κοιλία
Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen
English (LSJ)
Ion. κοιλίη, ἡ, (κοῖλος)
A cavity of the body, i.e. thorax with abdomen, Hp.Art.46 (including ἡ ἄνω κοιλία = thorax, ἡ κάτω κοιλία = abdomen, acc. to Gal.15.896); τὰ κατὰ κοιλίαν νουσήματα diseases of the thoracic cavity, Hp.Aff.6.
2 belly, abdomen, Hdt.2.87, IG42(1).122.32 (Epid.), etc.: specified as ἡ κάτω κοιλία Ar.Ra.485, Hp.Ulc.3, Pl.Ti.73a, 85e, Arist.Somn.Vig.456a3, PA650a13, etc.; opp. ἡ ἄνω κοιλία, stomach, Pl.Ti.85e, Arist.PAl.c.; κοιλία alone freq. = stomach, Id.HA 489a2, etc.; of birds, Id.PA674b22; also, paunch or rumen of animals, Id.HA507b5: hence, of gluttons, δουλεύειν τῇ ἑαυτῶν κ. Ep.Rom.16.18, cf. Ep.Phil.3.19.
3 intestines, κ. κείνη Hdt.2.40, cf. 86,92, etc.; of animals, κ. ὑεία pig's tripe, Ar.Eq.356; κοιλίας ἥμισυ SIG1025.51 (Cos, iv/iii B.C.): pl., tripe and puddings, Ar.Eq.160, Pl.1169.
b phrases, κοιλίαν σκληρὰν ἔχειν to be costive, Theopomp.Com.62.2; κατὰ κοιλίαν νοσεῖν Com.Adesp.730; τὴν κοιλίαν λύειν to relax the bowels, Arist. Pr.863b29, 864b14; αἱ κ. λύονται, ἀναλύονται, ib.947b13, GA728a15; εὔλυτοί [εἰσι] Id.Pr.876b31; ἐὰν ἡ κ. στῇ Id.HA588a7; κ. καταρραγεῖσα Hp.Coac.126; [οἶνος] κοιλίας μαλακτικός, κοιλίας ἐφεκτικά, Mnesith. ap.Ath.1.33b, 2.59c; κοιλίαν ἐκλύειν, κοιλίαν ὑπάγειν, κοιλίαν μαλάσσειν, Dsc.2.72, 163, 171; κ. ῥέουσαι D.S.5.41.
4 excrement, esp.in pl., κ. συνεστηκυῖαι excrements of firm consistency, Hp.Aër.10; opp. κ. ἐφυγραινόμεναι Id.Epid.1.10; κ. ὑγρή Id.Prorrh.1.38; στερεὴ κοιλία, σκληρὴ κοιλία, Id.Acut.(Sp.) 56, Epid.4.23; οὔρησις καὶ κοιλίη μετρίως ἀχρόως ibid.
II any cavity in the body, ventricle, chamber, as in the lungs, heart, liver, brain, κ. αἱ τὸ πνεῦμα δεχόμεναι καὶ προπέμπουσαι Id.Art.41; ἡ δὲ καρδία ἔχει μὲν τρεῖς κ. Arist.HA496a4, cf. 513a27.
2 socket of a bone, Hp.Art.61.
3 supposed cavities inside the muscles, Erasistr. ap. Gal.4.375, 707, Antyll. ap.Orib.8.6.30, 7.9.4; cf. νηδύς.
4 womb, Hp.Mul.1.38, al., Ev.Jo.3.4.
III any hollow or cavity, in the earth, Arist.Mete.349b4, 350b23, al.; in the clouds, ib.369b2, al.
IV perhaps fingertip, Aret. SD1.8 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1466] ἡ, die Bauchhöhle, der Unterleib, der Bauch mit Allem, was darin ist, der Magen u. die Gedärme; Her. 2, 40. 86; κενῇ τῇ κοιλίᾳ ἐςδραμὼν εἶτα πάλιν ἐκθεῖ πλέᾳ Ar. Equ. 280, vgl. Vesp. 794; ἡ ἄνω καὶ ἡ κάτω, Arist. partt. anim. 2, 3 u. Medic.; so auch Ar. Ran. 485, ἡ καρδία ἐς τὴν κάτω μου κοιλίαν καθείρπ υσεν. – Bei Medic. = der Stuhlgang; dah. κοιλίαν λύειν, abführen, Ath. I, 32 c; κ. ῥέουσα, Durchfall, D. Sic. 5, 41; vgl. Arist. H. A. 8, 21. – Uebh. Höhlung, Vertiefung, Kanal, Hesych.; ἡ καρδία ἔχει τρεῖς κοιλίας, Herzkammern, Arist. H. A. 1, 17.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
propr. cavité, creux ; particul.
I. cavité du ventre ; d'où
1 ventre : ἡ κάτω κοιλία, le bas ventre, l'abdomen ; ἡ ἄνω κοιλία, ou abs. ἡ κοιλία, l'estomac proprement dit ; particul. estomac des ruminants, jabot des oiseaux;
2 les intestins;
3 p. suite selles, déjections du bas-ventre;
II. cavités dans diverses parties du corps, particul.
1 boîte crânienne;
2 cavité des poumons;
3 ventricule du cœur;
4 cavité où s'emboîte un os;
5 partie charnue d'un muscle;
6 partie intérieure et charnue des doigts;
7 pl. parties creuses du corps d'un animal mort, carcasse;
III. cavité, creux en gén.
Étymologie: κοῖλος.
NT: sein maternel
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοιλία -ας, ἡ, Ιon. κοιλίη [κοῖλος] lichaamsholte van borstkas tot buikholte buikholte, buik:; ἐν... ἔπλησαν τοῦ νεκρου τὴν κοιλίην zij vullen de buikholte van het lijk Hdt. 2.87.2; εἰς τὴν κάτω ἢ τὴν ἄνω κοιλίαν naar het onderste of het bovenste gedeelte van de buik Plat. Tim. 85e; τὴν ὀνομαζομένην κάτω κοιλίαν de zogenoemde onderbuik Plat. Tim. 73a; overdr.:; δουλεύειν τῇ ἑαυτῶν κοιλίᾳ slaaf zijn van hun eigen buik NT Rom. 16.18; εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρός naar de moederschoot NT Io. 3.4; overdr.:; ἐκ κοιλίας μητρός sinds de geboorte NT Act. Ap. 14.8; thorax. Hp. ingewanden:; ἐξ ὦν εἷλον τὴν κοιλίην πᾶσαν zij halen er dan alle ingewanden uit Hdt. 2.86.4; pens:; κοιλία ὑεία varkenspens Aristoph. Eq. 356; uitbr. stoelgang, ontlasting. Hp.
Russian (Dvoretsky)
κοιλία: ион. κοιλίη ἡ
1 брюшная полость, живот: κενῇ τῇ κοιλίᾳ Arph. с пустым животом, натощак;
2 внутренности (τὴν κοιλίην ἑλέειν Her.): κ. ὑεία Arph. свиные потроха;
3 желудок: ἀλεκτρυόνος κοιλίαν ἔχειν Arph. иметь петушиный желудок, т. е. переваривать все, что угодно; τὴν κοιλίαν λύειν Arst. очищать желудок; κ. ῥέουσα Diod. понос;
4 чрево, утроба (καρπὸς τῆς κοιλίας NT);
5 анат. полость, желудочек (sc. τῆς καρδίας Arst.);
6 пустота, полость (sc. τῆς γῆς Arst.): αἱ μεταξὺ κοιλίαι Arst. пустые промежутки.
English (Strong)
from koilos ("hollow"); a cavity, i.e. (especially) the abdomen; by implication, the matrix; figuratively, the heart: belly, womb.
English (Thayer)
κοιλίας, ἡ (κοῖλος hollow); the Sept. for בֶּטֶן, the belly; מֵעִים` the bowels; קֶרֶן, the interior, the midst of a thing; רֶחֶם, the womb; the belly: and
1. the whole belly, the entire cavity; hence ἡ ἄνω and ἡ κάτω κοιλία, the upper (i. e. the stomach) and the lower belly are distinguished; very often so in Greek writings from Herodotus down.
2. the lower belly, the alvine region, the receptacle of the excrement (Plutarch, symp. 7,1, 3under the end εἴπερ εἰς κοιλίαν ἐχώρει διά στομαχου πᾶν τό πινόμενον): the gullet (Latin stomachus): WH Tr marginal reading χορτασθῆναι ἐκ etc.); δουλεύειν τῇ κοιλία, to be given up to the pleasures of the palate, to gluttony (see δουλεύω, 2b.), ὧν ὁ Θεός ἡ κοιλία, κοιλίας ὄρεξις, the womb, the place where the foetus is conceived and nourished till birth: Sept.; very rarely in secular authors; Epictetus diss. 3,22, 74; of the uterus of animals, ibid. 2,16, 43); ἐκ (beginning from (see ἐκ, IV:1)) κοιλίας μητρός, אֵם מִבֶּטֶן, ἀπό κοιλίας μητρός; cf. Winer's Grammar, 33 (32))).
5. in imitation of the Hebrew בֶּטֶן, tropically, the innermost part of a Prayer of Manasseh, the soul, heart, as the seat of thought, feeling, choice (Sept. γαστήρ); Sept. ψυχή); Sept. σπλάγχνα); John 7:38.
Greek Monolingual
και κοιλία, η (AM κοιλία, Α ιων. τ. κοιλίη, Μ και κοιλία)
1. η περιοχή του ανθρώπινου σώματος που περιλαμβάνεται ανάμεσα στον θώρακα και στη λεκάνη και περικλείει τα σπλάγχνα, αλλ. γαστέρα («ἔπλησαν τοῦ νεκροῦ τὴν κοιλίην, οὔτε ἀναταμόντες αὐτὸν οὔτε ἐξελόντες τήν νηδύν», Ηρόδ.)
2. το στομάχι ή τα έντερα (α. «πρέπει να γεμίσω την κοιλιά μου για να μπορέσω να δουλέψω» β. «οὐ πλύνειν ἑᾶς τὰς κοιλίας πωλεῖν τε τοὺς ἀλλᾱντας», Αριστοφ.)
3. ονομασία διαφόρων κοιλοτήτων τών οργάνων του σώματος, όπως τών πνευμόνων, της καρδιάς, του εγκεφάλου κ.ά. (α. «κοιλίες της καρδιάς» — οι δύο κοιλότητες της καρδιάς στις οποίες συγκεντρώνεται το αίμα που προέρχεται από τους κόλπους και το οποίο εξωθείται κατά την καρδιακή συστολή από μεν τη δεξιά προς τους πνεύμονες από δε την αριστερή προς τις αρτηρίες του σώματος
β. «κοιλίες του εγκεφάλου» — κοιλότητες που βρίσκονται στο κέντρο τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων, του διάμεσου εγκεφάλου και του έσχατου εγκεφάλου
γ. «κοιλίες του λάρυγγα» — δύο κολπώματα της λαρυγγικής κοιλότητας
δ. «κοιλίαι αἱ τὸ πνεῦμα δεχόμενοι καὶ προπέμπουσαι», Ιπποκρ.)
4. η μήτρα (α. «εννιά μήνες σέ είχα στην κοιλιά μου» β. «ευλογημένος ο καρπός τῆς κοιλίας σου», ΚΔ)
νεοελλ.
1. το πρόσθιο τοίχωμα της γαστέρας («ο ομφαλός βρίσκεται στο κέντρο της κοιλιάς»)
2. κύρτωμα προς τα μέσα, ή εξόγκωμα ή προεξοχή (α. «έκανε κοιλιά ο τοίχος» β. «η κοιλιά του κανατιού»)
3. ζωολ. α) (στα σπονδυλόζωα) το τμήμα του κορμού που βρίσκεται μεταξύ του στήθους και της λεκάνης και προς το μέρος του εδάφους ή του βυθού
β) (στα αρθρόποδα) το οπίσθιο μέρος του σώματος, που περιέχει τα αναπαραγωγικά όργανα και το πίσω τμήμα του πεπτικού συστήματος
4. φυσ. τα σημεία ενός στάσιμου κύματος στο οποίο αντιστοιχεί μέγιστο πλάτος («κοιλία παλλόμενης χορδής»)
3. φρ. α) «κάνω κοιλιά»
i) γίνομαι κοιλαράς
ii) χάνω προς στιγμή την αποδοτικότητά μου, αποδιοργανώνομαι, χαλαρώνω
β) «πρέπει να έχεις μεγάλη κοιλιά» — πρέπει να είσαι υπομονετικός στην ενοχλητικότητα τών άλλων
γ) «έπεσε με την κοιλιά» — έπεσε μπρούμυτα
δ) (για επίτοκη γυναίκα) «είναι με την κοιλιά στο στόμα» — κοντεύει να γεννήσει
ε) «η ζωή του αρχίζει με την κοιλιά του και τελειώνει με την κοιλιά του» — έχει συνεχώς το μυαλό του στο φαγητό, είναι κοιλιόδουλος
4. παροιμ. α) «που δεν κουράσει γόνατα κοιλιά δεν θεραπεύει» — αυτός που αποφεύγει την κούραση μένει νηστικός
β) «η κοιλιά παραθύρια δεν έχει» — δεν μπορεί να γνωρίζει ο ένας τί τρώει ο άλλος
γ) «του παιδιού η κοιλιά κοφίνι και τρελός οπού του δίνει» — τα παιδιά τρώνε συνεχώς εφόσον βρίσκουν φαγητό
μσν.
1. σωθικά, ψυχή
2. (για πλοίο) τα ύφαλα
μσν.-αρχ.
φρ. «κοιλία Ἅδου» — ο κάτω κόσμος
αρχ.
1. ο θώρακας («τὰ κατὰ κοιλίαν νουσήματα» — τα νοσήματα της. θωρακικής κοιλότητας, Ιπποκρ.)
2. κοίλωμα οστού
3. κάθε κοιλότητα της γης
4. στον πληθ. αἱ κοιλίαι
α) τα περιττώματα, τα κόπρανα
β) υποθετικές κοιλότητες τών μυών
5. φρ. α) «κοιλίαν σκληρὰν ἔχω» — είμαι δυσκοίλιος
β) «κατά κοιλίαν νοσῶ» — μέ πονά η κοιλιακή χώρα
γ) «τήν κοιλίαν λύω» — προκαλώ κένωση του εντέρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος. Η λ. δήλωνε αρχικά κάθε κοιλότητα του σώματος, τελικά δε κατέληξε να σημαίνει κυρίως την κοιλότητα τών σπλάγχνων, την κοιλιά.
ΠΑΡ. κοιλιακός
αρχ.
κοιλίδιον, κοιλιτική
μσν.- νεοελλ.
κοιλιάρης, κοιλούλα
νεοελλ.
κοιλαράς, κοιλάτος, κοιλιάζω, κοιλιαίος, κοιλίτσα.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) κοιλιόδεσμος, κοιλιόδουλος
αρχ.
κοιλήπατα, κοιλιαλγώ, κοιλιοδαίμων, κοιλιολάτρης, κοιλιολυσία, κοιλιολυτώ, κοιλιοπώλης, κοιλιοστροφία, κοιλιοφορώ, κοιλιοφορώς
αρχ.-μσν.
κοιλιομανία
μσν.
κοιλέντερα, κοιλιολυτώ, κοιλιολυτικός, κοιλιοπονώ, κοιλιοπρήστης, κοιλιόσυρτος, κοιλιοχορδοφάσα
μσν.- νεοελλ.
κοιλιοδουλεία
νεοελλ.
κοιλάρφανος, κοιλεντερωτά, κοιλιάδελφοι, κοιλιαλγία, κοιλιογραφία, κοιλιοκάκη, κοιλιοκήλη, κοιλιοπτωσία, κοιλιοσκοπία, κοιλιοτομία, κοιλοπόνημα, κοιλοπάνια (τα), κοιλόπονος, κοιλοπονώ. (Β συνθετικό) πρόκοιλος
αρχ.
μεγαλόκοιλος, υδρόκοιλος
νεοελλ.
πονόκοιλος].
Greek Monotonic
κοιλία: Ιων. -ίη, ἡ (κοῖλος),
1. η μεγάλη κοιλότητα του σώματος, η κοιλία, Λατ. venter, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
2. εντόσθια, σπλάχνα, σε Ηρόδ.· κ. ὑεία, πατσάς χοίρου, σε Αριστοφ.· στον πληθ. πατσάς και κοιλίες, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλία: Ἰων. -ίη, ἡ, (κοῖλος) ὡς καὶ νῦν ἡ «κοιλιά», Λατιν. venter, abdomen, Ἡρόδ. 2. 87, Ἱππ., κτλ.· αὕτη διακρίνεται ἐνίοτε ὡς ἡ κάτω κ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 485, Πλάτ. Τίμ. 73Α, 85Ε, Ἀριστ., κτλ.· ἡ ἄνω κ., δηλ. ὁ στόμαχος καὶ ἡ περὶ αὐτὸν χώρα, ventriculus, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 3, 8, κ. ἀλλ.· ἀλλὰ κοιλία μόνον κεῖται ἐνίοτε ἀντὶ τοῦ στομάχου ὡς καὶ ἐπὶ τῶν διαφόρων μερῶν τοῦ ὅλου πεπτικοῦ συστήματος, ἴδε Bonitz Πίνακ. εἰς Ἀριστ. σελ. 396 κἑξ.· ― ὡσαύτως ἐπὶ τῆς μεγάλης κοιλίας τῶν μηρυκαστικῶν, ἐπὶ τοῦ προλόβου τῶν πτηνῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 9, π. Ζ. Μορ. 3. 14, 8. 2) τὰ ἔγκατα ἤ ἐντόσθια, Ἡρόδ. 2. 40, 86, 92· καλούμενας κοιλία κεινὴ (δηλ. κενὴ) ἐν 2. 40, ἔνθα ἴδε τὸν Schweigh.· ― ἐπὶ ζῴων, κ. ὑεία, «πατσὰ ἐκ κοιλίας χοίρου» (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου vulva), Ἀριστοφ. Ἱππ. 356· ὡσαύτως κατὰ πληθ., «πατσᾶς», κοιλία ἐφθή, αὐτόθι 160, Πλ. 1169· πρβλ. κοιλιοπώλης. β) φράσεις: κοιλίαν σκληρὰν ἔχειν, ἐπὶ δυσκοιλίων, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Φινεῖ» 1· κατὰ κοιλίαν νοσεῖν Κωμ. Ἀνών. 267· τὴν κ. λύειν, κινεῖν, Ἀριστ. Προβλ. 1. 40 καὶ 43· αἱ κ. λύονται, ἀναλύονται αὐτόθι 27, 1, π. Ζ. Γεν. 1. 20, 4· εὔλυτοί εἰσι Προβλ. 4. 3· ἡ κ. ἵσταται π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 12, 1· οἶνος κοιλίας μαλακτικὸς Ἀθήν. 33Β· ἐφεκτικὸς τῆς κ. ὁ αὐτ. 59Β. 3) ὡσαύτως τὰ περιττώματα, ἡ κόπρος, ἰδίως ἐν τῷ πληθ., κοιλίαι συνεστηκυῖαι, κόπρος σκληρά, Ἱππ. π. Ἀέρ. 287· ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ κ. ἐφυγραινόμεναι, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. 1. 948· οὕτω, κ. ὑγρὴ ὁ αὐτ. 70C· στερεή, σκληρὴ ὁ αὐτ. 406. 7., 1129Β· κ. καταρρήγνυται, κτλ., ὁ αὐτ.· οὔρησις καὶ κ. ἄχροος ὁ αὐτ. 1129C. ΙΙ. πᾶν κοίλωμα ἐν τῷ σώματι, κοιλότης, ὡς ἐν τοῖς πνεύμοσι, τῷ ἥπατι, τῷ ἐγκεφάλῳ κ. αἱ δεχόμεναι καὶ προπέμπουσαι τὸ πνεῦμα Ἱππ. π. Ἄρθρ. 807· ἡ δὲ καρδία ἔχει τρεῖς μὲν κοιλίας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17. 1., 3. 3, 9, κτλ. 2) τὸ κοίλωμα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827. 3) ὡς τὸ γαστήρ, τὸ μέσον σαρκῶδες μέρος τῶν μυῶν, Γαλην. 5. 366F. ΙΙΙ. καθόλου πᾶν κοίλωμα, πᾶσα κοιλότης ἐν τῇ γῇ, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 23 καὶ 26, κ.ἀλλ.· ἐν ταῖς νεφέλαις, αὐτόθι 2. 9, 7, κ.ἀλλ.
Middle Liddell
κοιλία, ἡ, κοῖλος
1. the large cavity of the body, the belly, Lat. venter, Hdt., Ar., etc.
2. the intestines, bowels, Hdt.; κ. ὑεία pig's tripe, Ar.; in plural tripe and puddings, Ar.
Chinese
原文音譯:koil⋯a 虧利阿
詞類次數:名詞(22)
原文字根:腔 相當於: (בֶּטֶן) (מֵעֶה)
字義溯源:腔,腹,肚腹,母腹,腹中,肚子,胃,子宮,懷,胎,懷胎,內部深處;源自(κοιλία)X*=空的,洞穴)。參讀 (γαστήρ)同義字
出現次數:總共(23);太(3);可(1);路(8);約(2);徒(2);羅(1);林前(2);加(1);腓(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 腹(8) 太19:12; 路1:15; 路1:41; 路1:44; 約3:4; 約7:38; 徒3:2; 加1:15;
2) 肚腹(7) 太12:40; 可7:19; 路15:16; 羅16:18; 林前6:13; 林前6:13; 腓3:19;
3) 肚子(3) 太15:17; 啓10:9; 啓10:10;
4) 腹中(1) 徒14:8;
5) 胎(1) 路23:29;
6) 懷(1) 路1:42;
7) 母腹(1) 路2:21;
8) 胎的(1) 路11:27