ἀποφέρω
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
English (LSJ)
Hom. only in fut. ἀποισῶ (Dor.
A ἀποισῶ Ar.Ach.779, Med. ἀποίσομαι Theoc.1.3, Luc.Bis Acc.33) and Ion.aor. ἀπένεικα: Att. aor. ἀπήνεγκα Th.5.10: aor. 2 ἀπήνεγκον Ar.Ach.582, etc.: pf. ἀπενήνοχα D. 27.20:—carry off or carry away, τεύχεα δέ σφ' ἀπένεικαν Od.16.360, etc.; of a wind, Il.14.255, Hdt.4.179: metaph., Plu.2.374e; of a disease, Hdt.3.66, 6.27; generally, ἀ. σῆμα S.Tr.614; βρέφος ἐς ἄντρον E. Ion16, cf. Ev.Marc.15.1, etc.:—Pass., to be carried from one's course, ὑπ' ἀνέμων Hdt.2.114, cf. 116; ἀπενεχθέντες ἐς Αιβύην Th.7.50, cf. 6.104.
2 exhale, evaporate, Anon.Lond.22.25:—Pass., to be wafted, Plu.2.681a.
II carry back or bring back, αὖτις ἀποίσετον ὠκέες ἵπποι Il.5.257; ἂψ Ἕκτορι μῦθον ἀποίσειν 10.337; ἀ. οἴκαδις Ar.Ach.779: —so in Pass., of oracles, ταῦτα ἀπενειχθέντα Hdt.1.66,158,160: but in Pass., also of persons, return, Id.4.164, Th., etc.; ἀπηνέχθη εἰς . . ἔτι ζῶν was carried home, of a sick man, X.HG3.3.1; τεθνεὼς ἐκ δεσμωτηρίου ἀ. Lys.12.18.
2 pay back, return, Hdt.1.196, etc.: hence, pay what is due as tribute, etc., Id.4.35, 5.84, Th.5.31.
3 bring in, return, of slaves let out to labour for their master's profit, v.l. Aeschin.1.97, cf. Philostr.Her.2.
4 generally, bring, hand over as required, τί τινι Hdt.4.64; ὅπλα X.Cyr.7.5.34; εἰς τὰ δημόσια ἀ. ἱερὰ τὰ ἴδια Pl.Lg.910c.
III hand in an accusation, render accounts, returns, etc., ἀ. παρανόμων (sc. γραφήν) πρὸς τὸν ἄρχοντα Docum. ap. D.18.54, cf.52.30; ἀπήνεγκε παρανόμων (sc. γραφήν) Δημοσθένει Decr. ap. D.18.105; λόγον . . ἀπενήνοχεν ἀναλωμάτων D.27.20; λόγον πρὸς τοὺς λογιστάς, λόγον τῇ πόλει, Aeschin.3.22; ἀ. τοὺς ἱππεύσαντας hand in a list of .., Lys.16.6; ναύτας D.50.6; ἀ. ἐν τῷ λόγῳ δεδωκώς having entered in the account, Id.49.16:—Pass., to be returned as so and so, ἀπηνέχθη ἀνώμοτος Id.21.86; διαιτητὴς ἀπενηνεγμένος Id.52.30.
2 deliver a letter, Id.34.8.
IV bring home, receive as wages, Luc.Tim.12 (which others refer to signf. ΙΙ.2).
B Med., take away with one, Hdt.1.132, Isoc.6.74, etc.; carry off a prize, μετὰ Πᾶνα τὸ δεύτερον ἆθλον ἀποισῇ Theoc.l.c.; κάλλευς πρῶτ' ἀπενεγκαμέναν APl.4.166 (Even.); ἀ. δόξαν Hdn.1.5.7; carry home delicacies from a banquet, Luc.Symp.38 (less freq. in Act., Id.Nigr.25).
2 take for oneself, gain, obtain, λέχη ἀλλότρια E.El. 1089 codd.; receive to oneself, μόρον Id.Ph.595.
3 obtain a decision, win a lawsuit, δίκην κενὴν θελόντων ἀ. Inscr.Prien.111.150 (i B.C.).
II bring back for oneself, ὀπίσω Hdt.7.152; ἀ. σημεῖα τοῦ θυμῷ μάχεσθαι X.Ages.6.2; ἀ. βίον μητρί, i.e. return to her alive, E. Ph.1161; νόστον Id.IA298 (lyr.).
C Intr. in Act., be off, ἀπόφερ' ἐς κόρακας Ar.Pax1221.
Spanish (DGE)
• Morfología: [dór. fut. ἀποισῶ Ar.Ach.779]
A tr.
I en cont. de alejamiento
1 llevarse, llevar c. ac. compl. dir. y a veces indicación de lugar ἄμφω ἀφ' ἡμείων Il.5.257, τεύχεα Od.16.360, de la muerte o una enfermedad Καμβύσην Hdt.3.66, cf. 6.27, τῶνδ' ἀποίσεις σῆμα S.Tr.614, πεσόντα Th.5.10, πάλιν τυ ἀποισῶ ... οἴκαδις Ar.l.c., ἀπόφερ' ἐκποδών llévate(lo) fuera de aquí Ar.Eq.957, τὼ κάδω Ar.Au.1032, τοὺς νόμους Ar.Au.1044, ὡς ἄλλην χθόνα a otra tierra S.OT 1179, βρέφος ἐς ... ἄντρον E.Io 16, πρόβατα ... εἰς τὸ ἴδιον PCair.Isidor.72.28 (IV d.C.), cf. Luc.Nigr.25, Eu.Marc.15.1
•fig. ποῦ ἀποίσω τὸ ὄνειδός μου; ¿a dónde llevaré mi maldición? LXX 2Re.13.13
•en v. med. llevarse consigo ὁ θύσας τὰ κρέα Hdt.1.132, de bienes o cosas, Isoc.6.74, Luc.Symp.38, ref. al castigo de Tiresias τὸν ὀφθαλμὼς οὐκέτ' ἀποισόμενον Call.Lau.Pall.80, σαφῆ ... σημεῖα ... τοῦ θυμῷ μάχεσθαι X.Ages.6.2, ἀπενέγκαιτο αὐτὴν σκότος LXX Ib.3.6, τὴν δόξαν Hdn.1.5.7
•fig. llevar sobre sí, cargar ἁμαρτίαν ἀποίσονται LXX Le.20.19
•en v. pas. ser alejado o desviado ὑπ' ἀνέμων Hdt.2.114, cf. 4.164, ἐς Λιβύην Th.7.50, ὑπ' ἀνέμου ... ἐς τὸ πέλαγος Th.6.104
•ser transportado τεθνεὼς ἐκ τοῦ δικαστηρίου Lys.12.18
•fig. dejarse llevar πρὸς ... φιλοσόφων δόξας Plu.2.374e
•c. gen. ser privado ἀπηνέχθη τῆς ἑαυτοῦ δόξης fue privado de su gloria Philostr.VS 580.
2 c. insistencia en el punto de destino llevar y entregar, hacer llegar c. ac. y eventualmente dat. o εἰς y ac. Ἕκτορι μῦθον Il.10.337, τούτων τὰς κεφαλὰς ... τῷ βασιλέϊ Hdt.4.64, τὰ ὅπλα X.Cyr.7.5.34, τάλαντον ... τῷ Διὶ τῷ Ὀλυμπίῳ Th.5.31, εἰς τὰ δημόσια ἱερὰ τὰ ἴδια Pl.Lg.910c, de objetos, joyas, etc., Ar.Ec.449, cf. 758, de una carta τῷ παιδὶ τῷ ἐμῷ D.34.8, ἀπενεγκεῖν τῷ Πανίσκῳ PMich.217.24 (III d.C.)
•en v. pas. εἰς τάφους ἀπενέχθη LXX Ib.21.32, fig. Θεόμνηστον ... ἡ περιβολὴ τῶν λόγων ἐς τοὺς σοφιστὰς ἀπήνεγκεν a Teomnesto la elaboración estilística de sus discursos le llevó a ser clasificado entre los sofistas Philostr.VS 486
•cien. evaporar, exhalar ἠτμισμένα Anon.Lond.22.25
•en v. med. evaporarse, emanar τῶν ζῴων ἀποφέρεσθω τὰ τοιαῦτα διὰ τὴν θερμότητα καὶ τὴν κίνησιν Plu.2.681a.
3 en usos legales y otros presentar una acusación γραφὴν κατ' αὐτοῦ κακώσεως D.58.32, cf. Men.Fr.279, παρανόμων (γραφήν) πρὸς τὸν ἄρχοντα doc. en D.18.54, cf. Decr. en D.52.30, Aeschin.3.219, Plu.2.835f
•rendir cuentas (de) λόγον πρὸς τοὺς λογιστάς Aeschin.3.22, λόγον ... ἀναλωμάτων D.27.20, ἐν τῷ λόγῳ ... χιλίας δραχμάς D.49.16
•presentar una relación de τοὺς ἱππεύσαντας Lys.16.6, ναύτας D.50.6
•pronunciar λόγους Numen.25.134, 27.49, ἀντιλογίας Numen.27.7, ἀποίσοντας τὰ ὅρκια para prestar el juramento Anon.Hist. en PRyl.491.15
•designar en v. pas. ἀνώμοτος (δίαιτα) ἀπηνέχθη D.21.86, διαιτητὴς ἀπενηνεγμένος D.52.30.
II en cont. de acercamiento, c. mov. hacia el suj.
1 traer γλῶσσαν ἐπεί σφιν ἀπένεικεν ὑπερποντίαν Pi.P.5.59, en v. pas., de un oráculo ταῦτα ἀπενειχθέντα Hdt.1.66, 158, 160, ἀπηνέχθη ... εἰς Λακεδαίμονα ἔτι ζῶν X.HG 3.3.1
•en v. med. traerse de vuelta ἀποφεροίατο ὀπίσω τὰ ἐσηνείκαντο Hdt.7.152
•devolver οὐδ' ἀποίσεται βίον ... μητρί E.Ph.1161.
2 en v. med. obtener para sí τὸν αὐτὸν ... μόρον E.Ph.595, νόστον οὐκ ἀποίσεται E.IA 298, ἃ μὴ θέλει Antipho Soph.B 58
•sacar provecho, beneficiarse τὰ περιεσόμενα POxy.2722.28 (II d.C.), cf. PMich.526.15 (II d.C.), PN.York 20.16 (IV d.C.), tb. en v. act. PHamb.70.14 (II d.C.)
•llevarse, obtener τὴν νικῶσαν Philostr.VS 517, de cosechas, tierra, etc. (ἀμπελών) ἐξ οὗ ἀποφέρεται τὰ ... γενήματα PPrincet.16.7 (II a.C.), cf. BGU 1060.21 (I a.C.), en un divorcio ἀπενέγκασθαι τὰ ἐμά PMil.Vogl.229.17 (II d.C.)
•robar τὰς προκτήσεις SB 4638.10 (II a.C.), cf. en v. pas. PSI 354.8 (III a.C.)
•ganar δίκην IPr.111.150 (I a.C.), μετὰ Πᾶνα τὸ δεύτερον ἆθλον Theoc.1.3, ὁ βούτας δέρξατο τὰν κάλλευς πρῶτ' ἀπενεγκαμέναν el boyero vio a la que se llevó el premio a la belleza, AP 16.166.2 (Euen.).
3 obtener lo debido, cobrar χρυσίον Hdt.1.196, φόρον Hdt.4.35, 5.84, del salario τέτταρας ὀβολούς Luc.Tim.12.
4 jur. aceptar τὴν διαίρεσιν POsl.31.26 (II d.C.), CPR 1.11.36 (II d.C.).
B intr. en v. act. c. prep. y ac. irse ἀπόφερ' ἐς κόρακας ἀπὸ τῆς οἰκίας Ar.Pax 1221.
French (Bailly abrégé)
f. ἀποίσω, ao. ἀπήνεγκα, ao.2 ἀπήνεγκον, etc.
1 emporter (dans les bras, sur une voiture, etc.) ; ἀπό τινος de chez qqn ; τεθνεὼς ἐκ δεσμωτηρίου ἀπηνέχθη LYS il fut emporté mort de la prison ; ὑπ' ἀνέμου ἐς γῆν ἀπενειχθείς (ion.) HDT emporté par le vent jusqu'à terre ; τοὺς δὲ λοιμὸς ὑπολαβὼν ἀπήνεικε (ion.) HDT la peste les prit et les emporta;
2 rapporter, ramener ; Pass. revenir ; ἀποφέρειν μῦθόν τι IL rapporter une réponse à qqn ; τὰ ἀπενειχθέντα (ion.) HDT la réponse rapportée;
3 apporter en retour, payer, acquitter (une dette, un tribut, etc.);
4 déférer : γραφὴν πρός τινα déposer une accusation entre les mains d'un magistrat;
Moy. ἀποφέρομαι;
1 emporter avec soi;
2 emporter, gagner, obtenir.
Étymologie: ἀπό, φέρω.
German (Pape)
(φέρω),
1 wegtragen,
a davontragen, zurücktragen, bringen, Od. 16.326, 360; ἀπό τινος Il. 5.257; Ar. Pax 1187; Xen. Mem. 1.4.6; σιτία ἐν ἀγγείοις Plat. Prot. 3144; τεθνεὼς ἐκ δεσμωτηρίου Lys. 12.18.
b vom Winde, verschlagen, Il. 14.255, 15.28; πρὸς τὴν Λιβύην Her. 4.179; ὑπ' ἀνέμου ἐς γῆν ἀπενεχθείς 2.114.
c von einer Krankheit, wegraffen, λοιμός Her. 6.27, vgl. 3.66.
2 abtragen, was man zu geben verpflichtet ist,
a Tribut, Xen. Cyr. 4.5.4; χρυσίον Her. 1.196 und öfter; τὰ μέρη τῶν καρπῶν Isocr. 4.31; τὰς ὀγδόας τῶν κτημάτων Plut. Ant. 58.
b Geliehenes, Dem. 49.24.
c etwas Bestelltes, z.B. einen Brief abgeben, Dem. 34.8; μῦθόν τινι, bestellen, Il. 10.337; τὰ ἀπενειχθέντα ἤκουσαν, das Gemeldete, Her. 1.66, 158, vgl. 4.183; ähnl. αἱ παρὰ σοῦ ἀποφερόμεναι ἐρωτήσεις Plat. Theaet. 148e.
3 in att. Gerichtssprache, γραφὴν ἀποφ., eine Klage vorbringen, einreichen, πρὸς τὸν ἄρχοντα Dem. 18.54, 27.12; ἀπηνέχθη ἀνώμοτος, als ein Unbeeidigter, 21.86; auch διαιτητὴν πρὸς τὴν ἀρχὴν 52.30; überhaupt namhaft machen, τοὺς φυλάρχους ἀπενεγκεῖν τοὺς ἱππεύσαντας Lys. 16.7; ναύτας Dem. 50.6; λόγους, Rechnung einreichen, Dem. ἐν λόγῳ χιλίας δραχμάς, aufführen in der Rechnung, 49.16.
4 Med., für sich davontragen, νόστον, μόρον Eur. I.A. 298, Phoen. 598; mit sich wegnehmen, ἀποφεροίατο ὀπίσω τὰ ἐσενείκαντο Her. 7.152; ἀπιόντας ἀποφέρεσθαι τὰ σφέτερα αὐτῶν Thuc. 4.97; νίκην und dgl. Plut.; δόξαν Hdn. 1.5.24 und andere Spätere; – Pass. auch ausdunsten, Plut. Symp. 5.7.2; – ἀπόφερ' ἐς κόρακας, wie ἄπαγε, Ar. Pax 1221.
Russian (Dvoretsky)
ἀποφέρω: (fut. ἀποίσω, aor. 1 ἀπήνεγκα, aor. 2 ἀπήνεγκον)
1 уносить, уводить, увозить (τινὰ ἀπό τινος Hom.; ὑπ᾽ ἀνέμων ἀπενειχθείς Her.): τεθνεὼς ἀπηνέχθη Lys. он был вынесен мертвым; πρὸς δόξας τινὸς ἀποφέρεσθαι Plut. склоняться к чьему-л. мнению; ἀποφέρεσθαι τὰ σφέτερα αὐτῶν Thuc. уносить с собой свое имущество;
2 приносить назад, возвращать (τινὰ οἴκαδις Arph.; ἀπηνέχθη ἔτι ζῶν Xen.): οὐκ ἀποίσεται βίον Eur. он не вернется живым;
3 приносить в ответ (μῦθόν τινι Hom.; ἐπιστολάς τινι Dem.; χρησμὸς ἀπενεχθείς Plut.): τὰ ἀπενειχθέντα Her. ответное сообщение, ответ;
4 вносить, уплачивать (τάλαντόν τινι Thuc.);
5 юр. представлять, подавать (λόγον πρὸς τοὺς λογιστάς Aeschin.; γραφὴν πρὸς τὸν ἄρχοντα Dem.): ἀπενεγκεῖν τοὺς ἱππεύσαντας Lys. представить списки служивших в коннице;
6 получать, приобретать, зарабатывать (τέτταρας ὀβολούς Luc.): ἀπενέγκασθαι νίκην Plut. одержать победу; ἀποίσειν μόρον Eur. погибнуть;
7 убираться прочь (ἀπόφερ᾽ ἐς κόρακας Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφέρω: παρ’ Ὁμήρῳ μόνον ἐν τῷ μέλλ. ἀποίσω (Δωρ. -οισῶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 779, μέσ. -οίσομαι Λουκ. Δὶς κατηγ. 33) καὶ τῷ Ἰων. ἀόρ. ἀπένεικα: Ἀττ. ἀορ. -ήνεγκα Θουκ. 5. 10· ἀόρ. β΄ -ήνεγκον Ἀριστοφ. Ἀχ. 582, κτλ.: πρκμ. -ενήνοχα Δημ. ἔνθα κατωτ. Κομίζω τι ἀπό τινος μέρους, μεταφέρω, Λατ. auferre, τεύχεα δέ σφ’ ἀπένεικαν ὑπέρθυμοι θεράποντες Ὀδ. Π. 360, κτλ.· ἐπὶ ἀνέμου, Ξ. 255, Ο. 28, Ἡρόδ. 4. 179, Θουκ. 6. 104, ἴδε κατωτέρω: μεταφ. Πλούτ. 2. 374Ε· ἐπὶ νόσου, Ἡρόδ. 3. 66., 6. 27· καθόλου, ἀπ. σῆμα Σοφ. Τρ. 614· βρέφος ἐς ἄστρον Εὐρ. Ἴων 16: - Παθ., ἀποσπῶμαι ἀπὸ τῆς ὁδοῦ μου καὶ φέρομαι πρὸς ἄλλο μέρος, ὑπ’ ἀνέμων Ἡρόδ. 2. 114, πρβλ. 116· ἀπενεχθέντες ἐς Λιβύην Θουκ. 7. 50· ἀπέρχομαι, ἀπηνέχθη Δημ. 542. 15: - ἀποπνέομαι, ἐξάγομαι, ἀναδίδομαι, ἐπὶ ὀσμῶν, ἀτμῶν, ἀναθυμιάσεων καὶ τῶν τοιούτων, Πλούτ. 2. 681 Α, πρβλ. ἀποφορὰ ΙΙ. ΙΙ. φέρω ὀπίσω, ἐπαναφέρω, ἐπὶ ἅρματος, τούτω δ’ οὐ πάλιν αὖτις ἀποίσετον ὠκέες ἵπποι, τούτους δὲ τοὺς δύο δὲν θ’ ἀποκομίσωσιν αὖθις εἰς τοὐπίσω οἱ ταχεῖς ἵπποι, Ἰλ. Ε. 257· ἄψ Ἕκτορι μῦθον ἀποίσει Κ. 337· ἀπ. οἴκαδις Ἀριστοφ. Ἀχ. 779, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 1161: οὕτως ἐν τῷ παθ., ἐπὶ ἀγγελίας, ταῦτα ἀπενειχθέντα Ἡρόδ. 1. 66, 158. 160: - ἀλλ’ ἐν τῷ παθ., ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, ὑποστρέφω, ἐπανέρχομαι, Ἡρόδ. 4. 164, Θουκ. κτλ.· ἀπηνέχθη εἰς… ἔτι ζῶν, μετηνέχθη εἰς τὸν οἶκόν του κτλ.· ἐπὶ ἀσθενοῦς. Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 1. 2) δίδω ὀπίσω, εἰ δὲ μὴ συμφεροίατο, ἀποφέρειν τὸ χρυσίον ἐκέετο νόμος Ἡρόδ. 1. 196, κτλ.: ἐντεῦθεν, ἀποτίνω, πληρώνω τὸ ὀφειλόμενον, π.χ. τὸν φόρον, κτλ., 4. 35., 5. 84, Θουκ. 5. 31· εἰς τὰ ἱερὰ ἀπ. τὰ ἴδια Πλάτ. Νομ. 910 C: - ἀποφέρω, φέρω τὸ γιγνόμενον ἐκ τῆς ἐργασίας μου, ἐπὶ οἰκετῶν, «εἶχε δὲ οἰκέτας δημιουργοὺς τῆς σκυτοτομικῆς τέχνης δέκα, ὧν ἕκαστος τούτῳ ἀπέφερε δύο ὀβολούς», διάφ. γραφ. ἐν Αἰσχίν. 14.1, Φιλόστρ. 664. 3) καθόλου, φέρω, κομίζω, παραδίδω τι ὡς αἰτηθὲν παρ’ ἐμοῦ, τί τινι Ἡρόδ. 4. 64· ὅπλα Ξεν. Κύρ. 7. 5, 34. ΙΙΙ. ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, εἰσάγω κατηγορίαν, λογαριασμούς, φόρους ἢ εἰσπράξεις, κτλ., ἀπ. γραφήν πρὸς τὸν ἄρχοντα παρὰ Δημ. 243. 11, πρβλ. 1244. 14, Αἰσχίν. 56, ἐν τέλ. ἀπήνεγκε παρανόμων [ἐνν. γραφὴν] Δημοσθένει Δημ. 261.19· λόγον… ἀπενήνοχεν ἀναλωμάτων ὁ αὐτ. 819. 22· ἀπ. τοὺς ἱππεύσαντας, εἰσάγω κατάλογον τῶν..., Λυσ. 146. 10· ναύτας Δημ. 1208. 6· ἀπ. ἐν τῷ λόγῳ, ἐπάγω εἰς τὸν λογαριασμὸν, ὁ αὐτ. 1189. 8: - Παθ., εἰσάγομαι, παραδίδομαι ὡς..., ἀπηνέχθη ἀνώμοτος ὁ αὐτ. 542.13· διαιτητὴς ἀπενηνεγμένος ὁ αὐτ. 1144.14. 2) κομίζω, παραδίδω ἐπιστολὴν, ὁ αὐτ. 909.14. IV. φέρω εἰς τὰ ἴδια, λαμβάνω ὡς μισθὸν, Λουκ. Τίμ. 12 (ὅπερ ἕτεροι ἀναφέρουσιν εἰς τὴν σημασ. ΙΙ. 2). V. ἀμετάβ., φεύγω, ἀναχωρῶ, ὡς τὸ ἄπαγε, ἀπόφερ’ ἐς κόρακας Ἀριστοφ. Εἰρ. 1221. Β. Μέσ.. λαμβάνω, φέρω μετ’ ἐμαυτοῦ, Ἡρόδ. 1. 132, Ἰσοκρ. 131C, κτλ.· λαμβάνω, κερδίζω, ἐπὶ βραβείου, μετὰ Πᾱνα τὸ δεύτερον ἆθλον ἀποισῇ Θεόκρ. 1. 3: κάλλευς πρῶτ’ ἀπενεγκαμέναν Ἀνθ. Πλαν. 166· ἀπ. δόξαν Ἡρωδιαν. 1. 5· λαμβάνω καὶ φέρω μετ’ ἐμοῦ εἰς τὴν οἰκίαν μου ἐκλεκτὰ ἐδέσματα ἐκ συμποσίου εἰς ὅ ἤμην κεκλημένος, Λουκ. Συμπόσ. 38· (σπανιώτερον ἐν τῷ ἐνεργ., αὐτ. Νιγρ. 25). 2) κτῶμαι, λαμβάνω, λέχη ἀλλότρια Εὐρ. Ἠλ. 1089· δέχομαι, λαμβάνω, μόρον ὁ αὐτ. Φοίν. 595. ΙΙ. ἀποκομίζομαι, ὀπίσω Ἡρόδ. 7.152· σαφῆ δὲ καὶ αὐτὸς σημεῖα ἀπενεγκάμενος τοῦ θυμῷ μάχεσθαι Ξεν. Ἀγησ. 6. 2· οὕτως, οὐδ’ ἀποίσεται βίον τῇ καλλιτόξῳ μητρὶ Μαινάλου κόρῃ, «οὐδ’ ἀπαλλάξας ἐπανήξει ζῶν πρὸς τὴν καλλίτοξον μητέρα» (Σχόλ.) Εὐρ. Φοίν. 1161· πρβλ. Ι. Α. 298.
English (Autenrieth)
fut. ἀποίσετον, inf. ἀποίσειν, aor. 1 ἀπένεικας: bear away, bring away or back, carry home; μῦθον, Il. 10.337; Κόωνδ' ἀπένεικας, by sea, Il. 14.255.
English (Slater)
ἀποφέρω deliver, deliver oneself of γλῶσσαν ἐπεί σφιν ἀπένεικεν ὑπερποντίαν (sc. Βάττος) (P. 5.59)
English (Strong)
from ἀπό and φέρω; to bear off (literally or relatively): bring, carry (away).
English (Thayer)
1st aorist ἀπήνεγκα; 2nd aorist infinitive ἀπενεγκεῖν; passive (present infinitive ἀποφέρεσθαι); 1st aorist infinitive ἀπενεχθῆναι; (from Homer down); to carry off, take away: τινα, with the idea of violence included, εἰς τόπον τινα, to carry or bring away (Latin defero): τί εἰς with an accusative of place, τί ἀπό τίνος ἐπί τινα, with passive, L T Tr WH for ἐπιφέρεσθαι).
Greek Monolingual
(AM αποφέρω)
νεοελλ.
φέρω ως εισόδημα, αποδίδω ως κέρδος
αρχ.-μσν.
1. αποκαθιστώ, αποζημιώνω
2. (-ομαι) καρπώνομαι
αρχ.
Ι. 1. αποκομίζω, μεταφέρω από κάποιο μέρος σε άλλο
2. (για άνεμο) απωθώ
3. επαναφέρω
4. παραδίδω κάτι που έχει ζητηθεί
5. εισάγω (κατηγορίες, λογαριασμούς κ.λπ.)
6. διαβιβάζω, παραδίδω
7. φεύγω, αναχωρώ
II. (-ομαι)
1. φέρνω μαζί μου, αποκομίζω
2. παίρνω κάτι για τον εαυτό μου, κερδίζω.
Greek Monotonic
ἀποφέρω: μέλ. ἀπ-οίσω, Δωρ. -οισῶ· αόρ. αʹ -ήνεγκα, Ιων. -ήνεικα· αόρ. βʹ -ήνεγκον, παρακ. -ενήνοχα·
Α. I. μεταφέρω κάτι από ένα μέρος, αποκομίζω, Λατ. auferre, σε Όμηρ. κ.λπ. — Παθ., εκτρέπομαι, ξεφεύγω από την πορεία μου και οδηγούμαι προς άλλο μέρος, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. 1. φέρνω πίσω, επαναφέρω, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. — Παθ., λέγεται για πρόσωπα, επιστρέφω, επανέρχομαι, επανακάμπτω, σε Ηρόδ., Θουκ.
2. αποδίδω, ανταποδίδω, δίνω πίσω, σε Ηρόδ.· εξού, πληρώνω ό,τι οφείλω, στον ίδ.
III. ως Αττ. νομικός όρος, εισάγω κατηγορία, λογαριασμούς, φορολογία κ.λπ., σε Δημ. κ.λπ.
IV. αμτβ., φεύγω, αποχωρώ, αναχωρώ· ἀπόφερ' ἐς κόρακας, σε Αριστοφ. Β. Μέσ.,
I. 1. λαμβάνω, φέρνω μαζί μου, σε Ηρόδ. κ.λπ.· λαμβάνω, κερδίζω βραβείο, σε Θεόκρ.
2. παίρνω κάτι για τον εαυτό μου, αποκτώ, κατέχω, σε Ευρ.
II. φέρνω πίσω, αποκομίζω για λογαριασμό μου, σε Ηρόδ.· ἀποφέρομαι βίον μητρί, δηλ. επιστρέφω ζωντανός σ' αυτήν, σε Ευρ.
Middle Liddell
I. to carry off or away, Lat. auferre, Hom., etc.:—Pass. to be carried from one's course, Hdt., Thuc.
II. to carry or bring back, Il., Attic: Pass., of persons, to return, Hdt., Thuc.
2. to pay back, return, Hdt.: hence to pay what is due, Hdt.
III. as Attic law term, to give in an accusation, accounts, etc., Dem., etc.
IV. intr. to be off, ἀπόφερ' ἐς κόρακας Ar.
B. Mid. to take away with one, Hdt., etc.: to carry off a prize, Theocr.
2. to take for oneself, gain, obtain, Eur.
II. to bring back for oneself, Hdt.; ἀπ. βίον μητρί, i. e. to return to her alive, Eur.
Chinese
原文音譯:¢pofšrw 阿坡-費羅
詞類次數:動詞(5)
原文字根:從-攜帶 相當於: (בֹּוא / לָבֹא) (הָלַךְ) (נָשָׂא)
字義溯源:帶走,引去,帶,帶去,解去,送到,送到;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(φέρω)*=負擔,攜帶)組成。參讀 (αἴρω)同義字
出現次數:總共(5);可(1);路(1);林前(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 他⋯帶(1) 啓21:10;
2) 把⋯送到(1) 林前16:3;
3) 他帶(1) 啓17:3;
4) 帶去(1) 路16:22;
5) 解去(1) 可15:1
English (Woodhouse)
bear away, carry away, furnish a return of, give in, hand in, have registered, send in a list of
Lexicon Thucydideum
auferre, to carry off, remove, 5.10.8,
pendere (tributum), to pay (tribute), 5.31.2, 5.31.3,
PASS. deferri (tempestate), to be driven (by a storm), 6.104.2, 7.50.2,
MED. asportare, to carry away, 4.97.4, 4.99.1.