εἰρήνη

From LSJ
Revision as of 12:48, 6 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2"> ([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to " $1")

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰρήνη Medium diacritics: εἰρήνη Low diacritics: ειρήνη Capitals: ΕΙΡΗΝΗ
Transliteration A: eirḗnē Transliteration B: eirēnē Transliteration C: eirini Beta Code: ei)rh/nh

English (LSJ)

(v. infr.), ἡ, A peace, Od.24.486, etc.; ἐπ' εἰρήνης in time of peace, Il.2.797; ἔθηκε πᾶσιν εἰ. φίλοις A.Pers.769; εἰ. τἀκεῖθεν τέκνοις on that side they have peace, have naught to fear, E.Med.1004; εἰ. γίγνεται peace is made, Hdt.1.74: hence later, a peace, treaty of peace, ἡ βασιλέως εἰ. IG22.103.24, etc.; εἰ. ποιεῖν 'Αρμενίοις καὶ Χαλδαίοις make peace between... X.Cyr.3.2.12; εἰ. ποιεῖσθαι And.3.8, Aeschin. 2.77; εἰ. κατεργάζεσθαι, πράττειν, And.3.8,17; διαπράξασθαι X.HG 6.3.4; εἰρήνης δεῖσθαι ib.2.2.13; εἰρήνην δέχεσθαι to accept it, ib. 22; λαβεῖν And.3.7; εἰ. ἄγειν keep peace, be at peace, Ar.Av.386, etc.; πρὸς ἀλλήλους Pl.R.465b; εἰ. ἄγειν (v.l. ἔχειν) enjoy peace, X.An.2.6.6; λύειν break it, D.18.71; πολλὴ εἰ. τινὸς γίγνεται profound peace, Pl. R.329c; ἐν εἰρήνῃ λέγειν, τὸν βίον διάγειν, Id.Smp.189b, R.372d; πόλεμον εἰρήνης χάριν [αἱρεῖσθαι] Arist.Pol.1333a35; εἰρήνης ἄρξας, = εἰρηναρχήσας, IGRom.3.784, cf. 452. II the goddess of peace, daughter of Zeus and Themis, Hes.Th.902, cf. Pi.O.13.7, B.Fr.3.1, IG3.170, Plu.Cim.13, etc. III Pythag. name for three, Theol.Ar. 16; for six, ib.37. IV Hebraism in LXX, ἐρωτῆσαί τινα εἰς εἰρήνην greet a person, inquire after their health, Jd.18.15, 1 Ki.17.22; ἐρ. τινὰ τὰ εἰς εἰ. ib.10.4; so ἐπερωτᾶν εἰς εἰ. τοῦ πολέμου 2 Ki.11.7; in salutations, εἰ. σοι; 4 Ki.4.26, cf. Ev.Luc.24.36, al.; εἰ. ἡ εἴσοδός σου 3 Ki.2.13. (ϝειράνα IG5(1).1509 (Sparta, iv B. C., dub.); ἰράνα ib.4.917 (Epid.), 12(3).29.12 (Telos); cf. Boeot. πολέμω καἰράνας ib.7.2407, but Cret. πολέμω χ[ἰ]ρήνας GDI5018.5; εἰρήνα Pi.l.c., B.l.c., SIG241.80 (Delph., iv B. C.), later εἰράνα IG5(1).935.14 (ii B. C.).)

German (Pape)

[Seite 735] ἡ (εἴρω), dor. εἰράνα, böot. ἰράνα, der Friede, die Friedenszeit, Hom. u. Folgde überall; ἐπ' εἰρήνης Il. 2, 797; εἰρήνην ποιεῖν Ἀρμενίοις καὶ Χαλδαίοις, Frieden stiften zwischen den Armeniern u. Chaldäern, Xen. Cyr. 3, 2, 12; εἰρήνην ποιεῖσθαι, (für sich) Frieden machen, Aesch. 2, 77; εἰρήνης γενομένης, als Friede geworden, Plat. u. A.; auch πράττειν, κατεργάζεσθαι, zu Stande bringen, Dem.; διαπράττεσθαι, Xen. Hell. 2, 2, 13; εἰρήνην ἄγειν, Frieden halten, πρὸς ἀλλήλους Plat. Polit. 307 e; Rep. V, 465 b; τινί, Ar. Av. 386; εἰρήνην ἔχειν, Xen. An. 2, 6, 6; von σπονδαί unterschieden, Andoc. 3, 11; πολλὴ εἰρήνη, tiefer Frieden, Xen. Übertr., Ruhe, τῶν τοιούτων ἐν γήρᾳ πολλὴ εἰρήνη γίγνεται καὶ ἐλευθερία Plat. Rep. I, 329 c; ἐν εἰρήνῃ λέγειν, ruhig sagen, Conv. 189 b. – Personificirt, die Friedensgöttinn, Tochter des Zeus u. der Themis, Hes. Th. 902. S. nom. propr.

Greek (Liddell-Scott)

εἰρήνη: ἡ, ἡ εἰρήνη, καρὸς εἰρήνης, Ὁμ., κλ. (Περὶ τῆς διαφορᾶς αὐτῆς ἀπὸ τῶν σπονδῶν ἴδε Ἀνδοκ. 24. 40)· ἐπ’ εἰρήνης, ἐν καιρῷ εἰρήνης, Ἰλ. Β. 797· ἔθηκε πᾶσιν εἰρήνην φίλοις Αἰσχύλ. Πέρσ. 769· εἰρήνη δὲ τἀκεῖθεν τέκνοις, τὰ ἐξ ἐκείνου τοῦ μέρους ἔχουσιν εἰρηνικῶς τοῖς τέκνοις, ὥστε οὐδὲν πρέπει νὰ φοβῶνται, Ε’θρ. Μήδ. 1004· φράσεις ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ: εἰρήνη γίγνεται Ἡρόδ. 1. 74· εἰρήνην ποιεῖν Ἀρμενίοις καὶ Χαλδαίοις, μεταξὺ Ἀρμ. καὶ Χαλδ., Ξεν. Κύρ. 3. 2, 12· εἰρήνην ποιεῖσθαι Αἰσχίν. 38. 12· εἰρ. κατεργάζεσθαι, πράττειν, Ἀνδοκ. 24. 26, 25. 30· διαπράττεσθαι Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 4· εἰρήνης δεῖσθαι, αὐτόθι 2. 2, 13· εἰρήνην δέχεσθαι, συχνὰ παρὰ Ξεν.· λαβεῖν Ἀνδοκ. 24. 18· εἰρ. ἄγειν, εἶναι, διάγειν ἐν εἰρήνῃ τινὶ πρός τινα μετά τινος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 386· πρός τινα Πλάτ. Πολ. 465Β· εἰρ. ἔχειν, ἀπολαύειν εἰρήνης, Ξεν. Ἀν. 2. 6, 6· λύειν, διαλύειν, Δημ. 248. 21· πολλὴ εἰρήνη, μεγάλη, Πλάτ. Πολ. 329C· ἐν εἰρήνῃ, εἰρηνικῶς, ὁ αὐτ. Συμπ. 189Β, Πολ. 372D· πόλεμον εἰρήνης χάριν αἱρεῖσθαι Ἀριστ. Πολ. 7. 14, 13. ΙΙ. ἡ θεὰ Εἰρήνη, θυγάτηρ τοῦ Διὸς καὶ τῆς Θέμιδος, Ἡσ. Θ. 902· λατρευομένη ἐν Ἀθήναις ἀπὸ τοῦ 449 π. Χρ., Πλούτ. Κίμ. 13. (Εἶναι ἀμφίβολον ἂν παράγεται ἐκ τοῦ εἴρω (sero), συνδέω, συνάπτω, ἢ τοῦ εἴρω, λέγω).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
paix : ἐπ’ εἰρήνης IL en paix ; εἰρήνην ποιεῖσθαι ESCHN, διαπράττεσθαι XÉN conclure la paix ; εἰρήνην ἔχειν XÉN être en paix ; au sens mor. paix, calme de l’âme, de l’esprit.
Étymologie: DELG prob. emprunt préhell.

English (Autenrieth)

(εἴρηται): peace; ἐπ· εἰρήνης, ‘in time of peace.’

English (Strong)

probably from a primary verb eiro (to join); peace (literally or figuratively); by implication, prosperity: one, peace, quietness, rest, + set at one again.

English (Thayer)

εἰρήνης, ἡ (apparently from εἴρω, to join; (others from εἴρω equivalent to λέγω; Etym. Magn. 803,41; Vanicek, p. 892; Lob. Path. Proleg., p. 194; Benfey, Wurzellex. ii., p. 7)), the Sept. chiefly for שָׁלום; (from Homer down); peace, i. e.
1. a state of national tranquility; exemption from the rage and havoc of war: πολλή εἰρήνη, τά (WH text omits τά) πρός εἰρήνην, things that look toward peace, as an armistice, conditions for the restoration of peace αἰτεῖσθαι εἰρήνην, ἔχειν εἰρήνην, of the church free from persecutions, peace between individuals, i. e. harmony, concord: Buttmann, 125 (109)); ἐν εἰρήνη, where harmony prevails, in a peaceful mind, ὁδός εἰρήνης, way leading to peace, a course of life promoting harmony, μετ' εἰρήνης, in a mild and friendly spirit, ποιεῖν εἰρήνην, to promote concord, ζητεῖν, διώκειν, μετά πάντων added, τά τῆς εἰρήνης διώκειν, Buttmann, 95 (83); Winer s Grammar, 109 (103 f)). Specifically, good order, opposed to ἀκαταστασία, שָׁלום, security, safety, prosperity, felicity, (because peace and harmony make and keep things safe and prosperous): εἰρήνη καί ἀσφάλεια, opposed to ὄλεθρος, ἐν εἰρήνη ἐστι τά ὑπάρχοντα, αὐτοῦ, his goods are secure from hostile attack, ὕπαγε εἰς εἰρήνην, πορεύου εἰς εἰρήνην לְשָׁלום לֵך depart into a place or state of peace; (cf. Buttmann, 184 (160))); πορεύεσθαι ἐν εἰρήνη, ὑπάγετε ἐν εἰρήνη, go in peace, i. e. may happiness attend you; ἀπολύειν τινα μετ' εἰρήνης, to dismiss one with good wishes, ἐν εἰρήνη, with my wish fulfilled, and therefore happy, ἀπολύω, 2a.); προπέμπειν τινα ἐν εἰρήνη free from danger, safe, לְך שָׁלום (εἰρήνη τῷ οἴκῳ τούτῳ, let peace, blessedness, come to this household, υἱός εἰρήνης, worthy of peace (cf. Winer s Grammar, § 34,3 N. 2; Buttmann, 161 f (141)), ἐλθέτω ἡ εἰρήνη ἐπ' αὐτόν, let the peace which ye wish it come upon it, i. e. be its lot, ἐπαναπαήσεται ἡ εἰρήνη ὑμῶν ἐπ' αὐτόν, ἡ εἰρήνη ὑμῶν πρός ὑμᾶς ἐπιστραφήτω, let your peace return to you, because it could not rest upon it, i. e. let it be just as if ye had not uttered the wish, the Messiah's peace: ὁδός εἰρήνης, the way that leads to peace (salvation), εἰρήνης ἐν οὐρανῷ, peace, salvation, is prepared for us in heaven, εὐαγγελίζεσθαι εἰρήνην, ἐν εἰρήνη namely, ὄντες; is used of those who, assured of salvation, tranquilly await the return of Christ and the transformation of all things which will accompany that event, πληροῦν πάσης ... εἰρήνης ἐν τῷ πιστεύειν, L marginal reading ἐν πιστεύειν εἰρήνη)); ἔχειν ἐν Χριστῷ εἰρήνην (opposed to ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἔχειν), ἔχειν εἰρήνην πρός τόν Θεόν, with God, εἰρήνη πρός τινα, Plato, rep. 5, p. 465b.; cf. Diodorus 21,12; cf. Meyer on Romans , the passage cited; Winer's Grammar, 186 (175); 406 (379))); εὐαγγελίζεσθαι εἰρήνην, R G Tr marginal reading in brackets); τό εὐαγγέλιον τῆς εἰρήνης, εἰρήνην ἀφίημι κτλ., ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, which comes, from Christ, θεοῦ; τοῦ Θεοῦ, Winer s Grammar, 186 (175)). Comprehensively, of every kind of peace (blessing), yet with a predominance apparently of the notion of peace with God, εἰρήνη is used — in the salutations of Christ after his resurrection, εἰρήνη ὑμῖν (לָכֶם שָׁלום, T omits; WH reject the clause); ὁ κύριος τῆς εἰρήνης, the Lord who is the author and promoter of peace, ὁ Θεός τῆς εἰρήνης Herzog iv., p. 596f under the words Friede mit Gott; Weiss, Biblical Theol. d. N. T. § 83b.; (Otto in the Jahrbb. fur deutsch. Theol. for 1867, p. 678ff; cf. Winer's Grammar, 549 (511)).
6. of the blessed state of devout and upright men after death (Romans 2:10.

Greek Monolingual

η (AM εἰρήνη)
1. κατάσταση ηρεμίας και φιλικής σχέσης μεταξύ ατόμων, ομάδων, κρατών («οι τόποι επερνούσαν με ειρήνην», «εν καιρώ ειρήνης»)
2. συμφωνία, συνθήκη για τον τερματισμό του πολέμου («η υπογραφή της ειρήνης μεταξύ δύο κρατών», «ποιήσαντες εἰρήνην μετὰ τῶν ἐν τῷ κάστρῳ», «εἰρήνην ποιεῑν Ἀρμενίοις καὶ Χαλδαίοις»)
3. γαλήνη, ηρεμία (α. «ἔζησε ἐν εἰρήνῃ» β. «ἐν εἰρήνῃ» [[[συνήθως]] επιτάφια επιγραφή]
γ. «εἰρήνη καὶ ἔλεος παρά Θεοῡ»)
μσν.- νεοελλ.
φρ.
1. «ἄγγελος εἰρήνης» — προστάτης άγγελος που παρέχει ψυχική γαλήνη
2. «Θεὸς εἰρήνης» — ο Θεός που διδάσκει τους ανθρώπους να έχουν ειρήνη μεταξύ τους
3. «λόγοι εἰρήνης» — συμφιλιωτικοί λόγοι
4. «εἰς ὁδὸν εἰρήνης» — συνήθης ευχή αποχαιρετισμού εκ μέρους επισκόπου, ηγουμένου, πρωθιερέα κ.λπ. προς κατώτερό του κληρικό ή προς λαϊκό·

Greek Monotonic

εἰρήνη: ἡ, ειρήνη, περίοδος, καιρός ειρήνης, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐπ' εἰρήνης, σε καιρό ειρήνης, σε Ομήρ. Ιλ.· εἰρ. γίγνεται, γίνεται ειρήνη, σε Ηρόδ.· εἰρήνην ποιεῖν ή ποιεῖσθαι, κάνω ειρήνη· εἰρ. ἄγειν, διατηρώ, προστατεύω την ειρήνη, σε Αριστοφ.· λύειν, την σπάζω, την παραβιάζω, σε Δημ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

εἰρήνη: поэт. εἰρήνα, дор. εἰράνα (ρᾱ) ἡ мир, мирная жизнь (περὶ πολέμου καὶ εἰρήνης συμβουλεύειν Arst.): εἰρήνην ἔχειν Xen., Plut. вести мирную жизнь; εἰρήνην ἄγειν πρός τινα Xen., Plat. жить в мире с кем-л.; ἐπ᾽ εἰρήνης Hom. в мирное время; ἐν εἰρήνῃ Plat. мирно, спокойно; εἰρήνην ποιεῖν τινι καί τινι Xen. мирить кого-л. с кем-л.; εἰρήνην διαπράττεσθαι Xen., ποιεῖσθαι Aeschin., κατεργάζεσθαι или πράττειν Dem. заключать мир.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: peace, time of peace (Il.), cf. Trümpy Fachausdrücke 183ff., later peace-treaty, in the LXX also (wish) of blessing as Hebraism (Wackernagel IF 31, 263f. = Kl. Schr. 2, 1240f.); as name of a goddess daughter of Zeus and Themis (Hes.).
Other forms: ἰράνα (Dor., Boeot., Arc. etc.), also ἰρήνα (Gort. IIa: χ[ἱ]ρήνας gen.; asp. sec.), ἰρείνα Thess.), εἰρήνα (Delph. IVa, Pi., B.), εἰράνα (NWGgr. etc.), εἴρηνα (Aeol., gramm.), Εἰρήνα, -άνη (EN, Lycia)
Compounds: As 1. member in εἰρηνο-ποιός (X.) a. o.
Derivatives: εἰρηναῖος peaceful (Hdt.), εἰρηνικός belonging to peace (Att. hell.; after πολεμικός; Chantraine, Études sur le vocab. grec 151); denomin. verb εἰρηνεύω keep peace, live in peace (Pl.) with εἰρήνευσις (Iamb.), εἰρηνέω id. (Arist., after πολεμέω). - On the Lacon. PN Ϝειράνα s. Kretschmer Glotta 7, 332, Bechtel Ἀντίδωρον 155.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The many dialect forms cannot be combined under one form but must be loans with incomplete adaptation (Leumann Hom. Wörter 277 w. n. 27). The original anlaut is perh. after a hesitating suggestion of Wackernagel IF 25, 327 n. 1 (Kl. Schr. 1023 a. 1) a in Ionic and elsewhere pronounced open ἰρ-, which was in Attic first rendered by ἐ-, later by εἰρ-; the Attic orthography became dominant. The meaning of -ρήνη, -ράνα etc. is uncertain; cf. Schwyzer 189. - No etymology; Pre-Greek origin is very prob. already because of the ending (Ἀθήνη, Μυκήνη etc.); thus e. g. Chantraine Formation 206). - Further see Brugmann and Keil Sächs. Ber. 68 : 3, 4 (1916); Kretschmer Glotta 10, 238f.; further Trümpy l.c.

Middle Liddell

εἰρήνη, ἡ,
peace, time of peace, Hom., etc.; ἐπ' εἰρήνης in peace, Il.; εἰρ. γίγνεται peace is made, Hdt.; εἰρήνην ποιεῖν or ποιεῖσθαι to make a peace; εἰρ. ἄγειν to keep peace, Ar.; λύειν to break it, Dem. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

εἰρήνη: (ion. att., seit Il.),
{eirḗnē}
Forms: ἰράνα (dor., böot., ark. usw.), außerdem ἰρήνα (gort. IIa: χ[ἱ]ρήνας Gen.; Hauch sekundär), ἰρείνα thess.), εἰρήνα (delph. IVa, Pi., B.), εἰράνα (nwgr. usw.), εἴρηνα (äol., Gramm.), Εἰρήνα, -άνη (EN, Lykien)
Grammar: f.
Meaning: Friedenszustand, Friedenszeit (vgl. Trümpy Fachausdrücke 183ff.), später Friedensvertrag, in d. LXX auch ‘Heil(wunsch)’ als Hebraismus (Wackernagel IF 31, 263f. = Kl. Schr. 2, 1240f.); als Göttinnenname Tocher d. Zeus u. d. Themis (Hes. usw.).
Composita : Als Vorderglied in εἰρηνοποιός (X.) u. a.
Derivative: Ableitungen: εἰρηναῖος friedlich (Hdt., Th. u. a.), εἰρηνικός zum Frieden gehörig, friedlich (att. hell. usw.; nach πολεμικός; Chantraine Études sur le vocab. grec 151); denominatives Verb εἰρηνεύω Frieden halten, im Frieden leben (Pl., Arist. usw.) mit εἰρήνευσις (Iamb.), εἰρηνέω ib. (Arist. u. a., nach πολεμέω). — Über den lakon. EN ϝειράνα s. Kretschmer Glotta 7, 332, Bechtel Ἀντίδωρον 155.
Etymology : Die bunten Dialektformen lassen sich nicht rein lautlich unter einer Grundform vereinigen sondern müssen als Entlehnungen mit unvollkommener Anpassung an den betreffenden Heimatdialekt erklärt werden (Leumann Hom. Wörter 277 m. A. 27 und Lit.). Als ursprünglicher Anlaut ist vielleicht nach einer zögernden Vermutung von Wackernagel IF 25, 327 A. 1 (Kl. Schr. 1023 A. 1) ein im Ionischen und anderswo offen ausgesprochenes ἰρ- anzusetzen, das im Attischen zuerst durch ἐ-, dann durch εἰρ- wiedergegeben wurde; die attische Orthographie wurde in der Literatur und auch in gewissen anderen Dialekten maßgebend. Die Beurteilung von -ρήνη, -ράνα usw. ist strittig; vgl. Schwyzer 189 m. Lit. — Ohne Etymologie (abzulehnen Brugmann [s. unten]: mit εἴρη und εἰρήν zu ἀραρίσκω); vorgriechische Herkunft ist schon wegen der Endung (Ἀθήνη, Μυκήνη usw.) sehr wahrscheinlich (so z. B. Chantraine Formation 206). — Näheres zur Wortgeschichte Brugmann und Keil Sächs. Ber. 68 : 3, 4 (1916); Kretschmer Glotta 10, 238f.; weitere Lit. bei Trümpy a. a. O.
Page 1,467

Chinese

原文音譯:e„r»nh 誒雷尼
詞類次數:名詞(92)
原文字根:和平 相當於: (שָׁלֹום‎)
字義溯源:平安*,和平,太平,和睦,和息,安靜,安然,安全,健康,和(好);或出自(εἰρηνοποιός)X=連接*)。人因著犯罪與神為仇,沒有和平( 西1:21)。主耶穌降生,是要把平安帶到地上;並且主自己就是我們的和睦( 弗2:14),主的福音也叫作和平的福音( 弗2:17);和平也是聖靈的果子( 加5:22)。今日我們在世上雖有苦難,主卻將他的平安賜給我們( 約14:27)
同源字:1) (εἰρηνεύω)和睦 2) (εἰρήνη)平安 3) (εἰρηνικός)平安的 4) (εἰρηνοποιέω)成就和平 5) (εἰρηνοποιός)使人和睦的人
出現次數:總共(93);太(4);可(1);路(14);約(6);徒(7);羅(11);林前(4);林後(2);加(3);弗(8);腓(3);西(2);帖前(3);帖後(3);提前(1);提後(2);多(1);門(1);來(4);雅(3);彼前(3);彼後(2);約貳(1);約叄(1);猶(1);啓(2)
譯字彙編
1) 平安(61) 太10:13; 太10:13; 太10:34; 太10:34; 可5:34; 路2:14; 路7:50; 路8:48; 路10:5; 路10:6; 路19:42; 路24:36; 約14:27; 約14:27; 約16:33; 約20:19; 約20:21; 約20:26; 徒9:31; 徒15:33; 徒16:36; 羅1:7; 羅2:10; 羅8:6; 羅15:13; 羅15:33; 羅16:20; 林前1:3; 林前16:11; 林後1:2; 林後13:11; 加1:3; 加6:16; 弗1:2; 弗6:23; 腓1:2; 腓4:7; 腓4:9; 西1:2; 西3:15; 帖前1:1; 帖前5:3; 帖前5:23; 帖後1:2; 帖後3:16; 帖後3:16; 提前1:2; 提後1:2; 多1:4; 門1:3; 來7:2; 雅2:16; 彼前1:2; 彼前5:14; 彼後1:2; 彼後3:14; 約貳1:3; 約叄1:15; 猶1:2; 啓1:4; 啓6:4;
2) 和平(17) 路19:38; 羅5:1; 羅10:15; 羅14:17; 林前14:33; 加5:22; 弗2:14; 弗2:15; 弗2:17; 弗4:3; 弗6:15; 提後2:22; 來11:31; 來12:14; 雅3:18; 雅3:18; 彼前3:11;
3) 平安的(3) 路1:79; 羅3:17; 來13:20;
4) 和睦(3) 徒7:26; 羅14:19; 林前7:15;
5) 太平(2) 路12:51; 徒24:3;
6) 和(1) 徒12:20;
7) 將和平(1) 弗2:17;
8) 和平的(1) 徒10:36;
9) 安然(1) 路2:29;
10) 和息(1) 路14:32;
11) 平安之(1) 路10:6;
12) 安全(1) 路11:21

English (Woodhouse)

peace

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)