παρίημι
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
fut.
A παρήσω Hdt.7.161, S. Ant.1193 : aor. 1 παρῆκα Id.OC570 : 3pl. aor. 2 παρεῖσαν Antipho 6.44; part. παρείς S. El.732 : pf. παρεῖκα (v. infr.) ; παρῆκα Thphr. HP5.3.6 :—Pass., aor. 1 παρείθην Il.23.868 ; inf. παρεθῆναι D.21.105 : aor. 2 παρείμην S. OC1666 : pf. παρεῖμαι E. Ph.852 :—let fall at the side, let fall, πὰρ δ' ἴεισι τὰ πτέρα Sapph.16 ; τὴν χεῖρα παρεικώς Clearch.25 ; παρεῖσ' ἐμαυτήν S. El.819 ; π. ἀπ' ὀμμάτων πέπλον E. HF1203 (lyr.) ; τὸ μάργον τῆς γνάθου Id.Cyc.310:—Pass., ἡ δὲ παρείθη μήρινθος ποτὶ γαῖαν it hung down to earth, Il.23.868. II pass by, pass over, πᾶν ἔθνος καταστρεφόμενος καὶ οὐδὲν παριείς Hdt.1.177 ; π. κλύδων' ἔφιππον S. El.732, cf. D.18.263 ; π. τι ἄρρητον Pl.Lg.754a:—Pass., περὶ μὲν τούτου παρείσθω Plb.2.59.3. 2 pass unnoticed, disregard, τι Pi.P.1.86, Hdt.1.14, A. Ag.291, Ch.925, 1032, S. Ant.1193, etc.; τὰ παθήματα . . παρεῖσ' ἐάσω Id.OC363 :—Pass., παίδων πόθος παρεῖτο Id.El.545 ; μηδαμῇ παρεθῆναι D.21.105 : c. inf., omit to do, παρέντα τοῦ μὲν τὸ φρόνιμον ἐγκωμιάζειν, τοῦ δὲ τὸ ἄφρον ψέγειν Pl. Phdr.235e, cf. PCair.Zen.369.2 (iii B.C.), Iamb. Comm.Math.1 : with a neg.repeated, μὴ παρῇς τὸ μὴ οὐ φράσαι S. OT283 : c. part., οὐ παρίει σείων ὁ θεός Paus.3.5.9 : abs., αἰ δέ κα παρῇ Berl.Sitzb.1927.169 (Cyrene) :—Med., neglect, E. HF 778 (lyr.); τὸν δῆμον D.C.51.5. 3 of Time, let pass, τὸν χειμῶνα Hdt.1.77 ; ἕνδεκα ἡμέρας Id.7.183 ; νύκτα μέσην Id.8.9 ; τὸν καιρόν Th.4.27, etc. III relax, τοὺς τερθρίους παρίει Ar. Eq.440 ; οἶνος παρίησι weakens, D.L.9.86 ; remit, γόον, πόθον, χόλον, E. Supp.111, Tr.650, IA[1609] ; give up, μελέτας Th.1.85 ; τὸν φελλόν give up the use of. ., Thphr.l.c. :—Pass., to be relaxed, weakened, κόπου δ' ὕπο. . παρεῖται E. Ba.635 ; κόπῳ παρεῖμαι Id.Ph.852 ; παρειμένος νόσῳ Id.Or. 881 ; ὕπνῳ Id.Cyc.591 ; γήρᾳ Pl. Lg.931d ; σώμασι παρειμέναι E. Ba. 683 ; παρειμένα μέρη τοῦ σώματος Dsc.3.73, cf. Aret. SD1.7, etc.; καὶ δὴ παρεῖται σῶμα E. Supp.1070 ; τῷ λίαν παρειμένῳ Id.Or.210 ; τὰ σώματα παρειμένοι D.S.14.105 ; ὥστε καὶ τοῦ σώ ματός τι παρεθῆναι D.C.68.33. 2 τοῦ ποδὸς παρίει slack away the sheet, Ar.Eq.436 : so perh. metaph., τοῦ μετρίου παρείς letting go one's hold of moderation, i. e. giving it up, S.OC1212 (lyr.). 3 remit punishment, τιμωρίαν Lycurg. 9 (Pass.) ; pardon, τὴν συμφοράν Ar.Ra.699 :—Pass., ἐποίησεν παρεθῆμεν (Dor. for παρεθῆναι) secured our release from the obligation, IG42(1).66.47 (Epid., i B.C.) : c. gen., παρεῖσθαι τὰς πόλεις τῶν τόκων OGI444.15 (Ilium, iB.C.). IV yield, give up, νίκην τινί Hdt.6.103, cf. A.Ag.943 ; τυραννίδα τινί E. Ph.523 ; αὑτοὺς κυμάτων δρομήμασιν Id.Tr.693 ; π. τινὶ τὴν ἀρχήν Th.6.23, cf. Arist. Pol. 1285b15; οὐδὲ δεῖν δυνάμενον ἄρχειν παριέναι τῷ πλησίον ib.1325a37 ; leave a thing to another, σοὶ παρεὶς τάδε S. Ph.132 ; Ζεὺς τὰ μικρὰ . . ἄλλοις δαίμοσιν παρεὶς ἐᾷ Trag.Adesp.353 :—Med., give up, συμμαχίαν Arist. Rh.Al. 1446b28 ; resign, στρατηγίαν D.C.39.23, etc. :—Pass., [γῆ] παρειμένη left in private ownership, PHib.1.53.5 (iii B. C.). 2 permit, allow, c. dat. pers. et inf., ἄλλῳ δὲ παρήσομεν οὐδενὶ ναυαρχέειν Hdt.7.161, cf. S. El.1482, Ar. Eq.341, Arist. Pol.1336b29 : c. subj., πάρες ὑπερβῶ suffer me to... E.Fr.308 (anap.) : abs. (the inf. being understood), S. OC591, Ar.Eq.340, Pl.Smp.199c, etc.; μὴ παρῇς σαυτοῦ βροτοῖς ὄνειδος do not allow them to have cause to reproach thee, S. Ph.967 ; παρῆκεν, ὥστε βραχέα μοι δεῖσθαι φράσαι has allowed that there should be but little for me to say, Id.OC570. V allow to pass, admit, οὐδεὶς ὅστις οὐ παρήσει [ἡμέας] Hdt.3.72, cf. 4.146 ; π. ἐς τὴν Ἑλλάδα τοὺς βαρβάρους, τὸν Μαρδόνιον ἐπὶ τὴν Ἑ., Id.8.15, 9.1 ; Ἄδραστον εἰς γῆν π. E.Supp.468 ; λόγον π. εἰς τὸ φρουρίον Pl.R.561b ; μὴ παρίωμεν εἰς τὴν ψυχήν let us not admit [the thought], Id.Phd.90e :—Med., βαρβάρους εἰς τὰς ἀκροπόλεις παρεῖνται have admitted them into their very citadels, D.15.15 ; of innkeepers, admit, τοὺς καταλύτας ἡμιασσαρίου Plb.2.15.6. VI Med., obtain the leave of a magistrate, παρέμενος τοὺς ἄρχοντας Pl. Lg.742b, cf. 951a. 2 beg to be excused or let off something, οὐδέν σου παρίεμαι I ask no quarter, Id.R.341b ; οὐκ ἂν παρείμην οἷσι μὴ δοκῶ φρονεῖν I ask no favour of them, S.OC1666 ; so παριέμεσθα καί φαμεν κακῶς φρονεῖν I ask pardon... E. Med.892 ; τοῦτο ὑμῶν δέομαι καὶ παρίεμαι Pl. Ap.17c.
German (Pape)
[Seite 522] (s. ἵημι), 1) act., herabsenden, daneben herablassen, παρείθη μήρινθος ποτὶ γαῖαν, hing herab zur Erde, Il. 23, 868; τοῦ νεανίσκου τὴν χεῖρα παρεικότος, Clearch. bei Ath. VI, 257 a; – vorbei, vorüberlassen, bes. von der Zeit, ενδεκα ἡμέρας παρέντες, Her. 7, 183. 8, 9; μηδὲ διαμέλλειν καιρὸν παριέντας, Thuc. 4, 27; τοὺς καιρούς, Plat. Rep. II, 374 e u. Folgde; τὸν ἑκάστου καιρὸν οὐ παρεθέντα, Dem. 18, 303; Pol. 1, 33, 5 u. A.; – τοὺς βαρβάρους εἰς τὴν Ἑλλάδα, Her. 8, 15, zulassen, hineinlassen, wie τὸν Μαρδόνιον ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα, 9, 1; vorbei- oder durchlassen, wie Eur. ἀπαυδᾷ Ἄδραστον ἐς γῆν τήνδε μὴ παριέναι, Suppl. 468; εἰς τἡν ἀκρόπολιν, Xen. Hell. 5, 2, 29; – üdergehen, unterlassen, vernachlässigen, μὴ παρίει καλά, Pind. P. 1, 165; ὁ δ' οὔτι μέλλων οὐδ' ἀφρασμόνως ὕπνῳ νικώμενος παρῆκεν ἀγγέλου μέρος, Aesch. Ag. 282; παρεὶς τάδε, Ch. 912; εἰ μέν τι τῇδε λοιπὸν ῆ παρειμένον ἔχεις γεγωνεῖν, Prom. 821; παρῆκα θεσμῶν οὐδέν, Soph. Trach. 682; κοὐδὲν παρήσω τῆς ἀληθείας ἔπος, Ant. 1193; ἄφθογγός εἰμι καὶ παρεῖσ' ἐῶ στόμα, Eur. Troad. 690; u. in Prosa, τὰ αὐτῶν πλέω παρήσομεν, Her. 1, 177; ὃν τότε παρεῖμεν, Plat. Rep. VI, 503 e; μὴ παρῶμεν αὐτὸ ἄῤῥητον, Legg. VI, 754 a; Folgde; auch c. gen., ὅστις τοῦ πλέονος μέρους χρῄζει τοῦ μετρίου παρεὶς ζώειν, Soph. O. C. 1212. wie Plat, Phaedr. 253 e; περί τινος, Pol. 2, 59, 3; vgl. Arist. eth. 10, 1, 2, ἥκιστα παρετέον ὑπὲρ τούτων εἶναι δόξειεν ἄν; – c. inf., Plut. Rom. 17 u. sonst; – zulassen, annehmen, συμμαχίαν, Plat. Rep. VIII, 560 d, übertr. gebraucht, vgl. λόγον ἀληθῆ οὐ προσδεχόμενος, οὐδὲ παριεὶς εἰς τὸ φρούριον, ib. 561 b; dah. παριέναι εἰς τὴν ψυχήν, Plat. phaed. 90 d, eigtl. einen Gedanken ln die Seele ein-, zulassen, d. i. sich überreden; auch erlauben, ἀλλ' οὐδ' ὅτ' αὐτὸς ἤθελον, παρίεσαν, Soph. O. C. 591; ἀλλὰ παρίημι, φάναι τὸν Φαῖδρον, ἀλλ' ἐρώτα, Plat. Conv. 199 c, vgl. 214 e; Eur. bei Schol. Ar. Vesp. 754 πάρες ὑπερβῶ κρηναῖα νάπη; c. inf., κόσμον πάρες μοι παισὶ προσθεῖναι νεκρῶν, Eur. Herc. Fur. 393; vgl. Soph. El. 1482 u. Plat. Conv. 199 b; auch μὴ παρῇς τὸ μὴ οὐ φράσαι, Soph. O. R. 283; u. mit ὥςτε, O. C. 570, wie Her. 7, 161; – überlassen, τινί, Arist. pol. 7, 14; τὴν ἀρχήν τινι, Plut. Them. 7; Aesch. κράτος μέντοι πάρες γ' ἑκὼν ἐμοί, Ag. 917; in anderer Beziehung, ἑαυτὸν κυμάτων δρομήμασιν, Eur. Troad. 688, sich den Wogen überlassen, anvertrauen; – nachlassen, abspannen, τοῦ ποδὸς παριέναι, das Segeltau nachlassen, übertr. nachgeben, weichen, Ar. Equ. 437; u. pass. erschlaffen, γήρᾳ παρειμένος, Plat. Legg. XI, 931 d; ὕπνῳ, Eur. Cycl. 587; κόπου δ' ὕπο παρεῖται, Bacch. 635; von den Leidenschaften, τοὐμὸν παριεὶς καὶ καταμβλύνων κέαρ, Soph. O. R. 688; γόον, Eur. Suppl. 111; πόθον, Troad. 645; von der Freude, χαίροντε ὀλίγον παρείθησαν, Plat. Euthyd. 303 b; auch bei Plut. Eum. 7, πληγεὶς περὶ τὸν τράχηλον ἔπεσε καὶ παρείθη; Pol. vrbdt τὴν δύναμιν παρελέλυντο καὶ παρεῖντο, 1, 58, 9. – Auch eine Strafe nachlassen, Lycurg. 9; ähnlich συμφοράν, Ar. Ran. 699. – 2) med., bei sich zulassen, οὓς εἰς τὰς ἀκροπόλεις παρεῖνται, Dem. 15, 15; Pol. 2, 15, 6. – Auch = παραιτοῦμαι, wie es die VLL. erklären, eigtl. Einen auf seine Seite herüberzuziehen, ihn sich zu gewinnen suchen, vgl. Ruhnk. Tim. 207; εἰ δὲ μὴ δοκῶ φρονῶν λέγειν, οὐκ ἂν παρείμην, οἷσι μὴ δοκῶ φρονεῖν, Soph. O. C. 1666; vgl. Eur. Med. 892, um Verzeihung bitten, παριέμεσθα καί φαμεν κακῶς φρονεῖν; sich ausbitten, οὐδέν σου παρίεμαι, Plat. Rep. I, 341 b; neben δέομαι, Apol. 17 c, vgl. Legg. V, 742 b, wo die vulg. παραιτησάμενος für παρέμενος. – Sp. auch wie im act. überlassen, aufgeben, τὴν στρατηγίαν προσεποιήσατο ἐθελοντὴς παρεῖσθαι, D. Cass. 39, 23; παρήκατο, Ggstz von προσεδέξατο, 43, 14; auch vernachlässigen, 60, 2. – Bei den Gramm. ist παρεῖται es »ist ausgelassen und dazu zu verstehen«, Schol. Il. 9, 252.
Greek (Liddell-Scott)
παρίημι: β´ ἑνικ. παριεῖς: μέλλ. παρήσω: ἀόρ. παρῆκα Σοφ. Ο. Κ. 570: γ´ πληθ. ἀορ. βʹ παρεῖσαν (κοινῶς -ῆσαν) Ἀντιφῶν 146. 29, μετοχ. παρείς, ἴδε κατωτ.:- πρκμ. παρεῖκα, ἴδε κατωτ.- Παθ., ἀόρ. αʹ παρείθην, ἀπαρ. παρεθῆναι, κατωτ. Ι καὶ ΙΙ. 2˙ ἀόριστ. βʹ παρείμην Σοφ. Ο. Κ. 1666˙ πρκμ. παρεῖμαι. Ἀφίνω νὰ πέσῃ τι πλησίον ἢ παραπλεύρως, ἀφίνω νὰ πέσῃ, τὰ πτερὰ Σαπφὼ 19˙ τὴν χεῖρα παρεικὼς Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 257Α παρεῖσ’ ἐμαυτὴν Σοφ. Ἠλ. 819˙ π. ἀπ’ ὀμμάτων πέπλον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1203˙ τὸ μάργον ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 310.- Παθ., ἡ δὲ παρείθη μήρινθος ποτὶ γαῖαν, τὸ σχοινίον ἐκρεμάσθη κάτω πρὸς τὴν γῆν, ἢ παραλυθὲν ἔπεσεν ἐπὶ τὴν γῆν, Ἰλ. Ψ. 868. ΙΙ. παρέρχομαι, ἀφίνω, παραλείπω, ἐῶ, Λατ. omitto, πᾶν ἔθνος καταστρεφόμενος καὶ οὐδὲν παριεὶς Ἡρόδ. 1. 177˙ παρεὶς κλύδων’ ἔφιππον ἐν μέσῳ κυκώμενον Σοφ. Ἠλ. 732, πρβλ. Δημ. 314. 20˙ ἄρρητον π. τι Πλάτ. Νόμ. 754Α. 2) παρέρχομαί τι χωρὶς νὰ δώσω προσοχήν, παραμελῶ, ἀφίνω κατὰ μέρος, ὡς τὸ ἐάω, Λατιν. praetermittere, τι Πινδ. Π. 1. 165, Ἡρόδ. 1. 14, Αἰσχύλ. Ἀγ. 291 (ἔνθα ὅμως δύναται νὰ σημαίνῃ, μετέδωκε, μετεβίβασε), Χο. 925, 1032, Σοφ. Ἀντ. 1193, κτλ.˙ τοὐμὸν παριείς, ἀφίνων κατὰ μέρος πᾶσαν περὶ ἐμοῦ φροντίδα καὶ σκέψιν, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 688 (ὡς ὁ Schneidewin,- ἀλλ’ ἴσως συναπτέον: τοὐμὸν παριεὶς.. κέαρ ἐν τῇ σημασίᾳ ΙΙΙ, ἐξασθενῶν, ἀδυνατίζων τὸν σκοπόν, τὴν πρόθεσιν τῆς καρδίας μου)˙ τὰ παθήματα.. παρεῖσ’ ἐάσω ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 363˙ οὕτως ἐν τῷ παθ., παίδων πόθος παρεῖτο ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 545˙ μηδαμῆ παρεθῆναι Δημ. 548. 29˙ πρβλ. Valck. Diatr. σελ. 71˙ - μετ’ ἀπαρ., παραλείπω νὰ πράξω, δὲν πράττω τι, Πλάτ. Φαῖδρος 235Ε, Πλουτ. Ρωμ. 17, κτλ.˙ καὶ μετ’ ἐπαναλαμβανομένης ἀρνήσεως, μὴ παρῇς τὸ μὴ οὐ φράσαι Σοφοκλ. Ο. Τ. 283˙ ὡσαύτως μετὰ μετοχ., οὐ παρίει σείων Παυσ. 3. 5, 9˙ - ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, παραμελῶ, Δίων Κ. 60. 2, κτλ. 3) ἐπὶ χρόνου, ἀφίνω νὰ παρέλθῃ, τὸν χειμῶνα Ἡρόδ. 1. 77˙ ἕνδεκα νύκτας 7. 183˙ νύκτα μέσην 8. 9˙ τὸν καιρὸν Θουκ. 4. 27, κτλ. ΙΙΙ. μετριάζω, χαλαρώνω, ἐλαττώνω, γόον, πόθον, χόλον Εὐρ. Ἱκ. 111, Τρῳ. 645, Ι. Α. 1609, κτλ., ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 2˙- ὡσαύτως ἀμεταβ., π. ὑπέρ τινος Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 1, 2˙ περί τινος Πολύβ. 2. 59, 3˙ οἶνος παρίησι, ἀδυνατίζει, Διογ. Λ. 9. 86. - Παθητ., παραλύομαι, ἐξασθενοῦμαι, ἐξαντλοῦμαι, κόπου δ’ ὕπο..παρεῖται Εὐρ. Βάκχ. 635˙ κόπῳ παρεῖμαι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 852˙ παρειμένος νόσῳ ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 879˙ ὕπνῳ ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 587˙ γήρᾳ Πλάτ. Νόμ. 931C˙ σώμασι παρειμέναι Εὐρ. Βάκχ. 682˙ καὶ δὴ παρεῖται σῶμα ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 1070˙ τὰ σώματα παρειμένοι Διόδ. 14. 105˙ ὥστε καὶ τοῦ σώματός τι παρεθῆναι Δίων Κ. 68. 33· πρβλ. παρατείνω Ι. 2. 2) τοῦ ποδὸς παριέναι, ἴδε ἐν λ. ποὺς ΙΙ. 2 - οὕτως ἴσως μεταφορ., τοῦ μετρίου παρείς, ἀφεὶς τὸ μέτριον, παραμελῶν αὐτό, Σοφ. Ο. Κ. 1212· παρέντα τοῦ ἐγκωμιάζειν Πλάτ. Φαῖδρ. 235Ε. 2) μετριάζω, Λατ. condonare, τιμωρίαν Λυκοῦργ. 148. 41· συγχωρῶ, τὴν συμφορὰν Ἀριστοφ. Βάτρ. 699. IV. παραχωρῶ, ἀφίνω, παραδίδω, Λατ. concedere, permittere, νίκην τινί Ἡρόδ. 6. 103, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 943, Εὐρ. Φοίν. 524· ἑαυτὸν κυμάτων δρομήμασιν ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 688· ἃς οἱ πατέρες παρέδοσαν μελέτας ... μὴ παρῶμεν, μὴ παραβλέψωμεν. Θουκ. 1. 85· π. τινὶ τὴν ἀρχὴν ὁ αὐτ. 6. 23· τιμάς Ἀριστ. Πολιτ. 3. 14, 13, πρβλ. 7. 3, 4 - ἀφίνω τι εἰς ἄλλον, σοὶ παρεὶς τάδε Σοφ. Φιλ. 132· μὴ παρῇς σαυτοῦ βροτοῖς ὄνειδος, καὶ μὴ δώσῃς αἰτίαν εἰς τοὺς ἀνθρώπους νὰ σὲ ὀνειδίζωσιν, αὐτόθι 967· Θησεῦ, τὸ σὸν γενναῖον ἐν σμικρῷ λόγῳ παρῆκεν ὥστε βραχέα μοι δεῖσθαι φράσαι, μὲ ἀπήλλαξε τῆς ἀνάγκης νὰ εἴπω πολλά, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 570. - Μέσ., ἐγκαταλείπω παρίεσθαι δὲ δεῖ συμμαχίαν, ὅταν μὴ ἀνάγκη τις ᾖ ποιεῖσθαι αὐτήν Ἀριστ. Ρητορ. πρὸς Ἀλέξ. 39. 17, Δίων Κάσ. 39. 23, κτλ. 2) ἐπιτρέπω, ἀφίνω, μετὰ δοτ. προσώπ. καὶ ἀπαρέμφ., ἄλλῳ δὲ παρήσομεν οὐδενὶ ναυμαχήσειν Ἡρόδ. 7. 161, προβλ. Σοφ. Ἠλ. 1482, Ἀριστοφ. Ἱππ. 311, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 13 - ὡσαύτως μεθ᾿ ὑποτ., πάρες ὑπερβῶ, ἄφες με νὰ …, Εὐρ. Ἀποσπ. 310· ἀπολ., νοουμένου τοῦ ἀπαρεμφ. Σοφ. Ο. Κ. 591, Πλάτ. Συμπ. 199C, κτλ. V. ἐπιτρέπω τινὶ τὴν διάβασιν, ἀφίνω νὰ διαβῇ ἢ εἰσέλθῃ, παραδέχομαι, οὐδεὶς ὅστις οὐ παρήσει [ἡμᾶς] Ἡρόδ. 3. 72, πρβλ. 4. 146· βαρβάρους π. ἐς τὴν Ἑλλάδα, ἐπὶ τὴν Ἑλ. ὁ αὐτ. 8. 15., 9. 1· Ἄδραστον εἰς γῆν π. Εὐρ. Ἱκέτ. 468· λόγον π. εἰς ... Πλάτ. Πολ. 561Β· μὴ παρίωμεν εἰς τὴν ψυχήν, ἂς μὴ παραδεχθῶμεν [τὴν γνώμην], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 90Ε· οὕτω παθ. πρκμ. μετὰ μέσ. σημασ., βαρβάρους εἰς τὰς ἀκροπόλεις παρεῖνται, ἔχουσι δεχθῆ βαρβ. εἰς …, Δημ. 194. 27. VI Τὸ μέσ. ἔχει ὡσαύτως τὴν ἔννοιαν τοῦ παραιτεῖσθαι, προσπαθῶ νὰ κερδήσω τὴν εὔνοιάν τινος, νὰ ἑλκύσω τινὰ πρὸς τὸ μέρος μου, μετὰ γεν. προσ. Πλάτ. Ἀπολλ. 17C· ἀλλ᾿ ὅμως καὶ μετ᾿ αἰτ., ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 742Β, 951Α. 2) αἰτοῦμαί τι παρά τινος, αἰτοῦμαι συγγνώμην ἢ χάριν τινά, οὐδέν σου παρίεμαι, δὲν ζητῶ παρὰ σοῦ τίποτε, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 341C. οὐκ ἂν παρείμην οἷσι μὴ δοκῶ φρονεῖν, δὲν θὰ ἐζήτουν οὐδεμίαν χάριν, οὐδόλως θὰ ὑπεχώρουν εἰς αὐτούς, Σοφ. Ο. Κ. 1666· οὕτω, παριέμεσθα καί φαμεν κακῶς φρονεῖν, αἰτοῦμαι συγγνώμην..., Εὐρ. Μήδ. 892.
French (Bailly abrégé)
f. παρήσω, ao. παρῆκα, pf. παρεῖκα;
Pass. ao. παρείθην, pf. παρεῖμαι;
1 lâcher, laisser tomber ; Pass. tomber;
2 relâcher ; Pass. tomber, défaillir ; fig. relâcher, abattre, énerver, acc. ; Pass. être abattu, être accablé (par le sommeil, la maladie, la vieillesse, etc.);
3 laisser entrer, laisser pénétrer, acc. ; fig. admettre : τι εἰς τὴν ψυχήν PLAT faire entrer dans l’âme (qqe sentiment, qqe désir, etc.);
4 céder, abandonner : τί τινι qch à qqn;
5 permettre, accorder : τινί τι qch à qqn;
6 laisser passer, laisser s’écouler : τὸν καιρόν THC laisser passer l’occasion;
7 laisser de côté ; ne pas tenir compte de, ne pas faire attention à ; particul. omettre, négliger;
Moy. παρίεμαι (f. παρήσομαι, ao. παρηκάμην, etc.);
1 laisser entrer auprès de soi, introduire ou admettre auprès de soi : τινα εἰς τὰς ἀκροπόλεις DÉM qqn dans les forteresses;
2 demander avec instance, solliciter, acc.;
3 accorder, concéder.
Étymologie: παρά, ἵημι.
English (Autenrieth)
let go by the side, only aor. pass., παρείθη, hung down, Il. 23.868†.
English (Slater)
παρῐημι
1 pass over μὴ παρίει καλά (P. 1.86)
English (Strong)
from παρά and hiemi (to send); to let by, i.e. relax: hang down.
English (Thayer)
2nd aorist infinitive παρεῖναι (L T Tr WH); perfect passive participle παρειμένος; from Homer down;
1. to let pass; to pass by, neglect (very often in Greek writings from Pindar, Aeschyl, Herodotus down), to disregard, omit: τί, R G ἀφιέναι) (ἁμαρτήματα, to pass oreo, let go unpunished, τιμωρίαν, Lycurgus, 148,41)).
2. to relax, loosen, let go (see παρά, IV:2) (e. g. a bow); perfect passive participle παρειμένος, relaxed, unstrung, weakened, exhausted (Euripides, Plato, Diodorus, Plutarch, others): χεῖρες, ἀργοί καί παρείμενοι ἐπί ἀργόν ἀγαθόν, Clement of Rome, 1 Corinthians 34,4 [ET] cf. 1. Cf. παραλύω.
Greek Monolingual
Α
1. αφήνω κάτι να πέσει δίπλα ή κοντά σε κάτι
2. αφήνω να πέσει κάτι από αμέλεια
3. παρέρχομαι, παραλείπω κάτι
4. περνώ κάτι χωρίς να το προσέξω, αδιαφορώ για κάτι («τά παθήματα παρεῑσ' ἐάσω», Σοφ.)
5. παραμελώ να κάνω κάτι («παρέντα τοῡ μὲν τὸ φρόνιμον ἐγκωμιάζειν, τοῡ δὲ τὸ ἄφρον ψέγειν», Πλάτ.)
6. (για τον χρόνο) αφήνω να περάσει
7. χαλαρώνω, μετριάζω την ένταση
6. παραλύω, αδυνατίζω («οἶνος παρίησι», Διογ. Λαέρ.)
9. μετριάζω, λιγοστεύω («λύπης δ' ἀφαίρει καὶ πόσει πάρες χόλον», Ευρ.)
10. εγκαταλείπω, παρατώ κάτι («ἅς οἱ πατέρες... ἡμῑν παρέδοσαν μελέτας... μὴ παρῶμεν», Θουκ.)
11. παύω να μεταχειρίζομαι κάτι
12. (σχετικά με ποινή) καθιστώ πιο ήπια, τήν ελαφρύνω
13. συγχωρώ σε κάποιον μία πράξη του
14. παραδίδω, παραχωρώ
15. δίνω το δικαίωμα σε κάποιον να κάνει κάτι, του επιτρέπω («ἄλλω δὲ παρήσομεν οὐδενὶ ναυαρχέειν», Ηρόδ.)
16. επιτρέπω τη διέλευση ή την είσοδο κάποιου σε έναν χώρο
17. (μεσ. και παθ.) παρίεμαι
α) εξασθενώ, αδυνατίζω
β) απαλλάσσομαι από υποχρέωση
γ) παραιτούμαι από αξίωμα, δικαίωμα
δ) (για πανδοχέα) δέχομαι πελάτη)
ε) επιζητώ, επιδιώκω την εύνοια κάποιου
στ) ζητώ κάτι από κάποιον, εκλιπαρώ
ζ) ζητώ συγνώμη για κάτι
η) απαιτώ, αξιώνω («τοῡτο ἡμῶν δέομαι καὶ παρίεμαι», Πλάτ.)
18. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) παρειμένος
α) ο παραλυμένος σωματικά
β) ο νωθρός πνευματικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἵημι «ρίπτω, αφήνω»].
Greek Monotonic
παρίημι: βʹ ενικ. παριεῖς, μέλ. παρήσω, αόρ. αʹ παρῆκα, γʹ πληθ. αορ. βʹ παρεῖσαν, μτχ. παρείς, παρακ. παρεῖκα — Παθ., αορ. αʹ παρείθην, απαρ. παρεθῆναι, αόρ. βʹ παρείμην, παρακ. παρεῖμαι·
I. αφήνω κάτι να παραπέσει, αφήνω να πέσει, να περάσει, σε Σοφ., Ευρ. — Παθ., παρείθη ποτὶ γαῖαν, χαμήλωσε, πλησίασε τη γη, σε Ομήρ. Ιλ.
II. 1. παραβλέπω, παραμελώ, παραλείπω, αποκλείω, Λατ. omitto, σε Ηρόδ., Σοφ.
2. αγνοώ, αψηφώ, αδιαφορώ, εγκαταλείπω, Λατ. praetermittere, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· τὰ παθήματα παρεῖσ' ἐάσω, σε Σοφ.· ομοίως στην Παθ., πόθος παρεῖτο, στον ίδ.· παρεθῆναι, σε Δημ.
3. με απαρ., παραλείπω, αμελώ να κάνω, σε Πλάτ. κ.λπ.· και με άρνηση επαναλαμβανόμενη, μὴ παρῇς τὸ μὴ οὐ φράσαι, σε Σοφ.
4. λέγεται για τον χρόνο, αφήνω να περάσει, να διαβεί, τὸν χειμῶνα, σε Ηρόδ.· τὸν καιρόν, σε Θουκ.
III. 1. χαλαρώνω, ελαττώνω, μετριάζω, γόον, χόλον, σε Ευρ. — Παθ., παραλύω, εξασθενίζω, εξαντλούμαι, στον ίδ.
2. τοῦ ποδὸς παριέναι, λασκάρω το σχοινί του ιστίου, βλ. πούς, II. 2· ομοίως μεταφ., τοῦ μετρίου παρείς, χάνω την αίσθηση του μέτρου, το εγκαταλείπω, σε Σοφ.
3. μειώνω την τιμωρία, συγχωρώ, εξιλεώνω, σε Αριστοφ.
IV. 1. υποχωρώ, παραχωρώ, Λατ. concedere, νίκην τινί, σε Ηρόδ., Αττ.· αφήνω κάτι σε κάποιον άλλο, σοὶπαρεὶς τάδε, σε Σοφ.· παρῆκεν ὥστε βραχέα μοι δεῖσθαι φράσαι, με απάλλαξε απ' το να πω πολλά, στον ίδ.
2. επιτρέπω, αφήνω, δίνω την άδεια, με δοτ. προσ. και απαρ., ἄλλῳ παρήσομεν ναυμαχήσειν, σε Ηρόδ.· απόλ. με ενν. απαρ., σε Σοφ.
V. επιτρέπω να περάσει, αφήνω να περάσει, επιτρέπω την είσοδο, αποδέχομαι, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· ομοίως, Παθ. παρακ. με Μέσ. σημασία, βαρβάρους εἰς τὰς ἀκροπόλεις παρεῖνται, τους έχουν επιτρέψει τη διάβαση μέσα στις ακροπόλεις τους, σε Δημ.
VI. 1. Μέσ., παρίεσθαί τινα, προσπαθώ να κερδίσω την εύνοια κάποιου, να αποσπάσω τη συγκατάθεσή του, εξασφαλίζω τη συναίνεσή του, σε Σοφ., Πλάτ.
2. ικετεύω, εκλιπαρώ για συγχώρεση, οὐδέν σου παρίεμαι, δεν ζητώ τίποτα από εσένα, σε Πλάτ.· ζητώ μια χάρη, στον ίδ.· παριέμεσθα, ζητάμε συγγνώμη, σε Ευρ.