ἀσφαλής: Difference between revisions
m (Text replacement - "ἀξιόπιστος, ἐχέγγυος, πιστός, φερέγγυος;" to "ἀξιόπιστος, ἐχέγγυος, ἠθαῖος, ἠθεῖος, πιστικός, πίστιος, [[...) |
m (Text replacement - "αξιόπιστος; Ancient Greek: ἀξιόπιστος, ἐχέγγυος, ἠθαῖος, ἠθεῖος, πιστικός, πίστιος, πιστός, σαφής, φερέγγυος" t...) |
||
Line 57: | Line 57: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[trustworthy]]=== | |trtx====[[trustworthy]]=== | ||
Arabic: ثِقَةٌ; Egyptian Arabic: امين; Armenian: վստահելի, հուսալի; Bashkir: ышаныслы, яуаплы; Belarusian: надзейны, дакладны; Bulgarian: заслужаващ доверие; Catalan: fidedigne, fiable; Chinese Mandarin: 可信, 可靠; Czech: důvěryhodný; Danish: troværdig; Dutch: [[betrouwbaar]]; Esperanto: fidinda; Finnish: luotettava, luottamuksen arvoinen; French: [[de confiance]], [[digne de confiance]], [[digne de foi]], [[fiable]]; Galician: fidedigno, fiucego, confiábel; Georgian: სანდო, სანდომიანი, საიმედო, ნდობის ღირსი; German: [[vertrauenswürdig]], [[glaubwürdig]]; Greek: [[ | Arabic: ثِقَةٌ; Egyptian Arabic: امين; Armenian: վստահելի, հուսալի; Bashkir: ышаныслы, яуаплы; Belarusian: надзейны, дакладны; Bulgarian: заслужаващ доверие; Catalan: fidedigne, fiable; Chinese Mandarin: 可信, 可靠; Czech: důvěryhodný; Danish: troværdig; Dutch: [[betrouwbaar]]; Esperanto: fidinda; Finnish: luotettava, luottamuksen arvoinen; French: [[de confiance]], [[digne de confiance]], [[digne de foi]], [[fiable]]; Galician: fidedigno, fiucego, confiábel; Georgian: სანდო, სანდომიანი, საიმედო, ნდობის ღირსი; German: [[vertrauenswürdig]], [[glaubwürdig]]; Greek: [[ἀξιόπιστος]], [[ἀξιόχρεος]], [[ἀξιόχρεως]], [[ἔμπιστος]], [[ἐχέγγυος]], [[ἠθαῖος]], [[ἠθεῖος]], [[πιστικός]], [[πίστιος]], [[πιστός]], [[σαφής]], [[φερέγγυος]]; Hungarian: megbízható; Irish: barántúil; Italian: [[affidabile]], [[attendibile]], [[credibile]], [[fidato]]; Japanese: 頼もしい, 信頼できる, 着実; Khmer: គួរឱ្យទុកចិត្ត; Latin: [[fidus]]; Manx: barrantagh; Maori: horopū; Ngazidja Comorian: -aminifu; Norwegian: pålitelig, til å stole på; Bokmål: troverdig; Nynorsk: truverdig, påliteleg; Portuguese: [[confiável]]; Romanian: sigur, demn de încredere; Russian: [[надёжный]], [[благонадёжный]], [[достоверный]], [[верный]]; Scottish Gaelic: earbsach; Spanish: [[fidedigno]], [[fiable]], [[de confianza]], [[confiable]], [[de fiar]]; Swedish: pålitlig, trovärdig; Tagalog: mapagkakatiwalaan, maaasahan; Telugu: విశ్వసనీయము, నమ్మదగిన; Thai: น่าไว้ใจ; Ukrainian: наді́йний, достові́рний | ||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 5 February 2023
English (LSJ)
ές, (σφάλλομαι, σφαλῆναι) A not liable to fall, immovable, steadfast, in Hom. only once as adjective (cf. infr. III), θεῶν ἕδος ἀ. αἰεί Od.6.42, cf. Hes.Th.128, Pi.N.6.3, Theoc.2.34, etc.; ἀσφαλῆ θεῶν νόμιμα S.Ant.454; unshaken, of purpose, ἀ. ὁ νοῦς Id.Fr.351. 2 of friends and the like, unfailing, trusty, οὐ γὰρ οἱ . . εὐρύνωτοι φῶτες ἀσφαλέστατοι Id.Aj.1251; ἀ. στρατηλάτης E.Ph.599, cf. Th.1.69: c. inf., φρονεῖν γὰρ οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς the hasty in counsel are not safe, S.OT617, cf. Pl.Sph.231a; σῴζειν τὰ κοινὰ πράγματ' ἀσφαλέσταται E.IT1062; of things, sure, certain, Th.4.108,etc. 3 assured from danger, safe, ἀ. αἰών Pi.P.3.86; ἀσφαλεῖ σὺν ἐξόδῳ S.OC1288; ἀ. ὄρος X.Lac.12.1; ὁδός ἀσφαλεστέρα Id.HG5.4.51; ἐν τῷ ἀσφαλεῖ = in safety, Th.1.137, 8.39, cf. Pl.Lg.892e; ἐν ἀσφαλεῖ τοῦ μὴ παθεῖν X.Cyr.3.3.31; τοῦ λαλεῖν Men.Sam.25; ἐν ἀσφαλεστέρῳ, ἐν ἀσφαλεστάτῳ, X.Cyr.7.1.21, An.1.8.22; ἐν ἀ. βίου E.Hipp.785; μένειν ἐν τῷ ἀ. X. An.4.7.8; ἐξ ἀσφαλοῦς = from a place of safety, Id.Eq.Mag.4.16; τοῦ ἀσφαλέος εἵνεκα Hdt.1.109; τὸ ἀσφαλές = ἀσφάλεια (safety), Th.6.55, etc.; μετὰ τοῦ αὑτῆς ἀσφαλοῦς = with no risk to herself, Plot.4.8.7; ἀσφαλές [ἐστι], c. inf., it is safe to... Hdt.3.75, E.Ph.891, Ar.Av.1489: abs., ἀλλ' οὐκ ἀσφαλές Pl.Phlb.61d, etc.; φεύγειν αὐτοῖς ἀσφαλέστερόν ἐστιν ἢ ἡμῖν X.An.3.2.19. 4 ἀσφαλὴς ῥήτωρ = a convincing speaker, Id.Mem.4.6.15. 5 in Lit. Crit., sound, not risky, of language or rhythm, Demetr.Eloc.19,41. Adv. ἀσφαλῶς, ἐρεῖ ib.78. II Subst. ἀσφαλές, τό, = ἀσφάλεια 6, BGU984.14 (iv A. D.), etc. III Ep. Adv. ἀσφαλέως, ἔχειν, μένειν, to be, remain firm, steady, Il.23.325, Od.17.235: neut. ἀσφαλές as adverb, Il. (v. infr.); δρακεῖσ' ἀσφαλές Pi.P.2.20; ἀ. ἀγορεύει without faltering, Od.8.171, Hes.Th.86; ἔμπεδον ἀσφαλέως Il.13.141, Od.13.86; ἔμπεδον ἀσφαλὲς αἰεί Il.15.683. Adv. ἀσφαλῶς (ἀσφαλέως) is used in all senses of the Adj., ἀσφαλέως βεβηκὼς ποσσί Archil.58.4; in safety, with certainty, S.OT613; ἀ. βουλεύειν And.3.34; ἀ. ἔχει Hdt.1.86: c. inf., Lys.27.6; ἀ. προσθεῖναι as a precaution, Alex.Aphr. in Mete.14.10: Comp. ἀσφαλέστερον Hdt.2.161, Pl.Phd.85d; but ἀσφαλεστέρως Hp.Prorrh.2.15, Th.4.71: Sup. ἀσφαλέστατα Hp.Prorrh. 2.23, Pl.R.467e.
Spanish (DGE)
(ἀσφᾰλής) -ές
I de cosas y abstr.
1 en sent. físico firme, inconmovible θεῶν ἕδος Od.6.42, cf. Hes.Th.117, 128, Pi.N.6.3, Plu.Per.39, ἀνδρῶν ... ἕρκος ... ἀσφαλές A.Pers.349, χρὴ τοῦ ὀστέου ἐνέδρην τῷ μοχλῷ ἀσφαλέα ποιήσασθαι hay que cortar el hueso y hacer en él un punto seguro para la palanca Hp.Fract.31, βάθρον πολίων ἀσφαλές de Corinto, Pi.O.13.6, πύργος ἀ. E.Med.390, βάσις Pl.Ti.55e, LXX Sap.4.3, ὄχημα X.An.3.2.19, ἀδάμαντα καὶ εἴ τί περ ἀσφαλὲς ἄλλο Theoc.2.34, ἀσφαλὲς οὖδας tierra firme Call.Del.306, ἀσφαλέεσι ... μετὰ ποσσὶν ὁδεύει Nic.Al.73, θεμέλιον 1Ep.Clem.33.3, ἄγκυρα Ep.Hebr.6.19, ὡς ἀσφαλεῖς ἐτίθει πηγὰς τῆς ὑπ' οὐρανόν LXX Pr.8.28
•neutr. como adv. sin fallar ἔμπεδον ἀσφαλὲς αἰεὶ θρῴσκων Il.15.683, cf. A.Supp.91
•fig. del destino seguro, sin tropiezos μοῖρα A.A.1588, αἶσα B.13.66
•de vínculos firme, seguro ἀσφαλὲς ὔμμιν ζεῦγμα Antag.3.4, δεσμὸς ... τῆς νεότητος ἀσφαλέστατος Plu.2.13f
•de propósitos, convencimientos, decisiones, etc. firme, inflexible βουλεύματα A.A.1347, νοῦς S.Fr.351, πεῖσμα Pl.Lg.893b, de leyes ἄγραπτα κἀσφαλῆ θεῶν νόμιμα S.Ant.454
•de un precio fijo, PIFAO 2.34.8 (II d.C.)
•del lenguaje firme, sin vacilación κατάλεξις Demetr.Eloc.19, del ritmo, Demetr.Eloc.41.
2 seguro, no sometido a riesgos de adquisiciones, posesiones, etc. κτήματα Democr.B 77, cf. 3, εἶναι ... ἐπιστήμην κατάληψιν ἀσφαλῆ Chrysipp.Stoic.3.26, ἕξις Isoc.8.90, βέβαιον μηδὲν νομίζειν μηδὲ ἀσφαλὲς εἶναι ὅ τι ἂν παρ' αὐτῆς (Τύχης) τις λάβῃ Ceb.31, τἄμ' ἐγίγνετ' ἀσφαλῆ E.Heracl.1004, de caminos o vías de escape δρόμοι S.El.741, ἔξοδος S.OC 1288, ἔκδυσις Hdt.3.146, κέλευθος E.Heracl.1048, ὁδός LXX To.5.17S, τρίβος LXX Sap.14.3, de lugares πόλις E.Rh.475, τὸ ... Χαλκιδικὸν τῇ Ἰάδι ξυγγενείᾳ ἀσφαλές el elemento calcídico está a salvo gracias al parentesco jonio Th.4.61, διὰ οἰκεομένης τε ἡ ὁδὸς ἅπασα καὶ ἀσφαλέος todo el camino es por territorio habitado y seguro Hdt.5.52, τῶν ἰδιωτῶν βίος ἀ. D.10.70, de naves o viajes ποῖα τῶν πλοίων ἀσφαλέστερα ...; Hierocl.Facet.206, σκόπει ... ὅπως ἀσφαλεστέραν ... ποιήσαιο τὴν ἐπάνοδον E.Ep.2.12, ξενία ἀ. estancia libre de riesgos, POxy.2721.28 (III d.C.)
•neutr. como adv. παρθένος ... δρακεῖσ' ἀσφαλές doncella que mira a salvo de todo riesgo Pi.P.2.20, ἵνα ... ἀσφαλέστερον ἄρχοι para reinar con mayor seguridad Hdt.2.161, διαπορευθῆναι Pl.Phd.85d, ἀσφαλέστερον ποιήσατε actuad con mayor prudencia Th.5.85, cf. A.Supp.147, Ar.Au.1489, PSarap.97.16 (II d.C.)
•en or. nominal c. suj. inf. οὐ ἀσφαλὲς λέγειν τὰ λεγόμενα Hdt.3.75, εἰπεῖν ... οὔτ' ἐμοὶ τόδ' ἀσφαλές E.Ph.891, cf. D.8.64, 65, οὐ ... ἀσφαλὲς ξενοκρατεῖσθαι Aen.Tact.12.4
•medic. ἀ. ... θεράπεια tratamiento carente de riesgos Mnesith.Ath.48.5
•de pacientes fuera de peligro Hp.Acut.(Sp.) 31, Coac.251
•neutr. como adv. ἀσφαλὲς διαχειρίζειν = practicar una operación fuera de todo riesgo Hp.Prog.23, cf. Prorrh.2.6
•en giros prep. ἐν τῷ ἀσφαλεῖ a salvo de peligros Th.1.137, 8.39, Pl.Lg.892e, Aen.Tact.16.12, I.BI 7.27, D.C.40.2.2, 52.19.3, ἐν ἀσφαλεστέρῳ ἔσεσθε ἔξω X.Cyr.7.1.21, ἐν ἀσφαλεστάτῳ X.An.1.8.22, ἐν ἀσφαλεῖ ποιῆσαι poner bajo custodia a un prisionero, PMasp.92.14 (VI d.C.)
•ἐν ἀσφαλεῖ c. gen. τὸ πολλὰ πράσσειν οὐκ ἐν ἀσφαλεῖ βίου el excesivo celo no resulta seguro para la vida E.Hipp.785, ἐν ἀσφαλεῖ ... τοῦ μηδὲν παθεῖν a salvo de sufrir X.Cyr.3.3.31, ἐν ἀσφαλεῖ ... τοῦ λαλεῖν Men.Sam.240, ἐξ ἀσφαλοῦς desde lugar seguro X.Eq.Mag.4.16, ἐς ἀσφαλές = para seguridad Thphr.CP 4.11.10
•subst. τὸ ἀσφαλές = seguridad op. al peligro τοῦ ἀσφαλοῦς ἀντιλαμβάνειν ponerse a salvo Th.3.22, τὸ τῶν πνευμάτων ἀσφαλές D.4.32, ἕως ... τὸ πλῆθος ... τἀσφαλοῦς ἁψάμενον τύχοι I.AI 5.19, gener. ὅπως αὐτὸς ἐν τῷ ἀσφαλεῖ καταστῇ εἶναι D.Chr.1.25, μετὰ τοῦ αὐτῆς ἀσφαλοῦς sin riesgo para ella Plot.4.8.7, τὸ ἀσφαλὲς καὶ ἀμέριμνόν σοι ὑπ' ἐμοῦ ὑπαρχθῆναι PCair.Isidor.94.15 (IV d.C.), τὸ ἀσφαλὲς τοῦ πράγματος περὶ οὗ κατέπλευσα PSarap.80.3 (II d.C.), λαβεῖν τὸ ἀσφαλὲς αὐτῶν vigilarlos, POxy.158.3 (VI/VII d.C.).
3 de palabras, opiniones, etc. cierto, seguro δόκησις E.Hel.121, τεκμήριον E.Rh.94, λέγειν ἵν' ἀσφαλές E.Fr.413.2, πρόνοια Th.4.108, τήρησις Th.7.86, ἀσφαλές τι γράψαι Act.Ap.25.26, βέβαιον ... καὶ ἀσφαλές de una suposición, S.E.M.8.374, γνῶσις 1Ep.Clem.1.2, Aristid.Quint.4.24, ἐπὶ Κύριον ἀ. de la sabiduría como un (camino) seguro hacia el Señor LXX Pr.3.18
•neutr. compar. como adv. ἵνα τὴν ... ἀξίωσιν ἀσφαλέστερον προειδῆτε para que veáis más claramente la petición Th.1.37
•subst. τὸ ἀσφαλές = la verdad γνῶναι τὸ ἀσφαλές Act.Ap.21.34, ἐπίγνωθι ... τὸ ἀσφαλὲς τί Πολεῖς διδοῖ τοῖς αὑτοῦ entérate de qué les paga de verdad Polis a sus obreros, PSarap.81.6 (II d.C.).
4 subst. τὸ ἀσφαλές = documento de garantía, recibo, BGU 984.14 (IV d.C.), ἱκανὸν ἀσφαλὲς αὐτοῦ λαμβάνειν PWisc.33.8, 22 (II d.C.).
II de pers.
1 en sent. físico sólido οὐ ... οἱ πλατεῖς οὐδ' εὐρύνωτοι φῶτες ἀσφαλέστατοι no son los más sólidos los hombres grandes y de anchas espaldas S.Ai.1251 (pero implicando tb. el sent. II 2)
•como epít. de Posidón que evita el terremoto pero c. igual implicación IG 42.555 (Epidauro); cf. ἀσφάλειος.
2 digno de confianza, seguro, que no falla μὴ ὕποπτος πρὸς ἅπαντας, ἀλλ' ... ἀσφαλής Democr.B 91, νέους ... οὐδὲν γυναικῶν ὄντας ἀσφαλεστέρους E.Hipp.968, φίλοι E.Fr.736, ἀ. ῥήτωρ orador convincente de Odiseo, X.Mem.4.6.15, καρδίαι ... ἀφρόνων οὐκ ἀσφαλεῖς LXX Pr.15.7, ἄνθρωπος ref. a un trabajador PAlex.Giss.38.7 (II d.C.), de un mensajero POxy.2726.23 (II d.C.), c. inf. φρονεῖν ... οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς S.OT 617, γυναῖκες ἔσμεν ... σῴζειν τὰ κοινὰ πράγματα ἀσφαλέσταται somos mujeres, las más dignas de confianza cuando se trata de salvar asuntos comunes E.IT 1062.
III adv. ἀσφαλῶς jón. ἀσφαλέως
1 fija, firmemente μένον Il.17.436, cf. Od.17.235, ἔχει Il.23.325, ἀσφαλῶς εβηκῶς ποσσί caminando bien firme sobre sus pies Archil.166, πόρπασον ἀ. clava firmemente A.Pr.61, ἵνα βαδίσῃ Ισραηλ ἀ. τῇ τοῦ Θεοῦ δόξῃ para que Israel camine sobre firme en la gloria de Dios LXX Ba.5.7
•sin vacilar ἀ. θέει Il.13.141, ἀ. ἀγορεύει Od.8.171, cf. Hes.Th.86, ἐνδόκοισιν ἐχθρῶν πλησίον κατασταθεὶς ἀ. deteniéndose sin vacilar junto a las emboscadas de los enemigos Archil.211.4.
2 en seguro, fuera de riesgos ἐκπλεῦσαι Th.6.24, ἡμῶν ... ἀ. προνοουμένων Th.1.84, βουλεύσασθαι And.3.34, ἀληθεύειν Numen.23.13, ἔχειν ἀ. D.3.2, ICr.3.4.2.12 (III a.C.), ἀ. ἅπασαν τὴν Ἀσίαν καρπωσόμεθα explotaremos sin riesgos toda Asia Isoc.4.166, εἰσῆλθον εἰς τὴν πόλιν ἀ. LXX Ge.34.25
•con cautela, prudentemente ἀ. θέσθαι Th.4.18, Plb.9.9.11.
3 de manera segura, de manera cierta ἐν χρόνῳ γνώσῃ τάδ' ἀ. S.OT 613, δηλῶσαι Aen.Tact.31.28, γράψασθαι ref. a Platón, Numen.24.62, μαθῆσαι SB 9832.16 (II d.C.), κρίνειν Gal.9.709, tb. compar. ἀσφαλεστέρως ... προλέγειν = predecir con mayor acierto Hp.Prorrh.2.15.
German (Pape)
[Seite 381] ές (σφάλλομαι), nicht wankend, feststehend; ὅθι φασὶ θεῶν ἕδος ἀσφαλὲς αἰεὶ ἔμμεναι Od. 6, 42; ὁ δ' ἔμπεδον ἀσφαλὲς αἰεὶ θρώσκων ἄλλοτ' ἐπ' ἄλλον ἀμείβεται Iliad. 15, 683; Pind. N. 6, 3; βάθρον πολίων Ol. 13, 6; ἕρκος Aesch. Pers. 341; βούλευμα Ag. 1320; μοῖρα 1570; ebenso Soph. u. Eur.; zuverlässig, Soph. Al. 1230; in Prosa, βάσις ἀσφαλεστέρα Plat. Tim. 55 e; ὄχημα Xen. An. 3, 2, 19; sicher, geschützt vor Gefahr, τῇ παρασκευῇ Thuc. 6, 23; ἐν ἀσφαλεῖ, in Sicherheit, Plat. Legg. X, 892 c; oft bei Xen. u. Folgdn; ἐν ἀσφαλεστέρῳ, -τάτῳ, An. 3, 2, 36. 1, 8, 22; ἐν τῷ ἀσφαλεῖ Thuc. 1, 137, an dem sichern Orte; Xen. An. 4, 7, 8; τοῦ μηδὲν παθεῖν Cyr. 2, 4, 13; ὡς μηδἐν παθεῖν 8, 7, 27; καὶ βέβαιος Dem. 19, 96; vorsichtig, Plat. Soph. 231 a; Thuc. 1, 69; τὸ ἀσφαλές, Sicherheit, Her. 1, 109 u. sonst; ἀσφ. ῥήτωρ, überzeugend, Xen. Mem. 4, 6, 15, s. Vor. – Adv. ἀσφαλέως, ἀσφαλῶς, fest, ohne zu wanken; οὐδέ μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστυφέλιξεν, ἀλλ' ἔμεν' ἀσφαλέως Od. 17, 235; ἀσφαλέως ἀγορεύει 8, 171; ἃς μένον ἀσφαλέως δίφρον ἔχοντες Iliad. 17, 436; ἔχει ἀσφαλέως 23, 325; ἀσφαλέως θέει ἔμπεδον 13, 141; μάλ' ἀσφαλέως θέεν ἔμπεδον Od. 13, 86; sicher, ungefährdet, ἀσφαλέστερον καὶ ἀκινδυνότερον διαπορευθῆναι Plat. Phaed. 85 d; ἀσφαλέστατα σωθήσονται Rep. V, 467 b; μὴ ἀσφαλῶς ἔχειν πρός τι Xen. Mem. 1, 3, 14; sicher, genau, ἀσφαλῶς γνώσει Soph. O. R. 613; ἀσφαλέστατα εἰδέναι Xen. Cyr. 6, 3, 18; vorsichtig, καὶ ἐμφρόνως πράττειν Plat. Rep. III, 396 c.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
I. qui ne glisse pas ou ne tombe pas, d'où
1 ferme, solide;
2 sûr, qui inspire confiance, sur qui l'on peut compter ; prudent, sage ; en parl. d'un orateur persuasif;
II. qui est en sûreté : ἀσφαλές (ἐστι) avec l'inf. c'est une sûreté de, il est prudent de ; φεύγειν αὐτοῖς ἀσφαλέστερον XÉN il est plus sûr pour eux de fuir ; ἐν ἀσφαλεῖ THC, ἐν τῷ ἀσφαλεῖ XÉN en sûreté ; τὸ ἀσφαλές = la sécurité ; neutre adv. ἀσφαλὲς αἰεί OD ou ἔμπεδον ἀσφαλὲς αἰεί IL solidement et sûrement pour toujours;
III. qui met en sûreté : τὸ ἀσφαλές = place de sûreté, place forte;
Cp. ἀσφαλέστερος, Sp. ἀσφαλέστατος;
NT: certain, vrai.
Étymologie: ἀ, σφάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἀσφᾰλής:
1 незыблемый, непоколебимый (ἕδος θεῶν Hom. и θεοῖς Hes.; βάθρον πολίων Pind.; θεῶν νόμιμα Soph.; ὄχημα Xen.; βάσις Plat.; κόσμος Plut.);
2 надежный, верный, стойкий (φῶτες Soph.);
3 осмотрительный, осторожный (στρατηλάτης Eur.): φρονεῖν οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς Soph. поспешные в решениях поступают опрометчиво;
4 защищенный от опасностей, безопасный (αἰών Pind.; ἔξοδος Soph.; ὅρος Xen.; χώρα Plut.);
5 основательный, убедительный (ῥήτωρ Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσφᾰλής: ες (σφάλλομαι, σφαλῆναι)· ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς πτῶσιν, ἑδραῖος, στερεός, ἀσάλευτος, παρ’ Ὁμ. μόνον ἅπαξ ὡς ἐπίθ. (πρβλ. κατωτέρ. ΙΙ), θεῶν ἕδος ἀσφαλὲς Ὀδ. Ζ. 42, πρβλ. Ἡσ. Θ. 128· ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ., Πινδ. καὶ παρὰ πᾶσι τοῖς λοιποῖς συγγρ. ἀσφαλῆ θεῶν νόμιμα Σοφ. Ἀντ. 454· ἀσφ. ὁ νοῦς ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 322, κτλ. 2) ἐπὶ φίλων κ.τ.τ., πιστός, βέβαιος, ἀσφαλὴς βοηθὸς ἐν ἀνάγκῃ, Λατ. tutus, cautus, οὐ γὰρ οἱ πλατεῖς οὐδ’ εὐρύνωτοι φῶτες ἀσφαλέστατοι Σοφ. Αἴ. 1251· ἀσφ. στρατηλάτης Εὐρ. Φοίν. 599, πρβλ. Θουκ. 1. 69, Πλάτ. Σοφ. 231Α· μετ’ ἀπαρ., φρονεῖν γὰρ οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς, οἱ ταχέως σκεπτόμενοι καὶ ἀποφασίζοντες δὲν εἶναι ἀσφαλεῖς, Σοφ. Ο. Τ. 617· σῴζειν.. ἀσφαλέσταται Εὐρ. Ι. Τ. 1062: ― οὕτως ἐπὶ πραγμάτων, βέβαιος, ἀναμφίβολος, Θουκ., κλ. 3) ἐξησφαλισμένος ἀπὸ κινδύνου, ἀκίνδυνος, ἀβλαβής, ἀσφαλής, Λατ. tutus, securus, ἀσφ. αἰὼν Πινδ. Π. 3. 153· ἀσφαλεῖ σὺν ἐξόδῳ Σοφ. Ο. Κ. 1288· ἀσφ. ὅρος Ξεν. Λακεδ. Πολιτ. 12, 1· ὁδὸς ὁ αὐτ. Ἑλλ. 5. 4, 51· ἐν ἀσφαλεῖ, ἐν ἀσφαλείᾳ, Θουκ. 1. 137., 8. 39, Ξεν.· ἐν ἀσφαλεῖ βίου Εὐρ.
Ἱππ. 785· οὕτω, μένειν ἐν τῷ ἀσφ. Ξεν. Ἀν. 7. 4, 8· ἐξ ἀσφαλοῦς, ἐξ ἀσφαλοῦς θέσεως, ὁ αὐτ. Ἱππαρχικ. 4, 16· τοῦ ἀσφαλέος εἵνεκεν Ἡρόδ. 1. 109· τὸ ἀσφαλές = ἡ ἀσφάλεια, Θουκ. 6. 55, κλ.· ἀσφαλές [ἐστι], μετ’ ἀπαρεμφ., εἶναι ἀσφαλὲς να..., Ἀριστοφ. Ὄρν. 1489, Εὐρ. Φοίν. 891, Πλάτ., κτλ· φεύγειν αὐτοῖς ἀσφαλέστερον Ξεν. Ἀν. 3. 2, 19. 4) ἀσφ. ῥήτωρ, πειστικός, ὁ αὐτ. Ἀπομν. 4. 6, 15· πρβλ. ἀσφάλεια 4. ΙΙ. Ἐπικ. ἐπίρρ., ἀσφαλέως ἔχειν ἢ μένειν, εἶμαι, διαμένω ἀσφαλής, ἑδραῖος, Ὅμ.· οὕτω καὶ τὸ οὐδ. ἀσφαλὲς τιθέμενον ὡς ἐπίρρ., ὁ αὐτ.· ἀσφ. ἀγορεύει, ἄνευ διακοπῆς, συνεχῶς, Ὀδ. Θ. 171 (ἔνθα ἴδε Nitzsch, πρβλ. μειλίχιος), Ἡσ. Θ. 86· ὁ Ὅμ. καὶ μετὰ συνδυασμοῦ ἄλλης λέξεως, ὁ δ’ ἀσφαλέως θέει ἔμπεδον, ἀνεμποδίστως, ἀπαραμειώτως, σταθερῶς, διαρκῶς, «τὸ ἀσφαλέως καὶ τὸ ἔμπεδον τὴν αὐτὴν μὲν δηλοῖ ἔννοιαν. ἔστι δὲ ἔμπεδον μὲν τὸ περὶ τὴν γῆν, ἀσφαλὲς δὲ ὅ μὴ σφάλλεται κλονούμενον ἤ ἐμποδιζόμενον» (Εὐστ.), Ἰλ. Ν. 141, Ὀδ. Ν. 86· καὶ μετὰ πλειοτέρας ἐπιτάσεως, ἔμπεδον ἀσφαλὲς ἀεὶ Ἰλ. Ο. 683. ― Τὸ Ἀττ. ἐπίρρ. ἀσφαλῶς εἶναι ἐν χρήσει μετὰ πασῶν τῶν σημασιῶν τοῦ ἐπιθ., ἐν ἀσφαλείᾳ, μετὰ βεβαιότητος, Σοφ. Ο. Τ. 613· ἀσφ. βουλεύειν Ἀνδοκ. 28. 1· ἀσφ. ἔχει Ἡρόδ. 1. 86· μετ’ ἀπαρ., Λυσ. 178. 15: ― Συγκρ. -έστερον Ἡρόδ. 2. 161, Πλάτ. Φαίδων 85D· ἀλλ’ -εστέρως Ἱππ. Προρρητ. 100, Θουκ. 4. 71. ― Ὑπερθ. -έστατα Ἱππ. Προρρητ. 105, Πλάτ. Πολ. 467Ε.
English (Autenrieth)
(σφάλλω): only neut. as adv. (= ἀσφαλέως), ἀσφαλὲς αἰεί, ‘forever without end,’ Od. 6.42.
English (Slater)
ἀσφᾰλής secure κασιγνήτα τε βάθρον πολίων ἀσφαλὲς Δίκα (Er. Schmid: ἀσφαλής codd.) (O. 13.6) πολεμίων καμάτων ἐξ ἀμαχάνων διὰ τεὰν δύναμιν δρακεῖσ' ἀσφαλές (P. 2.20) αἰὼν δ' ἀσφαλὴς (P. 3.86) ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός (N. 6.3)
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and sphallo (to "fail"); secure (literally or figuratively): certain(-ty), safe, sure.
English (Thayer)
ἀσφαλές (σφάλλω to make to totter or fall, to cheat (cf. Latin fallo, German fallen, etc., English fall, fail), σφάλλομαι to fall, to reel) (from Homer down);
a. firm (that can be relied on, confided in): ἄγκυρα, Tr have received as the form of accusative singular ἀσφαλην (Tdf.7ἀσφαλην; cf. Tdf. at the passage; Delitzsch, commentary at the passage) see ἄρσην). Tropically, certain, true: τό ἀσφαλές, suited to confirm: τίνι, Josephus, Antiquities 3,2, 1).
Greek Monolingual
(-ούς), -ές (AM ἀσφαλής, -ές)
Ι. 1. αυτός που δεν κινδυνεύει να πέσει, ο στερεός
2. εκείνος που παρέχει ασφάλεια, σιγουριά
3. (για λόγους ή καταστάσεις) αναμφισβήτητος, ακριβής
4. φρ. «εκ του ασφαλούς», «εξ ασφαλούς» — από ασφαλή, σίγουρη θέση, χωρίς να διακινδυνεύσει κανείς
αρχ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀσφαλές
η ασφάλεια, η βεβαιότητα, η ορθότητα
αρχ.
1. έμπιστος, πιστός
2. (για ρήτορα) πειστικός
3. φρ. α) «έν τῷ ἀσφαλεῖ» — με ασφάλεια, με βεβαιότητα
β) «ἀσφαλές ἀγορεύω» — χωρίς δισταγμούς, άνετα
γ) «ἀσφαλές (ἐστι) ποιεῖν τι» — είναι ακίνδυνο να κάνει κάποιος κάτι
II. επίρρ. ασφαλώς (AM ἀσφαλῶς)
με ασφάλεια, χωρίς κίνδυνο
νεοελλ.
βεβαίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σφαλής < σφάλλω. Το ουδ. σφάλος, στο οποίο θα μπορούσε να αναχθεί η λ., είναι αμφίβολο].
Greek Monotonic
ἀσφᾰλής: -ές (σφάλλομαι)·
I. 1. αυτός που δεν υπόκειται σε πτώση, αμετακίνητος, ακλόνητος, σταθερός, θεῶν ἕδος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
2. λέγεται για φίλους και άλλα παρόμοια, πιστός, έμπιστος, σε Σοφ. κ.λπ.· με απαρ., φρονεῖν γὰρ οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς, οι γρήγοροι στις σκέψεις και στις αποφάσεις δεν είναι ασφαλείς, στον ίδ.· παρομοίως, λέγεται για πράγματα, βέβαιος, αναμφίβολος, σε Θουκ. κ.λπ.
3. εξασφαλισμένος από τον κίνδυνο, ακίνδυνος, ασφαλής, αβλαβής, σε Σοφ. κ.λπ.· ἐν ἀσφαλεῖ, σε ασφάλεια, σε Θουκ.· τὸ ἀσφαλές = ἀσφάλεια, στον ίδ.· ἀσφαλές (ἐστι), με απαρ., είναι ασφαλές να..., σε Αριστοφ.
4. ἀσφαλὴς ῥήτωρ, ο πειστικός ομιλητής, στον ίδ.
II. Επικ. επίρρ., ἀσφαλέως ἔχειν ή μένειν, είμαι ή παραμένω ασφαλής, σταθερός, αμετακίνητος, σε Όμηρ.· ομοίως, ουδ. ἀσφαλές ως επίρρ., στον ίδ.· ἀσφαλέως ἀγορεύει, χωρίς διακοπές, συνεχώς, σε Ομήρ. Οδ.· ἔμπεδον ἀσφαλέως, ανεμπόδιστα, σταθερά, σε Όμηρ.· με περισσότερη επίταση, ἔμπεδον ἀσφαλὲς ἀεί, σε Ομήρ. Ιλ.
III. Αττ., επίρρ. ἀσφαλῶς, με όλες τις σημασίες του επιθ., με ασφάλεια, με τη βεβαιότητα, σε Σοφ.· συγκρ. -έστερον, σε Ηρόδ., Πλάτ.· υπερθ. -έστατα, στον ίδ.
Middle Liddell
[σφάλλομαι]
I. not liable to fall, immoveable, steadfast, firm, θεῶν ἕδος Od., etc.
2. of friends and the like, unfailing, trusty, Soph., etc.: c. inf., φρονεῖν γὰρ οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς the hasty in council are not safe, Soph.: so of things, sure, certain, Thuc., etc.
3. assured from danger, safe, secure, Soph., etc.; ἐν ἀσφαλεῖ in safety, Thuc.; τὸ ἀσφαλές = ἀσφάλεια, Thuc.; ἀσφαλές [ἐστι], c. inf., it is safe to . ., Ar.
4. ἀσφ. ῥήτωρ a convincing speaker, Ar.
II. epic adv. ἀσφαλέως ἔχειν or μένειν to be, remain fast, firm, steady, Hom.; so neut. ἀσφαλές as adv., Hom.; ἀσφ. ἀγορεύει without faltering, Od.; ἔμπεδον ἀσφαλέως without fail for ever, Hom.; still further strengthened, ἔμπεδον ἀσφαλὲς ἀεί Il.
III. attic adv. ἀσφαλῶς in all senses of the adj., in safety, with certainty, Soph.:—comp. -έστερον, Hdt., Plat.; Sup. -έστατα, Plat.
Chinese
原文音譯:¢sfal»j 阿-士法累士
詞類次數:形容詞(5)
原文字根:不-動搖
字義溯源:穩妥的,確實的,妥當的,堅固的,安全的,一定的,實情;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(σφάζω)X*=失敗,失足)組成
出現次數:總共(5);徒(3);腓(1);來(1)
譯字彙編:
1) 實情(2) 徒21:34; 徒22:30;
2) 堅固(1) 來6:19;
3) 確實的(1) 徒25:26;
4) 妥當(1) 腓3:1
English (Woodhouse)
firm, fixed, safe, secure, sure, trustworthy, unharmed, firmly fixed, to be relied on
Mantoulidis Etymological
(=ἀσάλευτος, ἀκίνδυνος, ἐξασφαλισμένος). Ἀπό το α στερητ. + σφαλῆναι τοῦ σφάλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
trustworthy
Arabic: ثِقَةٌ; Egyptian Arabic: امين; Armenian: վստահելի, հուսալի; Bashkir: ышаныслы, яуаплы; Belarusian: надзейны, дакладны; Bulgarian: заслужаващ доверие; Catalan: fidedigne, fiable; Chinese Mandarin: 可信, 可靠; Czech: důvěryhodný; Danish: troværdig; Dutch: betrouwbaar; Esperanto: fidinda; Finnish: luotettava, luottamuksen arvoinen; French: de confiance, digne de confiance, digne de foi, fiable; Galician: fidedigno, fiucego, confiábel; Georgian: სანდო, სანდომიანი, საიმედო, ნდობის ღირსი; German: vertrauenswürdig, glaubwürdig; Greek: ἀξιόπιστος, ἀξιόχρεος, ἀξιόχρεως, ἔμπιστος, ἐχέγγυος, ἠθαῖος, ἠθεῖος, πιστικός, πίστιος, πιστός, σαφής, φερέγγυος; Hungarian: megbízható; Irish: barántúil; Italian: affidabile, attendibile, credibile, fidato; Japanese: 頼もしい, 信頼できる, 着実; Khmer: គួរឱ្យទុកចិត្ត; Latin: fidus; Manx: barrantagh; Maori: horopū; Ngazidja Comorian: -aminifu; Norwegian: pålitelig, til å stole på; Bokmål: troverdig; Nynorsk: truverdig, påliteleg; Portuguese: confiável; Romanian: sigur, demn de încredere; Russian: надёжный, благонадёжный, достоверный, верный; Scottish Gaelic: earbsach; Spanish: fidedigno, fiable, de confianza, confiable, de fiar; Swedish: pålitlig, trovärdig; Tagalog: mapagkakatiwalaan, maaasahan; Telugu: విశ్వసనీయము, నమ్మదగిన; Thai: น่าไว้ใจ; Ukrainian: наді́йний, достові́рний