μεταβάλλω

Revision as of 10:45, 21 December 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl. ''R.''" to "Pl.''R.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A fut. μεταβᾰλῶ Ar.Av.1568: aor. μετέβᾰλον:—throw into a different position, turn quickly or turn suddenly, Hom.only once, in tmesi, μετὰ νῶτα βαλών Il.8.94; χαλεπῶς μ. δέμας E.Hipp.204 (anap.), cf. Gal.15.556; μ. θοἰμάτιον ἐπιδεξιά Ar. l.c.; μ. γῆν turn, i.e. plough, the earth, X.Oec.16.14; μετέβαλε Κύριος ἄνεμον ἐκ θαλάσσης LXX Ex. 10.19; μ. ποταμόν change the course of a river, Jul.Or.3.126d.
II turn about, change, alter, τὸ οὔνομα Hdt.1.57; τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1292b21; [οἱ Βρίγες] τὸ οὔνομα μετέβαλον [ἐς Φρύγας] Hdt.7.73; τὰς φυλὰς μετέβαλε [ὁ Κλεισθένης] ἐς ἄλλα οὐνόματα Id.5.68; μ. μορφήν τινος εἰς ἀνδρὸς φύσιν E.Ba.54; [τινὰ] ἐπὶ κακόν Ar.Th.723; ἐπὶ τὸ βέλτιον Pl.R. 381b; μ. δίαιταν change one's way of life, Th.2.16; μ. ὕδατα drink different water, Hdt.8.117; ὀργὰς μ. E.Med. 121 (anap.); μ. τοὺς τρόπους Ar.Pl.36, Eup.357.7; μ. τὸ ἔθος Th.1.123; μεταβάλλω εὔνοιαν lose it, ib. 77; μεταβάλλω χώραν ἐκ χώρας Pl.Tht.181c: freq. with Adjs., etc., implying change, μ. ἄλλους τρόπους change and adopt other ways, E.IA343 (troch.); μ. ἄλλας γραφάς ib.363 (troch.); εἶδος καινὸν μουσικῆς μ. Pl.R.424c; πόλις ἄλλον ἐξ ἄλλου μεταβάλλουσα τύραννον Plu.Tim.1; μ. ἀντὶ τοῦ ὁμο- ἀ-" Pl.Cra.405d; ἐμαυτὸν ἄνω κάτω μετέβαλλον Id.Phd.96b; ἄνω καὶ κάτω τὰς δόξας μ. Id.R.508d: c. acc. cogn., πολλὰς μεταβολὰς… μ. ὑδάτων καὶ σίτων ib.404a.
b translate, νόμον εἰς τὴν Ἑλλάδα φωνήν J.AJProoem.3, cf. 12.2.13 (Pass.).
c stir with a spoon, Dsc.3.22 (Pass.).
III intr., undergo a change, μ. ἐς εὐνομίην Hdt.1.65, cf. Antipho 2.4.9; μ. εἰς ὀλιγαρχικὸν ἐκ τοῦ τιμοκρατικοῦ Pl.R. 553a, etc.; μ. ἐπὶ τοὐναντίον Id.Plt.270d; ὅταν εἰς ἑτέραν μεταβάλῃ πολιτείαν ἡ πόλις Arist.Pol.1276b14, cf. 1301a20: impers., μεταβάλλει διὰ πλειόνων ζῴων changes run through a series of creatures, Thphr. HP 2.4.4: c. gen. rei, come in exchange for or come instead of, καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι… συντυχίαι E.Tr.1118.
b vary, μεταβάλλειν τὰς ἐπιστήμας τοῖς τόποις Phld.Rh.2.115 S.
2 change one's course, μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους turning to the Athenians, Hdt.8.109: aor. part. μεταβαλών abs., instead, in turn, μεταβαλόντας ἀντὶ Κρητῶν γενέσθαι Ἰήπυγας Id.7.170, cf. E.Ion1614, Pl.Smp. 204e, Grg. 480e: also pres. part. μεταβάλλων Id.Tht.166d.
B Med., turn round, shift a load, μεταβαλλόμενος τἀνάφορον Ar. Ra.8; προβαλλομένους τὰ ὅπλα ἢ μεταβαλλομένους X.An.6.5.16.
2 cause to be removed, σῖτον PHib.1.45.6 (iii B. C.), etc.
b order to be paid, remit, POxy.1153.8 (i A. D.), 1419.5 (iii A. D.).
II change what is one's own, μεταβάλλω τὰ ἱμάτια = change one's clothes, X.Mem.1.6.6; μεταβάλλω τοὺς τρόπους Ar.V.1461 (lyr.); μετεβάλλετ' ὀπωπάν changed her appearance, Erinn. in PSI9.1090.53 + 13 (p.xii).
2 exchange, τίς μεταβάλοιτ' ἂν ὧδε σιγὰν λόγων; silence for words, S.El.1261; [τὴν ἄσαρκον τροφὴν] ὑγείας καὶ ῥώμης μεταβαλέσθαι have given up asceticism in exchange for health and strength, Porph.Abst.1.2; barter, traffic in, οἴνου μεταβαλλόμενος καὶ σίτου πρᾶσιν Pl.Lg.849d; μ. τὰ ἀλλότρια ἔργα Id.Sph.223d; μ. ἐν τῇ ἀγορᾷ X.Mem.3.7.6, cf. D.S. 5.13.
III turn oneself, turn about, ἄνω καὶ κάτω Pl.Grg. 481e, Din.1.17; esp.
2 change one's purpose or change one's mind, Hdt.5.75, SIG 22.20 (v B. C.), Act.Ap.28.6, etc.; change sides, Th.1.71, 8.90, X.HG 2.3.31; πρός τινα Axionic.6.10.
3 turn round or wheel round, μ. ἐπ' ἀσπίδα X.Cyr.7.5.6; τὸ δόρυ εἰς τοὔπισθεν μ. Id.Eq.8.10: abs., turn about, μεταβαλλόμενος τοῖς ἔξω περιεστηκόσι λοιδορήσεται Aeschin. 3.207.

German (Pape)

[Seite 144] (s. βάλλω), 1) umwerfen, schnell umdrehen; μετὰ νῶτα βαλών, als Tmesis, vom Fliehenden, der den Rücken schnell umgewandt hat, Il. 8, 94; übh. umwenden, ändern, χαλεπῶς ὀργὰς μεταβάλλουσι, Eur. Med. 121; φαεννὰς ἄστρων μεταβάλλει ὁδοὺς Ζεύς, El. 728 u. öfter; auch μορφὴν ἐμὴν μετέβαλον εἰς ἀνδρὸς φύσιν, Bacch. 54; u. μεταβαλὼν ἄλλους τρόπους, andere Sitten angenommen habend, I. A. 348; vgl. Ar. Plut. 36, τοὺς τρόπους μεταβ., die Sitten ändern, u. μεταβάλλεσθαι τοὺς τρόπους, seine Sitten, sich in den Sitten ändern, Vesp. 1461; so auch im med. Soph., τίς οὖν ἂν ἀξίαν – μεταβάλοιτ' ἂν ὧδε σιγὰν λόγων, El. 1253, das Stillschweigen mit der Rede vertauschen; τὸ οὔνομα, den Namen ändern, Her. 1, 57, öfter; auch οἱ Βρίγες τὸ οὔνομα μετέβαλον εἰς Φρύγας, 7, 73, u, τὰς φυλὰς μετέβαλε ἐς ἄλλα ὀνόματα, d. i. er veränderte ihre Namen, 5, 68; ἑαυτὸν ἐπὶ τὸ βέλτιον, steh zum Bessern umwandeln, Plat. Rep. II, 381 b; neben ἀλλοιόω, ibd.; τοὺς νόμους u. ä. oft; auch μεταβάλλει παντοίας μεταβολάς, Legg. X, 903 d, öfter; auch so, daß nur der neue Zustand, in den Etwas umgeändert wird, ausgedrückt ist, εἶδος καινὸν μουσικῆς μεταβάλλειν, durch Umänderung eine neue Art herstellen, Rep. IV, 424 c, vgl. VII, 535 d; ἡ πόλις ἄλλον ἐξ ἄλλου μεταβάλλουσα τύραννον, Plut. Timol. 1. – Med. sich verändern, ἱμ άτια, seine Kleider wechseln, Xen. Mem. 1, 6, 6; μεταβαλλόμενος λέγεις, mit veränderter Ansicht sagst du, Plat. Gorg. 481 e; auch vom Waarenumtausch, Soph. 223 d Legg. VIII, 849 d; vgl. μεταβαλλόμενοι ἐν τῇ ἀγορᾷ, Xen. Mem. 3, 7, 6. – Aber bei Xen. im Gegensatz von προβάλλεσθαι ὅπλα, den Schild auf den Rücken werfen, wie man auf der Flucht thut, An. 6, 3, 16; auch τὸ δόρυ εἰς τοὔπισθεν μεταβαλλόμενον διώκειν, de re equ. 8, 10. – 2) häufig intrans., so daß man ἑαυτόν ergänzen kann, sich umwenden, verändern, umschlagen, μετέβαλον εἰς εὐνομίην, Her. 1, 65, μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους, 8, 109; ὅταν ἑστὸς ἐπὶ τὸ κινεῖσθαι μεταβάλλῃ, Plat. Parm. 156 c; ἀναγκάσει μεταβάλλειν αὖ θἄτερον ἐπὶ τοὐναντίον τῆς αὑτοῦ φύσεως, Soph. 255 a; μεταβάλλει ἐξ ὀλιγαρχίας εἰς δημοκρατίαν, Rep. VIII, 553 a, öfter; dah. das partic. oft durch »umgekehrt«, »dagegen« übersetzt werden kann, ὃς ἄν τινι ἡμῶν ᾡ φαίνεται καὶ ἔστι κακὰ μεταβάλλων ποιήσῃ ἀγαθὰ φαίνεσθαι καὶ εἶναι, Theaet. 166 d, vgl. Conv. 204 e; ἐκ τούτου μεταβαλὼν εἶπε, Xen. Hell. 4, . 3, 13. So übertr. od. absol. auch Isocr. 4, 125, τοσοῦτον μεταβεβλήκασι; Folgde; μεταβάλλει καὶ μεθίσταται τὰ κατὰ τὰς πολιτείας, Pol. 6, 9, 10; ἅμα τῷ τὴν ὥραν μεταβάλλειν, 3, 78, 6; a. Sp. – Auch sc. χώραν, wegziehen, von den Zugvögeln, μεταβάλλουσι γὰρ ἐκ τῶν Σκυθικῶν εἰς τὰ ἕλη τῆς Αἰγύπτου, Arist. H. A. 8, 12 u. A.; von den Überläufern, oft Plut.; – μεταβάλλειν τὴν τροφήν, die Speise verändern, d. i. verdauen, sp. Medic.; vgl. Plut. de cap. ex host. util. i. A. p. 271.

French (Bailly abrégé)

f. μεταβαλῶ, ao.2 μετέβαλον, etc.
I. tr. 1 tourner d'un autre côté, retourner : δέμας EUR tourner son corps, changer de position ; τὴν γῆν XÉN retourner la terre, labourer ; fig. changer, transformer : τὸ οὔνομα changer de nom;
2 prendre en se transformant : ἄλλους τρόπους EUR prendre d'autres mœurs;
II. intr. 1 changer, se transformer : ἐξ ὀλιγαρχίας εἰς δημοκρατίαν PLAT passer de l'oligarchie à la démocratie;
2 abs. changer d'opinion : πρός τινα passer dans le camp, dans le parti de qqn;
Moy. μεταβάλλομαι (f. μεταβαλοῦμαι, etc.);
I. tr. 1 changer de place : τὰ ὅπλα XÉN changer ses armes de position, càd jeter son bouclier sur son dos;
2 changer pour soi ou sur soi : τὰ ἱμάτια XÉN changer de vêtements ; τί τινος changer une chose pour une autre;
3 échanger, négocier, trafiquer : ἐν τῇ ἀγορᾷ XÉN vendre au marché;
II. intr. 1 t. milit. faire un mouvement de conversion;
2 fig. se transformer, changer : ἀπό τινος πρός τινα passer d'un camp, d'un parti dans un autre ; abs. changer d'opinion.
Étymologie: μετά, βάλλω.

Russian (Dvoretsky)

μεταβάλλω:
1 тж. med. поворачивать: μετὰ νῶτα βαλών Hom. обратив тыл; μ. δέμας Eur. двигаться, метаться; μεταβάλλεσθαι τὰ ὅπλα Xen. закидывать щиты назад (при бегстве); μ. τὴν γῆν Xen. вспахивать землю; μ. θοἰμάτιον ἐπὶ δεξιάν Arph. передвинуть плащ на правую сторону; ἄνω καὶ κάτω τὰς δόξας μεταβάλλεσθαι Plat. то и дело менять свои мнения;
2 переделывать, изменять, менять (τὸ οὔνομα ἔς τι Her.; δίαιταν Thuc.; med. τοὺς τρόπους Arst.): μεταβάλλεσθαί τί τινος Soph. и τι ἀντί τινος Plat. менять что-л. на что-л.; μ. τι ἐς ἄλλο οὔνομα Her. переименовывать что-л.; μ. χώραν ἐκ χώρας Plat. перемещаться из одного места в другое; πολλὰς μεταβολὰς μ. Plat. претерпевать многие изменения; μ. ἑαυτὸν ἐπὶ τὸ βέλτιόν τε καὶ κάλλιον Plat. стать лучше и красивее; μεταβάλλεσθαι ἱμάτια Xen. переодеваться;
3 изменяться, меняться (ἐπὶ τοὐναντίον Plut.; ἔκ τινος εἴς τι Arst.): μ. ἐς εὐνομίην Her. стать благоустроенным; καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι συντυχίαι Eur. одни беды, сменяющиеся другими;
4 med. заниматься обменом, торговать (ἐν τῇ ἀγορᾷ Xen.);
5 изменять мнение, образ действий и т. п.: μεταβαλὼν πρὸς τοὺς Ἀθηναίους Her. обратившись (после неуспеха у пелопоннесцев) к афинянам; ἐκ τούτου μεταβαλών εἶπε Xen. приняв другой вид (т. е. подавив свою скорбь), он сказал;
6 терять, утрачивать (εὔνοιαν Thuc.): μ. ὀργάς Eur. смягчать свой гнев;
7 (взамен старого), усваивать, приобретать, (ἄλλους τρόπους Eur.);
8 вводить (у себя), устанавливать (εἶδος καινὸν μουσικῆς Plat.);
9 (взамен старого), посылать, отправлять, (ἄλλας γραφάς Eur.);
10 (sc. χώραν) переселяться (ἐκ τῶν Σκυθικῶν πεδίων εἰς τὰ ἕλη τῆς Αἰγύπτου Arst.);
11 переходить (ἐκ τῆς ἄκρας κακίας εἰς τὴν ἄκραν ἀρετήν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταβάλλω: μέλλ. -βᾰλῶ: ἀόρ. μετέβαλον. Στρέφω τι ταχέως, παρ’ Ὁμ. μόνον ἅπαξ ἐν τμήσει, μετὰ νῶτα βαλὼν Ἰλ. Θ. 94 (ὅρα κατωτ. Μέσ.)· χαλεπῶς μ. δέμας Εὐρ. Ἱππ. 204· μ. θοἰμάτιον ἐπὶ δεξιὰν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1568· μεταβάλλειν τὴν γῆν, ἀναστρέφειν, ἀροτριᾶν, Λατ. novare, Ξεν. Οἰκ. 16, 15. II. μεταβάλλω, ἀλλάσσω, μ. τὸ οὔνομα Ἡρόδ. 1. 57· τὴν πολιτείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 5, 4· οἱ Bρίγες τὸ οὔνομα μετέβαλον ἐς Φρύγας Ἡρόδ. 7. 73· ὡσαύτως, μεταβάλλω ἄλλου τινὸς τὸ ὄνομα, τὰς φυλὰς μετέβαλε [ὁ Κλεισθένης] ἐς ἄλλα οὐνόματα ὁ αὐτ. 5. 68, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 54· μ. μορφήν τινος ἔς τι αὐτόθι 54· τινὰ ἐπὶ κακὸν Ἀριστοφ. Θεσμ. 723· εἰς τὸ βέλτιον Πλάτ. Νόμ. 381Α· - μ. δίαιταν, μεταβάλλω δίαιταν ἢ τρόπον ζωῆς, Θουκ. 2. 16, πρβλ. Foës Oecon. Hipp.· οὕτω, μ. ὕδατα, πίνω ὕδωρ διάφορον, ἄλλο, Ἡρόδ. 8. 117· - ὀργὴν μεταβάλλω, «ξεθυμώνω», χαλεπῶς ὀργὰς μεταβάλλουσι (δηλ. οἱ τύραννοι) Εὐρ. Μήδ. 121· μ. τοὺς τρόπους Ἀριστοφ. Πλ. 36, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 1. 7· μ. τὸ ἔθος Θουκ. 1. 123· τάχα ἂν τὴν εὔνοιαν... μεταβάλοιτε, δηλ. τῇ τῶν πραγμάτων μεταβολῇ ἀποβάλοιτε, 1. 77· μ. χώραν ἐκ χώρας, ὡς τὸ μεταλλάσσω 1. 2, Πλάτ. Θεαίτ. 181C· - συχνάκις μετ’ ἐπιθ. σημαίνοντος μεταβολήν, μεταβαλὼν (μεταλαβὼν Cobet V. L. σελ. 572) ἄλλους τρόπους, παραδεξάμενος ἄλλους τρόπους, Εὐρ. Ι. Α. 343· μ. ἄλλας γραφὰς αὐτόθι 363· μ. κοινὸν εἶδος Πλάτ. Πολ. 424C· ἐμαυτὸν ἄνω κάτω μετέβαλον ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 96Β· ἄνω καὶ κάτω τὰς δόξας μ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 508D· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., αὐτόθι 404Α. 2) ἀμετάβ., ὑφίσταμαι μεταβολήν, τροποποιοῦμαι, μεταβάλλω τὴν κατάστασίν μου, Ἡρόδ. 7. 170· μ. ἐς εὐνομίην ὁ αὐτ. 1. 65, πρβλ. Ἀντιφῶντα 120. 13· μ. ἐξ ὀλιγαρχίας εἰς δημοκρατίαν Πλάτ. Πολ. 553Α, κλ.· μ. ἐπὶ τοὐναντίον ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 270D· εἰς ἑτέραν πολιτείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 3, 9, πρβλ. 5. 1, 1, πρβλ. μεταβολὴ ΙΙ. 1· - μετὰ γεν. πράγμ., καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι χθονὶ συντυχίαι, νέαι δυστυχίαι ἐπερχόμεναι εἰς τὸν τόπον ἡμῶν διάδοχοι τῶν ἀρτίως ἐπελθουσῶν, Εὐρ. Τρῳ. 1118. 3) μεταβάλλω διεύθυνσιν καὶ τρόπον, μεταστρέφομαι, μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους, ἀλλάξας σχέδιον καὶ στραφεὶς πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, Ἡρόδ. 8. 109· - ἡ μετοχ. μεταβάλλων ἢ μεταβαλὼν κεῖται ὡσαύτως ἀπολ., καὶ μεταβαλόντες ἀντὶ Κρητῶν γενέσθαι Ἰήπυγας, καὶ ἀλλάξαντες ὄνομα ἀντί..., ὁ αὐτ. 7. 170· ᾔνεσ’ οὕνεκ’ εὐλογεῖς θεὸν μεταβαλοῦσ’, ἀλλάξασα φρόνημα, Εὐρ. Ἴων 1614, Πλάτ. Συμπ. 204Ε, Θεαίτ. 166D, Γοργ. 480Ε. Β. Μέσ., μεταβάλλω, τροποποιῶ ὅ,τι ἀνήκει εἰς ἐμέ, ἀλλὰ τοῦτο μᾶλλον κατὰ τύχην ἢ ἐπίτηδες (ὅπερ συνηθέστερον ἐκφέρεται διὰ τοῦ μεταλαμβάνω), Stallb. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 241Α· μ. ἱμάτια, ἀλλάσσειν τὰ ἐνδύματα Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 6· μ. τοὺς τρόπους Ἀριστοφ. Σφ. 461, κτλ. 2) ἀνταλλάσσω τι πρὸς ἄλλο, τίς μεταβάλοιτ’ ἂν ὧδε σιγὰν λόγων; τὴν σιγὴν ἀντὶ τῶν λόγων, Σοφ. Ἠλ. 1261· ― ἀνταλλάσσω, ἐμπορεύομαι, Πλάτ. Νόμ. 849D, Σοφ. 223D· μ. ἐν τῇ ἀγορᾷ Ξεν. Ἀπομν. 3. 7, 6· πρβλ. μεταβολεύς. ΙΙ. στρέφομαι, μεταστρέφομαι, ἄνω καὶ κάτω Πλάτ. Γοργ. 481Ε, πρβλ. Δείναρχ. 91. 18· ἰδίως, 2) μεταβάλλω τὸν σκοπόν μου, Ἡρόδ. 5. 75· μεταβάλλω μερίδα, Θουκ. 1. 71., 8. 90. 3) στρέφω τὰ νῶτα, μεταστρέφομαι, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 5, 6· ὡσαύτως, μ. εἰς τοὔπισθεν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 8. 10· (ἀλλ’ ἐν Ἀν. 6. 5, 19, πιθανῶς νοητέον ὅπλα ἐκ τοῦ προηγουμένου κώλου, ― μεταστρέφω τὴν ἀσπίδα μου, δηλ. ῥίπτω αὐτὴν εἰς τὸν ὦμον μου, πρβλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 8). 4) στρέφομαι ἀπό τινος πρὸς ἕτερον, Αἰσχίν. 83. 31.

English (Strong)

from μετά and βάλλω; to throw over, i.e. (middle voice figuratively) to turn about in opinion: change mind.

English (Thayer)

properly, to turn round; to turn about; passive and middle to turn oneself about, change or transform oneself; tropically, to change one's opinion; (middle, present participle) μεταβαλλόμενοι (2nd aorist participle βαλόμενοι Tr WH)) ἔλεγον, they changed their minds and said, μεταβαλόμενος λέγεις, having changed your mind you say, Plato, Gorgias 481e.; in the same sense, Thucydides, Xenophon, Demosthenes).

Greek Monolingual

(ΑM μεταβάλλω) βάλλω
αλλάζω την κατάσταση κάποιου, μετατρέπω (α. «οι συνθήκες της ζωής μεταβάλλουν τον άνθρωπο» β. «ο καιρός κάθε μέρα μεταβάλλεται» γ. «τὰς φυλὰς (ο Κλεισθένης) μετέβαλε εἰς ἄλλα ὀνόματα», Ηρόδ.)
μσν.
1. αναπληρώνω
2. μεταπείθω κάποιον
3. μέσ. μεταβάλλομαι
μετριάζω, περιστέλλω κάτι
3. φρ.) α) «μεταβάλλω εἰς ὀργήν» — οργίζομαι εναντίον κάποιου
β) «μεταβάλλομαι εἰς χαράν» — χαίρομαι
μσν.-αρχ.
1. αλλάζω τόπο, μετακινούμαι
2. διασκευάζω, μεταγλωττίζω, μεταφράζω («εἰς τὴν Ἑλλάδα φωνὴν μεταβάλλειν», Ιώσ.)
αρχ.
1. στρέφω κάτι προς διαφορετική θέση ή κατεύθυνση («μεταβάλλειν ποταμόν», Ιουλ.)
2. επιχειρώ ή υφίσταμαι τροποποίηση της κατάστασής μου
3. (για καταστάσεις) διαδέχομαι κάτι («καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι χθονὶ συντυχίαι», Ευρ.)
4. μέσ. α) ανταλλάσσω
β) συναλλάσσομαι, εμπορεύομαι («μεταβαλλόμενοι ἐν τῇ ἀγορᾷ», Ξεν.)
γ) μεταφέρω, μετατοπίζω
δ) κλίνω προς μια κατεύθυνση
ε) αλλάζω μέρη, τόπους
στ) στρέφομαι, κλίνω
ζ) ανακατώνω με κουτάλι
5. απρόσ. μεταβάλλει
αλλάζει η πορεία, ο ρυθμός, ο ρους («μεταβάλλει διὰ πλειόνων ζῴων», Θεόφρ.)
6. φρ. α) «μεταβάλλω δίαιταν» — αλλάζω τρόπο ζωής
β) «μεταβάλλω ὀργήν» — ξεθυμώνω, μού περνά ο θυμός
γ) «μεταβάλλω εὔνοιαν» — αποβάλλω την εύνοια, σταματώ να δείχνω εύνοια
δ) «μεταβάλλω χώραν ἐκ χώρας» — πηγαίνω από τη μια χώρα στην άλλη
7. μετατοπίζω, μεταφέρω, μετακομίζω κάτι σε άλλη θέση («ἵνα τὸν σῖτον μεταβάλησθε», πάπ.).

Greek Monotonic

μεταβάλλω: μέλ. -βᾰλῶ, αόρ. βʹ μετέβαλον·
Α. I. περνώ σε μια διαφορετική τοποθέτηση, στρέφω γρήγορα, μετὰ νῶτα βαλών, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταβάλλω θοἰμάτιον ἐπὶ δεξιάν, ρίχνω το μανδύα μου προς τα δεξιά, σε Αριστοφ.
II. 1. μετατρέπω (θέση, άποψη), αλλάζω, διαφοροποιούμαι, σε Ηρόδ., Αττ.· μεταβάλλω ὕδατα, πίνω διαφορετικό νερό, σε Ηρόδ.· μεταβάλλω ὀργάς, αλλάζω, δηλ. αφήνω κατά μέρος τον θυμό μου, σε Ευρ.
2. δηλώνει εξέλιξη, προβαίνω σε μία αλλαγή, αλλάζω την κατάστασή μου, σε Ηρόδ., Πλάτ.
3. αλλάζω την πορεία μου, μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους, αλλάζοντας την πορεία του και επιστρέφοντας στους Αθηναίους, σε Ηρόδ.· η μτχ. μεταβάλλων ή μεταβαλών χρησιμ. ως αμτβ., σχεδόν ως επίρρ., αντί, διαδόχως, σε Ηρόδ., Ευρ. Β. I. 1. Μέσ., αλλάζω κάτι που ανήκει σε κάποιον, κ.λπ.· μεταβάλλω ἱμάτια, αλλάζω τα ρούχα μου, σε Ξεν.· μεταβάλλω τοὺς τρόπους, σε Αριστοφ. κ.λπ.
2. αλλάζω κάτι με κάτι άλλο, ανταλλάσσω, μεταβάλλω σιγὰν λόγων, αφήνω τη σιωπή για να μιλήσω, σε Σοφ.· εμπορεύομαι, συναλλάσσομαι, σε Ξεν.
II. 1. αλλάζω τον εαυτό μου, μεταστρέφομαι, σε Πλάτ.· αλλάζω τους στόχους μου, αλλάζω πλευρά (άποψη), σε Ηρόδ., Θουκ.
2. περιστρέφομαι, γυρίζω γύρω-γύρω, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. -βᾰλῶ aor2 μετέβᾰλον
A. to throw into a different position, to turn quickly, μετὰ νῶτα βαλών Il.; μ. θοἰμάτιον ἐπὶ δεξιάν to throw one's mantle over to the right, Ar.
II. to turn about, change, alter, Hdt., Attic; μ. ὕδατα to drink different water, Hdt.:— μ. ὀργάς to change, i. e. give up, anger, Eur.
2. intr. to undergo a change, change one's condition, Hdt., Plat.
3. to change one's course, μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους changing his course and turning to the Athenians, Hdt.:—the part. μεταβάλλων or μεταβαλών is used absol., almost like an adv. instead, in turn, Hdt., Eur.
B. Mid. to change what is one's own, etc. μ. ἱμάτια to change one's clothes, Xen.; μ. τοὺς τρόπους Ar., etc.
2. to change one with another, exchange, μ. σιγὰν λόγων to exchange silence for words, Soph.: — to barter, traffic, Xen.
II. to turn oneself, turn about, Plat.:— to change one's purpose, change sides, Hdt., Thuc.
2. to turn or wheel about, Xen.

Chinese

原文音譯:metab£llw 姆他-巴羅
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(以後)-投
字義溯源:放棄,轉念(放棄一個意念,而轉入另一個意念),轉變,迅速改變,變更,交替;由(μετά)*=同)與(βάλλω / ἀμφιβάλλω)*=投,擲)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 就轉念(1) 徒28:6

Lexicon Thucydideum

mutare, to change, 1.23.2, 1.77.6, 1.123.1, 2.16.2, 6.77.1,
mutari, to be changed, 2.61.2, [nonnulli codd. several manuscripts μεταβάλλεσθε].
MED. partes, faction, side vel or sententiam mutare, to change one's mind, 1.71.6, 8.54.1, 8.73.2, 8.90.1.

Translations

translate

Afrikaans: vertaal; Aghwan: 𐔸𐔰𐕙𐔲𐕒𐕡𐕌𐔰𐕎; Alabama: ayitika, paahossochi; Albanian: përkthej; Arabic: تَرْجَمَ‎; Egyptian Arabic: ترجم‎; Moroccan Arabic: ترْجم‎; Armenian: թարգմանել; Assamese: ভাঙনি কৰ; Asturian: traducir; Azerbaijani: çevirmək, tərcümə etmək; Basque: itzuli; Belarusian: перакладаць, перакласці, пераводзіць, перавесці́; Bengali: অনুবাদ করা, তর্জমা করা; Breton: treiñ; Bulgarian: превеждам, преведа; Burmese: ယောဇနာ, ပြန်; Buryat: оршуулха; Catalan: traduir; Chinese Cantonese: 翻譯/翻译, 譯/译; Dungan: фанйи; Hakka: 翻譯/翻译; Mandarin: 翻譯/翻译, 譯/译; Min Dong: 翻譯/翻译; Min Nan: 翻譯/翻译; Wu: 翻譯/翻译; Chukchi: йиԓыԓьэтык; Czech: překládat, přeložit; Danish: oversætte; Dolgan: тулмаастаа; Dutch: vertalen, overzetten; Esperanto: traduki; Estonian: tõlkima; Faroese: týða, umseta; Finnish: kääntää; French: traduire; Galician: traducir; Ge'ez: ተርጐመ; Georgian: თარგმნა; German: übersetzen, übertragen, verdolmetschen, dolmetschen; Greek: μεταφράζω; Ancient Greek: ἀντιφράζω, ἀπαγγέλλω, ἀφερμηνεύω, διερμηνεύω, ἐκδίδωμι, ἑλληνίζω, ἐξερμηνεύω, ἑρμηνεύω, μεθερμηνεύω, μεταβάλλω, μεταγράφω, μεταλαμπαδεύω, μεταφέρω, μεταφράζω; Haitian Creole: tradui; Hebrew: תִּרְגֵּם‎; Hiligaynon: badbad; Hindi: अनुवाद करना, भाषान्तर करना; Hungarian: fordít, lefordít; Icelandic: þýða; Ido: tradukar; Indonesian: terjemah, menerjemahkan; Irish: aistrigh; Italian: tradurre; Japanese: 訳す, 翻訳する; Javanese: arti, pertal, mertal; Kazakh: аудару; Khakas: тілбестирге; Khmer: បកប្រែ, ប្រែ; Khün: ᨸᩖᩯ; Korean: 번역하다; Kyrgyz: которуу; Lao: ແປ; Latin: traduco, interpreto, interpretor; Latvian: tulkot; Lithuanian: išversti; Lü: ᦔᦶᦜ, ᦔᦊᦱᧃᧈ, ᦝᦱᧃᧈ; Macedonian: преведува, преведе; Malay: menterjemahkan; Malayalam: തർജ്ജമ, മൊഴിമാറ്റം, പരിഭാഷ; Maltese: ittraduċa; Manchu: ᡠᠪᠠᠯᡳᠶᠠᠮᠪᡠᠮᠪᡳ; Maori: whakamāori; Middle English: translaten; Mon: ကၠဲာ; Mongolian Cyrillic: орчуулах; Neapolitan: tradùcere; Norwegian: oversette; Nynorsk: omsetja; Occitan: traduire, revirar; Old English: wendan; Oromo: hiikuu; Pashto: ترجمه کول‎, ژباړل‎; Pennsylvania German: iwwersetze; Persian: ترجمه کردن‎, ترجمیدن‎; Polish: tłumaczyć, przetłumaczyć, przekładać, przełożyć; Portuguese: traduzir, verter; Romanian: a traduce; Russian: переводить, перевести; Samogitian: pargoldītė; Scots: pit ower; Scottish Gaelic: eadar-theangaich; Serbo-Croatian Cyrillic: прево̀дити, прѐвести; Roman: prevòditi, prèvesti; Shan: ပိၼ်ႇၽၢႆႇ; Sinhalese: පෙරළනවා; Slovak: prekladať, preložiť; Slovene: prevajati, prevesti; Sotho: fetola; Spanish: traducir, trasladar, verter; Swahili: tafsiri; Swedish: översätta; Tagalog: magsalin; Tahitian: ʻauvaha, ʻiriti; Tajik: тарҷума кардан; Tatar: күчерергә; Thai: แปล; Tibetan: བསྒྱུར; Tigrinya: ተርጐመ; Turkish: tercüme etmek, terceme, çevirmek; Turkmen: terjime etmek; Ukrainian: перекладати, перекласти, переводити, перевести; Urdu: ترجمہ کرنا‎, انواد کرنا‎; Uyghur: تەرجىمە قىلماق‎; Uzbek: tarjima qilmoq; Vietnamese: dịch, phiên dịch; Volapük: tradutön; Walloon: ratourner, tradure; Welsh: cyfieithu; West Frisian: oersette; Yakut: тылбаастаа; Yiddish: איבערזעצן‎; Yup'ik: mumigluni