ὄρνυμι

From LSJ
Revision as of 21:48, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄρνῡμι Medium diacritics: ὄρνυμι Low diacritics: όρνυμι Capitals: ΟΡΝΥΜΙ
Transliteration A: órnymi Transliteration B: ornymi Transliteration C: ornymi Beta Code: o)/rnumi

English (LSJ)

or ὀρνύω, poet. Verb: from the former come imper. ὄρνῠθι, ὄρνῠτε, Il.6.363, Od.10.457, al.; inf. A ὀρνύμεναι Il.17.546, ὀρνύμεν 9.353, al.; and from the latter, pres. ὀρνύει Pi.O.13.12, cf. Orph.L.222 : 3sg. and pl. impf. ὤρνυε, -υον, Od.21.100, Il.12.142 : fut. ὄρσω 21.335, Pi.N.9.8, S.Ant.1060 : aor. ὦρσα Il.5.629, al., Hes.Th.523, A. Pers.496; Ion. 3sg. ὄρσασκε Il.17.423: redupl. aor. 2 ὤρορε 2.146, Od.4.712, etc. (but ὤρορε stands for ὄρωρε, Il.13.78, Od.8.539):— Med. ὄρνῠμαι, used by Hom. in 3sg. ὄρνυται Il.5.532, al., imper. ὄρνυσθε ib.102, al., part. ὀρνύμενος 20.158, al.: impf. ὠρνύμην, used by Hom. in 3sg. and pl., ὤρνῠτο Il.3.267, al., ὤρνυντο Od.2.397, al.: fut. 3sg. ὀρεῖται Il.20.140 : aor. 2 ὠρόμην, 3sg. ὤρετο 12.279,14.397, also very freq. ὦρτο, 5.590, al.; 3pl. without augm. ὄροντο Od.3.471 (but v. ὄρομαι), ὀρέοντο Il.2.398,23.212 (unless this is impf.); imper. ὄρσο or ὄρσεο, 5.109, al., 3.250, al.; Ion. contr. ὄρσευ 4.264, 19. 139; subj. ὄρηται Od.16.98,al.; inf. ὄρθαι Il.8.474; part. ὀρόμενος A. Th.87, 115 (both lyr.), ὄρμενος Il.11.326, al., and in lyr. passages of Trag., A.Ag.1408 (cf. 429), Supp.422, S.OT177: to the Med. also belongs the pf. ὄρωρα, used by Hom. only in 3sg. ὄρωρε (v. supr.), subj. ὀρώρῃ Il.9.610, al.; and plpf. ὀρώρει 2.810, al. (cf. ὄρομαι), also ὠρώρει 18.498, A.Ag.653, S.OC1622:—Pass., perf. ὀρώρεται, = ὄρωρε, Od. 19.377; subj. ὀρώρηται Il.13.271: 3pl. aor. ὦρθεν Corinn.Supp.1.21. (Cf. Skt. ṛṇóti 'rush', aor. 3sg. ārta = ὦρτο, Lat. orior; cf. also ἔρσεο, ἔρσῃ, and ἔρετο in Hsch.) :—stir, stir up; esp. 1 of bodily movement, urge on, incite, τινὰ ἐπί τινι Il.5.629, 12.293; οἱ ἐπ' αἰετὸν ὦρσε let loose his eagle upon him, Hes.Th.523; τινὰ ἀντία τινός Il.20.79; rarely, τινὰ εἰς ἀυάταν Pi.P.2.29: c. inf., Ζεὺς ὦρσε μάχεσθαι urged them on to fight, Il.13.794, cf. 17.273; τὴν . . ῥέξαι θεὸς ὤρορεν ἔργον Od.23.222; τόλμα μοι γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν Pi.O.13.12, cf. P.4.170, S.Ant. 1060:—Med., with pf. ὄρωρα, move, stir oneself, εἰς ὅ κε . . μοι φίλα γούνατ' ὀρώρῃ while my limbs have power to move, Il.9.610, cf. Od.18.133, etc.: used by Hom. in imper. ὄρσεο, up! arise! (like ἄγε and ἴθι) in exhorting, Il.3.250, al.; ὄρσο 5.109,24.88; ἀλλ' ὄρσευ πόλεμόνδε 4.264, 19.139: in hostile sense, rush on, rush furiously, ὦρτο δ' ἐπ' αὐτοὺς [Ἕκτωρ] 5.590, 11.343; ὦρτο δ' ἐπ' αὐτῷ 21.248; ὤρνυτο χαλκῷ Τυδεΐδης 5.17, etc.; ὄρνυται λαός A.Th.89(lyr.), cf. 419(lyr.), S.OC 1320. 2 make to arise, call forth, ἀπ' Ὠκεανοῦ . . Ἠριγένειαν ὦρσεν Od.23.348, cf. 7.169; awaken, arouse from sleep, ὦρσεν . . Ἱπποκόωντα Il.10.518; of animals, start, chase, ὦρσαν δὲ Νύμφαι . . αἶγας ὀρεσκῴους Od.9.154; ὡς δ' ὅτε νεβρὸν ὄρεσφι κύων . . ὄρσας ἐξ εὐνῆς Il.22.190 :— Med., arise, start up, esp. from bed, Ἠὼς ἐκ λεχέων . . ὤρνυθ' 11.2; ὤρνυτ' ἄρ' ἐξ εὐνῆφιν Od.2.2, etc.; ἀπὸ θρόνου ὦρτο φαεινοῦ Il.11.645; ἀπὸ χθονὸς ὤρνυτο attacked from... 5.13 : abs., ὀρνυμένοιο ἄνακτος Hes.Th.843: c. inf., rise to do a thing, set about it, οἱ δ' εὕδειν ὤρνυντο Od.2.397 (so c. part., ὄρσο κέων get thee to bed, 7.342); ὦρτο . . ἴμεν 7.14, cf. Hes.Sc. 40; ὦρτο πέτεσθαι Il.13.62, etc.; ὤρετο . . Ζεὺς νειφέμεν started or began to... 12.279; without inf., ὤρορε θεῖος ἀοιδός Od.8.539. 3 freq. used of things as well as persons, call forth, excite, of storms and the like, which the gods call forth, ὄρσας . . ἀνέμων . . ἀϋτμήν 11.407, cf. Il.14.254, 21.335; νοῦσον ἀνὰ στρατὸν ὦρσε 1.10, etc.; θεὸς χειμῶν' ἄωρον ὦρσε A.Pers.496 :—and in Med., arise, ὀρώρει δ' οὐρανόθεν νύξ Od.5.294, al.; φλὸξ ὦρτο Il.8.135; ὅτε τις χειμὼν . . ὄροιτο Od.14.522; ὦρτο δὲ κῦμα πνοιῇ ὕπο λιγυρῇ Il.23.214; πῦρ ὄρμενον ἐξαίφνης 17.738, cf. S.OT177 (lyr.). b of human actions, passions, and the like, ὄρσαι πόλεμον Il.4.16; ἔριν Od.3.161; ἐν δὲ κυδοιμὸν ὦρσε κακόν Il.11.53; ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο 23.108, al.; μή μοι γόον ὄρνυθι Od.17.46, cf. 10.457; ἐν φόβον ὦρσε Il.13.362; ἐν μένος ὦρσεν 8.335 :—and in Med., φευγόντων δ' οὔτ' ἂρ κλέος ὄρνυται οὔτε τις ἀλκή 5.532; καί μοι μένος ὤρορε 13.78; ὅππῃ οἱ νόος ὄρνυται Od.1.347; ἔριδος μέγα νεῖκος ὀρώρει Il.17.384; τῶν δὲ στόνος ὤρνυτ' ἀεικής 10.483, al.; δοῦρα ὄρμενα πρόσσω the darts flying on wards, 11.572; ὀρνυμένων πολέμων Pi.O.8.34; ἀφρὸς ἀπὸ χροὸς ὤρνυτο started from the skin, Hes.Th.191; ὠς λόγος ἐκ πατέρων ὄρωρεν Alc.71. 4 A.R. uses ὄρωρε nearly as = ἐστί, 1.713, al.; ὀρώρει = ἦν, 2.473, 3.457.—The Verb is mainly used in Ep. and Lyr. poetry; seldom found in Trag. trim., ὄρσω S.Ant.1060; ὦρσα A.Pers.496; ὄρνυμαι S.OC1320; ὠρώρει ib.1622, A.Ag.653; prob. never in Com. (Ar.Ra.1529 is mock-Epic) or correct Prose.

German (Pape)

[Seite 384] (οπ), auch ὀρνύω, wovon Hom. die übrigen Formen des praes. u. impf. ableitet, außer ὄρνυθι u. ὄρνυτε, fut. ὄρσω, Il. 4, 16. 21, 335, aor. ὦρσα, ὄρσαι, ὄρσας, auch ὄρσασκε, 17, 423, – erregen, in Bewegung setzen, bewegen, zum Gehen antreiben, gew. Menschen, bes. zum Kampfe, οἱ δ' Ἀχαιοὺς ὤρνυον, 12, 142, ἄλλους ὄρνυθι λαούς, 15, 475; ὦρσε δὲ τοὺς μὲν Ἄρης, τοὺς δὲ γλαυκῶπις Ἆθήνη, 4, 439; auch = aufstehen lassen, sich erheben lassen, χειρὸς ἑλὼν Ὀδυσῆα ὦρσεν ἀπ' ἐσχαρόφιν Od. 7, 169, ἀπ' ὠκεανοῦ Ἠριγένειαν 23, 348, ὄρσας ἐξ εὐνῆς Il. 22, 190, aus dem Schlaf aufwecken, 10, 518, und ähnl. ὦρσαν δὲ Νύμφαι αἶγας, die Nymphen jagten die Ziegen auf, Od. 9, 154. – Eben so von leblosen Dingen; χαλεπὴν ὄρσουσα θύελλαν, Il. 21, 335, vgl. Od. 24, 110; πόλεμόν τε κακὸν καὶ φύλοπιν αἰνὴν ὄρσομεν, Il. 4, 16, wir werden die Schlacht erregen, wie ὄρνυτ' ἀϋτήν, 15, 718; auch νοῦσον ἀνὰ στρατὸν ὦρσε, 1, 10; κονίην ὦρσαν πόδες ἵππων, 11, 152; und bes. von Gemüthsbewegungen, μηκέτι νῦν θαλερὸν γόον ὄρνυτε, Od. 10, 457; μένος, den Muth, Il. 17, 423 u. öfter; ἄσβεστον γέλω, Od. 20, 346; vgl. Pind. ὦρσεν ἐκ Δαναῶν γόον, P. 3, 102; νυκτὶ δ' ἐν ταύτῃ θεὸς χειμῶν' ἄωρον ὦρσε, Aesch. Pers. 488; übertr., οἴαν σοι λώβαν ὦρσέ τις δαίμων, Eur. Hec. 201. – Hom. hat hierzu noch einen eigenen aor. ὤρο ρον, von dem unten beim med. erwähnten perf. ὄρωρα wohl zu unterscheiden, κύματα Εὖρός τε Νότος τε ὤρορε Il. 2, 146, vgl. Od. 4, 712. 19, 201. – Das, wozu man Einen antreibt, wird im inf. hinzugesetzt, τότε δὲ Ζεὺς ὦρσε μάχεσθαι, Il. 13, 794. 17, 273, ὄφρα πυρὴν ὄρσητε καήμεναι, 23, 210, τὴν δ' ἤτοι ῥέξαι θεὸς ὤρορεν ἔργον ἀεικές, Od. 23, 222; so Pind. τόλμα μοι γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν, Ol. 13, 12; ὤρνυεν κάρυκας πλόον φαινέμεν, P. 4, 170; ἀεῖσαι Θέμιτες ὦρσαν, Ol. 11, 25, regten an zu singen; absol., δαίμονος: ὀρνύντος, auf Antrieb des Gottes, P. 10, 10; ὄρσεις με τἀκίνητα διὰ φρενῶν φράσαι, Soph. Ant. 1047; – auch durch Präpositionen bestimmt, bes. bei feindlicher Aufregung, Τληπόλεμον ὦρσεν ἐπ' ἀντιθέῳ Σαρπηδόνι μοῖρα, Il. 5, 629. 12, 293, ἀντία τινός, 20, 79; auch τινά τινι, 17, 72. – Häufiger im med. ὄρνυμαι (Hom. ὄρνυται, ὄρνυσθε, ὀρνύμενος, impf. ὤρνυτο, ὤρνυντο), fut. ὀροῦμαι, ὀρεῖται, Il. 20, 140, aor. ὠρόμην, ὤρετο, 22, 102, häufiger in synkopirier Form ὦρτο, ὄροντο, Od. 3, 471, auch ὀρέοντο (s. ὀρέομαι), imperat. ὄρσο u. ὄρσεο, ὄρσευ, inf. ὄρθαι, Il. 8, 474, partic. ὄρμενος, perf. ὄρωρα (Hom. nur in der 3. Pers. ὄρωρε, ὀρώρῃ, ὀρώρει, oft, wie βοὴ δ' ἄσβεστος ὀρώρει, Il. 11, 500, was Ar. Pax 1153 beibehält, aber auch ὠρώρει, Il. 18, 498, wie Aesch. u. Soph., s. unten); aber ὤρορε ist aor., der Bdtg nach zum Activ gehörig (s. oben); Il. 13, 78 καί μοι μένος ὤρορε und Od. 8, 539 ἐξ οὗ ὤρορε θεῖος ἀοιδός sind nach der einfachsten Erkl. als Perfecta mit intransitiver Bdtg zu nehmen; gleichbedeutend mit ὄρωρε findet sich noch eine passive Form ὀρώρεται, Od. 19, 377. 524, u. dazu der conj. ὀρώρηται, Il. 13, 271; sich regen, sich in Bewegung setzen, in denselben Vrbdgen wie das act.; zunächst von lebenden Wesen, sich erheben, z. B. vom Lager, ἠὼς ἐκ λεχέων ὤρνυτο, Il. 11, 2 u. öfter, wie ὤρνυτ' ἄρ' ἐξ εὐνῆφι, Od. 3, 405 u. öfter, ἀπὸ θρόνου, Il. 11, 645, u. ohne Zusatz, ὀρνυμένοιο ἄνακτος, Hes. Th. 843; vgl. ἀπὸ κλισιᾶν ὦρτο Pind. P. 4, 134; zur Schlacht, ἀπὸ χθονὸς ὤρνυτο πεζός, Il. 5, 13, ὦρτο δ' ἐπ' αὐτούς, er stürmte gegen sie los, ib. 590 u. öfter; absol., sich regen, rühren, bes. im imperat. ὄρσεο, Il. 3, 250. 18, 170 u. öfter, δεῦρο δὴ ὄρσο, Od. 22, 395, wie ἄγε, ἴθι, nur mit dem Nebenbegriff größerer Schnelligkeit; auch ὄρσο κέων, Od. 7, 342, erhebe dich, schlafen zu gehen. – C. inf., sich anschicken, Etwas zu thun, sich erheben wozu, einen Anlauf wozu nehmen, οἱ δ' εὕδειν ὤρνυντο, sie erhoben sich um schlafen zu gehen, Od. 2, 397, ὦρτο πόλινδ' ἴμεν, 7, 14. – Von den Gliedern, εἰσόκε μοι φίλα γούνατ' ὀρώρῃ, so lange sich mir die Kniee bewegen, regen, Il. 9, 610. 10, 90 Od. 18, 133 u. sonst, u. ähnl. τῶν δὲ σθένος ὄρνυται αἰέν, Il. 11, 827, wie vom Geiste und von Gemüthsbewegungen, ὅππῃ οἱ νόος ὄρνυται, Od. 1, 347, und ἵνα μήτις ἔρις καὶ νεῖκος ὄρηται, 20, 267, öfter; πένθος, Il. 11, 658, u. danach auch πόλεμος, πόνος, 12, 348. 361, u. in weiterer Ausdehnung auch von den Aeußerungen derselben, bes. vom Lärm, ὀρυμαγδὸς ὄρωρεν, 16, 633 u. öfter, wie wir auch sagen »der Lärm erhebt sich«; ἀλαλητός, 4, 436, ὅμαδος, 9, 573, βοή, 11, 500, στόνος, 10, 483, δοῦπος, 16, 635, κτύπος, 19, 363; auch ὑμέναιος, 18, 493, κλαγγὴ συῶν, Od. 14, 412; und von leblosen Dingen und Naturerscheinungen, κονίσαλος ὤρνυτο, Staub erhob sich, Il. 3, 13, κονίη, 11, 151, κῦμα ὀρνύμενον, 14, 395, öfter, καύματος ὀρνυμένοιο, 5, 865, vgl. ὅτε (πῦρ) τ' ὤρετο καιέμεν ὕλην, 14, 397, χειμών, Od. 14, 522, οὐρανόθεν νύξ, 5, 294; ἐκ φαρέτρας ὀρνύμενον βέλος, Pind. P. 4, 91, wie auch Hom. sagt δοῦρα ὄρμενα πρόσσω, vorwärts fliegende Speere, Il. 11, 572; ἀφρὸς ἀπὸ χροὸς ὤρνυτο, Schaum erhob sich, bildete sich, Hes. Th. 191. In allen diesen Vrbdgn auch bei den Tragg.; ὁ λεύκασπις ὄρνυται λαός, Aesch. Spt. 88; ὀρόμενον κακὸν ἀλεύσατε, das andrängende Uebel, ib. 87; κῦμα γὰρ περὶ πτόλιν δοχμολόφων ἀνδρῶν καχλάζει πνοαῖς Ἄρεος ὀρόμενον, Spt. 110; ἐν νυκτὶ δυσκύμαντα δ' ὠρώρει κακά, Ag. 639; οὐδ' ἔτ' ὠρώρει βοή, Soph. O. C. 1618; εἰς ἔριν ὀρνυμένα, Eur. I. T. 1149. Sp. D.

French (Bailly abrégé)

impf. ὤρνυν, f. ὄρσω, ao. ὦρσα, ao.2 ὤρορον, pf. intr. ὄρωρα;
faire se lever : ἠριγένειαν ἀπ’ Ὠκεανοῦ OD l'aurore du sein de l'Océan ; ἐξ εὐνῆς IL faire lever, chasser du gîte ; κύματα IL soulever les flots ; τινα ἐπί τινι, τινα ἀντία τινός IL exciter une personne contre une autre ; avec un inf. : μάχεσθαι IL pousser à combattre ; τινα ῥέξαι τι OD exciter qqn à faire qch;
Moy. ὄρνυμαι (impf. ὠρνύμην, f. ὀροῦμαι, ao.2 ὠρόμην, pf. ὄρωρα);
1 se lever : εὔδειν OD pour aller dormir ; en parl. de choses πῦρ ὄρμενον IL feu qui s'est élevé, qui a pris naissance ; κῦμα ὀρνύμενον ESCHL flot soulevé ; fig. βοή ὀρώρει SOPH un cri s'élevait ; κακὰ ὀρώρει ESCHL des maux s'étaient élevés, étaient survenus;
2 s'élancer ἐπί τινα, contre qqn : δοῦρα ὄρμενα πρόσσω IL javelines lancées en avant ; simpl. se mettre en mouvement ou en marche ; avec un inf. : ὦρτο πόλιν δ’ ἴμεν OD il se leva pour aller vers la ville ; πέτεσθαι IL s'élancer pour s'envoler ; avec un part. : ὄρσο κέων OD lève-toi pour aller te coucher ; εἰςκε μοι γούνατ’ ὀρώρῃ IL, OD tant que mes membres pourront se mouvoir.
Étymologie: R. Ὀρ, s'élever ; cf. lat. orior.

Russian (Dvoretsky)

ὄρνῡμι: эп. тж. ὀρνύω (ῠ) (impf. ὤρνυον - эп. ὄρνυον, fut. ὄρσω, aor. 1 ὦρσα - эп. 3 л. sing. iter. ὄρσασκε, эп. 1 л. pl. conjct. ὄρσομεν, aor. 2 ὤρορον, pf. 2 ὄρωρα, ppf. ὠρώρειν и ὀρώρειν; med.: impf. ὠρνύμην, fut. ὀροῦμαι, aor. 2 ὠρόμην и ὤρμην - эп. ὀρώμην; imper. praes. ὄρνῡ - эп. ὄρνῠθι, med. ὄρσο, ὄρσεο и ὄρσευ; inf. ὀρνύναι - эп. ὀρνύμεν(αι), aor. med. ὄρθαι; part. med. ὄρμενος)
1) приводить в движение, побуждать, возбуждать (ὦρσε δὲ τοὺς μὲν Ἄρης, τοὺς δὲ Ἀθήνη, sc. μάχεσθαι Hom.): ὀ. τινὰ ἀντία τινός или τινά τινι Hom. напускать (натравливать) кого-л. на кого-л.; δαίμονος ὀρνύντος Pind. по побуждению божества; ὄρσεις με τἀκίνητα φράσαι Soph. ты заставишь меня высказать сокровенное;
2) пригонять (αἶγας Hom.);
3) сгонять, спугивать (νεβρὸν ἐξ εὐνῆς Hom.);
4) поднимать, неперех., тж. med. вставать (τινὰ ἀπ᾽ ἐσχαρόφιν Hom.): ὀ. θύελλαν Hom. поднимать бурю; ὀ. κονίην Hom. вздымать пыль; ὀ. πόλεμον Hom. разжигать войну; πόλεμος ὄρωρεν Hom. возникла (вспыхнула) война; ὀ. γόον Hom. поднимать вопль; ἄσβεστον γέλω ὀ. τινι Hom. вызвать у кого-л. неудержимый смех; ὀρυμαγδὸς ὄρωρεν Hom. поднялся шум; νοῦσον ἀνὰ στρατὸν ὀ. Hom. наслать мор на войско; κύματα θαλάσσης ὀ. Hom. взволновать море; Ἠὼς ἐκ λεχέων ὤρνυτο Hom. Эос поднялась со (своего) ложа; ὁ γεραιὸς ἀπὸ θρόνου ὦρτο Hom. старец поднялся с кресла; ὦρτο πόλινδ᾽ ἴμεν Hom. (Одиссей) встал, чтобы пойти в город; ὄρσο κέων Hom. встань и иди спать;
5) med. бросаться, устремляться (ἐπί τινα Hom.): ἀπὸ χθονὸς ὤρνυτο πεζός Hom. (Диомед) пеший бросился (навстречу врагам); ὀρώρει οὐρανόθεν νύξ Hom. спустилась с неба ночь; δοῦρα ὄρμενα πρόσσω Hom. устремившиеся вперед копья; πῦρ ὄρμενον Hom. вспыхнувшее пламя;
6) med. двигаться, шевелиться: εἰς ὅ κέ μοι γούνατ᾽ ὀρώρῃ Hom. доколе смогут у меня двигаться колени, т. е. пока хватит силы.

Greek (Liddell-Scott)

ὄρνῡμι: ἢ -ύω, ποιητ. ῥῆμ., οὗ ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ α΄ ἑνικ. ὄρνυμι, προστ. ὄρνῠθι, ὄρνῠτε, καὶ ἐκ τοῦ τύπου ὀρνύω, γ΄ ἑνικ. καὶ πληθ. παρατ. ὤρνυεν, -υον, Ὀδ. Φ. 100, Ἰλ. Μ. 142: - μέλλ. ὄρσω Δ. 16, Πίνδ., Σοφ.: - ἀόρ. ὦρσα Ὅμ., Ἡσ., Τραγ., Ἰων. γ΄ ἑνικ. ὄρσασκε Ἰλ. Ρ. 423: - ἀόρ. β΄ μετ’ ἀναδιπλ. ὤρορε, Ἰλ. Β. 146, Ὀδ. Δ. 712, κτλ., (ἀλλὰ τὸ ὤρορε κεῖται ἀντὶ τοῦ ὄρωρε, Ἰλ. Ν. 78, Ὀδ. Θ. 539): - Μέσ. ὄρνῠμαι, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. ὄρνυται: προστ. ὄρνυσθε: μετοχ. ὀρνύμενος: παρατ. ὠρνύμην, οὗ εὑρίσκεται παρ’ Ὅμ. τὸ γ΄ ἑνικ. καὶ πληθυντ. πρόσ. ὤρνῠτο, ὤρνυντο: - μέλλ. ὀροῦμαι, γ΄ ἑνικ. ὀρεῖται Ἰλ. Υ. 140: - ἀόρ. β΄ ὠρόμην, γ΄ ἑνικ. ὤρετο Μ. 279, Ξ. 397, καὶ συχνότατα ἐν τῷ συνῃρ. τύπῳ ὦρτο· γ΄ πληθ. ἄνευ αὐξήσ. ὄροντο Ὀδ. Γ. 471· ὀρέοντο Ἰλ. Β. 398., Ψ. 212 (ἐξ οὗ ἐσχηματίσθη ἐνεστὼς ἢ μέλλ. ὀρεῖται ὑπό τινος μεταγεν. ποιητοῦ παρὰ Παυσ. Ι. 38, 4): προστ. ὄρσο ἢ ὄρσιο, Ὅμ., Ἰωνικ. συνῃρ. ὄρσευ Ἰλ.: ὑποτ. ὄρηται Ὀδ.: ἀπαρ. ὄρθαι (οὐχὶ ὦρθαι) συνῃρ. ἀντὶ τοῦ ὀρέσθαι, Ἰλ. Θ. 474: μετοχ. ὀρόμενος Αἰσχύλ. Θήβ. 88, 115· ὄρμενος, Ἰλ. καὶ ἐν Λυρικ. χωρίοις τῶν Τραγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1408 (πρβλ. 429), Ἱκ. 422, Σοφ. Ο. Τ. 177· - εἰς τὸν μέσ. τύπον ἀνήκει ὡσαύτως ὁ πρκμ. ὄρωρα, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. ὄρωρε (ἴδε ἀνωτέρω), ὑποτ. ὀρώρῃ· καὶ ὑπερσ. ὀρώρει, ὡσαύτως ὠρώρει Ἰλ. Σ. 498, Αἰσχύλ. Ἀγ. 653, Σοφ. Ο. Κ. 1622 (πρβλ. ὄρομαι)· - ὡσαύτως εὑρίσκομεν παθ. τύπον ὀρώρεται= ὄρωρε, Ὀδ. Τ. 377: ὑποτ. ὀρώρηται Ἰλ. Ν. 271· - οἱ χρόνοι σχηματίζονται κατὰ πολὺ ὁμοίως πρὸς τοὺς τοῦ *ἄρω, ἴδε ἐν λ. ἀραρίσκω. (Ἐκ τῆς √ΟΡ παράγονται ὡσαύτως τὰ ὀρούω, ὀρίνω, ὀροθύνω, καὶ πιθ. ὡσαύτως οὖρον, δίσκουρα· Σανσκρ. ar, ri-nomi (μέσ. ἀόρ. ârta= ὦρτο)· Λατ. or-ior, or-tus, or-i-o). Ῥιζικὴ σημασία, κινῶ, διεγείρω, σηκώνω, ἰδίως, 1) ἐπὶ σωματικῆς κινήσεως, παροτρύνω τινὰ εἴς τι, παρορμῶ, τινὰ ἐπί τινα Ἰλ. Ε. 629., Μ. 293· οἱ ἐπ’ αἰετὸν ὦρσε, ἀπέλυσεν ἐπ’ αὐτὸν τόν, Ἡσ. Θ. 523· τινὰ ἀντία τινὸς Ἰλ. Υ. 79· τινά τινι Ρ. 72· σπανίως, τινα εἰς ἄταν Πινδ. Π. 2. 54, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1150· - μετ’ ἀπαρ., Ζεὺς ὦρσε μάχεσθαι, διήγειρε, παρώτρυνε νὰ πολεμήσῃ, Ἰλ. Ν. 794, κτλ.· τὴν ... ῥέξαι θεὸς ὤρορεν ἔργον Ὀδ. Ψ. 222· οὕτω, τόλμα μοι γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν Πινδ. Ο. 13. 15, πρβλ. Π. 4. 302, Σοφ. Ἀντ. 1060· - Μέσ., μετὰ τοῦ πρκμ. ὄρωμα, κινοῦμαι, εἰσόκε μοι φίλα γούνατ’ ὀρώρῃ, ἐφ’ ὄσον τὰ μέλη μου ἔχωσι δύναμιν νὰ κινῶνται, Ἰλ. Ι. 610, Ὀδ. Σ. 133, κτλ.· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῇ προστ. ὄρσεο, ἐγείρου, «σήκω», ἐμπρός! ὡς τὸ ἄγε καὶ ἴθι ἐπὶ παρακελεύσεως, Ἰλ. Γ. 250, κλ.· ὄρσο Ε. 109., Ω. 88· ἀλλ’ ὄρσευ πόλεμόνδε Δ. 264, Τ. 139· - ἐπὶ ἐχθρικῆς ἐννοίας, ὁρμῶ, ἐφορμῶ, μανιωδῶς ὁρμῶ, ὦρτο δ’ ἐπ’ αὐτοὺς [Ἕκτωρ] Ἰλ. Ε. 590, πρβλ. Λ. 343., Φ. 248· ὤρνυτο χαλκῷ Τυδείδης Ε. 17, κλ.· ὄρνυται λαὸς Αἰσχύλ. Θήβ. 90, πρβλ. 419, Σοφ. Ο. Κ. 1320. 2) ἐγείρω, ἀπ’ Ὠκεανοῦ ... Ἠριγένειαν ὦρσεν Ὀδ. Ψ. 348, πρβλ. Η. 169. ἐξεγείρω ἐξ ὕπνου, «σηκώνω», ὦρσεν ... Ἱπποκόωντα Ἰλ. Κ. 518· ἐπὶ ζῴων, διεγείρω, ἐξεγείρω, ὦρσαν δὲ Νύμφαι .. αἶγας ὀρεσκῴους Ὀδ. Ι. 154· ὡς δ’ ὅτε νεβρὸν ὄρεσφι κύων ... ὄρσας ἐξ εὐνῆς Ἰλ. Χ. 190 - Μέσ., ἐγείρομαι, ἐξεγείρομαι, μάλιστα ἐκ τῆς κλίνης, Ἠὼς ἐκ λεχέων ... ὤρνυτο Ἰλ. Λ. 2· ὤρνυτ’ ἄρ’ ἐξ εὐνῆφιν Ὀδ. Β. 2, κτλ.· ἀπὸ θρόνου ὦρτο φαεινοῦ Ἰλ. Λ. 645· ἀπὸ χθονὸς ὤρνυτο, ἐσηκώνετο ἐκ ..., Ε. 13 - ἀπολ., ὀρνυμένοιο ἄνακτος Ἡσ. Θ. 843· οὕτω καὶ κατὰ μέσ. πρκμ., ὤρορε θεῖος ἀοιδὸς Ὀδ. Θ. 539, κτλ.· ἴδε ἐν λέξ. ὄρομαι· - ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., ἐγείρομαι ὅπως πράξω τι, ἑτοιμάζομαι πρός τι, οἱ δ’ εὕδειν ὤρνυντο, παρεσκευάζοντο ὅπως κοιμηθῶσι, Ὀδ. Β. 397 (οὕτω μετὰ μετοχ., ὄρσο κέων, «διεγέρθητι κοιμηθησόμενος», σήκω νὰ κοιμηθῆς, (Σχόλ.), Η. 342)· ὦρτο ... ἴμεν Η. 14, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 40· ὦρτο πέτεσθαι Ἰλ. Ν. 62, κτλ.· ὤρετοΖεὺς νιφέμεν, ἤρχισε νά..., Μ. 279. 3) συχνάκις ἦν ἐν χρήσει ὡς ἐπὶ προσώπων, οὕτω καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ἐπιφέρω, ἐγείρω, Λατ. ciere, ἐπὶ τρικυμιῶν καὶ τῶν τοιούτων., τὰ ὁποῖα οἱ θεοὶ προκαλοῦσιν, ἄνεμον, ἀνέμων ἀϋτμήν, ἀήτας, θύελλαν, κύματα, νοῦσον, Ὅμ.· θεὸς χειμῶν’ ἄωρον ὦρσε Αἰσχύλ. Πέρσ. 496· - καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἐγείρομαι, Λατ. orior, Εὖρός τε Νότος τε, καῦμα, νύξ, φλόξ, χεῖμα, κῦμα Ὅμ. πῦρ ὄρμενον, «ὀρμώμενον, διεγειρόμενον» (Σχολ.), Ἰλ. Ρ. 738, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 177. β) ἐπὶ ἀνθρωπίνων ἐνεργειῶν, παθῶν κτλ., ὄρσαι πόλεμον, ἔριν, μῶλον, κυδοιμόν, καὶ ἵμερον, γόον, φόβον, μένος, σθένος, κλ., Ὅμ.· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὄρνυται κλέος, μένος, νόος, νεῖκος, πένθος, στόνος, κλ., ὁ αὐτ.· δοῦρα ὄρμενα πρόσσω, δόρατα ὁρμῶντα πρὸς τὰ ἐμπρός, Ἰλ. Λ. 572· ὀρνυμένων πολέμων Πινδ. Ο. 8. 45· ὡσαύτως, ἀφρὸς ἀπὸ χροὸς ὤρνυτο, ἐξήρχετο ἀπὸ τοῦ δέρματος, Ἡσ. Θ. 191· - πρβλ. παλινόρμενος, παλίνορσος. 4) ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. συχνάκις μεταχειρίζεται τὸ ὤρορε σχεδὸν ὡς. = ἐστί, ὀρώρει = ἦν. - Τὸ ῥῆμα εἶναι κυρίως ἐν χρήσει παρ’ Ἐπικ. καὶ λυρικ. ποιηταῖς· σπανίως εὑρίσκεται ἐν τοῖς τριμέτροις τῶν Τραγ., ὄρσω Σοφ. Ἀντ. 1060· ὦρσα Αἰσχύλ. Πέρσ. 496· ὄρνυμαι Σοφ. Ο. Κ. 1320· ὠρώρει αὐτόθι 1622, Αἰσχύλ. Ἀγ. 653· πιθαν. οὐδέποτε παρὰ τοῖς Κωμικ. ἢ ἐν τῷ δοκίμῳ πεζῷ λόγῳ.

English (Autenrieth)

inf. ὀρνύμεν(αι), ipf. ὤρνυον, fut. ὄρσομεν, part. ὄρσουσα, aor. ὦρσα, iter. ὄρσασκε, aor. 2 ὤρορε(ν), perf. ὄρωρεν, subj. ὀρώρῃ, plup. ὀρώρει (see also ὄρομαι), ὠρώρει, mid. ὄρνυμαι, ὄρνυται, ipf. ὤρνυτο, fut. ὀρεῖται, aor. ὤρετο, ὦρτο, ὄροντο, subj. ὄρηται, opt. ὄροιτο, imp. ὄρσο, ὄρσεο, ὄρσεν, inf. ὄρθαι, part. ὄρμενος, perf. ὀρώρεται, subj. ὀρώρηται: I. trans. (act., exc. perf.), arouse, awake, excite; λᾶούς, αἶγας, νεβρὸν ἐξ εὐνῆς, Il. 15.475, ι 1, Il. 22.190; freq. of the mind, Il. 5.105, Od. 4.712; w. inf., Il. 12.142, Od. 23.222; γόον, φόβον, σθένος, Il. 2.451; so of things, ἄνεμον, κύματα, etc.—II. intrans. (mid., and perf.), rouse oneself, arise, spring up, w. inf., Od. 2.397, part., Od. 8.342; in hostile sense, χαλκῷ, Il. 3.349; freq. of ‘beginning’ to do something, Il. 12.279, Od. 8.539; εἰσόκε μοι φίλα γούνατ' ὀρώρῃ, ‘have strength to move.’

Greek Monotonic

ὄρνῡμι: ή -ύω, προστ. ὄρνῠθι, ὄρνῠτε· γʹ ενικ. και πληθ. παρατ. ὤρνυεν, -υον, μέλ. ὄρσω, αόρ. αʹ ὦρσα, Ιων. γʹ ενικ. ὄρσασκε· αόρ. βʹ με αναδιπλ., ὤρορα — Μέσ., ὄρνῠμαι, παρατ. ὠρνύμην, μέλ. ὀροῦμαι, γʹ ενικ. ὀρεῖται· αόρ. βʹ ὠρόμην, γʹ ενικ. ὤρετο, συνηρ. ὦρτο, Επικ. γʹ πληθ. ὄροντο, ὀρέοντο· προστ. ὄρσο ή ὄρσεο, Ιων. ὄρσευ· γʹ ενικ. υποτ. ὄρηται· απαρ. ὄρθαι, συνηρ. αντί ὀρέσθαι· μτχ. ὀρόμενος, ὄρμενος — στη Μέσ. ανήκει επίσης ο παρακ. ὄρωρα (άπαξ ὤρορε), και γʹ ενικ. υπερσ. ὀρώρει, ὠρώρει· στον Όμηρ. επίσης, Παθ. τύπος ὀρώρεται = ὄρωρε, υποτ. ὀρώρηται (*ὌΡΩ· είναι η ρίζα από την οποία σχηματίζονται οι περισσότεροι τύποι).Σημασία που προκύπτει από τη ρίζα· κινώ, ανακινώ, διεγείρω, στον ίδ.
1. λέγεται για σωματική κίνηση, ενθαρρύνω, παροτρύνω, διεγείρω, εξεθερίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· με απαρ., Ζεὺςὦρσε μάχεσθαι, τον παρότρυνε να πολεμήσει, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., με παρακ. ὄρωρα, κινούμαι, αναδεύομαι, εἰς ὅ κε.. μοι φίλα γούνατ' ὀρώρῃ, εφόσον τα μέλη μου έχουν τη δύναμη να κινηθούν, σε Όμηρ.· προστ. αορ. αʹ ὄρσεο, ὄρσευ, ὄρσο, κουνήσου! εμπρός! σήκω! στον ίδ.· με εχθρική σημασία, εφορμώ, ορμώ με μανία, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. κ.λπ.
2. σηκώνω, κάνω κάποιον να σηκωθεί, ξυπνώ κάποιον, καλώ, φέρνω στο φως, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για ζώα, εξερεθίζω, τρέπω σε φυγή, κυνηγώ, σε Όμηρ. — Μέσ., σηκώνομαι, αναπηδώ, ιδίως από το κρεβάτι, στον ίδ.· στον Μέσ. παρακ., ὤρορεθεῖος ἀοιδός, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., σηκώνομαι να κάνω κάτι, ετοιμάζομαι να κάνω κάτι, ὦρτο ἴμεν, στο ίδ.· ὦρτο Ζεὺς νιφέμεν, άρχισε ή ξεκίνησε να χιονίζει, σε Ομήρ. Ιλ.
3. επιφέρω, εξεγείρω, Λατ. ciere, λέγεται για καταιγίδες και τα όμοια, που επιφέρουν οι θεοί, σε Όμηρ., Αισχύλ.· ομοίως, ὄρσαι ἵμερον φόβον, μένος, πόλεμον κ.λπ., σε Όμηρ. — Μέσ., ανατέλλω, εγείρομαι, Λατ. orior, σε Ομήρ. Ιλ.· ὄρνυται πένθος, στόνος κ.λπ.· στο ίδ., δοῦρα ὄρμενα πρόσσω, τα βέλη πετούσαν προς τα μπρος, στο ίδ.

Middle Liddell

[* !ὄρω is the Root from which most tenses are formed] ὄρθαι contr. for ὀρέσθαι] [to the Med also belongs the pf. ὄρωρα (once ὤρορε)]
radical sense to stir, stir up: esp.,
1. of bodily movement, to set on, urge on, incite, Il., Hes.: —c. inf., Ζεὺς ὦρσε μάχεσθαι urged him on to fight, Il.:—Mid., with perf. ὄρωρα, to move, stir oneself, εἰσόκε μοι φίλα γούνατ' ὀρώρηι while my limbs have power to move, Hom.; aor1 imperat. ὄρσεο, ὄρσευ, ὄρσο rouse thee! up! arise! Hom.:—in hostile sense, to rush on, rush furiously, Il., Aesch., etc.
2. to make to arise, to awaken, call forth, Il.; of animals, to rouse, start, chase, Hom.:—Mid. to arise, start up, esp. from bed, Il.; in perf. mid., ὤρορε θεῖος ἀοιδός Od.:—c. inf. to rise to do a thing, set about it, ὦρτο ἴμεν Il.; ὦρτο Ζεὺς νιφέμεν started or began to snow, Il.
3. to call forth, excite, Lat. ciere, of storms and the like, which the gods call forth, Hom., Aesch.; so ὄρσαι ἵμερον, φόβον, μένος, πόλεμον, etc., Hom.:—Mid. to break forth, arise, Lat. orior, Il.; ὄρνυται πένθος, στόνος, etc., Il.; δοῦρα ὄρμενα πρόσσω the darts flying onwards, Il.