ζυγός: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
m (LSJ1 replacement)
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 39: Line 39:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=Παράγωγο τοῦ [[ζεύγνυμι]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
|mantxt=Παράγωγο τοῦ [[ζεύγνυμι]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[ordo]]'', [[order]], [[rank]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.68.3/ 5.68.3].
}}
}}

Latest revision as of 13:38, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῠγός Medium diacritics: ζυγός Low diacritics: ζυγός Capitals: ΖΥΓΟΣ
Transliteration A: zygós Transliteration B: zygos Transliteration C: zygos Beta Code: zugo/s

English (LSJ)

ὁ, v. sub ζυγόν.

German (Pape)

[Seite 1141] ὁ, 1) gew. im sing., = ζυγόν, sowohl in der Bdtg Joch (H. h. Cer. 217, sonst ist bei Hom. das genus nicht zu unterscheiden), ἄγειν ὑπὸ τὸν ζυγόν τινα, unterjochen, Pol. 4, 82, als in der Bed. Ruderbank; auch οἱ ζυγοί, Schol. Thuc. 1, 29; auch für Steg auf der Phorminx. – 2) eine Rotte, Reihe bei den Soldaten, Suid. τὸ ἐκ παρεστηκότων ἀλλήλοις πλῆθος; so Pol. 18, 12, 5 τὰς τοῦ πέμπτου ζυγοῦ σαρίσσας; vgl. ζυγέω; im plur. τὰ ζυγά. Auch im Chor des Drama, τραγικοῦ μὲν χοροῦ πέντε ζυγὰ ἐκ τριῶν Poll. 4, 108. – 3) der Wagebalken an der Wagschale, der die beiden Schalen verbindet, u. übh. Wage, bei Aesch. Suppl. 802, σὸν δ' ἐπίπαν ζυγὸν ταλάντου, im sing. neutr.; sonst ὁ ζυγός, wie Plat. αἴρων τὸν ζυγόν Tim. 63 b; στήσας ἐν τῷ ζυγῷ. Prot. 356 b; im plur. τὰ ζυγά, wie Dem. οὐ ζυγὰ καὶ σταθμὰ ἔχων, 25, 46; Plut. Camill. 29. – Auch das Sternbild der Wage, αἱ χηλαὶ τοῦ ἐν οὐρανῷ σκορπίου Suid. – Nach Eust. auch = Thürriegel, μοχλός (vgl. ἐπιζυγόω). – Die alten Grammatiker stimmen darin überein, daß sie bemerken ζυγὸς ἀρσενικῶς ἐπὶ τῶν βοῶν, sonst aber sind ihre Angaben über das genus bei den verschiedenen Bdtgn verschieden.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. ζυγόν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζυγός -οῦ, ὁ zie ζυγόν.

Russian (Dvoretsky)

ζῠγός:
1 ярмо (ἐπὶ ζ. αὐχένι κεῖται HH);
2 перен. иго, бремя (τὸν ζυγὸν οὐ φέρειν Plut.; ὁ ζ. μου χρηστός NT);
3 (лат. jugum) иго: ἄγειν ὑπὸ τὸν ζυγόν Polyb. прогнать (побежденных) под игом;
4 поперечный брус или рычаг Arst.;
5 весы Plat., Arst., Sext., NT;
6 состояние равновесия: μὴ ζυγὸν ὑπερβαίνειν Pythagoras ap. Arst. et Plut. не нарушать равновесия, т. е. соблюдать меру - см. тж. ζυγόν.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγός: ὁ, ἴδε ἐν λ. ζυγόν.

English (Strong)

from the root of zeugnumi (to join, especially by a "yoke"); a coupling, i.e. (figuratively) servitude (a law or obligation); also (literally) the beam of the balance (as connecting the scales): pair of balances, yoke.

English (Thayer)

ζυγοῦ, ὁ, for which in Greek writings before Polybius τό ζυγόν was more common (from ζεύγνυμι);
1. a yoke;
a. properly, such as is put on draught-cattle.
b. metaphorically, used of any burden or bondage: as that of slavery, δουλείας, Sophocles Aj. 944; δουλοσυνης, Demosthenes 322,12); of troublesome laws imposed on one, especially of the Mosaic law, Clement of Rome, 1 Corinthians 16,17 [ET] Christians are called οἱ ὑπό τόν ζυγόν τῆς χάριτος ἐλθόντες (cf. Harnack at the passage)).
2. a balance, pair of scales: Plato, rep. 8,550e.; Aelian v. h. 10,6; others).

Greek Monolingual

(I)
ο (AM ζυγός)
1. καθετί που ενώνει δύο σώματα
2. το εξάρτημα που προσαρμόζεται εγκάρσια στον ρυμό του αρότρου ή της άμαξας και χρησιμεύει στη ζεύξη τών υποζυγίων
3. το στέλεχος της ζυγαριάς, απ' όπου είναι αναρτημένες οι δύο πλάστιγγες
4. η ζυγαριά, η πλάστιγγα
5. σειρά στρατιωτών ή μαθητών, αθλητών κ.ά. γυμναζομένων που βρίσκονται κατά μέτωπον ο ένας δίπλα στον άλλο και στην ίδια ευθεία γραμμή («εφ' ενός ζυγού»)
6. μτφ. δουλεία, σκλαβιά, υποταγή, έλλειψη ανεξαρτησίας («του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει»)
νεοελλ.-μσν.
1. κορυφογραμμή, κορυφή βουνού, κορφοβούνι
2. συνεκδ. βουνό
3. (ως κύριο όνομα) ο Ζυγός
α) ονομασία του έβδομου αστερισμού του ζωδιακού κύκλου
β) ονομασία βουνών ή βουνοκορφών
μσν.
(για ζώα) ένωση, ζευγάρωμα
μσν.-αρχ.
(στους Βυζαντ.) φόρος που επιβαλλόταν κατ' αναλογία του αριθμού τών αροτριώντων ζευγών, ζυγοκέφαλο
αρχ.
1. (στους Ρωμαίους) ζεύγμα από τρία ακόντια, τα δύο μπηγμένα στη γη κάθετα και το τρίτο δεμένο στα άνω άκρα τών δύο πρώτων, κάτω από το οποίο ανάγκαζαν τους ηττημένους να διέρχονται σκύβοντας σε δήλωση υποταγής
2. το οριζόντιο ξύλο του υφαντικού ιστού (αργαλειού) στο οποίο προσηλώνεται το στημόνι, κν. αντί
3. το δέσιμο, ο δεσμός του σανδάλου από το ένα μέρος στο άλλο
4. ο μοχλός της θύρας
5. φρ. α) «ζυγός καρχασίου» — η κεραία στην κορυφή του ιστού
β) παροιμ. «τὸν αὐτὸν ἕλκειν ζυγόν» — για αυτούς που ζουν τις ίδιες δύσκολες καταστάσεις («βράζουν στο ίδιο τσουκάλι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ζυγός ή ζυγόν < ΙΕ yugom (με τη μηδενισμένη βαθμίδα ζυγ- της ρίζας ζευγ- του ζεύγνυμι) συνδέεται με χεττ. iugan, αρχ. ινδ. yugam, λατ. jugum, γοτθ. juk κ.ά. Παράλληλα, μαρτυρείται ως β' συνθετικό το ρηματικό όνομα -ζυξ (πρβλ. άζυξ, ομόζυξ, σύζυξ), το οποίο απαντά και στα λατ. con-iux «σύζυγος», αρχ. ινδ. a-yuj- «περιττός (για αριθμούς)», sa-yuj- «σύντροφος» κ.ά.
ΠΑΡ. ζύγαινα, ζυγηδόν, ζυγία, ζυγίς, ζυγώ, -έω
αρχ.
ζυγάδην, ζύγαστρον, ζυγικός, ζύγιμος, ζύγιος, ζυγίσκον, ζυγίτης, ζυγώ, -όω
αρχ.-μσν.
ζύγιον
μσν.- νεοελλ.
ζυγίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ζυγόδεσμον, ζυγοστάσιον, ζυγοστάτης, ζυγοφόρος
αρχ.
ζυγοδέτης, ζυγοειδής, ζυγοκέφαλον, ζυγοκλεπτώ, ζυγοκρούστης, ζυγοποιός, ζυγόσταθμος, ζυγόταυρον, ζυγουλκός
αρχ.-μσν.
ζυγομαχία
μσν.
ζυγοπλάστης, ζυγοτάλαντα
μσν.- νεοελλ.
ζυγοστασία
νεοελλ.
ζυγοβάτης, ζυγοβράγχια, ζυγοδάκτυλος, ζυγοδόκη, ζυγόθυρο, ζυγολόγιο, ζυγολούρι, ζυγόμορφος, ζυγομύκητες, ζυγοταξία, ζυγότρυπα, ζυγόφυλλο. (Β' συνθετικό) άζυγος, αντίζυγος, απόζυγος, ασύζυγος, εκατόζυγος, εκατόζυγος, ενόζυγος, ενσύζυγος, επίζυγος, ετερόζυγος, ισόζυγος, νεόζυγος, ομόζυγος, πολύζυγος, σύζυγος, τετράζυγος, τριακοντάζυγος, τρίζυγος, υπόζυγος, υψίζυγος, φερύζυγος, χρυσόζυγος.
(II)
-ή, -ό
1. διπλός, αυτός που αποτελείται από δύο ομοειδή μέρη
2. (για αριθ.) άρτιος, αυτός που διαιρείται ακριβώς διά του δύο (χωρίς δηλ. να αφήνει υπόλοιπο)
3. φρ. α) «ζυγά ζυγά» — ανά δύο, κατά ζεύγη, ζευγαρωτά
β) «μονά ζυγά»
i. είδος παιδικού παιχνιδιού
ii. σύστημα εκ περιτροπής κυκλοφορίας τών αυτοκινήτων με βάση το τελευταίο ψηφίο του αριθμού τους, που εφαρμόζεται για περιορισμό και αποσυμφόρηση της μεγάλης κυκλοφορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ουσ. ζυγός. Η επιθετ. σημ. της λέξεως ήδη μτγν.].

Chinese

原文音譯:zugÒj 緒哥士
詞類次數:名詞(6)
原文字根:軛 相當於: (מֹאזְנַיִם‎) (עֹל‎)
字義溯源:聯接,軛,平衡,天平;源自(ζεστός)X*=聯合)。除了( 啓6:5)說到天平以外,其他五次都是說到軛,指律法之下的重軛,和作奴隸的重軛
同源字:1) (ἑτεροζυγέω)不同的負軛 2) (ζεῦγος)一對 3) (ζυγός)聯接,軛 4) (ζεύγνυμι / συζεύγνυμι)共同負軛 5) (σύζυγος)同負軛 6) (ὑποζύγιον)負軛的牲畜
出現次數:總共(6);太(2);徒(1);加(1);提前(1);啓(1)
譯字彙編
1) 軛(5) 太11:29; 太11:30; 徒15:10; 加5:1; 提前6:1;
2) 天平(1) 啓6:5

Mantoulidis Etymological

Παράγωγο τοῦ ζεύγνυμι, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

ordo, order, rank, 5.68.3.