στοά
Ῥοπή ‘στιν ἡμῶν ὁ βίος, ὥσπερ ὁ ζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht
English (LSJ)
στοᾶς, ἡ, SIG29 (Attic, found at Delphi, vi/v B.C.), al., IG12.115.7, al.; also στοιά (in anapaest. verse) Ar.Ec.676,684,686, and in some dialect Inscrr., IG12(3).170.22 (Astypalaea), 42(1).115.20 (prob., Epid., iv/iii B.C.), Ρχ. Ἐφ.1913.227 (Lesbos); στωϊά Inscr.Magn. 67.6 (Cnossian decree, iii/ii B.C.), IG12(2).14.2, al. (Mytil.):—
A portico, roofed colonnade, cloister, Hdt.3.52, Th.4.90,8.90, X.HG5.2.29, 7.4.31, Ev.Jo.10.23, CPHerm.94.3 (iii A.D.), etc.
II at Athens,
1 storehouse, magazine, esp. for corn, Ar.Ach.548; στοιὰ ἀλφιτόπωλις Id.Ec. 686, cf. 14.
2 ἡ στοιὰ ἡ βασίλειος the court where the βασιλεύς sat, ib.684; ἡ τοῦ βασιλέως στοά Pl.Tht.210d, cf. Euthphr.2a, Paus.1.3.1, 1.14.6, Poll.8.86; στοὰ βασιλική = portico of the king, at Thera, IG12(3).326.19.
3 ἡ στοὰ ἡ ποικίλη, v. ποικίλος ΙΙ.3: also ἡ στοά alone, And.1.85; so οἱ ἀπὸ τῆς στοᾶς, of the Stoics (since Zeno taught there), Placit.1.5.1, S.E.M.9.11, Gal.10.15, etc.; οἱ ἐκ τῆς στοᾶς = the members of the Stoic school, Id.18(1).259: also ἡ Στοά alone, the Stoic school, Phld.Rh.2.68S.
4 of other porticoes, ἡ στοὰ ἡ τῶν Ἑρμῶν = the portico of the Hermai, Aeschin.3.183; ἡ μακρὰ στοά = the long stoa, D.34.37; ἡ τοῦ Διὸς τοῦ Ἐλευθερίου στοά = the portico of Zeus Eleutherios, Pl.Thg.121a.
III long roof or shed used in sieges, SIG569.36 (Halasarna, iii B.C.), Plb.1.48.2:—gallery, communication trench, whether above ground or excavated, Ph.Bel.83.32, 85.10, 91.31.
German (Pape)
[Seite 945] ᾶς, ἡ, eigtl. eine Säule, ein PfeilerBold text, gew. eine Säulenhalle, Her. 3, 52; in Athen zur Aufzeichnung und Bekanntmachung der Gesetze benutzt, τοὺς κυρωθέντας (νόμους) ἀνέγραψαν εἰς τὴν στοάν, Andoc. 1, 85, was 84 ἀναγράφειν εἰς τὸν τοῖχον heißt; auch zu Gerichtssitzungen, z. B. des βασιλεύς, Plat. Theaet. 210 d. – Bekannt ist in Athen die durch Polygnotos Wandgemälde berühmte ποικίλη. – Weil in dieser Säulenhalle Zenon von Kition lehrte, so hießen die Anhänger dieses Philosophen οἱ ἐκ τῆς στοᾶς φιλόσοφοι, die Stoiker, Luc. vit. auct. 20 u. sonst. – Auch eine Vorrathshalle, längliche Vorrathskammer, Ar. Pax 14; = ταμιεῖον παράμηκες, Phot. – Auch der Weinkeller. – Belagerungswerkzeug, ein Schutzdach, Pol. 1, 48, 2, die vinea der Römer. – Vgl. στοιά u. στωά.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
portique, galerie à colonnade ; particul. à Athènes :
1 στοὰ τοῦ βασιλέως ou βασίλειος le portique où siégeait l'archonte-roi, dans le Céramique;
2 στοὰ ποικίλη ou simpl. ἡ Ποικίλη (v. ποικίλος) le portique orné de peintures ou Pœcile, où enseignait Zénon ; οἱ ἐκ τῆς στοᾶς LUC, ἀπὸ τῆς στοᾶς PLUT les philosophes du Portique, càd les Stoïciens (v. Στωϊκός);
3 magasin à blé.
Étymologie: R. Στα, se tenir debout, être dressé ; cf. ἵστημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στοά -ᾶς, ἡ, Ion. στοίη, ook στοιά Aristoph. Eccl. 676, zuilengang, zuilengalerij, stoa, m. n. in Athene:; ἡ σ. ἡ βασίλειος de stoa van de archon basileus, de Stoa Basileios Aristoph. Eccl. 684; ἡ σ. ἡ ποικίλη, ook simpelweg ἡ σ. de bont(geschilderd)e stoa, de Stoa poikilè. uitbr. magazijn, voorraadkamer, m. n. van graan, in Athene. overdr. stoa, de school van het stoïcisme, waarvan de leden oorspronkelijk in de Stoa poikilè bijeenkwamen:. ὁ ἀπὸ τῆς στοᾶς de man uit (de school van) de stoa Luc. 27.20.
Russian (Dvoretsky)
στοά: Arph. тж. στοιά ἡ
1 крытая колоннада, галерея с колоннами, портик Her., Xen.: ἡ σ. τοῦ βασιλέως Plat., Dem. или βασίλειος Arph., Arst. портик архонта-басилевса (в афинском Керамике); ἡ σ. ποικίλη Dem. расписной портик (в Афинах, где учил Зенон Киттийский, основатель стоической школы); οἱ ἀπὸ τῆς στοᾶς Plut. или οἱ ἐκ τῆς στοᾶς Luc. = Στωϊκοί;
2 хлебный склад (в Афинах) (σ. ἀλφιτόπωλις Arph.);
3 воен. осадный навес, винея (лат. vinea) Polyb.
English (Strong)
probably from ἵστημι; a colonnade or interior piazza: porch.
English (Thayer)
στοάς, ἡ, a portico, a covered colonnade where people can stand or walk protected from the weather and the heat of the sun: στοά Σολομῶνος, a porch or portico built by Solomon in the eastern part of the temple (which in the temple's destruction by the Babylonians was left uninjured, and remained down to the times of king Agrippa, to whom the care of the temple was intrusted by the emperor Claudius, and who on account of its antiquity did not dare to demolish and build it anew; so Josephus relates, Antiquities 20,9, 7; (but on 'Solomon's Porch' cf. B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Temple (Solomon's Temple, at the end))): Acts 5:12.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και στοιά και στοιή και οτωά και στωϊα Α
1. αρχιτ. επίμηκες κτήριο του οποίου η στέγη υποβαστάζεται από τη μία ή και από τις δύο μακρές πλευρές του με κιονοστοιχία (α. «Ποικίλη στοά» β. «στοά του Αττάλου» γ. «στοά του Αμφιαρείου»)
2. (κυρίως στην αρχαία Αθήνα) το κτήριο αυτό ως χώρος συνεντεύξεων, συζητήσεων και άλλων δημόσιων συγκεντρώσεων, καθώς και αποθήκευσης ή πώλησης εμπορευμάτων
3. (ιδίως ως κύριο όν.) η Στοά
μτφ. η φιλοσοφική σχολή τών στωικών, με επικεφαλής τον Ζήνωνα τον Κιτιέα
νεοελλ.
1. μεγάλη καλυμμένη ή και ακάλυπτη δίοδος διά μέσου κτηριακού συγκροτήματος, πέρασμα (α. «στοά Αρσακείου» β. «στοά Πεσμαζόγλου»)
2. υπόγειος θολωτός διάδρομος ή σήραγγα ορυχείου, κν. γαλαρία, λαγούμι
3. στενή υπόγεια σήραγγα που σκάβουν οι ασπάλακες και ορισμένα τρωκτικά στο έδαφος για διαβίωση, ανάπαυση και αναπαραγωγή
4. σήραγγα που διανοίγουν στον φλοιό ή στον κορμό τών δένδρων ορισμένα είδη εντόμων
5. βασική μονάδα, τμήμα στο οποίο υποδιαιρείται το τάγμα τών τεκτόνων, καθώς και ο χώρος στον οποίο συνεδριάζουν τα μέλη του
6. είδος πολιορκητικής μηχανής του βυζαντινού στρατού, αλλ. αυλός
7. φρ. α) «στοά λάβας»
(γεωμορφολ.) τύπος πρωτογενούς σπηλαίου που σχηματίζει κυλινδρικού σχήματος σήραγγα και εκτείνεται κατά μήκος της τροχιάς τών ρευμάτων λάβας σε ένα πεδίο λάβας
β) «Μεγάλη Στοά»
(τεκτον.) το ανώτατο συμβούλιο, η ανώτερη αρχή του ελευθεροτεκτονισμού, καθώς και η γενική συνέλευση τών αντιπροσώπων τών στοών
γ) «αμυντική στοά» — στεγασμένη σιδηροδρομική δίοδος μέσω κοιλάδας ή επί ορεινής κλιτύος που είναι διευθετημένη για να προστατεύει τη γραμμή από κατολισθήσεις ασταθών εδαφών ή χιονοστιβάδων
αρχ.
1. πρόναος ή προστώο
2. πολιορκητική μηχανή επιμήκους κατασκευής με στέγη που προφύλαγε τους στρατιώτες
3. φρ. α) «στοιὰ ἡ βασίλειος» ή «ἡ τοῦ βασιλέως στοά» — το δικαστήριο όπου είχε την έδρα του ο άρχων βασιλεύς
β) «οἱ ἀπὸ τῆς στοᾱς» ή «οἱ ἐκ τῆς στοᾱς» — οι στωικοί φιλόσοφοι, οι μαθητές του Ζήνωνος του Κιτιέως, ιδρυτή της στωικής σχολής, ο οποίος δίδασκε στην Ποικίλη στοά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στοά ανάγεται πιθανότατα στην ΙΕ ρίζα stā- «στέκομαι, στήνω» του ἵστημι. Δυσερμήνευτος, ωστόσο, παραμένει ο φωνηεντισμός της λ. αναφορικά προς τον φωνηεντισμό της ρίζας (πρβλ. στώ-μ-ιξ). Αρχικός θα πρέπει να θεωρηθεί ο αμάρτυρος τ. στω-F-ιā, από τον οποίο με σίγηση του -F- και βράχυνση του μακρού φωνήεντος -ω- προ του φωνήεντος -ι- (σύμφωνα με τον ομώνυμο νόμο) ο τ. στοϊά και ο αττ. τ. στοά: στωF-ιā > στω-ιά (κρητ. επιγρ.) < στοϊά > στοιά > στοά αττ.. Εκτός από τον δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -ω- (πρβλ. και αρχ. σλαβ. stavŭ «κατασκευή, συναρμογή», λιθουαν. stova «τοποθεσία», αγγλοσαξ. stōw «θέση» και αρχ. ινδ. sthāv-ara- «όρθιος, στερεός»), η λ. εμφανίζει και παρέκταση -F- (πρβλ. σταυρός και στύλος, όπου το -F- εμφανίζεται με τη φωνηεντική του μορφή)].
Greek Monotonic
στοά: ή στοιά, -ᾶς, ἡ,
I. στεγασμένος τόπος όπου τη στέγη βαστάζουν κίονες, Ιταλ. piazza, χωριστό οικοδόμημα που αποτελούσε μέρος ναού, Λατ. porticus, σε Ηρόδ., Ξεν.
II. στην Αθήνα, το όνομα αυτό δινόταν σε διάφορα δημόσια κτίρια·
1. αποθήκη, μαγαζί, αποθήκη σιτηρών, σε Αριστοφ.
2. ἡ βασίλειος ή ἡ τοῦ βασιλέως στοά, δικαστήριο όπου έδρευε ο ἄρχων βασιλεύς, στον ίδ., σε Πλάτ.
3. Ποικίλη (ζωγραφισμένη) Στοά, όπου δίδασκε ο Ζήνων ο Κιτιεύς, με αποτέλεσμα οι οπαδοί της φιλοσοφικής σχολής του να ονομαστούν οἱ ἐκ τῆς στοᾶς ή Στωικοί, σε Λουκ.
III. υπόστεγο ή παράπηγμα για την προστασία των πολιορκουμένων, σε Πολύβ.
Greek (Liddell-Scott)
στοά: ᾶς, ἡ, ὡσαύτως στοιὰ (ἐν ἀναπαιστ. στίχῳ) Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 684, 686, καὶ ἔν τινι Δωρ. ἐπιγραφῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2483. 22· - ἐστεγασμένος τόπος μετὰ κιόνων, piaza, περίπατος ὑπόστεγος, Λατιν. porticus, Ἡρόδ. 3. 52, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 29., 7. 4, 31· τοιαῦται στοαὶ ἀπετέλουν συχνάκις μέρος τοῦ ναοῦ, ἀλλ’ ἦσαν καὶ χωριστὰ οἰκοδομήματα ὡς τόποι συνδιαλέξεῳν κατὰ τὰς θερμὰς ὥρας τῆς ἡμέρας, πρβλ. Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις τὸ ὄνομα τοῦτο ἔφερον πολλὰ τοιαῦτα δημόσια οἰκοδομήματα, οἷον, 1) ἀποθήκη τροφίμων μάλιστα σίτου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 548· στοιὰ ἀφλιτόπωλις ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 686, πρβλ. 14. 2) ἡ βασίλειος στ., τὸ δικαστήριον ἔνθα ἥδρευεν ὁ ἄρχων βασιλεύς, αὐτόθι 684· ἡ τοῦ βασιλέως στ. Πλάτ. Θεαίτ. 210D, πρβλ. Εὐθύφρ. 2Α, Πασυ. 1. 3, 1., 1. 14, 6, Πολυδ. Η΄, 85-7. 3) ἡ Ποικίλη, Ἀνδοκ. 11. 37· ἴδε ποικίλος ΙΙ. 3. - Ζήνων ὁ Κιτιεὺς καὶ οἱ διάδοχοι αὐτοῦ ἐδίδασκον ἐν ταύτῃ τῇ στοᾷ, ὅθεν οἱ ὀπαδοὶ αὐτοῦ ἐκλήθησαν οἱ ἀπὸ (ἐκ) τῆς στοᾶς ἢ Στωϊκοί, Πλούτ. 2. 879Α, Λουκ. Ἀλ. 43· καὶ σκωπτικῶς, Στώᾱκες Ἑρμέας παρ’ Ἀθην. 563C· - πρβλ. ὡσαύτως Πλάτ. ἐν Θεάγ. 121Α, Δημ. 918. 10, Αἰσχίν. 80. 5. ΙΙΙ. μακρὰ στέγη ἢ παράπηγμα ἐστεγασμένον πρὸς ὑπεράσπισιν τῶν πολιορκούντων, ὡς τὸ Λατιν. vinea, testudo, Πολύβ. 1. 48, κτλ. (Ἴσως ἐκ τῆς √ΣΤΕΓ, στέγω, ὥστε στοιὰ κεῖται ἀντὶ στογιά, ὡς Λατιν. mai-or ἀντὶ magi-or, ai-o ἀντὶ agi-o (πρβλ. ne-g-o, ad-ag-ium), ἴδε Philolog. Soc. Transact. 6. σ. 138· - δύσκολον νὰ σχετίσῃ τις τὴν λέξιν πρὸς τὸ στῦλος, κατὰ τὴν γνώμην τοῦ Κουρτίου. Τὸ ο γίνεται ω ἐν τοῖς στωίδιον, Στωικός).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: colonnade, portico, storage room, also as des. of the stoic school (στοὰ ποικίλη) (Att.).
Other forms: also στοιά (Ar. in anap., inscr.), στοιή (Erythrai, Hdt.), στωϊα (Knossos, Mytil.).
Compounds: As 2. member a.o. in προ-στῳ̃ον portico located in front (of the rooms), porch (Att.), hypostasis; Schw.-Debrunner 608 (τόποι προστῳ̃οι sch. on Υ 11).
Derivatives: Dimin. στωΐδιον, στοΐδιον n. (Delos, Str. a.o.), adj. στω-ϊκός belonging to the stoic school, stoic (hell. a. late) with -ικεύομαι to act like a stoic (late); disparaging Στόαξ (Στώαξ?) miserable stoic (Herm. Iamb. 1; Björck Alpha impurum 48 a. 263).
Origin: IE [Indo-European] [1008] *steh₂-u- stand
Etymology: Collective formation in -ιά, *στωϜ-ιά (with shortening of the ω and loss of the ι in στοιά, στοά; Schwyzer 244, 349, 469; cf. on the phonetic development also Adrados Emer. 18, 408 ff.) from a noun *στωϜ-ος, -α̃ with full grade beside reduced resp. zero grade in σταυρός and στῦλος (s. vv.). Full grade forms are also found in Balto-Slav. and Germ., e.g. Lith. stovė́ti stand, stovà f. stand, position, OCS staviti posit, stavъ m. stand, structure, OE stōwian hold back, stōw f. position; we have in all these cases as well as in Skt. sthāv-ará- thick, firm, permanent rather IE āu̯, IE stāu̯- = *steh₂-u̯- (beside stōu̯- = *stoh₂-u-, sth₂u̯-) an old byform of stā- (stō-, sth₂-) in στήμων, στώμιξ, στατός; s. vv. and ἵστημι w. further lit.
Middle Liddell
στοα, ορ στοιή, ῆς, ἡ,
I. a roofed colonnade, piazza, cloister, Lat. porticus, Hdt., Xen.
II. at Athens this name was given to various public buildings:
1. a storehouse, magazine, warehouse for corn, Ar.
2. ἡ βασίλειος or ἡ τοῦ βασιλέως στοά the court where the ἄρχων βασιλεύς sat, Ar., Plat.
3. the Poecile or Painted Chamber, in which Zeno of Citium taught, and so his school was called οἱ ἐκ τῆς στοᾶς or Στωικοί, Luc.
III. a shed to protect besiegers, Polyb.
Frisk Etymology German
στοά: (att.),
{stoá}
Forms: auch στοιά (Ar. in anap., Inschr.), στοιή (Erythrai, Hdt.), στωϊα (Knossos, Mytil.)
Grammar: f.
Meaning: ‘Säulengang, -halle, Vorratskammer’, auch als Bez. der stoischen Schule (στοὰ ποικίλη).
Composita: Als Hinterglied u.a. in προστῳ̃ον ‘voran (vor den Zimmern) gelegener Säulengang, Vorhalle’ (att.), Hypostase; Schw.-Debrunner 608 (τόποι προστῳ̃οι Sch. zu Υ 11).
Derivative: Davon das Demin. στωΐδιον, στοΐδιον n. (Delos, Str. u.a.), das Adj. στωϊκός zur stoischen Schule gehörig, Stoiker (hell. u. sp.) mit -ικεύομαι als Stoiker auftreten (sp.); herabsetzend Στόαξ (Στώαξ?) elender Stoiker (Herm. Iamb. 1; Björck Alpha impurum 48 u. 263).
Etymology: Kollektivbildung auf -ιά, *στωϝιά (mit Kürzung des ω und Schwund des ι in στοιά, στοά; Schwyzer 244, 349, 469; vgl. zur Lautentwicklung noch Adrados Emer. 18, 408 ff.) von einend Nomen *στωϝος, -α̃ mit Hochstufe neben Reduktionsbzw. Tiefstufe in σταυρός und στῦλος (s. dd.). Hochstufige Formen liegen auch vor im Balt.-Slav. und Germ., z.B. lit. stovė́ti stehen, stovà f. Stand, Stelle, aksl. staviti stellen, stavъ m. Stand, Gefüge, ags. stōwian zurückhalten, stōw f. Stelle; es handelt sich aber in allen diesen Fällen ehenso wie in aind. sthāv-ará- dick, feststehend, beständig eher um idg. āu̯. Idg. st(h)āu̯- (neben st(h)ōu̯-, st(h)əu̯-, st(h)ū) ist eine alte Nebenform von st(h)ā- (st(h)ō-, st(h)ə-) in στήμων, στώμιξ, στατός; s. dd. und ἵστημι m. weiterer Lit.
Page 2,800
Chinese
原文音譯:stÒa 士拖阿
詞類次數:名詞(4)
原文字根:豎立
字義溯源:柱廊*,門廊,廊,廊子;或源自(ἵστημι)=站立*)
出現次數:總共(4);約(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 廊(3) 約10:23; 徒3:11; 徒5:12;
2) 廊子(1) 約5:2
Mantoulidis Etymological
(=ὑπόστεγος περίπατος, κιονοστοιχία). Πιθανόν Ἀπό ρίζα στεγ- τοῦ στέγω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: στῴδιον (ὑποκορ. τοῦ στοιά στοά), στωικός.
Translations
colonnade
Arabic: رِوَاق; Bengali: রোয়াক; Bulgarian: колонада; Catalan: columnata; Chinese Mandarin: 柱廊, 列柱; French: colonnade; German: Kolonnade; Ancient Greek: στοά, στοιά, στοίη, στωϊά, στῳά, τετράστυλον, μεταστύλιον, περίστυλον, στύλωσις; Hungarian: oszlopsor, oszlopcsarnok, kolonnád; Irish: colúnra; Italian: colonnato; Japanese: コロネード, 列柱; Macedonian: колонада; Polish: kolumnada, perystaza; Portuguese: colunata; Russian: колоннада; Slovene: stebrišče; Spanish: columnata; Swedish: pelargång, kolonnad; Welsh: pendist, colofnres
portico
Aramaic: אסטוא; Classical Syriac: ܐܙܓܐ, ܐܣܛܘܐ; Bengali: রোয়াক; Bulgarian: портик; Catalan: pòrtic; Danish: porticus; Dutch: portiek; Esperanto: portiko; Finnish: portiikki; French: portique; Galician: pórtico; German: Portikus; Gothic: 𐌿𐌱𐌹𐌶𐍅𐌰; Ancient Greek: στοά, στοιά, στοίη, στωϊά, στῳά; Hungarian: tornác, előcsarnok, oszlopos előtér, porticus; Italian: portico, porticato, pronao; Japanese: ポルチコ; Latin: porticus, ambulatio; Macedonian: портик; Maori: kōihi; Norwegian Bokmål: portiko; Persian: ایوان, ستاوند; Polish: portyk; Portuguese: pórtico; Russian: портик; Sanskrit: पिण्ड; Slovene: portik; Spanish: pórtico; Swedish: portik; Turkish: revak, sundurma