τόνος

From LSJ
Revision as of 20:30, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τόνος Medium diacritics: τόνος Low diacritics: τόνος Capitals: ΤΟΝΟΣ
Transliteration A: tónos Transliteration B: tonos Transliteration C: tonos Beta Code: to/nos

English (LSJ)

ὁ, (τείνω)

   A that by which a thing is stretched, or that which can itself be stretched, cord, brace, band, οἱ τ. τῶν κλινέων the cords of beds or chairs, Hdt.9.118, cf. Ar.Eq.532 (anap.), Philippid.12, Michel 832.48 (Samos, iv B.C.); sg., bedcords, Ar.Lys.923; ὠμολίνου μακροὶ τόνοι A.Fr.206; ἐκ τριῶν τ. of three plies or strands, of ropes, X.Cyn.10.2.    2 in animals, τόνοι are sinews or tendons, Hp.Art.11 ( = nerves acc. to Gal.18(1).380):—of pneumogastric nerves, Ruf.Onom.158.    3 in machines, twisted skeins of gut in torsion-engines, Ph.Bel.65.34, al., Hero Bel.83.4, Plu.Marc. 15.    b in the γαστραφέτης, = αἱ ἐκ τῶν ἄκρων κάμψεις, Hero Bel. 75.7.    c in dockyard equipment, ὑποζωμάτων τέτταρας τόνους ἐγ νεωρίων IG22.1673.12; τ. αἰχμάλωτοι ib.1610.23; τ. αἰχμάλωτος ἀδόκιμος ib.1613.282.    4 row or line of pillars, ib.1668.48.    II stretching, tightening, straining, strain, tension, ὁ τ. τῶν ὅπλων Hdt. 7.36; power of contracting muscles, Sor.1.112; τ. καὶ ῥώμη Id.2.48; τὸν τῆς ὁλκῆς τ. ὑπεκλῦσαι diminish the strength of the pull, ib. 61.    2 of sounds, raising of the voice, Aeschin.3.209,210, D.18.280, Phld.Lib.p.19 O., etc.: hence,    a pitch of the voice, Pl.R. 617b, Arist.Phgn.807a17, etc.; including volume, τόνοι φωνῆς· ὀξύ, βαρύ, μικρόν, μέγα X.Cyn.6.20; κλαυθμυρίσαι μετὰ τόνου τοῦ προσήκοντος, of a new-born baby, Sor.1.79; τῷ αὐτῷ τ. εἰπεῖν Arist.Rh. 1413b31; ἐν τ. ἀνιεμένοις καὶ βαρέσι Id.Aud.804a26; τὴν φωνὴν καὶ τὸν τ. ἐξάραντα Hieronym. ap. D.H.Isoc.13 (cf. Phld.Rh.1.198 S.); σῴζειν τὸν τ. Longin.9.13: pl., Phld.Rh.1.196S.; of a musical instrument, Plu.2.827b, etc.; diatonic scale, APl.4.220 (Antip.): metaph. of colour, 'values', Plin.HN35.29.    b pitch or accent of a word or syllable, Arist.Rh.1403b29, D.T.629.27, A.D.Pron.8.8, al., Gal.16.495 (the meaning of the Adv. τόνῳ mentioned by A.D. Adv.167.2 is not given by him ( = λίαν, Hsch.); τόνῳ, = μετὰ προθυμίας ἰσχυρᾶς, was read by Gal. (16.585) in Hp.Prorrh.1.36 (ξὺν τόνῳ or ξὺν πόνῳ codd.Hp.)).    c measure or metre, ἐν ἑξαμέτρῳ τ. Hdt. 1.47,62, 5.60; ἐν τριμέτρῳ τ. Id.1.174.    d in Musical writers, key, Aristox.Harm.2p.37M., Plu.2.1134a, 1135a, etc.    3 mental or physical exertion, τ. ἀμφ' ἀρετῆς, i.e. in praising it, Xenoph.1.20; bodily energy, ἰσχὺς καὶ τ. Luc.Anach.25, cf. 27; συστρέψαι τὸν τ. (by massage) Gal.6.91: generally, force, intensity, Plu.Demetr.21, 2.563f, etc.; τ. ὀργῆς Id.Brut.34; τ. πνεύματος Luc.Dem.Enc.7; ὁ τ. τῆς φαρμακείης its efficiency, Hp.Ep.16; τ. δυνάμεων, title of a work by Heras, Gal.13.416; τ. σοφιστικός Eun.VSp.497B.    4 in Stoic Philos., 'tension', force, in Nature and Man, πληγὴ πυρὸς ὁ τόνος ἐστί, κἂν ἱκανὸς ἐν τῇ ψυχῇ γένηται πρὸς τὸ ἐπιτελεῖν τὰ ἐπιβάλλοντα, ἰσχὺς καλεῖται καὶ κράτος Cleanth.Stoic.1.128; ὁ ζωτικὸς τ. Stoic.2.235, Gal.6.321; αἰσθητικὸς τ. Stoic.2.215; συνεκτικὸς τ. the tension which holds the universe together, ib.134.    III metaph., tenor of one's way, course, εὐθὺν τ. τρέχειν Pi.O.10(11).64; ἕνα τόνον ἔχειν Plu.Dem.13.    IV quarter of a city, IG12(5).872.36, al. (Tenos).

German (Pape)

[Seite 1127] ὁ, 1) das, womit Etwas gespannt, straff angezogen, oder was selbst angespannt werden kann, Strick, Seil, Tau, Her. 7, 36, wie Aesch. frg. 175; Bettgurt, Ar. Equ. 530; τόνοι τῶν κλινέων, Her. 9, 118; οὓς τόνους τε καὶ ὑποζώματα προσαγορεύομεν, Plat. Legg. XII, 945 c; Thiersehne, Flechse, Hippocr. Auch die einzelnen Fäden, aus welchen die Stricke gedreht sind, ἐκ τριῶν τόνων, dreidrähtig, Xen. Cyn. 10, 2. – 2) das Spannen, Anspannen, Anstrengen, ὅπλων, Her. 7, 36, die Anspannung, Anstrengung, bes. der Stimme, τῆς φωνῆς, Dem. 18, 280; πνεύματος, Parm. 1 (IX, 342); dah. – a) der Ton, sowohl von der menschlichen Stimme, als von Instrumenten. – b) der Ton od. die Betonung eines Wortes, der Accent, Gramm. – c) τόνος ἑξάμετρος, das hexametrische Versmaaß, Her. 1, 47. 62. 5, 60; τρίμετρος, der Trimeter, 1, 174. – Uebh. Nachdruck, Kraft, Plut. Demetr. 21; όργῆς, Brut. 34; aber τόνον ἔχειν ἕνα ist = unum tenorem tenere, Dem. 13.

Greek (Liddell-Scott)

τόνος: ὁ, (τείνω) τὸ δι’ οὗ τι τείνεται ἢ τὸ δυνάμενον νὰ ταθῇ, νὰ τεντωθῇ. σχοινίον, δεσμός, ταινία, οἱ τόνοι τῶν κλινέων, τὰ σπαρτία ἢ σχοινία τῶν κλινῶν, Ἡρόδ. 9, 118, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 532, Πλάτ. Νόμ. 945C· καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ περιληπτικῶς, αἰσχρὸν γὰρ ἐπὶ τόνου γε Ἀριστοφ. Λυσ. 923· ἄχρηστα παντελῶς τὰ σπαρτία (δηλ. τοῦ δίφρου)· ἕτερον δὲ καινὸν ἐμβαλεῖν τόνον Φιλιππίδ. ἐν «Λακιάδαις» 1· - ἐκ τριῶν τόνων, ἐκ τριῶν σπάγων, κεκλωσμένος ἐκ τριῶν λεπτοτέρων, ἐπὶ σχοινίων, Ξεν. Κυν. 10, 2. 2) ἐπὶ ζῴων, τόνοι, λέγονται οἱ τένοντες, τὰ κοινῶς νεῦρα, Λατ. nervi, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 788, ἴδε Foës. Oecon. 3) ἐπὶ μηχανῶν, σχοινία ἐντείνοντα (πρβλ. ἀντίτονον), Πλουτ. Μάρκ. λλ. 15. ΙΙ. ἔντασις, τέντωμα, ὁ τ. τῶν ὅπλων Ἡρόδ. 7. 36· ἐπὶ τῆς λύρας, Ἀνθολ. Πλαν. 220. 2) ἐπὶ ἤχων, ἔντασις, ὕψωσις τῆς φωνῆς, Αἰσχίν. 83. 5, 84. 7, Δημ. 319. 13, κλπ.· ὅθεν, α) τὸ ὕψος τῆς φωνῆς, Πλάτ. Πολ. 617D, Ἀριστ., κλπ.· τόνοι φωνῆς· ὀξύ, βαρύ, μικρόν, μέγα Ξενοφ. Κυν. 6. 20· τῷ αὐτῷ τ. εἰπεῖν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 12, 4· ἐν τόνοις ἀνιεμένοις καὶ βαρέσι ὁ αὐτ. περὶ Ἀκουστ. 65· - ἐπὶ μουσικοῦ ὀργάνου, Πλούτ. 2. 827Β, κλπ.· μεταφ., ἐπὶ χρώματος, αὐτόθι 563Ε, Πλίν. 35, 11. β) ὁ τόνος λέξεως ἢ συλλαβῆς, Γραμμ. γ) μέτρον, ῥυθμός, ἐν ἑξαμέτρῳ τόνῳ Ἡρόδ. 1. 47, 62., 5. 60· ἐν τριμέτρῳ τ. αὐτόθι 174. δ) παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις μουσικοῖς τόνοι ἐκαλοῦντο αἱ ἁρμονίαι τοῦ Πλάτ. καὶ Ἀριστ. (πρβλ. ἁρμονία IV. 3), τρόποι ἢ διατονίαι διαφέρουσι κατὰ τὸ ὕψος, Λατ. modi Πλούτ. 2. 1134Α, 1135Α, κλπ. Παρὰ τοῖς παλαιοτάτοις Ἕλλησιν αἱ διατονίαι αὗται ἦσαν τρεῖς κατὰ τὰς διαφόρους διαιρέσεις τοῦ τετραχόρδου, δηλ. Δωρία, Λυδία καὶ Φρυγία. Τούτων ἑκάστη ἦτο κατὰ ἕνα τόνον ὀξυτέρα τῆς προηγουμένης, ὥστε ἡ Δωρία ἦτο ἡ κατωτάτη, ἡ Λυδία ἡ ἀνωτάτη καὶ ἡ Φρυγία ἡ μέση. Ἀλλὰ ὕστερον ἑκάστη τούτων ὑποδιῃρέθη δι’ ἡμιτονίου, ὥστε προσετέθησαν δύο νέοι τρόποι ὁ Ἰωνικὸς μεταξὺ τοῦ Δωρίου καὶ Φρυγίου καὶ ὁ Αἰολικὸς μεταξὺ τοῦ Φρυγίου καὶ τοῦ Λυδίου. Μετὰ ταῦταἀριθμὸς ηὐξήθη ἔτι μᾶλλον καὶ ἐσχηματίσθησαν δύο συστήματα, τὸ μικρότερον ἐξ ἕνδεκα καὶ τὸ μεῖζον ἐκ δεκαπέντε τρόπων, ὧν τὰ ὀνόματα συνετέθησαν ἐκ τῶν πρώτων μνημονευθέντων, ὑπερ- καὶ ὑποδωριστί, κτλ.· ἴδε Böckh de Metr. Pind. σ. 212 κἑξ. 3) ἔντασις δυνάμεως, πνευματικὴ ἢ διανοητικὴ τάσις καὶ ἐνέργεια, Κλεάνθ. παρὰ Πλουτ. 2. 1034D· σωματικὴ ἐνέργεια, ἰσχὺς καὶ τ. Λουκ. Ἀνάχ. 25, πρβλ. 27· τ. πνεύματος ὁ αὐτ. ἐν Δημοσθ. Ἐγκωμ. 7· -καθόλου, δύναμις, ἰσχύς, ἔντασις, ἐπίτασις, Πλουτ. Δημήτρ. 24, κλπ.· τ. ὀργῆς ὁ αὐτ. ἐν Βρούτῳ 34· ὁ τ. τῆς φαρμακείης, τὰ ἀποτελέσματα αὐτῆς, Ἱππ. 1278. 48· - ἐνέργεια τῆς γλώσσης, Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 13, Λογγῖν. 9. 13, κλπ.· δοτ. τόνῳ κεῖται ὡς ἐπίρρ., μετ’ ἐμφάσεως, Α. Β. 578. ΙΙΙ. μεταφ., ἡ τάσις ἢ διεύθυνσις ἣν ἀκολουθεῖ τις, εὐθὺν τόνον τρέχειν Πινδ. Ο. 10 (11). 76· τόνον ἔχειν ἕνα, ὡς τὸ Λατ. unum tenorem tenere, Πλουτ. Δημοσθ. 13.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. tout ligament tendu ou pouvant se tendre, particul. :
1 corde, cordage, câble;
2 sangle de lit;
3 cordage pour le jeu d’une machine;
4 fil tordu pour les mailles d’un filet;
5 muscle, tendon;
II. action de tendre :
1 tension (des cordes de la lyre, d’armes, etc.) ; τόνος πληγῆς PLUT application d’un coup, coup asséné ; fig. tension des ressorts de l’âme ; contention de l’esprit ; teneur (d’une course, d’un effort, etc.);
2 intensité, force, vigueur, énergie;
3 en parl. de la voix ton (aigu, grave, etc.) ; fig. en parl. de couleur ton, nuance;
4 t. de métr. rythme, mesure d’un vers ; ἑξάμετρος HDT rythme de six mesures, vers hexamètre;
5 t. de gramm. accentuation, accent tonique.
Étymologie: τείνω.

English (Slater)

τόνος
   1 stretch στάδιον μὲν ἀρίστευσεν, εὐθὺν τόνον ποσσὶ τρέχων (Thiersch: εὐθύτονον codd.) (O. 10.64)

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΜΑ
1. ο βαθμός έντασης ενός ήχου και, ιδίως, της φωνής
2. (κατ' επέκτ.) η χροιά ή το ύψος της φωνής (α. «δεν μού αρέσει ο τόνος της φωνής του» β. «μελαγχολικός τόνος» γ. «απαλός τόνος» δ. «φωνὴν μίαν ἱεῑσαν ἀνὰ τόνον», Πλάτ.)
3. ο τονισμός
4. (στην πυθαγόρεια θεωρία) διάστημα
5. ο βαθμός έντασης ενός χρώματος, η διαβάθμιση του φωτός και της σκιάςένας πιο σκούρος τόνος θα ταίριαζε περισσότερο»)
6. η τονικότητα
7. (φιλοσ.) (στους Στωικούς) α) συνώνυμο της προσπάθειας, ως δημιουργικής δύναμης που ενυπάρχει στη φύση και στον άνθρωπο
β) η δημιουργική δύναμη της φωτιάς με την οποία αυτή μεταβάλλεται σε αέρα, ύδωρ και γη («συνεκτικός τόνος» — η ενεργός δύναμη που συνέχει το σύμπαν)
νεοελλ.
1. γλωσσ. α) η ένταση ή το ύψος της φωνής κατά την εκφώνηση μιας γλωσσικής μονάδας, συλλαβής ή λέξης, ανώτερης του φθόγγου
β) καθένα από τα διακριτικά σημεία με τα οποία δηλώνεται ο τονισμός αυτός στην Ελληνική, όπως είναι η οξεία, η βαρεία και η περισπωμένη
2. μουσ. α) (στα εξωευρωπαϊκά μουσικά συστήματα) η απόσταση της μιας βαθμίδας της κλίμακας από την άλλη
β) (στην ευρωπαϊκή μουσική) η απόσταση τών δώδεκα τμημάτων
3. ναυτ. χοντρό σχοινί, πλεγμένο από τρία ή τέσσερα μονόπλοκα σχοινιά, που χρησιμεύει στην πρυμνοδέτηση και στη ρυμούλκηση του πλοίου
4. φυσιολ. α) η ελαφρά και μόνιμη συστολή ενός γραμμωτού μυός η οποία ελέγχεται από νευρικά κέντρα
β) η ενδοφθάλμια πίεση
5. φρ. α) «βαρύς τόνος»
γλωσσ. η βαρεία
β) «οξύς τόνος»
γλωσσ. η οξεία
γ) «περισπώμενος τόνος»
γλωσσ. η περισπωμένη
δ) «δυναμικόςεντατικός] τόνος»
γλωσσ. τόνος που εξαρτάται από την έξαρση της φωνής, από την εντονότερη προφορά και χαρακτηρίζει τις νεώτερες γλώσσες
ε) «μουσικός τόνος»
γλωσσ. ο τόνος που εξαρτάται από το ύψος και τη διάρκεια της φωνής και χαρακτηρίζει κυρίως τις αρχαίες κλασικές γλώσσες
στ) «μυϊκός τόνος»
φυσιολ. τάση στην οποία υπόκειται κάθε σκελετικός μυς σε κατάσταση ηρεμίας
αρχ.
1. καθετί με το οποίο τεντώνεται κάτι ή το οποίο μπορεί να τεντωθεί, όπως είναι ένα σχοινί, μια ταινία, ένα νεύρο («οἱ τόνοι τῶν κλινέων», Ηρόδ.)
2. καθένα από τα έμβολα σχοινιού
3. (σχετικά με ζώο) νεύρο, ιδίως της πνευμονογαστρικής χώρας
4. (με περιλπτ. σημ.) α) κρεβάτι, κλίνη
β) δίφρος
5. σειρά, γραμμή από κίονες
6. ένταση, τέντωμα («τὸν τῆς ὁλκῆς τόνον ὑπεκλῡσαι», Σωρ.)
7. ένταση σωματικής ή πνευματικής δύναμης
8. σωματική ενέργεια («ἰσχὺς καὶ τόνος», Λουκιαν.)
9. (γενικά) δύναμη, ισχύςτόνος ὀργῆς», Πλούτ.)
10. μουσ. α) η διατονική κλίμακα
β) διατονία, αρμονία
11. μέτρο, ρυθμός («ἐν τριμέτρῳ τόνῳ, Ηρόδ.)
12. τάση ή διεύθυνση την οποία ακολουθεί κάποιος («εὐθὺν τόνον τρέχειν», Πίνδ.)
13. (σε επιγρ. της Τήνου) συνοικία πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τον- της ρίζας του ρ. τείνω (βλ. λ. τείνω)].
(II)
παλαιότερη γρφ. τόννος, ο, Ν
1. μετρολ. αγγλοσαξονική μονάδα μάζας ή δύναμης, ισοδύναμη με 2.000 λίβρες, δηλαδή 907,18 χιλιόγραμμα, για τον μικρό τόνο που χρησιμοποιείται στις ΗΠΑ, ή με 2.240 λίβρες, δηλαδή 2.016,95 χιλιόγραμμα για τον μεγάλο τόνο που χρησιμοποιείται στην Αγγλία
2. φρ. α) «μετρικός τόνος»
μετρολ. τόνος ισοδύναμος με μάζα 1.000 χιλιογράμμων που χρησιμοποιείται στο Διεθνές Σύστημα μονάδων ή με δύναμη 1.000 χιλιογράμμων που χρησιμοποιείται στο τεχνικό σύστημα
β) «τόνος εκτοπίσματος»
ναυτ. μονάδα χαρακτηριστική του μεγέθους τών επιβατηγών και πολεμικών πλοίων, η οποία αντιπροσωπεύει τον όγκο ενός μεγάλου τόνου θαλασσινού νερού, δηλαδή 35 κυβικούς πόδες
γ) «τόνος φόρτωσης»
ναυτ. παλαιά μονάδα χωρητικότητας εμπορικών πλοίων, το μέγεθος της οποίας ποικίλλει ανάλογα με το είδος του φορτίου
δ) «τόνος ισοδύναμου άνθρακα»
(οικον.) μονάδα που χρησιμεύει στην οικονομική επιστήμη για τη σύγκριση τών ποσοτήτων ενέργειας που μπορούν να αποληφθούν από διάφορες πηγές, με τον γαιάνθρακα ως υλικό αναφοράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tonne < υστερολατ. tunna με απλοποίηση τών δύο /n/ σε ένα].

Greek Monotonic

τόνος: ὁ (τείνω
I. αυτός δια του οποίου τεντώνεται κάτι, σχοινί, δεσμός, ταινία, οἱ τόνοι τῶν κλινέων, τα σχοινιά των κρεβατιών, σε Ηρόδ.· ἐκ τριῶν τόνων, από τρεις σπάγγους ή ίνες, λέγεται για σχοινιά, σε Ξεν.· λέγεται για μηχανές, τεντωμένα σχοινιά, σε Πλούτ.
II. 1. ένταση, τέντωμα, σε Ηρόδ.
2. λέγεται για ήχους, ένταση, ύψωμα της φωνής, σε Αισχίν., Δημ.· το ύψος της φωνής, σε Πλάτ. κ.λπ. 3. α) μέτρο, ρυθμός, σε Ηρόδ. β) στους μεταγενέστερους μουσικούς, οι τόνοι ήταν τρόποι ή διατονίες που διέφεραν κατά ύψος. Στους μεταγεν. Έλληνες, οι διατονίες αυτές ήταν τρεις, η Δωρική, η Λυδική και η Φρυγική.
III. ένταση δύναμης, πνευματική ή διανοητική ένταση, ενέργεια, σε Λουκ.· γενικά, δύναμη, ισχύς, ένταση, σε Πλούτ.
IV.μεταφ., τάση ή διεύθυνση, την οποία ακολουθεί κάποιος, πορεία, σε Πίνδ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

τόνος:
1) τείνω (натянутая) бечева, веревка, канат Arph., Plat., Plut.: οἱ τόνοι τῶν κλινέων Her. коечные ремни;
2) койка Arph.;
3) натяжение: ὁ τ. τῶν ὅπλων Her. натяжение снастей;
4) напряжение (φωνῆς Dem.);
5) муз. высота, регистр, тон Xen.: τῷ αὐτῷ τόνῳ εἰπεῖν Arst. говорить в одном и том же тоне;
6) муз. тонация, лад Plut.;
7) грам. тоническое ударение;
8) стих. размер (ἑξάμετρος τ. Her.);
9) сила, мощь или энергия (ἰσχὺς καὶ τ. Luc.): ἡ τραχύτης τῆς ὀργῆς καὶ ὁ τ. Plut. резкость и сила гнева;
10) направление Pind.: ἕνα τόνον ἔχειν Plut. следовать одному направлению.

Middle Liddell

τόνος, ὁ, τείνω
I. that by which a thing is stretched, a rope, cord, brace, οἱ τόνοι τῶν κλινέων the cords of beds, Hdt.; ἐκ τριῶν τόνων of three plies or strands, of ropes, Xen.:—in machines, straining-cords, Plut.
II. a stretching, tightening, straining, strain, tension, Hdt.
2. of sounds, a straining, raising of the voice, Aeschin., Dem.:— the pitch of the voice, Plat., etc.
3. measure, metre, Hdt.
b. in Music, τόνοι were modes or keys differing in pitch, of which in early Greek music there were three, the Dorian, Lydian, and Phrygian.
III. exertion of force, mental exertion, energy, Luc.:— generally, force, strength, intensity, Plut.
IV. metaph. the tenour of one's way, a course, Pind., Plut.

Frisk Etymology German

τόνος: {tónos}
See also: s. τείνω.
Page 2,909

English (Woodhouse)

pitch, tone, inflection of the voice, of voice, pitch of the voice, pitch of voice

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)