δεσπότης

From LSJ
Revision as of 15:20, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεσπότης Medium diacritics: δεσπότης Low diacritics: δεσπότης Capitals: ΔΕΣΠΟΤΗΣ
Transliteration A: despótēs Transliteration B: despotēs Transliteration C: despotis Beta Code: despo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ; voc. δέσποτᾰ: Ion. acc. A δεσπότεα Hdt.1.91, al., Luc.Syr.D.25:—master, lord, prop. the master of the house, δόμων A.Eu.60, etc.; ὄμμα γὰρ δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν Id.Pers.169: pl., of a family, Id.Ag.32, Ch.53, 82(lyr.); in respect of slaves, Pl.Prm.133d; δοῦλοι καὶ δ. οὐκ ἄν ποτε γένοιντο φίλοι Id.Lg. 757a, etc.; δ. καὶ δοῦλος Arist.Pol.1253b6, cf. 1278b35; ὦ δέσποτ' ἄναξ Ar.Pax90 (anap.); ὦναξ δέσποτα ib.389, Fr.598; δέσποτ' ἄναξ Men. 312.5. 2 despot, absolute ruler, Hdt.3.89, Th.6.77; τύραννος καὶ δ. Pl.Lg.859a; of the Roman Emperors, Ph.2.568, D.C.55.12, Hdn.1.6.4; γᾶς καὶ θαλάσσας δ. IG12(2).216 (Mytilene). 3 of the gods, S.Fr.535, E.Hipp.88, Ar.V.875, X.An.3.2.13. 4 dominant planet, Vett. Val.5.16. II generally, master, lord, owner, κώμου, ναῶν, Pi.O.6.18, P.4.207; μαντευμάτων A.Th.27; τῶν Ἡρακλείων ὅπλων S.Ph.262; ἑπτὰ δεσποτῶν, of the seven Chiefs against Thebes, E.Supp.636; τοῦ ὄρτυγος Poll.9.108.—Not in Hom. (for metrical reasons), though he uses δέσποινα in Od. (Prob. for δεμσποτ- 'lord of the house', cf. δόμος.)

German (Pape)

[Seite 551] ὁ, acc. δεσπότεα Her. 1, 11. 91, plur. δεσπότεας 1, 111 als v.l., voc. δέσποτα oft comic.; 1) der Gebieter, Hausherr, im Ggstz des Gesindes, der Sclaven, δόμων Aesch. Eum. 60; οἰκίας Plat. Legg. XII, 954 b; = οἰκονόμος Polit. 259 b; Ggstz δοῦλος Parm. 133 d u. öfter; ἐξ οἰκέτου δεσπότης προϊών Luc. Nigr. 20; die Sclaven reden den Herrn an ὦ δέσποτ' ἄναξ, ὦναξ δέσποτα, Ar. Vesp. 875 u. öfter; Ath. XI, 485 a. – 2) Besitzer, Eigenthümer, Herr einer Sache, ἵππου Pind. Ol. 1, 22; μαντευμάτων Aesch. Spt. 27; Ἡρακλείων ὅπλων Soph. Phil. 262; τῆς δυνάμεως Ar. Plut. 201; Xen. Mem. 2, 7, 13 u. Sp. – 3) unumschränkter Herrscher, von den Perserkönigen, Her. 3, 89. Die Griechen nennen nur die Götter so, Eur. Hipp. 88; Xen. An. 3, 2, 8; Οὐλύμπου Pind. N. 1, 13; vgl. Plat. Euthyde 302 Phaed. 65 b; ἔρως Phaedr. 265 c; ἐλευθερία u. τὸ μηδένα ἔχειν δεσπότην gleich, Dem. 18, 296; das Gesetz ist δεσπότης, Her. 7, 104; ὁ δῆμος δεσπότης καὶ κύριος ἁπάντων Dem. 13, 31. Übertr., ὕπνος Xen. Ages. 5, 2; ἡδοναί Mem. 4, 5, 4.

Greek (Liddell-Scott)

δεσπότης: -ου, ὁ· κλητικὴ δέσποτᾰ· αἰτιατικὴ δεσπότεα, Ἡρόδ. 1. 11, κτλ. (ἴδε ἐν λέξει πόσις, ὁ)· – κύριος, δεσπότης, ἰδίως ἐπὶ τοῦ κυρίου τοῦ οἴκου, τοῦ οἰκογενειάρχου (πρβλ. οἰκοδεσπότης), Λατ. herus, dominus, δόμων Αἰσχύλ. Εὐμ. 60, κτλ.· ὄμμα γὰρ δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν ὁ αὐτ. Πέρσ. 169· – κυρίως ἐν σχέσει πρὸς δούλους, Πλάτ. Παρμ. 133D, νόμ. 756Ε, κτλ.· δ. καὶ δοῦλος Ἀριστ. Πολ. 1. 3, 3. κτλ.· ὥστεπροσφώνησις τοῦ δούλου πρὸς τὸν κύριον αὐτοῦ ἦτο ὦ δέσποτ’ ἄναξ Ἀριστοφ. Εἰρ. 90, Ἀνδοκ. 3. 25· ὦναξ δέσποτα Ἀριστοφ. Εἰρ. 389, Ἀποσπ. 492· – ἄλλως ἦτο ἐν χρήσει κυρίως, 2) ἐπὶ Ἀσιανῶν ἀρχόντων, ἀπόλυτος κύριος, οὗ οἱ ὑπήκοοι εἶναι δοῦλοι, Λατ. dominus, Ἡρόδ. 3. 89, Θουκ. 6. 77· τύραννος καὶ δ. Πλάτ. Νόμ. 859Α· καὶ τὸ πληθυντ. εἶναι ἐν χρήσει παρὰ ποιηταῖς ἐπὶ ἑνὸς προσώπου, ὡς τὸ τύραννοι, Αὐσχύλ. Ἀγ. 32, Χο. 53. 82· – ἀλλ’ οἱ ἐλεύθεροι Ἕλληνες μετεχειρίζοντο τὴν λέξιν ταύτην κυρίως ἐπὶ τῶν θεῶν, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 480, Εὐρ. Ἱππ. 88, Ἀριστοφ. Σφηξ. 875, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 13. ΙΙ. καθόλου, ὁ κατέχων τι, κύριος, κάτοχος, κώμου, ναῶν Πινδ. Ο. 6. 30, Π. 4. 369· μαντευμάτων Αὐσχύλ. Θηβ. 27· τῶν Ἡρακλείων ὅπλων Σοφ. Φ. 262· ἑπτὰ δεσποτῶν, ἐπὶ τῶν ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, Εὐρ. Ἱκέτ. 636· τοῦ ὄρτυγος Ξεν. Ἀν. 7. 4, 10· πρβλ. ἄναξ. – Μεθ’ Ὅμηρ., ἂν καὶ οὗτος μεταχειρίζεται τὸ δέσποινα ἐν Ὀδ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
maître, particul. :
1 maître de maison;
2 maître absolu, càd despote, au sens oriental ; chez les Grecs maître tout-puissant;
3 maître en gén.
Étymologie: δεσ- d’orig. inconnue et *πότης = πόσις lat. potis, potens -- DELG vieux mot i.-e., cf. skr. dampati, maître de la maison : v. δόμος et πόσις.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): dór. -ας Pi.P.4.207
• Morfología: [ac. δεσπότεα Hdt.1.91, Luc.Syr.D.25; gen. δεσπότεω Hippon.49.2; plu. nom. δεσπότες SEG 16.694 (Caria IV d.C.); gen. δεσποτέων IUrb.Rom.1325 (I/II d.C.); por δεσποστής según A.D.Adu.135.4]
1 dueño, amo, señor c. gen. Εὐβοίης Archil.9.5, ναῶν Pi.l.c., δόμων A.Pers.169, Eu.60, μαντευμάτων A.Th.27, τῶν Ἡρακλείων ... ὅπλων S.Ph.262, χρημάτων μεγάλων Hdt.3.134, τῶν πολιτευομένων D.3.30, ἡγεμόνες ἅμα καὶ δεσπόται πάντων Plb.3.111.9, τοῦ χωρίου Eun.VS 467, SEG 35.1272.7 (Lidia), τῶν καμήλων POxy.3397.18 (III/IV d.C.), τὰ δεσποτῶν γὰρ εὖ πεσόντα θήσομαι A.A.32, δεσπότην κεκαρμένοι (caballos) esquilados (en señal de duelo) por su amo, Trag.Adesp.206, δέσποτα πάτερ POxy.3356.13 (I d.C.)
dicho de un vencedor en los juegos, en voc. χαρίτων δέσποτα Simon.FGE 939, ἀνὴρ κώμου δ. Pi.O.6.18
fig. de abstr. νόμος Hdt.7.104, ὕπνος X.Ages.5.2, δ. τῶν παθῶν ἐστιν ὁ εὐσεβὴς λογισμός LXX 4Ma.6.31, αἱ ἐπιθυμίαι Plu.2.37c, πάθη ψυχῆς Sext.Sent.75b, λόγος Porph.Sent.32.
2 en rel. a los esclavos amo Hippon.l.c., Tyrt.5.4, Sol.24.14, Hdt.4.64, Pl.Prm.133d, Antipho 5.48, Theoc.5.10, Plb.1.69.5, δοῦλοι γὰρ ἂν καὶ δεσπόται οὐκ ἄν ποτε γένοιντο φίλοι Pl.Lg.757a, πρῶτα δὲ καὶ ἐλάχιστα μέρη οἰκίας δεσπότης καὶ δοῦλος Arist.Pol.1253b6, cf. 1255b29, 1278b34, 1295b21, οἱ Ἀρκάδες ἐν ταῖς ἑστιάσεσιν ὑποδέχονται τοὺς δεσπότας καὶ τοὺς δούλους Theopomp.Hist.215, τὴ[ν ζημίαν] διπλασίαν ἀποτεισάτω ὁ δεσπότης ὑπὲρ τοῦ δούλου PHal.198 (III a.C.)
op. οἰκέτης Aen.Tact.40.3, D.Chr.14.10, Longus 4.15.4, Hierocl.Facet.251
como expresión de respeto con que un esclavo se dirige a su amo δέσποτα Hdt.5.105, ὦ δέσποτ' ἄναξ ¡mi amo y mi señor! Ar.Pax 90, cf. Fr.615, Men.Fr.258.5, Ach.Tat.3.20.1
en boca de una mujer ὦ βασιλεῦ ... καὶ δέσποτα καὶ ἄνερ Hld.10.13.2, δέσποτα ¡amado señor! X.Eph.2.7.4
tb. en rel. a anim. amo, Lyr.Adesp.987a.
3 déspota, señor absoluto, soberano ref. a Cambises, Hdt.3.89, cf. Th.6.77, Hp.Aër.16, unido a τύραννος Pl.Lg.859a, de un faraón δ. δεσποτῶν D.S.1.55, como tít., de Augusto, D.C.55.12.2, de los emperadores romanos, Hdn.1.6.4, POxy.1204.15 (III d.C.), PGrenf.2.81.1 (V d.C.), Lyd.Mag.1.6, ὁ γῆς καὶ θαλάσσης δ. IEphesos 297.6 (III d.C.), δ. γᾶς καὶ θαλάσσας de Septimio Severo IG 12(2).216.5 (Mitilene), τῆς οἰκουμένης δ. ICr.4.282.4 (Gortina III/IV d.C.), de un prefecto POxy.3759.12 (IV d.C.), en época biz. ref. a un gran señor PAmh.154.5 (VI/VII d.C.)
jefe ἑπτὰ δεσπόται λόχων de los Siete contra Tebas, E.Supp.636.
4 de los dioses soberano, señor frec. como expresión de respeto con que un devoto se dirige a un dios ὦ δέσποτ' dirigido a Hermes, Sapph.95.8, Ἥλιε δέσποτα S.Fr.535.1, cf. Hdt.1.212, a Apolo Agieo, Ar.V.875, en consultas oraculares a Apolo Didimeo δέσποτα Διδυμεῦ Ἥλιε Ἄπολλον Didyma 504.9 (III/IV d.C.), cf. Milet 1(7).205a.4 (II d.C.), Iul.Ep.88.450d, Ἔρως Pl.Phdr.265c, X.Eph.1.4.5, a Zeus δέσποτα ἄναξ Ζεῦ Νάϊε IEpir.App.25.2 (heleníst.), δέσποτα κόσμου Orph.H.8.16, cf. Longus 4.21.2, a Asclepio δέσποτα Παιάν Orph.H.67.1, δέσποτα Διόνυσε Longus 4.8.4, a Serapis UPZ 1.1 (IV a.C.), δέσποτα Πλούτων Lyr.Adesp.45, cf. IMaced.15.1 (Elimea II d.C.), a los dioses gener., E.Hipp.88, οὐδένα γὰρ ἄνθρωπον δεσπότην ἀλλὰ τοὺς θεοὺς προσκυνεῖτε X.An.3.2.13
en lit. bíblica y crist., dirigido a Dios δέσποτα κύριε en boca de Abraham para dirigirse al Dios de Israel, LXX Ge.15.8, δέσποτα τῶν οὐρανῶν καὶ τῆς γῆς LXX Iu.9.12, τῶν ὅλων POxy.939.30 (IV d.C.), cf. AP 1.114, a Cristo δέσποτα en boca de Simeón Eu.Luc.2.29, cf. Cosm.Ind.Top.1.1.2, Iust.Nou.134, unido a κύριος BGU 295.1 (VI d.C.), ref. un santo CPR 10.2.4 (VII d.C.).
5 planeta dominante Vett.Val.5.15. • DMic.: do-po-ta.
• Etimología: Comp., como ai. dámpati-, del nombre de la ‘casa’ (cf. δόμος) y de la palabra ‘dueño’, ‘señor’, cf. πόσις. A juzgar por mic. do-po-ta, vendría de *d(o)ms-pot, c. disim. o - o > e - o.

English (Strong)

perhaps from δέω and posis (a husband); an absolute ruler ("despot"): Lord, master.

English (Thayer)

δεσπότου, ὁ (from Pindar down), a master, lord (as of δοῦλοι, οἰκέται): δοῦλος: δεσπότης τῶν πάντων, δεσπότης here as designating God; cf. R. V. marginal reading); and whose prerogative it is to take vengeance on those who persecute his followers, SYNONYMS: δεσπότης, κύριος: δεσπότης was strictly the correlative of slave, δοῦλος, and hence, denoted absolute ownership and uncontrolled power; κύριος had a wider meaning, applicable to the various ranks and relations of life, and not suggestive either of property or of absolutism. Ammonius under the word δεσπότης says δεδσποτης ὁ τῶν ἀργυρωνητων. κύριος δέ καί πατήρ υἱοῦ καί αὐτός τίς ἑαυτοῦ. So Philo, quis rer. div. heres § 6 ὥστε τόν δεσπότην κύριον εἶναι καί ἔτι ὡσανεί φοβερόν κύριον, οὐ μόνον τό κῦρος καί τό κράτος ἁπάντων ἀνημμενον, ἀλλά καί δέος καί φόβον ἱκανόν ἐμποιησαι. Cf. Trench, § xxviii.; Woolsey, in Bib. Sacr. for 1861, p. 599f; Schmidt, chapter 161,5.]

Greek Monolingual

ο (AM δεσπότης
Α θηλ. δεσπότις, η και δεσπότειρα, η)
1. ο κύριος του σπιτιού, ο ιδιοκτήτης, ο οικοδεσπότης
2. ο Κύριος, ο Θεός
3. αυτός που έχει την απόλυτη κυριότητα κάποιου πράγματος
μσν.- νεοελλ.
ο επίσκοπος
νεοελλ.
1. (κλητ.) Δέσποτα
προσφώνηση για οποιονδήποτε κληρικό, κυρίως για τον πρεσβύτερο
2. παροιμ. «καλά ειν' τα φαρδομάνικα μα τά φορούν οι δεσποτάδες» — για όσους επιθυμούν κάτι υπερβολικά ανώτερο τών δυνατοτήτων του
αρχ.-μσν.
1. τίτλος βασιλέων, αυτοκρατόρων, κυβερνητών, ανώτατων αξιωματούχων, πριγκίπων
2. ο Χριστός
3. ο Πατήρ
μσν.
1. ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου
2. ο ηγεμόνας δεσποτάτου
3. φρ. «ο του κόσμου τούτου δεσπότης» — ο διάβολος
αρχ.
ο κύριος (σε αντίθεση με τους δούλους).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεμ-σ-πότης. Η λ. δεσπότης ταυτίζεται με αντίστοιχο τύπο της αρχ. ινδ. dampati- (και με αντιμετάθεση patirdan), αβεστ. d∂ng paitiš «κύριος του σπιτιού». Πρόκειται για σύνθετη λέξη, της οποίας το α' συνθετικό ανάγεται σε ΙΕ dems-, το οποίο άλλοι ερμήνευσαν ως γενική ενός αρχαίου ονόματος με σημ. «σπίτι» (πρβλ. δόμος) και άλλοι ως παρεκτεταμένο τ. της ρίζας dem- του δέμω με ένα -s, μηδενισμένη βαθμίδα του επιθηματικού -es-. Για το β' συνθετικό πρβλ. πόσις (λατ. potis). Ως προς τον μορφολογικό σχηματισμό η λ. δεσπότης εμφανίζεται με θέμα σε -ā, αντί του αναμενόμενου θέματος σε -i (πόσις)
πρβλ. αγκυλομήτης (< αγκύλος + μήτις). Η λ. δεσπότης, όπως δείχνει και η ετυμολογία της, καθώς και οι αντίστοιχες λέξεις τών άλλων ΙΕ γλωσσών, είχε αρχικά τη σημασία «κύριος του σπιτιού, οικοδεσπότης», προς διάκριση από τους οικέτες «δούλους». Αργότερα, και συγκεκριμένα στους ρωμαϊκούς και στους πρώτους βυζαντινούς χρόνους, η σημασία της λ. διευρύνθηκε και η λ. χαρακτήρισε τον ανώτατο ηγεμόνα και τον ίδιο τον αυτοκράτορα, ο οποίος ήταν «κύριος του οίκου» του, δηλ. όλου του βασιλείου. Έπειτα η λ. έγινε τιμητικός τίτλος για ορισμένα μέλη της βασιλικής οικογένειας που αργότερα, επί τουρκοκρατίας, απονέμονταν στον χριστιανό διοικητή μιας επαρχίας (π.χ. δεσπότης του Μορέως). Τέλος, στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται κυρίως ως ανώτατο εκκλησιαστικό αξίωμα, αποδίδεται δηλ. στον επίσκοπο, ενώ με τη σημασία που δήλωνε αρχικά η λ. δεσπότης χρησιμοποιείται σήμερα το ήδη αρχαίο (μεταγενέστερο) σύνθετο του δεσπότης, το οικοδεσπότης. Ήδη στην αρχαία η λ. δεσπότης έδωσε λαβή στον σχηματισμό διαφόρων παραγώγων και σύνθετων λέξεων, από τα οποία τα πιο σημαντικά είναι: α) ΠΑΡΑΓΩΓΑ: τα υποκοριστικά δεσποτίσκος και δεσποτίδιον
τα επίθετα δεσποτικός, δεσπότειος και, με συριστικοποίηση του τ (τροπή του τ σε σ), δεσπόσυνος και δεσπόσιος
τα θηλ. ουσιαστικά δεσπότις (-ιδος) και δεσπότειρα (για τον σχηματισμό του θηλ. δέσποινα βλ. λ.)
τα (μετονοματικά) ρήματα δεσπόζω, δεσποτέω, -ώ και πιθ. δεσποτεύω. β) ΣΥΝΘΕΤΑ: αυτοδεσπότης, οικοδεσπότης, συνοικοδεσπότης, τριγωνοδεσπότης και φιλοδεσπότης.

Greek Monotonic

δεσπότης: -ου, ὁ, κλητ. δέσποτᾰ,
I. 1. αφέντης, άρχοντας, κύριος του σπιτιού, ιδιοκτήτης, οικοδεσπότης, Λατ. herus, dominus, σε Αισχύλ., κ.λπ· κυρίως σε σχέση με τους δούλους, ώστε η προσφώνηση ενός δούλου προς τον κύριό του ήταν, ὦ δέσποτ' ἄναξ ή ὦναξ δέσποτα, σε Αριστοφ.
2. λέγεται για τους Ασιάτες άρχοντες, δεσπότης, τύραννος, απόλυτος μονάρχης, αυθέντης, δυνάστης, του οποίου οι υπήκοοι είναι δούλοι, σε Ηρόδ., Θουκ.· ο πληθ. χρησιμ. από τους ποιητές για μεμονωμένα πρόσωπα, όπως τύραννοι, σε Αισχύλ.
3. λέγεται για τους θεούς, σε Ευρ., Ξεν.
II. γενικά, ιδιοκτήτης, κύριος, αφέντης, κάτοχος, κώμου, σε Αισχύλ., Σοφ. (η κατάληξη -πότης προέρχεται πιθ. από την ίδια ρίζα όπως το πόσις, και Λατ. pot-is, pot-ior· το δεσ- είναι αμφίβ.).

Russian (Dvoretsky)

δεσπότης: дор. δεσπότας, ου ὁ (ион. acc. δεσποτέα)
1) (тж. δ. ἄναξ Arph.) господин, (домо)хозяин Aesch., Plat., Arst., Men., Plut., Luc.;
2) хозяин, обладатель, владелец (Ἡρακλείων ὅπλων Soph.; τῆς δυνάμεως Arph.; τῆς οἰός Xen.): δ. μαντευμάτων Aesch. = μάντις;
3) неограниченный монарх, повелитель, властелин (Ὀλύμπου Pind.; Ἣλιος Soph.; ἀνθρωπων Xen.; δ. καὶ κύριος ἁπάντων Dem.);
4) начальник, предводитель: ἑπτὰ δεσπόται Aesch. семь предводителей, т. е. «семеро против Фив».

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεσπότης -ου, ὁ, Ion. acc. δεσπότεα, voc. δέσποτα, heer, meester:; δοῦλοι καὶ δεσπόται οὐκ ἄν ποτε γένοιντο φίλοι slaven en meesters kunnen nooit vrienden worden Plat. Lg. 757a; van goden:; ὦ δέσποτ ’ ἄναξ ἀμέτρητ ’ Ἀήρ o heer, meester, onmetelijke Lucht Aristoph. Nub. 264; van aanvoerders:; δεσπόται λόχων meesters van de divisies Eur. Suppl. 636; over een volk, ook overdr.:; ἔπεστι γὰρ σφι δεσπότης νόμος want ze hebben de wet als meester Hdt. 7.104.4; uitbr., van bezitter:; Ἡρακλείων … δεσπότην ὅπλων meester van de wapens van Heracles Soph. Ph. 262; meester, autoriteit:. τοιῶνδε δεσπότης μαντευμάτων meester van zulke orakels Aeschl. Sept. 27.

Frisk Etymological English

-ου
Grammatical information: m.
Meaning: master (of the house), lord (Pi.; on its absence in Homer [[[δέσποινα]] Od.] s. Wackernagel Unt. 209 A. 1).
Compounds: After αὑτο-, οἰκο-, φιλο-.
Derivatives: δέσποινα mistress of the house, lady (Od.); δεσποινικός in the service of the queen (PMasp. 88, 10, VIp); also δεσπότις id. (S.), rare δεσπότειρα (S. Fr. 1040), δεσπότρια (Sch. E. Hek. 397); on the feminin forms Fraenkel Nom. ag. 2, 27; on NGr. δεσποινίς Schwyzer 133. Rare dimin. δεσποτίσκος (E.), δεσποτίδιον (Aristaenet.). - Adj. δεσπόσυνος beloning to the lord (Tyrt., h. Cer.), with δεσποσύνη lordship (Hdt.); δεσπόσιος id. (A.), δεσποτικός (Pl.), δεσπότειος (Lyk.). - Denomin. δεσπόζω be lord (Ion.-Att.); δέσποσμα (Man.). δεσποτέω id., obey a δ. (A.). δεσποτεύω id. (LXX); δεσποτεία (Pl.).
Origin: IE [Indo-European] [198] *dems-pot- lord of the house
Etymology: Cf. Skt. dámpati- (also in two words pátir dán), Av. dǝng paitiš lord. In Greek it became a fixed compound, which for the i-stem (s. πόσις) became an ā-stem (after old examples, cf. Lat. agricola, ἀγκυλο-μήτης beside μῆτις; Schwyzer 451). δέσποινα from *δεσ-ποτ-νι̯α. - The first part, IE *dems- (from which Gr. δεσ-, Skt. dam-), is the genetive of a word for house (s. δόμος). - An old synonym is Lith. viẽšpats; s. οἶκος.

Middle Liddell

[The latter part -πότης is prob. from same Root as πόσις, and Lat. potis, potior: the syllable δεσ- is uncertain.]
I. a master, lord, the master of the house, Lat. herus, dominus, Aesch., etc.; properly in respect of slaves, so that the address of a slave to his master was ὦ δέσποτ' ἄναξ or ὦναξ δέσποτα Ar.
2. of Oriental rulers, a despot, absolute ruler, whose subjects are slaves, Hdt., Thuc.; the pl. is used by Poets of single persons, like τύραννοι, Aesch.
3. of the gods, Eur., Xen.
II. generally, an owner, master, lord, κώμου, Aesch., Soph.

Frisk Etymology German

δεσπότης: -ου
{despótēs}
Grammar: m.
Meaning: Herr, Hausherr, Herrscher (Pi., Tyrt., Sapph., ion. att.; über das unerklärte Fehlen bei Homer δέσποινα Od.] vgl. Wackernagel Unt. 209 A. 1).
Composita : Auch als 2. Glied von Kompp. hinter αὐτο-, οἰκο-, φιλο-.
Derivative: Ableitungen: δέσποινα Herrin s. bes.; auch δεσπότις ib. (S., E., Pl. usw.), vereinzelt δεσπότειρα (S. Fr. 1040; nach ep. -τειρα, Chantraine Formation 105), δεσπότρια (Sch. E. Hek. 397); zu den Femininformen im allg. Fraenkel Nom. ag. 2, 27. Seltene Deminutiva δεσποτίσκος (E.), δεσποτίδιον (Aristaenet.). — Adjektiva: δεσπόσυνος dem Herrscher gehörig (poet. seit Tyrt., h. Cer.), woneben δεσποσύνη Herrschaft (Hdt.; vgl. Porzig Satzinhalte 226); δεσπόσιος ib. (A. in kyr.), δεσποτικός dem Herrn gehörig, herrisch (Pl., X., Arist. usw.), δεσπότειος (Lyk.). — Denominative Verba: 1. δεσπόζω vorw. Präsensstamm Herr sein, herrschen (ion. att.), nach den Verben auf-(ο)ζω, vgl. auch πελάζω neben πελάτης; einen Stamm δεσποτ-, δεσποδ- (Schwyzer 734, Chantraine 26) hat es nie gegeben; davon δέσποσμα (Man.). 2. δεσποτέω ib., vorw. im Pass. ‘einem δ. gehorchen’ (A., E., Pl.). 3. δεσποτεύω ib. (LXX, D. C.); daneben δεσποτεία Herrschaft (Pl., Arist. usw.; nach δουλεία usw.).
Etymology : Alte Zusammenrückung, mit aind. dámpati- (daneben mit Umstellung in zwei Wörtern pátir dán), aw. dəng paitiš Herr, Gebieter identisch. Nur hat sich im Griechischen daraus ein festes Kompositum entwickelt, wobei nach alten Mustern (lat. agricola, ἀγκυλομήτης neben μῆτις) für den i-Stamm (s. πόσις) ein ā-Stamm eintrat (Schwyzer 451 m. Lit.). — Das Vorderglied, idg. *dems- (woraus gr. δεσ-, aind. dam-; vgl. Brandenstein Arb. Ist. Sprachw. 4, 5f.), ist wahrscheinlich als Genetiv eines Wortes für Haus (s. δόμος) zu erklären; s. zuletzt Humbach Münch. Stud. z. Sprachwiss. 6, 41ff. Nach Benveniste Origines 66ff. dagegen Schwundstufe eines s-Stammes; vgl. die Kritik bei Specht Gnomon 14, 33. — Ein altes Synonym ist lit. viẽšpats; s. οἶκος.
Page 1,370-371

Chinese

原文音譯:despÒthj 得士坡帖士
詞類次數:名詞(10)
原文字根:自己的 相當於: (אָדֹון‎) (אֲדֹנָי‎)
字義溯源:絕對的統治者*,主,主人,主宰,所有者;或由(δέω)=捆綁)與(πόσις)X=丈夫*)組成。新約使用這字,一類是指神,我們的主耶穌為主,主宰;一類是指家庭中的主人
同源字:1) (δεσπότης)絕對的統治者 1) (οἰκοδεσποτέω)作一家之主 2) (οἰκοδεσπότης)一家之主
同義字:1) (δεσπότης)絕對的統治者 2) (ἐπιστάτης)在上指示者,夫子 3) (κύριος)主,主宰
出現次數:總共(10);路(1);徒(1);提前(2);提後(1);多(1);彼前(1);彼後(1);猶(1);啓(1)
譯字彙編
1) 主人(6) 提前6:1; 提前6:2; 提後2:21; 多2:9; 彼前2:18; 彼後2:1;
2) 主宰(2) 猶1:4; 啓6:10;
3) 主宰阿(1) 徒4:24;
4) 主阿(1) 路2:29

English (Woodhouse)

master, tyrant

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)