δάκτυλος

From LSJ
Revision as of 00:00, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάκτῠλος Medium diacritics: δάκτυλος Low diacritics: δάκτυλος Capitals: ΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: dáktylos Transliteration B: daktylos Transliteration C: daktylos Beta Code: da/ktulos

English (LSJ)

ὁ, poet. pl.

   A δάκτυλα Theoc.19.3, AP9.365 (Jul. Imp.), also Arist.Phgn.810a22: -finger, ἐπὶ δακτύλων συμβάλλεσθαι τοὺς μῆνας to reckon on the fingers, Hdt.6.63; ὁ μέγας δ. the thumb, Id.3.8, Diog.Apoll.6; ὁ μέσος Arist.PA687b18; οἱλιχανοί Hp.Art.37; ὁ ἔσχατος Id.PA687b17: prov., ἄκρῳ δ. γεύεσθαι Procop.Gaz.Ep. 31; οὐκ ἄξια ψόφου δακτύλων Clearch.5.    2 οἱ δ. τῶν ποδῶν the toes, X.An.4.5.12; and, without ποδός, Batr.45, Ar.Eq.874, Arist. HA494a12; τὸ τῶν δ. μέγεθος ἐναντίως ἔχει ἐπί τε τῶν ποδῶν καὶ τῶν χειρῶν Id.PA690a30; ὁ μέσος δ. of a monkey, Id.HA502b3; ὁ μείζων δ. the great toe, Plu.Pyrrh.3. b. of the toes of beasts, Arist.HA498a34; of birds, Id.PA695a22.    II a measure of length, finger's breadth, = about 7/10 of an inch, Hdt.1.60, al.; πώνωμεν, δάκτυλος ἀμέρα Alc.41; δάκτυλος ἀώς AP12.50 (Asclep.): Astron., digit, i.e. twelfth part of the sun's or moon's apparent diameter, Cleom.2.3.    III metrical foot, dactyl, -, Pl.R.400b; ῥυθμὸς κατὰ δάκτυλον Ar.Nu.651; δ. κατ' ἵαμβον, diiambus, Aristid. Quint.1.17.    2 δάκτυλοι, οἱ, a dance, Ath.14.629d.    IV date, fruit of the φοῖνιξ, Arist.Mete.342a10, Artem.5.89.    2 kind of grape, Plin.HN14.15, Colum.3.2.1.    3 = ἄγρωστις, Plin.HN24.182.    V Δάκτυλοι Ἰδαῖοι mythical wizards and craftsmen in Crete (or Phrygia, D.S.17.7), attached to the cult of Rhea Cybele, Hes.Fr. 176, Pherecyd.47 J., S.Fr.364, Str.8.3.30, D.S.5.64, IG12(9).259.22 (Eretria).    2 δ. Ἰδαῖοι, = γλυκυσίδη, Dsc.3.140.    b fossil found in Crete, Plin.HN37.170.    VI δ. θεοῦ the hand of God, LXX Ex.8.19, cf. Ev.Luc.11.20. (Orig. Δάτκυλος, cf. Boeot. δακκύλιος Schwyzer 462B51; δατ- = d[ngnull]t, cf. Skt. a-datkas 'toothless'.)

German (Pape)

[Seite 520] ὁ, 1) der Finger, Her. 6, 63 u. Folgde; μέγας, der Daumen, Ael. V. H. 2, 9, sonst ἀντίχειρ; sonst werden noch genannt: ὁ σμικρότατος καὶ ὁ δεύτερος καὶ ὁ μέσος, Plat. Rep. VII, 523 d; vgl. λιχανός, σφάκελος, μύωψ. – 2) ποδός, Fußzehe, Xen. An. 4, 5, 12; Eur. I. T. 255; Ar. Equ. 881 u. sonst. – 3) das kleinste griech. Längenmaaß, zwei Finger breit; übertr., von einer kurzen Zeit, Alcaeus bei Ath. X, 430 d; δάκτυλος ἀώς Asclepiad. 9 (XII, 50). – 4) die Dattel, Arist. Meteor. 1, 4, 10; Artemid. 5, 89. – 5) der Versfuß, Ar. Nub. 651; u. das Versmaaß, Plat. Rep. III, 400 b. – 6) δάκτυλοι 'Ιδαῖοι, Priester der Cybele. Vgl. Lob. Aglaoph. 2 p. 1166 st.

Greek (Liddell-Scott)

δάκτῠλος: ὁ, ποιητ. πληθ. δάκτυλα, Θεόκρ. 19. 3, Ἀνθ. Π. 9. 365, ὡσαύτως Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 2· ― ὡς παρ’ ἡμῖν, Λατ. digitus, ἐπὶ δακτύλων συμβάλλεσθαι, λογαριάζειν ἐπὶ τῶν δακτύλων, Ἡρόδ. 6. 63, πρβλ. χείρ· ὁ μέγας δ., ὁ ἀντίχειρ, ὁ αὐτ. 3. 8· ὁ μέσος Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 8, 6· ὁ ἔσχατος ὁ αὐτ. Αἰτ. Φ. 4. 10, 27. 2) οἱ δ. τῶν ποδῶν Ξεν. Ἀν. 4. 5, 12· καὶ ἄνευ τοῦ ποδός, ὡς τὸ Λατ. digitus, Ἀριστοφ. Ἱππ. 874, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 15· τὸ τῶν δ. μέγεθος ἐναντίως ἔχει ἐπί τε τῶν ποδῶν καὶ τῶν χειρῶν ὁ αὐτ. Ζῴ. Μ. 4. 10, 64· πρβλ. δακτυλίδιον ΙΙ. β) ἐπὶ τῶν δακτύλων τῶν ζῴων, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 5, κ. ἀλλ.· τῶν πτηνῶν, ὁ αὐτ. Ζῴ. Μ. 4. 12, 34, κ. ἀλλ. ΙΙ. τὸ ἐλάχιστον τῶν Ἑλλην. μέτρων μήκους = περίπου 0,018 τοῦ γαλλικοῦ μέτρου, Ἡρόδ. 1. 60, κ. ἀλλ.· πίνωμεν· δάκτυλος ἁμέρα Ἀλκαῖ. 31· δάκτυλος ἀὼς Ἀνθ. Π. 12. 50· οὕτως οἱ νεώτεροι Ἕλληνες ναῦται μετροῦσι τὴν ἀπόστασιν τοῦ ἡλίου ἀπὸ τοῦ ὁρίζοντος διὰ δακτύλων, Newton’s Halicarn.· πρβλ. δακτυλιαῖος. ΙΙΙ. φοίνιξ, «χουρμᾶς», καρπὸς τοῦ δένδρου φοίνικος, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 4, 10, Ἀρτεμίδ. 5. 89. IV. μετρικὸς πούς, ὁ δάκτυλος, -υυ, Πλάτ. Πολιτ. 400Β· πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 651. V. Δάκτυλοι Ἰδαῖοι, μυθικὰ πρόσωπα ἐν Κρήτῃ, ἱερεῖς τῆς Κυβέλης, ὅθεν πιθανῶς οἱ αὐτοὶ καὶ οἱ Κορύβαντες, Στράβ. 355· Διόδ. 5. 64· πρβλ. Λοβ. Ἀγλαοφ. 1166, κἑξ. (Πρὸς τὸ δάκτυλος πρβλ. Λατ. digi-tus, Γοτθ. taih-o, Παλαιο-Σκανδ. καὶ Ἀγγλο-Σαξ. t â (ἀγγλ. toe = τοῦ ποδὸς δάκτυλος), Παλαιο-Γερμ. zeh-ã (Γερμ. zehe). Ὁ Κούρτ, ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ ῥίζα εἶναι ΔΕΚ (δέχομαι), συγκρίνων τὸ finger ἐκ τοῦ fangen· πρβλ., ὡσαύτως δεξιός· νομίζει δὲ ὅτι τὸ δέκα, ὡς ὁ ἀριθμὸς τῶν δακτύλων, δυνατὸν νὰ εἶναι συγγενές).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. doigt :
1 doigt de la main ; ὁ μέγας δάκτυλος le gros doigt, càd le pouce (d’ord. ἀντίχειρ);
2 doigt du pied;
3 doigt, terme de comparaison pour mesurer, mesure d’environ 2 centimètres, la plus petite mesure de longueur chez les Grecs;
II. t. de pros. dactyle [‒◡◡] ; vers dactylique.
Étymologie: R. Δεκ ou Δεχ, v. δέκομαι et δέχομαι.

English (Strong)

probably from δέκα; a finger: finger.

English (Thayer)

δακτύλου, ὁ (from Batrach. 45 and Herodotus down), a finger: ἐν δακτύλῳ Θεοῦ, by the power of God, divine efficiency by which something is made visible to men, ἐν πνεύματι Θεοῦ); Psalm 8:4).

Greek Monolingual

ο και δάκτυλο και δάχτυλο, το (AM δάκτυλος, ο
Μ και δάκτυλον, το)
Ι. 1. βιολ. κάθε ένα από τα τμήματα του σώματος που περιβάλλουν τις φάλαγγες και αποτελούν εξαρτήματα τών πρόσθιων ή οπίσθιων άκρων
2. (μετρ.) ο δάκτυλος
μετρική μονάδα από μία μακρά και δύο βραχείες συλλαβές (-υυ)
3. μονάδα μήκους
νεοελλ.
το εκατοστόμετρο
II. αρχ. 0,018 του γαλλικού μέτρου
III. 1. το χέρι («πλακιά λιθαρένια γραμμένα με δάχτυλο του Θεού»
«δακτύλῳ Θεοῡ ἐγγέγραπται ὁ Λόγος»)
2. η δύναμη του Θεού, η θεϊκή επέμβασηείναι δάχτυλο Θεού», «δάκτυλος Θεοῡ ἐστι τοῡτο», «ἐν δακτύλῳ Θεού»)
3. φρ. α) «το μεγάλο δάχτυλο», «ὁ μέγας δάκτυλος» — ο αντίχειρας
β) «μετράει με τα δάχτυλα», «ἐπί δακτύλων συμβάλλεται» — μετρά, υπολογίζει χρησιμοποιώντας τα δάχτυλα του
γ) «ο ήλιος βγήκε τρία δάχτυλα», «δάκτυλος ἀώς» — για τη μέτρηση της απόστασης του ήλιου από τον ορίζοντα με δάχτυλα
νεοελλ.
1. μικρό ύψος, πάχος ή πλάτος («ένα δάχτυλο κρασί»)
2. είδος μαλακόστρακων με επιμήκη κόγχη
3. φοίνικας, χουρμαδιά
4. φρ. α) «ξένος δάκτυλος» — κρυφή ενέργεια και υποκίνηση από ξένη δύναμη
β) «θέτω τον δάκτυλον επί τον τύπον τών ήλων» — προσπαθώ να βεβαιωθώ για κάτι σχηματίζοντας προσωπική αντίληψη
γ) «τον δείχνουν με το δάχτυλο» — είναι δακτυλοδεικτούμενος για τον καλό ή κακό του χαρακτήρα ή άλλους λόγους
δ) «κρύβεται πίσω απ' το δάχτυλο του» — προσπαθεί μάταια να αποκρύψει εσφαλμένες του ενέργειες
ε) «παίζω κάτι στα δάχτυλα» — γνωρίζω, κατέχω κάτι πολύ καλά
στ) «μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού ή της μιας χειρός» — είναι ελάχιστοι
ζ) «τον καταφέρνω ή τον μπορώ με το μικρό μου δάχτυλο» — τον επηρεάζω πάρα πολύ εύκολα
5. παροιμ. α) «όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίσια» — δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι την ίδια αξία
β) «όποιο δάχτυλο κι αν κόψεις πονά» — οι γονείς αγαπάνε εξίσου όλα τους τα παιδιά
γ) «τα δαχτυλίδια κι αν πέσανε, τα δάχτυλα μείνανε» — για πλούσιους που έχασαν την περιουσία τους αλλά όχι την αξιοπρέπεια και την αρχοντιά τους
αρχ.
Ι. 1. το 1 / 12 της φαινομένης διαμέτρου του Ήλιου ή της Σελήνης
2. ο καρπός του φοίνικα, ο χουρμάς
3. είδος σταφυλιού
4. ονομασία του φυτού άγρωστις
II. πληθ.
1. δάκτυλοι, οι
είδος χορού με απλές κινήσεις
2. «Δάκτυλοι Ἰδαῑοι»
α) μυθικά πρόσωπα στην Κρήτη, ιερείς της Κυβέλης
β) η γλυκυσίδη·
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. η αρχική σημ. της λ. ήταν «αιχμή, μύτη, άκρη». Η σύνδεση της λ. δάκτυλος με λέξεις άλλων ινδοευρ. γλωσσών (πρβλ. γοτθ. tekan «αγγίζω», αρχ. νορβ. tăka «παίρνω», αρχ. άνω γερμ. zinko «δόντι») δεν είναι απόλυτα ικανοποιητική. Ο βοιωτ. τ. δακκύλιος, λόγω του -κκ-, το οποίο δεν ερμηνεύεται από -κτ-, οδηγεί πιθ. σε αρχικό τ. δάτκυλος. Τέλος, το νεοελλ. δάχτυλο προήλθε από μσν. δάκτυλον < αρχ. δάκτυλα, που είναι ποιητικός πληθ. του τ. δάκτυλος.
ΠΑΡ. δακτυλήθρα, δακτύλι(ον), δακτυλιαίος, δακτυλίδι(ον), δακτυλικός, δακτυλίς, δακτυλίτις, δακτυλωτός
αρχ.
δακτυλεύς
αρχ.-μσν.
δακτυλίζω
νεοελλ.
δακτυλισμός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) δακτυλοειδής, δακτυλοθεσία
αρχ.
δακτυλοδείκτης, δακτυλόδικτος, δακτυλοδόχμη, δακτυλοκαμψόδυνος, δακτυλόπους, δακτυλότριπτος
αρχ.-μσν.
δακτυλόδεικτος
μσν.
δακτυλοσπόνδειος, δακτυλοσφίγγω
νεοελλ.
δακτυλοβάμων, δακτυλ(ο)επίτριτοι, δακτυλόγραμμα, δακτυλογράφος, δακτυλοθέτης, δακτυλολογία, δακτυλοσκοπία, δακτυλοτροχαίος, δακτυλοτυπία, δακτυλοφύλακας. (Β' συνθετικό) ακροδάκτυλον (νεοελλ. και ακροδάχτυλό), βραχυδάκτυλος, δεκαδάκτυλος, δωδεκαδάκτυλος, εννεαδάκτυλος, εξαδάκτυλος (νεοελλ. και εξαδάχτυλος,), μακροδάκτυλος (νεοελλ. και μακροδάχτυλος), μεσοδάκτυλον (νεοελλ. μεσοδάχτυλο), μεσοδάκτυλος, οκταδάκτυλος, πενταδάκτυλος, περιττοδάκτυλοςπερισσοδάκτυλος), ροδοδάκτυλος, τετραδάκτυλος
αρχ.
αντιδάκτυλος, δεκαδάκτυλος, διδάκτυλος, εγδάκτυλος, εκδάκτυλος, εξδάκτυλος, Ερμοδάκτυλον, ερυθροδάκτυλος, ευδάκτυλος, μεγαδάκτυλος, μονοδάκτυλος, οκτωδάκτυλος, ολοδάκτυλος, οπισθοδάκτυλος, παχυδάκτυλος, πεντεδάκτυλος, πλεονοδάκτυλος, πολυδάκτυλος, σιδηροδάκτυλος
νεοελλ.
αδάκτυλος, αρτιοδάκτυλος, επταδάκτυλος, ζυγοδάκτυλος, κρινοδάκτυλος (και κρινοδάχτυλο και κρινοδάχτυλος)].

Greek Monotonic

δάκτῠλος: ὁ, ποιητ. πληθ. δάκτυλα,
I. 1. δάχτυλο, Λατ. digitus· ἐπί δακτύλων συμβάλλεσθαι, υπολογίζω με τα δάχτυλα, σε Ηρόδ.· ὁ μέγας δ., αντίχειρας, στον ίδ.
2. οἱ δ. τῶν ποδῶν, ποδοδάχτυλα, σε Ξεν.· και το δάκτυλος μόνο του, όπως το Λατ. digitus, δάχτυλο ποδιού, σε Αριστοφ.
II. η μικρότερη ελλ. μονάδα για τη μέτρηση του μήκους· πλάτος ενός δαχτύλου, περίπου 7/10 μιας ίντσας, ίση με 19,26 χιλιοστά του μέτρου, σε Ηρόδ.
III. ένας μετρικός πόδας, δάκτυλος, ¯˘˘, σε Πλάτ. (αμφίβ. προέλ., πιθ. από το δείκ-νυμι).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δάκτυλος -ου, ὁ, plur. ook δάκτυλα vinger:; ὁ μέγας δ. de duim Hdt. 3.8.1; ἐπὶ δακτύλων συμβάλλεσθαι op zijn vingers uitrekenen Hdt. 6.63.2; NT ook hand:. δ. θεοῦ de hand van God NT Luc. 11.20. teen:. κἀνεχώρησεν... ἄκροισι δακτύλοισι en hij liep op zijn tenen terug Eur. IT 266; οἱ δάκτυλοι τῶν ποδῶν de tenen aan hun voeten Xen. An. 4.5.12. lengtemaat duim (± 2 cm.); overdr.:; δάκτυλος ἀμέρα de dag is nog maar een vingerlengte lang (d.w.z. duurt nog kort) Alc. 346.1; metr. dactylus (lang-kort-kort):. ( ῥυθμός ) κατὰ δάκτυλον dactylische maat Aristoph. Nub. 651.

Russian (Dvoretsky)

δάκτῠλος:1) палец (μέγας = ἀντίχειρ Her., Arst.; μέσος Arst.; σμικρότατος Plat. или ἔσχατος Arst.; οἱ τῶν ποδῶν δάκτυλοι Xen., Arst.; δάκτυλοι τῶν καμήλων, ὀρνίθων, σαυρῶν Arst.): ἐπ᾽ ἄκρων τῶν δακτύλων Arst. на цыпочках;
2) дактиль (наименьшая мера длины, у греков = 19.3 мм) Her., Arst.;
3) перен. мгновение, миг (δ. ἀώς, sc. ἐστι Anth.);
4) финик (τῶν δακτύλων πυρῆνες Arst.);
5) стих. дактиль (стопа ‒∪∪) Arph.;
6) стих. дактилический размер или стих Plat., Plut.;
7) pl. δάκτυλοι Ἰδαῖοι Diod. дактили горы Ида, т. е. жрецы Кибелы.

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: m.
Meaning: finger (also as measure etc.), toes (Ion.-Att.);
Other forms: Boeot. δακκύλιος (Tanagra)
Compounds: τετραδάκτυλος; ῥοδοδάκτυλος.
Derivatives: Rare dimin.: δακτυλίδιον (Ar.), δακτυλίσκος (Lebadeia), δακτυλίς (Steph. Med., Plin.); - δακτύλιος m. (-ον n.) (finger)ring (Sapph., Hdt.) with dimin. δακτυλίδιον (Delos IIIa, pap.), also δακτυλίδριον, -ίδρυον (pap., from -ύδριον [Chantr. Form. 72f.] dissimilated), δακτύληθρον (Them.; cf. Chantr. 373), δακτυλήθρα glove with fingers (X., Chantr. l.c.); - δακτυλῖτις plant name (Dsc.; after the root like a finger, Strömberg Pflanzennamen 37, Redard Les noms grecs en -της 70), δακτυλεύς name of a sea-fish (Ath.; Boßhardt Die Nomina auf -ευς 84f.). - Adj.: δακτυλ-ιαῖος broad as a finger (Hp.), δακτυλικός belonging to the finger (Ath.), δακτυλωτός with fingers (Ion.). - Denomin. δακτυλίζω count with the fingers etc. (H.) with δακτυλιστής (pap.) unknown profession.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: No etymology. Boeot. δακκύλιος, where -κκ- is hardly from -κτ-, rather from *δάτκυλος. Not to OHG zinko. Lat. digitus is also unclear. *δατκ-υλ- looks perfectly Pre-Greek: -κτ-, vowels α and υ.
2.
Grammatical information: m.
Meaning: date (Arist.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.
Etymology: From Semitic (Arab. daqal etc.), folketymologically reshaped to δάκτυλος because the leaf resembles a hand; s. Lewy Fremdw. 20f.