κῦμα
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
English (LSJ)
-ατος, τό, (κύω)
A anything swollen (as if pregnant): hence,
I wave, billow, of rivers as well as the sea, in sg. and pl.; κῦμα θαλάσσης Il.2.209, al.; κῦμα ῥόοιο 21.263; κῦμα διϊπετέος ποταμοῖο ib.268,326; κύματ' ἐπ' ἠϊόνος κλύζεσκον 23.61; κύματ' εὐρέϊ πόντῳ βάντ' ἐπιόντα τε S.Tr.114 (lyr.): less freq. in Prose, κύματος ἐπαναχώρησις Th.3.89: collectively, ὡς τὸ κῦμα ἔστρωτο = when the swell abated, Hdt.7.193, cf. Arist.Mete.344b35, al.
2 metaph., flood of men, κῦμα χερσαῖον στρατοῦ A.Th.64, cf. 114 (lyr.), 1083 (anap.).
b of the waves of adversity, etc., κῦμα ἄτης, κῦμα κακῶν, Id.Pr.886 (anap.), Th.758 (lyr.), E.Ion 927; συμφορᾶς Id.Hipp.824; κελαινοῦ κύματος πικρὸν μένος, of passion, A.Eu. 832; κῦμα κατακλυσμὸν φέρον νόσων Pl.Lg.740e.
c phrases: μάτην με κῦμ' ὅπως παρηγορῶν A.Pr.1001; πρὸς κῦμα λακτίζειν E.IT1396; ἐκ κυμάτων… γαλήν' ὁρῶ Id.Or.279; ἐπ' ῃόνι κύματα μετρεῖν Theoc. 16.60; ἀριθμεῖν τὰ κύματα Luc.Herm.84.
3 Archit., waved moulding, cyma, Λέσβιον κῦμα A.Fr.78.
II from κύω (as κύημα from κυέω), foetus, embryo, νεόσπορον Id.Eu.659; γέμουσαν κύματος θεοσπόρου E.Fr.106; of the earth, κῦμα λαμβάνειν A.Ch.128; δισσὸν κῦμ' ἐλόχευσε τέκνων AP6.200 (Leon.).
2 young sprout of plants, Thphr.HP1.6.9; especially of a cabbage, Gal.6.642.
German (Pape)
[Seite 1529] τό, von κύω, das Angeschwellte; – 1) die Welle, Woge; oft bei Hom. von dem bewegten Meere u. von der Brandung; κύματ' ἐπ' ἠϊονος κλύζεσκον Il. 23, 61; ἐπῶρσ' ἄνεμόν τε κακὸν καὶ κύματα μακρά Od. 5, 109, öfter, wie bei Pind. u. Tragg.; νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι Aesch. Spt. 192; κύματ' ἐν εὐρέϊ πόντῳ βάντ' ἐπιόντα τε Soph. Trach. 113; ἐκ κυμάτων γὰρ αὖθις αὖ γαλήν' ὁρῶ Eur. Or. 279; in Prosa; ὡς τὸ κῦμα ἔστρωτο Her. 7, 193; κῦμα διαφεύγειν, sprichwörtlich, Plat. Rep. V, 457 b. – Auch ἀριθμεῖν τὰ κύματα, Luc. Hermot. 84. – Von Luftwellen, Plut. Pompei. 25. – Oft übtr., βοᾷ γὰρ κῦμα χερσαίου στρατοῦ Aesch. Spt. 64, die Heereswogen, wie 108. 1069; bes. von heranwogendem Unglück, στυγνῆς πρὸς κύμασιν ἄτης Prom. 888, vgl. Eum. 796 Suppl. 120; ἴδεσθέ μ' οἷον ἄρτι κῦμα φοινίας ὑπὸ ζάλης ἀμφίδρομον κυκλεῖται Soph. Ai. 344; κακῶν, συμφορᾶς κῦμα, Eur. Ion 927 Hipp. 824. Aehnl. auch Plat., ἐὰν ἐπέλθῃ ποτὲ κῦμα κατακλυσμὸν φέρον νόσων Legg. V, 740 e. – 2) wie κύημα, die Frucht im Mutterleibe, die Geburt; τροφὸς δὲ κύματος νεοσπόρου Aesch. Eum. 629, wie αὖθις τῶνδε κῦμα λαμβάνει Ch. 126, den Keim empfangen; sp. D., δισσὸν κῦμα τέκνων Leon. Tar. 3 (VI, 200); θεοῦ βαρὺ κῦμα φέρουσαν Ap. Rh. 4, 1492. Auch bei Theophr. – Nach Galen. der Keim, junger Schoß des Kohls, der wie Spargel gegessen wurde. – In der Architektonik eine Verzierung, Hohlleiste, Aesch. fr. 70. S. κυμάτιον.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
litt. ce qui s'enfle, d'où
I. flot, vague :
1 p. anal. trouble violent de l'air agité comme les vagues;
2 fig. en parl. de pers. : κῦμα χερσαῖον στρατοῦ ESCHL le flot d'une armée de terre ; particul. avec idée de malheur κῦμα ἄτης ESCHL flot du malheur ; κελαινὸν κῦμα ESCHL le flot noir, càd la colère;
II. toute production :
1 fœtus;
2 fruit ou production de la terre.
Étymologie: R. Κυ, enfler, grossir ; v. κύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κῦμα -ατος, τό [~ κυέω, κύω] wat gezwollen is golf; meestal collect. golven, zee; zelden in proza; κύματος ἐπαναχώρησις het terugstromen van de zee Thuc. 3.89.4; overdr.: κῦμα... στρατοῦ een golf van krijgers Aeschl. Sept. 64; κακῶν κ. golf van ellende Eur. Ion 927; κοίμα κελαινοῦ κύματος πικρὸν μένος breng de donkere golf van uw bittere woede tot bedaren Aeschl. Eum. 832. kiem, spruit, foetus:. τροφεὺς δὲ κύματος νεοσπόρου de voedster van de pas gezaaide kiem Aeschl. Eum. 659.
Russian (Dvoretsky)
κῦμα: ατος τό Aesch., Anth. = κύημα.
ατος τό
1 тж. собир. волна, вал (θαλάσσης, ποταμοῖο Hom.; πλοῖον βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων NT; σάλος καὶ κ. ἐν τῷ ἀέρι Plut.): πρὸς κ. λακτίζειν Eur. плыть против волны;
2 перен. волна, наплыв, множество (στρατοῦ, κακῶν Aesch.);
3 архит. волнистый гребень карниза Aesch.
English (Autenrieth)
(κύω): wave, billow; κατὰ κῦμα, ‘with the current,’ Od. 2.429.
English (Slater)
κῡμα (κῦμα, -ατος, -α; -ατα, -άτων, -ασιν, -άτεσσιν.) wave, surge νῦν ψᾶφον ἑλισσομέναν ὁπᾷ κῦμα κατακλύσσει ῥέον (O. 10.9) ὠκυπόρους κυμάτων ῥιπὰς (P. 4.195) “χὠπόσαι ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς ψάμαθοι κύμασιν ῥιπαῖς τ' ἀνέμων κλονέονται” (P. 9.48) τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων λέγεται παντὶ μάλιστα δονεῖν θυμόν (N. 6.55) νᾶα κύματος fr. 1a. 4. ἦν γὰρ (sc. Δᾶλος) τὸ πάροιθε φορητὰ κυμάτεσσιν παντοδαπῶν ἀνέμων ῥιπαῖσιν fr. 33d. 2. ἁλὸς ἐπὶ κῦμα βάντες ἦλθον ἄγγελοι (Pae. 6.100) ἄστρα τε καὶ ποταμοὶ καὶ κύματα πόντου fr. 136. met., ἀλλὰ κοινὸν γὰρ ἔρχεται κῦμ' Ἀίδα (N. 7.31)
English (Strong)
from kuo (to swell (with young), i.e. bend, curve); a billow (as bursting or toppling): wave.
English (Thayer)
κυματος, τό (from κυέῶ to swell; Curtius, § 79; from Homer down), a wave (cf. English swell), especially of the sea or of a lake: R G Tr text brackets); κύματα ἄγρια, properly, θαλάσσης added, of impulsive and restless men, tossed to and fro by their raging passions, κλύδων.)
Greek Monolingual
το (AM κῡμα)
1. αλλεπάλληλο καμπυλωτό έπαρμα της επιφάνειας της θάλασσας ή ποταμού ή λίμνης (α. «μ' αρέσει να κολυμπώ όταν η θάλασσα έχει κύματα» β. «κύματα παφλάζοντα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. πλήθος ανθρώπων (α. «κύματα φανατικών οπαδών τών δύο ομάδων ξεχύθηκαν στους δρόμους» β. «βοᾷ γὰρ κῡμα χερσαῖον στρατοῦ», Αισχύλ.)
3. (συν. στον εν.) μτφ. φυσικό ή κοινωνικό ή ηθικό φαινόμενο, ατομικό ή κοινωνικό ελάττωμα ή πάθος, δυστυχία, επιδημία, συμφορά μεγάλης έντασης και με επιβλαβείς συνήθως συνέπειες (α. «νέο κύμα καύσωνα προέβλεψαν οι μετεωρολόγοι» β. «κύμα απεργιών προβλέπεται για τον άλλο μήνα» γ. «κύμα αγανάκτησης γέμισε την ψυχή μας» δ. «κύμα κατακλυσμὸν φέρον νόσων», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. φυσ. περιοδική διατάραξη ενός μέσου ή χώρου, διαδιδόμενη με ορισμένη ταχύτητα, η οποία μπορεί να έχει τη μορφή ταλάντωσης τών σωματιδίων του μέσου ή περιοδικής μεταβολής της θερμοκρασίας ή της πίεσής του ή μεταβολής του ηλεκτρικού, μαγνητικού ή οποιουδήποτε μη δυναμικού πεδίου του χώρου (α. «ηχητικό κύμα» β. «ηλεκτρομαγνητικό κύμα» γ. «σεισμικό κύμα»)
2. φρ. α) «έχω περάσει από σαράντα κύματα» — έχω αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες, έχω συναντήσει κι έχω ξεπεράσει πολλά εμπόδια
β) «εκπέμπουμε σε διαφορετικά μήκη κύματος» — δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, διαφέρουμε ριζικά
αρχ.
1. ανάγλυφο αυλάκι ή κοιλότητα που διακοσμεί την πρόσοψη οικοδομημάτων, αλλ. κυμάτιον
2. το έμβρυο που βρίσκεται στην κοιλιά, κύημα («τροφὸς δέ κύματος νεοσπόρου», Αισχύλ.)
3. βλαστάρι, φυτού και ειδ. της κράμβης
4. παροιμ. α) «πρὸς κῡμα λακτίζω» — ματαιοπονώ για πράγματα ή καταστάσεις που δεν αλλάζουν, Ευρ.
β) «αριθμῶ τὰ κύματα» ή «κύματα μετρὼ» — απρακτώ, δεν κάνω τίποτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυῶ.
ΠΑΡ. κυματίζω, κυμάτιο, κυματόεις, κυματώ, κυματώδης
αρχ.
κυμάς, κυματηρός, κυματίας, Κυμώ
αρχ.-μσν.
κυμαίνω
μσν.
κυματηδόν
νεοελλ.
κυματική, κυματούσα.
ΣΥΝΘ. κυματοειδής
αρχ.
κυματοαγής, κυματοβόλος, κυματοδρόμος, κυματολήγη, κυματοπλήξ, κυματότροφος, κυματοτρόφος, κυματοφθόρος, κυματωγή, κυμοδέγμων, κυμοδόκη, κυμοθαλής, κυμοθόη, κυμόκτυπος, κυμοπλήξ, κυμοπόλεια, κυμορρώξ, κυμοτόκος, κυμοτόμος
μσν.
κυμαγωγώ, κυματόκλυστος
νεοελλ.
κυματαγωγή, κυματάκι, κυματανάπαλση, κυματοβολή, κυματογενής, κυματογόνος, κυματόζωστος, κυματοθραύστης, κυματόθριξ κυματόπλαστος, κυματοφαγωμένος].
Greek Monotonic
κῦμα: -ατος, τό (κύω), οτιδήποτε εξογκωμένο (σαν «γκαστρωμένο»)· απ' όπου, I. α) «φούσκωμα» της θάλασσας, κύμα, σε Όμηρ. κ.λπ.· περιληπτικά, ὡς τὸ κῦμα ἔστρωτο, όταν το φούσκωμα είχε φύγει, σε Ηρόδ. β) μεταφ., λέγεται για πλήθος ανδρών, σε Αισχύλ.· μεταφ., κ. ἄτης, κακῶν, συμφορᾶς, στον ίδ., Ευρ.
II. το κυοφορούμενο στη μήτρα έμβρυο, σε Αισχύλ.· λέγεται για τη γη, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
κῦμα: τό, (κύω) πᾶν ὅτι εἶναι ἐξωγκωμένον (ὡς εἰ «ἐγκαστρωμένον»): ― ἐντεῦθεν, 1) τὸ «φούσκωμα» τῆς θαλάσσης, κῦμα, καὶ ἐπὶ ποταμῶν ὡσαύτως, καθ’ ἑνικ. καὶ πληθ., Ὅμ., κτλ., ἀλλ’ οὐχὶ συχνὸν παρὰ πεζολόγοις· κ. θαλάσσης Ἰλ. Β. 209, κ. ἀλλ.· κ. ῥόοιο Φ. 263· κ. Διιπετέος ποταμοῖο αὐτόθι 268, 326· κύματ’ ἐπ’ ἠιόνος κλύζεσκον Φ. 61· κύματ’ ἐν εὐρέϊ πόντῳ βάντ’ ἐπιόντα τε Σοφ. Τρ. 114· περιληπτικῶς, ὡς τὸ κῦμα ἔστρωτο, ὅταν τὰ κύματα εἶχον καταπέσει, Ἡρόδ. 7. 193, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 7, 12, κ. ἀλλ., καὶ ἴδε ἐπαναχώρησις. β) μεταφορ. ἐπὶ πλήθους ἀνθρώπων, κ. χερσαῖον στρατοῦ Αἰσχύλ. Θήβ. 64, πρβλ. 114, 1077. γ) παρὰ Τραγ., ὡσαύτως, μεταφ. ἐπὶ τῶν κυμάτων τῆς δυστυχίας, κτλ., κ. ἄτης, κακῶν, συμφορᾶς, κτλ., Αἰσχύλ. Πρ. 886, Θήβ. 758, Εὐρ. Ἴων 927, Ἱππ. 824· κελαινοῦ κύματος... μένος, ἐπί πάθους, Αἰσχύλ. Εὐμ. 832· κ. κατακλυσμὸν φέρον νόσων Πλάτ. Νόμ. 740Ε· πρβλ. πόντος, πέλαγος. δ) παροιμ., μάτην με κῦμ’ ὅπως παρηγορῶν Αἰσχύλ. Προμ. 1001· πρὸς κῦμα λακτίζειν Εὐρ. Ι. Τ. 1396· ἐκ κυμάτων γαλήν’ ὁρῶ ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 279· ἐπ’ ᾐόνι κύματα μετρεῖν Θεόκρ. 16. 60· ἀριθμεῖν τὰ κύματα Λουκ. Ἑρμότ. 84. 2) κυματοειδής τις γλυφὴ ἐπὶ τῶν οἰκοδομῶν ὡς κόσμημα, Λέσβιον κ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 72· πρβλ. κυμάτιον, ΙΙ. ἐκ τοῦ κύω (ὡς τὸ κύημα ἐκ τοῦ κυέω), τὸ ἐν τῇ κοιλίᾳ ἔμβρυον, νεόσπορον Αἰσχύλ. Εὐμ. 659· γέμουσαν κύματος θεοσπόρου Εὐρ. Ἀποσπ. 107· ὡσαύτως ἐπὶ τῆς γῆς, κ. λαμβάνειν Αἰσχύλ. Χο. 128· δισσὸν κῦμ’ ἐλόχευσε τέκνων Ἀνθ. Π. 6. 200. 2) τὸ νέον βλάστημα τῶν φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 9· ἰδίως κράμβης, Λατ. cyma, Γαλην. 6. 365.
Frisk Etymological English
-ατος
Grammatical information: n.
Meaning: 1. wave, breakers, also metaph. (Il.); 2. = κύημα foetus, embryo (A., E., AP), young sprout (Thphr., Gal.; Strömberg Theophrastea 79).
Compounds: Compp., e.g. κυματωγή < *κυματο-Ϝαγή breaking of the waves, beach (Hdt.); ἀ-κύμων without waves (Pi., Trag.), also without foetus (E.; oppos. ἐγ-κύμων att.); also ἄ-κυμος (E., Arist.), ἀκύματος (Trag. Adesp.) without waves.
Derivatives: Diminut. κυμάτιον the volute on the Ionic capital (inscr.); κυματ-ίης, -ίας m. causing waves, stormy (Ion. poet.), -ώδης (Arist.), -όεις (Arist., Opp.), -ηρός (Gloss.) full of waves. Denomin. 1. κυμαίνω, also with ἐκ- etc., rise in waves, swell (Il.) with κύμανσις (Arist.); also become pregnant (γαστέρα; late Epic); 2. κυματόομαι, -όω rise in waves, cover with waves (Th., Luc., Plu.) with -ωσις (Str.); 3. κυματίζομαι roll with the waves (Arist.).
Origin: IE [Indo-European] [593] *ḱuh₂- swell
Etymology: Here also Κυμώ f. name of a Nereide (Hes.); also Κύμη? (Kretschmer Glotta 24, 277ff.). As foetus κῦμα is the verbal noun of κυέω. The usual and old meaning wave must derive from a graphical interpretation. [Lat. cum-ulus heap cannot be cognate, as it would have long υ]. - A stem-variation (m: p) with OCS kupъ σωρός' (Specht KZ 68, 123) is impossible. However, one might doubt the explanation from swelling.
Middle Liddell
κῦμα, ατος, τό, [κύω]
anything swollen (as if pregnant):—hence,
I. the swell of the sea, a wave, billow, Hom., etc.; collectively, ὡς τὸ κῦμα ἔστρωτο when the swell abated, Hdt.
b. metaph. of a flood of men, Aesch.:—metaph., κ. ἄτης, κακῶν, συμφορᾶς Aesch., Eur.
II. the foetus in the womb, embryo, Aesch.; of the earth, Aesch.
Frisk Etymology German
κῦμα: -ατος
{kũma}
Grammar: n.
Meaning: 1. Welle, Woge, Brandung, auch übertr. (seit Il.); 2. = κύημα Leibesfrucht, Fötus (A., E., AP), Embryo, Sproß (Thphr., Gal.; Strömberg Theophrastea 79).
Composita: Kompp., z.B. κυματωγή < *κυματοϝαγή das Brechen der Wellen, Meeresstrand (Hdt. u. a.); ἀκύμων ohne Wellen (Pi., Trag. u. a.), auch ohne Fötus (E. u. a.; Gegensatz ἐγκύμων att.); auch ἄκυμος (E., Arist. u. a.), ἀκύματος (Trag. Adesp.) ohne Wellen.
Derivative: Ableitungen. Deminutivum κυμάτιον wellenartiger Teil des ionischen Säulenkapitells (Inschr. u.a.); κυματίης, -ίας m. Wellen schlagend, erregend (ion. poet.), -ώδης (Arist. u. a.), -όεις (Arist., Opp.), -ηρός (Gloss.) voll Wogen. Denominativa. 1. κυμαίνω, auch mit ἐκ- usw., wallen, wogen (seit Il.) mit κύμανσις (Arist.); auch schwanger werden (γαστέρα usw.; sp. Epik.); 2. κυματόομαι, -όω sich in Wogen auftürmen, überfluten (Th., Luk., Plu. u.a.) mit -ωσις (Str. usw.); 3. κυματίζομαι auf den Wogen rollen, mit den Wogen treiben (Arist. u. a.). — Hierher noch Κυμώ f. N. einer Nereide (Hes.); auch Κύμη? (Kretschmer Glotta 24, 277ff.).
Etymology: Im Sinn von Fötus fungiert κῦμα als Verbalnomen von κυέω. Die geläufige und alte Bed. Welle, Woge muß jedenfalls auf eine anschauliche Auffassung zurückgehen; das damit verwandte lat. cŭm-ulus Haufe läßt (wie für κύριος) auf vorgriechische Entstehung schließen. Das betreffende Verb (s. κυέω) hat entweder schon in idg. Zeit von schwanger sein aus einen allgemeinen Inhalt zunehmen, schwellen angenommen oder umgekehrt die (relativ) ursprüngliche Bed. schwellen auf die Schwangerschaft beschränkt (vgl. Porzig Satzinhalte 242). — An Stammwechsel (m: p) mit aksl. kupъ’σωρός’ (Specht KZ 68, 123) ist nicht zu denken. Abzulehnen Machek Stud. in hon. Acad. d. Dečev (Sofia 1958) 50: κῦμα Fötus zu čech. kmen ‘Baumstamm, -stumpf’.
Page 2,47-48
Chinese
原文音譯:kàma 去馬
詞類次數:名詞(5)
原文字根:波浪
字義溯源:巨浪,波浪,浪,混亂的象徵,不安靜;源自(κυρόω)X*=彎,大浪)
出現次數:總共(5);太(2);可(1);徒(1);猶(1)
譯字彙編:
1) 浪(3) 太14:24; 徒27:41; 猶1:13;
2) 波浪(2) 太8:24; 可4:37
English (Woodhouse)
billow, swell, wave, the young in the womb before birth, unborn babe
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό κύω (=φουσκώνω) κυέω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ κῦμα: κυμαίνω (=ἐξογκώνομαι), κύμανσις, διακύμανσις, ἀκύμαντος, κυματόεις, κυματοπλήξ, κυματῶ (=σκεπάζω μέ κύματα), κυματωγή (=ἀκτή, ὅπου σπάνουν τά κύματα), κυματώδης, κυμάτωσις, τρικυμία.
Translations
wave
Afrikaans: golf; Albanian: valë; Arabic: مَوْج; Egyptian Arabic: موج; Hijazi Arabic: موج; Aramaic Assyrian Neo-Aramaic: ܓܠܠܐ; Armenian: ալիք; Aromanian: undã, tãlazi, chimã, dalgã; Assamese: ঢৌ, লহৰ, তৰংগ; Asturian: onda; Azerbaijani: dalğa; Bashkir: тулҡын; Basque: olatu, uhin; Belarusian: хваля; Bengali: তরঙ্গ; Bikol Central: balod, hukol; Budukh: лапа; Bulgarian: вълна; Burmese: လှိုင်း, တံပိုး; Catalan: ona; Cebuano: balod; Chamicuro: olashi; Chinese Cantonese: 波浪; Dungan: лон; Mandarin: 波浪, 波, 浪; Min Nan: 波浪; Czech: vlna; Dalmatian: jonda; Danish: bølge; Dutch: golf, baar; Eastern Bontoc: challoyon, onchoschos-or ay chanom; Esperanto: ondo; Estonian: laine; Faroese: alda, bylgja; Finnish: aalto; French: vague, flot; Friulian: onde; Galician: onda, vaga; Georgian: ტალღა; German: Welle, Woge; Greek: κύμα; Ancient Greek: κῦμα, κλύδων; Hebrew: גַּל; Higaonon: balod; Hindi: लहर; Hungarian: hullám; Icelandic: alda, bylgja; Ido: ondo; Ilocano: allon; Indonesian: alun, ombak, gelombang; Irish: tonn, croitheadh, casadh; Italian: onda; Japanese: 波, 周波; Javanese: alun, ombak; Kabuverdianu: ónda; Karachay Balkar: толкъун; Karaim: tolhun; Kazakh: толқын; Khakas: салғах; Khmer: រលក; Kikuyu: ikũmbĩ Korean: 물결, 파도); Kumyk: толкъун; Kurdish Central Kurdish: شەپۆل; Northern Kurdish: pêl, sîpel; Kyrgyz: толкун; Lao: ຄື້ນ; Latgalian: viļņs; Latin: unda, fluctus; Latvian: vilnis; Lezgi: лепе; Lithuanian: vilnis; Lubuagan Kalinga: tuppiyak; Luxembourgish: Well; Macedonian: бран; Malay: gelombang, ombak; Malayalam: തിരമാല, തിര; Maltese: mewġa; Manchu: ᠪᠣᠯᠵᠣᠨ; Mansi: хумп; Manx: tonn; Mon: လပှ်; Mongolian: долгион; Mwani: luwimbi; Navajo: tó yilkʼooł, tó náádiidááh; Norman: louême; North Frisian: waag; Norwegian Bokmål: bølge; Nynorsk: bølgje, bylgje, bølge; Occitan: èrsa; Old English: ȳþ, wǣġ; Old Irish: tonn; Old Javanese: halun; Old Polish: przewał, wełna; Pashto: موج, څپه, باډاسکه; Persian: موج; Plautdietsch: Wal; Polish: fala, bałwan; Portuguese: onda, vaga; Romanian: val, undă, ondulație; Romansch: unda; Russian: волна, вал; Sanskrit: तरंग; Sardinian: unda, undha, unna; Scottish Gaelic: tonn; Serbo-Croatian Cyrillic: талас, вал; Roman: talas, val; Sinhalese: රැල්ල; Slovak: vlna; Slovene: val; Sorbian Upper Sorbian: žołma; Southern Altai: толку; Southern Kalinga: tupiya; Spanish: onda, ola; Swahili: wimbi; Swedish: våg, bölja; Tagalog: alon; Tajik: мавҷ; Tamil: அலை; Tatar: дулкын; Telugu: అల, తరంగం, కెరటం; Tetum: laloran; Thai: คลื่น; Tibetan: རྦ་རླབས; Tongan: peau; Turkish: dalga; Turkmen: tolkun; Tuvaluan: ngalu; Tuwali Ifugao: dalluyun, kibyayong; Ukrainian: хвиля; Urdu: لہر; Uyghur: دولقۇن; Uzbek: to'lqin, dolg'a; Vietnamese: sóng; Waray-Waray: balud; Welsh: ton, gwaneg; Yakut: долгун; Yiddish: אינד, כוואַליע; Yámana: čili; Zazaki: phêl