άνθρωπος

Greek Monolingual

ο (AM ἄνθρωπος)
1. ανθρώπινη ύπαρξη, ανεξάρτητα από φύλο και ηλικία
2. ο θνητός, σε αντίθεση προς τον θεό
3. λογικό και κοινωνικό ον, σε αντίθεση προς τα ζώα
4. στον πληθ. οἱ ἄνθρωποι
η ανθρωπότητα, το γένος των ανθρώπων («ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία»)
5. ο ενάρετος άνθρωπος, αυτός που έχει ανθρωπιάείναι σε όλα του άνθρωπος», «ἦ χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἄν ἄνθρωπος ἦ», Μένανδρος)
6. μαζί με άλλο ουσιαστικό ή επίθετο (επαινετικά, ειρωνικά, περιφρονητικά) «νοικοκύρης άνθρωπος»
νεοελλ.
1. (ως αόρ. αντων.), κάποιος, καθένας, (και με άρνηση) κανένας
2. (με γενική) «άνθρωπος του τάδε» — οπαδός (στην πολιτική), άνθρωπος της εμπιστοσύνης, όργανο κάποιου (γενικότερα), «ο άνθρωπός μου» — ο σύζυγος ή ο εραστής (για γυναίκα), ο στενός μου συγγενής (γενικότερα)
3. πληθ. μάχιμοι άντρες, στρατιώτες ή οπλίτες (γενικότερα)
αρχ.
1. άντρας και όχι γυναίκα
2. βοηθός, υπηρέτης
3. η άνθρωπος
η δούλη (ή για να δηλωθεί περιφρόνηση).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά άπαξ ήδη στη Μυκηναϊκή (a-to-ro-qo). Στον Όμηρο απαντά κυρίως στον πληθ. Είναι αντίθετο του θεός και υπονοεί τον άνθρωπο ως είδος. Συχνά η λ. χρησιμοποιείται με μειωτική σημασία, κυρίως στην κλητική του ενικού (άνθρωπε) ή σπανιότερα όταν είναι θηλ. γένους και δηλώνει τη γυναίκα. Ο τ. είναι αβέβαιης ετυμολογίας, παρά το πλήθος των υποθέσεων που αναφέρονται στην προέλευση του. Ο Seiler υποστηρίζει ότι η ετυμολ. της λ. θα πρέπει να έχει σχέση με την κύρια λειτουργία της λ., που συνίσταται στο να αντιπαραθέτει και να ξεχωρίζει την τάξη των ανθρώπων από εκείνη των θεών.
Το μυκην. a-to-ro-qo (με τον χειλοϋπερωικο φθόγγο q στην τελευταία συλλαβή) κάνει σχεδόν βέβαιη την ύπαρξη ενός β' συνθετ. –οΚωο-, που σημαίνει το πρόσωπο, την όψη (πρβλ. όψ, οπός «πρόσωπο») και ενισχύει την άποψη ότι ο τ. προέρχεται από ανδρ-ωπος» «με πρόσωπο ανδρός» (από θ. ανδρ.-του ανήρ, ανδρός + ώψ, ωπός «πρόσωπο, όψη»). < ανδρ-ωΚωος. Προβληματική είναι η ύπαρξη -θ-αντί -δ, που ίσως οφείλεται σε υστερογενή δάσυνση του -δ-. Οι απόψεις του Devoto, που αποδίδει στον τ. ιλλυρική προέλευση και του Kretschmer που παράγει τη λ. από ανδρὡπος με δασεία κατά το ὁράω), δεν θεωρούνται πιθανές. Άλλοι παράγουν τη λ. α) < ανδρ -ωπος «με ανδρική όψη».
Το β' συνθετ. < γοτθ. saitvan «βλέπω». β) < ανθρ(ο)-ωπος «με πρόσωπο που φέρει γένια» (πρβλ. ρουμ. bărbat «άνδρας»)
το α' συνθετ. < ανθερεών, ανθέριξ (< αθήρ «το γένι του σταχιού»). γ) < ανθηρός. δ) < άνθρω + πός < αρχ. ινδ. adhara- και πιθ. αν- από η θεωρούν τον τ. ρηματικό όνομα του ανατρέπω ή του ανατρέφω, οπότε σημαίνει αντίστοιχα «αυτός που στέκεται όρθιος» και «ο οικότροφος, ο αναθρεμμένος, ο σωματικός».Τέλος ο τ. άνθρωπος θυμίζει το χεττιτικό antuhšaš «άνθρωπος»].
Παράγωγα και σύνθετα της λέξης άνθρωπος:
ΠΑΡ. ανθρωπάριο (ανθρωπάριον), ανθρωπίζω, ανθρωπικός, ανθρώπινος, ανθρωπίσκος, ανθρωπότης
αρχ.
ανθρωπεία, ανθρωπεύομαι, ανθρωπή, ανθρωπία, ανθρώπων, ανθρωπώ
αρχ.-μσν.
ανθρώπειος, ανθρώπησις, ανθρωπιστί
μσν.
ανθρωπαίος, ανθρωπιώ
νεοελλ.
ανθρωπάκης, ανθρωπάκι, ανθρωπάκος, ανθρωπιά, ανθρωπίλα, ανθρωπινός, ανθρωπιστής, ανθρωπίδες, ανθρωποσύνη, ανθρωπώδης.
ΣΥΝΘ.
Α' ΣΥΝΘ. ανθρωπάρεσκος, ανθρωπογράφος, ανθρωποδαίμων, ανθρωποειδής, ανθρωποκτόνος, ανθρωπολάτρης, ανθρωπολόγος, ανθρωπόμορφος, ανθρωποπλάστης, ανθρωποποιός, ανθρωποτρόφος, ανθρωποφάγος
αρχ.
ανθρωπόβρωτος, ανθρωπόγλωσσος, ανθρωπογναφείον, ανθρωπογονώ, ανθρωπόθεος, ανθρωποθηρία, ανθρωπόθυμος, ανθρωποθυτώ, ανθρωποκόμος, ανθρωποκτόνος, ανθρωπομάγειρος, ανθρωπομίμος, ανθρωπονομικός, ανθρωπόνους, ανθρωποπαθής, ανθρωποποιία, ανθρωπορραίστης, ανθρωποσφαγώ, ανθρωπόσχημος, ανθρωποϋπόστατος, ανθρωποφυής
αρχ.-μσν.
ανθρωποβόρος, ανθρωπομορφούμαι, ανθρωποπρεπής, ανθρωποτόκος, ανθρωποφόρος
μσν.
ανθρωπόλεθρος, ανθρωπουργία, ανθρωποφανής, ανθρωποφθόρος, ανθρωποφόντης
μσν.- νεοελλ.
ανθρωπογενής, ανθρωπογέννητος νεοελλ. ανθρωπεμπορία, ανθρωπογένεση, ανθρωπογενετικός, ανθρωπογεωγραφία, ανθρωπογραφία, ανθρωπογράφος, ανθρωπογνωσία, ανθρωπογνώστης, ανθρωποδικία, ανθρωποδόκανο, ανθρωποειδή, ανθρωποειδής, ανθρωποζωολογία, ανθρωποθαλάσσα, ανθρωποθεϊσμός, ανθρωποθηριομαχία, ανθρωποκαμωμένος, ανθρωποκεντρικός, ανθρωποκλιματολογία, ανθρωποκυνηγητό, ανθρωποκυνήγι, ανθρωπόλαλος, ανθρωπολογία, ανθρωπομαγνητικός, ανθρωπομαγνητισμός, ανθρωπομάζωμα, ανθρωπομαντεία, ανθρωπομάχος, ανθρωπομέτρηση, ανθρωπομετρία, ανθρωπόμετρο, ανθρωπομορφία, ανθρωπομορφίδαι, ανθρωπομορφολογία, ανθρωπονοσολογία, ανθρωποπίθηκος, ανθρωποπλαστική, ανθρωπόπλαστος, ανθρωποπλημμύρα, ανθρωποποίηση, ανθρωποποίητος, ανθρωποπούλι, ανθρωποσκοπία, ανθρωποσκόπος, ανθρωποσοφία, ανθρωποσυρροή, ανθρωποσφαγή, ανθρωποσωματολογία, ανθρωποσωματολογικός, ανθρωποσωρός, ανθρωποσώστης, ανθρωποσωτήριος, ανθρωποτεχνική, ανθρωποτομία, ανθρωποτοξίνη, ανθρωποτορπίλη, ανθρωπόφιλος, ανθρωποφοβία, ανθρωπόφοβος, ανθρωποχείμαρρος, ανθρωποχημεία, ανθρωπόχοιρος, ανθρωπόχωρος.
Β΄ΣΥΝΘ. αγριάνθρωπος, απάνθρωπος, θηριάνθρωπος, λυκάνθρωπος, μισάνθρωπος, ολιγάνθρωπος, πολυάνθρωπος, υπεράνθρωπος, φιλάνθρωπος
αρχ.
ανάνθρωπος, αργυράνθρωπος, ασημάνθρωπος, αυτοάνθρωπος, αφιλάνθρωπος, βοάνθρωπος, βουτραγοταυράνθρωπος, εξάνθρωπος, ημιάνθρωπος, ιππάνθρωπος, κυνάνθρωπος, μιξάνθρωπος, μολυβδάνθρωπος, τρισάνθρωπος, φαγάνθρωπος, χαλκάνθρωπος, χρυσάνθρωπος
νεοελλ.
ακριβάνθρωπος, αρκουδάνθρωπος, αρχοντάνθρωπος, ασημάνθρωπος, ασχημάνθρωπος, αφεντάνθρωπος, αχυράνθρωπος, βατραχάνθρωπος, βρομάνθρωπος, γαϊδουράνθρωπος, γουρουνάνθρωπος, δαιμονάνθρωπος, διαβολάνθρωπος, διαστημάνθρωπος, ζωάνθρωπος, θεάνθρωπος, κουβαρδάνθρωπος, κτηνάνθρωπος, λεβεντάνθρωπος, ομορφάνθρωπος, παλιάνθρωπος, πιθηκάνθρωπος, προάνθρωπος, προστυχάνθρωπος, πρωτάνθρωπος, σινάνθρωπος, συνάνθρωπος, τιγράνθρωπος, υπάνθρωπος, χιονάνθρωπος, χοντράνθρωπος.

Translations

Abkhaz: ауаҩы; Achuar: aishmang; Afrikaans: mens; Ahom: 𑜀𑜤𑜃𑜫; Ainu: アイヌ; Aja: i'i; Albanian: njeri; Aleut: tayaĝux̂; Amharic: የሰው ልጅ, ሰው; Apache Western Apache: ndeeń; Arabic: إِنْسَان‎, نَاس‎, بَشَر‎, إِنْس‎; Egyptian Arabic: إنسان‎, بنيآدم‎; Hijazi Arabic: إنسان‎, بني آدم‎; Moroccan Arabic: إنسان‎, بنادم‎; Aragonese: homo, umano; Aramaic Hebrew: אנשא‎; Syriac: ܐܢܫܐ‎; Armenian: մարդ; Aromanian: om; Assamese: মানুহ; Asturian: home, humanu, ser humanu; Atikamekw: iriniw; Avar: чи, гӏадан, инсан; Azerbaijani: insan, adam, kişi; Bashkir: кеше, әҙәм, бәндә; Basque: gizon, gizaki; Belarusian: чалавек, людзі; Bengali: মানুষ, মানব, ইনসান; Berber Kabyle: amdan; Tashelhit: afgan, bnadm; Bilua: maba; Bislama: man; Bouyei: wenz; Bulgarian: човек, хора, люде; Burmese: လူ, မနုဿ, လူသား, ပုဂ္ဂိုလ်, လူ; Buryat: хүн; Catalan: home, humà, ésser humà; Catawba: ye; Central Melanau: tenawan; Chechen: адам; Cherokee: ᏴᏫ; Chichewa: munthu; Chinese Cantonese: 人, 人類, 人类; Dungan: жын; Hakka: 人類, 人类; Mandarin: 人, 人類, 人类; Min Bei: 人; Min Dong: 儂, 侬, 人, 人類, 人类; Min Nan: 儂, 侬; Wu: 人類, 人类; Chukchi: о'равэтԓьан; Chuvash: ҫын, этем, тӑнлӑ ҫын; Coptic: ⲣⲱⲙⲉ; Crimean Tatar: adam, insan; Czech: člověk, lidská bytost; Dalmatian: jomno; Danish: menneske; Darkinjung: kuri; Dhivehi: އިންސާނުން‎; Dutch: mens; Eastern Mari: айдеме, еҥ; Emilian: òmen; Erzya: ломань; Esperanto: homo; Estonian: inimene; Evenki: иле), бэе; Ewe: ame, amegbetɔ; Faroese: menniskja, fólk, maður; Finnish: ihminen; Franco-Provençal: homo, étre humen, humen; French: homme, être humain, humain; Friulian: om, omp; Galician: home, humano, ser humano; Georgian: კაცი, ადამიანი; German: Mensch; menschliches Wesen; Gothic: 𐌼𐌰𐌽𐌽𐌰; Greek: άνθρωπος, ανθρώπινο ον; Ancient Greek: ἄνθρωπος; Guaraní: ava; Gujarati: પુરુષ, મનુષ્ય; Haitian Creole: moun; Hausa: mutun; Hawaiian: kanaka; Hebrew: בֶּן אָדָם‎, אָדָם‎; Hiligaynon: tawo; Hindi: मनुष्य, मानव, इंसान, लोग, आदमी, आदम, जन, बशर, व्यक्ति, मानस, मानुस, मानुष; Hungarian: ember; Hunsrik: Mensch; Iban: mensia; Icelandic: manneskja, maður; Ido: homo; Indonesian: orang, manusia, insan; Interlingua: homine, esser human; Inuktitut: ᐃᓄᒃ; Irish: duine; Old Irish: duine; Isubu: motu; Italian: uomo, umano, essere umano; Japanese: 人, 人間, 人類; Javanese: ꦮꦺꦴꦁ, ꦠꦶꦪꦁ, ꦩꦤꦸꦁꦱ; Kaingang: ũn gré; Kalmyk: күн; Kannada: ಮಾನವ; Karachay-Balkar: адам, киши; Karelian: ihmini; Kashmiri: اِنسان‎; Kashubian: χlʉ̀ɵ̯p, człowiek; Kazakh: адам, кісі; Khmer: មនុស្ស, ជគត, ជន, នរ; Kikuyu: mũndũ Komi-Permyak: морт; Konkani: मनिषु; Korean: 사람, 인류); Kurdish Central Kurdish: مرۆڤ‎, مردۆڤ‎; Northern Kurdish: mirov, insan, mirov; Kyrgyz: киши, адам; Lakota: wičháša; Lao: ມະນຸດ, ຄົນ; Latgalian: cylvāks; Latin: homo; Latvian: cilvēks; Lezgi: инсан, кас; Lingala: moto; Lithuanian: žmogus, žmonės; Low German: Minsch, Mensch; Luganda: omuntu; Luxembourgish: Mënsch; Lü: ᦅᦳᧃ; Macedonian: човек, луѓе; Maguindanao: taw; Malagasy: olombelona; Malay: orang, manusia, insan; Malayalam: മനുഷ്യൻ; Maltese: bniedem, uman; Manchu: ᠨᡳᠶ᠋ᠠᠯᠮᠠ; Maori: tangata; Mapudungun: che; Maranao: taw; Marathi: मानव, माणूस; Maricopa: 'iipaa; Mirandese: persona, pessona, houmano; Moksha: ломанць; Mongolian Cyrillic: хүн; Uyghurjin: ᠬᠦᠮᠦᠨ; Mòcheno: mènsch, mènsch; Nahuatl Central: tlacatl; Central Huasteca: tlakatl; Classical: tlacatl; Nanai: най; Navajo: diné, bílaʼashdlaʼii; Neapolitan: perzona; Nepali: मानव, मान्छे; Nogai: аьдем; North Frisian: mansche, mensk, karmen,an; Northern Thai: ᨤᩫ᩠ᨶ; Norwegian Bokmål: menneske, mann; Nynorsk: menneske; Old Church Slavonic Cyrillic: чловѣкъ; Glagolitic: ⱍⰾⱁⰲⱑⰽⱏ; Old East Slavic: человѣкъ; Old English: mann; Old Javanese: wwang; Old Turkic: 𐰚𐰃𐰾𐰃‎; Oriya: ମଣିଷ; Orok: нари; Ossetian: адӕймаг; Pali Devanagari: नर; Pali Latin: nara, manussa; Thai: นะระ, มะนุสสะ; Papiamentu: hende; Pashto: انسان‎, بشري‎, آدم‎; Persian: انسان‎, آدم‎, آدمی‎, خاکزاد‎, مردم‎, مشیه‎, دوپای‎, بشر‎; Pipil: takat, tacat; Pitjantjatjara: wati; Plautdietsch: Mensch; Polabian: clåvăk; Polish: człowiek pers, ludzie, istota ludzka; Portuguese: homem, ser humano, humano; Punjabi: ਮਨੁੱਖ; Quechua: runa; Rapa Nui: tangata; Rohingya: manúic; Romani: manuś, murś; Romanian: om; Romansch: uman; Russian: человек, люди; Rusyn: чолові́к; Samoan: tagata; Sanskrit: मनुष्य, मानव, नृ, नर, जन; Sardinian: òmine; Scots: bodie, human; Scottish Gaelic: duine; Seimat: tel; Serbo-Croatian Cyrillic: човек, човјек, чо̏вјек, људи; Roman: čovek, čovjek, ljudi; Shan: ၵူၼ်း; Silesian: czowjek; Sindhi: آدِمي‎; Sinhalese: මිනිසා; Slovak: človek, ľudia, ľudská bytosť; Slovene: človek anim, ljudje; Somali: dad, aadame; Sorbian Lower Sorbian: cłowjek, luź; Upper Sorbian: čłowjek; Southern Sierra Miwok: naŋŋaʔ; Spanish: hombre, humano, ser humano; Sundanese: manusa; Swahili: binadamu; Swedish: människa, människa, mänska; Sylheti: ꠝꠣꠘꠥ, ꠝꠣꠘꠥꠡ, ꠝꠣꠘ; Tagalog: tao; Tai Nüa: ᥐᥨᥢᥰ; Tajik: инсон, одам, башар; Tamil: மனிதன், மனிதர்; Tatar: инсан, кеше, адәм; Telugu: మనిషి, మగవాడు; Thai: มนุษย์, คน, ชาว; Tibetan: འགྲོ་བ་མི, མི; Tocharian B: śaumo; Tok Pisin: man, wanpela manmeri; Tongan: tangata; Turkish: insan, kişi, adam, beşer; Turkmen: ynsan, ynsaan, adam, kişi; Tuvaluan: tagata; Udmurt: адями, мурт; Ukrainian: людина, люди, чолові́к; Urdu: انسان‎, آدمی‎, منشیہ‎, لوگ‎; Uyghur: ئىنسان‎, ئادەم‎; Uzbek: inson, odam, kishi, bashar; Venetian: òm, òmo; Veps: ristit; Vietnamese: người, con người, loài người; Vilamovian: menś; Volapük: men; Votic: injehmiin; Vurës: atm̄ēn; Wallisian: tagata; Walloon: djin, ome; Wauja: enoja; Welsh: dyn; West Frisian: minske; Winnebago: wąk; Wolof: nit; Xhosa: umntu; Yakut: киһи; Yiddish: מענטש‎, מענטשנקינד‎; Yoruba: ènìyàn; Yucatec Maya: wíinik; Zazaki: insan, merdım; Zealandic: mense; Zhuang: vunz; Zulu: umuntu; Zuojiang Zhuang: koenz