παρατίθημι: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=δωρ. και ποιητ. τ. παρτίθημι, μτγν. τ. παρατίθω, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[θέτω]], [[τοποθετώ]] [[κοντά]] ή [[μπροστά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[παραθέτω]], [[προσφέρω]], [[σερβίρω]] [[φαγητό]] (α. «ἀφοῦ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψεται καὶ κάτζει», Πρόδρ.<br />β. «θεὰ παρέθηκε τράπεζαν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θέτω]] [[μπροστά]] μου ή [[κοντά]] μου, [[δίνω]] [[εντολή]] να τοποθετήσουν [[κοντά]] μου [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. της μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ παρατιθέντες</i><br />αυτοί που παρέθεταν τα φαγητά στο [[τραπέζι]], οι σερβιτόροι<br /><b>3.</b> (το ουδ. της μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ παρατιθέμενα</i><br />τα προσφερόμενα φαγητά<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[θέτω]] ή [[δίνω]] [[εντολή]] να παρατεθεί [[τροφή]] [[μπροστά]] σε κάποιον<br /><b>5.</b> [[εναποθέτω]] [[τροφή]] [[πάνω]] στον τάφο ενός νεκρού («τῷ νεκρῷ πάντων παρτιθεῑ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[προσφέρω]], [[παρέχω]], [[δίνω]]<br /><b>7.</b> (για [[μητέρα]]) [[παρέχω]] τον μαστό για θηλασμό<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> [[δίνω]] όνομα σε [[χωριό]] ή [[τοποθεσία]] («[[οὗτος]] ἦν ὁ τῷ χωρίῳ τὸ [[ὄνομα]] παραθέμένος Κελεάς», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> [[εκθέτω]] αντικείμενα για [[πούλημα]]<br /><b>10.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («στεφάνους παρέθηκε καρήατι», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>11.</b> [[προβάλλω]], [[παρέχω]] εξηγήσεις [[μπροστά]] σε κάποιον<br /><b>12.</b> [[αναφέρω]], [[παρουσιάζω]] («[[ἄλλην]] παραβολὴν παρέθηκεν αὐτοῖς», ΚΔ)<br /><b>13.</b> <b>μέσ.</b> [[φέρω]] ή [[αναφέρω]] [[κάτι]] για [[υποστήριξη]] ή ως [[μαρτυρία]] («διὰ ταῦτα καὶ τὸν μῡθον παρεθέμεθα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>14.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[αναφέρω]], [[μνημονεύω]] («παρατίθεσθαι ἔννοιαν τινος», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>15.</b> [[αναφέρω]] [[περίπτωση]], [[παράδειγμα]]<br /><b>16.</b> <b>πάπ.</b> [[συνιστώ]] με συστατική [[επιστολή]]<br /><b>17.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[δίπλα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («ὁμοῦ λύπας ἡδοναῑς παρατιθέναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>18.</b> [[παραβάλλω]], [[συγκρίνω]] για να βρω ομοιότητες ή διαφορές («τοῦτον μὲν οὖν ἐπίτηδες ἐκείνῷ παρεθήκαμεν», <b>Πλούτ.</b>)19. <b>μέσ.</b> [[καταθέτω]], [[εμπιστεύομαι]] σε κάποιον [[καθετί]] που μού ανήκει, [[καταθέτω]] για [[φύλαξη]] («τούτου τοῦ παραθεμένου τὰ χρήματα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>20.</b> <b>μέσ.</b> [[παραδίνω]] κάποιον στη [[φροντίδα]] άλλου («παρατίθεσθαί τινι ὀρφανόν», Αρρ.)<br /><b>21.</b> <b>μέσ.</b> [[εναποθέτω]], [[παραδίνω]] («[[πάτερ]], εἰς χεῑράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῡμὰ μου», ΚΔ)<br /><b>22.</b> <b>μέσ.</b> [[αποτολμώ]], [[διακινδυνεύω]], [[εκθέτω]] σε κίνδυνο («σφᾱς γὰρ παρθέμενοι [[κεφαλάς]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>23.</b> <b>μέσ.</b> [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] για κάποιο σκοπό, [[εφαρμόζω]] [[κάτι]] με δική μου [[πρωτοβουλία]] για κάποιο σκοπό («τὴν ὄψιν παρατιθέμενος ἐν τῷ διανοεῖσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>24.</b> <b>φρ.</b><br />α) «οἱ τὰ εὐτελέστερα παρατιθέμενοι» — αυτοί που τρέφονταν φτωχικά, με ελάχιστη [[δαπάνη]]<br />β) «παρατίθεμαι ἐκδόσεις» — [[παραθέτω]], [[αναφέρω]] τις εκδόσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τίθημι]] «[[τοποθετώ]]»].
|mltxt=δωρ. και ποιητ. τ. παρτίθημι, μτγν. τ. παρατίθω, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[θέτω]], [[τοποθετώ]] [[κοντά]] ή [[μπροστά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[παραθέτω]], [[προσφέρω]], [[σερβίρω]] [[φαγητό]] (α. «ἀφοῦ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψεται καὶ κάτζει», Πρόδρ.<br />β. «θεὰ παρέθηκε τράπεζαν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θέτω]] [[μπροστά]] μου ή [[κοντά]] μου, [[δίνω]] [[εντολή]] να τοποθετήσουν [[κοντά]] μου [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. της μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ παρατιθέντες</i><br />αυτοί που παρέθεταν τα φαγητά στο [[τραπέζι]], οι σερβιτόροι<br /><b>3.</b> (το ουδ. της μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ παρατιθέμενα</i><br />τα προσφερόμενα φαγητά<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[θέτω]] ή [[δίνω]] [[εντολή]] να παρατεθεί [[τροφή]] [[μπροστά]] σε κάποιον<br /><b>5.</b> [[εναποθέτω]] [[τροφή]] [[πάνω]] στον τάφο ενός νεκρού («τῷ νεκρῷ πάντων παρτιθεῖ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[προσφέρω]], [[παρέχω]], [[δίνω]]<br /><b>7.</b> (για [[μητέρα]]) [[παρέχω]] τον μαστό για θηλασμό<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> [[δίνω]] όνομα σε [[χωριό]] ή [[τοποθεσία]] («[[οὗτος]] ἦν ὁ τῷ χωρίῳ τὸ [[ὄνομα]] παραθέμένος Κελεάς», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> [[εκθέτω]] αντικείμενα για [[πούλημα]]<br /><b>10.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («στεφάνους παρέθηκε καρήατι», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>11.</b> [[προβάλλω]], [[παρέχω]] εξηγήσεις [[μπροστά]] σε κάποιον<br /><b>12.</b> [[αναφέρω]], [[παρουσιάζω]] («[[ἄλλην]] παραβολὴν παρέθηκεν αὐτοῖς», ΚΔ)<br /><b>13.</b> <b>μέσ.</b> [[φέρω]] ή [[αναφέρω]] [[κάτι]] για [[υποστήριξη]] ή ως [[μαρτυρία]] («διὰ ταῦτα καὶ τὸν μῡθον παρεθέμεθα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>14.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[αναφέρω]], [[μνημονεύω]] («παρατίθεσθαι ἔννοιαν τινος», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>15.</b> [[αναφέρω]] [[περίπτωση]], [[παράδειγμα]]<br /><b>16.</b> <b>πάπ.</b> [[συνιστώ]] με συστατική [[επιστολή]]<br /><b>17.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[δίπλα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («ὁμοῦ λύπας ἡδοναῑς παρατιθέναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>18.</b> [[παραβάλλω]], [[συγκρίνω]] για να βρω ομοιότητες ή διαφορές («τοῦτον μὲν οὖν ἐπίτηδες ἐκείνῷ παρεθήκαμεν», <b>Πλούτ.</b>)19. <b>μέσ.</b> [[καταθέτω]], [[εμπιστεύομαι]] σε κάποιον [[καθετί]] που μού ανήκει, [[καταθέτω]] για [[φύλαξη]] («τούτου τοῦ παραθεμένου τὰ χρήματα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>20.</b> <b>μέσ.</b> [[παραδίνω]] κάποιον στη [[φροντίδα]] άλλου («παρατίθεσθαί τινι ὀρφανόν», Αρρ.)<br /><b>21.</b> <b>μέσ.</b> [[εναποθέτω]], [[παραδίνω]] («[[πάτερ]], εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῡμὰ μου», ΚΔ)<br /><b>22.</b> <b>μέσ.</b> [[αποτολμώ]], [[διακινδυνεύω]], [[εκθέτω]] σε κίνδυνο («σφᾱς γὰρ παρθέμενοι [[κεφαλάς]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>23.</b> <b>μέσ.</b> [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] για κάποιο σκοπό, [[εφαρμόζω]] [[κάτι]] με δική μου [[πρωτοβουλία]] για κάποιο σκοπό («τὴν ὄψιν παρατιθέμενος ἐν τῷ διανοεῖσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>24.</b> <b>φρ.</b><br />α) «οἱ τὰ εὐτελέστερα παρατιθέμενοι» — αυτοί που τρέφονταν φτωχικά, με ελάχιστη [[δαπάνη]]<br />β) «παρατίθεμαι ἐκδόσεις» — [[παραθέτω]], [[αναφέρω]] τις εκδόσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τίθημι]] «[[τοποθετώ]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:46, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρατίθημι Medium diacritics: παρατίθημι Low diacritics: παρατίθημι Capitals: ΠΑΡΑΤΙΘΗΜΙ
Transliteration A: paratíthēmi Transliteration B: paratithēmi Transliteration C: paratithimi Beta Code: parati/qhmi

English (LSJ)

Dor. and poet. παρτίθημι (late forms from A παρατίθω PMag.Par.1.333, Tab.Defix.Aud. 26.27); 3sg. παρτιθεῖ, παρατιθεῖ, Od. 1.192, Hdt.4.73: impf. παρετίθει Ar.Ach.85, Eq.1223: aor. Act. παρέθηκα, Med. παρεθέμην: pf. παρατέθεικα: in Att. παράκειμαι generally serves as the Pass.:—place beside, πὰρ δὲ τίθει δίφρον Od. 21.177, cf. 182 (tm.), Berl.Sitzb. 1927.167 (Cyrene), etc.; [εἰκόσι] κόσμον OGI90.40 (Rosetta, ii B. C.). b. freq. of meals, set before, serve up, σφιν δαῖτ' ἀγαθὴν παραθήσομεν Il. 23.810, cf. 9.90 (tm.); ἥ οἱ βρῶσίν τε πόσιν τε παρτιθεῖ Od.1.192; πὰρ δ' ἐτίθει σπλάγχνων μοίρας 20.260; [νῶτα βοὸς] γέρα πάρθεσαν αὐτῷ 4.66; νῦν οἱ παράθες ξεινήϊα καλά Il.18.408; ξείνιά τ' εὖ παρέθηκεν 11.779, cf. Od.9.517 (tm.); θεὰ παρέθηκε τράπεζαν 5.92: c. gen., τῷ νεκρῷ πάντων παρατιθεῖ Hdt. 4.73, cf. 1.119 (Pass.); παρετίθεσαν ἐπὶ τὴν τράπεζαν κρέα X.An.4.5.31; οἱ παρατιθέντες the serving men, Id.Cyr.8.8.20; τὰ παρατιθέμενα = meats set before one (with or without βρώματα), ib.2.1.30, 5.2.16: in Com., Ar.Ach.85, Eq.52,57, Aristomen. 12, etc.; of a sacrificial meal, σκέλος τοῦ πράτου βοὸς παρθέντω τῷ θιῷ IG42(1).41.11 (Epid., v/iv B. C.). c. of a mother, put to the breast, Sor. 1.105. 2. generally, provide, furnish, αἲ γὰρ ἐμοὶ… θεοὶ δύναμιν παραθεῖεν (v.l. περιθεῖεν) oh that they would place power at my disposal!, Od.3.205; π.ἑκάστων τῶν σοφῶν ἀπογεύσασθαι, i. e. π. ἕκαστα τὰ σοφὰ ὥστε ἀπογεύσασθαι αὐτῶν, Pl.Tht. 157c; π. αὐτοῖς… ἀναγιγνώσκειν… ποιήματα Id.Prt. 325e:—Med., expose for sale, Arist.HA622b34. 3. place upon, στεφάνους παρέθηκε καρήατι Hes. Th.577 (nisi leg. περίθηκε). 4. lay before one, explain, X.Cyr.1.6.14; π. ἔν τισι ὡς οὐ χρή. . POxy. 2110.6 (iv A. D.); allege, produce, Is.9.32; ὑποδείγματα Phld. Mus. p.79 K.; παραβολὴν π. αὐ τοῖς Ev.Matt. 13.24:—Med., v. infr. B. 5. 5. put or provide side by side, ὁμοῦ λύπας ἡδοναῖς π. Pl.Phlb. 47a; παρατεθείσης τῆς ἀπολογίας (sc. τῇ κατηγορίᾳ) Demad.6; set side by side, compare, τινά τινι Plu.Demetr.12. b. Gramm., place side by side, juxtapose (opp. συντίθημι form a compound), A.D.Pron.42.5, al. (Pass.). 6. deposit, = παρακατατίθημι, Charito 8.4 (s.v.l.), v. infr. B. 2. B. Med., set before oneself, have set before one, ἐπὴν δαΐδας παραθεῖτο Od. 2.105 codd., cf. 19.150, 24.140; σκύφος παραθέσθαι E.Cyc. 390; τράπεζαν Περσικήν Th. 1.130; σῖτον X.Cyr.8.6.12; οἱ τὰ εὐτελέστερα παρατιθέμενοι those who fare less sumptuously, Id.Hier.1.20; have meat set before others, ἠῶθεν δέ κεν ὔμμιν ὁδοιπόριον παραθείμην Od. 15.506; provide for oneself, supply oneself with, παρετίθεντο τῶν ἀναγκαίων πρὸς τὸν πόλεμον, ὅσαPlu.Per.26. 2. deposit what belongs to one in another's hands, give in charge, τοῦ παραθεμένου τὰ χρήματα Hdt.686. β'; τὴν οὐσίαν ταῖς νήσοις π. X.Ath. 2.16; τῶν ἀβακείων ἃ παρεθέμεθα παρ' αὐτῷ PCair.Zen. 71 (iii B. C.), cf. Plb. 3.17.10, PGrenf. 1.14.1 (ii B. C.), etc.; deposit deeds or documents, POxy. 237 iv 38 (ii A. D.), etc.; give a person in charge to, τινὶ ὀρφανόν Arr. Epict.2.8.22; commend or commit into another's hands, εἰς χεῖράς σου τὸ πνεῦμα Ev.Luc.23.46; τινὰς τῷ Κυρίῳ Act.Ap.14.23, cf. 20.32, 1 Ep.Pet.4.19; commend by a letter of introduction, PGiss.88.5 (ii A. D.). b. store up in one's mind, ἅ τις ὁρᾷ π. παρ' αὑτῷ Plot.4.4.8. 3. venture, stake, hazard, σφὰς γὰρ παρθέμενοι κεφαλάς Od.2.237; τοίτ' ἀλόωνται ψυχὰς παρθέμενοι 3.74, cf. Tyrt. 12.18. 4. apply something of one's own to a purpose, employ it, ὄψιν ἐν τῷ διανοεῖσθαι Pl.Phd.65e. 5. cite in one's own favour, cite as evidence or cite as authority, π. μῦθον, παράδειγμα, Id.Plt. 275b, 279a; ἀντίγραφον [ἐπιστολῆς] BGU1004.12 (iii B. C.); ἀποδείξεις Wilcken Chr.77.5 (ii A. D.); ψήφισμα Plu.2.833e, cf. D. Chr.17.10, Ath.11.479c, Porph.Abst. 1.3, etc.; mention, ἔννοιάν τινος A.D.Synt.65.9; ἐκδόσεις π. quote editions, Id.Pron.89.22: abs., quote instances, ib. 52.7,al.:—rarely in Act., λέξεις π. D.H.Dem.37, v.l. in Id.Comp.23. 6. affix, apply a name, τῷ χωρίῳ ὄνομα Paus. 2.14.4. 7. explain, allege, Wilcken Chr. 20 iii 12 (ii A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 503] (s. τίθημι), 1) daneben-, davorstellen; bes. – a) der eigentliche Ausdruck von Speisen, vorsetzen, sowohl in tmesi, παρὰ δέ σφι τίθει δαῖτα Il. 9, 90, λαρὸν παρὰ δεῖπνον ἔθηκας 19, 316, u. öfter in der Od., – als in der zusammengesetzten Form, σὺ μὲν νῦν οἱ παράθες ξεινήϊα καλά Il. 18, 408, θεὰ παρέθηκε τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα Od. 5, 92, νῶτα βοὸς πάρθεσαν αὐτῷ, 4, 66, παρτιθεῖ 1, 192; so auch Folgde; vgl. Ar. Ach. 85. 789 Equ. 1223; τραγήματά που παραθήσομεν, Plat. Rep. II, 372 d; τράπεζαν Περσικήν, Thuc. 1, 130; absol. Xen. Cyr. 8, 8, 20; Arist. pol. 1, 6 u. sonst; auch im med., sich Speise vorsetzen, Xen. Cyr. 8, 6, 12; vgl. Eur. σκύφος τε κισσοῦ παρέθετο, Cycl. 390; δευτέρας τραπέζας παρετίθετο πολυτελεῖς, Pol. 39, 2, 11. – Im weiteren Sinne, vorlegen, παρατιθέασιν αὐτοῖς ἀναγιγνώσκειν ποιητῶν ἀγαθῶν ποιήματα, Plat. Prot. 325 e, zu lesen geben, vgl. Theaet. 157 c παρατίθημι ἑκάστων τῶν σοφῶν ἀπογεύσασθαι; – und übh. darreichen, gewähren, auch med., ἠῶθεν δέ κεν ὔμμιν ὁδοιπόριον παραθείμην, Od. 15, 505; – δύναμίν τινι, Einem Macht beilegen, ertheilen, 3, 205. – b) aufsetzen, στεφάνους παρέθηκε καρήατι, Hes. Th. 577. – c) bei Jemandem als Pfand niederlegen, Einem Etwas zum Aufbewahren geben, τινί τι, Sp.; häufiger im med., παραθέμενος τὰ χρήματα, Her. 6, 86; τὴν οὐσίαν ταῖς νήσοις παρατίθενται, Xen. Ath. 2, 16; Pol. 33, 12, 3 u. A. (vgl. παρακατατίθημι). – d) daneben-, zusammenstellen, um zu vergleichen, τοῦτον ἐπίτηδες ἐκείνῳ παρεθήκαμεν, Plut. Demetr. 12; πρός τινα, Luc. Prom. 15. – e) vorlegen, auseinandersetzen in der Rede, διῆλθές μοι παρατιθεὶς ἕκαστον, Xen. Cyr. 1, 6, 14; Folgde; auch im med., Luc. Alex. 21. – 2) med.; – a) neben sich hinstellen, δαΐδας, Od. 2, 105. 19, 150. 24, 140; u. von Speisen, sich vorsetzen lassen, zu sich nehmen, vgl. 1 a. – b) als Zeugen, als Beweis für sich anführen, bes. Beweisstellen für sich u. seine Meinung citiren, παράδειγμα σμικρότατον παραθέμενος, Plat. Polit. 279 a; u. bes. bei Sp., ὡς Νίκανδρός φησιν, παρατιθέμενος τὸ ἐκ Νεφελῶν Ἀριστοφάνους, Ath. XI, 479 c; Plut. u. oft bei Gramm., zuweilen auch im act., vgl. Schäf. ad D. Hal. C. V. p. 84. 359, melet. crit. p. 25. – c) für sich bei Seite legen, aufbewahren, aufsparen (vgl. 1 c), τὰ χρήματα παρετίθετο εἰς τὰς ἰδίας ἐπιβολάς, Pol. 3, 17, 10; Sp., bes. N. T. – d) daran setzen, aufs Spiel setzen, κεφαλάς, ψυχὰς παρθέμενοι, die Köpfe, das Leben daran setzend, Od. 2, 237. 9, 255; Tyrt. 3, 18 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

placer auprès :
1 offrir, présenter : δίφρον OD un siège ; τράπεζαν OD placer la table devant celui qu’on veut traiter, particul. faire servir sur la table, acc. ; abs. οἱ παρατιθέντες XÉN ceux qui servent à table, les servants ; τὰ παρατιθέμενα XÉN les mets servis sur la table;
2 présenter, offrir τινά τινι IL, OD qch à qqn ; fig. exposer, raconter, acc.;
3 procurer : δύναμίν τινι OD la puissance à qqn;
4 mettre à côté ; mettre en parallèle, comparer τινά τινι, τι πρός τι une personne ou une chose à une autre;
Moy. παρατίθεμαι placer devant soi ou faire placer devant soi, d'où
1 se servir ou se faire servir des mets sur la table, se faire présenter (des flambeaux, etc.);
2 déposer qch de soi ou pour soi, déposer en garde ou en gage : τὰ χρήματα HDT sa fortune ; τὴν οὐσίαν τινί XÉN son avoir entre les mains de qqn ; en gén. remettre, confier, recommander : τί τινι confier qch à qqn;
3 produire au jour, citer, alléguer : τι qqe preuve ou témoignage;
4 mettre de côté pour soi, mettre en réserve : τι qch;
5 exposer à un risque : κεφαλήν OD ou ψυχήν OD sa tête ou sa vie.
Étymologie: παρά, τίθημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-τίθημι, poët. ook παρτίθημι, praes. 3 sing. παρτιθεῖ; aor. 3 plur. πάρθεσαν; ptc. aor. med. παρθέμενοι; als perf. pass. παράκειμαι met acc. ernaast zetten, erbij zetten:; πὰρ δὲ τίθει δίφρον hij zette er een zetel bij Od. 21.177; vooral voorzetten, opdienen:; σῖτον ταμίη παρέθηκε φέρουσα de huishoudster bracht het voedsel en diende het op Od. 1.139; pass..; τὰ παρατιθέμενα βρώματα de voorgezette spijzen Xen. Cyr. 5.2.16; ptc. subst..; ( οἱ ) παρατιθέντες de bedienden, de obers, de kellners Xen. Cyr. 8.8.20; voorzetten, voorleggen:. παρατίθημι ἑκάστων τῶν σοφῶν ἀπογεύσασθαι ik geef van alle wijze schrijvers iets te proeven Plat. Tht. 157c; ἄλλην παραβολὴν παρέθηκεν αὐτοῖς hij hield hun een andere parabel voor NT Mt. 13.24. ter beschikking stellen, met acc. en dat.: αἲ γὰρ ἐμοὶ τοσσήνδε θεοὶ δύναμιν παραθεῖεν mochten de goden mij zoveel kracht geven Od. 3.205; παρατιθέασιν αὐτοῖς... ἀναγιγνώσκειν... ποιήματα ze geven hun dichtwerken te lezen Plat. Prot. 325e. overdr. naast... zetten, vergelijken, met acc. en dat.: λύπας ἡδοναῖς παρατιθέναι pijn en genot naast elkaar plaatsen Plat. Phlb. 47a; τοῦτον μὲν οὖν ἐπίτηδες ἐκείνῳ παρεθήκαμεν hem hebben we dus met opzet met die ander vergeleken Plut. Demetr. 12.9. med. voor zich neerzetten:. ἐπεὶ δαΐδας παραθεῖτο nadat zij toortsen bij zich had laten zetten Od. 2.105; παρετίθεντο τῶν ἀναγκαίων... ὅσα μὴ πρότερον εἶχον zij voorzagen zich van alle benodigdheden die ze vroeger niet hadden Plut. Per. 26.3. in bewaring geven, toevertrouwen (aan):; τοῦ παραθεμένου τὰ χρήματα van degeen die het geld in bewaring had gegeven Hdt. 6.86β.1; met dat..; πιστῷ κτίστῃ παρατιθέσθωσαν τὰς ψυχὰς αὐτῶν zij moeten hun leven toevertrouwen aan de Schepper, op wie zij vertrouwen NT 1 Pet. 4.19; overdr. aan een risico blootstellen:. ψυχὰς παρθέμενοι hun leven op het spel zettend Od. 3.74. aanvoeren (als bewijs):. μήτε τὴν ὄψιν παρατιθέμενος ἐν τῷ διανοεῖσθαι zonder bij het denken de visuele waarneming te betrekken Plat. Phaed. 65e; τὸν μῦθον παρεθέμεθα wij hebben het verhaal aangevoerd Plat. Plt. 275b; παρατίθεσθαι τοὺς ἱστοροῦντας zijn bronnen aanhalen Plut. Arist. 26.4.

Russian (Dvoretsky)

παρατίθημι: эп. παρτίθημι
1) класть возле, ставить перед, подавать (τράπεζαν Hom., NT; τραγήματα Plut.): οἱ παρατιθέντες Xen. прислуживающие за столом; τὰ παρατιθέμενα (βρώματα) Xen., Arst. подаваемые яства; παραθέσθαι σῖτον Xen. велеть подать себе кушанья; οἱ τὰ εὐτελέστερα παρατιθέμενοι Xen. те, которые питаются (более) скромно;
2) возлагать (στέφανον καρήατι Hes.);
3) предлагать, представлять, преподносить (ξεινήϊα καλά τινι Hom.; παραβολήν τινι NT; π. ἀπογεύσασθαί τινος Plat.): παράδειγμα παραθέσθαι Plat. привести (от себя) пример;
4) придавать, даровать, предоставлять (τοσσήνδε δύναμίν τινι Hom.): ᾧ παρέθεντο πολύ, περισσότερον αἰτήσουσιν αὐτόν NT кому много дано, с того больше и взыщут;
5) med. вкладывать, вверять, отдавать на хранение (τὰ χρήματα Her., Polyb.; τὴν οὐσίαν ταῖς νήσοις Xen.; ἐν χεῖράς τινός τι NT);
6) (в игре) ставить, рисковать, перен. подвергать риску или опасности (κεφαλάς, ψυχάς Hom.);
7) med. прилагать, применять: τὴν ὄψιν π. ἐν τῶ διανοεῖσθαι Plat. применять свое зрение к мышлению, т. е. основывать мышление на зрительных впечатлениях.

English (Autenrieth)

παρτιθεῖ, fut. παραθήσομεν, aor. παρέθηκα, 3 pl. πάρθεσαν, subj. παραθείω, opt. παραθεῖεν, imp. παράθες, mid. aor. 2 opt. παραθείμην, part. παρθέμενοι: place or set by or before one, esp. food and drink; then in general, afford, give; δύναμιν, ξείνιά τινι, Il. 11.779; mid., set before oneself, have set before one; fig., put up as a stake, wager, risk, stake; κεφαλάς, ψῦχάς, β 23, Od. 3.74.

English (Strong)

from παρά and τίθημι; to place alongside, i.e. present (food, truth); by implication, to deposit (as a trust or for protection): allege, commend, commit (the keeping of), put forth, set before.

English (Thayer)

future παραθήσω; 1st aorist παρέθηκα; 2nd aorist subjunctive 3rd person plural παραθῶσιν, infinitive παραθεῖναι (R G); passive, present participle παρατιθέμενος; 1st aorist infinitive παρατεθῆναι (παρατίθεμαί; future παραθήσομαι; 2nd aorist 3rd person plural παρέθεντο, imperative παράθου (Homer down; the Sept. chiefly for שׂוּם;
1. to place beside, place near (cf. παρά, IV:1) or set before: τίνι τί, as a. food: τράπεζαν a table, i. e. food placed on a table, Diogn. 5,7 [ET]); τά παρατιθέμενα ὑμῖν (A. V. such things as are set before you), of food, Xenophon, Cyril 2,1, 30); singular to set before (one) in teaching (Xenophon, Cyril 1,6, 14; the Sept. τίνι παραβολήν, to set forth (from oneself), to explain: followed by ὅτι, Xenophon, respub. Athen. 2,16; Polybius 33,12, 3; Plutarch, Numbers 9; τί τίνι, a thing to one to be cared for, τινα τίνι, to commend one to another for protection, safety, etc., Diodorus 17,23); τάς ψυχάς to God, τό πνεῦμα μου εἰς χεῖρας Θεοῦ, Psalm 31:6>).

Greek Monolingual

δωρ. και ποιητ. τ. παρτίθημι, μτγν. τ. παρατίθω, ΜΑ
1. θέτω, τοποθετώ κοντά ή μπροστά σε κάποιον
2. παραθέτω, προσφέρω, σερβίρω φαγητό (α. «ἀφοῦ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψεται καὶ κάτζει», Πρόδρ.
β. «θεὰ παρέθηκε τράπεζαν», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. θέτω μπροστά μου ή κοντά μου, δίνω εντολή να τοποθετήσουν κοντά μου κάτι
2. (το αρσ. της μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ παρατιθέντες
αυτοί που παρέθεταν τα φαγητά στο τραπέζι, οι σερβιτόροι
3. (το ουδ. της μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ παρατιθέμενα
τα προσφερόμενα φαγητά
4. μέσ. θέτω ή δίνω εντολή να παρατεθεί τροφή μπροστά σε κάποιον
5. εναποθέτω τροφή πάνω στον τάφο ενός νεκρού («τῷ νεκρῷ πάντων παρτιθεῖ», Ηρόδ.)
6. προσφέρω, παρέχω, δίνω
7. (για μητέρα) παρέχω τον μαστό για θηλασμό
8. μέσ. δίνω όνομα σε χωριό ή τοποθεσίαοὗτος ἦν ὁ τῷ χωρίῳ τὸ ὄνομα παραθέμένος Κελεάς», Παυσ.)
9. μέσ. εκθέτω αντικείμενα για πούλημα
10. τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο («στεφάνους παρέθηκε καρήατι», Ησίοδ.)
11. προβάλλω, παρέχω εξηγήσεις μπροστά σε κάποιον
12. αναφέρω, παρουσιάζωἄλλην παραβολὴν παρέθηκεν αὐτοῖς», ΚΔ)
13. μέσ. φέρω ή αναφέρω κάτι για υποστήριξη ή ως μαρτυρία («διὰ ταῦτα καὶ τὸν μῡθον παρεθέμεθα», Πλάτ.)
14. (ενεργ. και μέσ.) αναφέρω, μνημονεύω («παρατίθεσθαι ἔννοιαν τινος», Απολλ. Δύσκ.)
15. αναφέρω περίπτωση, παράδειγμα
16. πάπ. συνιστώ με συστατική επιστολή
17. τοποθετώ κάτι δίπλα σε κάτι άλλο («ὁμοῦ λύπας ἡδοναῑς παρατιθέναι», Πλάτ.)
18. παραβάλλω, συγκρίνω για να βρω ομοιότητες ή διαφορές («τοῦτον μὲν οὖν ἐπίτηδες ἐκείνῷ παρεθήκαμεν», Πλούτ.)19. μέσ. καταθέτω, εμπιστεύομαι σε κάποιον καθετί που μού ανήκει, καταθέτω για φύλαξη («τούτου τοῦ παραθεμένου τὰ χρήματα», Ηρόδ.)
20. μέσ. παραδίνω κάποιον στη φροντίδα άλλου («παρατίθεσθαί τινι ὀρφανόν», Αρρ.)
21. μέσ. εναποθέτω, παραδίνωπάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῡμὰ μου», ΚΔ)
22. μέσ. αποτολμώ, διακινδυνεύω, εκθέτω σε κίνδυνο («σφᾱς γὰρ παρθέμενοι κεφαλάς», Ομ. Οδ.)
23. μέσ. μεταχειρίζομαι κάτι για κάποιο σκοπό, εφαρμόζω κάτι με δική μου πρωτοβουλία για κάποιο σκοπό («τὴν ὄψιν παρατιθέμενος ἐν τῷ διανοεῖσθαι», Πλάτ.)
24. φρ.
α) «οἱ τὰ εὐτελέστερα παρατιθέμενοι» — αυτοί που τρέφονταν φτωχικά, με ελάχιστη δαπάνη
β) «παρατίθεμαι ἐκδόσεις» — παραθέτω, αναφέρω τις εκδόσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + τίθημι «τοποθετώ»].

Greek Monotonic

παρατίθημι: ποιητ. παρ-τίθημι· βʹ και γʹ ενικ. -τιθεῖς, -τιθεῖ· παρατ. -ετίθεις, -ετίθει, αόρ. αʹ Ενεργ. παρέθηκα, παρακ. παρατέθεικα — Μέσ., αόρ. βʹ παρεθέμην, Επικ. μτχ. παρθέμενος· στους Αττ. παράκειμαι, γενικά λειτουργεί ως Παθ.·
Α. 1. τοποθετώ δίπλα, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· λέγεται για γεύματα, παραθέτω, σερβίρω, τί τινι, σε Όμηρ.· οἱ παραθέντες, αυτοί που προσφέρουν το γεύμα, σε Ξεν. — Παθ., τὰ παρατιθέμενα φαγητά που σερβίρονται μπροστά σε κάποιον, στον ίδ.
2. γενικά, προσφέρω, παρέχω, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.
3. τοποθετώ ψηλά, στεφάνους παρέθηκε καρήατι, σε Ησίοδ.
4. προβάλλω μπροστά σε κάποιον, εξηγώ, τί τινι, σε Ξεν., Κ.Δ.
5. συγκρίνω, τί τινι, σε Πλούτ. Β. Μέσ.,
1. τοποθετώ μπροστά μου, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. κ.λπ.
2. αφήνω ό,τι μου ανήκει στα χέρια άλλου, παραδίδω στη φροντίδα κάποιου, εμπιστεύομαι, εναποθέτω, σε Ηρόδ., Ξεν.· τι εἴς τινα ή τινά τινι, σε Καινή Διαθήκη
3. διακινδυνεύω, στοιχηματίζω, ριψοκινδυνεύω, παρθέμενοι κεφαλάς, ψυχάς, σε Ομήρ. Οδ.
4. εφαρμόζω κάτι για κάποιο σκοπό, τι ἔν τινι, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

παρατίθημι: ποιητ. παρτίθημι: β΄ καὶ γ΄ ἑνικ. -τιθεῖς, -τιθεῖ Ὀδ. Α. 192: παρατ. -ετίθεις, -ετίθει Ὅμ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 85, Ἱππ. 1223: ἐνεργ. ἀόρ. παρέθηκα, μέσ. παρεθέμην: πρκμ. παρατέθεικα· - παρ’ Ἀττ. καθόλου εἰπεῖν τὸ παράκειμαι χρησιμεύει ὡς παθητ. τοῦ παρατίθημι. Τοποθετῶ πλησίον, παραθέτω, παρ δὲ τίθει δίφρον Ὀδ. Φ. 177· οὕτω παρ’ Ἀττ. β) συχν. ἐπὶ φαγητῶν, παραθέτω, σφιν δαῖτ’ ἀγαθὴν παραθήσομεν Ἰλ. Ψ. 810, πρβλ. Ι. 90 ἣ οἱ βρῶσίν τε πόσιν τε παρτιθεῖ Ὀδ.· Α. 192· παρ’ δ’ ἐτίθει σπλάγχνων μοίρας Υ. 260 νῶτα βοὸς γέρα πάρθεσαν αὐτῷ Δ. 66· νῦν οἱ παράθες ξεινήια πολλὰ Ἰλ. Σ. 408· ξείνιά τ’ εὖ παρέθηκεν Λ. 779, πρβλ. Ὀδ. Ι. 517· θεὰ παρέθηκε τράπεζαν Ὀδ. Ε. 92· πρβλ. Ἡρόδ. 1. 119., 4. 73· παρετίθεσαν ἐπὶ τὴν τράπεζαν κρέα Ξεν. Ἀν. 4. 5, 31· οἱ παρατιθέντες, οἱ παρατιθέντες τὰ ἐδέσματα, οἱ ὑπηρετοῦντες εἰς τὴν τράπεζαν, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 8, 20· τὰ παρατιθέμενα, ἐδέσματα τιθέμενα ἐνώπιόν τινος (μετὰ τῆς λέξεως βρώματα ἢ ἄνευ αὐτῆς), αὐτόθι 2. 1, 30., 5. 2, 16· συχνότατα παρὰ τοῖς κωμ., ἴδε Ἀριστοφ. Ἀχ. 85, Ἱππ. 52. 57, κ. ἀλλ., καὶ τοῦ Meineke τοὺς Πίνακας εἰς τὰ Κωμικ. Ἀποσπ. 2) καθόλου, προσφέρω, παρέχω, πορίζω, αἳ γὰρ ἐμοὶ τοσσήνδε θεοὶ δύναμιν παραθεῖεν, εἴθε νὰ μοὶ ἔδιδον οἱ θεοὶ τόσην δύναμιν, Ὀδ. Γ. 205· παρατίθημι ἑκάστων τῶν σοφῶν ἀπογεύσασθαι, δηλ., παρατίθημι ἕκαστα τὰ σοφὰ ὥστε ἀπογεύσασθαι αὐτῶν, Πλάτ. Θεαίτ. 157C· οὕτω, π. αὐτοῖς ... ἀναγιγνώσκειν ... ποιήματα ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 325Ε· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐκθέτω εἰς πώλησιν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 2. 3) ἐπιτίθημι, στεφάνους παρέθηκε καρήατι Ἡσ. Θεογ. 577. 4) προβάλλω ἐνώπιόν τινος, προτείνω, ἐξηγοῦμαι, τινί τι Ξεν. Κύρ. 1. 6,· 14· ἀναφέρω, παρουσιάζω, Ἰσαῖ. 78. 13· ἄλλην παραβολὴν παρέθηκεν αὐτοῖς λέγων Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 24· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἴδε κατωτ. Β. 5. 5) τίθημί τι πλησίον ἑτέρου, ἢ τὰ διακεκριμένα συγχεῖν καὶ ὁμοῦ λύπας ἡδοναῖς παρατιθέναι Πλάτ. Φίληβ. 47Α, πρβλ. Δημάδ. 179. 16· ― παραθέτω, παραβάλλω, συγκρίνω, τινί τι Πλουτ. Δημήτρ. 12· τι πρός τι Λουκ. Προμ. 15. Β. Μέσ., θέτω ἐμπρὸς μου ἢ πλησίον μου, κελεύω νὰ θέσωσι πλησίον μου, ἐπεὶ δαΐδας παραθεῖτο Ὀδ. Β. 105, πρβλ. Τ. 150, Ω. 140· παραθέσθαι σκύφος Εὐρ. Κύκλ. 390· τράπεζαν Θουκ. 1. 130· σῖτον Ξεν. Κύρ. 8. 6, 12· οἱ τὰ εὐτελέστατα παρατιθέμενοι, οἱ τρεφόμενοι ἥκιστα πολυδαπάνως, ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρ. 1. 20· ― ὡσαύτως, παραθέτω ἢ διατάσσω νὰ παρατεθῇ τροφὴ ἐνώπιόν τινος, ἠῶθεν δέ κεν ὕμμιν ὁδοιπόριον παραθείμην Ὀδ. Ο. 506· προνοῶ δι’ ἐμαυτόν, ἐφοδιάζομαι μέ..., ὅσα... Πλουτ. Περικλ. 26. 2) καταθέτω εἰς χεῖραν ἄλλου ὅ,τι ἀνήκει εἰς ἐμέ, καταθέτω πρὸς φύλαξιν, τοῦ παραθεμένου τὰ χρήματα Ἡρόδ. 6. 86, 1· τὴν οὐσίαν ταῖς νήσοις π. Ξεν. Ἀθην. 2, 16, πρβλ. Πολύβ. 3. 17, 10, κτλ.· (ὅθεν παραθήκη)· ― ἀκολούθως, παραδίδω πρόσωπον εἰς τὴν φροντίδα τινός, τινί τινα Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 8, 22· συνιστῶ εἰς τὴν φροντίδα τινός, τι εἴς τινα Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 46· τινά τινι Πράξ. Ἀποστ. ιδ΄, 23, κ΄, 32. 3) ἀποτολμῶ, διακινδυνεύω, ἐμβάλλω εἰς κίνδυνον, σφὰς γὰρ παρθέμενοι κεφαλὰς Ὀδ. Β. 237· τοί τ’ ἀλόωνται ψυχὰς παρθέμενοι Γ. 74, Ι. 255· πρβλ. Τυρταῖ. 9. 18· ἴδε παραβάλλω ΙΙ. 1. 4) ἐφαρμόζω τι ἐξ ἰδίων μου πρός τινα σκοπόν, μεταχειρίζομαί τι, τι ἔν τινι Φαίδων 65Ε. 5) φέρωἀναφέρω τι εἰς ὑποστήριξιν τῶν λεγομένων μου, ἀναφέρω ὡς ἀπόδειξιν ἢ ὡς μαρτυρίαν, π. μῦθον, παράδειγμα Πλάτ. Πολιτικ. 275Β, 279Α· ψήφισμα Πλούτ. 2. 833D, κτλ.· συχνάκις παρ’ Ἀθην. καὶ τοῖς γραμματ.· ἐνίοτε ὡσαύτως ἐν τῷ ἐνεργ., Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 23. 6) προσάπτω ὄνομα, τῷ χωρίῳ ὄνομα Παυσ. 2. 14, 4.

Middle Liddell

poet. παρ-τίθημι 2nd sg. -τιθεῖς 3rd sg. -τιθεῖ imperf. -ετίθεις imperf. -ετίθει aor1 act. παρέθηκα perf. παρατέθεικα Mid., aor2 παρεθέμην epic part. παρθέμενος
1. in attic παράκειμαι generally serves as the Pass.:— to place beside, Od., attic:—of meals, to set before, serve up, τί τινι Hom.; οἱ παρατιθέντες the serving-men, Xen.:—Pass., τὰ παρατιθέμενα meats set before one, Xen.
2. generally, to offer, provide, Od., Plat.
3. to place upon, στεφάνους παρέθηκε καρήατι Hes.
4. to lay before one, explain, τί τινι Xen., NTest.
5. to compare, τί τινι Plut.
B. Mid. to set before oneself, have set before one, Od., Thuc., etc.
2. to deposit what belongs to one in another's hands, give in charge, commit, Hdt., Xen.; τι εἴς τινα or τινά τινι NTest.
3. to venture, stake, hazard, παρθέμενοι κεφαλάς, ψυχάς Od.
4. to employ something of one's own, τι ἔν τινι Plat.

Chinese

原文音譯:parat⋯qhmi 爬拉-提帖米
詞類次數:動詞(19)
原文字根:在旁-安放
字義溯源:交託,擺在旁邊,擺在面前,擺上,設,擺,擺開,安放在前,置於前,託,委託,示範,陳明;由(παρά)*=旁,出於)與(τίθημι)*=設立,放)組成。
同義字:1) (παρατίθημι)交託 2) (παριστάνω / παρίστημι)站在旁邊,獻給 3) (συνιστάω / συνίστημι)並列
出現次數:總共(19);太(2);可(4);路(5);徒(4);林前(1);提前(1);提後(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 他⋯設(2) 太13:24; 太13:31;
2) 我⋯交託(2) 徒20:32; 提前1:18;
3) 交託(2) 徒14:23; 提後2:2;
4) 擺上(2) 路11:6; 徒16:34;
5) 他們⋯擺上的(1) 路10:8;
6) 我將⋯交(1) 路23:46;
7) 該⋯交託給(1) 彼前4:19;
8) 擺在⋯面前的(1) 林前10:27;
9) 擺在⋯面前(1) 路9:16;
10) 他們擺在⋯面前(1) 可6:41;
11) 擺開(1) 可8:7;
12) 託(1) 路12:48;
13) 陳明(1) 徒17:3;
14) 他們擺開(1) 可8:6;
15) 他們⋯面前(1) 可8:6