προΐστημι: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
(34)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[ἵστημι]]<br /><b>μέσ.</b> [[προΐσταμαι]]<br />[[είμαι]] επικεφαλής, [[αρχηγεύω]] (α. «προΐσταται στις ανασκαφές» β. «οὗτοι γὰρ [[μάλιστα]] προειστήκεισαν τῆς μεταβολῆς», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />α) (η μτχ. αρσ. και θηλ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ο [[προϊστάμενος]], <i>η προϊσταμένη</i><br />ο επικεφαλής, αυτός που διευθύνει («[[προϊστάμενος]] υπηρεσίας»)<br />β) <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η επικεφαλής του βοηθητικού προσωπικού τμήματος νοσοκομείου ή άλλου νοσηλευτικού ιδρύματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> [[υπερασπίζω]], [[προστατεύω]] («χηρῶν καὶ ὀρφανῶν πρόστητε», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στήνω]] [[μπροστά]] ως πρόμαχο («τοὺς εὐκινητοτάτους ἑκατέρου τοῡ κέρατος προέστηκε», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κάποιον αρχηγό («ὅν ἡ [[πόλις]] ἀξιοῑ αὑτῆς προϊστάναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκθέτω]] [[δημόσια]]<br /><b>4.</b> (το ενεργ. με παθ. σημ.) [[είμαι]] [[αρχηγός]] πολιτικής μερίδας<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> α) [[εκλέγω]] κάποιον ως αρχηγό («ὡς χρὴ Κῡρον προστησαμένους τὸν Ἀστυάγεα παῡσαι τῆς βασιληΐης», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[θέτω]] ενώπιόν μου («προστησάμενος τὰ ἅρματα», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) [[προβάλλω]] ως [[δικαιολογία]], [[προφασίζομαι]] («τὰ τῶν Ἀμφικτυόνων δόγματα προστήσασθαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br />δ) [[θεωρώ]] ανώτερο, [[προτιμώ]] («ὦτα τοῡ νοῡ προστησάμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br />ε) [[ιδρύω]] [[κάτι]] [[πριν]] από [[άλλο]]<br />στ) [[δηλώνω]], [[φανερώνω]]<br />ζ) [[φέρω]] ως [[παράδειγμα]] για να στηρίξω τους λόγους μου («προστησώμεθα γοῡν Τυρταῑον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> α) [[κυβερνώ]], [[διοικώ]]<br />β) [[υπερτερώ]], [[υπερβαίνω]] («πάντων... προστᾱσα εὐψυχίᾳ καὶ τέχναις ὅσαι κατὰ πόλεμον», <b>Πλάτ.</b>)<br />γ) [[προσέρχομαι]], [[παρουσιάζομαι]]<br />δ) [[πλησιάζω]] («ἤ σε... λιπαρεῑ προύστην χερί», <b>Σοφ.</b>)<br />ε) [[στέκομαι]] ενώπιον κάποιου ως [[εχθρός]]<br />στ) [[είμαι]] [[πόρνη]]<br /><b>7.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. παρακμ. ή αορ. β' ως ουσ.) <i>οἱ προεστῶτες</i>, ιων. τ. <i>προειστεῶτες</i> και <i>οἱ προστάντες</i><br />οι πολιτικοί αρχηγοί<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προΐστημι]] φόνου» — [[προετοιμάζω]] τον φόνο κάποιου<br />β) «[[προΐστημι]] ἐναντίαν γνώμην» — [[εκπροσωπώ]] την αντίθετη [[γνώμη]].
|mltxt=ΝΜΑ [[ἵστημι]]<br /><b>μέσ.</b> [[προΐσταμαι]]<br />[[είμαι]] επικεφαλής, [[αρχηγεύω]] (α. «προΐσταται στις ανασκαφές» β. «οὗτοι γὰρ [[μάλιστα]] προειστήκεισαν τῆς μεταβολῆς», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />α) (η μτχ. αρσ. και θηλ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ο [[προϊστάμενος]], <i>η προϊσταμένη</i><br />ο επικεφαλής, αυτός που διευθύνει («[[προϊστάμενος]] υπηρεσίας»)<br />β) <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η επικεφαλής του βοηθητικού προσωπικού τμήματος νοσοκομείου ή άλλου νοσηλευτικού ιδρύματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> [[υπερασπίζω]], [[προστατεύω]] («χηρῶν καὶ ὀρφανῶν πρόστητε», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στήνω]] [[μπροστά]] ως πρόμαχο («τοὺς εὐκινητοτάτους ἑκατέρου τοῡ κέρατος προέστηκε», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] κάποιον αρχηγό («ὅν ἡ [[πόλις]] ἀξιοῑ αὑτῆς προϊστάναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκθέτω]] [[δημόσια]]<br /><b>4.</b> (το ενεργ. με παθ. σημ.) [[είμαι]] [[αρχηγός]] πολιτικής μερίδας<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> α) [[εκλέγω]] κάποιον ως αρχηγό («ὡς χρὴ Κῡρον προστησαμένους τὸν Ἀστυάγεα παῡσαι τῆς βασιληΐης», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[θέτω]] ενώπιόν μου («προστησάμενος τὰ ἅρματα», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) [[προβάλλω]] ως [[δικαιολογία]], [[προφασίζομαι]] («τὰ τῶν Ἀμφικτυόνων δόγματα προστήσασθαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br />δ) [[θεωρώ]] ανώτερο, [[προτιμώ]] («ὦτα τοῡ νοῡ προστησάμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br />ε) [[ιδρύω]] [[κάτι]] [[πριν]] από [[άλλο]]<br />στ) [[δηλώνω]], [[φανερώνω]]<br />ζ) [[φέρω]] ως [[παράδειγμα]] για να στηρίξω τους λόγους μου («προστησώμεθα γοῡν Τυρταῑον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> α) [[κυβερνώ]], [[διοικώ]]<br />β) [[υπερτερώ]], [[υπερβαίνω]] («πάντων... προστᾱσα εὐψυχίᾳ καὶ τέχναις ὅσαι κατὰ πόλεμον», <b>Πλάτ.</b>)<br />γ) [[προσέρχομαι]], [[παρουσιάζομαι]]<br />δ) [[πλησιάζω]] («ἤ σε... λιπαρεῑ προύστην χερί», <b>Σοφ.</b>)<br />ε) [[στέκομαι]] ενώπιον κάποιου ως [[εχθρός]]<br />στ) [[είμαι]] [[πόρνη]]<br /><b>7.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. παρακμ. ή αορ. β' ως ουσ.) <i>οἱ προεστῶτες</i>, ιων. τ. <i>προειστεῶτες</i> και <i>οἱ προστάντες</i><br />οι πολιτικοί αρχηγοί<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προΐστημι]] φόνου» — [[προετοιμάζω]] τον φόνο κάποιου<br />β) «[[προΐστημι]] ἐναντίαν γνώμην» — [[εκπροσωπώ]] την αντίθετη [[γνώμη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προΐστημι:''' μέλ. <i>-στήσω</i>, αόρ. αʹ [[προὔστησα]], μτχ. <i>προστήσας</i>, απαρ. <i>προστῆσαι</i>·<br /><b class="num">Α.</b> Μτβ. σε αυτούς τους χρόνους, [[καθώς]] επίσης σε ενεστ. και Μέσ. αόρ. αʹ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[στήνω]] από [[πριν]] ή [[εμπρός]], <i>προστήσας</i> (<i>σε</i>) <i>Τρωσὶ μάχεσθαι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[στήνω]], [[τοποθετώ]] πάνω από τους άλλους, με γεν., σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., [[κυρίως]] στον αόρ. αʹ, [[τοποθετώ]] κάποιον [[μπροστά]] μου, [[εκλέγω]] κάποιον ως αρχηγό, σε Ηρόδ.· με γεν., προΐσασθαι τουτονὶ [[ἑαυτοῦ]], [[θέτω]] κάποιον ως οδηγό μου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[τοποθετώ]] [[εμπρός]] μου, [[τοποθετώ]] [[μπροστά]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[τοποθετώ]] [[μπροστά]], [[προβάλλω]] ως [[δικαιολογία]], [[προφασίζομαι]], τὰ [[τῶν]] Ἀμφικτυόνων δόγματα προστήσασθαι, σε Δημ.· με γεν., [[χρησιμοποιώ]] ένα [[πράγμα]] ως [[πρόφαση]] για [[κάτι]] [[άλλο]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> [[προτιμώ]], [[εκτιμώ]] κάποιον ανώτερο από κάποιον [[άλλο]], <i>τινά τινος</i>, σε Πλάτ. <b>Β.</b> Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ [[προὔστην]], παρακ. <i>προέστηκα</i>, Ιων. βʹ πληθ. [[προέστατε]], απαρ. <i>προεστάναι</i>, μτχ. [[προεστώς]], Παθ. αόρ. αʹ <i>προεστάθην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τοποθετώ]] τον εαυτό μου [[μπροστά]], [[στέκομαι]] [[μπροστά]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[πλησιάζω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> με δοτ., [[στέκομαι]] [[μπροστά]], [[απέναντι]], ή [[αντιμετωπίζω]] τον [[άλλο]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., είμαι τοποθετημένος [[επάνω]], είμαι η κύρια [[δύναμη]], <i>τῆς Ἑλλάδος</i>, [[τῶν]] Ἀρκάδων, σε Ηρόδ.· είμαι στην [[κορυφή]] της συντροφιάς, [[ενεργώ]] ως [[αρχηγός]] ή [[οδηγός]], <i>τῶνπαράλων</i>, [[τῶν]] ἐκ τοῦ πεδίου, στον ίδ.· <i>τοῦ δήμου</i>, σε Θουκ.· απ' όπου απόλ., <i>οἱ προεστῶτες</i>, Ιων. <i>-εῶτες</i>, οδηγοί, αρχηγοί, ηγέτες, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> δηλώνει ποικίλες σχέσεις, [[κυβερνώ]], [[διευθύνω]], [[διοικώ]], οὐκ [[ὀρθῶς]] [[σεωυτοῦ]] προέστηκας, δεν κυβερνάς [[καλά]] τον εαυτό [[σου]], σε Ηρόδ.· προέστηκα τοῦ [[ἑαυτοῦ]] βίου, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[στέκομαι]] [[μπροστά]] έτσι ώστε να [[οδηγώ]] αυτόν, σε Ηρόδ.· <i>πρόστητε τύχης</i>, ο [[υπερασπιστής]] μας ενάντια στη [[μοίρα]], σε Σοφ.· <i>ὁ προστὰς τῆς εἰρήνης</i>, [[προστάτης]] της ειρήνης, σε Αισχίν.· επίσης, <i>προὐστήτην φόνου</i>, ήταν πρωτεργάτες του φονικού, σε Σοφ.· απόλ., <i>βέλεα ἀρωγὰ προσταθέντα</i>, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προΐστημι Medium diacritics: προΐστημι Low diacritics: προΐστημι Capitals: ΠΡΟΪΣΤΗΜΙ
Transliteration A: proḯstēmi Transliteration B: proistēmi Transliteration C: proistimi Beta Code: proi/+sthmi

English (LSJ)

fut. -στήσω: aor. 1 προὔστησα, part. προστήσας, inf. προστῆσαι.    A Causal in these tenses, as also in pres. and aor. 1 Med., set before, once in Hom., προστήσας [σε] πρὸ Ἀχαιῶν Τρωσὶ μάχεσθαι Il.4.156: c. gen., π. τὸ σῶμα τοῦ σκοποῦ put his body in the way, Antipho 3.2.4 (dub. l.), cf. Plb.1.33.7.    2 set over, ὃν ἡ πόλις ἀξιοῖ αὑτῆς προϊστάναι, v.l. for -εστάναι, Pl.La.197d.    3 exhibit publicly, prostitute, π. ἐπ' οἰκημάτων D.Chr.7.133.    II Med., mostly aor. 1, put another before oneself, choose as one's leader, Hdt.1.123, 4.80: c. gen., προΐστασθαι τουτονὶ ἑαυτοῦ take as one's guardian, Pl.R.565c, cf. 442a (cj.), 599a, D.59.37; σφῶν αὐτῶν προὐστήσαντο τιμωρὸν γενέσθαι Κηφίσιον And.1.139; στρατηγόν τινα τοῦ πολέμου π. D.Prooem. 21.    2 put before one, put in front, σκίπωνα προστήσασθαι Hdt.4.172; τὰ ἅρματα X.HG4.1.18; τὴν χεῖρα, so as to shade the eyes, Arist.Pr.960a21.    3 metaph., put forward as an excuse or pretence, use as a screen, τί τάδε προὐστήσω λόγῳ; E.Cyc.319; τὰ τῶν Ἀμφικτυόνωνδόγματα προστήσασθαι D.5.19, etc.: c. gen., [τὴν ἀτυχίαν] τῆς κακουργίας προϊστάμενος Antipho 2.3.1; τοῦ ἀγῶνος τὴν πρὸς ἔμ' ἔχθραν προΐσταται D.18.15.    4 προστησώμεθα Τύρταιον put him forward, cite him as an authority, Pl.Lg.629a.    5 prefer, value above, ὦτα τοῦ νοῦ προστησάμενοι Id.R.531b.    6 establish a thing before another, τοὺς ἀριθμοὺς τῆς ὑποστάσεως αὐτῶν (sc. τῶν ὄντων) Plot.6.6.15, cf. Procl.Inst.133.    7 manifest, ib.195, al.    B Pass., with aor. 2 Act.προὔστην: pf. προέστηκα, 2pl. προέστατε Hdt.5.49; inf. προεστάναι, part. προεστώς (v. infr.): fut. pf. προεστήξομαι, v. infr. 11.2:—aor. Pass. προεστάθην, v. infr.11.3:—come forward, v.l. for προσ- in D.60.15.    2 c.acc., approach as a suppliant, ἥ σε . . λιπαρεῖ προὔστην χερί S.El.1378; προστῆναι μέσην τράπεζαν dub. in Id.Fr.660.1 (fort. προσβῆναι):—in Hdt.1.86, προσστῆναι is restored.    3 c. dat., stand so as to face another, σοὶ γὰρ αἴας πολέμιος προὔστη ποτέ S.Aj.1133:—in Hdt.1.129, προσστάς is restored.    4 stand in public, be a prostitute, Aeschin.Ep.7.3, Vett. Val.16.7.    II c. gen., to be set over, be at the head of, τῆς Ἑλλάδος Hdt.1.69, 5.49; τῶν Ἀρκάδων τοὺς προεστεῶτας Id.6.74; esp. to be chief or leader of a party, τῶν παράλων, τῶν ἐκ τοῦ πεδίου, Id.1.59; τοῦ δήμου Id.3.82, Th.3.70, Lys. 13.7; ἡμῶν Ar.V.419; τῆς πόλεως Th.2.65; π. αὐτῶν to be their ringleader, X.An.6.2.9; π. χοροῦ, στρατεύματος, Id.Mem.3.4.3; π. τῶν πολιτειῶν head the respective parties in the state, Lys.25.9, etc.: abs., οἱ προεστῶτες, Ion. -εῶτες, the leading men, τῶν σκυθέων Hdt.4.79, cf. Th.3.11, etc.; οἱ προεστηκότες ἐν ταῖς πόλεσι X.HG 3.5.1; οἱ ἐν ταῖς πόλεσι προστάντες Th.3.82; τῷ προεστῶτι καὶ ἄρχοντι Pl.R.428e.    2 in various relations, govern, direct, οὐκ ὀρθῶς σεωυτοῦ προέστηκας you do not manage yourself well, Hdt.2.173; π. τῆς μεταβολῆς Th.8.75; τοῦ ἱεροῦ X.HG3.2.31; τοῦ ἑαυτοῦ βίου Id.Mem.3.2.2; τοῦ πράγματος D.30.18; προεστήξομαι τῆς χωνεύσεως PCair.Zen.481.9 (iii B. C.); ἐργασίας, τέχνης, Plu.Per.24, Ath.13.612a; π. ἐνδόξου καὶ καλῆς αἱρέσεως OGI219.3 (Ilium, iii B. C.).    3 stand before so as to guard, οἱ δορυφόροι Μασίστεω προέστησαν Hdt.9.107, cf. E. Heracl.306, etc.: hence, support, succour, πρόστητ' ἀναγκαίας τύχης S.Aj.803; ὁ προστὰς τῆς εἰρήνης the champion of peace, Aeschin.2.161; πάντων προστᾶσα [δύναμις] Pl.Ti.25b; π. τινός to be his protector, GDI1726.6 (Delph., ii B. C.), PFay.13.5 (ii B. C.); τῆς ἐναντίας π. γνώμης Plb.5.5.8; τοῖσιν ἐχθροῖς προὐστήτην φόνου were the authors of . ., S.El.980; π. [νόσου] E.Andr.221: abs., βέλεα . . ἀρωγὰ προσταθέντα S.OT206(lyr.).

German (Pape)

[Seite 726] (s. ἵστημι), vorstellen, an die Spitze stellen, als Anführer zur Vertheidigung voranstellen, τινά, Il. 4, 156; ὃν ἡ πόλις ἀξιοῖ αὑτῆς προϊστάναι, Plat. Lach. 197 d; – τοὺς εὐκινητοτάτους ἑκατέρου τοῦ κέρατος προέστησε, Pol. 1, 33, 7, er stellte sie voran. – Im med. u. in den intrans. tempp. sich vorstellen; προστῆναί τινα, vor Einen, zu ihm herantreten, Soph. El. 1370; τινί, Her. 1, 129; auch geistig, vor die Seele treten, ὥς μιν προστῆναι τοῦτο, 1, 86; häufiger sich an die Spitze stellen, als Vörsteher, Anführer über Etwas gesetzt sein, vorstehen, regieren, verwalten, τινός, Her. 5, 49; οὐκ ὀρθῶς σεωυτοῦ προέστηκας, nicht recht beherrschest du dich selbst, 2, 173; οἱ προεστῶτες, die Vorgesetzten, Vorsteher, 4, 79; τοῦ δήμου προεστάναι, Thuc. 6, 28. 8, 65 u. öfter. Vgl. noch Plat. οἱ φάσκοντες προεστάναι τῆς πόλεως καὶ ἐπιμελεῖσθαι, Gorg. 520 a; τῷ προεστῶτι καὶ ἄρχοντι, Rep. IV, 428 e; Folgende überall. Auch sich vor Einen zum Schutze hinstellen, ihn vertheidigen, sich seiner annehmen, τινός, Her. 9, 107; τὸν προστάντα τῆς εἰρήνης, Aesch. 2, 161; φίλων, Plut. Dio 26; φίλοι, πρόστητ' ἀναγκαίας τύχης, Soph. Ai. 790, helfet gegen (aber ὣ τοῖσιν ἐχθροῖς προὐστήτην φόνου ist = den Mord bereiten, El. 968; u. Ai. 1112, ἦ σοὶ γὰρ Αἴας πολέμιος προὔστη ποτέ, ist es = stand dir feindlich gegenüber); vgl. Eur. Androm. 221. – Das pass. προσταθέντα = προστάντα, Soph. O. R. 206. – Das med. auch im praes. u. aor. vor sich hinstellen, z. B. σκίπωνα, Her. 4, 172; für sich zum Vorsteher machen, προστησώμεθα Τύρταιον Plat. Legg. I, 629 a, u. Sp., wie Luc. Pisc. 23; προΐστασθαι τέχνης, Ath. XIII, 612 a, einer Kunst vorstehen, sie betreiben; προέστασαν τῆς ἐναντίας γνώμης, Pol. 5, 5, 8, sie standen an der Spitze der Meinung, vertraten diese, προΐσταται τουτονὶ αὑτῆς, sie macht diesen zu ihrem Vormunde, Dem. 59, 38; dah. vorziehen, Plat. Rep. VII, 531 b; aber προστησάμενος τούτους, Dem. 46, 9, ist = nachdem er diese hat vor sich hintreten lassen, sich hinter sie gesteckt hat, also vorschieben; daher auch vorschützen, τὸ τῶν Ἀμφικτυόνων δόγμα προστησάμενοι, 5, 19; τοῦ ἀγῶνος τὴν πρὸς ἐμὲ ἔχθραν προΐσταται, 18, 15, u. sonst; προΐστασθαι ἀτυχίαν τῆς κακουργίας, Antiph. 2 γ 1.

Greek (Liddell-Scott)

προΐστημι: μέλλ. -στήσω· ἀόρ. α΄ προὔστησα, μετοχ. προστήσας, ἀπαρ. προστῆσαι. Α. Μεταβατικὸν ἐνεργείας ἐν τοῖς χρόνοις τούτοις ὡς καὶ ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ μέσ. ἀορ. α΄, ἵστημι, στήνω ἔμπροσθεν, προστήσας [σε] πρὸ Ἀχαιῶν Τρωσὶ μάχεσθαι μάχεσθαι Ἰλ. Δ. 156 (οὐδαμόθι ἄλλοθι παρ’ Ὁμ.)· μετὰ γεν., τοῦ παιδός… τὸ σῶμα προστήσαντες, [ὁ μὲν ἐκωλύθη] τοῦ σκοποῦ τυχεῖν κτλ. Ἀντιφῶν Τετραλογ. Β΄, β, 4, πρβλ. Πολύβ. 1. 33, 7. 2) ἐφίστημι, στήνω ὑπεράνω, ὃν ἡ πόλις ἀξιοῖ αὑτῆς προϊστάναι Πλάτ. Λάχ. 197D, πρβλ. Πολύβ. 1. 33, 7. 3) ἐκθέτω δημοσίᾳ, Δίων Χρυσ. 1. 286. ΙΙ. Μέσ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἀορ. α΄, θέτω τινὰ πρὸ ἐμαυτοῦ, ἐκλέγω τινὰ ὡς ἀρχηγόν μου, Ἡρόδ. 1. 123., 4. 80· μετὰ γενικ., προΐστασθαι τουτονὶ ἑαυτοῦ Πλάτ. Πολ. 565C, πρβλ. 442Α, 599Α, Δημ. 1357. 25· σφῶν αὐτῶν προὐστήσαντο Κηφίσιον τιμωρὸν γενέσθαι Ἀνδοκ. 18. 11· στρατηγόν τινα τοῦ πολέμου προστήσεσθε Δημ. 1432. 14. 2) θέτω τι πρὸ ἐμαυτοῦ, θέτω ἐνώπιον μου, σκίπωνα προστήσασθαι Ἡρόδ. 4. 172· τὰ ἅρματα Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 18· τὴν χεῖρα, οὕτως ὥστε νὰ σκιάζω τοὺς ὀφθαλμούς, Ἀριστ. Προβλ. 31. 28. 3) μεταφορ., προβάλλω ὡς δικαιολογίαν ἢ πρόφασιν, τί τόδε προὐστήσω λόγῳ; Εὐρ. Κύκλ. 319· τὰ τῶν Ἀφικτυόνων δόγματα προστήσασθαι Δημ. 62. 4, κτλ.· μετὰ γεν., τὴν ἀτυχίαν τῆς κακουργίας προΐστασθαι Ἀντιφῶν 118. 1· τοῦ ἀγῶνος τὴν πρὸς ἐμὲ ἔχθραν προΐσταται Δημ. 230. 9. 4) προστησώμεθα γοῦν Τυρταῖον, ἂς φέρωμεν ὡς παράδειγμα τὸν Τυρταῖον, ἂς μνημονεύσωμεν τὰ ἔπη αὐτοῦ πρὸς ὑποστήριξιν τῶν λόγων ἡμῶν, Πλάτ. Νόμ. 629Α. 5) προτιμῶ, μᾶλλον ἐκτιμῶ, ὑπέρτερον νομίζω, τὰ ὦτα τοῦ νοῦ προστήσασθαι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 531Β. Β. Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ. προὔστην: πρκμ. προέστηκα, β΄ πληθ. προέστατε Ἡρόδ. 5. 49· ἀπαρ. προεστάναι, μετοχ. προεστὼς (ἴδε κατωτ.)· ― ἀόρ. παθ. προεστάθην, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 3. Προβάλλω ἐμαυτόν, παρουσιάζομαι, προσέρχομαι, Δημ. 1393. 19. 2) μετ’ αἰτ., πλησιάζω, ἥ σε… λιπαρεῖ προὔστην χερὶ Σοφ. Ἠλ. 1378· προστῆναι μέσην τράπεζαν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 580· ― ἐν Ἡροδ. 1. 86, 129, διορθοῦται προσστῆναι. 3) μετὰ δοτ., ἵσταμαι ἔμπροσθεν, ἐνώπιον, κατέναντί τινος, σοὶ γὰρ Αἴας πολέμιος προὔστη ποτὲ Σοφ. Αἴ. 1133· ― παρ’ Ἡροδ. 1. 129, διορθοῦται προσστάς. 4) ἵσταμαι δημοσίως, εἶμαι δημοσία, πόρνη, Αἰσχίν. Ἐπιστ. 7, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 524. ΙΙ. μετὰ γεν., εἶμαι τεθειμένος ὑπεράνω, ἐπὶ κεφαλῆς τινος, εἶμαι ἡ κυρία δύναμις τῆς Ἑλλάδος Ἡρόδ. 1. 69., 5. 49. τῶν Ἀρκάδων ὁ αὐτ. 6. 74· ― μάλιστα, εἶμαι ἐπὶ κεφαλῆς μερίδος πολιτικῆς, ἐνεργῶ ὡς ἄρχων, ὡς ἡγεμών, τῶν παραλίων, τῶν ἐκ τοῦ πεδίου ὁ αὐτ. 1. 59· τοῦ δήμου 3. 82, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 419, Θουκ. 3. 70, Λυσ. 130. 20· τῆς πόλεως Θουκ. 2. 65· πρ. αὐτῶν, εἶμαι ὁ ἀρχηγός, Ξεν. Ἀν. 5. 10, 9, πρβλ. Ἀπομν. 3. 4, 3· πρ. τῶν πολιτειῶν Λυσ. 171. 40, κτλ.· ἐντεῦθεν ἀπολ., οἱ προεστῶτες, Ἰων. -εῶτες, οἱ πρῶτοι, πρωτεύοντες τῶν μερίδων, ἀρχηγοί, Ἡρόδ. 4. 79, Θουκ. 3. 11, κτλ.· οὕτως, οἱ προεστηκότες ἐν ταῖς πόλεσι Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 1· οἱ μὲν [ἐν;] ταῖς πόλεσι προστάντες Θουκ. 3. 82· τῷ προεστῶτι καὶ ἄρχοντι Πλάτ. Πολ. 428Ε. 2) ἐν ποικίλαις σχέσεσι, κυβερνῶ, διευθύνω, διοικῶ, οὐκ ὀρθῶς σεωυτοῦ προέστηκας, δὲν κυβερνᾷς καλῶς σεαυτόν, Ἡρόδ. 2. 173· πρ. τῆς μεταβολῆς Θουκ. 8. 75· τοῦ ἱεροῦ Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 31· τοῦ ἑαυτοῦ βίου ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 2, 2· τοῦ πράγματος Δημ. 869. 2· ἐργασίας, τέχνης, κτλ. Πλουτ. Περικλ. 24, Ἀθήν. 612Α, κτλ. 3) ἵσταμαι ἔμπροσθέν τινος ὥστε νὰ φυλάττω αὐτόν, οἱ δορυφόροι Μασίστεω προέστησαν Ἡρόδ. 9. 107, πρβλ. Εὐρ. Ἡρακλ. 306, κτλ.· ἐντεῦθεν, = προστάτης γενέσθαι, πρόστητ’ ἀναγκαίας τύχης Σοφ. Αἴ. 803· ὁ προστὰς τῆς εἰρήνης, ὁ πρόμαχος τῆς εἰρ., Αἰσχίν. 49. 41· πρ. τινος, εἶμαι ὁ προστάτης τινός, Ἀνέκδ. Δέλφ. 17· πρ. τῆς ἐναντίας γνώμης Πολύβ. 5. 5. 8. ― οὕτω, τοῖσιν ἐχθροῖς προὐστήτην φόνου, ἦσαν οἱ ἐργάται του…, Σοφ. Ἠλ. 980· πρ. νόσου Εὐρ. Ἀνδρ. 221, ἔνθα ἴδε Musgr. ― βέλεα… ἀρωγὰ προσταθέντα Σοφ. Ο. Τ. 206 (ἔνθα ὁ Δινδ. προσταχθέντα, ἀλλὰ πρβλ. ἐστάθην αὐτόθι 1463, παρεστάθην 911). 4) ὑπερτερῶ, ὑπερβαίνω, πάντων εὐψυψίᾳ Πλάτ. Τίμ. 25Β. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προϊσταμένη· προβαλλομένη» καὶ «προΐσταται· ἐπιπολάζει. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 28.

French (Bailly abrégé)

I. tr. (aux temps suiv. : prés., impf. προΐστην, f. προστήσω, ao. προέστησα, p. contr. προὔστησα ; pf. προέστηκα, p. contr. προὔστηκα) mettre en avant, placer en tête : τινα μάχεσθαι IL mettre qqn en avant pour combattre;
II. intr. (aux temps suiv. : ao.2 προέστην, p. contr. προὔστην, pf. προέστηκα, pqp. προειστήκειν);
1 se placer en face de : τινί ou τινα, se placer devant qqn ; avec idée d’hostilité se dresser en face de, τινι ; fig. se présenter (à l’esprit);
2 se placer devant pour protéger, protéger, défendre : τινός qqn ; ou avec le gén. de l’objet contre lequel on protège : ἀναγκαίας τύχης SOPH protéger contre les rigueurs de la fortune;
3 se placer à la tête de ; à l’ao. et au pf. être à la tête de : τοῦ δήμου THC du peuple ; οἱ τοῦ δήμου προεστηκότες THC les premiers de la cité ; οἱ ἐν ταῖς πόλεσι προστάντες THC les premiers citoyens dans les villes ; en mauv. part être le meneur, le chef d’un parti de conjurés ; présider à : τῆς εἰρήνης ESCHN à la paix ; φόνου SOPH à un meurtre ; fig. gouverner (sa vie, etc.) gén.;
Moy. προΐσταμαι (impf. προϊστάμην, f. προστήσομαι, ao. προεστησάμην);
I. placer devant soi, acc. ; fig. :
1 mettre à sa tête, acc.;
2 mettre devant soi pour se protéger : τὰ τῶν Ἀμφικτυόνων δόγματα LUC alléguer les décrets des Amphictyons;
3 se proposer : τινα παράδειγμα LUC qqn comme modèle;
II. mettre en avant, mettre en relief, en évidence : τοῦ ἀγῶνος τὴν πρὸς ἐμὲ ἐχθρὰν προΐσταται DÉM il met ainsi en évidence comme motif réel de cette lutte sa haine contre moi.
Étymologie: πρό, ἵστημι.

English (Autenrieth)

only aor. 1 part., προστήσᾶς, having put forward (in the front), w. inf., Il. 4.156†.

English (Strong)

from πρό and ἵστημι; to stand before, i.e. (in rank) to preside, or (by implication) to practise: maintain, be over, rule.

English (Thayer)

2nd aorist infinitive προστῆναι; perfect participle προεστώς; present middle προισταμαι; from Homer, Iliad 4,156 down;
1. in the transitive tenses to set or place before; to set over.
2. in the perfect pluperfect and 2nd aorist active and in the present and imperfect middle a. to be over, to superintend, preside over (A. V. rule) (so from Herodotus down): to be a protector or guardian; to give aid (Euripides, Demosthenes, Aeschines, Polybius): A. V. to rule; cf. Fritzsche at the passage; Stuart, commentary, excurs. xii.)).
c. to care for, give attention to: with a genitive of the thing, καλῶν ἔργων, Kypke and Lösner; (some (cf. R. V. marginal reading) would render these two examples profess honest occupations (see ἔργον, 1); but cf. ἔργον, 3, p. 248b middle and Field, Otium Norv. pars iii, at the passage cited).

Greek Monolingual

ΝΜΑ ἵστημι
μέσ. προΐσταμαι
είμαι επικεφαλής, αρχηγεύω (α. «προΐσταται στις ανασκαφές» β. «οὗτοι γὰρ μάλιστα προειστήκεισαν τῆς μεταβολῆς», Θουκ.)
νεοελλ.
α) (η μτχ. αρσ. και θηλ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ο προϊστάμενος, η προϊσταμένη
ο επικεφαλής, αυτός που διευθύνει («προϊστάμενος υπηρεσίας»)
β) το θηλ. ως ουσ. η επικεφαλής του βοηθητικού προσωπικού τμήματος νοσοκομείου ή άλλου νοσηλευτικού ιδρύματος
μσν.-αρχ.
παθ. υπερασπίζω, προστατεύω («χηρῶν καὶ ὀρφανῶν πρόστητε», Μηναί.)
αρχ.
1. στήνω μπροστά ως πρόμαχο («τοὺς εὐκινητοτάτους ἑκατέρου τοῡ κέρατος προέστηκε», Πολ.)
2. κάνω κάποιον αρχηγό («ὅν ἡ πόλις ἀξιοῑ αὑτῆς προϊστάναι», Πλάτ.)
3. εκθέτω δημόσια
4. (το ενεργ. με παθ. σημ.) είμαι αρχηγός πολιτικής μερίδας
5. μέσ. α) εκλέγω κάποιον ως αρχηγό («ὡς χρὴ Κῡρον προστησαμένους τὸν Ἀστυάγεα παῡσαι τῆς βασιληΐης», Ηρόδ.)
β) θέτω ενώπιόν μου («προστησάμενος τὰ ἅρματα», Ξεν.)
γ) προβάλλω ως δικαιολογία, προφασίζομαι («τὰ τῶν Ἀμφικτυόνων δόγματα προστήσασθαι», Δημοσθ.)
δ) θεωρώ ανώτερο, προτιμώ («ὦτα τοῡ νοῡ προστησάμενοι», Πλάτ.)
ε) ιδρύω κάτι πριν από άλλο
στ) δηλώνω, φανερώνω
ζ) φέρω ως παράδειγμα για να στηρίξω τους λόγους μου («προστησώμεθα γοῡν Τυρταῑον», Πλάτ.)
6. παθ. α) κυβερνώ, διοικώ
β) υπερτερώ, υπερβαίνω («πάντων... προστᾱσα εὐψυχίᾳ καὶ τέχναις ὅσαι κατὰ πόλεμον», Πλάτ.)
γ) προσέρχομαι, παρουσιάζομαι
δ) πλησιάζω («ἤ σε... λιπαρεῑ προύστην χερί», Σοφ.)
ε) στέκομαι ενώπιον κάποιου ως εχθρός
στ) είμαι πόρνη
7. (το αρσ. πληθ. μτχ. παρακμ. ή αορ. β' ως ουσ.) οἱ προεστῶτες, ιων. τ. προειστεῶτες και οἱ προστάντες
οι πολιτικοί αρχηγοί
8. φρ. α) «προΐστημι φόνου» — προετοιμάζω τον φόνο κάποιου
β) «προΐστημι ἐναντίαν γνώμην» — εκπροσωπώ την αντίθετη γνώμη.

Greek Monotonic

προΐστημι: μέλ. -στήσω, αόρ. αʹ προὔστησα, μτχ. προστήσας, απαρ. προστῆσαι·
Α. Μτβ. σε αυτούς τους χρόνους, καθώς επίσης σε ενεστ. και Μέσ. αόρ. αʹ,
I. 1. στήνω από πριν ή εμπρός, προστήσας (σε) Τρωσὶ μάχεσθαι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. στήνω, τοποθετώ πάνω από τους άλλους, με γεν., σε Πλάτ.
II. 1. Μέσ., κυρίως στον αόρ. αʹ, τοποθετώ κάποιον μπροστά μου, εκλέγω κάποιον ως αρχηγό, σε Ηρόδ.· με γεν., προΐσασθαι τουτονὶ ἑαυτοῦ, θέτω κάποιον ως οδηγό μου, σε Πλάτ.
2. τοποθετώ εμπρός μου, τοποθετώ μπροστά, σε Ηρόδ. κ.λπ.
3. μεταφ., τοποθετώ μπροστά, προβάλλω ως δικαιολογία, προφασίζομαι, τὰ τῶν Ἀμφικτυόνων δόγματα προστήσασθαι, σε Δημ.· με γεν., χρησιμοποιώ ένα πράγμα ως πρόφαση για κάτι άλλο, στον ίδ.
4. προτιμώ, εκτιμώ κάποιον ανώτερο από κάποιον άλλο, τινά τινος, σε Πλάτ. Β. Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ προὔστην, παρακ. προέστηκα, Ιων. βʹ πληθ. προέστατε, απαρ. προεστάναι, μτχ. προεστώς, Παθ. αόρ. αʹ προεστάθην·
I. 1. τοποθετώ τον εαυτό μου μπροστά, στέκομαι μπροστά, σε Δημ.
2. με αιτ., πλησιάζω, σε Σοφ.
3. με δοτ., στέκομαι μπροστά, απέναντι, ή αντιμετωπίζω τον άλλο, στον ίδ.
II. με γεν., είμαι τοποθετημένος επάνω, είμαι η κύρια δύναμη, τῆς Ἑλλάδος, τῶν Ἀρκάδων, σε Ηρόδ.· είμαι στην κορυφή της συντροφιάς, ενεργώ ως αρχηγός ή οδηγός, τῶνπαράλων, τῶν ἐκ τοῦ πεδίου, στον ίδ.· τοῦ δήμου, σε Θουκ.· απ' όπου απόλ., οἱ προεστῶτες, Ιων. -εῶτες, οδηγοί, αρχηγοί, ηγέτες, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
2. δηλώνει ποικίλες σχέσεις, κυβερνώ, διευθύνω, διοικώ, οὐκ ὀρθῶς σεωυτοῦ προέστηκας, δεν κυβερνάς καλά τον εαυτό σου, σε Ηρόδ.· προέστηκα τοῦ ἑαυτοῦ βίου, σε Ξεν.
3. στέκομαι μπροστά έτσι ώστε να οδηγώ αυτόν, σε Ηρόδ.· πρόστητε τύχης, ο υπερασπιστής μας ενάντια στη μοίρα, σε Σοφ.· ὁ προστὰς τῆς εἰρήνης, προστάτης της ειρήνης, σε Αισχίν.· επίσης, προὐστήτην φόνου, ήταν πρωτεργάτες του φονικού, σε Σοφ.· απόλ., βέλεα ἀρωγὰ προσταθέντα, στον ίδ.