φως

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek Monolingual

-ωτός, το / φῶς, ΝΜΑ, και ασυναίρ. αιολ. τ. φάος, φάεος και επικ. τ. φόως και παμφυλιακός τ. φάFος Α
1. το αίτιο που διεγείρει το αισθητήριο της όρασης, η φωτεινή ακτινοβολία που καθιστά ορατά τα αντικείμενα (α. «στο φως της ημέρας φαίνεται καλύτερα το χρώμα των μαλλιών της» β. «Μυρμιδόνων τὸν ἄριστον ἄτι ζώοντος ἐμεῖο χερσὶν ὑπὸ Τρῴων λείψειν φάος ἠελίοιο», Ομ. Ιλ.)
2. το σύνολο των φωτεινών ακτινών που εκπέμπονται από μια φωτεινή πηγή (α. «διάβαζε τη νύχτα στο φως του λυχναριού» β. «λύχνον ἔχουσα φάος περικαλλὲς ἐποίει», Ομ. Οδ.)
3. προσφώνηση αγαπημένου προσώπου (α. «παιδί μου, φως μου!» β. «ἦλθες Τηλέμαχε, γλυκερὸν φάος», Ομ. Οδ.)
4. εκκλ. α) ο Θεός ως η κατ' εξοχήν πηγή φωτεινής ακτινοβολίας («φῶς ἐκ φωτός, θεὸν ἀληθινόν, ἐκ θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα», Σύμβολο της Πίστεως)
β) ο Ιησούς Χριστός
γ) η Αγία Τριάδα
δ) οι άγγελοι, οι απόστολοι και, τέλος, οι εκκλησιαστικοί ηγέτες
5. μτφ. λάμψη (α. «τα μάτια της ήταν γεμάτα φως» β. «λέγεται φῶς τῷ Κύρῳ και τῷ στρατεύματι ἐκ τοῦ ουρανοῦ προφανὲς γενέσθαι», Ξεν.)
6. ως κύριο όν. Φως
μυθ. τέκνο του Γένους, αδελφός του Πυρός και της Φλογός
7. φρ. «φως ιλαρόν»
εκκλ. αρχαιότατος ύμνος που ψάλλεται από τους ιερείς τη στιγμή που εισοδεύουν στο Ιερό Βήμα κατά την Ακολουθία του Εσπερινού
νεοελλ.
1. φυσ. περιληπτική ονομασία των ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών που εκπέμπονται από σώματα τα οποία φέρονται σε υψηλές θερμοκρασίες ερυθροπύρωσης και λευκοπύρωσης ή διεγείρονται ως αποτέλεσμα της απορρόφησης διαφόρων μορφών ενέργειας, όπως συμβαίνει στη φωταύγεια, ακτινοβολιών που αποτελούνται από ηλεκτρομαγνητικά κύματα με μήκος από 400 έως 780 περίπου νανόμετρα, διαδίδονται στο κενό με ταχύτητα 300.000 περίπου χιλιομέτρων το δευτερόλεπτο και αποτελούν πηγή ενέργειας απαραίτητη για τη ζωή τόσο των ζώων όσο και των φυτών στον πλανήτη μας
2. συνεκδ. ο φωτισμός («χαμήλωσε το φως σέ παρακαλώ»)
3. ζωολ. γένος γαστερόποδων μαλακίων
4. μτφ. α) η όραση («μετά από το ατύχημα έχασε το φως της»)
β) χρήμα («από τη δουλειά αυτή δεν πρόκειται να δούμε φως»)
5. στον πληθ. τα φώτα
μτφ. γνώσεις, σοφία (α. «η Αθήνα, η πόλη των φώτων» β. «εδώ χρειάζονται οπωσδήποτε τα φώτα σου»)
6. (στον πληθ. ως κύριο όν.) τα Φώτα
εκκλ. η εορτή των Θεοφανίων
7. φρ. α) «άγιο φως»
εκκλ. το αναστάσιμο φως που λαμβάνεται από τον Πανάγιο Τάφο του Χριστού το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου και διανέμεται στους πιστούς από τον Ορθόδοξο Έλληνα Πατριάρχη Ιεροσολύμων
β) «άκτιστο φως»
εκκλ. ονομασία της φωτοειδούς ενέργειας της θείας δόξας, η οποία πηγάζει από τη θεία ουσία και βιώνεται ως πνευματική εμπειρία με την νοερή αίσθηση των αφιερωμένων στην αδιάλειπτη προσευχή ασκητών
γ) «αόρατο φως»
φυσ. η υπέρυθρη και η υπεριώδης ακτινοβολία, οι οποίες δεν είναι ορατές από το αισθητήριο της όρασης
δ) «έγχρωμο φως»
φυσ. φως το οποίο λαμβάνεται με τον διαχωρισμό των επιμέρους ακτινοβολιών με τη βοήθεια ειδικών οπτικών διατάξεων, που επιτρέπουν τη διέλευση, μέσω αυτών, μόνον των έγχρωμων ακτινοβολιών
ε) «έτος φωτός»
(αστρον.-μετρολ.) μονάδα μήκους, που χρησιμοποιείται κυρίως στην αστρονομία για τη μέτρηση πολύ μεγάλων αποστάσεων, η οποία ορίζεται ως η απόσταση την οποία διανύει το φως στο κενό, σε χρονικό διάστημα ενός έτους
στ) «καμπύλη φωτός»
αστρον. διάγραμμα το οποίο εμφανίζει τις μεταβολές της λαμπρότητας ενός μεταβλητού, κυρίως, αστέρα με την πάροδο του χρόνου
ζ) «λευκό φως»
φυσ. το φως που προέρχεται από τον Ήλιο ή εκπέμπεται από ένα σώμα το οποίο έχει θερμανθεί σε θερμοκρασία 6.500 κέλβιν
η) «ψυχρό φως»
(βιολ.-βιοχ.) ο βιοφωσφορισμός, η εκπομπή φωτός που παρατηρείται σε μια σειρά ζώντες οργανισμούς, κυρίως βακτήρια, μύκητες, έντομα, θαλάσσια ασπόνδυλα και ψάρια και που οφείλεται σε χημικές αντιδράσεις κατά τις οποίες η χημική ενέργεια μετατρέπεται άμεσα σε ακτινοβολία σχεδόν 100%, δηλαδή με την παραγωγή ελάχιστης θερμότητας
θ) «τελετή αγίου φωτός»
εκκλ. τελετή που γίνεται στον Πανάγιο Τάφο από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου και η οποία συνίσταται στη μετάδοση του αναστάσιμου φωτός στους πιστούς με λαμπάδες
ι) «είδε το φως» — έλαβε ύπαρξη, γεννήθηκε
ια) «είδε το φως της δημοσιότητας» — δημοσιεύθηκε
ιβ) «ήλθε στο [ή σε] φως»
i) ανακαλύφθηκε
ii) αποκαλύφθηκε
ιγ) «(είναι) φως φανάρι»
(είναι) προφανές, ολοφάνερο
ιδ) «είδα φως και ημέρα» — απαλλάχθηκα από τις δυσχέρειες που είχα
ιε) «μάς άλλαξε τα φώτα» — μάς ταλαιπώρησε πολύ, μάς βασάνισε
αρχ.
1. η ανατολή
2. το χρονικό διάστημα της ημέρας («κατὰ φάος καὶ νύκτας», Ευρ.)
3. η ημέρα («ἀέλπτως νόστιμον βλέπω φάος», Αισχύλ.)
4. φωτιά («φῶς ὁ Θεὸς ἀνῆψεν», Πλάτ.)
5. (ιδίως στον πληθ.) τὰ φάεα
τα μάτια
6. οπή μέσω της οποίας φωτίζεται ένας χώρος, παράθυρο
7. η περιοχή γύρω από τη θηλή του μαστού η οποία έχει σκούρο χρώμα
8. (στους Πυθαγορείους) μία από τις κοσμογονικές αρχές
9. αρχέγονη θεότητα
10. μτφ. α) i) χαρά, ευτυχία
ii) σωτηρία
iii) νίκη, δόξα
β) έκλαμψη νου, πνευματική διαύγεια
γ) βίος, ζωή
11. στον πληθ. φωταψία, φωταγωγία
12. φρ. α) «φάος [ή φῶς] βλέπω [ή ὁρῶ ή εἰσορῶ ή προσβλέπω ή λεύσσω
i) βλέπω το φως της ημέρας
ii) μτφ. ζω
β) «εἰς φῶς ἰέναι» — γίνομαι γνωστός (Σοφ.)
γ) «πέμπω τινὰ εἰς φῶς» και «ἀνάγω εἰς φῶς» — φέρνω κάποιον στη ζωή, τόν γεννώ (Αισχύλ.-Αριστοφ.)
δ) «εἰμὶ ἐν φάει» — ζω
ε) «λείπωἐκλείπω] φάος» — πεθαίνω
στ) «εἰς φάος [ή πρὸς τὸ φῶς] ἀνέρχομαιἔρχομαι ή ἥκω]» — γεννιέμαι (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φῶς / φάος (< φάFος) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας bhā- / bh(e)ә2-, η οποία έχει διπλή σημ. «λάμπω, φωτίζω» (πρβλ. αρχ. ινδ. bha-ti «λάμπει, φωτίζει», bhā-ti «φως», bhas-a- «φως», bhas-ati «λάμπει», βλ. και φαίνω) και «μιλώ, εξηγώ» (βλ. λ. φημί). Ο τ. φῶς, όπως και όλη αυτή η οικογένεια, έχουν σχηματιστεί από ρίζα bhә2-w- με επίθημα w / F (πρβλ. πιθ. αρχ. ινδ. vi-bhava- «φωτεινός»), η ύπαρξη του οποίου επιβεβαιώνεται από τον παμφυλιακό τ. φάβος, το ρ. πι-φαύ-σκω και το ανθρωπωνύμιο Φάβεννος. Ο αττ. τ. φῶς, που είναι και ο πιο συνηθισμένος, έχει προέλθει, με συναίρεση, από τον τ. φάος (< θ. φαF-, κατά τα σιγμόληκτα σε -εσ-), εμφανίζει, όμως, στην κλίση του το υστερογενές θ. φωτ-, πιθ. κατ' αναλογία προς τα χρώς, -ωτός, ἔρως, -ωτος κ.ά. Εκτός από τους τ. αυτούς, απαντά και επικ. τ. φόως, ο οποίος οφείλεται σε διέκταση, δηλ. στην παρεμβολή πριν από το φωνήεν -ω- (το προϊόν της συναίρεσης) του ταυτόφωνου, αλλά διαφορετικού χρόνου, φωνήεντος -ο- (πρβλ. ὁρόω: ὁρῶ). Αρχικός τ. όλης αυτής της οικογένειας είναι πιθανότατα ένας ρηματικός τ., ο οποίος απαντά στον τ. φάε του γ' εν. προσώπου ενός θεματικού αορ. όπως και σε τ. μτχ. σε -φάων / -φῶν (πρβλ. ἀμφι-φάων / ἀμφι-φῶν, καθώς και κύρια όν., λ.χ. Ξενοφῶν, Τηλε-φῶν) και σε -φάεσσα / -φᾶσσα / -φῶσσα / -φάασσα (πρβλ. Εὐρυ-φάεσσα, Τηλε-φᾶσσα, Ἰο-φῶσσα, Τηλε-φάασσα) και στους απλούς τ. φάουσαι και στον τ. του Ησύχ. φῶντα- λάμποντα, ο οποίος πιθ. πρέπει να γραφεί φάντα, οπότε θα πρέπει να αναχθεί στην απαθή βαθμίδα -φᾱ- της ρίζας (πρβλ. πε-φή-σεταί, βλ. λ. φαίνω) μέσω ενός αμάρτυρου ενεστ. φᾱ-μι. Η λ. φάος / φῶς απαντά ως α' συνθετικό λ. με τις μορφές φαεσ- / φωσ- (πρβλ. φαεσφόρος / φωσφόρος) και, κυρίως, φωτ(ο)σε μεγάλο αριθμό λ. όλων των περιόδων της Ελληνικής (βλ. λ. φωτο-) και ως β' συνθετικό με τις μορφές -φαής, -φως και -φωτος.
ΠΑΡ. φωτεινός, φωτίζω
αρχ.
φωτικόν, φωτώδης
νεοελλ.
φωτάκι, φωτερός, φωτιά, φωτίκια, φωτόνιο.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) φωσφόρος
νεοελλ.
φωσγένιο, φωσφαίνιο (για σύνθ. με Α' συνθετικό φωτο-, βλ. λ. φωτο-)
(Β' συνθετικό) α) σε -φαής. αρχ. ακροφαής, αμφαής, αμφιφαής, αρτιφαής, αστροφαής, αυξιφαής, αυτοφαής, δυσφαής, εγερσιφαής, επταφαής, ετεροφαής, ευφαής, ηδυφαής, ηλεκτροφαής, ημεροφαής, ημιφαής, κελαινοφαής, κεραυνοφαής, λαμπροφαής, λειψιφαής, λεπτοφαής, λευκοφαής, μελαμφαής, μισοφαής, νυκτι(νυκτο-)φαής, ξανθοφαής, ολιγοφαής, οξυφαής, παμφαής, πασιφαής, περιφαής, πλησιφαής, πρωτοφαής, τηλεφαής, τρισσοφαής, τριφαής, υπερφαής, υψιφαής, φοινικοφαής, χρυσοφαής, ψευδοφαής
β) σε -φως: λυκόφως, σεληνόφως, σκιόφως
αρχ.
αυξησίφως, αυτόφως, άφως, δαμασίφως, εκδικόφως, καλλίφως, λειψίφως, πλησίφως, πνευματόφως, πυρισχησίφως
νεοελλ.
αεριόφως, ηλιόφως, ημίφως
γ) σε -φωτος: αρχ. αυξίφωτος, λειψίφωτος, ληξίφωτος, πλησίφωτος, τρισσόφωτος
νεοελλ.
αλλόφωτος, αμυδρόφωτος, αστερόφωτος, αυτόφωτος, άφωτος, αχνόφωτος, διάφωτος, εξάφωτος, επτάφωτος, ετερόφωτος, ηλιόφωτος, κατάφωτος, ξέφωτος, ολόφωτος, πάμφωτος, πεντάφωτος, πολύφωτος, σεληνόφωτος, σταθερόφωτος, τετράφωτος, τρεμόφωτος, τρίφωτος, φεγγαρόφωτος].

Translations

light

Abkhaz: алашара; Adyghe: нэфын, нэфы, нэфнэ; Afar: ifu; Afrikaans: lig; Akkadian: 𒂟; Albanian: dritë; Amharic: ብርሃን; Arabic: نُور‎, ضَوْء‎; Egyptian Arabic: نور‎; Gulf Arabic: ليت‎; Hijazi Arabic: نور‎; Moroccan Arabic: ضو‎; South Levantine Arabic: ضوّ‎; Aragonese: luz; Archi: аккон; Argobba: ብርሃን; Armenian: լույս; Aromanian: lunjinã, fanã, fexi; Assamese: পোহৰ; Asturian: lluz; Atikamekw: waskorenitamakan; Avar: нур; Aymara: qhana; Azerbaijani: işıq; Bambara: kɛnɛ, yeelen; Bashkir: яҡты, яҡтылыҡ; Basque: argi; Belarusian: святло; Bengali: আলো, রৌশনী, নূর; Breton: gouloù, luc'h, sklêrijenn; Brunei Malay: cahaya; Bulgarian: светлина; Burmese: မီး, အလင်း; Buryat: гэрэл; Catalan: llum; Chechen: серло, дуьне; Cherokee: ᎠᏨᏍᏙᏗ; Chickasaw: shoppala'; Chinese Cantonese: 光; Dungan: гуонлён; Hakka: 光; Mandarin: 光, 光亮; Min Dong: 光; Min Nan: 光; Wu: 光; Chuukese: saram; Chuvash: ҫутӑ; Classical Syriac: ܢܘܗܪܐ‎; Coptic: ⲟⲩⲱⲓⲛⲓ; Cornish: golow; Corsican: lumu, lume; Crimean Tatar: yarıq; Czech: světlo; Dalmatian: loic; Danish: lys; Dongxiang: gieren; Dutch: licht; Eastern Mari: волгыдо; Elfdalian: liuos; Erzya: валдо; Esperanto: lumo; Estonian: valgus; Even: ҥэрин; Evenki: ңэри; Ewe: kekeli; Extremaduran: lus; Farefare: peelem 14; Faroese: ljós; Finnish: valo; French: lumière, clarté; Friulian: lûs; Galician: luz; Ge'ez: ብርሃን; Georgian: შუქი, სინათლე, ნათება; German: Licht; Alemannic German: Liecht; Pennsylvania German: Licht; Gothic: 𐌻𐌹𐌿𐌷𐌰𐌸; Greek: φως; Ancient Greek: φῶς, φέγγος, φάος; Greenlandic: qaammaqqut, qaamaneq; Guaraní: tesape; Gujarati: પ્રકાશ; Haitian Creole: limyè; Hawaiian: lama, ao; Hebrew: אוֹרָה‎, אוֹר‎; Hindi: प्रकाश, रौशनी; Hungarian: fény, világosság; Hunsrik: licht; Icelandic: ljós; Ido: foto, lumo; Igbo: ihe, ife; Ilocano: silaw; Indonesian: cahaya; Ingush: сердал; Interlingua: lumine; Irish: solas; Istriot: loûme; Italian: luce; Japanese: 光, 明かり; Javanese: sunar; Kabardian: нэху; Kaingang: jẽngrẽ; Kannada: ಬೆಳಕು; Kapampangan: sulu; Karachay-Balkar: жарыкъ, джарыкъ; Karakalpak: jarıq; Kazakh: жарық, нұр, сәуле; Khakas: чарых; Khmer: ពន្លឺ; Korean: 빛, 광; Koyraboro Senni: gaay; Kumyk: ярыкъ; Kurdish Northern Kurdish: ronî, ronahî; Kyrgyz: жарык; Ladin: lum; Lak: ишигь, экв; Lao: ແສງ; Latgalian: gaisma, gaišums; Latin: lux, lumen; Latvian: gaisma, guns; Lezgi: экв; Ligurian: lüxe; Limburgish: leech; Lingala: mwinda; Lithuanian: šviesa; Lombard: lus, lüs; Low German: Licht; Luhya: obulafu; Luxembourgish: Liicht; Macedonian: светлина; Malagasy: zava; Malay: cahaya, nur; Malayalam: വെളിച്ചം, പ്രകാശം; Maltese: dawl; Manchu: ᡝᠯᡩᡝᠨ; Manx: sollys; Maori: rama; Mapudungun: anci; Maranao: siga, solo'; Marathi: प्रकाश; Mirandese: luç; Mizo: êng; Moksha: валда; Mongolian: гэрэл; Mymensinghiya: পসৰ/পসর; Nanai: нгэгден, пудэн; Navajo: adinídíín; Nepali: प्रकाश; Newar: जः; Ngazidja Comorian: nuru, mwendje; Nogai: ярык; Norman: leunmiéthe, lumyire, lümyir; Northern Sami: čuovga; Norwegian: lys; Nyunga: ben; Occitan: lutz, lum; Okinawan: ふぃかり, ふぃちゃい; Old Church Slavonic Cyrillic: свѣтъ; Glagolitic: ⱄⰲⱑⱅⱏ; Old English: lēoht; Old Irish: solus; Old Prussian: swāikstan; Old Saxon: lioht; Omaha-Ponca: ugóⁿba; Oriya: ଆଲୋକ; Oromo: ifaa; Ossetian: рухс; Ottoman Turkish: ایشق‎; Pali: obhāsa; Papiamentu: lus; Parthian: rwšn; Pashto: ضيا‎, روښنايي‎, روڼايي‎; Persian: نور‎, فروغ‎, شید‎, رخش‎, روشنایی‎; Polish: światło; Portuguese: luz; Pumpokol: hixem; Punjabi: ਪਰਕਾਸ਼; Quechua: k'ancha, acki, azki, k'anchay; Romagnol: luš, luș; Romani: dud; Romanian: lumină; Romansch: glisch, gleisch, glüsch, glüm; Russian: свет; Rusyn: світло; S'gaw Karen: ကပီၤ; Saho: ifo; Samogitian: švėisa; Sango: zigä; Sanskrit: प्रकाश, भाम; Santali: ᱢᱟᱨᱥᱟᱞ; Sardinian: lughe; Scots: licht; Scottish Gaelic: solas, soillse; Serbo-Croatian Cyrillic: светло, свјетло, свјетлост; Roman: svetlo, svjetlo, svjetlost; Shona: chiedza Shor: чарық; Sicilian: luci; Sinhalese: ආලෝකය; Slovak: svetlo; Slovene: svetlôba; Sorbian Lower Sorbian: swětło; Sotho: lesedi; Southern Altai: јарык; Spanish: luz; Sumerian: nuru, immaru; Sundanese: ᮎᮠᮚ; Swahili: mwanga, nuru; Swedish: ljus; Sylheti: ꠙꠅꠞ; Tabasaran: акв, нур; Tagalog: ilaw; Tajik: нӯр, фуруғ; Tamil: ஒளி; Tatar: якты, яктылык; Telugu: కాంతి, వెలుతురు, విద్యుత్ అయస్కాంత క్షేత్రము; Tetum: naroman; Thai: แสง; Tibetan: འོད; Tocharian B: lyūke, lalaukar; Tok Pisin: lait; Tourangeau: luminouére; Tsonga: lesedi; Turkish: ışık; Turkmen: yşyk, ýagtylyk; Tuvan: чырык; Tuyuca: bóere; Ukrainian: світло; Urdu: روشنی‎, پرکاش‎, نور‎; Uyghur: يورۇقلۇق‎, نۇر‎; Uzbek: yorugʻlik, nur, yogʻdu; Venetian: łuxe; Vietnamese: ánh sáng, ánh; Vilamovian: łicht; Volapük: lit; Walloon: loumire; Waray-Waray: lamrag, suga; Welsh: golau, goleuni; West Frisian: ljocht; Xhosa: isibane; Yiddish: ליכט‎, אור‎; Yine: katalu; Yoruba: ìmọ́lẹ̀; Yucatec Maya: sáasil; Yámana: šola; Zazaki: zerq; Zulu: ukukhanya, isibane; ǃXóõ: ǁga̰e