νοέω

From LSJ
Revision as of 15:31, 2 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "folld." to "followed")

Ἰδών ποτ' αἰσχρὸν πρᾶγμα μὴ συνεκδράμῃς → Visa re turpi cum aliis ne immisceas → Erlebst du eine Schandtat je, so lauf nicht mit

Menander, Monostichoi, 272
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοέω Medium diacritics: νοέω Low diacritics: νοέω Capitals: ΝΟΕΩ
Transliteration A: noéō Transliteration B: noeō Transliteration C: noeo Beta Code: noe/w

English (LSJ)

Aeol. νόημι (q.v.): Ep. aor. 1 A νόησα Il.8.91; Ion. ἔνωσα (ἐν-) Hdt. 1.86: pf. νενόηκα, Ion. νένωκα (ἐν-) Id.3.6; imper. νενόηθι Hilgard Excerpta e libris Herodiani 30:—Med., Ep. aor. νοήσατο Il.10.501; part. νοησάμενος Alc.Supp.7.6, νωσάμενος Thgn.1298, Theoc.25.263, Call.Fr.345, etc.:—Pass. (mostly in med. sense), fut. νοηθήσομαι S.E.P.2.175, Gal.UP17.1: aor. ἐνοήθην Pl.Lg.692c; also Ion. (ἐπ-) Hdt.3.122, 6.115: pf. νενόημαι, Ion. νένωμαι Anacr.10, Hdt.9.53, S.Fr.182, Aëthlius 4: 3sg. plpf. ἐνένωτο (in med. sense) Hdt.1.77. Hdn.Gr.2.253 cites νοῦνται from Democr. (v. infr.) and pf. Pass. νένοται. —The compds. with ἀπό, διά, ἐν, ἐπί, μετά, πρό are used chiefly in Med.:—perceive by the eyes, observe (οἱ ἀρχαῖοι τὸ ν. σωματικὸν… ὑπολαμβάνουσιν Arist. de An.427a26), Il.3.396; ὀξὺ ν. ib.374, Hes. Th.838, etc.; ὀφθαλμοῖσιν, ἐν ὀφθαλμοῖσι ν., Il.15.422, 24.294. 2 perceive by the mind, apprehend, τὸν δὲ ἰδὼν ἐνόησε 11.599; οὐ… ἴδον οὐδ' ἐνόησα Od.13.318, cf. Il.10.550, 24.337, etc.; ἡ δ' οὔτ' ἀθρῆσαι δύνατ' ἀντίη οὔτε νοῆσαι Od.19.478; ἢ λάθετ' ἢ οὐκ ἐνόησεν or did not take notice, Il.9.537, cf. 5.665; νοέεις δὲ καὶ αὐτός thou thyself art aware of it, Od.21.257; θυμῷ νοέω καὶ οἶδα ἕκαστα 18.228; ν. τῇ καρδίᾳ LXX Is.44.18; πρὸ ὃ τοῦ ἐνόησεν one perceives before the other, Il.10.224: abs., [θεὸς] οὖλος ὁρᾷ, οὖλος δὲ νοεῖ, οὖλος δὲ τ' ἀκούει Xenoph.24; ταὐτὸν δ' ἐστὶ νοεῖν τε καὶ οὕνεκέν ἐστι νόημα Parm.8.34: freq. in Philos., of thought, μάλιστα ἔοικεν ἴδιον [ψυχῆς] τὸ ν. Arist.de An. 403a8; ἔοικε δὴ τὸ ζῆν εἶναι κυρίως τὸ αἰσθάνεσθαι ἢ ν. Id.EN1170a19, cf. 1166a22; καλῶς ν. καὶ λέγειν καὶ πράττειν X.Cyn.1.18: also with part. added, ὡς ἐνόησεν ἔμ' ἥμενον Od.10.375; of a future event, νοέω κακὸν ὔμμιν ἐρχόμενον 20.367: c. inf., οὐκ ἐνόησα ἄψορρον καταβῆναι 11.62; πίστει νοοῦμεν κατηρτίσθαι τοὺς αἰῶνας Ep.Hebr.11.3: followed by ὡς... Od.22.32, cf. Pl.Epin.977c; νόει θ' ᾗ δῆλον ἕκαστον Emp.4.13:—Med., νωσάμενος Thgn.1298; νοούμενος S.OT1487:—Pass., to be apprehended by thought, τὰς ἰδέας νοεῖσθαι μὲν ὁρᾶσθαι δ' οὔ Pl.R. 507b; τὰ νοούμενα, opp. τὰ αἰσθητά, ib.508c; τὰ ἀόρατα τοῖς ποιήμασι νοούμενα Ep.Rom.1.20. 3 think, consider, reflect, φρεσὶ ν. ἔνθ' εἴην ἢ ἔνθα" Il.15.81; μετὰ φρεσὶ σῇσι νόησον Αἰνείαν, ἤ κέν μιν ἐρύσσεαι ἦ κεν ἐάσῃς 20.311; οὐδ' ἐνόησε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμὸν ὡς… ib. 264; ἐπ' ἀμφότερα ν. look to both sides, Hdt.8.22: c. acc. cogn., ἄλλα νοέειν to be other wise minded, Id.7.168; also εἰπὲ δ' ᾗ νοεῖς S.Tr.1135, cf. El.1435: part. νοέων, έουσα, wary, discreet, Il.1.577; τὴν μέν κεν ἐπαινέσσειε νοήσας Hes.Op.12, cf. Od.15.170; τὰ νοέων λέγει what he says advisedly, Hdt.8.102; νοῶν καὶ φρονῶν sane and in his right mind, in wills, Test.Epict.1.1, PPetr.3p.4 (iii B.C.), etc.:— in Med., φρενὶ θεῖα νοῦνται Democr.129; ὑψηλὰ νενωμένος Anacr. 10. 4 consider, deem, presume to be so and so, ὡς μηκέτ' ὄντα κεῖνον… νόει S.Ph.415; τόδε γὰρ νοῶ κράτιστον ib.1176; δεῖ ν. συνεχῆ τὰ ἔνοπτρα Arist.Mete.373a19: c. inf., δεῖ νοῆσαι τὸ μὲν ὑγρὸν εἶναι ib. 340b24, etc.; cf. νοητέον. II think out, devise, conceive τοῦτό γ’ ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησε Od.2.122; ἔνθ' αὖτ' ἄλλ' ἐνόησε θεά ib.382; ἄλλα μὲν αὐτὸς ἐνὶ φρεσὶ σῇσι νοήσεις, ἄλλα δὲ καὶ δαίμων ὑποθήσεται 3.26; οὐ γάρ τις νόον ἄλλος ἀμείνονα τοῦδε νοήσει Il.9.104: freq. with neut. pl. Adj., πεπνυμένα πάντα νοῆσαι Od.18.230; ἄνδρων πλεῖστα νοησάμενος most cunning of men, of Sisyphus, Alc.Supp.7.6; ὀρθὰ ν. Hdt. 8.3:—Pass., ἐνθύμημα νενοημένον οὐκ ἀτόπως D.H.Th.37. 2 purpose, intend, ἐσθλά τινι Hes.Op.286; κακόν τινι Hdt.3.81, cf. X.Hier. 1.15. III c. inf., to be minded, intend, οὐδ' ἐνόησε ἐξερύσαι δόρυ bethought himself, Il.5.665; νοέω φρεσὶ τιμήςuσθαι 22.235; νοέω δὲ καὶ αὐτὸς Ἕκτορά τοι λῦσαι 24.560; ἦ γὰρ νοεῖς θάπτειν σφε; S.Ant.44, cf. 770, El.389, etc.:—Med., once in Hom., μάστιγα… νοήσατο χερσἰν ἑλέσθαι he thought with himself to take the scourge, Il.10.501; ἐνέ- νωτο στρατεύειν he was minded to march, Hdt.1.77, cf. 7.206, 9.53. IV of words, bear a certain sense, mean, πυθοίμεθ' ἂν τὸν χρησμὸν ὅ τι νοεῖ Ar.Pl.55, cf. Nu.1186, Pl.Cra.407e; [εἰ] τοῦτο… νοεῖ αὐτῷ if this means for him that... Id.R.335e; also ἐπιδεῖξαι ἐθέλω τὸ νυνί μοι συμβεβηκὸς τί ποτε νοεῖ Id.Ap.40a; τὸ νοούμενον the sense, meaning, Phld.Po.Herc.991.4, al.—Not in Th. or Oratt.

Greek (Liddell-Scott)

νοέω: μέλλ. -ήσω: ἀόρ. ἐνόησα, Ἐπικ. νόησα Ἰλ. Θ. 91· Ἰων. ἔνωσα (ἐν-) Ἡρόδ. 1. 86: πρκμ. νενόηκα, Ἰων. νένωκα (ἐπ-) ὁ αὐτ. 3. 6. ― Μέσ., Ἐπικ. ἀόρ. νοήσατο Ἰλ. Κ. 501 (πρβλ. προνοέω), Ἰων. μετοχ. νωσάμενος Θέογν. 1298, Θεόκρ. 25. 263, Καλλ., κλ. - Παθ. (κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς ἀποθ.): μέλλ. νοηθήσομαι Σέξτ. Ἐμπειρ. Π. 2. 175, κτλ.: ἀόρ. ἐνοήθην Πλάτ. Νόμ. 692C· Ἰων. ἐνώθην (ἐπ-) Ἡρόδ. 3. 122., 6. 115: πρκμ. νενόημαι, Ἰων. νένωμαι Ἀνακρ. 10, Ἡρόδ. 9. 53· γ΄ πληθ. ὑπερσ. ἐνένωτο (ἐν μέσ. σημασίᾳ), ὁ αὐτ. 1. 77. Τὰ σύνθετα μετὰ τῶν προθέσεων ἀπό, διά, ἐν, ἐπί, μετά, πρό εἶναι ἐν χρήσει ὡσαύτως κυρίως ὡς ἀποθ. - Οἱ προμνημονευθέντες Ἰων. τύποι, προέκυψαν ἐκ συναιρέσεως, ὡς τὰ βώσω, ἔβωσα (ἐκ τοῦ βοάω), ἴδε Δινδ. π. Διαλ. Ἡροδ. viii· ὁ Ἰων. πρκμ. νένωται μνημονεύεται καὶ ἐκ τοῦ Σοφ. (Ἀποσπ. 191)· καὶ προστ. νῶ = νόει, προὐτάθη ἀντὶ τοῦ νῷν ἐν τῆ Ἠλ. τοῦ αὐτοῦ 882 (ὡς κἀπιβῶ ἀντὶ κἀπιβόα ἐν Αἰσχ. Πέρσ. 1054)· μοναδικός τις τύπος νοῦνται μνημονεύεται ἐκ τοῦ Δημοκρ. ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 601. 27· (ἴδε ἐν λέξ. νόος). Παρατηρῶ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, (οἱ ἀρχαῖοι τὸ νοεῖν σωματικόν... ὑπολαμβάνουσιν Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 3, 2)· καί ῥ’ ὡς οὖν ἐνόησε θεᾶς περικαλλέα δειρὴν Ἰλ. Γ. 396· ἀλλ’ οὔπω τοίους ἵππους ἴδον οὐδ’ ἐνόησα Κ. 550· πληρέστερον, εἰ μὴ ἄρ’ ὀξὺ νόησε Διὸς θυγάτηρ Ἀφροδίτη, «ὀξέως καὶ ταχέως ἐθεάσατο» (Σχόλ.), Γ. 374, κτλ., Ἡσιόδ. Θ. 838· καὶ ῥητῶς, ὀφθαλμοῖς καὶ ἐν ὀφθαλμοῖς νοεῖν Ἰλ. Ο. 422, Ω. 294 ἀλλ’ ὅμως, 2) ἔτι καὶ ὁ Ὅμηρ. διακρίνει τὸ ἁπλῶς ὁρᾶν ἀπὸ τοῦ νοεῖν, ὅπερ ὑπονοεῖ ἀντίληψιν τοῦ νοῦ προερχομένην ἐκ τῆς ὁράσεως, π. χ., τὸν δὲ ἰδὼν ἐνόησε Ἰλ. Λ. 599· οὐκ ἴδεν οὐδ’ ἐνόησε Ὀδ. Ν. 318, Ἰλ. Κ. 550, Ω. 337, κτλ.· ὡσαύτως, ἡ δ’ οὐκ ἀθρῆσαι δύνατ’ ἀντίη οὔτε νοῆσαι Ὀδ. Τ. 478 οὕτω, ἢ λάθετ’ ἢ οὐκ ἐνόησεν, ἢ δὲν ἔδωκε προσοχήν, Ἰλ. Ι. 537 (533), πρβλ. Ε. 665· - ἐντεῦθεν καὶ θυμῷ νοέω καὶ οἶδα ἕκαστα Ὀδ. Σ. 228· πρὸ ὃ τοῦ ἐνόησεν Ἰλ. Κ. 224· συχνάκις προστιθεμένης μετοχῆς, ὡς ἐνόησεν ἔμ’ ἥμενον Ὀδ. Κ. 375· ἐπὶ μέλλοντος συμβεβηκότος, νοέω κακὸν ὔμμιν ἐρχόμενον Υ. 367· μετ’ ἀπαρ., οὐκ ἐνόησα ἄψορρον καταβῆναι Λ. 62· ἑπόμενον τοῦ ὡς..., Χ. 32· πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 328Β· - οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, νωσάμενος Θέογν. 1298· νοούμενος Σοφ. Ο. Τ. 1487· τὰς ἰδέας νοεῖσθαι μὲν ὁρᾶσθαι δ’ οὒ Πλάτ. Πολ. 507Β. - Παθ., τὰ νοούμενα, τὰ νοητά, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ αἰσθητά, αὐτόθι 508C, πρβλ. 507Β· ἴδε νοητός. ΙΙ. νοῶ, καταλαμβάνω, νοέεις δὲ καὶ αὐτὸς Ὀδ. Φ. 257, πρβλ. Δ. 148, κτλ· παρ’ Ὁμ. συχνάκις μετὰ τοῦ φρεσί, Ἰλ. Ο. 81· ἐν φρεσὶ Ὀδ. Γ. 62· μετὰ φρεσὶ Ἰλ. Υ. 310· κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμὸν Υ. 264, κτλ.· ἐπ’ ἀμφότερα ν., βλέπω πρὸς ἀμφότερα τὰ μέρη, Ἡρόδ. 8. 22· εἰπὲ δ’ ᾗ νοεῖς Σοφ. Τρ. 349, πρβλ. Ἠλ. 1435· - συχνάκις μετὰ συστοίχου αἰτ., οὐ γάρ τις νόον ἄλλος ἀμείνονα τοῦδε νοήσει Ἰλ. Ι. 104· οὕτω, πεπνυμένα ν., ἐσθλὰ ν., ἄλλα φρονῶ, ἄλλα σκέπτομαι, ὁ αὐτ. 7. 168· καλῶς ν. Ξεν. Κυν. 1. 18· - μετοχ. νοέων, έουσα, ἐπιστάμενος, γινώσκων καλῶς, καὶ αὐτῇ περ νοεούσῃ Ἰλ. Α. 577, Ὀδ. Ο. 170· ἐπαινέσσειε νοήσας, «δυνηθεὶς αὐτὴν τῷ νῷ θεωρῆσαι» (Πρόκλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 12· τὰ νοέων λέγει, ὅσα λέγει ἐσκεμμένως, ὅσα ὑπισχνεῖται, Ἡρόδ. 8. 102· πρβλ. φρονέω IV. III. σκέπτομαι, ἐπινοῶ, μηχανῶμαι, τοῦτό γ’ ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησεν Ὀδ. Β. 122· ἔνθ’ αὖτ’ ἄλλ’ ἐνόησε θεὰ αὐτόθι 382, κτλ.· - ὡσάυτως, σκέπτομαι περί τινος, ἔχω σκοποὺς περί τινος, διανοοῦμαι, ἐσθλά τινι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 284· κακόν τινι Ἡρόδ. 3. 81· συχνάκις παρ’ Ἀττ. 2) μετ’ ἀπαρ. ἔχω κατὰ νοῦν, σκέπτομαι νὰ πράξω τι, οὐκ ἐνόησεν ἐξερύσαι δόρυ Ἰλ. Ε. 665· νοέω φρεσὶ τιμήσασθαι Χ. 235· νοέω δὲ καὶ αὐτὸς Ἕκτορά τοι λῦσαι Ω. 560· ἦ καὶ νοεῖς θάπτειν σφε; Σοφ. Ἀντ. 44, πρβλ. 770, Ἠλ. 389, κτλ.· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἅπαξ παρ’ Ὁμ., μάστιγα... νοήσατο, χερσὶν ἑλέσθαι, ἐσκέφθη καθ’ ἑαυτὸν νὰ λάβῃ τὴν μάστιγα, Ἰλ. Κ. 501· ἐνένωτο στρατεύειν Ἡρόδ. 1. 77, πρβλ. 7. 206., 9. 53· ἐνθύμημα νενοημένον οὐκ ἀτόπως, ἐπινοηθέν, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 37. IV. νομίζω ἢ θεωρῶ τι τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, ὡς μηκέτ’ ὄντα κεῖνον... νόει Σοφ. Φιλ. 415· τόδε γὰρ νοῶ κράτιστον αὐτόθι 1176· οὕτω, θεὸν δὲ ποῖον εἰπέ μοι νοητέον Ποιητὴς παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 59, ἴδε Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 4. 67. V. ἐπὶ λέξεων, σημαίνω τοῦτο καὶ ἐκεῖνο· πυθοίμεθ’ ἂν τὸν χρησμὸν ὅ τι νοεῖ Ἀριστοφ. Πλ. 55, πρβλ. Νεφ. 1186, Πλάτ. Κρατ. 407Ε· [εἰ] τοῦτο... νοεῖ αὐτῷ, ἂν τοῦτο νοεῖ δι’ αὐτοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 335Ε.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. νοήσω, ao. ἐνόησα, pf. Pass. νενόημαι;
I. se mettre dans l’esprit :
1 (par l’entremise des sens) voir, s’apercevoir de, acc.;
2 (par la réflexion) comprendre, acc.;
II. p. suite :
1 avoir dans l’esprit ; τι qch ; νόον νοεῖν IL avoir une pensée dans l’esprit ; ν. φρεσί IL, κατὰ φρένα IL m. sign. ; ὀρθά HDT avoir dans l’esprit une pensée droite, juste;
2 méditer, projeter, acc. : κακόν τινι XÉN avoir des intentions hostiles à l’égard de qqn;
III. abs.
1 avoir du bon sens, être prudent, sage;
2 avoir un sens, une signification;
Moy. νοέομαι, νοοῦμαι;
1 penser en soi-même, méditer;
2 penser à, inf..
Étymologie: νόος.

English (Autenrieth)

(νόος), imp. νόει, fut. νοήσω, aor. (ἐ)νόησα, mid. νοήσατο: think, be thoughtful or sensible, have in mind, intend, be (aor. become) aware, perceive; οὕτω νῦν καὶ ἐγὼ νοέω, ‘I think so too,’ Od. 4.148 ; τοῦτό γ' ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησεν, ‘that was not a right thought of hers,’ Od. 7.299 ; νοῆσαι ἅμα πρόσσω καὶ ὀπίσσω, ‘to direct his mind forward and backward,’ ‘take thought at once of the present and the future,’ Il. 1.343 ; μητρὶ ἐγὼ παράφημι, καὶ αὐτῇ περ νοεούσῃ, ‘though she has a good mind of her own,’ Il. 1.577 ; καὶ μᾶλλον νοέω φρεσὶ τῖμήσασθαι, ‘I mean to prize thee still more,’ Il. 22.235; freq. ὀξὺ νοῆσαι, of ‘keenly noting’ an occurrence, often w. part., Il. 2.391, Il. 3.21, 30; common transitional phrase, ἄλλ(ο) ἐνόησεν, ‘had another idea,’ ‘thought again,’ ‘passed to a new plan.’ Mid., ‘thought to,’ w. inf., only Il. 10.501. Cf. νόος.

English (Slater)

νοέω
   a observe, heed ἕπεται δ' ἐν ἑκάστῳ μέτρον· νοῆσαι δὲ καιρὸς ἄριστος (O. 13.48) καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι (N. 5.18)
   b be minded, intend c. inf. “πάντων δὲ νοεῖς ἀποδάσσασθαι ἴσον” (N. 10.86) c. acc. cogn. ὁ δ' ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται with hostile intent (Pae. 2.54)

English (Thayer)

νόω; 1st aorist ἐνόησα; (present passive participle (neuter plural) νωυμενα); (νοῦς); from Homer down; the Sept. for הַבִין and הִתְבּונֵן, and for הִשְׂכִּיל;
1. to perceive with the mind, to understand: absolutely, with the addition τῇ καρδία, ὅτι, to have understanding: to think upon, heed, ponder, consider: ὀείτω, namely, let him attend to the events that occur, which will show the time to flee, νόει ὁ (R G ἅ) λέγω, εὐνοέω, κατανοέω, μετανοέω, προνοέω, ὑπονοέω.)

Greek Monotonic

νοέω: Αιολ. νόημι, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐνόησα, Επικ. νόησα, Ιων. ἔνωσα· παρακ. νενόηκα, Ιων. νένωκα — Μέσ., Επικ. γʹ ενικ. αορ. αʹ νοήσατο, Ιων. μτχ. νωσάμενος — Παθ., αόρ. αʹ ἐνοήθην, Ιων. ἐνώθην· παρακ. νενόημαι, Ιων. νένωμαι· γʹ πληθ. υπερσ. ἐνένωτο·
I. αντιλαμβάνομαι μέσω όρασης, παρατηρώ, εξετάζω· ὀφθαλμοῖς ή ἐν ὀφθαλμοῖς νοέειν, σε Ομήρ. Ιλ.· διαφοροποιείται από το ὁρᾶν που δηλώνει απλή οπτική επαφή (το νοεῖν υπονοεί νοητική αντίληψη που προέρχεται από την όραση), τὸν δὲ ἰδὼν ἐνόησε, στο ίδ.· οὐκ ἴδεν οὐδ' ἐνόησε, σε Όμηρ.· απ' όπου, θυμῷ νοέω καὶ οἶδα ἕκαστα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Θέογν., Σοφ.
II. απόλ., σκέφτομαι, υποθέτω, καταλαβαίνω, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· ἄλλα νοῶ, έχω διαφορετική άποψη, σε Ηρόδ.· μτχ. νοέων, -έουσα, σκεπτόμενος, συνετός, σώφρων, καλός γνώστης, σε Όμηρ.
III. 1. επεξεργάζομαι με τον νου, επινοώ, μηχανεύομαι, σκοπεύω, προτίθεμαι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
2. με απαρ., σκέφτομαι να κάνω κάτι, έχω κατά νου, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
IV. αντιλαμβάνομαι, νομίζω ή κρίνω κάτι ως τέτοιου είδους, ὡς μηκέτ' ὄντα κεῖνον νόει, σε Σοφ.
V. λέγεται για λέξεις, έχω συγκεκριμένη σημασία, σημαίνω κάτι το συγκεκριμένο· πυθοίμεθ' ἂν τὸν χρησμὸν ὅ,τι νοεῖ, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

νοέω: νόος тж. med. (aor. ἐνόησα - эп. νόησα и ион. ἔνωσα, pf. νενόηκα - ион. νένωκα; pass.: aor. ἐνοήθην - ион. ἐνώθην, редко ἐνοησάμην, pf. νενόημαι; ион. pf. νένωμαι, 3 л. pl. ppf. ἐνένωτο)
1) (тж. ν. ὀφθαλμοῖς и ἐν ὀφθαλμοῖς Hom.) воспринимать (зрением), замечать (οὔπω τοίους ἵππους ἴδον οὔδ᾽ ἐνόησα Hom.);
2) (тж. θυμῷ ν. Hom.) постигать мысленно, представлять себе (νοούμενος τὰ λοιπὰ τοῦ βίου Soph.): νοεῖσθαι μέν, ὁρᾶσθαι δ᾽ οὔ Plat. постигаться мыслью, но не очами;
3) (тж. ν. φρεσί, ἐν φρεσί, μετὰ φρεσί и κατὰ φρένα Hom.) мыслить, думать, обдумывать: ὀρθὰ ν. Her. думать правильно, быть правильного мнения; ἄλλα νοεῦντες Her. думая иное; τῷ νοῆσαι δεινότατος Plut. весьма рассудительный;
4) придумывать, затевать, замышлять (ἐσθλά τινι Hes.; κακόν τινι Her.; κατακτεῖναί τινα Soph.);
5) полагать, думать, считать (τόδε γὰρ νοῶ κράτιστον Soph.);
6) значить, означать (σκέψασθαι, τί καὶ νοεῖ τὸ ὄνομα Plat.).

Middle Liddell


I. to perceive by the eyes, observe, notice, ὀφθαλμοῖς or ἐν ὀφθαλμοῖς νοέειν Il.; distinguished from mere sight, τὸν δὲ ἰδὼν ἐνόησε Il.; οὐκ ἴδεν οὐδ' ἐνόησε Hom.:—hence, θυμῶι νοέω καὶ οἶδα ἕκαστα Od., etc.: —so in Mid., Theogn., Soph.
II. absol. to think, suppose, Hom., Hdt., etc.; ἄλλα ν. to be of another mind, Hdt.:—part. νοέων, έουσα thoughtful, wary, discreet, Hom.
III. to think out, devise, contrive, purpose, intend, Od., Hdt.
2. c. inf. to be minded to do a thing, Il., Soph., etc.:—so in Mid., Il., Hdt.
IV. to conceive of or deem to be so and so, ὡς μηκέτ' ὄντα κεῖνον νόει Soph.
V. of words, to bear a certain sense, to mean so and so, πυθοίμεθ' ἂν τὸν χρησμὸν ὅ τι νοεῖ Ar., Plat.

Chinese

原文音譯:noišw, (nošw) 內誒哦
詞類次數:動詞(14)
原文字根:心思 相當於: (בִּין‎)
字義溯源:運用心思,理解,會意,明白,曉得,感覺,看見,考慮,覺察,省悟,領悟,所想的,思想,知,知道;源自(νοῦς)*=悟性)。參讀 (αἰσθάνομαι)同義字。參讀 (ἀναλογίζομαι)同義字參讀 (εὑρίσκω)同義字
出現次數:總共(14);太(4);可(3);約(1);羅(1);弗(2);提前(1);提後(1);來(1)
譯字彙編
1) 曉得(2) 可7:18; 弗3:4;
2) 明白(2) 約12:40; 提前1:7;
3) 你們⋯明白麼(1) 太16:9;
4) 我們知道(1) 來11:3;
5) 你們⋯明白(1) 太16:11;
6) 你們⋯省悟(1) 可8:17;
7) 你要思想(1) 提後2:7;
8) 就可領悟(1) 羅1:20;
9) 必須要會意(1) 太24:15;
10) 須要會意(1) 可13:14;
11) 知(1) 太15:17;
12) 所想的(1) 弗3:20