μαλθακός

Revision as of 07:19, 9 July 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

μαλθακή, μαλθακόν, Aeol. μόλθακος Alc.Oxy.1789.1 ii 3:—
A soft,
I of things subject to touch, ἄνθεα h.Hom.30.15; δρόσος, γυῖα, Pi.P.5.99, N.4.4; γνόφαλλον Alc.34; τύλα Sapph.50; σιαγόνας μαλθακὰς τίθησι, of a boxer, S.Fr.112; μέχρις οὗ (ευ Pap.)… τὸ βρέγμα τῷ σκίπωνι μαλθακὸν θῶμαι Herod.8.8; of ground, stoneless, χῶρός ἐστι μ. A.Fr.199.5; τὰ μ. γαίας E.Hipp.1226; χρώς Id.Med.1075; μ. τινά, opp. στερεόν, Pl.Phdr.239c; μ. ὕδατα, of marsh water, Hp.Aër.1; μ. πῦρ = a slow fire, Id.Ulc.12; μ. νηδύες relaxed, Id.Aër.7: Comp. μαλθακωτέρα σικυοῦ Theopomp.Com.72: Sup., Eup.319. Adv. μαλθακῶς, κατακεῖσθαι = to recline on soft cushions, Ar.Ach.70; φιλήσατόν με μ. ib. 1200.
II mostly metaph., faint-hearted, cowardly, αἰχμητής Il. 17.588; ὄκνος Alc.Oxy.l.c.; μηδὲ μ. γένῃ A.Eu.74; τὸ μ. βίου E. Supp.883; μ. τι ἐνδιδόναι show signs of relenting, Id.Hel.508; also, weak, feeble, Ar.V.714.
b = κίναιδος, Cael.Aur.TP4.131.
2 in good sense, gentle, mild, ὕπνος Hes.Fr.121.4; μαλθακὰ κωτίλλων Thgn.852; οἶνος ὡς μαλθακώτατος mild, weak, Hp.Morb.2.44; μ. φωνά, ἀοιδά, κοινωνία, φθέγμα, Pi.P.4.137, N.9.49, P.1.98,8.31; μ. ὀμμάτων βέλος A.Ag.742 (lyr.); μ. λόγοι S.Ph.629; γῆρυς Ar.Av.233 (lyr.); ἐς τὸ μ. προσάγεσθαι = to bring to a mild temper, E.Or.714; ὀργὴ γέροντος μ. mellow temper, S.Fr.894; μεταστρέφεσθαι πρὸς τὸ μαλθακώτερον = turn towards a softer place / turn towards a less dangerous place Ar.Ra. 539 (lyr.); of pain, μαλθακωτέρας ποιεῖν [τὰς ὠδῖνας] Pl.Tht.149d. Adv. gently, mildly, τὸν κρατοῦντα μαλθακῶς A.Ag.951; σκληρὰ μαλθακῶς λέγειν = saying harsh things sweetly S.OC 774: neut. as adverb, μαλθακόν σφ' ἐπόψεται A.Ag.1642: Comp. μαλθακωτέρως, παραμυθούμενοι Pl Sph.230a.—Mainly poet., esp. Lyr. and Trag. (μαλακός being the Prose word), but also in Hp. and Pl.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. μαλακός.

Greek (Liddell-Scott)

μαλθακός: -ή, -όν, (μαλακὸς τῇ παρεμβολῇ τοῦ θ), μαλακός. II. ἐπὶ πραγμάτων ὑποκειμένων εἰς τὴν ἁφήν, μ. ἄνθεα Ὁμ. Ὕμν. 30. 15· δρόσος, γυῖα Πινδ. Π. 5. 133, Ν. 4. 4· σιαγόνες Σοφ. Ἀποσπ. 114· ἐπὶ ἐδάφους, ὁμαλός, λεῖος, οὐχὶ τραχὺς ἢ ἀνώμαλος, χῶρός ἐστι μ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 198· τὰ μ. γαίας Εὐρ. Ἱππ. 1226· χρὼς ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1057· μ. σῶμα, ἀντίθετ. τῷ στερεόν, Πλάτ. Φαῖδρ. 239C· μ. νηδύς, χαλαρά, Ἱππ. π. Ἀέρ. 284· μ. τι ἐνδιδόναι, ἴδε μαλακὸς ΙΙΙ. 2· - ἐπίρρ., μαλθακῶς κατακεῖσθαι, κατακεῖσθαι ἐπὶ μαλακῶν στρωμάτων, Ἀριστοφ. Ἀχ. 70, πρβλ. Εὔβουλ. ἐν «Σφιγγ.» 2, καὶ ἴδε μαλακὸς Ι· μ. φιλεῖν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1200. ΙΙ. Τὸ πλεῖστον μεταφ. ὀλιγόψυχος, ἀπρόθυμος, δειλός, αἰχμητὴς Ἰλ. Ρ. 588· οὕτω, μηδὲ μ. γένῃ Αἰσχύλ. Εὐμ. 74· τὸ μ. βίον Εὐρ. Ἱππ. 883· οἱ μ. = κίναιδοι, Λοβ. Ἀγλαόφ. 1008· - ὡσαύτως ἀδύνατος, ἀσθενής, Ἀριστοφ. Σφ. 714. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, μαλακός, ἥσυχος, ἤπιος, θελκτήριος, ὕπνος Ἡσ. Ἀποσπ. 43. 4· μαλθακὰ κωτίλλειν Θέογν. 882· μ. οἶνος, ἤπιος, «ἀδύνατος», Ἱππ. 474. 47· μ. φωνά, ἀοιδά, κοινωνία, φθέγμα Πινδ. Π. 4. 243· μ. ὀμμάτων βέλος Αἰσχύλ. Ἀγ. 742· μ. λόγοι Σοφ. Φ. 629· γῆρυς Ἀριστοφ. Ὄρν. 233· ἐς τὸ μ. προσάγεσθαι, ἄγεσθαι εἰς ἠπιωτέραν διάθεσιν, Εὐρ. Ὀρ. 714· μεταστρέφεσθαι πρὸς τὸ μαλθακώτερον Ἀριστοφ. Βάτρ. 539· ἐπὶ πόνου, μαλθακωτέρας ποιεῖν [τὰς ὠδῖνας] Πλάτ. Θεαίτ. 149D· - ἐπίρρ., ἡσύχως, ἠπίως, πρᾴως, τὸν κρατοῦντα μαλθακῶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 951· σκληρὰ μ. λέγειν Σοφ. Ο. Κ. 774· οὕτως, οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., μαλθακόν σφ’ ἐπόψεται Αἰσχύλ. Ἀγ. 1642· καὶ οὐδ. πληθ., μαλθακὰ κωτίλλων Θέογν. 852· - συγκρ. -ωτέρως Πλάτ. Σοφ. 230Α. - Ἡ λέξις μετὰ τῶν παραγώγων αὐτῆς εἶναι ποιητική, τὸ πλεῖστον ἀπαντῶσα παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Τραγ., ὁ δὲ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ τύπος εἶναι τὸ μαλακός· ἀλλὰ ὁ τύπος μαλθακός, ἀπαντᾷ ὡσαύτως παρ’ Ἱππ. καὶ Πλάτ.

English (Autenrieth)

= μαλακός, fig. effeminate, cowardly, Il. 17.588†.

English (Slater)

μαλθᾰκός (-ᾶς, -ᾷ, -άν; -ῷ, -όν, -ά acc.: cf. μαλακός.) soft, gentle ἐκ μαλθακᾶς αὖτε φρενὸς εὐκλέας ὀιστοὺς ἱέντες (O. 2.90) οὐδέ μιν φόρμιγγες ὑπωρόφιαι κοινανίαν μαλθακὰν παίδων ὀάροισι δέκονται (P. 1.98) μαλθακᾷ φωνᾷ (P. 4.137) δρόσῳ μαλθακᾷ (P. 5.99) φθέγματι μαλθακῷ (P. 8.31) οὐδὲ θερμὸν ὕδωρ τόσον γε μαλθακὰ τεύχει γυῖα, τόσσον εὐλογία pr. (N. 4.4) νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ (N. 9.49) ὦ παῖδες, ἐρατειναῖς ἐν εὐναῖς μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι (Boeckh: μαλθακωρας codd.) fr. 122. 8. pro subs., τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι gentleness (P. 8.6)

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM μαλθακός, -ή, -όν, Α αιολ. τ. αρσ. μόλθακος)
1. μαλακός, απαλός, τρυφερός («μαλθακαὶ πλευραί», Πολυδ.)
2. άτολμος, λιγόψυχος
νεοελλ.
ασκληραγώγητος
μσν.-αρχ.
κίναιδος
αρχ.
1. αδύνατος, ασθενικός («καὶ τὸ ξίφος οὐ δύναμαι κατέχειν, ἀλλ' ἤδη μαλθακός εἰμι», Αριστοφ.)
2. πράος, ήσυχος, γλυκύς (α. «μαλθακὸν ὀμμάτων βέλος», Αισχύλ.
β. «λόγοισι μαλθακοῖς», Σοφ.)
3. (για φωτιά) σιγανός
4. (για τον πόνο, την οδύνη, τη θλίψη κ.λπ.) μέτριος, όχι έντονος
5. (για οίνο) αδύνατος
6. (για νερό τών ελών) αυτός που μένει ακίνητος, αυτός που λιμνάζει
7. (για ρυθμό) άτονος, χαλαρός
8. (για την καιρική κατάσταση) εύκρατος («μαλθακὸν ἔτος... ἄπνουν καὶ θερμόν», Ιπποκρ.)
9. (για έδαφος) ομαλός, λείος
10. το ουδ. ως ουσ. τὸ μαλθακόν
α) η μαλθακότητα («πρὸς τὸ μαλθακὸν τοῦ βίου», Ευρ.)
β) ήρεμη διάθεση, πραότητα, γλυκύτητα
11. (το ουδ. ως επίρρ.) μαλθακόν
ήπια, γλυκά
12. φρ. «μαλθακόν τι ἐνδίδωμι» — υποχωρώ από δειλία.
επίρρ...
μαλθακώςμαλθακῶς)
μαλακά, απαλά
αρχ.
ήπια, ήρεμα, γλυκά («σκληρὰ μαλθακῶς λέγειν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα m

Greek Monotonic

μαλθακός: -ή, -όν (μαλακός με ένθεση του θ
I. μαλακός, απαλός, σε Πίνδ., Αττ.· επίρρ., μαλθακῶς κατακεῖσθαι, ξαπλώνω σε απαλά μαξιλάρια, σε Αριστοφ.
II. 1. μεταφ., λιπόψυχος, παραμελημένος, δειλός, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· επίσης, αδύναμος, ασθενικός, σε Αριστοφ.
2. με θετική σημασία, τρυφερός, ευγενικός, πράος, σε Θέογν., Αττ.· επίρρ., ήπια, σε Αισχύλ., Σοφ.· το ουδ. ως επίρρ., σε Αισχύλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: weak, tender, soft, mild (P588, also Hp., Pl.).
Other forms: Aeol. μόλθακος (Alc.)
Derivatives: μαλθακία weakness (Pl. R. 590 b); μαλθακώδης weakening (Hp., Gal.), μαλθάκινος = μαλθακός (AP). Denomin. verbs: 1. μαλθάσσω = μαλάσσω (Hp., trag.) with μαλθακ-τήριον -τικός, -ξις (medic.). 2. μαλθακίζομαι be, become weak (A., E., Pl., Gal.). 3. μαλθακύνω = μαλακύνω (sch.). 4. Also μαλθάζω (Aret.), -αίνω (Stob.) = μαλθάσσω, both prob. through suffixchange and not to μάλθη, μάλθων (s. v.) with Debrunner IF 21, 20f. and Solmsen Wortforsch. 56 n.1. -- Not here μάλθη (s.v.) (Cratin. 204), mix of wax and pitch; from this μάλθη (?), μαλθώδης = μαλακτικὸς η κηρώδης (Hp. ap. Gal.); μάλθων m. weakling (Sokr. ap. Stob.); Μάλθιον womans name (Paros); μαλθώσω μαλακώσω H. Here also ἐπίμαλθα ἀγαθά, προσηνῆ. η μαλακά, η ἀσθενῆ λίαν H. must be a kind of derailment.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like μαλακός; the two synonymous adj. may have influenced each other. If μαλακός belongs with βλάξ, μαλθακός must be an innovation(?). In μάλθη (s.v.) Solmsen Wortforsch. 55 wants to see the fem. of an original adj. *μαλθός weak, which would also have left traces in μάλθων (with μαλθακός from -n̥-ko-) etc.; this last seems an improbable construction. - Outside of Greek a possible cognate may be the Germ. word for mild, e.g. OHG milti, Goth. unmildjai ἄστοργοι'; also Skt. márdhati neglect, IE *meldh-; WP. 2, 289, Pok. 719. -- Cf. ἀμαλθύνω. - The word must be Pre-Greek, as μαλθ- cannot be explained from IE *meldʰ-; this is confirmed by the variant μόλθακος.

Middle Liddell

μαλθᾰκός, ή, όν μαλακός with θ inserted]
I. soft, Pind., Attic:—adv., μαλθακῶς κατακεῖσθαι to recline on soft cushions, Ar.
II. metaph. faint-hearted, remiss, cowardly, Il., Attic:—also weak, feeble, Ar.
2. in good sense, soft, gentle, mild, Theogn., Attic:—adv. gently, Aesch., Soph.; neut. as adv., Aesch.

Frisk Etymology German

μαλθακός: {malthakós}
Forms: äol. μόλθακος (Alk.)
Meaning: weich, verweichlicht, zart, mild (vorw. poet. seit Ρ 588, auch Hp. und Pl.).
Derivative: Ableitungen: μαλθακία Weichheit (Pl. R. 590 b); μαλθακώδης erweichend (Hp., Gal.), μαλθάκινος = μαλθακός (AP). Denominative Verba: 1. μαλθάσσω = μαλάσσω (Hp., Trag.) mit μαλθακτήριον -τικός, -ξις (Mediz.). 2. μαλθακίζομαι weich sein, werden (A., E., Pl., Gal.). 3. μαλθακύνω = μαλακύνω (Sch.). 4. Auch μαλθάζω (Aret.), -αίνω (Stob.) = μαλθάσσω, beide wohl durch Suffixtausch und nicht zu μάλθη, μάλθων (s. u.) mit Debrunner IF 21, 20f. und Solmsen Wortforsch. 56 A. 1. — Daneben μάλθη (Kratin. 204), auch μάλθα (Ar. Fr. 157), μάλθης, -θῃ (Hippon., S., D.; zum Wechsel -η: -α Solmsen Wortforsch. 265) Mischung von Wachs und Pech; lat. LW malt(h)a; nach H. auch = τρυφερή (Adj.; richtig?), auch N. eines großen Seetieres (Ael., Opp.; nach dem weichen od. wachsähnlichen Fleisch?, Strömberg Fischnamen 32); davon μαλθώδης = μαλακτικὸς ἢ κηρώδης (Hp. ap. Gal.), μάλθων m. Weichling (Sokr. ap. Stob.), Μάλθιον Frauenname (Paros); μαλθώσω· μαλακώσω H. Hierher noch ἐπίμαλθα· ἀγαθά, προσηνῆ. ἢ μαλακά, ἢ ἀσθενῆ λίαν H.
Etymology: Bildung wie μαλακός; die beiden synonymen Adj. unterliegen dem Verdacht, sich einander gegenseitig beeinflußt zu haben. Wenn μαλακός zunächst mit βλάξ zu verbinden ist, muß μαλθακός eine Neubildung sein. In μάλθη will Solmsen Wortforsch. 55 das Fem. eines urspr. Adj. *μαλθός weich finden, das auch in μάλθων (wozu μαλθακός aus --qo-) usw. Spuren hinterlassen hätte. — Außerhalb des Griech. bietet sich als denkbarer Verwandter das germ. Wort für mild, z.B. ahd.milti, got. unmildjai ’ἄστοργοι’; auch aind. márdhati nachlassen, vernachlässigen, idg. meldh-; WP. 2, 289, Pok. 719, ält. Lit. auch bei Bq. Anders über μαλθακός (idg. -th-) Specht Ursprung 256. — Vgl. ἀμαλθύνω.
Page 2,167

English (Woodhouse)

cowardly, effeminate, remiss, soft, tender, weak, infirm of purpose, soft alluring, without energy

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό μαλακός μέ ἐπένθεση ἑνός θ.
Παράγωγα: μαλθακία, μαλθακίζομαι, μαλθακιστέον, μαλθακότης, μαλθακτήριον, μαλθακτικός, μαλθακώδης, μάλθαξις, μαλθάσσω.

German (Pape)

μαλακός; ἄνθεα, H.h. 30.15; übertragen, αἰχμητής, ein weichlicher, schwacher oder feiger Lanzenschwinger, Il. 17.588; δρόσος, Pind. P. 5.99; γυῖα, N. 4.4; ὥρα, frg. 87; auch von der Stimme, P. 4.137, 8.32; ἀοιδή, N. 9.40 (vgl. γῆρυς Ar. Av. 233); und übertragen, φρήν, sanft, mild, Ol. 2.99; κοινωνία, P. 1.98; μαλθακὸν ὀμμάτων βέλος, von der Liebe, Aesch. Ag. 722; aber 1676, wie Eum. 74, = weichlich, feig; λόγοισι μαλθακοῖς, Soph. Phil. 625, wie Eur. Or. 691 und öfter; χρώς, Med. 1075; Ar. Vesp. 714, und öfter bei sp.D., z.B. Paul.Sil. 3 (V.246). – Auch in Prosa, Gegensatz σκληρός, Plat. Symp. 195d; στερεός, Phaedr. 239c; mild, vom Gesetzgeber, Legg. XI.922e; feig, αἰχμητής, Symp. 174c.
• Adv., μαλθακῶς κρατεῖν, mild, Aesch. Ag. 925; σκληρὰ μαλθακῶς λέγειν, Soph. O.C. 778, das Unangenehme in schöne Worte kleiden; φιλεῖν, Ar. Ach. 1162; vgl. Plat. τὰ μὲν χαλεπαίνοντες, τὰ δὲ μαλθακωτέρως παραμυθούμενοι, Soph. 230a; Sp.

Translations

soft

Afrikaans sag; Albanian: i butë; Arabic: نَاعِم‎; Egyptian Arabic: نَاعِم‎; Armenian: փափուկ; Aromanian: moali; Assamese: নৰম; Azerbaijani: yumşaq; Bashkir: йомшаҡ; Belarusian: мя́ккі; Bengali: নরম; Bikol Central: malumoy; Bulgarian: мек; Burmese: ပျော့; Catalan: tou; Chamicuro: kala chmawa, pe'cha; Chechen: кӏеда; Chinese Cantonese: 軟; Mandarin: 軟, 软; Crimean Tatar: yumşaq, yımşaq; Czech: měkký; Danish: sagte; Dolgan: һымнагас; Dutch: zacht; Esperanto: mola; Estonian: pehme; Evenki: немумэ; Finnish: pehmeä; French: mou, molle, doux; Friulian: mol; Galician: mol, dondo, olmo, nidio; Georgian: რბილი; German: weich; Greek: απαλός, μαλακός; Ancient Greek: ἁπαλός, μαλακός, μαλθακός; Hebrew: רַך‎; Hindi: कोमल, नरम; Hungarian: lágy, puha; Icelandic: mjúkur; Ido: mola; Indonesian: lembut; Ingush: кӏаьда; Irish: bog; Italian: morbido, morbida, soffice, molle; Japanese: 柔らかい; Javanese: lembut; Jingpho: mäni, nu; Karachay-Balkar: джумушакъ; Karaim: йымшакъ; Kazakh: жұмсақ; Khakas: нымзах; Khmer: កោមល; Korean: 부드럽다; Kumyk: йымышакъ; Kyrgyz: жумшак; Lao: ນຸ່ມ; Latgalian: meiksts; Latin: mollis; Latvian: mīksts; Lithuanian: minkštas; Livonian: pīemdõ; Lombard: mòll; Luxembourgish: weech, mëll, siddeleg; Macedonian: мек; Malay: lembut; Manchu: ᡥᠠᡳᡥᡡ, ᡠᡥᡠᡴᡝᠨ; Maori: māngohe, kōparuparu, kūteretere, pūngahungahu, pūngorungoru; Marathi: मऊ; Mongolian: зөөлөн; Nogai: юмсак; Norman: mo; Norwegian: svak, myk; Occitan: mòl; Old Church Slavonic Cyrillic: мѧкъкъ; Old English: sēfte; Old Javanese: lĕmbut; Persian: نرم‎; Plautdietsch: wieekj, saunft; Polish: miękki; Portuguese: mole; Quechua: api; Rohingya: norom; Romanian: moale; Romansch: lom; Russian: мя́гкий; Rusyn: мня́гкый; Sanskrit: मृदु, कोमल; Sardinian: modde, moddi, moddu, modhe, modhi, modhu; Scottish Gaelic: bog, maoth, sèimh; Serbo-Croatian Cyrillic: ме̏к; Roman: mȅk; Shor: чымчақ; Sicilian: moddu; Slovak: mäkký; Slovene: mêhek; Sorbian Lower Sorbian: měki; Southern Altai: јымжак; Spanish: blando, muelle, mole; Swedish: mjuk; Tagalog: malambot; Tajik: нарм; Tatar: йомшак; Thai: นุ่ม, นิ่ม; Tocharian B: lalaṃṣke; Tofa: чымҷақ; Turkish: yumuşak; Turkmen: ýumşak; Tuvan: чымчак; Ukrainian: м'яки́й; Urdu: کومل‎, نرم‎; Urum: йымшах, йумшах; Uyghur: يۇمشاق‎; Uzbek: yumshoq; Venetian: mòlo, moło, mol, tènaro; Vietnamese: mềm; Welsh: meddal; White Hmong: muag; Yakut: сымнаҕас; Yiddish: ווייך‎

effeminate

Amharic: ሴታ ሴት; Arabic: مُخَنَّث‎; Armenian: կնաբարո, ղզիկ; Aromanian: muljirashcu; Bikol Central: babayinhon; Bulgarian: женствен; Chinese Cantonese: 乸型; Mandarin: 娘娘腔, 女人氣/女人气; Coptic: ⲙⲁⲗⲁⲕⲟⲥ; Czech: zženštilý; Danish: kvindagtig; Dutch: verwijfd; Esperanto: virineca, ineca; Finnish: naismainen, epämiehekäs, feminiininen; French: efféminé, efféminée; Galician: afeminado; German: weibisch, tuntig, effeminiert, verweichlicht, verweiblicht; Greek: θηλυπρεπής; Ancient Greek: ἁβρόβιος, ἁβρός, αἰσχροπαθής, ἀνδρογύναιος, ἀνδρογύνης, ἀνδρόγυνος, ἁπαλός, ἀπομάλακος, βακέλας, βάκηλος, βάναυσος, γυναικάνηρ, γυναικεῖος, γυναικηρός, γυναικίας, γυναικικός, γυναικοήθης, γυναικόμιμος, γυναικόμορφος, γυναικοπαθής, γυναικοτραφής, γυναικόφρων, γυναικώδης, γύννις, διακεκλασμένος, διονῦς, ἐκτεθηλυμμένος, θηλυδρίας, θηλυδρίης, θηλυδριῶδες, θηλυδριώδης, θηλυκῶδες, θηλυκώδης, θηλύμορφος, θηλύνους, θηλύφρων, θηλύψυχος, θρυπτικός, Ἰωνικός, κατακεκλασµένος, κατατεθηλυμμένος, κατεαγός, κατεαγώς, μαλακός, μαλακόσωμος, μαλθακός, μαλθάκων, μεῖραξ, μόλθακος, ὄλολυς, σαβακός, σαλμακίς, Σαλμακίς, τρυφερόβιος, τρυφερός, τρυφῶν, ὑπόθηλυς, χλιδανός; Indonesian: banci, kemayu; Irish: baineanda, baineann, piteogach, piteánta; Italian: effemminato; Japanese: 女々しい; Korean: 유약; Kurdish Northern Kurdish: serejin, nemêr; Latin: eviratus, perfluus; Macedonian: женствен; Manx: dendeaysagh, soailtagh, bwoirrin, benoil; Norwegian: kvinneaktig, umandig, jentete, jenteaktig, kvinnelig, femi, bløtaktig; Bokmål: feminin, fjollete; Nynorsk: feminin; Persian: امرد‎; Polish: zniewieściały, zbabiały, wydelikacony, babski, babski; Portuguese: afeminado, efeminado, mulheril, adamado, amulherado, afemeado, amaricado, dengoso, inviril, mulherengo, amulherengado, paneleiro, apaneleirado, maricas, mariconço, bicha, abichanado, larilas, panilas, enerve; Romanian: afemeiat; Russian: женоподобный; Scottish Gaelic: boireannta; Slovak: zoženštený; Spanish: afeminado, amanerado, amujerado, ahembrado, adamado, mujeril, amariconado; Swedish: fjollig; Tagalog: binabae; Turkish: yumuşak, efemine; Ukrainian: жоновидий, жінкуватий; Uzbek: xotinchalish, xezalak; Welsh: merchetaidd

coward

Afrikaans: lafaard, papbroek; Albanian: frikacak; Arabic: جَبَان; Armenian: վախկոտ, ղզիկ; Azerbaijani: qorxaq; Bashkir: ҡурҡаҡ; Basque: koldar; Belarusian: баязлі́вец, баязлі́ўка, палахлі́вец, палахлі́ўка; Bulgarian: страхливец, страхливка; Catalan: covard; Cebuano: talawan; Chakma: 𑄛𑄘𑄢; Chamicuro: s̈hamle'c̈homa; nMandarin: 懦夫, 孬種, 孬种, 孱頭, 孱头, 膽小鬼, 胆小鬼; Chukchi: айыԓгыԓьын; Crimean Czech: zbabělec, zbabělkyně, bázlivec, posera; Danish: bangebuks, kujon, kryster; Dutch: lafaard, slapjanus, watje; Erzya: тандаль; Esperanto: malkuraĝulo, timemulo, timulo, poltrono; Estonian: argpüks; Faroese: bloyta, ræðuskítur, rædduskítur, bløka, ónytta; Finnish: pelkuri; French: couard, couarde, poltron, poltronne, froussard, froussarde, lâche; Galician: covarde, cagainas; Georgian: მშიშარა, მხდალი, ლაჩარი, ჯაბანი, ქვეშაჯვია; German: Feigling, Angsthase, Schisser, Schisserin, Hosenscheißer, Warmduscher; Greek: δειλός, δειλή, άνανδρος, κότα, φοβιτσιάρης, κιοτής, φοβητσιάρης; Ancient Greek: ἀβλεμής, ἀγεννής, ἀθέλιμνος, ἀθυμητής, ἄθυμος, αἰκέλιος, ἀκάρδιος, ἀνάλκιμος, ἄναλκις, ἄνανδρος, ἀνδρογύνης, ἄνευρος, ἀπομάλακος, ἀπότολμος, ἀσπιδαποβλής, ἄσπλαγχνος, ἄτολμος, ἀφάρυμος, ἀφιλοπόλεμος, ἄψυχος, βληχρός, γυναικίας, δεδείκελος, δειδήμων, δείλανδρος, δειλός, δειλόψυχος, δειμαλέος, ἐκπάλαιστος, ἐλεγχής, ἔνδειλος, κακόσπλαγχνος, λευκηπατίας, λυγρός, μαλακός, μαλακόψυχος, μαλθακός, ὀλιγόψυχος, περίδειλος, ῥίψασπις, τρέστης, φιλόζωος, φιλόψυχος, φυγαίχμης, φυγόμαχος, φύξηλις; Haitian Creole: kapon; Hebrew: פַּחְדָן, פחדנית, מוּג לֵב; Hindi: कायर, डरपोक, बुज़दिल, बुजदिल; Hungarian: gyáva; Icelandic: bleyða; Ido: poltrono, deskurajozo; Ilocano: natakrot; Indonesian: pengecut; Irish: cladhaire; Italian: codardo, pusillanime, vigliacco, vile, coniglio; Ivatan: matahaw; Japanese: 臆病者, 怖がり, 怖がり屋, 腰抜け, 弱虫, 卑怯者; Kapampangan: bayugin, galgawu, mataloti; Kazakh: қорқақ; Khmer: អ្នកកំសាក, កំសាក; Korean: 겁쟁이, 비겁자(卑怯者), 겁꾸러기, 겁보, 겁부(怯夫); Kurdish Northern Kurdish: tirsok, newêrek, bêcesaret, bêkulek, tirsonek, tirsoke; Kyrgyz: коркок; Lao: ຄົນຕາຂາວ, ຄົນຂີ້ຢ້ານ; Latvian: gļēvulis, gļēvule; Lithuanian: bailys; Luxembourgish: Feigling; Macedonian: кукавица, страшливец; Malagasy: fananga; Malay: pengecut; Malayalam: ഭീരു; Manx: aggleydagh; Maori: tautauhea, tautauwhea, tautauā, whiore hume, hukehuke, hamo pango, poromataku; Maranao: talaw; Middle English: coward; Mongolian Cyrillic: аймхай хүн, хулчгар хүн; Norwegian Bokmål: feiging, reddhare; Nynorsk: feiging, reddhare; Occitan: coard; Old English: earg; Persian: ترسو, نامرد, بزدل; Plautdietsch: Schietstremp; Polish: tchórz, strachajło, bojaźliwiec; Portuguese: covarde; Romanian: laș, lașă; Russian: трус, трусиха, трусишка, ссыкун, бздун, ссыкло, бояка, боягуз, боягузка; Scottish Gaelic: cladhaire, gealtaire; Serbo-Croatian Cyrillic: ку̏кавица; Roman: kȕkavica; Shan: ၵူၼ်းၶီႈယၢၼ်ႈ; Shor: қортуқ; Slovak: zbabelec, zbabelkyňa, bojazlivec, ustrašenec; Slovene: strahopetnež, strahopetnica; Spanish: cobarde, gallina; Swahili: mwoga; Swedish: fegis, mes; Tagalog: duwag; Tajik: тарсу, тарсончак, номард, буздил; Tatar: куркак; Telugu: పిరికివాడు; Thai: คนขี้ขลาด, ขี้ขลาด; Turkish: korkak, ödlek, tabansız; Ukrainian: боягуз, боягузка, страхополох; Uyghur: قورقۇنچاق; Uzbek: qoʻrqoq; Vietnamese: người nhát gan, người nhút nhát; Volapük: dredöfan, hidredöfan, jidredöfan, dredajiedan, dredahijiedan, dredajijiedan; Welsh: cachadur, cachgi, cachwr, llwfrgi, llyfrgi, cilgi; West Frisian: fiich, leffert; Yiddish: פּחדן, פּחדנטע, טרוס

fainthearted

Bulgarian: страхлив, малодушен; nMandarin: 膽怯, 胆怯, 無勇氣的, 无勇气的, 无勇气的; Danish: frygtsom, forsagt; French: timoré; German: zaghaft, feige, mutlos, schüchtern, furchtsam; Gothic: 𐌲𐍂𐌹𐌽𐌳𐌰𐍆𐍂𐌰𐌸𐌾𐌹𐍃; Ancient Greek: ἄθυμος, ἄψυχος, δειλόψυχος, κακόσπλαγχνος, μαλακός, μαλακόψυχος, μαλθακός, μόλθακος, ὀλιγόψυχος, φιλόψυχος; Hungarian: bátortalan; Japanese: 勇気のない; Kyrgyz: коркок, жүрөгү жок; Manx: faase-chreeagh; Maori: harotu, hōpīpī, hopī, tunutunu; Norwegian Bokmål: forknytt; Russian: малодушный, трусливый, робкий, боязливый, слабый духом; Spanish: pusilánime, medroso, apocado; Swedish: försagd, klenmodig, modlös, räddhågad, nedslagen, rädd, osäker; Turkish: ürkek