κυλίνδω
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
English (LSJ)
Ep., Lyr., Trag., also Telecl.1.8, Ar.Eq.1249, Nu.375 (Pass.):—in Prose (always in Att.) more freq. κυλινδέω (for which καλινδέω is frequently v.l.), also Ar.Av.502 (Med.), v.l. in Semon.7.4:— later κυλίω (q.v.): fut. κυλινδήσω late, IG14.1389ii 35 (ii A.D.): aor. A ἐκύλῑσα Sosith.2.20, Theoc.23.52, AP7.490 (Anyt.), also (εἰς-) Ar. Th.651, (ἐξ-) Pi.Fr.7:—Med., impf. Ar.Av. l.c.: fut. κυλίσομαι (προ-) App.Ital.5.4: aor. ἐκυλισάμην (ἐν-) Luc.Hipp.6:—Pass., fut. κυλισθήσομαι (ἐκ-) A.Pr.87: aor. ἐκυλίσθην, Ep.κυλ-, Il.17.99, S.El. 50, Fr.363; later κυλινδηθείς Str.14.2.24: pf. κεκύλισμαι Luc.Hist. Conscr.63, Ath.11.480c: plpf. κεκύλιστο Nonn.D.5.47:—roll, ὀστέα… εἰν ἁλὶ κῦμα κυλίνδει Od.1.162, cf. 14.315; Βορέης μέγα κῦμα κυλίνδων 5.296; οἶδμα… κυλίνδει βυσσόθεν θῖνα S.Ant.590 (lyr.); κυλίνδετ' εἴσω τὸν δυσδαίμονα trundle him in, Ar.Eq.l.c.; ὁλοιτρόχους, λίθους κυλινδεῖν, X.An.4.2.3, 4.7.4; ἔνθα Νεῖλος… γάνος κυλίνδει A.Fr.300.3: metaph., πῆμα θεὸς Δαναοῖσι κυλίνδει rolls calamity upon them, Il. 17.688; στυγερὴν δὲ κυλινδήσει κακότητα IGl.c. 2 revolve in mind, Pi.N.4.40. 3 roll away, ἐλπίδας APl.c. II Med. and Pass., to be rolled, roll, freq. in Hom., τρόφι κῦμα κυλίνδεται Il.11.307, cf. Od.9.147, Alc.18; πέδονδε κυλίνδετο λᾶας ἀναιδής Od.11.598, cf. Il.13.142, 14.411; νῶϊν δὴ τόδε πῆμα κυλίνδεται 11.347, cf. Od. 2.163, 8.81; toss like a ship at sea, κυλίνδοντ' ἐλπι.δες Pi.O.12.6; to be whirled round on a wheel, of Ixion, Id.P.2.23; κυλινδομένα φλόξ whirling flame, ib.1.24; [νεφέλαι] κυλινδόμεναι Ar.Nu.l.c.; μεταξύ που κυλινδεῖται τοῦ τε μὴ ὄντος καὶ τοῦ ὄντος is tossed about between... Pl.R.479d. 2 of persons, κυλίνδεσθαι κατὰ κόπρον roll, wallow in the dirt (in sign of grief), Il.22.414; κλαίων τε κυλινδόμενός τ' Od.4.541, cf. Ar.Av.l.c.; wander to and fro, ψυχὴ… περὶ τάφους κυλινδουμένη Pl. Phd.81d; ἐν δικαστηρίοις Id.Tht.172c; πρὸ ποδῶν κ. Id.R.432d; in petitions, παρὰ πόδα τῶν ἰχνῶν τινος κ. PMasp.5.8 (vi A.D.), etc.: metaph., ἐν ἀμηχανίῃσι κυλίνδομαι Thgn.619; ἐν ἀμαθίᾳ κ. wallow in... Pl.Phd.82e, Plt.309a; ἐν πότοις καὶ γυναιξίν Plu.2.184f; κατὰ τὰ βιβλία Gal.9.647. b to be rolled, whirled headlong, ἐκ δίφρων κυλισθείς S.El.50; roll over, of the embryo, Arist.HA586b25. c to be rolled up, κυλισθεὶς ὡς ὄνος like a wood-louse, S.Fr.363. 3 of time, κυλινδομέναις ἁμέραις Pi.I.3.18. 4 of words, to be tossed from mouth to mouth, i.e. be much talked of, τοὔνομ' αὐτῆς ἐν ἀγορᾷ κυλίνδεται Ar.V.492; κ. πᾶς λόγος παρὰ τοῖς ἐπαΐουσιν Pl.Phdr. 275e.
French (Bailly abrégé)
f. κυλίσω, ao. ἐκύλισα;
Pass. ao. ἐκυλίσθην, pf. κεκύλισμαι;
rouler : ὀστέα εἰν ἁλὶ κῦμα κυλίνδει OD le flot roule les ossements dans la mer ; fig. κ. πῆμά τινι IL envoyer une calamité à qqn;
Pass.-Moy. 1 être roulé ou se rouler : ἐκ δίφρων SOPH rouler en tombant d'un char ; κατὰ κόπρον IL se rouler dans la fange (en signe de deuil) ; κλαίων τε κυλινδόμενός τε OD pleurant et se roulant (dans la poussière) ; en parl. de bruits, de paroles qui circulent;
2 rouler, càd aller et venir, fréquenter sans cesse (cf. lat. versari) ; fig. κ. ἐν ἀμαθίᾳ PLAT se vautrer ou vivre dans l'ignorance.
Étymologie: R. Κυρ, Κυλ, être recourbé ou arrondi ; cf. κυλίω, κύλινδρος, etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυλίνδω zie κυλινδέω.
German (Pape)
att. auch κυλινδέω (s. oben und vgl. κυλίω), aor. pass. ἐκυλίσθην, wälzen, rollen, rollend od. wälzend fortbewegen; Hom. nur praes. und impf.; κῦμα κυλίνδει ὀστέα Od. 1.162, vgl. 14.315; Βορέης μέγα κῦμα κυλίνδων 5.296; οἶδμα κυλίνδει βυσσόθεν κελαινὰν θῖνα Soph. Ant. 586; auch πῆμα κυλίνδειν τινί, Einem Unglück zuwälzen, Il. 17.688; – pass., νῶϊν τόδε πῆμα κυλίνδεται 11.347, vgl. Od. 2.163, κῦμα κυλίνδεται Il. 11.307; – sich wälzen, fortrollen, κυλίνδετο λᾶας Od. 11.598, vgl. Il. 13.142, 14.411, κυλίνδεσθαι κατὰ κόπρον, sich im Schmutze wälzen, als Ausdruck der heftigsten Trauer, 22.414, wie κυλίνδεσθαι allein Od. 4.541, 10.499; – κυλινδέσκοντο αἱ πέτραι Pind. P. 4.209; ἄνω κάτω κυλίνδοντ' ἐλπίδες Ol. 12.6; ἐν τροχῷ παντᾶ κυλινδόμενον P. 2.23; ἐκ τροχηλάτων δίφρων κυλισθείς, herausgestürzt, Soph. El. 50; νεφέλαι βροντῶσι κυλινδόμεναι Ar. Nub. 374: sp.D. – Allgemein, wie versari, ὥστε καὶ δὴ τοὔνομ' αὐτῆς ἐν ἀγορᾷ κυλίνδεται, er treibt sich auf dem Markt herum, Ar. Vesp. 492. – Adj. verb. κυλιστός, s. s.v.
Russian (Dvoretsky)
κυλίνδω: атт. κυλινδέω (fut. κυλίσω с ῑ - Anth. тж. κυλινδήσω, aor. ἐκύλῑσα; pass.: aor. ἐκυλίσθην, pf. κεκύλισμαι)
1 катить, кружить, крутить (μέγα κῦμα Hom.; θῖνα Soph.; κυλινδομένη φλόξ Pind.; τροχὸς κυλίνδεται Arst.): νεφέλαι κυλινδόμεναι Arph. клубящиеся облака;
2 катать, скатывать (λίθους, ὁλοιτρόχους Xen.; ἐκ δίφρων κυλισθείς Soph.; перен. ἁμέραι κυλινδόμεναι Pind.): πέδονδε κυλίνδετο λᾶας Hom. камень (Сизифа) скатывался на равнину; πῆμα κ. τινί Hom. обрушить беду на кого-л.; κλαίων τε κυλινδόμενός τε Hom. плача и катаясь (по земле); μεταξύ που κυλίνδεσθαι τοῦ τε ὄντος καὶ τοῦ μὴ ὄντος Plat. болтаться где-то между бытием и небытием;
3 med. странствовать, бродить (κατὰ τὰς νάπας Xen.; περὶ τὰ μνήματα καὶ τοὺς τάφους Plat.): ἐλπίδας ἐξ ἐλπίδων κ. Plut. переходить от надежды к надежде; ἐν δικαστηρίοις κ. Plat. шататься по судам; τοὔνομά τινος ἐν ἀγορᾷ κυλίνδεται Arph. чье-л. имя передается из уст в уста (точнее носится по рынку);
4 pass. досл. валяться, перен. коснеть (ἐν ἀμαθίᾳ Plat.): κ. ἐν πότοις Plut. проводить жизнь в пьянстве.
English (Autenrieth)
part. neut. κυλίνδον, pass. ipf. (ἐ)κυλίνδετο, aor. κυλίσθη: roll; Βορέης κῦμα, Od. 5.296; fig., πῆμά τινι, Il. 17.688; pass., be rolled, roll, of a stone, Od. 11.598; of persons in violent demonstrations of grief, Il. 22.414, Od. 4.541; met., Il. 11.347, Od. 8.81.
English (Slater)
κῠλίνδω roll, toss πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα (P. 1.24) Ἰξίονα ἐν πτερόεντι τροχῷ παντᾷ κυλινδόμενον (P. 2.23) κυλινδέσκοντό (sc. πέτραι) τε κραιπνότεραι ἢ ἀνέμων στίχες (P. 4.209) met., αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω κυλίνδοντ ἐλπίδες (O. 12.6) φθονερὰ δ' ἄλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει χαμαὶ πετοῖσαν exercises (N. 4.40) αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἁμέραις ἄλλ' ἄλλοτ ἐξ ἄλλαξεν as the days roll by (I. 3.18)
Greek Monolingual
κυλίνδω και κυλινδῶ, -έω (AM)
1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.)
2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ' εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.)
3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ' ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ κυλίνδει», Πίνδ.)
4. (και μτφ.) απομακρύνω, μετακινώ
5. επιφέρω κάτι κακό («πῆμα θεὸς Δαναοῖσι κυλίνδει», Ομ. Ιλ.)
6. (μέσ. και παθ.) κυλίνδομαι και κυλινδούμαι
α) περιστρέφομαι, περιδινούμαι, στριφογυρνώ (α. «Ἰξίονα... ἐν πτερόεντι τροχῷ παντᾷ κυλινδόμενον», Πίνδ.
β. «[νεφέλαι] βροντῶσιν κυλινδόμεναι», Αριστοφ.)
β) ταλαντεύομαι, είμαι ασταθής, κινούμαι ανάμεσα σε διαφορετικά ή αντίθετα πράγματα («τά τών πολλών πολλὰ νόμιμα καλοῦ τε πέρι καὶ τῶν ἄλλων μεταξύ που κυλινδεῖται τοῦ τε μή ὄντος και τοῦ ὄντος εἰλικρινῶς», Πλάτ.)
γ) πέφτω καταγής, στο χώμα
δ) (ειδ.) κυλιέμαι στο έδαφος από στενοχώρια, από θλίψη («αὐτὰρ ἐπεὶ κλαίων τε κυλινδόμενος τ' ἐκορέσθην», Ομ. Οδ.)
ε) (για τον χρόνο) παρέρχομαι, φεύγω («αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἁμέραις ἄλλ' ἄλλοτ' ἐξάλλαξεν», Πίνδ.)
στ) περιπλανιέμαι, τριγυρνώ (α. «ἡ τοιαύτη ψυχή... περὶ τὰ μνήματά τε καὶ τοὺς τάφους κυλινδουμένη», Πλάτ.
β. «παραλαβοῦσα αὐτῶν τήν ψυχήν ἡ φιλοσοφία... ἐν πάσῃ ἀμαθίᾳ κυλινδουμένην», Πλάτ.)
ζ) (για λόγια) μεταδίδομαι από στόμα σε στόμα, διαδίδομαι, διαλαλούμαι («ὅταν δὲ ἅπαξ γραφή, κυλινδεῖται μὲν πανταχοῦ πᾶς λόγος ὁμοίως παρὰ τοῖς ἐπαΐουσιν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κυλ-ίνδω πιθ. < συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας (s)kel- «στρέφω, ακουμπώ, κυρτός» και συνδέεται με το κυλλός, ενώ το πρόσφυμα -νδ- είναι ανερμήνευτο (πρβλ. και αλίνδω). Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με το κύκλος.
ΠΑΡ. κυλίνδησις, κύλινδρος, κύλισις, κύλισμα, κυλιστήριον, κυλιστός, κυλίστρα
αρχ.
κυλινδήθρα, κυλιστικός
αρχ.-μσν.
κυλισμός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. αμφικυλίνδω, ανακυλίνδω, εγκυλίνδω, εισκυλίνδω, εκκυλίνδω, κατακυλίνδω, μετακυλίνδω, συναποκυλίνδω.
Greek Monotonic
κῠλίνδω: (οι χρόνοι σχηματίζονται από το κυλίω), αόρ. αʹ ἐκύλῑσα — Παθ., μέλ. κυλισθήσομαι, αόρ. αʹ ἐκυλίσθην, Επικ. κυλ-· παρακ. κεκύλισμαι·
I. 1. κυλώ, κυλώ κατά μήκος ή προς τα κάτω, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· μεταφ., πῆμα θεὸς Δαναοῖσι κυλίνδει, επικυλίει δυστυχία σε αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.
2. κυλώ μακριά, σε Ανθ.
II. 1. Παθ., κυλιέμαι, σε Όμηρ.· κουνιέμαι σαν πλοίο στη θάλασσα, σε Πίνδ.· περιστρέφομαι σε τροχό, λέγεται για τον Ιξίονα, στον ίδ.
2. λέγεται για πρόσωπα, κυλίνδεσθαι κατὰ κόπρον, κυλιέμαι ή χώνομαι στη λάσπη (ως ένδειξη πένθους), σε Όμηρ.· γυρίζω εδώ και εκεί, περιπλανιέμαι, σε Ξεν.
3. λέγεται για χρόνο, κυλώ, σε Πίνδ.
4. λέγεται για λέξεις, μεταδίδομαι από άνθρωπο σε άνθρωπο, δηλ. είμαι περιλάλητος, Λατ. jactari, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κῠλίνδω: Ὅμ. καὶ Τραγ., ὡσαύτως παρὰ Τηλεκλείδῃ ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 8, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1249, ἀλλὰ παρὰ πεζολόγοις συνηθέστερον κυλινδέω, (ἀλλ’ ἀνθ’ οὗ ἀπαντᾷ συνεχῶς ὡς διάφ. γραφὴ ὁ τύπος καλινδέω), ὡσαύτως ἐν Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 4, Ἀριστοφ. Ὄρν. 502, καὶ ὁ μόνος τύπος παρὰ τοῖς Ἀττ. πεζογράφοις· πρβλ. μετακυλινδέω· παρὰ μεταγεν. καὶ κυλίω (ὃ ἴδε), ὅπερ ὅμως χρησιμεύει πρὸς σχηματισμὸν τῶν παραγώγων χρόνων· ― μέλλ. κυλινδήσω μεταγεν. ὡς Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 35· ― ἀόρ. ἐκύλῑσα Ἀποσπ. Τραγ. 2. 20 Wagn., Θεόκρ., κτλ., πρβλ. εἰσ-, ἐκ-κυλίνδω. Μέσ., παρατ. ἐν Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· μέλλ. κυλίσομαι (προ-) Ἀππιαν. ἀόρ. ἐκυλισάμην (ἐκ-), Λουκ. Ἱππίας 6. ― Παθ., μέλλ. κυλισθήσομαι (ἐκ-) Αἰσχύλ. Πρ. 87· ἀόρ. ἐκυλίσθην, Ἀριστ. Μηχαν 24, 13, Ἐπικ. κυλίσθ-, Ἰλ. Ρ. 99, Σοφ. Ἠλ. 50, Ἀποσπ. 334· μεταγεν. κυλινδηθεὶς Στράβ. 659· πρκμ. κεκύλισμαι Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 63, Ἀθήν.· ὑπερσ. ἐκεκύλιστο Νόνν. Δ. 5. 47. ― Περὶ τῆς ποικιλίας τῶν τύπων, ἴδε Veitch Gr. Verbs. ἐν λέξ. (Συγγενὲς τῷ καλινδέω, ἀλινδέω· ἴδε ἐν λέξ. κίρκος.) Κυλίω τι, ὀστέα... εἰν ἁλὶ κῦμα κυλίνδει Ὀδ. Α. 162, πρβλ. Ξ. 315· Βορέης μέγα κῦμα κυλίνδων Ε. 296· οἶδμα... κυλίνδει βυσσόθεν θῖνα Σοφ. Ἀντ. 590· κυλίνδετ’ εἴσω τὸν δυσδαίμονα, κυλίσατέ τον μέσα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1249· ὁλοιτρόχους κυλινδεῖν Ξεν. Ἀν. 4. 2, 3, πρβλ. 4. 7, 4· Νεῖλος ἔνθα... γαῖαν κυλίνδει Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 304· μεταφ., πῆμα θεὸς Δαναοῖσι κυλίνδει, ἐπικυλίει δυστυχίαν ἐπ’ αὐτῶν, Ἰλ. Ρ. 688· στυγερὴν δὲ κυλινδήσει κακότητα Συλλ. Ἐπιγρ. 6280Α· 35, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1. 2) ἀναστρέφω ἐν τῇ διανοίᾳ μου, Πινδ. Ν. 4. 66. 3) ἐλπίδας οὐλομένα Μοῖρ’ ἐκύλισε πρόσω, ἀπεμάκρυνεν αὐτάς, Ἀνθ. Π. 7. 490. ΙΙ. Παθ., κυλίομαι, συχνὸν παρ’ Ὁμ., τρόφι κῦμα κυλίνδεται Ἰλ. Λ. 307, πρβλ. Ὀδ. Η. 147· πέδονδε κυλίνδετο λᾶας ἀναιδὴς Λ. 598, πρβλ. Ἰλ. Ν. 142., Ξ. 411· νῶιν δὴ τόδε πῆμα κυλίνδεται Λ. 347, πρβλ. Ὀδ. Β. 163., Θ. 81· κυλίομαι ὡς πλοῖον ἐν θαλάσσῃ, Πινδ. Ο. 12. 9· περιδινοῦμαι περὶ τροχόν, περὶ τοῦ Ἰξίονος, ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 43· κυλινδομένη φλόξ, ἡ περιδινουμένη φλόξ, αὐτόθι 1. 45· νεφέλαι κυλινδόμεναι Ἀριστοφ. Νεφ. 375· μεταξύ που κ. τοῦ τε μὴ ὄντος καὶ τοῦ ὄντος... Πλάτ. Πολ. 479D. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, κυλινδόμενος κατὰ κόπρον, κυλιόμενος ἐντὸς κόπρου, εἰς ἔνδειξιν θλίψεως, Ἰλ. Χ. 414· κλαίων τε κυλινδόμενός τ’ Ὀδ. Δ. 541, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 502· πλανῶμαι τῇδε κἀκεῖσε, περιπλανῶμαι, ὡς τὸ καλινδέομαι, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 31, κτλ.· ψυχή... περὶ τάφους κυλινδουμένη Πλάτ. Φαίδων 81D· ἐν δικαστηρίοις ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 172C· πρὸ ποδῶν κ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 432D· ― μεταφ., ἐν ἀμηχανίῃσι κ. Θέογν. 619· ἐν ἀμαθίᾳ κ. Πλάτ. Φαίδων 82E, Πολιτ. 309Α· ἐν πότοις καὶ γυναιξὶν Πλούτ. 2. 184F. β. κυλίομαι, πίπτω κατὰ κεφαλῆς, ἐκ δίφρων κυλισθεὶς Σοφ. Ἠλ. 50. γ. κυλίομαι κατὰ γῆς, κυλισθεὶς ὡς ὄνος ὁ αὐτ. εἰς Ἀποσπ. 334· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 8, 7. 3) ἐπὶ χρόνου, κυλινδομέναις ἁμέραις Πινδ. Ι. 3. 29. 4) ἐπὶ λόγων, μεταδίδομαι ἀπὸ ἀνθρώπου εἰς ἄνθρωπον, δηλ. διαλαλοῦμαι, συνεχῶς λέγομαι, ὡς τὸ Λατ. jactari, τοὔνομ’ αὐτῆς ἐν ἀγορᾷ κυλίνδεται Ἀριστοφ. Σφ. 492· κ. πᾶς λόγος παρὰ τοῖς ἐπαΐουσιν Πλάτ. Φαῖδρ. 275Ε.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: roll, turn over (Il.),
Other forms: -ομαι, -έω, -έομαι (Att.), fut. κυλίσω (Att.), κυλινδήσω (late), aor. κυλῖσαι (Pi., IA.), pass. -ισθῆναι (Il.; -ινδηθῆναι Str.), perf. midd. κεκύλισμαι (Luc., Nonn.); from κυλῖσαι ( < -ίνδ-σαι) pres. κυλίω (Ar.);
Dialectal forms: note κύλινδρος
Compounds: often with prefix, e.g. προ-, ἐκ-, ἐν-, ἀμφι-.
Derivatives: 1. κύλινδρος m. rolling stone, tumbler, cylindre etc. (Demoχr. 155, hell.) with κυλίνδρ-ιον, -ίσκος, -ικός, -όω (hell.). 2. κύλισις rolling, turning over (Arist.), -ισμός id. (Thd.), -ισμα roll etc. (Sm. ), -ίστρα place for horses to roll (X., Poll.), -ιστός m. packet (pap.); τρι-κύλιστος (Epicur. Fr. 125), on the unclear meaning De Witt ClassPhil. 35, 183. 3. κυλίνδησις rolling (Pl., Plu.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Has the same unclear νδ-element as the synonymous ἀλίνδω, -έω, καλινδέομαι (s. vv.); also further unclear. Mostly connected with κυλλός curved, lame (s. v.) "zu einer allumfassenden Wurzel (s)kel- bent, curved (s. κῶλον, σκέλος)". The word is hardly IE.
Middle Liddell
[tenses formed from κυλίω
I. to roll, roll along or down, Od., Soph., etc.: metaph., πῆμα θεὸς Δαναοῖσι κυλίνδει rolls down calamity upon one, Il.
2. to roll away, Anth.
II. Pass. to be rolled, roll along, roll, Hom.: to toss about like a ship at sea, Pind.: to be whirled round on a wheel, of Ixion, Pind.
2. of persons, κυλίνδεσθαι κατὰ κόπρον to roll or wallow in the dirt (in sign of grief), Hom.: to roam to and fro, wander about, Xen.
3. of time, to roll by, Pind.
4. of words, to be tost from man to man, i. e. be much talked of, Lat. jactari, Ar.
Frisk Etymology German
κυλίνδω: -ομαι (vorw. poet. seit Il.),
{kulíndō}
Forms: -έω, -έομαι (att.), Fut. κυλί̄σω (att.), κυλινδήσω (sp.), Aor. κυλῖσαι (Pi., ion. att.), Pass. -ισθῆναι (seit Il.; -ινδηθῆναι Str.), Perf. Med. κεκύλισμαι (Luk., Nonn.); aus κυλῖσαι ( < -ίνδσαι) Präs. κυλί̄ω (seit Ar.);
Grammar: v.
Meaning: rollen, wälzen.
Composita: oft mit Präfix, z.B. προ-, ἐκ-, ἐν-, ἀμφι-,
Derivative: Davon 1. κύλινδρος m. Walze, Rolle, Zylinder (Demokr. 155, hell. u. sp.) mit κυλίνδριον, -ίσκος, -ικός, -όω (hell.). 2. κύλισις das Rollen, Wälzen (Arist. usw.), -ισμός ib. (Thd. u. a.), -ισμα Rolle (Sm. u. a.), -ίστρα Wälzplatz für Pferde (X., Poll. u. a.), -ιστός m. gerolltes Paket (Pap.); τρικύλιστος (Epikur. Fr. 125), zur unklaren Bed. De Witt ClassPhil. 35, 183. 3. κυλίνδησις das Rollen (Pl., Plu.).
Etymology: Enthält dasselbe dunkle νδ-Element wie die synonymen ἀλίνδω, -έω, καλινδέομαι (s. dd.); auch im übrigen unklar. Gewöhnlich mit κυλλός gekrümmt, verkrüppelt (s. d.) zu einer allumfassenden Wurzel (s)qel- biegen, krumm (s. κῶλον, σκέλος) gezogen.
Page 2,46
Mantoulidis Etymological
ἤ κυλίω (=κυλῶ, διαδίδομαι). Ἔχει σχέση μέ τις λέξεις κύκλος, κίρκος, κυλλός (=στραβοκάνης) κ.λπ. Εἶναι ἀκόμα συγγενικό μέ τό καλινδῶ καί καλινδοῦμαι.
Παράγωγα: κυλινδήθρα, κυλίνδησις, κύλινδρος, κυλινδρικός, κύλισις, κύλισμα, κυλιστός, κυλιστικός, κυλίστρα.