ἐπαίρω
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
English (LSJ)
Ion. and poet. ἐπᾰείρω Hdt.1.204 and always in Hom.: fut. ἐπᾱρῶ (contr. from ᾰερ-) E.IA125 (anap.), Supp.581 (prob. l.), X Mem.3.6.2: aor. ἐπῆρα, part.
A ἐπάρας Hdt.1.87, etc.: pf. ἐπῆρκα Amphis 13, Them.Or.8.114b:—Pass., aor. ἐπήρθην, part. ἐπαρθείς: lift up and set on, [αὐτὸν] ἀμαξάων ἐπάειρραν lifted and set him upon... Il.7.426; ὀβελοὺς . . κρατευτάων ἐπάειρας 9.214.
2 lift, raise, κεφαλὴν ἐπαείρας 10.80; καί μ' ἔπαιρε S.Ph.889; ἐπαίρων βλέφαρα Id.OT1276 codd.; ἐπάειρε δέρην E.Tr.99 (anap.); ἔπαιρε σαυτόν Ar.V. 996; σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς Amphis l.c.; πάντες ἐπῆραν (sc. τὴν χεῖρα) SIG1109.24; οὐδεὶς ἐπῆρε IG3.1132; ἐπάρας τὴν φωνήν D.18.291; ἐπαιρόμενα ἱστία, opp. ὑφιέμενα, Plu.Luc.3:—Med., με τεῷ ἐπαείραο μαζῷ didst lift and put me to thy breast, A.R.3.734; (λόγχην) E.IT 1484; ὅπλ' ἐπαίρεσθαι θεῷ Id.Ba.789; ἱστούς Plb.1.61.7; βακτηρίαν Plu.2.185b: metaph., τί . . στάσιν γλώσσης ἐπήρασθε; S.OT635; πολλοὺς καὶ θρασεῖς τῇ πόλει λόγους ἐπαιρόμενος D.18.222; κοινὸν ἡ πόλις ἐπήρατο πένθος D.S.34.17.
3 exalt, magnify, ἐπαείρειν Αοκρῶν ματέρ' Pi.O.9.20; ἐπαρεῖς τὸν πατρῷον οἶκον X.Mem.3.6.2.
4 intr., lift up one's leg or rise up, Hdt.2.162; rise from table, Euang.1.10.
5 Pass., swell up, Hp.Liqu.2, Gal.6.264, 18(2).119; ἐπῆρται τοῦτό γε, in mal. part., Ar.Lys.937; ὁ καυλὸς ἐπαίρεται Hippiatr. 54.
6 Gramm., ἐπαίρω τὴν προσῳδίαν make the accent acute, Sch.Il.11.636.
II stir up, excite, πολλά τέ μιν καὶ μεγάλα τὰ ἐπαείροντα . . ἦν Hdt.1.204; τίς σ' ἐπῆρε δαιμόνων; S.OT1328; πέρα τοῦ καιροῦ τοὺς ἑτέρους ἐπαίρω D.16.23; ἐπαίρω θυμόν τινι E.IA125; τοῦτό σε ψυχὴν ἐπαίρει Id.Heracl.173; ἑαυτὸν ἐπίτινι Diog.Oen.64; ἵππον urge on, Them.Or.1.13c; induce, persuade to do, c.inf., εἰρωτᾶν εἰ οὔτι ἐπαισχύνεται ἐπάρας Κροῖσον στρατεύεσθαι Hdt.1.90, cf. Isoc.4.108, Aeschin.1.192; ἥτις με γῆμ' ἐπῆρε Ar.Nu.42, cf. Ra.1041; ἐπαίρω τινὰ ὥστε . . E.Supp.581; ὅστις μ' ἐπάρας ἔργον (sc. πρᾶξαι) Id.Or.286:—Pass., to be roused, be led on, be excited, τῷ μαντηΐῳ Hdt.1.90, cf. 5.91; τοῖσι δωρήμασι Id.7.38; τοῖς τῆς πόλεως κακοῖς And.1.37; ὑπὸ τῆς τύχης Lys.2.10; πλούτῳ, τιμῇ, Pl.R.434b, 608b; ὑπὸ λόγων Ar.Av.1448; τῇ ἐλπίδι ὡς. . Th.1.81, cf. Lys.9.21; τοῖς λόγοις Th.4.121; δεινότητι καὶ ξυνέσεως ἀγῶνι Id.3.37 (so τὸ ἐπαιρόμενον τοῦ λόγου τῇ δεινότητι Plu.Cic.25); ὑπὸ μεγάλου μισθοῦ Th.7.13; ἐπήρθησαν ἐς τὸ νεωτερίζειν Id.4.108; ἐπὶ τὴν βασιλείαν LXX 3 Ki.12.[24]: c. inf., ἐπήρθην γράψαι Isoc.5.10; τῷ or τὸ λέγειν (dub. l.) Pl.Phdr.232a (but ναυτικῷ προύχειν ἐπαιρόμενοι flattering themselves that they were superior... Th.1.25): abs., to be excited, be on tiptoe, Ar.Nu. 810; and so Ἑλλὰς τῇ ὁρμῇ ἐπῆρται Th.2.11.
2 Pass., also, to be elated at a thing, εὐδαιμονίῃ μεγάλῃ Hdt.5.81; ψυχρῇ νίκῃ Id.9.49, cf. 1.212, 4.130; ἐπὶ πλούτῳ X.Mem.1.2.25; πρός τι Th.6.11, 8.2; ἐκ τοῦ γεγονότος προτερήματος Plb.1.29.4: abs., Th.4.18.
German (Pape)
[Seite 895] (vgl. ἐπαείρω), 1) erheben, emporheben, -richten; κρᾶτα Eur. Suppl. 301; ἐμέ, θύματα, Soph. Phil. 877 El. 624; σαυτόν, Eur. Ion 727 u. öfter; auch in Prosa, ἐπαρεῖς τὸν πατρῷον οἶκον, zu Ansehen bringen, Xen. Mem. 3, 6, 2; τὴν δεξιάν Eq. 12, 6; auch τὴν φωνήν Dem. 19, 336; τί πέρα τοῦ καιροῦ τοὺς ἑτέρους ἐπαίρουσιν; was erheben sie dieselben sin ihren Reden)? 16, 23. In anderen Vrbdgn, wie ἱστία, aufziehen, Gegensatz ὑφίημι, Plut. Luc. 3; τὴν τράπεζαν, die Tafel aufheben, Com. Ath. XIV, 641 e 642 b. – 2) übertr., anregen, anreizen, verleiten sein geistiges Erheben, wie wir »überheben« sagen), τίς σ' ἐπῆρε δαιμόνων Soph. O. R. 1328, Schol. ἔπεισε; μ' ἐπάρας ἔργον ἐς ἀνοσιώτατον Eur. Or. 286; τινὰ ὥςτε Suppl. 581; τινὰ θερμότερον Antiph. 2 α 7; ἐπῆρε ἡμᾶς ἐξαμαρτάνειν Isocr. 4, 108; ἐπαρεῖ πολλοὺς ἁμαρτάνειν Aesch. 1, 192; oft pass. sich verleiten lassen, ἐπαρθέντες κιβδήλοισι μαντηΐοισι Her. 5, 91; ἐπαιρόμενος πλούτῳ καὶ πλήθει Plat. Rep. IV, 434 a; οὔτε τιμῇ ἐπαρθεὶς οὔτε χρήμασι X, 608 b; τοῖς κακοῖς Andoc. 1, 37; ὑπὸ τῆς τύχης Lys. 2, 10; ἐλπίδι 9, 21; ὑπὸ μεγάλο υ μισθοῦ Thuc. 7, 13; μισθῷ Aesch. 1, 137; ἐπήρθην γράφειν Isocr. 5, 10; Dem. vrbdt ἐπᾶραι καὶ θρασεῖς ποιῆσαι 18, 175; mit προάγεσθαι 298; mit φυσᾶν 59, 38; übh. stolz werden, groß thun, Ar. Nub. 810; Thuc. 4, 18; ἐπηρμένος, hochmütig, 8, 2 u. Folgde; νίκῃ, auf einen Sieg, Her. 9, 49; ἐπί τινι, Xen. Mem. 1, 2, 25; πρός τι, Thuc. 6, 11; ἔκ τινος, Pol. 1, 29, 4. – 3) Med. sich erheben, wie Her. auch das act. braucht, ἐπάρας ἀπεματάϊσε 2, 162; für sich erheben, στάσιν γλώσσης ἐπάρασθε Soph. O. R. 635; λόγχην ἐπαίρομαι ξένοις, seine Lanze erheben, Eur. I. T. 1484; ὅπλα θεῷ Bacch. 788; πόλεμόν τινι, Krieg gegen Einen anfangen, Plut.; manche Vrbdgn wie im act., z. B. ἱστούς Pol. 1, 61, 7; λόγους Dem. 18, 222.
French (Bailly abrégé)
poét. ἐπαείρω;
f. ἐπαρῶ, ao. ἐπῆρα, etc.
I. tr. élever :
1 lever, élever, relever : τινα ἁμαξάων IL enlever (des cadavres) et les placer sur un chariot ; ἱστία PLUT hisser les voiles ; soulever, tenir en l'air (dans un geste d'offrande);
2 relever, redresser : κεφαλήν IL lever la tête ; p. anal. φωνήν DÉM élever la voix ; fig. τὸν πατρῷον οἶκον XÉN accroître la fortune ou l'influence de la maison paternelle;
3 exciter : τινα qqn ; Pass. être excité ; particul. exciter l'orgueil, la passion, monter la tête, exalter;
II. intr. en appar. (s.e. ἑαυτόν) se lever;
Moy. ἐπαίρομαι lever pour soi ou qch à soi ; τὴν βακτηρίαν PLUT lever son bâton (pour frapper) ; λόγχην τινί EUR lever sa lance contre qqn ; fig. τῇ πόλει ἐπ. λόγους DÉM lancer des propos (hardis) contre la cité;
NT: se montrer hautain.
Étymologie: ἐπί, αἴρω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαίρω: и эп.-ион.-поэт. ἐπ-αείρω (fut. ἐπᾰρῶ, aor. ἐπῆρα, aor. pass. ἐπήρθην - part. ἐπαρθείς)
1 поднимать (κεφαλήν Hom.; βλέφαρα Soph.; ὀφρύν Plut.; med. λόγχην Eur.; χεῖρα Arst.; ἱστούς Polyb.; ἱστίον Plut.): ἔπαιρε σαυτόν Arph. встань; ἐπαίρω τὴν φωνήν Dem. возвышать голос; ἐπαρθέντος τοῦ ἡλίου Arst. когда солнце высоко; στάσιν γλώσσης ἐπάρασθαι Soph. вступить в пререкания; θρασεῖς λόγους ἐπάρασθαί τινι Dem. выступить против кого-л. с дерзкими речами; ἐπαίρω πόλεμόν τινι Plut. начинать войну против кого-л.;
2 превозносить, возвеличивать, прославлять (τὸν πατρῷον οἶκον Xen.; τινὰ πέρα τοῦ καιροῦ Dem.);
3 (подняв), взваливать, класть, (ἀμαξάων, sc. τινά Hom.);
4 (sc. ἑαυτόν) приподниматься, подниматься Her.;
5 побуждать, поощрять (τινὰ ποιεῖν τι Isocr., Aeschin. и εἴς τι Eur.): τίς σ᾽ ἐπῆρε δαιμόνων; Soph. какое божество подвигло тебя (на это)?; ἐπαίρω ψυχήν τινι Eur. придавать духу кому-л., поддерживать бодрость в ком-л.;
6 возбуждать, pass. быть возбуждаемым, подстрекаемым, движимым (ὑπὸ μισθοῦ Thuc. и μισθῷ Aeschin.; ἐλπίδι τινί Lys.): ἡ Ἑλλὰς πᾶσα τῇ ὁρμῇ ἐπῆρται Thuc. вся Эллада была в напряженном ожидании;
7 внушать гордость, pass. гордиться, кичиться (τινί Her., πρός τι Thuc., ὑπό τινος Lys., ἐπί τινι Xen. и ἔκ τινος Polyb.): ἐπηρμένος Thuc. надменный, высокомерный.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαίρω: Ἰων. καὶ ποιητ. ἐπαείρω Ἡρόδ. 1. 204, καὶ ἀείποτε παρ’ Ὁμ.: μέλλ. ἐπᾰρῶ: - ἀόρ. ἐπῆρα Ἡρόδ. 1. 87, Ἀττ.: - Παθ.: ἀόρ. ἐπήρθην, μετοχ. ἐπαρθείς. Σηκώνω τι καὶ τοποθετῶ αὐτὸ ἐπάνω εἴς τι, ἁμαξάων ἐπάειραν, «ἐπὶ τῶν ἁμαξῶν ἄραντες ἐπέθηκαν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Η. 426· ὀβελοὺς ἐφύπερθε τάνυσσε κρατευτάων ἐπαείρας, ἄρας καὶ ἐπιθεὶς ἐπὶ τῶν «βάσεων, ὅ ἐστι τῶν λίθων ἐφ’ ὧν οἱ ὀβελίσκοι τίθενται ὀπτωμένων τῶν κρεῶν» (Σχόλ.), Ι. 214. 2) ἐγείρω ὑψώνω, κεφαλὴν ἐπαείρας Κ. 80· καί μ’ ἔπαιρε Σοφ. Φιλ. 889· ἐπαίρων βλέφαρα ὁ αὐτὸς Ο. Τ. 1276· ἐπάειρε δέρην (λυρ.), Εὐρ. Τρῳ. 100· ἔπαιρε σαυτὸν Ἀριστοφ. Σφ. 996· ὥσπερ κοχλίας σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς Ἄμφις ἐν «Δεξιδημίδι» 1· ἐπάρας τὴν φωνὴν Δημ. 323.1· ἐπ. ἱστία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑφίεσθαι, Πλουτ. Λούκ. 3: - Μέσ., ἶσον ἐπεὶ κείνοις με τεῷ ἐπαείραο μαζῷ, μὲ ἐσήκωσες καὶ μὲ ἔβαλες εἰς τὸν μαστόν σου, Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 734· λόγχην, ὅπλα ἐπαίρεσθαι Εὐρ. Ι. Τ. 1484, Βάκχ. 789· ἱστοὺς Πολύβ. 1. 61, 7· μεταφ., τί... στάσιν γλώσσης ἐπήρασθε; Σοφ. Ο. Τ. 635· πολλοὺς καὶ θρασεῖς τῇ πόλει ἐπαιρόμενος λόγους Δημ. 302. 13. 3) ἐξυψῶ, μεγαλύνω, ἐπαείρειν τινὰ Πίνδ. Ο. 9. 31· ἐπαίρειν τὸν πατρῷον οἶκον Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 2. 4) ἀμεταβ., ἐγείρω ἐμαυτὸν ἢ τὸ σκέλος, ἐπάρας ἀπεματάϊσε Ἡρόδ. 2. 162· οὕτως ἐν τῷ παθ., Ἀριστοφ. Λυσ. 937. II. διεγείρω, παρακινῶ, πολλά τέ μιν καὶ μεγάλα τὰ ἐπαείροντα καὶ ἐποτρύνοντα ἦν Ἡρόδ. 1. 204· τίς σ’ ἐπῆρε δαιμόνων; Σοφ. Ο. Τ. 1328· πέρα τοῦ καιροῦ τοὺς ἑτέρους ἐπ. Δημ. 208. 6· ἐπ. θυμόν τινι Εὐρ. Ι. Α. 125· εἴ τι τοῦτό σε ψυχὴν ἐπαίρει ὁ αὐτὸς ἐν Ἠρακλ. 172· διεγείρω ἢ ἐξάπτω δι’ ἐλπίδων τὴν διάνοιάν τινος ὅπως πράξῃ τι, μετ’ ἀπαρ., εἰρωτᾶν εἰ οὔτι αἰσχύνεται ἐπάρας Κροῖσον στρατεύεσθαι Ἡρόδ. 1. 90· ἥτις με γῆμ’ ἐπῆρε, «ἀνέπεισε, παρεκίνησε» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 42, πρβλ. Βατρ. 1041· ἐπ. τινὰ ὥστε... Εὐρ. Ἱκ. 581· ὅστις μ’ ἐπάρας ἔργον (ἐξυπακ. πρᾶξαι) ὁ αὐτὸς ἐν Ὀρ. 286: - Παθ., ἐπαρθεὶς τῷ μαντηΐῳ Ἡρόδ. 1. 90, πρβλ. 5. 91· τοῖς δωρήμασι 7. 38· πλούτῳ, τιμῇ Πλάτ. Πολ. 434Α, 608B· ὑπὸ λόγων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1448· τοῖς λόγοις Θουκ. 4. 121· δεινότητι καὶ ξυνέσεως ἀγῶνι ὁ αὐτὸς 2. 37· ὑπὸ μισθοῦ ὁ αὐτὸς 7 13· ἐπ. ἐς τὸ νεωτερίζειν ὁ αὐτὸς 4.108· καὶ ἀπαρ., ἐπήρθην γράψαι Ἰσοκρ. 84C, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 232 Α. 2) ἐν τῷ Παθ. ὡσαύτως, ἐπαίρομαι, ὑπερηφανεύομαι ἐπί τινι, εὐδαιμονίῃ μεγάλῃ Ἡρόδ. 5. 81· ψυχρῇ νίκῃ 9. 49, πρβλ. 1. 212., 4. 130· ἔν τινι Θουκ. 4. 18· ἐπί τινι Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 25· πρός τι Θουκ. 6. 11., 8. 2· ἔκ τινος Πολύβ. 1. 29, 4· ὡσαύτως, Ἑλλὰς τῇ ὁρμῇ ἐπῆρται, «τῇ ἡμετέρᾳ ὁρμῇ μετέωρός ἐστι» (Σχόλ.), ἢ κατὰ τὸν Δούκαν «ἀποβλέπει σύμπασα ἡ Ἑλλὰς εἰς τὴν ἡμετέραν ταύτην ἐκστρατείαν», ἀναμένει ἀνήσυχος τὸ ἀποτέλεσμα, Θουκ. 2. 11· ἀπολ., ἐπαίρομαι, ἀλαζονεύομαι, ὡς καὶ νῦν, ἀνδρός... φανερῶς ἐπηρμένου Ἀριστοφ. Νεφ. 810· παραφέρομαι, Πλουτ. Κικ. 25, κτλ.
Spanish
English (Strong)
from ἐπί and αἴρω; to raise up (literally or figuratively): exalt self, poise (lift, take) up.
English (Thayer)
1st aorist ἐπῆρα, participle ἐπάρας, imperative 2nd person plural ἐπάρατε, infinitive ἐπᾶραι; perfect ἐπηρκα (Tdf.); (passive and middle, present ἐπαίρομαι); 1st aorist passive ἐπηρθην; (on the omission of the iota subscript, see αἴρω at the beginning); from Herodotus down; the Sept. chiefly for נָשָׂא, also for הֵרִים; to lift up, raise up, raise on high: τόν ἀρτέμονα, to hoist up, τά ἱστία, Plutarch, mor., p. 870 (de Herod. malign. § 39)); τάς χεῖρας, in offering prayer, Winer's Grammar, § 65,4c.) (ἐξάρας); τάς κεφαλάς, of the timid and sorrowful recovering spirit, αὐχένα, Philo de secular § 20); τούς ὀφθαλμούς, to look up, εἰς τινα, εἰς τόν οὐρανόν, τήν φωνήν, Demosthenes 449,13; the Sept. τήν πτέρναν ἐπί τινα, to lift the heel against one (see πτέρνα), ἐπήρθη, was taken up (of Christ, taken up into heaven), to be lifted up with pride, to exalt oneself: Aristophanes nub. 810; Thucydides 4,18; Aeschines 87,24; with the dative of the thing of which one is proud, Herodotus 9,49; Thucydides 1,120; Xenophon, Cyril 8,5, 24); — on ὕψωμα.
Greek Monolingual
και (ε)παίρνω (AM ἐπαίρω, Μ και (ἐ)παίρνω) αίρω
μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι («ἐπαιρόμενος ή πλούτῳ ἤ ἰσχύι», Πλάτ.)
νεοελλ.
ναυτ. η προστ. έπαρον ως παρακελευσματικό μόριο για ύψωση τών μεγάλων ιστίων
μσν.- νεοελλ.
(η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) επηρμένος και επαρμένος
1. φαντασμένος, αλαζονικός, υπεροπτικός
2. (για θρόνο) υψηλός, μεγαλοπρεπής
αρχ.-μσν.
1. σηκώνω στα χέρια, σηκώνω ψηλά
2. αφαιρώ, παίρνω μακριά («αὐτόν... ἔσφαξαν και ἐπῆραν τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ», Πασχ. Χρον.)
3. υψώνω, σηκώνω («ὀρθωθεὶς δ' ἄρ' ἐπ' ἀγκῶνος, κεφαλὴν ἐπαείρας», Ομ. Ιλ.)
4. (για κτίσμα) ανυψώνω
5. σηκώνω και τοποθετώ πάνω μου («τὸν σὸν ἐπάρας σταυρόν», Μηναία)
αρχ.
1. σηκώνω και τοποθετώ κάπου («δάκρυα θερμά χέοντες, ἀμαξάων ἐπάειραν», σήκωσαν και απόθεσαν πάνω στις άμαξες, Ομ. Ιλ.)
2. (για φρύδια) ανασύρω, ανασηκώνω
3. υψώνω τον τόνο της φωνής
4. μέσ. (για ιστούς και ιστία πλοίου) σηκώνω και στυλώνω το κατάρτι, σηκώνω τα ιστία του πλοίου
5. εξυψώνω, μεγαλύνω («ἐπαρεῖς δὲ τὸν πατρῷον οἶκον», Ξεν.)
6. σηκώνομαι ή σηκώνω το πόδι
7. διεγείρω, εξεγείρω, ερεθίζω, παρακινώ («τίς σ' ἐπῆρε δαίμων;», Σοφ.)
8. παρακινώ, παρασύρω, πείθω κάποιον να ενεργήσει («ἐπαείρας Κροῖσον στρατεύεσθαι ἐπὶ Πέρσας», Ηρόδ.)
9. ερεθίζομαι, διογκώνομαι
10. μεγαλοποιώ
11. εκθειάζω
12. (μετρ.) φρ. ἐπαίρω τήν προσῳδίαν
δίνω οξύ τόνο.
Greek Monotonic
ἐπαίρω: Ιων. και ποιητ. ἐπαείρω· μέλ. -ᾰρῶ, αόρ. αʹ -ῆρα, σε Ηρόδ. — Παθ., αόρ. αʹ ἐπήρθην·
I. 1. σηκώνω κάτι και το τοποθετώ πάνω σε άμαξα ή βάση, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
2. σηκώνω, υψώνω, στον ίδ., Σοφ. κ.λπ. — Μέσ., ὅπλα ἐπαίρεσθαι, σε Ευρ.
3. εξυψώνω, μεγαλύνω, σε Ξεν.
4. αμτβ., σηκώνω το πόδι μου ή εγείρομαι, σηκώνομαι, σε Ηρόδ.
II. 1. παρακινώ, διεγείρω, στο ίδ., Σοφ. κ.λπ.· υποκινώ ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι, με απαρ., σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Παθ., καθοδηγούμαι, διεγείρομαι, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. Παθ. επίσης, υπερηφανεύομαι για κάτι, στον ίδ., σε Θουκ. κ.λπ.· απόλ., είμαι φαντασμένος ή ψηλομύτης, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ionic and poet. ἐπαείρω fut. -ᾰρῶ aor1 -ῆρα Pass., aor1 ἐπήρθην
I. to lift up and set on a car or stand, c. gen., Il.
2. to lift, raise, Il., Soph., etc.: Mid., ὅπλα ἐπαίρεσθαι Eur.
3. to exalt, magnify, Xen.
4. intr. to lift up one's leg or rise up, Hdt.
II. to stir up, excite, Hdt., Soph., etc.: — to induce or persuade one to do, c. inf., Hdt., Ar.: —Pass. to be led on, excited, Hdt., etc.
2. Pass., also, to be elated at a thing, Hdt., Thuc., etc.:—absol. to be conceited or proud, Ar.
Chinese
原文音譯:™pa⋯rw 誒普-埃羅
詞類次數:動詞(19)
原文字根:在上-舉起 相當於: (נָטָה / מָנׄול) (נָשָׂא)
字義溯源:高舉,高舉自己,被高舉,舉起,舉,取上升,提高,自高,高,大,昂,拉起;由(ἐπί)*=在⋯上)與(αἴρω)*=舉起)組成。參讀 (αἴρω)同義字,同源字
出現次數:總共(19);太(1);路(6);約(4);徒(5);林後(2);提前(1)
譯字彙編:
1) 舉起(5) 路6:20; 約4:35; 約13:18; 約17:1; 提前2:8;
2) 舉(3) 路16:23; 路18:13; 約6:5;
3) 提高(1) 徒22:22;
4) 拉起(1) 徒27:40;
5) 高舉自己(1) 林後10:5;
6) 高(1) 徒14:11;
7) 自高(1) 林後11:20;
8) 他被取上升(1) 徒1:9;
9) 大(1) 路11:27;
10) 昂(1) 路21:28;
11) 就舉起(1) 路24:50;
12) 他們舉起(1) 太17:8;
13) 提高了(1) 徒2:14
Léxico de magia
levantar la mano ἔπαιρε δέ σου τὴν χεῖραν τὴν δεξιὰν τῇ εὐωνύμῳ ὑποβαστάξας τὸν ἀγκῶνα levanta tu mano derecha sujetando el codo con la izquierda P VII 525
Lexicon Thucydideum
impellere, excitare, to impel, arouse, 3.45.6, 8.89.4,
PASS. impelli, excitari, to be impelled, aroused, 1.42.2, 1.42.4. 1.81.6, 1.83.2, 3.38.2, 3.45.1, 4.108.3, 4.121.1, 5.14.2. 7.13.2,
efferri, inflari, to be exalted, be puffed up, 3.37.5, 7.41.3,
insolescere, to become insolent, 1.25.4, 1.84.2, 1.120.3, 1.84.4, 4.18.4, 6.11.6,
erectum, elated, haughty vel or suspensum esse, to be in suspense, 2.11.2, 8.2.1.
Translations
persuade
Arabic: أَقْنَعَ; Armenian: հորդորել; Azerbaijani: inandırmaq, razılaşdırmaq; Belarusian: запэўніваць, запэўніць; Bulgarian: убеждавам, убедя; Catalan: persuadir; Chinese Mandarin: 說服/说服, 勸說/劝说, 相勸/相劝, 勸/劝; Czech: přesvědčit; Danish: overbevise, overtale; Dutch: overtuigen, overhalen, overreden, persuaderen; Esperanto: konvinki, persvadi; Estonian: veenma, keelitama; Finnish: taivuttaa, vakuuttaa; French: persuader, convaincre; German: überreden, gewinnen, verführen, bestechen, dazu bringen; Gothic: 𐌲𐌰𐍆𐌿𐌻𐌻𐌰𐍅𐌴𐌹𐍃𐌾𐌰𐌽; Greek: πείθω; Ancient Greek: ἀγαπάω, ἀγαπέω, ἀγαπῶ, ἀμπείθω, ἀναγιγνώσκω, ἀναγινώσκω, ἀναπείθειν, ἀναπείθω, ἐάω, ἐκπείθω, ἐπαείρω, ἐπαίρω, ἐπισπάω, ἐπισπῶ, καταπείθω, παραίφημι, παραναπείθω, παράφημι, πάρφαμι, πάρφημι, πείθειν, πείθω, προάγω, προσβιβάζω, προτρέπω, συμπείθω, ψυχαγωγέω, ψυχαγωγῶ; Hebrew: שִׁכְנֵעַ; Hungarian: rábeszél, meggyőz, rávesz; Hunsrik: përsuatiere; Italian: persuadere, convincere; Japanese: 説得する, 説く; Khmer: បញ្ជោក; Korean: 설득하다; Lao: ຊັກຊວນ; Latin: persuadeo, exoro; Latvian: pārliecināt, pierunāt; Lithuanian: įtikinti, įkalbėti; Macedonian: убедува, убеди; Malayalam: അനുനയിപ്പിക്കുക; Maori: whakapakepake; Norwegian Bokmål: overtale, overbevise; Persian: متقاعد کردن; Polish: przekonywać, przekonać; Portuguese: persuadir; Romanian: convinge, persuada; Russian: убеждать, убедить, уговаривать, уговорить; Scottish Gaelic: iompaich; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀верити, у̀вјерити, убедити, убиједити; Roman: ùveriti, ùvjeriti, ubéditi, ubijéditi; Slovak: presvedčiť; Slovene: prepričevati, prepríčati; Spanish: persuadir; Swedish: övertyga, övertala; Thai: ชักชวน, โน้มน้าว; Turkish: ikna etmek, razı etmek; Ukrainian: переконувати, переконати; Vietnamese: thuyết phục; Welsh: perswadio