderlijke goden groetend met een kus Soph. El. 1374; προσκύσας χθόνα na het land vaarwel gekust te hebben Soph. Ph. 1408. respect betuigen; met acc..; πάντες σε προσκυνοῦμεν οἵδ’ ἱκτήριοι wij allen hier betuigen u als smekelingen ons respect Soph. OT 327 Dem. 21.106; spec. als onderdeel v. h. oosters gebruik om zich ter aarde te werpen; προσπίπτων προσκυνέει τὸν ἕτερον hij werpt zich op de grond en betuigt zo de ander zijn respect Hdt. 1.134.1; προσκυνῶ σ’, ἄναξ, νόμοισι βαρβάροισι προσπίτνων ik betuig u mijn respect, heer, door op oosterse wijze voor u neer te vallen Eur. Or. 1507; abs.. προσκυνήσας na zijn respect te hebben betuigd (door een voetval) Hdt. 1.119.1. vereren, aanbidden: met acc..; γαῖαν οὐρανόν τε προσκυνῶν hemel en aarde vererend Aeschl. Pers. 499; οἱ προσκυνοῦντες τὴν Ἀδράστειαν σοφοί wie voor Adrastea buigt is wijs Aeschl. PV 936; τὸν φθόνον... πρόσκυσον heb eerbied voor de misgunstige god Soph. Ph. 776; ook met dat.. ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ wij zijn gekomen om hem eer te bewijzen NT Mt. 2.2.
Russian (Dvoretsky)
προσκῠνέω: (fut. προσκυνήσομαι и προσκυνήσω, aor. προσεκύνησα и προσέκῠσα, inf. aor. προσκύσαι; pf. προσκεκύνηκα)
1 падая ниц (и целуя край одежды) приветствовать, отвешивать земной поклон (τινα Her.);
2 благоговейно преклоняться, поклоняться, воздавать почести, чтить (τὴν Ἀδράστειαν Aesch.; τινα ὥσπερ θεόν Soph.; τι, τινα и τινι NT);
3 благоговейно молить, заклинать: τὸν Φθόνον πρόσκυσον, μή σοι γενέσθαι πολύπονα (τὰ τόξα) Soph. умоли Зависть, чтобы эти стрелы не оказались для тебя гибельными.
Spanish
arrodillarse, postrarse, ahinojar
English (Strong)
from πρός and a probable derivative of κύων (meaning to kiss, like a dog licking his master's hand); to fawn or crouch to, i.e. (literally or figuratively) prostrate oneself in homage (do reverence to, adore): worship.
English (Thayer)
προσκύνω; imperfect προσεκύνουν; future προσκυνήσω; 1st aorist προσεκύνησα; from Aeschylus and Herodotus down; the Sept. very often for הִשְׁתַּחֲוָה (to prostrate oneself); properly, to kiss the hand to (toward) one, in token of reverence: Herodotus 1,134; (cf. K. F. Hermann, Gottesdienstl. Alterthümer d. Griech. § 21; especially Hoelemann, Die Biblical Gestalt. d. Anbetung in his 'Bibelstudien' i., 106ff); hence, among the Orientals, especially the Persians, to fall upon the knees and touch the ground with the forehead as an expression of profound reverence ("to make a 'salam'"); Latin veneror (Nepos, Conon. 3,3), adoro (Pliny, h. n. 28,5, 25; Suetonius, Vitell. 2); hence, in the N.T. by kneeling or prostration to do homage (to one) or make obeisance, whether in order to express respect or to make supplication. It is used a. of homage shown to men of superior rank: absolutely, Josephus, b. j. 4,5, 2as προσκυνούμενοι); πεσών ἐπί τούς πόδας προσεκύνησεν, τίνι (according to the usage of later writings; cf. Winer's Grammar, 36,210 (197); (Buttmann, § 131,4); Lob. ad Phryn., p. 463), R G); WH Tr marginal reading have the accusative); πεσών preceding, ἐνώπιον τῶν ποδῶν τίνος, προσεκύνησεν ἐπί τό ἄκρον τῆς ῤάβδου αὐτοῦ, explaining it by the (Egyptian) custom of bowing upon the magistrate's staff of office in taking an oath; cf. Chabas, Melanges Egypt. III. i., p. 80, cf. p. 91 f; but see below).
b. of homage rendered to God and the ascended Christ, to heavenly beings, and to demons: absolutely (our to worship) (cf. Winer's Grammar, 593 (552)), πίπτειν καί προσκυνεῖν, τίνι, G L T Tr WH (twice (the 2nd time WH text only)); G T Tr WH text; πεσών ἐπί πρόσωπον προσκυνήσει τῷ Θεῷ, πίπτειν ἐπί τά πρόσωπα καί προσκυνεῖν τῷ Θεῷ, πίπτειν ἔμπροσθεν τῶν ποδῶν τίνος, τινα or τί (cf. Matthiae, § 412): twice; (WH marginal reading once)), 8 (where dative), 15 R L WH marginal reading; 20:4 a (where dative), 4 b (where Relz dative); R G L Tr brackets WH reject; (the Sept. also connects the word far more frequent with the dative than with the accusative (cf. Hoelemann as above, p. 116ff)); ἐνώπιον τίνος, Revelation 15:4.
Greek Monotonic
προσκῠνέω: μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ -εκύνησα, ποιητ. -έκῠσα, προστ. πρόσκυσον, απαρ. -κύσαι, μτχ. -κύσας, παρακ. -κεκύνηκα, σε Πλούτ.
1. υποκλίνομαι, προσπέφτω στους θεούς, λατρεύω, προσκυνώ, τιμώ, με αιτ., σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· παροιμ., οἱ προσκυνοῦντες τὴν Ἀδράστειαν σοφοί, λέγεται γι' αυτούς που εύχονται την αποτροπή της οργής της Νέμεσης, σε Αισχύλ.· ομοίως, τὸν φθόνον δὲ πρόσκυσον, σε Σοφ.· επίσης, λέγεται για τους ιερούς τόπους, προσφέρω σεβασμό σε, ἕδη θεῶν, στον ίδ.· τὴν γῆν, σε Αριστοφ.
2. χρησιμ. για την ανατολική συνήθεια της βαθιάς υπόκλισης ή του προσκυνήματος μπροστά στους βασιλιάδες και τους άρχοντες, απόλ., σε Ηρόδ.· με αιτ., προσκυνέω τὸν Δαρεῖον ὡς βασιλέα, κάνω προσκυνήματα και υποκλίσεις σε αυτόν ως βασιλιά μου, στον Ηρόδ.· πάντες σε προσκυνοῦμεν, σε Σοφ. κ.λπ.· έπειτα, με δοτ., σε Καινή Διαθήκη
Greek Monolingual
-άω / προσκυνῶ, προσκυνέω, ΝΜΑ
1. (κυρίως σχετικά με τον Θεό, τις θεϊκές δυνάμεις και τις υλικές απεικονίσεις τους) προσκλίνω ή γονατίζω με ευλάβεια, εκδηλώνω ευλαβή θρησκευτική λατρεία και σεβασμό (α. «προσκυνήσαμε τον Επιτάφιο» β. «καὶ εὐδοκήσας ὁ ἄνθρωπος προσκύνησε Κυρίῳ», ΠΔ
γ. «πρόσκυσον... τοὺς θεούς», Αριστοφ.)
2. (σχετικά με ιερούς τόπους) κάνω προσκύνημα (α. «εισέ παλάτια βασιλιώ τα μάτια όντε στραφούσι, / πρέπει να τα δοξάζουσι και να τα προσκυνούσι», Ερωτόκρ.
β. «πατρῷα προσκύσασθ' ἕδη», Σοφ.)
3. χαιρετίζω υψηλό και, γενικότερα, σεβαστό πρόσωπο με υπόκλιση, υποκλίνομαι με σεβασμό για να χαιρετίσω κάποιον («τιμᾶν βασιλέα καὶ προσκυνεῖν», Πλούτ.)
4. (γενικά) χαιρετώ κάποιον με σεβασμό («ἐσέβηκα στὸ σπίτι της καὶ προσεκύνησά την», Πρόδρ.)
5. φιλώ ευλαβικά (α. «πήγε να προσκυνήσει τη θαυματουργή εικόνα» β. «σοῦ προσκυνήσω τὴν χεῖρα», πάπ.)
νεοελλ.
(η μτχ. μέσ. παρακμ.) προσκυνημένος, -η, -ο
(ιδίως κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας) άτομο που δήλωσε υποταγή σε κυρίαρχο, ιδίως στον σουλτάνο («κλέφτης προσκυνημένος»)
νεοελλ.-μσν.
υποτάσσομαι σε κυρίαρχο, δηλώνω υποταγή («το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψεν η Κιάφα», δημ. τραγούδι)
μσν.
μεταβαίνω σε ιερούς τόπους για προσκύνημα
αρχ.
1. δέχομαι ή λαμβάνω κάτι με σεβασμό («προσεκύνησά σου τὰ γράμματα», πάπ.)
2. παρακαλώ, ικετεύω κάποιον
3. παροιμ. φρ. «οἱ προσκυνοῦν
τες τὴν Ἀδράστειαν» — αυτοί που εύχονται την αποτροπή της οργής της Νεμέσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + κυνῶ «φιλώ, ασπάζομαι». Ο νεοελλ. τ. προσκυνάω, κατά τα νεοασυναίρετα ρημ. σε -άω].
Greek (Liddell-Scott)
προσκῠνέω: μέλλ. -ήσω Ἱππῶναξ 24 (ἐν τμήσει), Πλάτ. Πολ. 469Α˙ ― ἀόρ. προσεκύνησα Ξεν. Κύρ. 5. 3, 18˙ Ποιητ. προσέκῠσα Ἀριστοφ. Ἱππ. 640, προστακτ. πρόσκυσον αὐτόθι 165, Σοφ. Φιλ. 776, ἀπαρ. -κύσαι αὐτόθι 657, μετοχ. -κύσας αὐτόθι 533, 1408˙ πρκμ. -κεκύνηκα Πλουτ. Ἀλέξ. 54, Ἑβδ.˙ ― Παθ., ἐνεστ. ἀπαρ. προσκυνεῖσθαι Εὐρ. Τρῳ. 1021˙ μελλ. -κυνηθήσομαι Εὐστ. Ὡς καὶ νῦν, προσκλίνω ἐνώπιον τῶν θεῶν, προσπίπτω, προσφέρω λατρείαν καὶ προσκύνησιν, λατρεύω, σέβω, τιμῶ, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 2. 121, ἐν τέλ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 499, Σοφ. Ο. Κ. 1654, κτλ.˙ ― παροιμ., οἱ προσκυνοῦντες τὴν Ἀδράστειαν σοφοί, ἐπὶ τῶν εὐχομένων τὴν ἀποτροπὴν τῆς ὀργῆς τῆς Νεμέσεως, «θεὰ γὰρ ἦν (ἡ Ἀδράστεια) τοὺς ὑπερηφάνους τιμωροῦσα» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πρ. 936, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 451Α· οὕτω, τὸν φθόνον δὲ πρόσκυσον Σοφ. Φιλ. 776· στεῖχε προσκύσας χθόνα, πρὸς ἀποτροπὴν τῆς ὀργῆς τῶν θεῶν, αὐτόθι 1408· ― ὡσαύτως ἐπὶ ἱερῶν τόπων, προσφέρω σεβασμὸν πρός…, ἕδη θεῶν ὁ αὐτ. ἐν. 1374· τὴν γῆν Ἀριστοφ. Ἰππ. 156· τὰς θήκας Πλάτ. Πολ. 469Α· τὴν θόλον Δημ. 442. 19· ― ἀπολ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 640. 2) μάλιστα ἐπὶ τῆς Ἀνατολικῆς συνηθείας τοῦ προσπίπτειν ἐνώπιον τῶν βασιλέων καὶ τῶν ἀνωτέρων εἰς ἔνδειξιν σεβασμοῦ ἢ ἁπλῶς χάριν ἀσπασμοῦ, ἀπολ., Ἡρόδ. 1. 119, 8. 118· μετ’ αἰτ.… πρ. τὸν Δαρεῖον ὡς βασιλέα, ὁ αὐτ. 3. 86· προσκυνεῖν διδάσκονται τὸν βασιλέα [οἱ ἐλέφαντες] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 46, 1· ― καὶ ἔτι σαφέστερον, πρ. προσπίπτων Ἡρόδ. 1. 134, 7. 136· πάντες σε προσκυνοῦμεν οἵδ’ ἱκτήριοι Σοφ. Ο. Τ. 327· προσκυνῶ σ’ ἄναξ, προσπίτνων Εὐρ. Ὀρ. 1507· πρβλ. Ξεν. Κύρ. 5. 3, 18, 8. 3, 14, Ἀρρ. 4. 11, Πλάτ. Θεμ. 27, κτλ.· ὅθεν αἱ ἀγανάκτησιν ἐκφράζουσαι φράσεις, οὐδένα ἄνθρωπον δεσπότην ἀλλὰ τοὺς θεοὺς πρ. Ξεν. Ἀν. 3. 2, 13· τοὺς ὑβρίζοντας πρ. ὥσπερ ἐν τοῖς βαρβάροις Δημ. 549· 16· ― εἰρωνικῶς, πρ. τινα ὡς ἱερὸν καὶ θαυμαστὸν Πλάτ. Πολ. 398Α· ― βραδύτερον μετὰ δοτ., Εὐαγγ. κ. Ματθ. β΄, 2 καὶ 11, Εὐαγγ. κ. Ἰω. δ΄, 23, Δίων Κ. 67. 13.
Middle Liddell
fut. -ήσω aor1 -εκύνησα poet. -έκῠσα imperat. πρόσκυσον inf. -κύσαι part. -κύσας perf. -κεκύνηκα
1. Plut.:— to make obeisance to the gods, fall down and worship, to worship, adore, c. acc., Hdt., Aesch., etc.:—proverb., οἱ προσκυνοῦντες τὴν Ἀδράστειαν σοφοί, of deprecating the wrath of Nemesis, Aesch.; so, τὸν φθόνον δὲ πρόσκυσον Soph.:—also of sacred places, to do reverence to, ἕδη θεῶν Soph.; τὴν γῆν Ar.
2. of the Oriental fashion of making the salam or prostrating oneself before kings and superiors, absol., Hdt.; c. acc., πρ. τὸν Δαρεῖον ὡς βασιλέα to make obeisance to him as king, Hdt.; πάντες σε προσκυνοῦμεν Soph., etc.:—later, c. dat., NTest.
Chinese
原文音譯:proskunšw 普羅士-去尼哦
詞類次數:動詞(60)
原文字根:向前-繁多(傾) 相當於: (שָׁחָה)
字義溯源:乞憐,蹲伏,敬拜,禮拜,下拜,拜,俯拜,俯伏在⋯面前;如狗蹲伏在主人面前,舔主人的手,由(πρός)=向著)或與(κύων)=如狗舔主人的手*)組成;而 (πρός)出自(πρό)*=前)。這字多用在馬太福音,約翰福音和啓示錄。主耶穌自己和使徒行傳與啓示錄的著者都強調說,惟有神是配得敬拜的。當魔鬼試探主耶穌,想要用萬國的榮華來換取伏拜時,主耶穌就直截了當的回答說,當拜主你的神,單要事奉他( 太4:10)。當哥尼流要俯伏拜彼得時,彼得就拉他起來說,我也是人,意思說,惟有神配得敬拜。當約翰要俯伏拜天使時,天使也說了同樣的話,你要敬拜神( 啓22:9)
出現次數:總共(60);太(13);可(2);路(3);約(11);徒(4);林前(1);來(2);啓(24)
譯字彙編:
1) 拜(15) 太2:2; 太2:8; 太8:2; 太9:18; 太14:33; 太15:25; 太18:26; 太28:9; 太28:17; 可5:6; 可15:19; 啓13:15; 啓14:9; 啓14:11; 啓16:2;
2) 敬拜(13) 太2:11; 約4:23; 約4:24; 約12:20; 徒24:11; 林前14:25; 來11:21; 啓4:10; 啓5:14; 啓7:11; 啓11:16; 啓15:4; 啓19:4;
3) 下拜(3) 路4:7; 徒10:25; 啓3:9;
4) 禮拜(3) 約4:20; 約4:20; 徒8:27;
5) 敬拜的(3) 約4:22; 約4:22; 約4:24;
6) 拜過(2) 啓19:20; 啓20:4;
7) 他們⋯拜(2) 啓13:4; 啓13:4;
8) 都要拜(2) 來1:6; 啓13:8;
9) 當拜(2) 太4:10; 路4:8;
10) 俯拜著(1) 太20:20;
11) 你當敬拜(1) 啓19:10;
12) 要敬拜(1) 啓22:8;
13) 你⋯拜(1) 太4:9;
14) 他們要⋯敬拜(1) 約4:23;
15) 要拜(1) 啓19:10;
16) 你要敬拜(1) 啓22:9;
17) 應當敬拜(1) 啓14:7;
18) 為要敬拜(1) 徒7:43;
19) 就拜(1) 約9:38;
20) 敬拜他(1) 路24:52;
21) 去拜(1) 啓9:20;
22) 他們拜(1) 啓13:12;
23) 敬拜的人(1) 啓11:1;
24) 你們敬拜(1) 約4:21
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=λατρεύω, τιμῶ). Ἀπό τό πρός + κυνῶ (=φιλῶ), πού παράγεται ἀπό ρίζα κυ-.
Παράγωγα: προσκύνημα, προσκύνησις, προσκυνήσιμος, προσκυνητάριον, προσκυνητέος, προσκυνητέον, προσκυνητήριον, προσκυνητής, προσκυνητός, ἀπροσκύνητος.
Léxico de magia
arrodillarse, postrarse ante la divinidad c. ac. ὅν πᾶς θ(εὸς) προσκυνεῖ καὶ πᾶς δαίμων φρίσσει ante el cual se postra todo dios y todo demon se estremece P XII 118 P XIII 844 P LXXVII 10 O 3 6 c. dat. προσκύνει θεᾷ, τὴν δὲ λεπίδα περιθοῦ arrodíllate ante la diosa y ponte al cuello la lámina P III 417 c. compl. prep. γεύου τρὶς λέγων πρὸς Ἥλιον προσκύνησον pruébalo y póstrate ante Helios diciendo tres veces P III 470 (fr. lac.) abs. προσκύνει ἀνατείνας τὰς χεῖρας καὶ λέγε τοῦτον τὸν λόγον arrodíllate elevando las manos y di esta fórmula P III 621 ἥν ἰδὼν σὺ εὐθέως προσκύνησον λέγων al verla arrodíllate enseguida y di P XIa 14
Translations
kneel
Aklanon: euhod; Arabic: رَكَعَ, جَثَا; Egyptian Arabic: ركع; Armenian: ծնկի գալ, ծնկել, ծունր դնել, ծնրադրել, չոքել; Aromanian: ndzinucljedzu, ndzinuclju; Bashkir: тубыҡланыу, теҙләнеү; Basque: belaunikatu; Belarusian: укленчваць; Bulgarian: коленича; Burmese: ဒူးထောက်; Catalan: agenollar-se; Cebuano: luhod; Cherokee: ᏓᎵᏂᏆᏅᎥᏍᎦ; Chickasaw: achokmilhka, achokmíyyi'lhka; Chinese Cantonese: 跪; Mandarin: 下跪; Czech: kleknout si, pokleknout, klečet; Danish: knæle; Dutch: knielen; Esperanto: genui; Estonian: põlvitama; Faroese: leggja seg á knæ; Finnish: polvistua; French: s'agenouiller, tomber à genoux; Galician: axeonllar; Georgian: მუხლზე, მუხლის მოყრა, დაჩოქება; German: knien; Greek: γονατίζω, πέφτω στα γόνατα; Ancient Greek: γονατίζω, γονυκλινέω, γονυκλιτέω, γονυπετέω, κατακλίνω, προσκυνέω, ὑποκλάζω, ὑποκλίνομαι; Greenlandic: seeqqumiarpoq; Hebrew: כָּרַע; Higaonon: agluhod; Hiligaynon: luhod; Hungarian: térdel; Hunsrik: knïe; Icelandic: krjúpa; Indonesian: berlutut; Irish: sléacht, téigh ar do ghlúine, bí ar do ghlúine; Italian: inginocchiarsi; Japanese: 跪く; Javanese: dhengkul; Kabuverdianu: juelha; Kapampangan: siklod, siklaud; Khmer: លុត; Korean: 꿇다; Kurdish Central Kurdish: چەکبوون; Latvian: nomesties ceļos; Malay: berlutut; Malayalam: മുട്ടുകുത്തുക; Mansaka: lood; Maori: tūturi; Mongolian: өвдөг сөгдөн; Navajo: ntsideegeeh; Norman: s'agenouoilli; Northern Sami: čippostit; Norwegian: knele; Old Javanese: dĕku; Persian: زانو زدن; Polish: klęczeć; Portuguese: ajoelhar-se; Quechua: ullpukuy; Romanian: îngenunchea; Russian: преклоняться, стоять на коленях; Serbo-Croatian Cyrillic: клекнути, клечати; Roman: kleknuti, klečati; Slovene: poklekniti, klečati; Sorbian Lower Sorbian: klěkaś, kólenkowaś; Spanish: arrodillarse, ahinojar; Swahili: kupiga magoti; Swedish: knäböja, knäfalla, falla på knä; Tagalog: luhod; Thai: คุกเข่า; Turkish: diz çökmek; Ukrainian: клякати, вклякати, ставати на коліна; Vietnamese: quỳ; Welsh: penlinio, penglinio
bow
Arabic: اِنْحَنَى لِلتَّحِيَّة, اِنْحَنَى, رَكَعَ; Aromanian: mi-ncljin; Belarusian: кланяцца, паклані́цца; Bulgarian: покланям се, поклоня се; Catalan: corbar, doblegar, vinclar, blincar; Chinese Mandarin: 鞠躬, 躬, 哈腰; Czech: klanět se, uklonit se; Danish: bukke, bøje sig; Dutch: een buiging maken, zich buigen; Esperanto: kliniĝi; Finnish: kumartaa, kumartua; French: s'incliner, faire une révérence; Friulian: pleâsi; Galician: agochar; German: sich verbeugen, eine Verbeugung machen, sich verneigen; Gothic: 𐌰𐌽𐌰𐌷𐌽𐌴𐌹𐍅𐌰𐌽; Greek: υποκλίνομαι, προσκυνώ, προσκυνάω; Ancient Greek: προσκυνέω; Hebrew: קד; Hungarian: meghajol; Icelandic: hneigja sig; Interlingua: inclinar se; Italian: inchinarsi, fare la riverenza; Japanese: 辞儀する, お辞儀する; Korean: 절하다, 절을 하다; Latvian: paklanīties; Macedonian: се поклонува, се клања; Manx: croym; Occitan: far l'abaissada, s'inclinar, se doblar, se corbar; Polish: kłaniać się, skłonić się, pokłonić się; Portuguese: curvar-se, inclinar-se; Romanian: a se apleca, a se închina; Russian: поклониться, кланяться; Sanskrit: नमति; Scots: boo; Serbo-Croatian Cyrillic: кла̏њати се; Roman: klȁnjati se; Slovak: klaňať sa, pokloniť sa, ukláňať sa, ukloniť sa; Slovene: klanjati se, prikloniti se; Spanish: doblar, inclinarse; Swedish: bocka, buga; Thai: โค้ง, คำนับ; Tuvan: мөгейип мендилежир; Ukrainian: кланятися, поклонитися, вклонитися; Vietnamese: cúi, cúi chào
kiss
Abaza: ашӏагвдзра; Abkhaz: агәӡра, агәыдкылара; Afrikaans: soen; Albanian: puth; Alemannic German: verschmutza; Amharic: ሳመ, መሳም; Arabic: قَبَّلَ, بَاسَ, لَثَمَ; Egyptian Arabic: باس; Gulf Arabic: باس; Hijazi Arabic: باس; Moroccan Arabic: باس; Aragonese: besar; Aramaic Syriac: ܢܽܘܫܩܬܳܐ, ܢܽܘܫܰܩܬܳܐ; Arapaho: niitén-; Archi: пӏаъбос, баъ-бос; Armenian: համբուրել, պաչել; Aromanian: bash, bashu; Asturian: besar; Avar: баизе; Aymara: jamp'atiña; Azerbaijani: öpmək; Bashkir: үбеү; Basque: musu eman; Belarusian: цалаваць, пацалаваць; Bengali: চুম্বন করা, বুসা; Bikol Central: hadok; Bislama: kis, kisim, kiskisim; Breton: pokat, bouchañ; Bulgarian: целувам, целуна; Burmese: နမ်း; Buryat: таалаха; Catalan: besar, petonejar, fer un petó; Cebuano: halokan, halok; Ch'orti': tzuhtzi uti'; Chamorro: chiku; Chechen: берташ да̄ха; Cherokee: ᎠᏔᏪᏙᏍᎦ; Cheyenne: -mȧsém, -mȯsém, -mȯsém, -vȯsémohtá, -vȯsémȯsáne; Chinese Cantonese: 接吻, 嘴, 嘴嘴, 錫/锡, 惜; Dungan: щинтын; Hokkien: 吻, 唚/吣; Mandarin: 吻, 親/亲, 親吻/亲吻, 接吻, 親嘴/亲嘴; Choctaw: impuⁿsa; Chukchi: йыӈок; Chuvash: чупту; Cornish: amma, abma; Corsican: basgià; Crimean Tatar: öpmek; Czech: líbat, políbit, dát pusu; Dalmatian: bissuor; Danish: kysse; Dutch: kussen, zoenen; Dzongkha: འུ; Emilian: basèr; Erzya: паламс, палсемс; Esperanto: kisi; Estonian: suudlus, suudlema; Evenki: нюка̄ндя-мӣ; Faroese: mussa, kyssa; Finnish: suudella, suukottaa, pussata; French: embrasser, baiser; Friulian: bussâ, bušâ; Gagauz: öpmää; Galician: bicar, beixar; Gallurese: basgià; Gamilaraay: yabili; Georgian: კოცნა, ამბორი; German: küssen, knutschen; Gothic: 𐌺𐌿𐌺𐌾𐌰𐌽; Greek: φιλάω, φιλώ, ασπάζομαι, δίνω φιλί; Ancient Greek: ἀσπάζομαι, κατασπάζομαι, καταφιλέω, κυνεῖν, κυνέω, κυνῶ, φιλεῖν, φιλέω, φιλῶ; Greenlandic: kunippaa, kunissivoq; Guaraní: hetũ; Hebrew: נישק \ נִשֵּׁק, נתן נשיקה; Higaonon: hadok; Hiligaynon: halukan, halok; Hindi: चूमना, चुम्बन करना; Hungarian: puszil, csókol; Hunsrik: kisse; Icelandic: kyssa; Ido: kisar; Ilocano: ungngo; Indonesian: cium, mengecup, sun; Ingrian: antaa suuta; Interlingua: basiar; Irish: póg; Italian: baciare; Ivatan: mangarek; Japanese: キスする, 口付けする, 接吻する, チューする; Jarai: čŭm; Javanese: sun; Kapampangan: uma, uman; Karelian: nopata, ukata, šuuda mučottua; Kaurna: taapaanthi; Kazakh: сүю, өбу; Khakas: охсанарға; Khmer: ថើប; Khün: ᨧ᩠ᨷᩪ; Korean: 입맞추다, 키스하다, 뽀뽀하다, 뽀뽀를 하다; Kuna: wagar ue; Kurdish Central Kurdish: ماچ کردن; Northern Kurdish: maç kirin, ramûsandin; Kyrgyz: өбүү, өөп коюу; Ladino: bezar; Lao: ຈູບ, ຫອຍຈູບ, ຈຸມພິດ; Latgalian: sumynuot, bučuot; Latin: basio, osculor, suavior, savior; Latvian: skūpstīt, bučot; Ligurian: baijà; Limburgish: pune; Lithuanian: bučiuoti; Lombard: basà; Luxembourgish: kussen, këssen, eng Bees ginn; Macedonian: бакнува, бакне, бацува, баци, целива; Malay: mencium; Malayalam: ചുംബിയ്ക്കുക, ഉമ്മ വക്കുക; Maltese: bies; Manchu: ᠣᠵᠣᠮᠪᡳ; Manx: cur paag da, cur smittag da; Marathi: चुंबन, पापा, पापी; Mazanderani: خش, خش هداهن; Middle English: kissen; Mingrelian: ჯუნა; Mirandese: beisar; Mongolian Cyrillic: үнсэх, озох; Navajo: yiyiitsʼǫs; Neapolitan: vasà; Nepali: म्वाइँ खानु; Ngazidja Comorian: uɓusu; Norman: embraichi, baîsi; North Frisian: taatji; Northern Sami: cumˈmát; Northern Thai: ᨧ᩠ᨷᩪ; Norwegian Bokmål: kysse; Occitan: baisar, potonar; Ojibwe: ojiim; Old English: cyssan; Old Frisian: kessa; Old High German: kussen; Old Norse: kyssa; Old Saxon: kussian; Oromo: dhungachuu; Ottoman Turkish: اوپمك; Pashto: چومل, مچول; Persian: بوسیدن, ماچ کردن; Piedmontese: basé; Polish: całować, pocałować; Portuguese: beijar; Quechua: much'ay, mucai, muzai; Romanian: săruta, pupa; Romansch: bitschar, bitschear, bitschier, bütschar, bütscher; Russian: целовать, поцеловать, целоваться; Sanskrit: चुम्ब्; Sardinian: basai, vasare; Campidanese: basare; Logudorese: basu, basare; Sassarese: bajà; Scottish Gaelic: pòg; Serbo-Croatian Cyrillic: љубити, пољубити, целивати, цјеливати, поцеливати, поцјеливати; Roman: ljúbiti, poljúbiti, celívati, cjelívati, pocelivati, pocjelivati; Sicilian: vasari, baciari; Sinhalese: හාදුව; Slovak: bozkať, pobozkať; Slovene: ljubiti, poljubljati, poljubiti; Somali: dhunkasho; Sorbian Lower: póškaś, wupóškaś, póšknuś; Upper: košić, wokošić; Southern Altai: окшоор, јытаар, ӧбӧр; Southern Sami: tjuvliestidh, tjånnahtidh; Spanish: besar; Old Spanish: besar; Swahili: -busu, -nonea; Swedish: kyssa, pussa; Tagalog: halikan, hahagkan; Tajik: бӯса кардан, бӯса гирифтан, бӯсидан, бӯсса кардан; Tamil: முத்தம்; Tatar: үбәргә; Telugu: ముద్దాడు, చుంబించు; Thai: จูบ; Tibetan: འོ་བྱེད, ཁ་བསྐྱལ, ཨོའོ་བསྐྱལ, འོ་བྱས; Tupinambá: îurupyter; Turkish: öpmek; Turkmen: öpmek; Tuvan: ошкаар, чыттаар; Ugaritic: 𐎐𐎌𐎖; Ukrainian: цілувати, поцілувати; Urdu: چومنا, چمبان کرنا; Uyghur: ئۆپمەك, بوسە قىلماق, لېۋىگە باسماق; Uzbek: oʻpmoq, boʻsa olmoq; Venetian: baxar; Vietnamese: hôn, hun; Volapük: kidön; Võro: suuandminõ; Walloon: rabressî, båjhî; Waray-Waray: harok; Welsh: cusanu; West Frisian: tútsje; Western Bukidnon Manobo: hazek; Yakut: уураа, убураа; Yiddish: קושן; Yucatec Maya: ts'u'uts'
prostrate
Arabic: سَجَدَ; Bulgarian: унижавам се; Chinese Mandarin: 匍匐, 伏地; Dutch: ter aarde werpen; Finnish: heittäytyä maahan; German: niederwerfen, erniedrigen; Greek: προσκυνώ, προσκυνάω; Ancient Greek: προσκυνέω; Malay: bersujud; Norwegian Bokmål: legge seg flat; Portuguese: prostrar-se; Russian: падать ниц, пасть ниц; Slovak: zvaliť sa