ἀπάγω: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀπάξω, <i>ao.2</i> ἀπήγαγον, <i>etc.</i><br /><b>I. 1</b> emmener : [[οἴκαδε]] OD dans sa demeure ; τῆς κεφαλῆς τὸ [[ἱμάτιον]] PLUT, ἀπὸ [[τοῦ]] προσώπου τὸ [[ἱμάτιον]] PLUT écarter son vêtement de sa tête, de son visage;<br /><b>2</b> <i>t. de droit att.</i> emmener devant (les thesmothètes), citer en justice ; ἀπάγειν ἀσεβείας DÉM accuser d’impiété ; ἀπάγειν [[εἰς]] τὸ [[δεσμωτήριον]] ESCHN, <i>abs.</i> ἀπάγειν emmener en prison;<br /><b>3</b> emmener à l’écart;<br /><b>4</b> emmener, conduire;<br /><b>II.</b> emmener hors du droit chemin, faire dévier, détourner : τῆς ὁδοῦ XÉN de la route ; <i>fig.</i> détourner qqn (d’un raisonnement, d’une hypothèse, <i>etc.</i>) ; distraire de : [[ἀπό]] τινος THC de qch;<br /><b>III.</b> <i>intr.</i> s'éloigner ; <i>impér.</i> [[ἄπαγε]] va-t’en;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπάγομαι;<br /><b>1</b> emmener avec soi, acc.;<br /><b>2</b> emmener chez soi <i>ou</i> pour soi ; παρθένον HDT une jeune fille, <i>càd</i> prendre pour femme une jeune fille.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἄγω]].
|btext=<i>f.</i> ἀπάξω, <i>ao.2</i> ἀπήγαγον, <i>etc.</i><br /><b>I. 1</b> emmener : [[οἴκαδε]] OD dans sa demeure ; τῆς κεφαλῆς τὸ [[ἱμάτιον]] PLUT, ἀπὸ [[τοῦ]] προσώπου τὸ [[ἱμάτιον]] PLUT écarter son vêtement de sa tête, de son visage;<br /><b>2</b> <i>t. de droit att.</i> emmener devant (les thesmothètes), citer en justice ; ἀπάγειν ἀσεβείας DÉM accuser d'impiété ; ἀπάγειν [[εἰς]] τὸ [[δεσμωτήριον]] ESCHN, <i>abs.</i> ἀπάγειν emmener en prison;<br /><b>3</b> emmener à l’écart;<br /><b>4</b> emmener, conduire;<br /><b>II.</b> emmener hors du droit chemin, faire dévier, détourner : τῆς ὁδοῦ XÉN de la route ; <i>fig.</i> détourner qqn (d'un raisonnement, d'une hypothèse, <i>etc.</i>) ; distraire de : [[ἀπό]] τινος THC de qch;<br /><b>III.</b> <i>intr.</i> s'éloigner ; <i>impér.</i> [[ἄπαγε]] va-t’en;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπάγομαι;<br /><b>1</b> emmener avec soi, acc.;<br /><b>2</b> emmener chez soi <i>ou</i> pour soi ; παρθένον HDT une jeune fille, <i>càd</i> prendre pour femme une jeune fille.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἄγω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 12:50, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπάγω Medium diacritics: ἀπάγω Low diacritics: απάγω Capitals: ΑΠΑΓΩ
Transliteration A: apágō Transliteration B: apagō Transliteration C: apago Beta Code: a)pa/gw

English (LSJ)

[ᾰγ], A lead away, carry off, ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα Od.18.278; ἀ. τινὰ ἐκτόπιον S.OT1340 (lyr.), cf.1521, etc.; προσάγειν... ἀπάγειν, bring near... hold far off, Arist.GC336a18; ἀ. ἀχλὺν ἀπ' ὀφθαλμῶν remove it, Thphr.HP7.6.2; τὸ ἱμάτιον ἀπὸ τοῦ τραχήλου Plu.Ant. 12; οὐκ ἀπάξετε ταῦτα; stop this fooling! Jul.Or.7.225a:—Med., take away for oneself or take away with oneself, παρθένον Hdt.1.196, cf. 4.80, Ar.Nu.1105, etc.; or that which is one's own, X.Cyr.3.1.37, etc.:—Pass., ἐς ὀξὺ ἀπηγμένας brought to a point, tapering off, Hdt.7.64, cf. 2.28, Arist. PA658b30. 2 lead away, draw off troops, τῆς στρατιῆς τὸ πολλόν Hdt.1.164, cf. Th.1.28, al.; ἄπαγε τὸν ἵππον Ar.Nu.32. b elliptically, retire, withdraw, Hdt.5.126, X.HG1.1.34, al.; 'go off', Apollod.Epit.3.3. 3 abduct, Aeschin.1.80, Luc.Tim.16:—Pass., πρὸς ὕβριν ἀπάγεσθαιId.Anach.13. II bring back, bring home, Il.18.326; ἀπήγαγεν οἴκαδε Od.16.370, cf. S.Ph.941, X.An.1.3.14; ἀ. ὀπίσω Hdt.9.117. III return, render what one owes, pay, τὸν φόρον Ar.V.707, cf. X.Cyr.2.4.12, Th.5.53; render service, honour, etc., κώμους πρὸς τάφον E.Tr.1184; θεωρίαν εἰς Δῆλον Pl.Phd. 58b. IV arrest and carry off, ἀπάγετε αὐτὸν παρ' ἐμέ Hdt.2.114, cf 6.81; δεῖν κἀπάγειν ἐφίετο E.Ba.439:—Pass., ἀπαχθέντας παρ' ἑωυτόν Hdt.6.119. 2 law-term, bring before a magistrate and accuse (cf. ἀπαγωγή III), Antipho5.85; ἀσεβείας for impiety, D.22.27; ἀ. ὡς θεσμοθέτας Id.23.31; ἀ. τοῖς ἕνδεκα <span="bibl">Id.24.113; τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἀπάγεσθαι Sch.Arist.Rh.1397a30ap.D.H.Amm.1.12. 3 carry off to prison, Pl.Grg.486a, Ar.Ach.57; εἰς τὸ δεσμωτήριον And.4.181, D.23.80, 35.47 (Pass.): abs., ὡς γόης ἀπαχθῆναι Pl.Men.80b; ἀπαχθείς Lys.25.15. V lead away, divert from the subject, esp. by sophistry, ἀπὸ τοῦ ὄντος ἐπὶ τοὐναντίον Pl.Phdr.262b; ἀ. τινὰ ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως D.19.242; ἀ. τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης divert.., Th. 2.59; ἀπὸ δεινῶν απάγειν τὴν γνώμην ib.65. b in Logic, reduce, εἰς ἀδύνατον Arist.APr.29b9:—impers. in Pass., ἀπῆκται ἄρα εἰς . . Papp. 798.11. c in later Greek, reduce, drive an opposing disputant, ἐπὶ ψεῦδος S.E.P.2.233; εἰς ἀντίφασιν, εἰς ἄτοπον, Phlp.in APr. 21.31, 58.14:—Pass., εἰς ἀδύνατον ἀπαχθῆναι Arr.Epict.1.7.25, cf. Phlp.in APr.129.2. 2 receive, ἀπ' ὄψεως . . τὰ δοξάζοντα ἀ. Pl.Phlb.39b. 3 separate, ἀπάγεται καὶ χωρίζεται Id.Phd.97b. VI simply, carry, ἐν ἀριστερᾷ τόξον Id.Lg.795a.

German (Pape)

[Seite 274] (s. ἄγω), 1) ab-, wegführen, νόσφιν ἀπήγαγε Od. 4, 289; ἀπὸ τοῦ τείχεος ἀπήγαγε τὴν στρατιήν Her. 1, 164, abmarschiren lassen, wie Thuc. 1, 28. 7, 48; ἀπὸ τῆς πόλεως στράτευμα Xen. Cyr. 7, 5, 1; oft ohne στρατιάν, abziehen, z. B. Hell. 1, 1, 34; παρά τινα Her. 6, 119. – 2) zurück-, heimführen, Il. 18, 326; οἴκαδε Od. 15, 436; 16, 370; Plat. Legg. XII, 943 d; ἀπάγειν ὀπίσω Her. 9, 117. – 3) abtragen, was man zu bringen verpflichtet ist, z. B. φόρον Ar. Vesp. 707; δασμόν Xen. Cyr. 5, 3, 25; ἵππους 4, 5, 35; ὃ δέον ἀπαγαγεῖν οὐκ ἀπέπεμπον Thuc. 5, 53, vgl. ἀπαγινέω. Aehnl. θεωρίαν εἰς Δῆλον Plat. Phaed. 58 d u. Od. 18, 278 von Freiern, welche der Braut die schuldigen Geschenke darbringen, αὐτοὶ τοί γ' ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα, κούρης δαῖτα φίλοισι, καὶ ἀγλαὰ δῶρα διδοῦσιν. – 4) in athen. Gerichtssprache, anklagen, od. den auf der That, über einem offenkundigen Verbrechen Ertappten vor die Behörde schleppen u. verhaften, ἀπάγειν κλέπτην ἐπ' αὐτοφώρῳ εἰληφώς Dem. 45, 81; λωποδύτην Lys. 13, 68; ὡς γόης Plat. Men. 80 b; ἐάν τις ἀπαχθῇ τῶν γονέων κακώσεως ἑαλωκώς Dem. 24, 105; εἰς δεσμωτήριον Lys. 12, 25. 26; Din. 2, 9; εἰς φυλακήν Pol. 5, 15. 16. 38 u. öfter; übh. mit Gewalt fortschleppen, μετὰ βίας εἰς οἶκον 12, 16; vgl. Harpocr. ἀπάγειν ἐπὶ τῶν κακούργων, ἀπήγοντο δὲ πρὸς τοὺς ἕνδεκα; so τοῖς ἕνδεκα Dem. 24, 113; zum Tode abführen, τὴν ἐπὶ θανάτῳ, sc. ὁδόν; auch absolut, 19, 279. – 5) vom rechten Wege abführen, bes. durch sophistische Redekünste, ἐπὶ τοὐναντίον Plat. Phaedr. 262 b; ἄποθεν ἀπὸ τοῦ κλέμματος Aesch. 3, 100; ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως Dem. 19, 242; τὸ πρᾶγμα ἀπὸ τῶν πεπραγμένων εἰς γέλωτα 54, 13; vgl. noch Thuc. 2, 59 a. E. – 6) intrans., so daß ἑαυτόν zu ergänzen, sich davonmachen, weggehen, Xen. Cyr. 7, 2, 5. Vgl. ἄπαγε. – Med., für sich wegführen, od. mit sich, Soph. Phil. 1018; οἰκέτας καὶ χρήματα Xen. An. 6, 4, 1; νεκρούς Hell. 4, 4, 13; zur Frau nehmen, κόραν Pind. P. 4, 123; παρθένον Her. 1, 196; γυναῖκα Xen. Cyr. 3, 1, 37.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπάγω: μέλλ. -άξω, ἄγω, ὁδηγῶ μακράν, ἁρπάζω, ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα Ὀδ. Σ. 278· οὕτω παρὰ Τραγ., κτλ. Προσάγειν..., ἀπάγειν..., ἄγειν πλησίον…, ἀγειν μακράν…, Ἀριστ. Προβλ. 31. 25· ἀπ. ἀχλὺν ἀπ’ ὀφθαλμῶν, μετακινῶ, ἀφαιρῶ Θεόφρ. Ἱστ. Φ. 7. 6, 2· τὸ ἱμάτιον τοῦ τραχήλου Πλουτ. Ἀντών. 12: - Μέσ., λαμβάνω μετ’ ἐμαυτοῦ ἢ δι’ ἐμαυτόν, Ἡρόδ. 1. 196. 4. 80. Τραγ.· ἢ διότι εἶναι ἐμόν, Ξεν. Κύρ. 3. 1. 37, κτλ.: - Παθ., ἐς ὀξύ ἀπηγμένας, ληγούσας εἰς ὀξύ, «μυτεράς», Ἡρόδ. 7. 64, πρβλ. 2. 28, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2.16, 1. 2) ὁδηγῶ μακράν, ἀποσύρω στρατόν, τῆς στρατιῆς τὸ πολλόν, Ἡρόδ. 8. 100, πρβλ. 115, Θουκ. 1. 28, κ. ἀλλ.· οὕτως, ἀπ. κώμους πρὸς τάφον Εὐρ. Τρῳ. 1184· θεωρίαν εἰς Δῆλον Πλάτ. Φαίδων 58Β· ἄπαγε τὸν ἵππον Ἀριστοφ. Νεφ. 35. β) ἐλλειπτικῶς, ἀποσύρομαι, ἀναχωρῶ, Ἡρόδ. 5. 120, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 34, κ. ἀλλ., πρβλ. ἄπαγε. ΙΙ. φέρω ὀπίσω, φέρω εἰς τὴν πατρίδα, Ἰλ. Σ. 326· ἀπήγαγεν οἴκαδε Ὀδ. Π. 370, πρβλ. Σοφ. Φ. 941, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 14· ἀπ. ὀπίσω Ἡρόδ. 9. 117. ΙΙΙ. ἐπιστρέφω, ἀποδίδω ὅ,τι ὀφείλω, πληρώνω, (ὡς τὸ ἀποδίδωμι, ἀποφέρω), τὸν φόρον Ἀριστοφ. Σφ. 707, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 4, 12, Θουκ. 5. 53, πρβλ. ἀπαγωγή ΙΙΙ. ΙV. συλλαμβάνω καὶ ἄγω διὰ τῆς βίας, ἀπάγετε αὐτὸν παρ’ ἐμέ, Ἡρόδ. 2. 114, πρβλ. 6. 81· δεῖν κἀπάγειν ἐφίετο Εὐρ. Βάκχ. 439: - Παθ., ἀπαχθέντας παρ’ ἑωυτόν Ἡρόδ. 6. 119. 2) ἰδίως ὡς Ἀττ. Νομικὸς ὅρος, ἄγω ἐνώπιον ἄρχοντος καὶ κατηγορῶ, (ἴδε ἀπαγωγὴ ΙΙΙ.), Ἀντιφῶν 139. 27· ἀσεβείας, δι’ ἀσέβειαν, Δημ. 601. 26· ἀπ. ὡς θεσμοθέτας ὁ αὐτ. 630. 16· ἀπ. τοῖς ἕνδεκα ὁ αὐτ. 736. 2, πρβλ. Ἀντιφῶντα 137. 35. 3) ἐντεῦθεν ὡς τὸ ἀποτέλεσμα τοιαύτης ἐνεργείας, ἄγω εἰς τὴν φυλακήν, Πλάτ. Γοργ. 486Α, Δημ. 647. 2· εἰς τὸ δεσμωτήριον Ἀνδοκ. 31. 24, Δημ. 940. 4· ἀπολ., ὡς γόης ἀπαχθῆναι Πλάτ. Μένων 80Β· ἀπαχθείς Λυσ. 172. 34. V. ἐπὶ συζητήσεως, ἀπομακρύνω τὸν λόγον τοῦ προκειμένου, φέρω αὐτὸν μακρὰν τῆς ὑποθέσεως, ἰδίως διὰ σοφιστείας, ἀπὸ τοῦ ὄντος ἑκάστοτε ἐπὶ τοὐναντίον Πλάτ. Φαῖδρ. 262Β· ἀπ. τινὰ ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως Δημ. 416. 24· ἀπαγαγὼν τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης, ἀποτρέψας, ἀποκλίνας, Θουκ. 2. 59· ἀπὸ δεινῶν ἀπ. τὴν γνώμην αὐτόθι 65. 2) ἀφαιρῶ, ἀποχωρίζω, ἀπ’ ὄψεως… τὰ δοξάζοντα ἀπ. Πλάτ. Φίλ. 39Β, πρβλ. Φαίδωνα 97Β. VI. ἁπλῶς φέρω, ἐν ἀριστερᾷ τόξον ὁ αὐτ. Νόμ. 795Α.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπάξω, ao.2 ἀπήγαγον, etc.
I. 1 emmener : οἴκαδε OD dans sa demeure ; τῆς κεφαλῆς τὸ ἱμάτιον PLUT, ἀπὸ τοῦ προσώπου τὸ ἱμάτιον PLUT écarter son vêtement de sa tête, de son visage;
2 t. de droit att. emmener devant (les thesmothètes), citer en justice ; ἀπάγειν ἀσεβείας DÉM accuser d'impiété ; ἀπάγειν εἰς τὸ δεσμωτήριον ESCHN, abs. ἀπάγειν emmener en prison;
3 emmener à l’écart;
4 emmener, conduire;
II. emmener hors du droit chemin, faire dévier, détourner : τῆς ὁδοῦ XÉN de la route ; fig. détourner qqn (d'un raisonnement, d'une hypothèse, etc.) ; distraire de : ἀπό τινος THC de qch;
III. intr. s'éloigner ; impér. ἄπαγε va-t’en;
Moy. ἀπάγομαι;
1 emmener avec soi, acc.;
2 emmener chez soi ou pour soi ; παρθένον HDT une jeune fille, càd prendre pour femme une jeune fille.
Étymologie: ἀπό, ἄγω.

English (Autenrieth)

fut. ἀπάξω, aor. 2 ἀπήγαγον: lead or bring away; οἴκαδε (τινά), αὖτις πατρίδα γαῖαν, Il. 15.706, etc.

English (Slater)

ἀπᾰγω med.,
   1 take away for oneself εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι (sc. νύμφαν), ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις (P. 9.119)

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. dór. 3a plu. ἀπαξόντι TEracl.1.102; perf. 3.a sg. ἀπαγήγοχεν PCair.Zen.626.1 (III a.C.), 3a plu. ἀπαγηόχασιν PCair.Zen.275.11 (III a.C.)]
A en cont. de alejamiento
I c. régimen de pers. o anim.
1 llevar consigo de pers. εἰς Ὀπόεντα ... υἱόν Il.18.326, τὸν ... ἀπήγαγεν οἴκαδε δαίμων Od.16.370, de un vencedor en la carrera armada, en v. pas. ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι Pi.P.9.119, ἄπαγέ νύν μ' ἐντεῦθεν S.OT 1521, ἀπάγετ' ἐκτόπιον ὅτι τάχιστά με S.OT 1340, παιδίον ... ἀπῆγε ... εἰς τὴν ἰδίαν οἰκίαν Plb.15.32.8, del matrimonio ἄπαγε πρὸς τὸν πατέρα σου (γυναῖκα) LXX To.7.13, τὴν Ἑλένην ἀ. σὺν ἑαυτῷ Apollod.Epit.3.3
en v. med. llevarse consigo τὴν παρθένον una doncella (para el matrimonio), Hdt.1.196, τὸν υἱόν Ar.Nu.1105, ἀπάγου τὴν σήν llévatela, es tuya X.Cyr.3.1.37, εἰς οἶκον ἀ. τὸν δοῦλον Plb.12.16.3
de anim. βόας καὶ ἴφια μῆλα Od.18.278, τὸν ἵππον Ar.Nu.32.
2 raptar ἀπήγετό πού τις Aeschin.1.80, οἱ ἀπαγαγόντες ἡμᾶς nuestros deportadores LXX Ps.136.3.
3 llevar ante un magistrado, detener τοὺς δ' ἀνδραφόνους ἐξεῖναι ... ἀπάγειν Sol.Lg.16, ἐγὼ δὲ καθ' οὓς (νόμους) μὲν ἀπήχθην Antipho 5.85, τῆς ἀσεβείας ... ἀ. detener por impiedad D.22.27
simpl. llevarse, hacer circular ἀδικεῖτε τὴν ἐκκλησίαν τὸν ἄνδρ' ἀπάγοντες Ar.Ach.57, c. la indicación de ante quién se es llevado detenido ὃς τὸν ξένον πρὸς τὸν ἄρχοντα ἀπήγαγεν Aeschin.1.158, ὡς τούτους (θεσμοθέτας) ... ἀπάγειν λέγει D.23.31, un ladrón ἀπαγαγεῖν τοῖς ἕνδεκα D.24.113
arrestar, llevar a la cárcel c. la indicación εἰς τὸ δεσμωτήριον Pl.Grg.486a, Is.4.28, Lys.12.16, 13.44, And.4.18, D.23.80, 35.47
llevar a ejecutar ἀπήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ σταυρῶσαι Eu.Matt.27.31
en v. pas. ἐπὶ θανάτῳ ἀπάγεσθαι ser ejecutado Sch.Arist.Rh.1397a30.
4 guiar, conducir gener. tropas o expediciones militares τὴν στρατιήν Hdt.1.164, τοὺς ἐν Ἐπιδάμνῳ φρουρούς τε καὶ οἰκήτορας Th.1.28, τοὺς Ἀργείους ... ἐκ τῆς Ἐπιδαυρίας Th.5.55, ἄπαγ' οἴκαδε στρατόν E.IA 817, τὸ στράτευμα X.HG 4.6.8, στρατιάν Plb.3.110.8
otros grupos o cortejos πρὸς τάφον ... κώμους E.Tr.1184, θεωρίαν ... εἰς Δῆλον Pl.Phd.58b, cf. Plu.2.160c, θυσίαν εἰς Κιθαιρῶνα Plu.2.628f.
5 gener. c. prep. y ac. de abstr. fig. llevar, reducir, inducir ὁ μάντις ... ἐμὲ ἀπήγαγ' ἐς τοιάσδε θανασίμους τύχας A.A.1276, πρὸς ὕβριν Luc.Anach.13, ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀπώλειαν la senda que lleva a la perdición, Eu.Matt.7.13, ἀ. μοιχευθησομένην inducirla a que cometa adulterio Luc.Tim.16
llevar, reducir al interlocutor ἐπὶ τὴν ἀλήθειαν Plb.12.25d.5, ἐπὶ ψεῦδος S.E.P.2.233, εἰς ἀντίφασιν Phlp.in APr.21.31, εἰς ἄτοπον Phlp.in APr.58.14
en v. pas. ἐπ' ἀδύνατον ἀπηχθῆναι Arr.Epict.1.7.25.
6 fig. c. gen. apartar τοῦ ἁμαρτάνειν Arist.EN 1109b5.
II c. régimen de cosas
1 llevar, transportar ἐν ἀριστερᾷ μὲν τόξον Pl.Lg.795a, ἀγορασμὸν τῆς σιτοδοσίας LXX Ge.42.19, τὰ σκεύη ... αἰχμάλωτα ἀπήχθη los utensilios fueron llevados como botín LXX 1Ma.2.9, ἀφήρπασεν τὸν ἐμὸν σίτον καὶ εἰς τὸ ἰδίον ἑαυτοῦ ἀπήγαγεν SB 9690.11.
2 pagar ἀπάγει δὲ ἕκαστος Ἀθηναίων ... δεκάτην Pisistratus 490, τὸν φόρον Ar.V.707
ofrendar θῦμα Th.5.53.
3 en part. pas. terminado, acabado de las κυρβασίαι de los escitas ἐς ὀξὺ ἀπηγμένας Hdt.7.64, de las cimas de dos montañas δύο ὄρεα ἐς ὀξὺ τὰς κορυφὰς ἀπηγμένα Hdt.2.28, de las mandíbulas de ciertos animales εἰς στενὸν ἀπηγμένας Arist.PA 658b30.
4 fig. reducir en lóg. εἰς ἀδύνατον ἀπάγοντας (συλλογισμούς) Arist.APr.29b8, en mat., un problema, Papp.798.11.
B en cont. de acercamiento
1 traer detenido ξεῖνον ... ἀπάγετε παρ' ἐμέ Hdt.2.114, σφεας ἀπαχθέντας παρ' ἑωυτόν Hdt.6.119, δεῖν κἀπάγειν ἐφίετο dejó (Dioniso) que lo ataran y trajeran E.Ba.439.
2 recibir ἀπ' ὄψεως ... τὰ ... δοξαζόμενα καὶ λεγόμενα ἀπαγαγῶν τις Pl.Phlb.39b, τὰ ἄλλα χρήματα σὺ ἀπαγαγὼν φύλαττε X.Cyr.5.4.32.
C indif. a la dirección con respecto al que habla
1 separar c. ac. de pers. o cosa y gener. gen. o prep. y gen. τὸν ἱρέα ... ἀπὸ τοῦ βωμοῦ ἀ. Hdt.6.81, ἀ. ὑμᾶς ἄπωθεν ἀπὸ τοῦ κλέμματος Aeschin.3.100, τὸ προσάγειν καὶ ἀπάγειν τὸν γεννητικόν Arist.GC 336a18, μέρος τοῦ προσώπου τῆς καλύπτρας Plu.2.302f
quitar ἀχλὺν ἀπ' ὀφθαλμῶν Thphr.HP 7.6.2, τὸ ἱμάτιον ἀπὸ τοῦ τραχήλου Plu.Ant.12
en v. pas. ἀπάγεται ... ἕτερον ἀφ' ἑτέρου Pl.Phd.97b
abs. robar, BGU 1188.16 (I a.C.)
apartar ἀπὸ τοῦ ὄντος ... ἐπὶ τοὐναντίον Pl.Phdr.962b, τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης Th.2.59, ἀπὸ τῶν δεινῶν ... τὴν γνώμην Th.2.65, τοὺς δικαστὰς ... ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως D.19.242, τὴν δόξαν ἀπὸ τῶν θεῶν Plu.2.435a, abs. οὐκ ἀπάξετε ταῦτα; ¿no renunciaréis a esta actitud? Iul.Or.7.225a
extraviar ἀπαγαγὼν αὐτὸν τῆς ὁδοῦ ἔξω X.Cyr.5.5.7.
2 retirarse de tropas y jefes militares c. indicación del destino ἐς τὴν Μύρκινον Hdt.5.126, μὴ ἀπαγαγόντων δὲ τῶν ἀρχόντων οἴκαδε Pl.Lg.943d, abs. ἀ. ταχέως X.HG 1.1.34, tb. en v. med. Σιτάλκης ... ἀπήγετο Hdt.4.80.
3 pesar menos de lo debido de las ofrendas de un santuario ID 1417A.2.68 (II a.C.).
D imper. ἄπαγε fuera ἀ. ἐς μακαρίαν ¡vete al diablo! Ar.Eq.1151, κἄπαγ' ἀπὸ τῆς ὀσφύος y apártate de los lomos e.d. no toques los lomos Ar.Pax 1053
en lat. c. compl. dir. apage te a me Plaut.Amph.580, apage ... a domo nostra istam insanitatem Varro Sat.Men.133
abs. Luc.Prom.Es.7, Am.38
c. part. ἄπαγε τὰ πάρος εὐτυχήματ' αὐδῶν aparta de tus labios las dichas pasadas E.Ph.1733.

English (Strong)

from ἀπό and ἄγω; to take off (in various senses): bring, carry away, lead (away), put to death, take away.

English (Thayer)

(imperfect ἀπηγον (Tr marginal reading WH marginal reading)); 2nd aorist ἀπήγαγον; passive (present ἀπάγομαι); 1st aorist ἀπηχθην; (from Homer down); to lead away: ἀπό τῆς φάτνης); hence); R G) (away, ἐκ τῶν χειρῶν ἡμῶν); πρός τά εἴδωλα). Used especially of those led off to trial, prison, punishment: T Tr WH); ( T Tr WH); R G (ἤγαγον L T Tr WH); εἰς τήν ἀπώλειαν, εἰς τήν ζωήν). (Compare: συναπάγω.)

Greek Monolingual

(AM ἀπάγω) άγω
αρπάζω και κρατώ κάποιον
αρχ.
1. οδηγώ μακριά και κρατώ
(«ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα» — κλέβουν βόδια και παχιά πρόβατα, Όμηρος)
2. αφαιρώ, μετακινώἀπάγω τὸ ἱμάτιον τοῦ τραχήλου», Πλούταρχος)
3. οδηγώ μακριά, αποσύρωἀπάγω της στρατιῆς τὸ πολλόν» — αποσύρω το μεγαλύτερο μέρος της στρατιάς, Ηρόδοτος)
4. (ελλειπτ.) αποσύρομαι, αποχωρώ
5. φέρνω πίσω, ξαναφέρνω στην πατρίδα («ἀπήγαγεν οἴκαδε», Όμηρος)
6. αποδίδω ό,τι οφείλω, πληρώνωἀπάγω τὸν φόρον», Αριστοφ.)
7. συλλαμβάνω και οδηγώ με τη βία («ἀπάγετε αὐτὸν παρ' ἐμέ» — φέρτε τον μπροστά μου, Ηρόδοτος)
8. οδηγώ κάποιον μπροστά σε αρμόδιο αξιωματούχο («ἀπάγω ὡς θεσμοθέτας», Δημοσθ.) και διατυπώνω την κατηγορίαἀπάγω ἀσεβείας» — κατηγορώ ως ένοχο ασέβειας, Δημοσθ.)
9. οδηγώ κάποιον στη φυλακήἀπάγω εἰς τὸ δεσμωτήριον», Δημοσθ.)
10. απομακρύνω τη συζήτηση από το προκείμενο, από το κύριο θέμαἀπάγω τινὰ ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως», Δημοσθ.)
11. αφαιρώ, αποχωρίζω
«ἀπ' ὄψεως... τὰ δοξάζοντα ἀπάγω», Πλάτων)
12. φέρω, κρατώ
ἀπάγω ἐν ἀριστερᾷ τόξον», Πλάτων)
13. ἄπαγε (προστ. ως επίρρ.) φύγε, χάσου, σταμάτα («ἄπαγε τῆς βλασφημίας»
«ἄπαγε σεαυτὸν ἐκποδών» — ξεκουμπίσου, Αριστοφάνης
«ἄπαγ' ἀπὸ τῆς ὀσφύος» — κάτω τα χέρια απ' τη μέση, κοντά τα χέρια σου, Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ἀπάγω: μέλ. -άξω·
I. 1. οδηγώ μακριά, αρπάζω, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ. — Μέσ., λαμβάνω μαζί μου ή για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ., Τραγ. — Παθ., ἐς ὀξὺ ἀπηγμένος, αυτός που απολήγει σε αιχμή, ο αιχμηρός, ο μυτερός, σε Ηρόδ.
2. αμτβ. (ενν. ἑαυτόν), αποσύρομαι, αφίσταμαι, αποχωρώ, απομακρύνομαι, στον ίδ., Ξεν.· πρβλ. ἄπαγε.
II. φέρνω πίσω, φέρνω στην πατρίδα, σε Όμηρ., Αττ.
III. επιστρέφω, αποδίδω ό,τι οφείλω, ανταποδίδω την ευεργεσία που μου έχει γίνει, ξεπληρώνω, πληρώνω, τὸν φόρον, σε Αριστοφ., Θουκ.
IV.συλλαμβάνω και οδηγώ με τη χρήση βίας, παρά τινα, σε Ηρόδ.· ιδίως ως Αττ. νομικός όρος, οδηγώ ενώπιον κάποιου άρχοντα και κατηγορώ, υποβάλλω μήνυση, σε Δημ.· συνεπώς, οδηγώ στη φυλακή, σε Πλάτ. κ.λπ. V. λέγεται για συζήτηση, απομακρύνω τη συζήτηση από το συγκεκριμένο θέμα, οδηγώ τη συζήτηση μακριά από το ζήτημα που πραγματεύεται, παροδηγώ τη συζήτηση, στον ίδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπάγω:
1) отводить, уводить, med. уводить с собой или к себе (τινὰ οἴκαδε Hom.; ἐκτόπιόν τινα Soph.; στρατιάν Her., Xen.; εἰς τὸ δεσμωτήριον Aeschin.; εἰς τὴν φυλακήν Polyb.; πρὸς τὴν ἀρχῆν τῶν ἀστυνόμων Plat.): δεικνύναι εἰς ἀδύνατον ἀπάγων Arst. доказывать через приведение (противоположного) к невозможному;
2) (sc. στρατιάν или ἑαυτόν) уходить с войском, отступать (ἰδὼν ταῦτα ἀπέγαγε Xen.); см. тж. ἄπαγε;
3) med. уносить с собой (τοὺς νεκρούς Xen.);
4) отодвигать, отстранять (τὸ ἱμάτιόν τινος или ἀπό τινος Plut.): εἰς τοὐπίσω τὰς χεῖρας ἀπάγων Plut. с заложенными назад руками; ἐν ἀριστερᾷ τόξον ἀ. Plat. левой рукой выставлять вперед лук; ἀ. τινὰ ἀπό τινος ἐπὶ τοὐναντίον Plat. отклонять кого-л. от чего-л. к его противоположности; ἀ. ἑαυτὸν τοῦ ἁμαρτάνειν Arst. воздерживаться от ошибок;
5) отвлекать (τι τῆς γνώμης или τὴν γνώμην ἀπό τινος Thuc.);
6) приводить на суд или предавать суду (ὡς γοης ἀπαχθῆναι Plat.): ἀπαχθῆναί τινος Dem. быть привлеченным к ответственности за что-л.; см. тж. ἀπαγωγή 4;
7) направлять, посылать (θεωρίαν εἰς Δῆλον Plat.);
8) вносить, платить (φόρον Arph.; δασμόν Plut.).

Middle Liddell


I. to lead away, carry off, Od., Trag.:— Mid. to take away for or with oneself, Hdt., Trag.:— Pass., ἐς ὀξὺ ἀπηγμένος brought to a point, tapering off, Hdt.
2. intr. (sub. ἑαυτόν) to retire, withdraw, march away, Hdt., Xen.; cf. ἄπαγε.
II. to bring back, bring home, Hom., attic
III. to return what one owes, render, pay, τὸν φόρον Ar., Thuc.
IV. to arrest and carry off, παρά τινα Hdt.:—esp. as attic lawterm, to bring before a magistrate and accuse, Dem.:— then, to carry off to prison, Plat., etc.
V. to lead away from the subject, Plat., etc.

Chinese

原文音譯:¢p£gw 阿普-阿哥
詞類次數:動詞(16)
原文字根:從-帶領 相當於: (יָבַל‎) (הָלַךְ‎) (נָהַג‎) (נָחָה‎)
字義溯源:除去,帶去,引去,引,帶,迷惑,拉到,拉去,牽去,奪去,傳問,領去,解去;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出)與(ἄγω)*=帶領)組成。這字大部分是用來描述主耶穌被兵丁‘帶去’. 參讀 (ἄγω)同義字
出現次數:總共(16);太(5);可(3);路(4);徒(3);林前(1)
譯字彙編
1) 引(2) 太7:13; 太7:14;
2) 帶(2) 太26:57; 太27:31;
3) 他們⋯帶(2) 可14:53; 路22:66;
4) 受了迷惑(1) 林前12:2;
5) 帶⋯進(1) 可15:16;
6) 他們帶⋯去(1) 路23:26;
7) 奪去(1) 徒24:7;
8) 拉去(1) 徒12:19;
9) 解去(1) 太27:2;
10) 帶去(1) 可14:44;
11) 牽去(1) 路13:15;
12) 被拉到(1) 路21:12;
13) 你領(1) 徒23:17