φάος
τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart
English (LSJ)
φάεος, τό, Att. contr. φῶς, φωτός, and resolved Ep. φόως (φώωσδε, though read by Ar.Byz. and Aristarch., is to be rejected in Il.16.188); Aeol. φάος Sapph.Supp.25.9, but cf. φαυοφόρος:—Hom. uses φάος and φόως, never φῶς; of the oblique cases he uses only dat. sing. φάει and acc. pl. φάεα; dat. pl.
A φαέεσσι Hes.Fr.142.4, Call. Dian.211, etc.:—φάος is the only form used by Pi.: Trag. use φάος or φῶς, both in lyr. and dialogue, as metre requires: Com. use φάος in lyr. only, Ar.Eq.973, Ra.1529; φῶν is a late acc. in BCH51.380 (Cyme, Hymn to Isis); in Prose φῶς is the only form used in nom. and acc.: gen. φάους X.Cyr.4.2.9, 26, Oec.9.3, Arist.de An.429a3; dat. φάει A.Ag.575, Ch.62 (lyr.), S.Ph.415, 1212 (lyr.), etc.: pl., φάη B. 8.28, Gal.18(2).250, AP7.373 (Thall.); gen. φαέων Arat.90; dat. φάεσι Call.Dian.71; in Prose gen. φωτός Pl.R. 518a, Ax.365c; dat. φωτί Luc. Musc.Enc.9, etc. (φῷ E.Fr.534); pl., φῶτα IG11(2).203 A33 (Delos, iii B. C.), etc.; gen. φώτων ib.42(1).110.43 (Epid., iv B. C.); dat. φωσί (v. infr. 1.2): (φάω) . [ᾰ regularly; but Hom. always has ᾱ metri gr. in φᾱεα; and so dat. pl. φᾱεσι in Call.Dian.71]:—light, esp. daylight, ἤδη φ. ἦεν ἐπὶ χθόνα Od.23.371; φ. οἴχεθ' ὑπὸ ζόφον 3.335; κατέδυ λαμπρὸν φ. ἠελίοιο Il.1.605; Ἠὼς.. Ζηνὶ φόως ἐρέουσα 2.49; ἀθανάτοισι φόως φέροι Od.5.2; νὺξ ἀποκρύψει φάος A.Pr.24; τὸ τοῦ ἡλίου φῶς Pl.R. 515e; πρὸς τὸ φῶς βλέπειν ibid.; οὐράνιον φῶς, αἰθέρος φῶς, S.Ant.944 (lyr.), E.Ph.809 (lyr.); ἡμέρας ἁγνὸν φάος Id.Fr.443; ἡμερήσιον φάος A.Ag.23; τὸ ἡμερινὸν φῶς Pl.R. 508c; ἐν φάει = by daylight, Od.21.429; ἕως ἂν φῶς γένηται = till daybreak, Pl.Prt. 311a; ἅμα φάει = at daybreak, Plu.Cam.34; ἅμα τῷ φωτί Plb.1.30.10, al.; ἕως ἔτι φῶς ἐστιν while there is still light, Pl.Phd. 89c; ἔτι φάους ὄντος X.Cyr.4.2.26; κατὰ φάος νύκτας τε E.Ba.425 (lyr.); κατὰ φῶς, opp. νύκτωρ, X.Cyr.3.3.25; also, of moonlight and starlight, φαέεσσι σελήνης Hes. l. c., cf. Pi.O.10(11).75, Bion Fr.8.5, etc.; ἀστέρος τηλαυγέστερον Pi.P.3.75; τὰ φῶτα, sc. sun and moon, Ptol.Tetr.37,38.
b in Poets, freq. in phrases concerning the life of men, ζώει καὶ ὁρᾷ φ. ἠελίοιο Il.18.61, cf. Od.4.540, etc.; λείπειν φ. ἠελίοιο Hes.Op.155, Thgn.569; ἐς φάος οὐκ ἀνίεσκε, ἀκίκεσθε, Hes.Th.157,652; ζῇ τε καὶ βλέπει φάος A.Pers.299; ὅστις φῶς ὁρᾷ S.OT375; ὄντα ἐν φάει Id.Ph.415, etc.; Διὸς ἐν φάει E.Hec.707 (lyr.); πέμψατ' ἔνερθεν ψυχὴν ἐς φῶς, ἀναγαγεῖν εἰς φῶς, A.Pers.630 (anap.), Ar.Av.699 (anap.); πρὸς φῶς ἀνελθεῖν S.Ph.625; πρὸς φῶς ἄγειν Pl.Prt. 320d; λείπω φάος Ar.Ach.1185 (paratrag.); εἰ στερήσομαι τοῦδε τοῦ φωτός Pl.Ax.365c: but also εἰς φῶς ἰέναι to come into the light, i.e. into public, S.Ph.1353; εἰς φῶς λέγειν ib.581; τὸ φῶς κόσμον παρέχει light (i.e. publicity) is a guarantee for order, X.Ages.9.1.
c simply a day, φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει E.Rh.447; νόστιμον βλέπειν φάος, = ἦμαρ, A.Pers.261: pl., κρισίμων φαέων of critical days, AP11.382.11 (Agath.).
2 the light of a torch, lamp, fire, etc., τίς τοι φάος οἴσει; Od.19.24, cf. 34,64; φάος πάντεσσι παρέξω 18.317; φῶς δαίων A.Ch.863 (anap.); ποιεῖν X.HG6.2.29; πρὸς φῶς πίνειν = to drink by the fire, Id.Cyr.7.5.27; a light, φῶς ἔχων.. ἀφηγεῖτο Id.HG5.1.8: pl., Plu.Pel.12, Ant.26, etc.; τὰ φ. the illuminations, IG11(2).203A33 (Delos, iii B. C.); μέσοις φωσίν at a moderate fire, Ps.-Democr.Alch.p.46 B., cf. Zos.Alch.pp.147,155 B.
3 the light of the eyes, φάος ὀμμάτων, φάος ὄσσων, Pind.N.10.40, Opp.H.4.525: pl., φάεα = eyes, Od.16.15, 19.417; τίεσκον ἴσον φαέεσσιν ἐμοῖσι Mosch.4.9; φάη Gal. l. c.: sg., of the Cyclops' eye, E.Cyc.633.
4 window, IG42(1).110.43 (Epid., iv B. C.), Plu.2.515b; opening in a machine, Heliod. ap. Orib.49.7.14.
II light, as a metaph. for deliverance, happiness, victory, glory, etc., καὶ τῷ μὲν φάος ἦλθεν Il.17.615; φόως δ' ἑτάροισιν ἔθηκεν 6.6; ἐπὴν φάος ἐν νήεσσι θήῃς 16.95; ἐν χερσὶ φόως 15.741; [πύλαι] πετασθεῖσαι τεῦξαν φάος 21.538; φ. ἀρετᾶν Pi.O.4.11; δώμασιν φάος μέγα A.Pers.300, cf. S.Ant. 600 (lyr.), Aj.709 (lyr.); λαμπρὸν φ. γένους Trag.Adesp.9; of persons, ἤν πού τι φόως Δαναοῖσι γένωμαι Il.16.39, cf. 8.282, etc.; especially in addressing persons, ἦλθες, Τηλέμαχε, γλυκερὸν φάος Od.16.23; ὦ φάος Ἑλλήνων Anacr.124; Ἀκραγαντίνων φάος Pi.I.2.17; ὦ φίλτατον φῶς S.El.1224, 1354; ὦ μέγιστον Ἕλλησιν φάος E.Hec.841; in late Prose, Anon. ap. Suid. s.v. ὦ φῶς: pl., AP7.373 (Thall.).
b of φῶς, ὁ θεὸς φ. ἐστί 1 Ep.Jo.1.5; φ. καὶ ζωή ἐστιν ὁ θεὸς καὶ πατήρ Corp.Herm.1.21; of Christ, φ. εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν Ev.Luc.2.32, etc.
2 with reference to illumination of the mind, τῆς ἀληθείας τὸ φῶς E.IT1026; φῶς ἐν τῷ φιλοσοφεῖν Plu.2.77d, cf. 47c; τὸ φῶς τὸ ἐν σοί Ev.Matt.6.23; τὸ φῶς τῆς ζωῆς Ev.Jo.8.12; ἐν τῷ φωτί εἶναι 1 Ep.Jo.2.9; τέκνα φωτός, ὅπλα τοῦ φωτός, Ep.Eph.5.8, Ep.Rom.13.12.
III the dark ring round the nipple, Poll.2.163.
German (Pape)
[Seite 1255] εος, τό, zsgzgn φῶς, φωτός, ep. aufgelös't φόως, – 1) das Licht; bes. das Tageslicht, der Tag, der Tagesanbruch; oft bei Hom.: λαμπρὸν φάος ἠελίοιο Il. 1, 625; ἤδη γὰρ φάος οἴχεθ' ὑπὸ ζόφον Od. 3, 335; ἔδυ φάος ἠελίοιο Il. 23, 154; ἤδη μὲν φάος ἦεν ἐπὶ χθόνα Od. 23, 371; ἐν φάει, bei Licht, bei Tage, 21, 429; selten in Prosa, ἔτι φάους ὄντος Xen. Cyr. 4, 2,26, u. öfter; – ὁρᾶν φάος ἠελίοιο = ζῆν, λείπειν φάος ηελίοιο = θνήσκειν; – ἐρατὸν σελάνας Pind. Ol. 11, 75, τηλαυγέστερον ἀστέρος P. 3, 75; ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος Aesch. Prom. 24; ἄψοῤῥον ἥξεις εἰς φάος 1023; ζῇ τε καὶ φάος βλέπει Pers. 291; Eum. 716 u. oft; auch gradezu der Tag, ἀέλπτως νόστιμον βλέπω φάος Pers. 255; ὡς μηκέτ' ὄντα κεῖνον ἐν φάει νόει, am Leben seiend, Soph. Phil. 413, vgl. 659; οὐκέτ' ὄντα Διὸς ἐν φάει Eur. Hec. 707, u. oft. – Auch das durch Feuer, Fackeln u. vgl. hervorgebrachte Licht, ἐγὼ τούτοισι φάος πάντεσσι παρέξω Od. 18, 317, τίς τοι φάος οἴσει 19, 24, λύχνον ἔχουσα φάος περικαλλὲς ἐποίει 34, νήησαν ξύλα πολλὰ φόως ἔμεν ἠδὲ θέρεσθαι 64. Dah. bei den Attikern auch das, was Licht giebt, Kerze, Fackel. – Φῶς ποιεῖν, Feuer anzünden, Xen. Hell. 6, 2,29; κατὰ φῶς πίνειν Cyr. 7, 5,27; λύχνος φῶς παρέχει Conv. 6, 7, u. A. – Dämmerung, Plut. Camill. 34. – Auch wie lumen, das Fenster od. die Öffnung, durch welche das Licht einfällt, φῶτα μετατιθέναι, die Fenster verändern, Plut. de curios. 1. – 2) das Licht im Gegensatz des Dunkels als Bild der Freude, des Heils, also Glück, Heil, Rettung, Sieg; φόως δ' ἑτάροισιν ἔθηκεν Il. 6, 6, wie ἐπὴν φάος ἐν νήεσσιν θήῃς 16, 95; ἤν πού τι φόως Δαναοῖσι γένωμαι 16, 39, wie μάλα δέ σφι φόως γένετο 15, 669; τῷ μὲν φάος ἦλθεν 17, 615; οὐδέ τι Πατρόκλῳ γενόμην φάος 18, 102; αἱ δὲ (πύλαι) πετασθεῖσαι τεῦξαν φάος 21, 538, bereiteten ihnen Rettung; Ἀκραγαντίνων φάος Pind. I. 2, 17; Freude, Aesch. Pers. 292 Eum. 496 Soph. Ant. 596; dah. auch in der Anrede an Personen, deren Erscheinen glück- od. heilbringend ist, γλυκερὸν φάος Od. 16, 23. 17, 41, wenn man nicht dies mit dem dichterischen Gebrauche, daß – 3) τὰ φάεα »die Augen« heißen, zusammenbringen will, Od. 16, 15. 17, 39. 19, 417; vgl. ὀμμάτων κρύπτειν φάος Pind. N. 10, 40; auch im sing., vom Auge des Kyklopen, Eur. Cycl. 633. – [Α, an sich kurz, wird im nom. u. acc. plur. lang, φάεα, wie in φάεσι Callim. Dian. 71; vgl. περιφάεα κύκλα Opp. Hal. 2, 6.]
French (Bailly abrégé)
φάεος-φάους (τό) :
poét.
I. au propre :
1 lumière céleste, du soleil ; ὁρᾶν φάος ἠελίοιο IL, OD, φάος βλέπειν ESCHL voir la lumière du soleil, càd vivre ; ἐν φάει εἶναι SOPH être vivant ; οἱ ἐν φάει ESCHL les vivants ; lumière d'un astre ; abs. la lumière du jour : ἔτι φάους ὄντος XÉN pendant qu'il fera encore jour ; ἅμα φάει PLUT en même temps que le jour ; ἐν φάει au grand jour OD, sous un ciel clair IL;
2 lumière d'une lampe, d'un flambeau, etc.
3 lumière du regard, éclat des yeux ; τὰ φάεα OD les yeux;
II. fig., pour marquer les idées de bonheur, de gloire, etc. joie, bonheur.
Étymologie: R. Φα ; cf. φόως et φῶς.
Russian (Dvoretsky)
φάος: εος (ᾰ) τό (в форме φάεα - ᾱ)
1 свет (ἠελίοιο Hom.; σελάνας Pind.; πυρός Aesch.): ἐς φ. ἐλθεῖν Pind. появиться на свет, родиться; ὁρᾶν φ. ἠελίοιο Hom., φ. βλέπειν Aesch. или ἐν φάει εἶναι Soph. видеть солнечный свет, т. е. быть в живых, жить; λείπειν φ. ἠελίοιο Hom., Hes. покидать солнечный свет, т. е. умирать;
2 дневной свет, день: ἐν φάει Hom. средь бела дня; κατὰ φ. νύκτας τε Eur. в течение дней и ночей; ἔτι φάους ὄντος Xen. еще днем, засветло; ἅμα φάει Plut. с наступлением дня;
3 факел, светильник: φ. φέρειν τινί Hom. нести факел перед кем-л.;
4 блеск, сияние (ὀμμάτων Pind.);
5 pl. глаза (ἄμφω φάεα καλά Hom.);
6 перен. свет, счастье, радость: τῷ μὲν φ. ἦλθεν Hom. он явился ему на счастье; τέτατο φ. ἐν Οἰδίπου δόμοις Hom. радость распространилась в доме Эдипа; Τηλέμαχε, γλυκερὸν φ.! Hom. свет ты мой, Телемах!;
7 блистательность, слава, блеск (εὐρυσθενέων ἀρετᾶν Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
φάος: φάεος, τό, Ἀττ. συνῃρ., φῶς, φωτός, καὶ κατ’ Ἐπικὴν ἐπέκτασιν (ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ.) φόως· πληθ. φάεα, σπαν. φῶτα, ὡς παρὰ Στράβ.· γεν. φώτων Πλουτ. Ἀντών. 26· Αἰολ. φαῦος, δηλ. φάϝος, ἴδε φαυοφόρος· ― ὁ Ὅμηρ. χρῆται τοῖς τύποις φάος καὶ φόως, οὐδέποτε φῶς· ἐκ τῶν πλαγίων πτώσεων ποιεῖται χρῆσιν μόνον τῆς ἑνικ. δοτ. φάει καὶ τῆς αἰτιατ. πληθ. φάεα· δοτ. πληθ. φαέεσσι Ἡσ. Ἀποσπ. 21, Ἀπολλ. Ρόδ., κλπ.· ― φάος εἶναι ὁ μόνος τύπος ἐν χρήσει παρὰ Πινδάρ.· οἱ Τραγ. ἔχουσι φάος ἢ φῶς, ἔν τε τοῖς λυρ. χωρίοις καὶ τῷ διαλόγῳ κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου· οἱ δὲ Κωμικοὶ ἔχουσι φάος μόνον ἐν λυρικοῖς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 973, Βάτρ. 1529· καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφ. φῶς εἶναι ὁ μόνος τύπος ἐν χρήσει ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ.· ἀλλ’ αἱ πλάγιαι πτώσεις λαμβάνονται ἐκ τῆς ὀνομ. φάος· γεν. φάους, Ξεν. Κύρου Παιδ. 4. 2, 9 καὶ 26, Οἰκ. 9, 3, Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 3. 3, 21· δοτ. φάει Αἰσχύλ. Ἀγ. 575, Χο. 63, Σοφ. Φιλ. 415, 1212, κλπ.· παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς εὑρίσκομεν δοτ. φαΐ, Χρησμ. Σιβ. προοίμ. 18· πληθ. φάη Ἀνθ. Παλατίν. 7. 273., 8. 77· γεν. φαέων Ἄρατ. 90· δοτ. φάεσι Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 71· παρὰ τοῖς πεζογράφοις ἐνίοτε γεν. φωτὸς Πλάτ. Πολ. 518A, Ἀξίοχ. 365C· δοτ. φωτὶ Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 9, κλπ., (κατὰ συγκοπὴν φῷ Εὐρ. Ἀποσπ. 538)· πληθ. φῶτα Πλούτ., ἴδε κατωτέρ. Ι. 4. γεν. φώτων Λουκ. Ἱππ. 4 (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε φάω). [ᾰ συνήθως καὶ κανονικῶς· ἀλλ’ ὁ Ὅμ. ἔχει ἀείποτε ᾱ πρὸ δύο βραχειῶν συλλαβῶν ἐν τῷ τύπῳ φᾶεα· οὕτω καὶ δοτ. πληθ. φᾶεσι παρὰ Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 71· πρβλ. περιφᾶεα κύκλα Ὀππ. Ἀλ. 2. 6]. Ὡς καὶ νῦν, φῶς, μάλιστα φῶς τῆς ἡμέρας εἴτε ἀπολ. εἴτε μετά τινος προσδιορισμοῦ, ἤδη φάος ἦεν ἐπὶ χθόνα Ὀδ. Ψ. 371· φάος οἴχετ’ ὑπὸ ζόφον Γ. 335· κατέδυ λαμπρὸν φάος ἠελίοιο Ἰλ. Α. 605· Ἠώς... Ζηνὶ φόως ἐρέουσα Β. 49· ἀθανάτοισι φόως φέρει Ὀδ. Ε. 2· οὕτω παρ’ Ἀττ., νὺξ ἀποκρύψει φάος Αἰσχύλ. Προμ. 515E· πρὸς τὸ φῶς βλέπειν αὐτόθι· φῶς οὐράνιον, φῶς αἰθέρος Σοφ. Ἀντιγ. 944, Εὐρ. Φοίν. 809· ἡμέρας ἁγνὸν φάος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 446· ἡμερήσιον φάος Αἰσχύλ. Ἀγ. 23· τὸ ἡμερινὸν φῶς Πλάτ. Πολ. 508C, κλπ.· ― ὡσαύτως, φ. σελήνης Ἡσ. Ἀποσπ. 21, Πίνδ.· ἀστέρος Πινδ. Π. 3. 135, πρβλ. Βίωνα 16. 5. β) παρὰ ποιηταῖς ἐπὶ τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, ζώειν καὶ ὁρᾶν φάος ἠελίοιο Ἰλ. Σ. 61, 442, Ὀδ. Δ. 540, κλπ.· λείπειν φάος ἠελίοιο Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμέρ. 153, Θέογν. 569· ἐς φάος ἀνιέναι, ἀφικέσθαι Ἠσ. Θεογ. 157, 652· οὕτω παρ’ Ἀττ., ζῇ τε καὶ φάος βλέπει Αἰσχύλ. Πέρσ. 299· ὅστις φῶς ὁρᾷ Σοφ. Οἰδ. Τύραν. 375· ἐν φάει εἶναι ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 415, κλπ.· ἐν Διὸς φάει Εὐρ. Ἑκ. 707· πέμπειν τινὰ ἐς φῶς, ἐξ Ἅιδου πρὸς φῶς ἀναπέμπειν, ἀνάγειν εἰς φῶς Αἰσχύλου Πέρσαι σ. 630, Ἀριστοφάνους Ὄρν. 699· πρὸς φῶς ἀνελθεῖν Σοφ. Φιλ. 625· ― ἀλλά, εἰς φῶς ἰέναι, ἔρχεσθαι εἰς φῶς, δηλ. εἰς τὸ κοινόν, αὐτόθι 1353· οὕτω, εἰς φῶς λέγειν· αὐτόθι 581, πρβλ. Ἀποσπ. 657· πρὸς φῶς ἄγειν Πλάτ. Πρωτ. 320C· τὸ φῶς κόσμον παρέχει, τὸ φῶς (δηλ. τὸ φανερόν), ἡ δημοσίευσις εἶναι ἐγγύησις τῆς τάξεως, Ξεν. Ἀγησ. 9., 1. γ) τὸ φῶς ἢ ὁ χρόνος τῆς ἡμέρας, ἐν φάει, ἐν τῷ φωτὶ τῆς ἡμέρας, ἐν καιρῷ ἡμέρας, Ὀδ. Φ. 429· φῶς γίγνεται, δηλ. ἡ ἡμέρα ἀνατέλλει, Πλάτ. Πρωτ. 311A· ἅμα φάει, κατὰ τὴν αὐγήν, Πλουτ. Κάμ. 34· ἅμα τῷ φωτὶ Πολύβ. 1. 30, 10, κ. ἀλλ.· ἕως ἔτι φῶς ἐστι, ἐν ὅσῳ ἀκόμη ὑπάρχει φῶς, ἐν ὅσῳ φέγγει, Πλάτ. Φαίδ. 89C· ἔτι φάους ὄντος Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4. 2, 26· κατὰ φάος καὶ νύκτας Εὐρ. Βάκχ. 425· κατὰ φῶς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ νύκτωρ, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 3. 3, 25. δ) ἁπλῶς ἡμέρα, φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει Εὐρ. Ρῆσ. 447· νόστιμον βλέπειν φάος, ὡς τὸ παρ’ Ὁμ. νόστιμον ἦμαρ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 261· ― πληθ., κρισίμων φαέων, ἐπὶ τῶν κρισίμων ἡμερῶν, Ἀνθ. Παλατ. 11. 382· τὰ φῶτα = τὰ ἐπιφάνια, Ἐκκλ. 2) τὸ φῶς δᾳδός, λαμπάδος, λύχνου ἢ πυρός, τίς τοι φάος οἴσει; Ὀδ. Τ. 24, πρβλ. 34. 64· φάος πάντεσσι παρέξω Σ. 316· οὕτω, φῶς δαίειν Αἰσχύλ. Χο. 863· ποιεῖν Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 29 πρὸς ἢ κατὰ φῶς πίνειν, πίνειν πλησίον τοῦ πυρός, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 7. 5. 10 καὶ 27· φῶς ἔχων... ἀφηγεῖτο ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 1, 8· καὶ ἐν τῷ πληθ., Πλουτ. Πελοπ. 12A, Ἀντών. 26, κλπ. 3) τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν, φάος ὀμμάτων, ὄσσων Πινδ. Ν. 10. 75, Ὀππ.· καὶ ἐν τῷ πληθ. φάεα, οἱ ὀφθαλμοί, Λατ. lumina, Ὀδ. Π. 15, Ρ. 39, Τ. 417· τίεσκον ἴσον φαέεσσιν ἐμοῖσι Μόσχ. 4. 9· οὕτως ἐν τῷ ἑνικῷ, ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ Κύκλωπος, Εὐρ. Κύκλ. 633. 4) παράθυρον, φῶτα (πληθ.) μετατιθέναι Πλούτ. 2. 515B· οὕτω Λατ. lumen. ΙΙ. φῶς, μεταφορ., ἀντὶ εὐφροσύνη, σωτηρία, εὐτυχία, χαρά, νίκη, δόξα, κτλ., καὶ τὸ μὲν φάος ἦλθεν Ἰλ. Ρ. 615· φόως δ’ ἑτάροισιν ἔθηκεν Ζ. 6· ἐπὴν φάος ἐν νήεσσι θήῃς Π. 95· ἐν χερσὶ φόως Ο. 741· πύλαι... πετασθεῖσαι τεῦξαν φάος Φ. 538· οὕτω, φ. ἀρετᾶν Πινδ. Ο. 4. 16· φάος καρδίας Αἰσχύλ. Εὐμεν 521, πρβλ. Πέρσ. 300, Σοφ. Ἀντ. 600, Αἴ. 769· ― ἐπὶ προσώπων, ἤν πού τι φόως Δαναοῖσι γένωμαι Ἰλ. Π. 39, πρβλ. Θ. 282, κλπ.· μάλιστα ἐπὶ προσφωνήσεων (ὡς τὰ κοινὰ «φῶς μου», «φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου»), ἦλθες, Τηλέμαχε, γλυκερὸν φάος Ὀδ. Π. 23, Ρ. 41· ὦ φάος Ἑλλήνων Ἀνακρ. 120· Ἀκραγαντίνων φάος Πινδ. Ι. 2. 25· ὦ φίλτατον φῶς Σοφ. Ἠλ. 1224, 1354· ὦ μέγιστον Ἕλλησιν φάος Εὐρ. Ἑκ. 841· ― ἐν τῷ πληθ., Ἀνθ. Παλατ. 7. 373., 8. 77· ― πρβλ. ὄμμα IV, φέγγος ΙΙ. 2) ὡσαύτως, τῆς ἀληθείας τὸ φῶς Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 1046· ἐν τῷ φιλοσοφεῖν Πλούτ. 2. 77D, πρβλ. 47C· λαμπρὸν φῶς γένους Σοφ. Ἀποσπ. 497· ― Πρβλ. φέγγος ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους. ΙΙΙ. φῶς λέγεται τὸ περὶ τὴν θηλὴν τοῦ μαστοῦ μελαψὸν δέρμα, «ὁ δὲ περὶ τῇ θηλῇ μελαινόμενος κύκλος φῶς» Πολυδ. Β΄, 163.
English (Autenrieth)
(φάϝος), φόως, dat. φάει, pl. φάεα: light; φόωσδε, to the light; pl., fig., eyes, Od. 16.15; also fig. as typical of deliverance, victory, Il. 6.6, Il. 18.102, Od. 16.23.
English (Slater)
φᾰος (φάος, -ει, -ος.)
a lit.,
I light ἔφλεξεν εὐώπιδος σελάνας ἐρατὸν φάος (O. 10.75) esp., light of day, φάει δὲ πρόσωπον ἐν καθαρῷ νίκαν Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς ἐπαγγελεῖ (P. 6.14) ἄνευ σέθεν οὐ φάος, οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν (N. 7.3) ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 2. νεκρὸν ἵππον στυγέοισι λόγῳ κείμενον ἐν φάει, κρυφᾷ δὲ fr. 203.
II light of this world, life ἦλθεν δ' ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος ἐς φάος αὐτίκα (O. 6.44) ἀγλαὸν ἐς φάος ἰόντες δίδυμοι παῖδες Πα. 12. 15, cf. (O. 4.15), (I. 6.62)
III light, gaze ἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων (N. 10.40)
II met.,
I light ( of fame ), splendour τόνδε κῶμον, χρονιώτατον φάος εὐρυσθενέων ἀρετᾶν (O. 4.10) ἄπονον δ' ἔλαβον χάρμα παῦροί τινες, ἔργων πρὸ πάντων βιότῳ φάος (O. 10.23) cf. ]το βιότῳ φάος[ ?fr. 334a. 7. τίν γε μὲν ἀεθλοφόρου λήματος ἕνεκεν Νεμέας Ἐπιδαυρόθεν τ' ἄπο καὶ Μεγάρων δέδορκεν φάος (N. 3.84) σφόδρα δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαίνειν (N. 4.38) of pers., εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων, Ἀκραγαντίνων φάος (I. 2.17)
II light ( of hope ); comfort, deliverance (cf. Fraenkel on Agam. 522.) ὑπ' ἀμαχανίας ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν (O. 5.14) ἐσσὶ δ' ἰατὴρ ἐπικαιρότατος, Παιάν τέ σοι τιμᾷ φάος the comfort you bring (P. 4.270) ἐρευνασάτω μεγαλάνορος Ἡσυχίας τὸ φαιδρὸν φάος fr. 109. 2. of pers., ἀστέρος οὐρανίου φαμὶ τηλαυγέστερον κείνῳ φάος ἐξικόμαν κε (P. 3.75)
III light (of recognition), cf. a. β. supra. ἀνὰ δ' ἄγαγον ἐς φάος οἵαν μοῖραν ὕμνων brought to birth (I. 6.62)
c frag. τὸ δ' ἀλαθε[ ] κατέστα φάος[ ?fr. 337. 10.
Greek Monolingual
-εος και -ους, και επικ. τ. φόως, τὸ, Α
(ασυναίρ. αιολ. τ.) βλ. φως.
Greek Monotonic
φάος: τό, γεν. φάεος (φάους), δοτ. φάει· Επικ. ονομ. και αιτ. πληθ. φάεα (ᾱ χάριν μέτρου)· Αττ. συνηρ. φῶς, φωτὸς κ.λπ.·
I. 1. φως, το φως της ημέρας, σε Όμηρ. κ.λπ.· σε Ποιητ., λέγεται για την ζωή, ζώει καὶ ὁρᾶ φάος ἠελίοιο, στον ίδ.· λείπειν φάος ἠελίοιο, σε Ησίοδ.· πέμπειν τινὰ ἐς φῶς, σε Αισχύλ.· πρὸς φῶς ἀνελθεῖν, σε Σοφ.
2. λέγεται για το φως της ημέρας, ἐν φάει, σε Ομήρ. Οδ.· φῶς γίγνεται, έρχεται φως, δηλ. χαράζει η μέρα, σε Πλάτ.· ἕωςἔτι φῶς ἐστι, όσο υπάρχει ακόμα φως, στον ίδ.
4. το φως των ματιών, σε Πίνδ.· πληθ. φάεα, τα μάτια, Λατ. lumina, σε Ομήρ. Οδ.
II. φως, μεταφ. λέγεται για ευτυχία, χαρά, νίκη, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης σε προσφωνήσεις ανθρώπων, γλυκερὸν φάος, αγαπητό φώς της ζωής μου, σε Ομήρ. Οδ.· ὦφίλτατον φῶς, σε Σοφ.
Middle Liddell
φάος, εος, τό, [epic nom. and acc. pl. φάεα [ᾱ metri grat.]]
I. light, daylight, Hom., etc.:—in Poets, of life, ζώειν καὶ ὁρᾶν φάος ἠελίοιο Hom.; λείπειν φάος ἠελίοιο Hes.; πέμπειν τινὰ ἐς φῶς Aesch.; πρὸς φῶς ἀνελθεῖν Soph.
2. of day-light, ἐν φάει Od.; φῶς γίγνεται it is becoming light, i. e. day is breaking, Plat.; ἕως ἔτι φῶς ἐστι while there is still light, Plat.
3. the light of a torch, lamp, fire, a light, Od., Aesch.
4. the light of the eyes, Pind.; pl. φάεα the eyes, Lat. lumina, Od.
II. light, as a metaph. for deliverance, happiness, victory, Il.: also in addressing persons, γλυκερὸν φάος dear light of my life, Od.; ὦ φίλτατον φῶς Soph.
Frisk Etymology German
φάος: (ep. poet. seit Il.),
{pháos}
Forms: φόως (ep.), φῶς (att.), auch φάβος = φάϝος (pamphyl.), Gen. φάεος, att. φάους und φωτός, Nom. Akk. pl. φάεα, φάη, φῶτα usw. (Einzelheiten bei Egli Heteroklisie 60f.)
Grammar: n.
Meaning: Licht, Tageslicht, auch übertr. (s. Trümpy Fachausdrücke 208f.).
Composita: Als Vorderglied u.a. in φαεσφόρος (Kall.), φαοσφόρος (Lyr. Adesp.), φωσφόρος (att.) Licht bringend, Fackel tragend; φαυοφόροι· Αἰολεῖς. ἱέρειαι H. (E. Kretschmer Glotta 18, 84 f.). Sehr oft als Hinterglied, meist verbal assoziiert, z.B. λευκοφαής mit weißem Licht, weiß leuchtend, παμφαής allleuchtend, ganz strahlend (Trag.), αὐξιφαής das Licht vermehrend (Man., Cat. Cod. Astr.), Εὐρυφάεσσα f. Mutter des Helios (h.Hom.31; metr. bedingte Analogiebildung); daneben hell. u. sp. φωτ(ο-), z.B. φωτοειδής ‘licht- artig, lichtvoll', φωταγωγός lichtbringend, f. Lichtöffnung, Fenster, mit -αγωγέω, -ία; αὐξίφωτος das Licht vermehrend mit -φωτέω, -ία. — 1. Von φάος: φαεινός (< *φαϝεσνός; ep. poet. seit Il.), φάεννος (äol.), PN Φαηνος (dor.), Φαηνα (ark.), φανός (att.) leuchtend, hell, rein mit φανότης f. Helligkeit; Subst. φανός m. Fackel (Kom., X. u.a.; Umbildung von πανός [s.d.]?,) auch φανή f. (Hes.Fr.47, E.; nach φανῆναι, -φανής?); dazu Φαναῖος Bein. des Zeus (E. Rh. 355 [lyr.]), des Apollon (Achae.). Von φαεινός: φαείνω (ἀμφι-) ins Licht treten, scheinen, leuchten (ep. seit Od.), auch trans. ans Licht bringen (Nik.), Pass. erscheinen (Kall., A. R.); dazu Aor. Pass. φαάνθην (Il., μ 441), wohl für *φαένθην nach φάνθην (Chantraine Gramm. hom. 1,81; vgl. Schwyzer 723), wonach φαάντατος der strahlendste (ν 93), Komp. φαάντερος (AP). — 2. Von φῶς: φωτεινός leuchtend, licht, hell (X., hell. u.sp.; nach σκοτεινός, φαεινός), -ίζω, auch m. δια-, ἐπι-, κατα- u.a., ‘(er-)leuchten, erhellen, offenbaren, belehren’, auch von der Taufe (hell. u. sp.; vgl. J. Ysebaert Greek baptismal terminology Nijmegen 1962) mit -ισμός (κατα-, ἐπι-, περι-) m., -ισις (δια-) f. Erleuchtung (hell. u. sp.), -ιστικός erleuchtend (sp.), -ιστήριον n. Taufkapelle (Epigr. VIp), pl. = luminaria (Gloss.), -ισμα n. Mondphase (Arist.-Komm.). — Zu φωστήρ, φώσκω s. φαυστήρ, φαύσκω unten. — — Neben φάος steht ein themat. Aor. φάε leuchtete auf, erschien (Ἠώς, ξ 502), wozu der Konj. προφάῃσι (Max. 280) und das Ptz. φάουσαι (eher φαοῦσαι, Arat. 607 vom Sternbild Χηλαί), auch φῶντα· λάμποντα H. Davon zwei Präsentia: I. Mit θ-Erweiterung (wie θαλέθω, φλεγεθω usw.) nur Ptz. φαέθων scheinend, strahlend, von der Sonne (ep. poet. seit II.), auch als EN Φαέθων (Od. usw.) mit -οντίς, -οντιάς (AP, Opp.); dazu als Vorderglied φαεσίμβροτος den Sterblichen leuchtend (Ἠώς, Ἠέλιος u.a.; ep. poet. seit Ω 785, κ 138; φαυσί- ~ Pi.), zunächst zu φαέσασθαι· ἰδεῖν, μαθεῖν H.? (vgl. Bechtel Lex. s.v.). 2. Mit σκ-Suffix und Reduplikation: πιφαύσκω nur Präs. und Ipf. ‘offenbaren, (an)zeigen, verkünden’ (ep. lyr. seit Il.); mit Präfix ohne Reduplikation: δια-, ἐπι-, ὑπο- φαύσκω, vereinzelt Aor. -φαῦσαι, Fut. -φαύσω erstrahlen, aufgehen von Sternen, anbrechen vom Tageslicht (Arist., hell. u. sp.), auch (nach φῶς) -φώσκω (Hdt., sp.); Simplex φώσκει· διαφαύει H. — An das primäre Verb schließen sich mehrere Nomina: ἄφαυστος unerhellbar, unverkündbar (Plot.; ἡμί- ~ Poll.; H. R. Schwyzer Mus.Helv. 20, 188f.); φαῦσις (διά-) f. Erleuchtung, Erhellung (LXX, Plu.), ὑπό- ~ Lichtung, Lichtöffnung, enge Öffnung (Hdt. 7, 36, LXX, Ph.); διάφαυμα n. Tagesanbruch (Pap.VIp); φαυστήρ m. Lampe, Fackel (Epid. IIIa) mit φαυστήριος Bein. des Dionysos (Lyk.); auch (nach φῶς) φωστήρ m. Leuchte, Glanz, pl. die Himmelslichter = Sterne, Sonne und Mond (LXX, NT, Vett. Val. u.a.) = θυρίς H. — Zahlreiche PN: Φαύδαμος, Φώκριτος, Νικοφάης, Εὐρυφάων, Δημοφόων, Ἀντιφῶν usw. usw.
Etymology: Die obigen Formen lassen sich alle auf einen thematischen Aorist φαϝεῖν zurückführen (Schwyzer 747), der nur in den ἅπ. λεγγ. φάε, προφάῃσιν, φάουσα (*φαοῦσα) und in dem. lexikal. (EM u.a.) bezeugten φαύω belegt ist. Aus dem davon gebildeten φάος entstand durch Zerdehnung φόως (Chantraine Gramm. hom. 1, 81), durch Kontraktion φῶς, wozu Gen. φωτός usw. nach χρωτός, ἔρωτος, ἥπατος u. a.; danach φωστήρ, φώσκω. Die Ansetzung einer besonderen Nebenform φῶς aus *bhō-s (= aind. bhā́s- n.; vgl. unten) ist mithin ganz überflüssig. — Genaue oder sichere außergriechische Entsprechungen fehlen. Ein langvokalischer Verwandter wird allgemein in aind. vi-bhā́va(n)- strahlend, leuchtend vermutet, das indessen zu bhā́-ti leuchten, scheinen gehört und somit auch eine Zerlegung in vi-bhā́-va(n)- gestattet (vgl. Mayrhofer s. bhā́ti). Ob letzten Endes immerhin φάε, φάος und bhā́ti zusammengehören, bleibt eine offene Frage. Mit idg. bhā-: bhāu̯-: bhəu̯- wäre die Triade st(h)ā-: st(h)āu̯-: st(h)əu̯- zu vergleichen (s. zu στοά). Vgl. φαίνω m. Lit. — Nach Specht KZ 59, 58 ff. und 62, 142 (wo φάε als ein athemat. Wz. -Aorist beurteilt wird) und Fraenkel Lexis 2, 146 ff. wäre bhāu̯-’scheinen’ und bhū- wachsen, werden (s. φύομαι) identisch; eine uninteressante Hypothese, weil völlig unbeweisbar.
Page 2,989-991
English (Woodhouse)
darling, light, boast of, pride of, the glory of
Mantoulidis Etymological
φῶς φωτός. Ἀρχικά ἦταν φάϝος. Ἀπό τό φάω, ὄπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ φῶς: φωστήρ, φωσφόρος, φωταγωγός, φωτεινός, φωτίζω, φώτισμα, φωτισμός, φωτιστήριον, φωτιστής, διαφωτιστής, φωτιστικός, διαφωτιστικός, ἴσως τό Φοῖβος.
Translations
light
Abkhaz: алашара; Adyghe: нэфын, нэфы, нэфнэ; Afar: ifu; Afrikaans: lig; Akkadian: 𒂟; Albanian: dritë; Amharic: ብርሃን; Arabic: نُور, ضَوْء; Egyptian Arabic: نور; Gulf Arabic: ليت; Hijazi Arabic: نور; Moroccan Arabic: ضو; South Levantine Arabic: ضوّ; Aragonese: luz; Archi: аккон; Argobba: ብርሃን; Armenian: լույս; Aromanian: lunjinã, fanã, fexi; Assamese: পোহৰ; Asturian: lluz; Atikamekw: waskorenitamakan; Avar: нур; Aymara: qhana; Azerbaijani: işıq; Bambara: kɛnɛ, yeelen; Bashkir: яҡты, яҡтылыҡ; Basque: argi; Belarusian: святло; Bengali: আলো, রৌশনী, নূর; Breton: gouloù, luc'h, sklêrijenn; Brunei Malay: cahaya; Bulgarian: светлина; Burmese: မီး, အလင်း; Buryat: гэрэл; Catalan: llum; Chechen: серло, дуьне; Cherokee: ᎠᏨᏍᏙᏗ; Chickasaw: shoppala'; Chinese Cantonese: 光; Dungan: гуонлён; Hakka: 光; Mandarin: 光, 光亮; Min Dong: 光; Min Nan: 光; Wu: 光; Chuukese: saram; Chuvash: ҫутӑ; Classical Syriac: ܢܘܗܪܐ; Coptic: ⲟⲩⲱⲓⲛⲓ; Cornish: golow; Corsican: lumu, lume; Crimean Tatar: yarıq; Czech: světlo; Dalmatian: loic; Danish: lys; Dongxiang: gieren; Dutch: licht; Eastern Mari: волгыдо; Elfdalian: liuos; Erzya: валдо; Esperanto: lumo; Estonian: valgus; Even: ҥэрин; Evenki: ңэри; Ewe: kekeli; Extremaduran: lus; Farefare: peelem 14; Faroese: ljós; Finnish: valo; French: lumière, clarté; Friulian: lûs; Galician: luz; Ge'ez: ብርሃን; Georgian: შუქი, სინათლე, ნათება; German: Licht; Alemannic German: Liecht; Pennsylvania German: Licht; Gothic: 𐌻𐌹𐌿𐌷𐌰𐌸; Greek: φως; Ancient Greek: φῶς, φέγγος, φάος; Greenlandic: qaammaqqut, qaamaneq; Guaraní: tesape; Gujarati: પ્રકાશ; Haitian Creole: limyè; Hawaiian: lama, ao; Hebrew: אוֹרָה, אוֹר; Hindi: प्रकाश, रौशनी; Hungarian: fény, világosság; Hunsrik: licht; Icelandic: ljós; Ido: foto, lumo; Igbo: ihe, ife; Ilocano: silaw; Indonesian: cahaya; Ingush: сердал; Interlingua: lumine; Irish: solas; Istriot: loûme; Italian: luce; Japanese: 光, 明かり; Javanese: sunar; Kabardian: нэху; Kaingang: jẽngrẽ; Kannada: ಬೆಳಕು; Kapampangan: sulu; Karachay-Balkar: жарыкъ, джарыкъ; Karakalpak: jarıq; Kazakh: жарық, нұр, сәуле; Khakas: чарых; Khmer: ពន្លឺ; Korean: 빛, 광; Koyraboro Senni: gaay; Kumyk: ярыкъ; Kurdish Northern Kurdish: ronî, ronahî; Kyrgyz: жарык; Ladin: lum; Lak: ишигь, экв; Lao: ແສງ; Latgalian: gaisma, gaišums; Latin: lux, lumen; Latvian: gaisma, guns; Lezgi: экв; Ligurian: lüxe; Limburgish: leech; Lingala: mwinda; Lithuanian: šviesa; Lombard: lus, lüs; Low German: Licht; Luhya: obulafu; Luxembourgish: Liicht; Macedonian: светлина; Malagasy: zava; Malay: cahaya, nur; Malayalam: വെളിച്ചം, പ്രകാശം; Maltese: dawl; Manchu: ᡝᠯᡩᡝᠨ; Manx: sollys; Maori: rama; Mapudungun: anci; Maranao: siga, solo'; Marathi: प्रकाश; Mirandese: luç; Mizo: êng; Moksha: валда; Mongolian: гэрэл; Mymensinghiya: পসৰ/পসর; Nanai: нгэгден, пудэн; Navajo: adinídíín; Nepali: प्रकाश; Newar: जः; Ngazidja Comorian: nuru, mwendje; Nogai: ярык; Norman: leunmiéthe, lumyire, lümyir; Northern Sami: čuovga; Norwegian: lys; Nyunga: ben; Occitan: lutz, lum; Okinawan: ふぃかり, ふぃちゃい; Old Church Slavonic Cyrillic: свѣтъ; Glagolitic: ⱄⰲⱑⱅⱏ; Old English: lēoht; Old Irish: solus; Old Prussian: swāikstan; Old Saxon: lioht; Omaha-Ponca: ugóⁿba; Oriya: ଆଲୋକ; Oromo: ifaa; Ossetian: рухс; Ottoman Turkish: ایشق; Pali: obhāsa; Papiamentu: lus; Parthian: rwšn; Pashto: ضيا, روښنايي, روڼايي; Persian: نور, فروغ, شید, رخش, روشنایی; Polish: światło; Portuguese: luz; Pumpokol: hixem; Punjabi: ਪਰਕਾਸ਼; Quechua: k'ancha, acki, azki, k'anchay; Romagnol: luš, luș; Romani: dud; Romanian: lumină; Romansch: glisch, gleisch, glüsch, glüm; Russian: свет; Rusyn: світло; S'gaw Karen: ကပီၤ; Saho: ifo; Samogitian: švėisa; Sango: zigä; Sanskrit: प्रकाश, भाम; Santali: ᱢᱟᱨᱥᱟᱞ; Sardinian: lughe; Scots: licht; Scottish Gaelic: solas, soillse; Serbo-Croatian Cyrillic: светло, свјетло, свјетлост; Roman: svetlo, svjetlo, svjetlost; Shona: chiedza Shor: чарық; Sicilian: luci; Sinhalese: ආලෝකය; Slovak: svetlo; Slovene: svetlôba; Sorbian Lower Sorbian: swětło; Sotho: lesedi; Southern Altai: јарык; Spanish: luz; Sumerian: nuru, immaru; Sundanese: ᮎᮠᮚ; Swahili: mwanga, nuru; Swedish: ljus; Sylheti: ꠙꠅꠞ; Tabasaran: акв, нур; Tagalog: ilaw; Tajik: нӯр, фуруғ; Tamil: ஒளி; Tatar: якты, яктылык; Telugu: కాంతి, వెలుతురు, విద్యుత్ అయస్కాంత క్షేత్రము; Tetum: naroman; Thai: แสง; Tibetan: འོད; Tocharian B: lyūke, lalaukar; Tok Pisin: lait; Tourangeau: luminouére; Tsonga: lesedi; Turkish: ışık; Turkmen: yşyk, ýagtylyk; Tuvan: чырык; Tuyuca: bóere; Ukrainian: світло; Urdu: روشنی, پرکاش, نور; Uyghur: يورۇقلۇق, نۇر; Uzbek: yorugʻlik, nur, yogʻdu; Venetian: łuxe; Vietnamese: ánh sáng, ánh; Vilamovian: łicht; Volapük: lit; Walloon: loumire; Waray-Waray: lamrag, suga; Welsh: golau, goleuni; West Frisian: ljocht; Xhosa: isibane; Yiddish: ליכט, אור; Yine: katalu; Yoruba: ìmọ́lẹ̀; Yucatec Maya: sáasil; Yámana: šola; Zazaki: zerq; Zulu: ukukhanya, isibane; ǃXóõ: ǁga̰e