ἐλαφρός
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
ἐλαφρά, ἐλαφρόν, and in Pi.N.5.20 ός, όν: (v. ἐλαχύς);—
A light in weight, τόν οἱ ἐ. ἔθηκε (sc. λᾶαν) Il.12.450; ξύλου ἐλαφρότερα Hdt.3.23; πῦρ Parm.8.57; opp. βαρύς, Pl.Ti.63c, etc.; in Epitaphs, γαῖαν ἔχοις ἐλαφράν = may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you, Latin: sit tibi terra levis, Epigr.Gr.195 (Vaxos), cf. Sammelb. 315. Adv., τά (sc. δένδρεα) οἱ πλώοιεν ἐλαφρῶς Od.5.240.
2 light to bear, easy, καί κεν ἐλαφρότερος πόλεμος Τρώεσσι γένοιτο Il.22.287; συμφ ορὰν ἐλαφροτέραν καταστῆσαι Antipho 3.3.12; πόνος -ότερος ἑαυτοῦ συνηθείῃ γίνεται Democr.241: later, Comp. ἐλαφρώτερον ἄλγος Max.173; ἐλαφρόν [ἐστι] 'tis light, easy, Pi.N.7.77, A.Pr.265, etc.; easy to understand, [προβλήματα] ἐλαφρὰ καὶ πιθανά Plu.2.133e, cf. D.Chr. 18.11; ἐν ἐλαφρῷ ποιήσασθαί τι to make light of a thing, Hdt.3.154; οὐκ ἐν ἐλαφρῷ ποιεῖσθαι Id.1.118; οὐκ ἐν ἐλαφρῷ = no light matter, Theoc.22.212. Adv. ἐλαφρῶς, φέρειν ζυγόν to bear it lightly, Pi.P.2.93.
3 light of digestion, Plu.2.137a.
4 shallow, διάπλους Peripl.M.Rubr.55; δῖναι ib.40.
5 Act., ease-giving, B.Fr.8, Theoc.2.92.
II light in moving, nimble, γυῖα δ' ἔθηκεν ἐ. Il.5.122; ἦ μάλ' ἐ. ἀνήρ 16.745; ἐλαφρότατος ποσσί 23.749; χεῖρες.. ἐπαΐσσονται ἐ. ib.628; κίρκος.. ἐλαφρότατος πετεηνῶν 22.139, Od.13.87; [ἵπποι] ἐλαφρότατοι θείειν 3.370; ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς A.Pr.125 (anap.); ἐ. ποδί ib.281 (anap.); γονάτων ἐλαφρὸν ὁρμάν Pi.N.5.20; ἐ. ποδῶν ἴχνι' ἀειράμεναι Call.Fr.anon.391; ἐλαφρὰ ἡλικία the age of active youth, X.Mem.3.5.27; ἐλαφροί, οἱ, light troops, Id.An.4.2.27 (restricted to cavalry who fight at close quarters, Ascl.Tact.1.3): metaph., πόλιας θῆκεν ἐλαφροτέρας made them easier in condition, Epigr.Gr.905 (Gortyn). Adv. ἐλαφρῶς = nimbly, Ar.Ach.217; ὀρχεῖσθαι πυρρίχην X.An.6.1.12.
III metaph., light-minded, unsteady, fickle, πᾶν πλῆθός ἐστιν ἐ. Plb.6.56.11; ἐλαφρὰ λύσσα = light-headed madness, E.Ba.851.
b gentle, mild, σφᾶς αὐτοὺς ἐλαφροτάτους τοῖς συνοῦσι παρέχοντας Isoc.12.31, cf. Pl.Ep.360c.
2 small, ποταμός Plb.16.17.7; of small power or of small strength, πόλεις Id.5.62.6.
3 relieved of a burden, ψυχὴ ἐ. καὶ δι' αὑτῆς Plot.4.3.32.
IV Ἐλαφρός· Ζεὺς ἐν Κρήτῃ, Hsch.
Spanish (DGE)
-ά, -όν
• Grafía: bárb. ἐλαπρός Ar.Th.1180
I sin idea de mov.
1 ligero, liviano, de poco peso de cosas λᾶας Il.12.450, ὅσα ξύλου ἐστὶ ἐλαφρότερα Hdt.3.23, πῦρ Parm.B 8.57, cf. Pl.Ti.56a, op. βαρύς Pl.Ti.63e, ἐσθής X.Cyn.6.11, βούτυρον Hp.Morb.4.51, θῶραξ PGiss.47.7 (II a.C.), cf. Apollod.Poliorc.139.6
•en epitafios γαῖαν ἔχοις ἐλαφράν ICr.2.5.49 (Axo I a.C.), ἐλαφρὰ γῆ σοι SEG 44.875 (Halicarnaso I a.C.?), cf. SB 315, JIEgypt 109 (I a.C.)
•de alimentos ligero, fácil de digerir Plu.2.137a.
2 fig., de abstr. fácil de llevar, soportable, tolerable καί κεν ἐλαφρότερος πόλεμος ... γένοιτο Il.22.287, συμφορά Antipho 3.3.12, πόνος Democr.B 241, δίκη Pl.Lg.934a, ἄλγος Max.173, cf. D.Chr.13.3
•ligero, leve λύσσα E.Ba.851, del yugo de Cristo, Cyr.Al.M.72.405B
•en el giro ἐν ἐλαφρῷ ποιεῖσθαι tomar a la ligera, considerar poco importante Hdt.3.154, cf. 1.118, οὐκ ἐν ἐλαφρῷ no de poca importancia Theoc.22.212
•de pers. de trato fácil, adaptable σφᾶς αὐτοὺς ἐλαφροτάτους ... παρέχοντας Isoc.12.31, ἐ. καὶ εὐήθης δόξειεν ἂν εἶναι Pl.Ep.360c
•econ. ligero, bajo, reducido τόκοι IThrac.Aeg.11.12 (Abdera II/I a.C.), v. ἐλαφροτοκία
•neutr. en or. cop. ἐλαφρόν (ἐστί) es fácil c. inf. εἴρειν στεφάνους Pi.N.7.77, παραινεῖν ... τὸν κακῶς πράσσοντα A.Pr.263, τὸ σοὶ μὲν ἐ. ... ἐὸν ὑποργῆσαι Hdt.7.38, οὐ γὰρ ἐ. ἐσθλὸν ἔμμεναι no es fácil ser valiente Simon.36.7.
3 fig. en sent. peyor., de pers. de reflexión ligera, frívolo, poco serio πᾶν πλῆθος Plb.6.56.11
•subst. οἱ ἐλαφροί los simples, Const.App.1.6.2, Mac.Aeg.Hom.17.5
•de un argumento carente de peso, sin fundamento Phld.Sign.18.16
•de ríos, ciudades, etc. de poca importancia ποταμός Plb.16.17.7, πόλεις Plb.5.62.6, δῖναι Peripl.M.Rubri 40, διάπλοι Peripl.M.Rubri 55.
II c. idea de mov., de pers., anim. y partes del cuerpo ligero, veloz, ágil de anim. κίρκος ... ἐλαφρότατος πετεηνῶν Il.22.139, Od.13.87, (ἵπποι) ἐλαφρότατοι θείειν Od.3.370
•de pers. y asim. ἀνήρ Il.16.745, ἐλαφρὰ ἡλικία X.Mem.3.5.27, ἐ. καὶ καλὸς ... καλεῦμαι Theoc.2.124, ref. partes del cuerpo ἐλαφρότατος ποσσί Il.23.749, γυῖα Il.5.122, χεῖρες Il.23.628, πούς A.Pr.278, de abstr. ἔχω γονάτων ὁρμὰν ἐλαφράν Pi.N.5.20, ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς con ágil batir de alas A.Pr.125, como epít. de Zeus en Creta, Hsch.
•neutr. plu. como adv. ἐλάφρ' ἀναπαλλόμενοι Lyr.Adesp.21.7, cf. Alc.329.2
•subst. οἱ ἐλαφροί = tropas ligeras de infantería, X.An.4.2.27, Polyaen.3.9.2, de caballería, Ascl.Tact.1.3.
III adv. ἐλαφρῶς
1 con facilidad τὰ οἱ πλώοιεν ἐλαφρῶς troncos secos que bogaran ligeros en su provecho, Od.5.240
•rápidamente οὐδ' ἂν ἐ. ἂν ἀπεπλίξατο Ar.Ach.217
•ágilmente, con agilidad ὀρχεῖσθαι πυρρίχην ἐλαφρῶς X.An.6.1.12, cf. Anacr.92.1, ἐλαφρῶς τῷ ποδὶ ἐπὶ τὸν τράχηλον ἐπιβὰς Polyaen.5.11.
2 ligeramente, levemente φέρειν δ' ἐ. ... ζυγόν Pi.P.2.93, op. συντόμως ‘intensamente’ βήσσειν Hp.Coac.419, cf. Orib.8.42 tít., Dieuch.18.8, Herm.Sim.7.6
•de manera descuidada οὕτω ποίει μὴ ἐ. SB 10529A.20 (I/II d.C.?)
•sin profundizar ἐλαφροτέρως τὰ τοιαῦτα ἐπισκοπεῖσθαι Aristox.Harm.15.19.
• Etimología: Forma tem. de *H1ln̥gu̯h-, de donde tb. ἐλαχύς, ambas formas con prótesis vocálica. Es el grado ø de *H1lengu̯h- cf. lituan. leñgvas.
German (Pape)
[Seite 792] auch 2 Cndg., ἐλαφρὸς ὁρμά Pind. N. 5, 20, leicht; – 1) vom Gewicht; Il. 12, 450; Gegensatz βαρύς, Plat. Theaet. 63 c; Xen. Cyn. 6, 11 u. öfter. Dah. leicht zu ertragen, nicht lästig, ἐλαφρότερος γίγνεται πόλεμος Τρώεσσι, fällt minder schwer, Il. 22, 287; συμφορά Antiph. III γ E.; σοὶ ἐλαφρὸν τυγχάνει ἐόν Her. 7, 38; τὰ ἐλαφρότερα ταῖς γυναιξὶν δοτέον Plat. Rep. V, 457 a; οὐκ ἐν ἐλαφρῷ ποιεῖσθαί τι, Etwas nicht leicht nehmen, sich darüber ängstigen, es übel nehmen, Her. 1, 118. 3, 154; adv. ἐλαφρῶς, leichtlich, ohne Mühe, Oc. 5, 240; φέρειν Pind. P. 2, 93. Bei Xen. An. 3, 3, 6 sind ἐλαφροὶ καὶ εὔζωνοι verbunden; u. öfter so von Leichtbewaffneten, was in die Bdtg – 2) sich leicht bewegend, flink, schnell übergeht; ἵπποι ἐλαφρότατοι θέειν Od. 3, 370; ὅστις ἐλαφρότατος ποσσὶ κραιπνοῖσι πέλοιτο 13, 87; γυῖα δ' ἔθηκεν ἐλαφρά Il. 5, 122, leicht, rüstig; πούς Aesch. Prom. 279; πτερύγων ῥιπαί 125; καὶ ὑπόπτεροι Plat. Phaedr. 256 b; καὶ ποδώκης Plut. Fab. 7; ἐλαφρὰ ἡλικία, das rüstige, zum Kriegsdienst fähige Alter, Xen. Mem. 3, 5, 27. – 3) gering, schwach; λύσσα Eur. Bacch. 831; von einem Flusse, Pol. 16, 17, 8; – sanft, mild; καὶ μετριώτατοι τοῖς συνοῦσι Isocr. 12, 31; καὶ εὐήθης Plat. Epist. XIII, 360 c; vgl. Theocr. 2, 124; – leichtsinnig, Pol. 6, 56, 11, wie B. A. 96 erkl. ὁ τὰς φρένας κοῦφος.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
léger :
A. leste, agile ; particul. léger pour marcher ou pour courir, léger à la course : ἐλαφρὰ ἡλικία XÉN l'âge où l'on est agile, càd propre aux fatigues de la guerre;
B. léger de poids :
I. au propre ἐλαφρὸς λᾶας IL pierre légère ; οἱ ἐλαφροί XÉN les troupes légères (cf. lat. levis armatura) ; léger à l'estomac, facile à digérer;
II. fig. 1 léger, facile à supporter, tolérable : ἐν ἐλαφρῷ ποιεῖσθαί τι HDT supporter légèrement, facilement qch ; ἐλαφρόν ἐστι avec l'inf. ESCHL c'est chose facile de;
2 en parl. de pers. facile, doux : τινι, pour qqn.
Étymologie: cf. ἔλαφος.
Russian (Dvoretsky)
ἐλαφρός: 3, редко Pind.
1 легкий (по весу), легковесный (λᾶας Hom.; τὸ μὲν βαρύ, τὸ δ᾽ ἐλαφρόν Plat.);
2 легкий, проворный, подвижный, резвый (ποσσί Hom. и ποδί Aesch.; πούς Arst.);
3 бодрый (ἡλικία Xen.; οἱ ἐλαφρότατοι τῶν ὁπλιτῶν Plut.);
4 легковооруженный (ἐλαφροὶ καὶ εὔζωνοι ἱππεῖς Xen.);
5 легкий, нетрудный (ἐλαφρότερος γίγνεται πόλεμος Hom.): ἐλαφρόν (ἐστιν) παραινεῖν Aesch. давать советы легко; οὐκ ἐν ἐλαφρῷ εἶναι Theocr. быть трудным, тягостным;
6 (= εὔπεπτος) легкий, удобоваримый (βρώματα καὶ πόματα Plut.);
7 легкий, несильный (λύσσα Aesch.; ἀτυχήματα Arst.);
8 небольшой, незначительный (πόλεις, ποταμός Polyb.);
9 маловажный: ἐν ἐλαφρῷ ποιεῖσθαί τι Her. не придавать чему-л. большого значения;
10 ласковый, кроткий (ἐ. καὶ εὐήθης Plat.; ἐλαφρότατος καὶ μετριώτατος Isocr.);
11 легкомысленный, ветреный (πλῆθος Polyb.);
12 (на что-л.) скорый (ἐν τῷ κολάζειν Plut.);
13 умеющий, искусный (εἴρειν στεφάνους Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαφρός: -ά, -όν, καὶ ἐν Πινδ. Ν. 5. 38, ός, όν, (ἴδε ἐλαχύς): - ἐλαφρός, ἐπὶ βάρους, Λατ. levis, ἀντίθετον τῷ βαρύς, τόν οἱ ἐλ. ἔθηκε (ἐνν. λᾶαν) Ἰλ. Μ. 450· ξύλου ἐλαφρότερα Ἡρόδ. 3. 23· καὶ παρ’ Ἀττ., ὡς ἐν Πλάτ. Τιμ. 63C, κλ.· ἐν ἐπιτυμβ., γαῖαν ἔχοις ἐλαφρὰν, sit tibi terra levis, Ἐπίγραμμ. Ἑλλ. 195· - ἐπίρρ., ἐλαφρῶς, τὰ (ἐνν. ξύλα) οἱ πλώοιεν ἐλαφρῶς Ὀδ. Ε. 240. 2) ἐλαφρός, «ὑποφερτός», οὐχὶ βαρύς, εὔκολος, καί κεν ἐλαφρότερος πόλεμος Τρώεσσι γένοιτο Ἰλ. Χ. 287· συμφορὰν ἐλαφροτέραν καταστῆσαι Ἀντιφῶν 124. 3· ἐλαφρόν ἐστι, εἶναι εὔκολον, Πινδ. Ν. 7. 113, Αἰσχύλ. Πρ. 263, κτλ.· ἐν ἐλαφρῷ ποιεῖσθαί τι, θεωρεῖν τι εὔκολον, Ἡρόδ. 3. 154· οὐκ ἐν ἐλ. π., Λατ. graviter ferre, ὁ αὐτ. 1. 118· οὐκ ἐν ἐλαφρῷ, οὐχὶ εὔκολον πρᾶγμα, Θεόκρ. 22. 212: - Ἐπίρρ. ἐλαφρῶς, ἐλαφρῶς φέρειν ζυγὸν Πινδ. Π. 2. 171. 3) εὐκόλως χωνευόμενος, εὔπεπτος, ὡς καὶ νῦν, Πλούτ. 2. 137Α. ΙΙ. εὐκόλως κινούμενος, εὐκίνητος, Λατ. agilis, γυῖα δ’ ἔθηκεν ἐλαφρὰ Ἰλ. Ε. 122· ἦ μάλ’ ἐλ. ἀνήρ, ὡς ῥεῖα κυβιστᾷ Π. 745· ἐλαφρὸς ποσσὶ Ψ. 749· χεῖρες ἐπαΐσσονται ἐλαφραὶ Ψ. 628· κίρκος... ἐλαφρότατος πετεηνῶν Χ. 139, πρβλ. Ὀδ. Ν. 87· ἵπποι ἐλαφρότατοι θείειν Γ. 370· ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς Αἰσχύλ. Πρ. 125· ἐλαφρῷ ποδὶ αὐτόθι 279· ἐλαφρὰ ἡλικία, ἡ ἡλικία τῆς ζωηρᾶς καὶ εὐκινήτου νεότητος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 27: - ἀλλ’ οἱ ἐλαφροί, οἱ ἐλαφρῶς ὡπλισμένοι στρατιῶται, Λατ. levis armatura, ὁ αὐτ. Ἀνάβ. 4. 2, 27· - μεταφ., πόλιας θῆκεν ἐλαφροτέρας, κατέστησε τὴν κατάστασιν αὐτῶν καλλιτέραν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 905. ΙΙΙ. μεταφ. ὡσαύτως, ἐλαφρῶς σκεπτόμενος, ἐλαφρόνους, ἄστατος, ἄσκεπτος, Πολύβ. 6. 56, 11· ἐνεὶς ἐλαφρὰν λύσσαν, ἐνθεὶς ἐλαφρὰν παραφροσύνην, Εὐρ. Βάκχ. 851· - ὡσαύτως, πρᾶος, ἥσυχος, Ἰσοκρ. 239Β, Πλάτ. Ἐπιστ. 360C. 2) μικρός, Λατ. tenuis, ποταμὸς Πολύβ. 16. 17, 7· μικρὰν ἔχων δύναμιν ἢ ἰσχύν, πόλεις ὁ αὐτ. 5. 62, 6.
English (Autenrieth)
-ότερος, -ότατος: light (moving), nimble; of the swift wind, Il. 19.416; light (of weight), Il. 12.450; met., πόλεμος, Il. 22.287.—Adv., ἐλαφρῶς, lightly, easily, Od. 5.240.
English (Slater)
ἐλαφρός (ᾰ coni.) light, easy ἔχω γονάτων ὁρμὰν ἐλαφράν (ἐλαφρὰν ὁρμὰν codd.: transp. Turyn: ἐλαφρὸν ὁρμὰν byz.) (N. 5.20) ἐλαφρὸν ὄρχημοἶδα ποδῶν μειγνύμεν *fr. 107b. 1.* c. inf., εἴρειν στεφάνους ἐλαφρόν (N. 7.77) σεῦ δὲ πάτρᾳ Χαριάδαις τ' ἐλαφρὸν ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον (coni. Sandys: τε λάβρον codd.) (N. 8.46) adv., φέρειν δ' ἐλαφρῶς ἐπαυχένιον λαβόντα ζυγὸν ἀρήγει (P. 2.93)
English (Strong)
probably akin to ἐλαύνω and the base of ἐλάσσων; light, i.e. easy: light.
English (Thayer)
ἐλαφρα, ἐλαφρόν, light in weight, quick, agile; a light φορτίον is used figuratively concerning the commandments of Jesus, easy to be kept, τό ἐλαφρόν, substantively, the lightness: τῆς θλίψεως (A. V. our light affliction), Homer down.)
Greek Monolingual
ελαφρή, και ελαφρά, και ελαφριά, ελαφρό και αλαφρός, αλαφριά, αλαφρό και αλαφριός, αλαφριά, αλαφριό και ελαφρύς, ελαφριά, ελαφρύ και αλαφρύς, αλαφριά, αλαφρύ (AM ἐλαφρός, ἐλαφρά, ἐλαφρόν και ἐλαφρός, ἐλαφρόν)
Ι. 1. αυτός που ἔχει μικρό βάρος
2. (για ενδύματα, σκεπάσματα, υφάσματα κ.λπ.) λεπτός, κατάλληλος λόγω υλικού και υφάνσεως για περιόδους χωρίς πολύ κρύο
3. (για όπλα, οπλισμό) εύκολος στη μεταφορά
4. (για στρατιώτη) ο οπλισμένος με ελαφρά, ατομικά του όπλα
5. εύκολος που δεν κουράζει («ελαφριά δουλειά»)
6. (για ποινές) όχι πολύ αυστηρός ως προς την έκτιση ή τις άλλες επιπτώσεις
7. (για άνεμο, κυματισμό κ.λπ.) χωρίς μεγάλη ένταση
8. (για τροφές) εύπεπτος
9. (για ανθρώπους) ελαφρόμυαλος, ανόητος
10. (για νοσηρή κατάσταση) ήπιος, όχι βαρύς («ελαφρά αδιαθεσία», «ελαφρός πονοκέφαλος»)
11. φρ. «ύπνος ελαφρός» — ευχάριστος και αναπαυτικός, χωρίς εφιάλτες
12. φρ. «γαίαν έχοις ελαφράν», «ελαφρό το χώμα...» — ευχή σε κεκοιμημένους για αιώνια, ειρηνική ανάπαυση
νεοελλ.
1. (για φάρμακο) αυτός που ενεργεί ήπια
2. (για νερό) αυτός που διευκολύνει την πέψη
3. (για ενέργεια) ήπιος («ελαφρό τρίψιμο, ελαφρά επίπληξη»)
4. ασθενής, όχι έντονος («ελαφριά αναπνοή»)
5. (για μυρωδιά, αναθυμίαση) αυτός που δεν προσβάλλει έντονα τα οσφρητικά νεύρα, άτονος («ελαφρό άρωμα»)
6. (για φυσικά προϊόντα και τα παρασκευάσματά τους) ο φτωχός σε περιεκτικότητα του κύριου συστατικού, αραιός («ελαφρό κρασί»)
7. (για γεύση ή οσμή) αυτή που διαφέρει από τη συνηθισμένη
8. (για γυναίκα) ανήθικη
9. (για λογοτεχνικά έργα και μουσικές συνθέσεις) αυτός που γράφεται μόνο για διασκέδαση χωρίς βαθύτερο περιεχόμενο («ελαφρό θέατρο»)
10. το αρσ. ως ουσ. ο ελαφρός
γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών καραβιιδών
αρχ.
1. (για ανθρώπους) εφηβικός, νεανικός
2. (για πόλη) ανοχύρωτη
3. (για ανθρώπους και ζώα) ευκίνητος, γρήγορος
4. ευνόητος
5. (για θάλασσα) ρηχή
6. (για ποταμό) μικρός, αβαθής
II. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ελαφρά (AM ἐλαφρῶς)
1. χωρίς πίεση ή θόρυβο («άγγιξα ελαφρά», «πατάει ελαφρά»)
2. ευκίνητα, γρήγορα, ανάλαφρα
3. ακίνδυνα, άνετα («πέρασε την αρρώστια ελαφρά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. lungar, αρχ. σαξ. lungor «γρήγορος», αγγλοσαξ. επίρρ. lungre «γρήγορα, σύντομα», < ΙΕ lņghwro-. To ε- του ελληνικού τ. είναι πρόθημα. Σύμφωνα με άλλη υπόθεση, η λ. προήλθε με συμφυρμό τών ελαχρός (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. lungar) και ελαφός < ελαχFός (πρβλ. λιθ. leňgvas), θεματ. τ. του ελαχύς. Ο τ. ελαφρ-ύς αναλογικός κατά το αντίθετό του βαρ-ύς. Η λ. ελαφρός σήμαινε ήδη στον Όμηρο και «ταχύς, γρήγορος», επειδή αυτός που έχει λίγο βάρος, κινείται με ευκολία, είναι ευκίνητος και, επομένως, ταχύς. Η σημασία όμως αυτή δεν διατηρήθηκε στη νέα Ελληνική].
Greek Monotonic
ἐλαφρός: -ά, -όν (ἐ-λαφ-ρός = Λατ. lev-is)·
I. 1. ελαφρύς στο ζύγισμα, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· επίρρ., ελαφρά, ζωηρά, εύθυμα, σε Ομήρ. Οδ.
2. υποφερτός, καθόλου φορτικός, εύκολος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐλαφρόν (ἐστι), είναι ελαφρύ, εύκολο, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἐν ἐλαφρῷ ποιεῖσθαί τι, κάνω κάτι εύκολο, σε Ηρόδ.
II. αυτός που κινείται εύκολα, ελαφρός, ευκίνητος, γρήγορος, σβέλτος, Λατ. agilis, σε Όμηρ., Αισχύλ.· ἐλαφρὰ ἡλικία, η ηλικία της δραστήριας, ενεργητικής νεότητας, σε Ξεν.· οἱ ἐλαφροί, οι στρατιώτες που φέρουν ελαφρύ οπλισμό, Λατ. levis armatura, στον ίδ.
III. ελαφρόμυαλος, απερίσκεπτος, ανόητος, σε Ευρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: light, nimble, quick, small (Il.).
Compounds: As 1. member in ἐλαφρο-τοκία low rate of interest (Pergamon IIa).
Derivatives: ἐλαφρότης lightness, speed (Pl., Plu.); ἐλαφρία lightness (NT); Ἐλάφριος (μήν) month name (Knidos); denomin. verba: ἐλαφρίζω enlighten, lessen, intr. be quick (Archil., E.); ἐλαφρύνω enlighten (late; after βαρύνω; Debrunner IF 21, 84); ἐλαφροῦται H. as explanation of ἀλεγύνεται.
Origin: IE [Indo-European] [660] *h₁lengʷʰro- light in weight and of movement
Etymology: Identical with an Old-Germanic word, OHG lungar, OS lungor quick, OE lungre a Adv. quick (Fick 1, 537); IE *h₁ln̥guhros. the form is found in Skt. rarahaṇa- *h₁le-h₁ln̥gʷʰ- García-Ramón, Sprache 34. 1988-90, 30. Further s. ἐλαχύς. Here also acc. to Krahe Gymnasium 59, 79, Die Sprache der Illyrier 1, 94 the Illyr. river name Lambros (Upper Italy) = ἐλαφρός.
Middle Liddell
ἐλαφρός, ή, όν ἐλαφρός
I. = Lat. lev-is light in weight, Il., Hdt., Attic:— adv. lightly, buoyantly, Od.
2. light to bear, not burdensome, easy, Il.; ἐλαφρόν [ἐστι] 'tis light, easy, Aesch., etc.; ἐν ἐλαφρῷ ποιεῖσθαί τι to make light of a thing, Hdt.
II. light in moving, nimble, Lat. agilis, Hom., Aesch.; ἐλαφρὰ ἡλικία the age of active youth, Xen.; οἱ ἐλαφροί light troops, Lat. levis armatura, Xen.
III. lightminded, thoughtless, Eur.
Frisk Etymology German
ἐλαφρός: {elaphrós}
Meaning: leicht, behend, schnell, gering (seit Il.).
Composita: Als Vorderglied in ἐλαφροτοκία niedriger Zinsfuß (Pergamon IIa) u. a.
Derivative: Ableitungen: ἐλαφρότης Leichtigkeit, Schnelligkeit (Pl., Plu.); ἐλαφρία Leichtigkeit, Leichtsinn (NT u. a.); Ἐλάφριος (μήν) Monatsname (Knidos); denominative Verba: 1. ἐλαφρίζω erleichtern, verringern, intr. schnell sein (Archil., E., Kall. usw.); 2. ἐλαφρύνω erleichtern (spät; nach βαρύνω; Debrunner IF 21, 84); 3. ἐλαφροῦται H. als Erklärung von ἀλεγύνεται.
Etymology: Mit einem altgermanischen Wort, ahd. lungar, asächs. lungor schnell, ags. lungre Adv. schnell, bald identisch (Fick 1, 537); idg. *ln̥guhros. Etwas abweichend Schwyzer 302 (aus lautlichen Gründen): ἐλαφρός aus *ἐλαχρός = lungar und *ἐλαφός < *ἐλαχϝός = lit. lẽngvas leicht kontaminiert (?). Weiteres s. ἐλαχύς. Hierher auch nach Krahe Gymnasium 59, 79, Die Sprache der Illyrier 1, 94 der illyr. Flußname Lambros (Oberitalien) = ἐλαφρός. Haas Sprache 1, 54f. zieht noch heran den gallischen Göttinnennamen Alambrima und den franz. Bergnamen Alambre, Arambre (?).
Page 1,484
Chinese
原文音譯:™lafrÒj 誒拉弗羅士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:輕
字義溯源:輕的*,容易負擔的,輕微的,輕省的;或源自(ἐλαύνω)=推*);或(ἐλάσσων / ἐλάττων)=較小的),而 (ἐλάσσων / ἐλάττων)出自(ἐλάχιστος)=最小的), (ἐλάχιστος)出自(ἐλάχιστος)X=短*)
同源字:1) (ἐλαφρία)輕浮 2) (ἐλαφρός)輕的
出現次數:總共(2);太(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 輕微(1) 林後4:17;
2) 輕省的(1) 太11:30
English (Woodhouse)
active, easy, light, light-hearted, nimble, not serious
Mantoulidis Etymological
Θέμα: λαφ + προθεματικό ε → ἐλαφ+ρός → ἐλαφρός. Ἔχει σχέση μέ τό ἐπίθετο ἐλαχύς (=μικρός), ἐλάσσων, ἐλάχιστος.
Παράγωγα: ἐλαφρίζω (=ἀνυψώνω, εἶμαι ἐλαφρός), ἐλαφρότης, ἐλαφρύνω, ἐλάφρυνσις, ἐλαφρυντικός, ἐλάφρωσις.
Translations
light
Abkhaz: алас; Ahom: 𑜉𑜨𑜧; Arabic: خَفِيف; Moroccan Arabic: خفيف; South Levantine Arabic: خفيف; Aragonese: lixero; Armenian: թեթև; Aromanian: lishor, licshor, ljiushor; Assamese: পাতল; Asturian: llivianu; Avar: тӏадагьаб; Azerbaijani: yüngül; Belarusian: лёгкі; Bulgarian: лек; Catalan: lleuger; Cebuano: gaan; Chechen: дай; Chepang: खुय्ङःमै; Chinese Cantonese: 輕, 轻; Mandarin: 輕, 轻; Chinook Jargon: wik-tʰil; Czech: lehký; Danish: let; Dutch: licht; Esperanto: malpeza, leĝera; Evenki: энимкун; Faroese: lættur; Finnish: kevyt; French: léger; Friulian: lizêr; Galician: livián, lixeiro; Georgian: მსუბუქი, მჩატე; German: leicht; Gothic: 𐌻𐌴𐌹𐌷𐍄𐍃; Greek: αβαρής, ελαφρός, ελαφρύς; Ancient Greek: ἐλαφρός, κοῦφος, ἀβαρής; Hebrew: קל, קלה; Hindi: हलका; Hungarian: könnyű; Icelandic: léttur, létt or; Ido: lejera; Ilocano: nalag-an; Indonesian: ringan; Ingush: дай, атта; Italian: leggero; Iu Mien: heng; Japanese: 軽い; Javanese: ènthèng; Kabuverdianu: lébi; Kazakh: жеңіл; Khmer: ស្រាល; Korean: 가볍다, 경량(輕量)의; Kurdish Central Kurdish: سووک; Northern Kurdish: sivik; Ladin: lesier; Lao: ຍ່ອງ, ເບົາ; Latin: levis; Latvian: viegls; Lezgi: кьезил; Lithuanian: lengvas; Lombard: legger; Lü: ᦢᧁ; Macedonian: лесен; Malay: ringan; Maltese: ħafif; Mizo: zäng; Mongolian: хөнгөн; Muong: nhẽl; Nanai: хэню; Norman: ligi; Northern Norwegian: lett; Nuosu: ꀁꇖ; Occitan: leugièr; Old Church Slavonic: льгъкъ; Old Prussian: lāngus; Ossetian: рог; Ottoman Turkish: خفیف; Pacoh: nghial; Papiamentu: lihé; Persian: سَبُک; Polish: lekki; Portuguese: leve; Quechua: chhalla; Romanian: ușor; Romansch: lev, liger; Russian: лёгкий; Rwanda-Rundi: huhwa; Sanskrit: लघु; Serbo-Croatian Cyrillic: лак; Roman: lak; Shan: မဝ်; Sicilian: liggeru; Slovak: ľahký; Slovene: láhek; Sorbian Lower Sorbian: lažki; Spanish: ligero, liviano; Swahili: epesi; Swedish: lätt; Tagalog: magaan; Telugu: తేలిక; Thai: เบา; Tibetan: ཡང་པོ; Tocharian B: lankᵤtse; Turkish: yeğni, hafif; Tuvan: чиик; Tày: bâu, bau, nẩư; Ukrainian: легкий; Uzbek: yengil; Venetan: lesiéro, ƚixièro, lixiero, liđier; Vietnamese: nhẹ, nhẹ nhàng; Welsh: ysgafn; White Hmong: sib; Yakut: чэпчэки; Yiddish: לײַכט; Zazaki: senık; Zhuang: mbaeu